Είναι άραγε στο χέρι του ανθρώπου να βρει αυτό που ψάχνει; Αυτή η αναζήτηση της αλήθειας στην οποία ο άνθρωπος έχει εμπλακεί εδώ και τόσους αιώνες, τον πλούτισε μήπως με κάποια νέα ισχύ ή κάποια σταθερή αλήθεια; Τώρα επιτέλους είναι η ώρα να δούμε αυτό το ζήτημα.
Πιστεύω πως ο άνθρωπος θα μου ομολογήσει, αν μιλήσει με καθαρή συνείδηση, ότι όλη κι όλη η ωφέλεια που αποκόμισε από μια τόσο μακρόχρονη αναζήτηση, είναι πως έμαθε να αναγνωρίζει την αδυναμία του. Την αμάθεια, που από φυσικού υπήρχε μέσα μας, με την μακρόχρονη μελέτη, την επιβεβαιώσαμε και την αποδείξαμε. Συνέβη στους πραγματικά μορφωμένους ανθρώπους αυτό που συμβαίνει στα στάχυα· όλο και ψηλώνουν, όλο και τραβούν κατά πάνω, με το κεφάλι όρθιο και περήφανο, όσο είναι άδεια· όμως, όταν είναι γεμάτα και φουσκωμένα από ώριμα σπυριά, αρχίζουν να γέρνουν και να χαμηλώνουν τις κεραίες (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ).
Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς οι άνθρωποι προσπάθησαν και βυθομέτρησαν τα πάντα, δίχως να έχουν βρει (σε αυτόν το σωρό γνώσης και αποθήκευσης τόσων ποικίλων πραγμάτων) τίποτα ογκώδες και σταθερό και τίποτε άλλο εκτός από ματαιότητα, αποτίναξαν την οίησή τους και αναγνώρισαν τη φυσική τους κατάσταση.
Η μομφή που ο Βέλλειος αποδίσει στον Κόττα και στον Κικέρωνα είναι ότι είχαν μάθει από τον φιλόσοφο Φίλωνα πως δεν είχαν μάθει τίποτα.
Ο Φερεκύδης, ένας των επτά σοφών, γράφοντας στον Θαλή την ώρα που έβγαινε η πνοή του, λέει: “Έδωσα εντολή στους δικούς μου, αφού με θάψουν, να σου φέρουν τα κείμενά μου· αν ικανοποιούν τόσο εσένα όσο και τους άλλους σοφούς, δημοσίευσέ τα· αν όχι, εξαφάνισέ τα· δεν περιέχουν καμία βεβαιότητα που να ικανοποιεί εμένα τον ίδιο. Έτσι, δεν επαγγέλλομαι ότι γνωρίζω την αλήθεια και ότι την έφτασα. Περισσότερο αποκαλύπτω τα πράγματα, παρά τα ανακαλύπτω” (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΗΣ, ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ).
Ο σοφότερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ ο Σωκράτης, όταν ρωτήθηκε τι ήξερε, απάντησε ότι ένα πράγμα ήξερε, ότι δεν ήξερε τίποτα. Επιβεβαίωνε με αυτό τον τρόπο το λεγόμενο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού που ξέρουμε είναι μικρότερο από το ελαχιστότατο κομμάτι αυτών που αγνοούμε.
Με λίγα λόγια, αυτά ακριβώς που νομίζουμε ότι ξέρουμε είναι ένα κομμάτι, πολύ μικρό μάλιστα, της άγνοιάς μας.
Ξέρουμε τα πάντα στο όνειρό μας, λέει ο Πλάτων, και τα αγνοούμε στην πραγματικότητα.
Όλοι σχεδόν οι Αρχαίοι είπαν πως τίποτα δεν μπορούμε να καταλάβουμε, τίποτα ν’ αντιληφθούμε, τίποτα να μάθουμε: οι αισθήσεις μας είναι περιορισμένες, η νόηση μας αδύναμη, ο βίος μας βραχύς.
