[1.82] Βίας Τευτάμου Πριηνεύς, προκεκριμένος τῶν ἑπτὰ ὑπὸ Σατύρου. τοῦτον οἱ μὲν πλούσιον, Δοῦρις δὲ πάροικόν φησι γεγονέναι. Φανόδικος δὲ κόρας αἰχμαλώτους λυτρωσάμενον Μεσσηνίας θρέψαι τε ὡς θυγατέρας καὶ προῖκας ἐπιδοῦναι καὶ εἰς τὴν Μεσσήνην ἀποστεῖλαι τοῖς πατράσιν αὐτῶν. χρόνῳ δὲ ἐν ταῖς Ἀθήναις, ὡς προείρηται, τοῦ τρίποδος εὑρεθέντος ὑπὸ τῶν ἁλιέων, τοῦ χαλκοῦ, ἐπιγραφὴν ἔχοντος «τῷ σοφῷ», Σάτυρος μέν φησι παρελθεῖν τὰς κόρας —οἱ δὲ τὸν πατέρα αὐτῶν, ὡς καὶ Φανόδικος— εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ εἰπεῖν τὸν Βίαντα σοφόν, διηγησαμένας τὰ καθ᾽ ἑαυτάς. καὶ ἀπεστάλη ὁ τρίπους· καὶ ὁ Βίας ἰδὼν ἔφη τὸν Ἀπόλλω σοφὸν εἶναι, οὐδὲ προσήκατο.
[1.83] οἱ δὲ λέγουσιν ἐν Θήβαις τῷ Ἡρακλεῖ αὐτὸν ἀναθεῖναι, ἐπεὶ ἀπόγονος ἦν Θηβαίων ἀποικίαν εἰς Πριήνην στειλάντων, ὥσπερ καὶ Φανόδικός φησι.
Λέγεται δὲ καὶ Ἀλυάττου πολιορκοῦντος Πριήνην τὸν Βίαντα πιήναντα δύο ἡμιόνους ἐξελάσαι εἰς τὸ στρατόπεδον· τὸν δὲ συνιδόντα καταπλαγῆναι ‹τὸ› μέχρι καὶ ἀλόγων διατείνειν αὐτῶν τὴν εὐθένιαν. καὶ ἐβουλήθη σπείσασθαι, καὶ εἰσέπεμψεν ἄγγελον. Βίας δὲ σωροὺς ψάμμου χέας καὶ ἄνωθεν σῖτον περιχέας ἔδειξε τῷ ἀνθρώπῳ· καὶ τέλος μαθὼν ὁ Ἀλυάττης εἰρήνην ἐσπείσατο πρὸς τοὺς Πριηνέας. θᾶττον δ᾽ αὐτῷ πέμψαντι πρὸς τὸν Βίαντα ἵνα ἥκοι παρ᾽ αὐτόν, «ἐγὼ δέ,» φησίν, «Ἀλυάττῃ κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν [ἴσον τῷ κλαίειν].»
[1.84] λέγεται δὲ καὶ δίκας δεινότατος γεγονέναι εἰπεῖν. ἐπ᾽ ἀγαθῷ μέντοι τῇ τῶν λόγων ἰσχύϊ προσεχρῆτο. ὅθεν καὶ Δημόδοκος ὁ Λέριος τοῦτο αἰνίττεται λέγων·
ἢν τύχῃς κρίνων δικάζευ τὴν Πριηνίην δίκην.
καὶ Ἱππῶναξ· ἃ
καὶ δικάζεσθαι Βίαντος τοῦ Πριηνέως κρεῖσσον.
Τοῦτον οὖν καὶ ἐτελεύτα τὸν τρόπον. δίκην γὰρ ὑπέρ τινος λέξας ἤδη ὑπέργηρως ὑπάρχων, μετὰ τὸ καταπαῦσαι τὸν λόγον ἀπέκλινε τὴν κεφαλὴν εἰς τοὺς τοῦ τῆς θυγατρὸς υἱοῦ κόλπους· εἰπόντος δὲ καὶ τοῦ δι᾽ ἐναντίας καὶ τῶν δικαστῶν τὴν ψῆφον ἐνεγκόντων τῷ ὑπὸ τοῦ Βίαντος βοηθουμένῳ, λυθέντος τοῦ δικαστηρίου νεκρὸς ἐν τοῖς κόλποις εὑρέθη.
[1.85] καὶ αὐτὸν μεγαλοπρεπῶς ἔθαψεν ἡ πόλις, καὶ ἐπέγραψαν·
κλεινοῖς ἐν δαπέδοισι Πριήνης φύντα καλύπτει
ἥδε Βίαντα πέτρη, κόσμον Ἴωσι μέγαν.
ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς·
τῇδε Βίαντα κέκευθα, τὸν ἀτρέμας ἤγαγεν Ἑρμῆς
εἰς Ἀίδην, πολιῷ γήραϊ νιφόμενον.
εἶπε γάρ, εἶπε δίκην ἑτάρου τινός· εἶτ᾽ ἀποκλινθεὶς
παιδὸς ἐς ἀγκαλίδας μακρὸν ἔτεινεν ὕπνον.
***
[1.82] Βίαντας, γιος του Τεύταμου, από την Πριήνη. Ο Σάτυρος τον θεωρούσε τον κορυφαίο από τους Εφτά σοφούς. Κάποιοι λένε πως ήταν πλούσιος, ο Δούρης όμως λέει ότι διέμενε στο σπίτι ενός άλλου. Ο Φανόδικος αναφέρει ότι εξαγόρασε κάτι αιχμάλωτες κοπέλες από τη Μεσσήνη, τις μεγάλωσε σαν κόρες του, τις προίκισε, και τις έστειλε στους πατεράδες τους στη Μεσσήνη. Αργότερα, όταν βρέθηκε, όπως ήδη είπαμε, στην Αθήνα από τους ψαράδες ο χάλκινος τρίποδας που έφερε την επιγραφή «Για τον σοφό», οι κοπέλες, όπως λέει ο Σάτυρος, —κάποιοι άλλοι, ένας τους ο Φανόδικος, λένε ο πατέρας τους— παρουσιάστηκαν στη συνέλευση του λαού και, αφού διηγήθηκαν τα όσα έκανε γι᾽ αυτές ο Βίαντας, είπαν ότι αυτός είναι σοφός. Του στάλθηκε λοιπόν ο τρίποδας, όταν όμως εκείνος τον είδε, είπε ότι σοφός είναι ο Απόλλωνας, και δεν τον δέχτηκε.
[1.83] Κάποιοι λένε ότι τον αφιέρωσε στον Ηρακλή στη Θήβα, γιατί ήταν απόγονος των Θηβαίων που αποίκισαν την Πριήνη· έτσι το λέει και ο Φανόδικος.
Λένε επίσης ότι, όταν ο Αλυάττης πολιορκούσε την Πριήνη, ο Βιάντας πάχυνε δύο μουλάρια και τα ξαπόλυσε στο στρατόπεδό του. Όταν ο Αλυάττης τα είδε, έμεινε κατάπληκτος που η καλοπέραση των κατοίκων της πόλης έφτανε ως τα ζωντανά τους. Θέλησε λοιπόν να κάνει ειρήνη μαζί τους και έστειλε αγγελιοφόρο του. Ο Βίαντας έκανε σωρούς από άμμο, έβαλε και λίγο σιτάρι από πάνω, και τους έδειξε στον άνθρωπο. Όταν το πληροφορήθηκε ο Αλυάττης, έκανε στο τέλος ειρήνη με τους κατοίκους της Πριήνης. Όταν ύστερα από λίγο έστειλε και κάλεσε τον Βίαντα να πάει κοντά του, εκείνος απάντησε «Συστήνω στον Αλυάττη να τρώει κρεμμύδια [δηλαδή να κλαίει]».
[1.84] Λένε επίσης ότι ήταν και δεινότατος ρήτορας στα δικαστήρια. Τη δύναμη, πάντως, του λόγου του τη χρησιμοποιούσε μόνο για την υπεράσπιση του σωστού. Σ᾽ αυτό αναφέρεται και ο Δημόδοκος από τη Λέρο, όταν λέει:
Αν τύχει να δικάζεις όπως δικάζουν στην Πριήνη,
και ο Ιππώνακτας:
δικάζοντας καλύτερα κι από τον Πριηνέα Βίαντα.
Πέθανε με τον ακόλουθο τρόπο: Ήταν πια πολύ ηλικιωμένος, όταν ανέλαβε να υπερασπιστεί κάποιον στο δικαστήριο. Μόλις λοιπόν τέλειωσε τον λόγο του, έγειρε το κεφάλι του στην αγκαλιά του γιου της θυγατέρας του. Μίλησε και ο αντίδικος, και οι δικαστές ψήφισαν υπέρ αυτού που υπερασπιζόταν ο Βίαντας. Στο τέλος της δίκης ο Βίαντας βρέθηκε νεκρός στην αγκαλιά του εγγονού του.