(ΚΙΚΕΡΩΝ)
Για τον ίδιο τον Κικέρωνα, που στη μάθηση όφειλε όλη του την αξία, ο Βαλέριος λέει ότι στα γεράματά του είχε αρχίσει να μην έχει σε εκτίμηση τα γράμματα. Και όσον καιρό ασχολιόταν με το γράψιμο, το έκανε δίχως καμία δέσμευση έναντι καμίας φιλοσοφικής σχολής, ακολουθώντας ό,τι του φαινόταν πιθανό, πότε στη μια σχολή, πότε στην άλλη, παραμένοντας όμως διαρκώς υπό [τον περιορισμό] της αμφιβολίας [που δίδασκε η Πλατωνική] Ακαδημία: Πρέπει να μιλήσω, έτσι όμως που σε τίποτα να μην είμαι κατηγορηματικός· θα ψάξω τα πάντα, αμφιβάλλοντας για τα περισσότερα και δυσπιστώντας έναντι του εαυτού μου. (ΚΙΚΕΡΩΝ)
Θα μου ήταν πανεύκολη υπόθεση να περιοριζόμουν να εξετάσω τον άνθρωπο στη συνηθισμένη του κατάσταση και χονδρικά. Θα ήμουν δικαιολογημένος να το κάμω, σεβόμενος τον κανόνα του ανθρώπου, που κρίνει τη αλήθεια όχι από το βάρος των ψήφων, αλλά από τον αριθμό. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τον λαό.
Που ροχαλίζει ξυπνητός
που η ζωή του νεκρή είναι, ας ζει κι ας βλέπει, (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ) που δεν έχει συνείδηση του εαυτού του, που διόλου δεν κρίνει τον εαυτό του, που αφήνει σε απραξία τις περισσότερες φυσικές του ιδιότητες. Θέλω να πάρω τον άνθρωπο στο ανώτατο επίπεδό του. Ας εξετάσουμε αυτόν το μικρό αριθμό έξοχων και διαλεκτών ανθρώπων, που προικισμένοι με όμορφα και ξεχωριστά φυσικά προσόντα, τα όξυναν και τα ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο με φροντίδα, μελέτη και τέχνη και τα ανέβασαν στο ψηλότερο σημείο σοφίας που μπορεί να φτάσουν. Δούλεψαν τις ψυχές τους με τρόπους που τις κρατούν ανοιχτές από κάθε πλευρά προς κάθε κατεύθυνση, τις στήριξαν με τη συνδρομή κάθε εξωτερικής βοήθειας που τους ταίριαζε και τις πλούτισαν και στόλισαν με όλα όσα μπόρεσαν να δανειστούν προς όφελός τους, από τα μέσα και τα έξω του κόσμου. Σε αυτούς τους ανθρώπους βρίσκεται η ύψιστη μορφή της ανθρώπινης φύσης. Αυτοί τακτοποίησαν τον κόσμο με θεσμούς και νόμους, αυτοί δίδαξαν τον κόσμο με τις τέχνες και τις επιστήμες τους και τον δίδαξαν επιπλέον με το παράδειγμα της θαυμαστής ηθικής τους ακεραιότητας. Δεν θα λάβω υπόψη μου άλλο από τη μαρτυρία και εμπειρία τέτοιων ανθρώπων. Ας δούμε ως που έφτασαν και σε ποια συμπεράσματα κατέληξαν. Τις ασθένειες και μειονεξίες που θα βρούμε σε τέτοια ομήγυρη, ο κόσμος θα μπορεί με παρρησία να ομολογήσει πως είναι δικές του.
Όποιος κάτι ψάχνει, καταλήγει στο σημείο να λέει πως το βρήκε ή πως δεν μπορεί να βρεθεί ή πως ακόμα το αναζητάει.
(ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Όλη η φιλοσοφία χωρίζεται σε αυτά τα τρία είδη. Σκοπός της είναι να ψάξει για την αλήθεια, την γνώση, τη βεβαιότητα. Οι Περιπατητικοί, οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και άλλοι νόμισαν πως την βρήκαν. Αυτοί θεμελίωσαν τις επιστήμες που έχουμε αποδεχτεί και ανέπτυξαν τη γνώση τους στο βαθμό της βεβαιότητας. Ο Κλιτόμαχος, ο Καρνεάδης και οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας απελπίστηκαν κατά την αναζήτησή τους και έκριναν πως η αλήθεια δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή με τις δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος. Η κατάληξή τους είναι [η αναγνώριση] της ανθρώπινης αδυναμίας και άγνοιας. Αυτή η σχολή είχε τους περισσότερους οπαδούς και τους ευγενέστερους θιασώτες.
Ο Πύρρων και οι άλλοι Σκεπτικοί ή Επέχοντες, που τα δόγματά τους αρκετοί αρχαίοι θεώρησαν πως προέρχονται από τον Όμηρο, τους Επτά Σοφούς, τον Αρχίλοχο, τον Ευριπίδη και στους οποίους συγκαταλέγουν τον Ζήνωνα, τον Δημόκριτο, τον Ξενοφάνη, λένε πως ακόμα αναζητούν την αλήθεια. Αυτοί κρίνουν πως οι φιλόσοφοι που νομίζουν ότι τη βρήκαν, λαθεύονται από άκρη σε άκρη. Και προχωρώντας περισσότερο προσθέτουν ότι η δεύτερη κατηγορία, δηλαδή οι φιλόσοφοι που είναι σχεδόν βέβαιοι πως οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν είναι ικανές να φτάσουν την αλήθεια, πάσχουν από αναισχυντία και ματαιοδοξία. Γιατί ο καθορισμός του μέτρου της δύναμής μας, της γνώσης και κρίσης της δυσκολίας των πραγμάτων είναι σπουδαία και υπέρτατη γνώση, για την οποία αμφιβάλλουν πως ο άνθρωπος είναι ικανός.
Όποιος νομίζει πως τίποτα δεν ξέρουμε, αγνοεί επίσης αν ξέρουμε αρκετά για να υποστηρίξουμε πως τίποτα δεν ξέρουμε.
(ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)
Η άγνοια που γνωρίζει τον εαυτό της, κρίνει τον εαυτό της και καταδικάζει τον εαυτό της, δεν είναι ολοσχερής άγνοια: για να είναι ολοσχερής άγνοια, πρέπει να μην ξέρει τον ίδιο της τον εαυτό. Κατά συνέπεια, οι δεδηλωμένες αρχές των Πυρρωνιστών είναι να ταρακουνούν κάθε πεποίθηση, να αμφιβάλλουν περί των πάντων και να ψάχνουν, δίχως να είναι βέβαιοι για τίποτα, δίχως να εγγυώνται τίποτα.
Αυτή λοιπόν η κριτική θέση [των Πυρρωνιστών], ολόισα και άκαμπτη, καθώς δέχεται τα πάντα δίχως να προσεταιρίζεται τίποτα και σε τίποτα να μη συναινεί, τους οδηγεί στην Αταραξία, που είναι ειρηνικός και ήρεμος κανόνας ζωής, απαλλαγμένης από τους κλυδωνισμούς που δεχόμαστε εξαιτίας του αποτυπώματος που επιβάλλουν οι γνώμες και της γνώσης της πραγματικότητας, που νομίζουμε ότι έχουμε. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Από αυτή [την εντύπωση] γεννιούνται ο φόβος, η φιλαργυρία, ο φθόνος, τα υπερβολικά πάθη, η φιλοδοξία, η υπερηφάνεια, η δεισιδαιμονία, η αγάπη του νεωτερισμού, η ανταρσία, η ανυπακοή, η ξεροκεφαλιά και τα περισσότερα από τα σωματικά κακά. Έτσι, οι Πυρρωνιστές απαλλάσσονται μάλιστα από τη φανατική άμιλλα υποστήριξης των δογμάτων τους, δεδομένου ότι συζητούν με πολύ μαλακό τρόπο και διόλου δεν φοβούνται την αντίκρουση των λόγων τους. Όταν λένε πως τα βαριά πράγματα πηγαίνουν κατά κάτω, θα ένιωθαν μεγάλη λύπη, αν κάποιος τους πίστευε· και ψάχνουν την αντιλογία για να δημιουργήσουν την αμφιβολία και τον κριτικό μετεωρισμό, που είναι ο σκοπός τους. Δεν προβάλλουν τις προτάσεις τους παρά για να καταπολεμήσουν εκείνες που νομίζουν ότι πιστεύουμε. Αν δεχτείτε την πρότασή τους, εξίσου πρόθυμα θα διαλέξουν να υποστηρίξουν την αντίθετη: όλα τους είναι ένα· δεν έχουν καμία προτίμηση. Αν καθορίζετε πως το χιόνι είναι μαύρο, επιχειρηματολογούν αντιστρόφως πως είναι άσπρο. Αν λέτε πως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι δουλειά τους να υποστηρίξουν πως είναι και τα δύο. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Αν με σίγουρη κρίση επιμένετε πως δεν ξέρετε τίποτα από αυτά, θα σας ισχυριστούν ότι τα ξέρετε. Μάλιστα! Και αν βεβαιώνετε πως η αμφιβολία σας είναι αξίωμα, θα φροντίσουν να αντιπαραβάλλουν ότι δεν αμφιβάλλετε ή πως δεν μπορείτε να κρίνετε και να ορίσετε πως αμφιβάλλετε. Και ωθώντας την αμφιβολία στα άκρα σείονται τα ίδια της τα θεμέλια, όποτε ξεχωρίζουν και αποδεσμεύονται από αρκετές άλλες [φιλοσοφικές] θεωρίες, ακόμα και από εκείνες που διδάσκου ποικιλοτρόπως την αμφιβολία και την άγνοια.