[1.85] Η πόλη του τον έθαψε με τρόπο μεγαλόπρεπο, και πάνω στον τάφο του έγραψαν:
Τον Βίαντα, τον γόνο της ένδοξης γης της Πριήνης,
τη δόξα των Ιώνων, η πέτρα αυτή σκεπάζει.
Κι εγώ όμως έγραψα τους ακόλουθους στίχους:
Εδώ είναι θαμμένος ο Βίαντας, που, ασπρομάλλη πια,
ήρεμα ήρεμα ο Ερμής τον έφερε στον Άδη.
Μίλησε για έναν φίλο του στη δίκη, κι ύστερα έγειρε
στα χέρια ενός παιδιού για τον αιώνιο ύπνο.
[1.83] οἱ δὲ λέγουσιν ἐν Θήβαις τῷ Ἡρακλεῖ αὐτὸν ἀναθεῖναι, ἐπεὶ ἀπόγονος ἦν Θηβαίων ἀποικίαν εἰς Πριήνην στειλάντων, ὥσπερ καὶ Φανόδικός φησι.
Λέγεται δὲ καὶ Ἀλυάττου πολιορκοῦντος Πριήνην τὸν Βίαντα πιήναντα δύο ἡμιόνους ἐξελάσαι εἰς τὸ στρατόπεδον· τὸν δὲ συνιδόντα καταπλαγῆναι ‹τὸ› μέχρι καὶ ἀλόγων διατείνειν αὐτῶν τὴν εὐθένιαν. καὶ ἐβουλήθη σπείσασθαι, καὶ εἰσέπεμψεν ἄγγελον. Βίας δὲ σωροὺς ψάμμου χέας καὶ ἄνωθεν σῖτον περιχέας ἔδειξε τῷ ἀνθρώπῳ· καὶ τέλος μαθὼν ὁ Ἀλυάττης εἰρήνην ἐσπείσατο πρὸς τοὺς Πριηνέας. θᾶττον δ᾽ αὐτῷ πέμψαντι πρὸς τὸν Βίαντα ἵνα ἥκοι παρ᾽ αὐτόν, «ἐγὼ δέ,» φησίν, «Ἀλυάττῃ κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν [ἴσον τῷ κλαίειν].»
[1.84] λέγεται δὲ καὶ δίκας δεινότατος γεγονέναι εἰπεῖν. ἐπ᾽ ἀγαθῷ μέντοι τῇ τῶν λόγων ἰσχύϊ προσεχρῆτο. ὅθεν καὶ Δημόδοκος ὁ Λέριος τοῦτο αἰνίττεται λέγων·
ἢν τύχῃς κρίνων δικάζευ τὴν Πριηνίην δίκην.
καὶ Ἱππῶναξ· ἃ
καὶ δικάζεσθαι Βίαντος τοῦ Πριηνέως κρεῖσσον.
Τοῦτον οὖν καὶ ἐτελεύτα τὸν τρόπον. δίκην γὰρ ὑπέρ τινος λέξας ἤδη ὑπέργηρως ὑπάρχων, μετὰ τὸ καταπαῦσαι τὸν λόγον ἀπέκλινε τὴν κεφαλὴν εἰς τοὺς τοῦ τῆς θυγατρὸς υἱοῦ κόλπους· εἰπόντος δὲ καὶ τοῦ δι᾽ ἐναντίας καὶ τῶν δικαστῶν τὴν ψῆφον ἐνεγκόντων τῷ ὑπὸ τοῦ Βίαντος βοηθουμένῳ, λυθέντος τοῦ δικαστηρίου νεκρὸς ἐν τοῖς κόλποις εὑρέθη.
[1.85] καὶ αὐτὸν μεγαλοπρεπῶς ἔθαψεν ἡ πόλις, καὶ ἐπέγραψαν·
κλεινοῖς ἐν δαπέδοισι Πριήνης φύντα καλύπτει
ἥδε Βίαντα πέτρη, κόσμον Ἴωσι μέγαν.
ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς·
τῇδε Βίαντα κέκευθα, τὸν ἀτρέμας ἤγαγεν Ἑρμῆς
εἰς Ἀίδην, πολιῷ γήραϊ νιφόμενον.
εἶπε γάρ, εἶπε δίκην ἑτάρου τινός· εἶτ᾽ ἀποκλινθεὶς
παιδὸς ἐς ἀγκαλίδας μακρὸν ἔτεινεν ὕπνον.
***
[1.82] Βίαντας, γιος του Τεύταμου, από την Πριήνη. Ο Σάτυρος τον θεωρούσε τον κορυφαίο από τους Εφτά σοφούς. Κάποιοι λένε πως ήταν πλούσιος, ο Δούρης όμως λέει ότι διέμενε στο σπίτι ενός άλλου. Ο Φανόδικος αναφέρει ότι εξαγόρασε κάτι αιχμάλωτες κοπέλες από τη Μεσσήνη, τις μεγάλωσε σαν κόρες του, τις προίκισε, και τις έστειλε στους πατεράδες τους στη Μεσσήνη. Αργότερα, όταν βρέθηκε, όπως ήδη είπαμε, στην Αθήνα από τους ψαράδες ο χάλκινος τρίποδας που έφερε την επιγραφή «Για τον σοφό», οι κοπέλες, όπως λέει ο Σάτυρος, —κάποιοι άλλοι, ένας τους ο Φανόδικος, λένε ο πατέρας τους— παρουσιάστηκαν στη συνέλευση του λαού και, αφού διηγήθηκαν τα όσα έκανε γι᾽ αυτές ο Βίαντας, είπαν ότι αυτός είναι σοφός. Του στάλθηκε λοιπόν ο τρίποδας, όταν όμως εκείνος τον είδε, είπε ότι σοφός είναι ο Απόλλωνας, και δεν τον δέχτηκε.
[1.83] Κάποιοι λένε ότι τον αφιέρωσε στον Ηρακλή στη Θήβα, γιατί ήταν απόγονος των Θηβαίων που αποίκισαν την Πριήνη· έτσι το λέει και ο Φανόδικος.
Λένε επίσης ότι, όταν ο Αλυάττης πολιορκούσε την Πριήνη, ο Βιάντας πάχυνε δύο μουλάρια και τα ξαπόλυσε στο στρατόπεδό του. Όταν ο Αλυάττης τα είδε, έμεινε κατάπληκτος που η καλοπέραση των κατοίκων της πόλης έφτανε ως τα ζωντανά τους. Θέλησε λοιπόν να κάνει ειρήνη μαζί τους και έστειλε αγγελιοφόρο του. Ο Βίαντας έκανε σωρούς από άμμο, έβαλε και λίγο σιτάρι από πάνω, και τους έδειξε στον άνθρωπο. Όταν το πληροφορήθηκε ο Αλυάττης, έκανε στο τέλος ειρήνη με τους κατοίκους της Πριήνης. Όταν ύστερα από λίγο έστειλε και κάλεσε τον Βίαντα να πάει κοντά του, εκείνος απάντησε «Συστήνω στον Αλυάττη να τρώει κρεμμύδια [δηλαδή να κλαίει]».
[1.84] Λένε επίσης ότι ήταν και δεινότατος ρήτορας στα δικαστήρια. Τη δύναμη, πάντως, του λόγου του τη χρησιμοποιούσε μόνο για την υπεράσπιση του σωστού. Σ᾽ αυτό αναφέρεται και ο Δημόδοκος από τη Λέρο, όταν λέει:
Αν τύχει να δικάζεις όπως δικάζουν στην Πριήνη,
και ο Ιππώνακτας:
δικάζοντας καλύτερα κι από τον Πριηνέα Βίαντα.
Πέθανε με τον ακόλουθο τρόπο: Ήταν πια πολύ ηλικιωμένος, όταν ανέλαβε να υπερασπιστεί κάποιον στο δικαστήριο. Μόλις λοιπόν τέλειωσε τον λόγο του, έγειρε το κεφάλι του στην αγκαλιά του γιου της θυγατέρας του. Μίλησε και ο αντίδικος, και οι δικαστές ψήφισαν υπέρ αυτού που υπερασπιζόταν ο Βίαντας. Στο τέλος της δίκης ο Βίαντας βρέθηκε νεκρός στην αγκαλιά του εγγονού του.
[1.85] Η πόλη του τον έθαψε με τρόπο μεγαλόπρεπο, και πάνω στον τάφο του έγραψαν:
Τον Βίαντα, τον γόνο της ένδοξης γης της Πριήνης,
τη δόξα των Ιώνων, η πέτρα αυτή σκεπάζει.
Κι εγώ όμως έγραψα τους ακόλουθους στίχους:
Εδώ είναι θαμμένος ο Βίαντας, που, ασπρομάλλη πια,
ήρεμα ήρεμα ο Ερμής τον έφερε στον Άδη.
Μίλησε για έναν φίλο του στη δίκη, κι ύστερα έγειρε
στα χέρια ενός παιδιού για τον αιώνιο ύπνο.