Τόσο πιο ελεύθεροι κι ανεξάρτητοι, όσο η δύναμή τους για κρίση είναι ακέραια. Δεν είναι πλεονέκτημα να βρίσκεται κανείς αποδεσμευμένος από την ανάγκη που βάζει χαλινό στους άλλους; Δεν αξίζει περισσότερο να κρατιέσαι σε εκκρεμότητα παρά να μπερδεύεσαι στα τόσα σφάλματα που δημιούργησε η ανθρώπινη φαντασία; Δεν αξίζει περισσότερο να μεταθέτεις σε ένα απροσδιόριστο μέλλον στη προσκόλλησή σου στα πράγματα παρά να ανακατεύεσαι σε φατρίες που ερίζουν και στασιάζουν; “- Τι θα έπρεπε να διαλέξω; – Ότι σας αρέσει, αρκεί να διαλέξετε!” Να μια ανόητη απάντηση, στην οποία ωστόσο φαίνεται πως καταλήγει κάθε είδος δογματισμού και η οποία μας απαγορεύει να μην ξέρουμε ό,τι δεν ξέρουμε.
Πιστεύω πως ο άνθρωπος θα μου ομολογήσει, αν μιλήσει με καθαρή συνείδηση, ότι όλη κι όλη η ωφέλεια που αποκόμισε από μια τόσο μακρόχρονη αναζήτηση, είναι πως έμαθε να αναγνωρίζει την αδυναμία του. Την αμάθεια, που από φυσικού υπήρχε μέσα μας, με την μακρόχρονη μελέτη, την επιβεβαιώσαμε και την αποδείξαμε. Συνέβη στους πραγματικά μορφωμένους ανθρώπους αυτό που συμβαίνει στα στάχυα· όλο και ψηλώνουν, όλο και τραβούν κατά πάνω, με το κεφάλι όρθιο και περήφανο, όσο είναι άδεια· όμως, όταν είναι γεμάτα και φουσκωμένα από ώριμα σπυριά, αρχίζουν να γέρνουν και να χαμηλώνουν τις κεραίες (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ).
Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς οι άνθρωποι προσπάθησαν και βυθομέτρησαν τα πάντα, δίχως να έχουν βρει (σε αυτόν το σωρό γνώσης και αποθήκευσης τόσων ποικίλων πραγμάτων) τίποτα ογκώδες και σταθερό και τίποτε άλλο εκτός από ματαιότητα, αποτίναξαν την οίησή τους και αναγνώρισαν τη φυσική τους κατάσταση.
Η μομφή που ο Βέλλειος αποδίσει στον Κόττα και στον Κικέρωνα είναι ότι είχαν μάθει από τον φιλόσοφο Φίλωνα πως δεν είχαν μάθει τίποτα.
Ο Φερεκύδης, ένας των επτά σοφών, γράφοντας στον Θαλή την ώρα που έβγαινε η πνοή του, λέει: “Έδωσα εντολή στους δικούς μου, αφού με θάψουν, να σου φέρουν τα κείμενά μου· αν ικανοποιούν τόσο εσένα όσο και τους άλλους σοφούς, δημοσίευσέ τα· αν όχι, εξαφάνισέ τα· δεν περιέχουν καμία βεβαιότητα που να ικανοποιεί εμένα τον ίδιο. Έτσι, δεν επαγγέλλομαι ότι γνωρίζω την αλήθεια και ότι την έφτασα. Περισσότερο αποκαλύπτω τα πράγματα, παρά τα ανακαλύπτω” (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΗΣ, ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ).
Ο σοφότερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ ο Σωκράτης, όταν ρωτήθηκε τι ήξερε, απάντησε ότι ένα πράγμα ήξερε, ότι δεν ήξερε τίποτα. Επιβεβαίωνε με αυτό τον τρόπο το λεγόμενο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού που ξέρουμε είναι μικρότερο από το ελαχιστότατο κομμάτι αυτών που αγνοούμε.
Με λίγα λόγια, αυτά ακριβώς που νομίζουμε ότι ξέρουμε είναι ένα κομμάτι, πολύ μικρό μάλιστα, της άγνοιάς μας.
Ξέρουμε τα πάντα στο όνειρό μας, λέει ο Πλάτων, και τα αγνοούμε στην πραγματικότητα.
Όλοι σχεδόν οι Αρχαίοι είπαν πως τίποτα δεν μπορούμε να καταλάβουμε, τίποτα ν’ αντιληφθούμε, τίποτα να μάθουμε: οι αισθήσεις μας είναι περιορισμένες, η νόηση μας αδύναμη, ο βίος μας βραχύς.
(ΚΙΚΕΡΩΝ)
Για τον ίδιο τον Κικέρωνα, που στη μάθηση όφειλε όλη του την αξία, ο Βαλέριος λέει ότι στα γεράματά του είχε αρχίσει να μην έχει σε εκτίμηση τα γράμματα. Και όσον καιρό ασχολιόταν με το γράψιμο, το έκανε δίχως καμία δέσμευση έναντι καμίας φιλοσοφικής σχολής, ακολουθώντας ό,τι του φαινόταν πιθανό, πότε στη μια σχολή, πότε στην άλλη, παραμένοντας όμως διαρκώς υπό [τον περιορισμό] της αμφιβολίας [που δίδασκε η Πλατωνική] Ακαδημία: Πρέπει να μιλήσω, έτσι όμως που σε τίποτα να μην είμαι κατηγορηματικός· θα ψάξω τα πάντα, αμφιβάλλοντας για τα περισσότερα και δυσπιστώντας έναντι του εαυτού μου. (ΚΙΚΕΡΩΝ)
Θα μου ήταν πανεύκολη υπόθεση να περιοριζόμουν να εξετάσω τον άνθρωπο στη συνηθισμένη του κατάσταση και χονδρικά. Θα ήμουν δικαιολογημένος να το κάμω, σεβόμενος τον κανόνα του ανθρώπου, που κρίνει τη αλήθεια όχι από το βάρος των ψήφων, αλλά από τον αριθμό. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τον λαό.
Που ροχαλίζει ξυπνητός
που η ζωή του νεκρή είναι, ας ζει κι ας βλέπει, (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ) που δεν έχει συνείδηση του εαυτού του, που διόλου δεν κρίνει τον εαυτό του, που αφήνει σε απραξία τις περισσότερες φυσικές του ιδιότητες. Θέλω να πάρω τον άνθρωπο στο ανώτατο επίπεδό του. Ας εξετάσουμε αυτόν το μικρό αριθμό έξοχων και διαλεκτών ανθρώπων, που προικισμένοι με όμορφα και ξεχωριστά φυσικά προσόντα, τα όξυναν και τα ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο με φροντίδα, μελέτη και τέχνη και τα ανέβασαν στο ψηλότερο σημείο σοφίας που μπορεί να φτάσουν. Δούλεψαν τις ψυχές τους με τρόπους που τις κρατούν ανοιχτές από κάθε πλευρά προς κάθε κατεύθυνση, τις στήριξαν με τη συνδρομή κάθε εξωτερικής βοήθειας που τους ταίριαζε και τις πλούτισαν και στόλισαν με όλα όσα μπόρεσαν να δανειστούν προς όφελός τους, από τα μέσα και τα έξω του κόσμου. Σε αυτούς τους ανθρώπους βρίσκεται η ύψιστη μορφή της ανθρώπινης φύσης. Αυτοί τακτοποίησαν τον κόσμο με θεσμούς και νόμους, αυτοί δίδαξαν τον κόσμο με τις τέχνες και τις επιστήμες τους και τον δίδαξαν επιπλέον με το παράδειγμα της θαυμαστής ηθικής τους ακεραιότητας. Δεν θα λάβω υπόψη μου άλλο από τη μαρτυρία και εμπειρία τέτοιων ανθρώπων. Ας δούμε ως που έφτασαν και σε ποια συμπεράσματα κατέληξαν. Τις ασθένειες και μειονεξίες που θα βρούμε σε τέτοια ομήγυρη, ο κόσμος θα μπορεί με παρρησία να ομολογήσει πως είναι δικές του.
Όποιος κάτι ψάχνει, καταλήγει στο σημείο να λέει πως το βρήκε ή πως δεν μπορεί να βρεθεί ή πως ακόμα το αναζητάει.
(ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Όλη η φιλοσοφία χωρίζεται σε αυτά τα τρία είδη. Σκοπός της είναι να ψάξει για την αλήθεια, την γνώση, τη βεβαιότητα. Οι Περιπατητικοί, οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και άλλοι νόμισαν πως την βρήκαν. Αυτοί θεμελίωσαν τις επιστήμες που έχουμε αποδεχτεί και ανέπτυξαν τη γνώση τους στο βαθμό της βεβαιότητας. Ο Κλιτόμαχος, ο Καρνεάδης και οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας απελπίστηκαν κατά την αναζήτησή τους και έκριναν πως η αλήθεια δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή με τις δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος. Η κατάληξή τους είναι [η αναγνώριση] της ανθρώπινης αδυναμίας και άγνοιας. Αυτή η σχολή είχε τους περισσότερους οπαδούς και τους ευγενέστερους θιασώτες.
Ο Πύρρων και οι άλλοι Σκεπτικοί ή Επέχοντες, που τα δόγματά τους αρκετοί αρχαίοι θεώρησαν πως προέρχονται από τον Όμηρο, τους Επτά Σοφούς, τον Αρχίλοχο, τον Ευριπίδη και στους οποίους συγκαταλέγουν τον Ζήνωνα, τον Δημόκριτο, τον Ξενοφάνη, λένε πως ακόμα αναζητούν την αλήθεια. Αυτοί κρίνουν πως οι φιλόσοφοι που νομίζουν ότι τη βρήκαν, λαθεύονται από άκρη σε άκρη. Και προχωρώντας περισσότερο προσθέτουν ότι η δεύτερη κατηγορία, δηλαδή οι φιλόσοφοι που είναι σχεδόν βέβαιοι πως οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν είναι ικανές να φτάσουν την αλήθεια, πάσχουν από αναισχυντία και ματαιοδοξία. Γιατί ο καθορισμός του μέτρου της δύναμής μας, της γνώσης και κρίσης της δυσκολίας των πραγμάτων είναι σπουδαία και υπέρτατη γνώση, για την οποία αμφιβάλλουν πως ο άνθρωπος είναι ικανός.
Όποιος νομίζει πως τίποτα δεν ξέρουμε, αγνοεί επίσης αν ξέρουμε αρκετά για να υποστηρίξουμε πως τίποτα δεν ξέρουμε.
(ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)
Η άγνοια που γνωρίζει τον εαυτό της, κρίνει τον εαυτό της και καταδικάζει τον εαυτό της, δεν είναι ολοσχερής άγνοια: για να είναι ολοσχερής άγνοια, πρέπει να μην ξέρει τον ίδιο της τον εαυτό. Κατά συνέπεια, οι δεδηλωμένες αρχές των Πυρρωνιστών είναι να ταρακουνούν κάθε πεποίθηση, να αμφιβάλλουν περί των πάντων και να ψάχνουν, δίχως να είναι βέβαιοι για τίποτα, δίχως να εγγυώνται τίποτα.
Αυτή λοιπόν η κριτική θέση [των Πυρρωνιστών], ολόισα και άκαμπτη, καθώς δέχεται τα πάντα δίχως να προσεταιρίζεται τίποτα και σε τίποτα να μη συναινεί, τους οδηγεί στην Αταραξία, που είναι ειρηνικός και ήρεμος κανόνας ζωής, απαλλαγμένης από τους κλυδωνισμούς που δεχόμαστε εξαιτίας του αποτυπώματος που επιβάλλουν οι γνώμες και της γνώσης της πραγματικότητας, που νομίζουμε ότι έχουμε. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Από αυτή [την εντύπωση] γεννιούνται ο φόβος, η φιλαργυρία, ο φθόνος, τα υπερβολικά πάθη, η φιλοδοξία, η υπερηφάνεια, η δεισιδαιμονία, η αγάπη του νεωτερισμού, η ανταρσία, η ανυπακοή, η ξεροκεφαλιά και τα περισσότερα από τα σωματικά κακά. Έτσι, οι Πυρρωνιστές απαλλάσσονται μάλιστα από τη φανατική άμιλλα υποστήριξης των δογμάτων τους, δεδομένου ότι συζητούν με πολύ μαλακό τρόπο και διόλου δεν φοβούνται την αντίκρουση των λόγων τους. Όταν λένε πως τα βαριά πράγματα πηγαίνουν κατά κάτω, θα ένιωθαν μεγάλη λύπη, αν κάποιος τους πίστευε· και ψάχνουν την αντιλογία για να δημιουργήσουν την αμφιβολία και τον κριτικό μετεωρισμό, που είναι ο σκοπός τους. Δεν προβάλλουν τις προτάσεις τους παρά για να καταπολεμήσουν εκείνες που νομίζουν ότι πιστεύουμε. Αν δεχτείτε την πρότασή τους, εξίσου πρόθυμα θα διαλέξουν να υποστηρίξουν την αντίθετη: όλα τους είναι ένα· δεν έχουν καμία προτίμηση. Αν καθορίζετε πως το χιόνι είναι μαύρο, επιχειρηματολογούν αντιστρόφως πως είναι άσπρο. Αν λέτε πως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι δουλειά τους να υποστηρίξουν πως είναι και τα δύο. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Αν με σίγουρη κρίση επιμένετε πως δεν ξέρετε τίποτα από αυτά, θα σας ισχυριστούν ότι τα ξέρετε. Μάλιστα! Και αν βεβαιώνετε πως η αμφιβολία σας είναι αξίωμα, θα φροντίσουν να αντιπαραβάλλουν ότι δεν αμφιβάλλετε ή πως δεν μπορείτε να κρίνετε και να ορίσετε πως αμφιβάλλετε. Και ωθώντας την αμφιβολία στα άκρα σείονται τα ίδια της τα θεμέλια, όποτε ξεχωρίζουν και αποδεσμεύονται από αρκετές άλλες [φιλοσοφικές] θεωρίες, ακόμα και από εκείνες που διδάσκου ποικιλοτρόπως την αμφιβολία και την άγνοια.
Τόσο πιο ελεύθεροι κι ανεξάρτητοι, όσο η δύναμή τους για κρίση είναι ακέραια. Δεν είναι πλεονέκτημα να βρίσκεται κανείς αποδεσμευμένος από την ανάγκη που βάζει χαλινό στους άλλους; Δεν αξίζει περισσότερο να κρατιέσαι σε εκκρεμότητα παρά να μπερδεύεσαι στα τόσα σφάλματα που δημιούργησε η ανθρώπινη φαντασία; Δεν αξίζει περισσότερο να μεταθέτεις σε ένα απροσδιόριστο μέλλον στη προσκόλλησή σου στα πράγματα παρά να ανακατεύεσαι σε φατρίες που ερίζουν και στασιάζουν; “- Τι θα έπρεπε να διαλέξω; – Ότι σας αρέσει, αρκεί να διαλέξετε!” Να μια ανόητη απάντηση, στην οποία ωστόσο φαίνεται πως καταλήγει κάθε είδος δογματισμού και η οποία μας απαγορεύει να μην ξέρουμε ό,τι δεν ξέρουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου