Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Κατὰ Μειδίου (51-55)

[51] Εἰ μὲν τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ χορηγὸς ὢν ταῦτ᾽ ἐπεπόνθειν ὑπὸ Μειδίου, ὕβριν ἄν τις μόνον κατέγνω τῶν πεπραγμένων αὐτῷ· νῦν δέ μοι δοκεῖ, κἂν ἀσέβειαν εἰ καταγιγνώσκοι, τὰ προσήκοντα ποιεῖν. ἴστε γὰρ δήπου τοῦθ᾽ ὅτι τοὺς χοροὺς ὑμεῖς ἅπαντας τούτους καὶ τοὺς ὕμνους τῷ θεῷ ποιεῖτε, οὐ μόνον κατὰ τοὺς νόμους τοὺς περὶ τῶν Διονυσίων, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰς μαντείας, ἐν αἷς ἁπάσαις ἀνῃρημένον εὑρήσετε τῇ πόλει, ὁμοίως ἐκ Δελφῶν καὶ ἐκ Δωδώνης, χοροὺς ἱστάναι κατὰ τὰ πάτρια καὶ κνισᾶν ἀγυιὰς καὶ στεφανηφορεῖν.

[52] ἀνάγνωθι δέ μοι λαβὼν αὐτὰς τὰς μαντείας.

ΜΑΝΤΕΙΑΙ.
Αὐδῶ Ἐρεχθείδῃσιν, ὅσοι Πανδίονος ἄστυ
ναίετε καὶ πατρίοισι νόμοις ἰθύνεθ᾽ ἑορτάς,
μεμνῆσθαι Βάκχοιο, καὶ εὐρυχόρους κατ᾽ ἀγυιὰς
ἱστάναι ὡραίων Βρομίῳ χάριν ἄμμιγα πάντας,
καὶ κνισᾶν βωμοῖσι κάρη στεφάνοις πυκάσαντας.
Περὶ ὑγιείας θύειν καὶ εὔχεσθαι Διὶ ὑπάτῳ, Ἡρακλεῖ, Ἀπόλλωνι προστατηρίῳ· περὶ τύχας ἀγαθᾶς Ἀπόλλωνι ἀγυιεῖ, Λατοῖ, Ἀρτέμιδι, καὶ κατ᾽ ἀγυιὰς κρατῆρας ἱστάμεν καὶ χοροὺς καὶ στεφαναφορεῖν καττὰ πάτρια θεοῖς Ὀλυμπίοις πάντεσσι καὶ πάσαις, †ἰδίας† δεξιὰς καὶ ἀριστερὰς ἀνίσχοντας, καὶ μνασιδωρεῖν.

ΕΚ ΔΩΔΩΝΗΣ ΜΑΝΤΕΙΑΙ.
[53] Τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων ὁ τοῦ Διὸς σημαίνει. ὅτι τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας καὶ τῆς θεωρίας, αἱρετοὺς πέμπειν κελεύει θεωροὺς ἕνεκα τούτου διὰ ταχέων, ‹καὶ› τῷ Διὶ τῷ Ναΐῳ τρεῖς βοῦς καὶ πρὸς ἑκάστῳ βοῒ δύο οἶς, τῇ Διώνῃ βοῦν καλλιερεῖν, καὶ τράπεζαν χαλκῆν [καὶ] πρὸς τὸ ἀνάθημα ὃ ἀνέθηκεν ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων.

Ὁ τοῦ Διὸς σημαίνει ἐν Δωδώνῃ, Διονύσῳ δημοτελῆ ἱερὰ τελεῖν καὶ κρατῆρα κεράσαι καὶ χοροὺς ἱστάναι, Ἀπόλλωνι ἀποτροπαίῳ βοῦν θῦσαι, καὶ στεφανηφορεῖν ἐλευθέρους καὶ δούλους, καὶ ἐλινύειν μίαν ἡμέραν. Διὶ κτησίῳ βοῦν λευκόν.

[54] Εἰσίν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ αὗται καὶ ἄλλαι πολλαὶ μαντεῖαι τῇ πόλει κἀγαθαί. τί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾶς ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; ὅτι τὰς μὲν ἄλλας θυσίας τοῖς ἐφ᾽ ἑκάστης μαντείας προφαινομένοις θεοῖς προστάττουσι θύειν, ἱστάναι δὲ χοροὺς καὶ στεφανηφορεῖν κατὰ τὰ πάτρια πρὸς ἁπάσαις ταῖς ἀφικνουμέναις μαντείαις προσαναιροῦσιν ὑμῖν.

[55] οἱ τοίνυν χοροὶ πάντες οἱ γιγνόμενοι καὶ οἱ χορηγοὶ δῆλον ὅτι τὰς μὲν ἡμέρας ἐκείνας ἃς συνερχόμεθ᾽ ἐπὶ τὸν ἀγῶνα, κατὰ τὰς μαντείας ταύτας ὑπὲρ ὑμῶν ἐστεφανώμεθα, ὁμοίως ὅ τε μέλλων νικᾶν καὶ ὁ πάντων ὕστατος γενήσεσθαι, τῇ δὲ τῶν ἐπινικίων ὑπὲρ αὑτοῦ τότ᾽ ἤδη στεφανοῦται ὁ νικῶν. τὸν οὖν εἴς τινα τούτων τῶν χορευτῶν ἢ τῶν χορηγῶν ὑβρίζοντ᾽ ἐπ᾽ ἔχθρᾳ, καὶ ταῦτ᾽ ἐν αὐτῷ τῷ ἀγῶνι καὶ ἐν τῷ τοῦ θεοῦ ἱερῷ, τοῦτον ἄλλο τι πλὴν ἀσεβεῖν φήσομεν;

***
[51] Αν λοιπόν, Αθηναίοι, είχα υποφέρει αυτά από τον Μειδία χωρίς να είμαι χορηγός, θα καταδικαζόταν για τις πράξεις του μόνο για εξύβριση· τώρα όμως θα ταίριαζε, κατά τη γνώμη μου, να καταδικασθεί και για ασέβεια. Γιατί γνωρίζετε βέβαια ότι σεις συγκροτείτε όλους γενικά τους χορούς των δραμάτων και γράφετε όλους τους θρησκευτικούς ύμνους, όχι μόνο σύμφωνα με τα έθιμα της εορτής των Διονυσίων, αλλά και σύμφωνα με τους χρησμούς· σε όλους ανεξαιρέτως αυτούς, είτε προέρχονται από τους Δελφούς είτε από τη Δωδώνη, θα διαπιστώσετε ότι χρηματοδοτείται στην πόλη μας να συγκροτεί χορούς σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα, να γεμίζουν οι δρόμοι με κνίσα από τις θυσίες και να φορούν οι πολίτες στεφάνια.

[52] Πάρε, παρακαλώ, και διάβασε το κείμενο των μαντειών αυτών.

ΜΑΝΤΕΙΕΣ
Απευθύνομαι σε σας, τους γιους του Ερεχθέα, που κατοικείτε στην πόλη του Πανδίονα και ρυθμίζετε τις εορτές σύμφωνα με τις παραδόσεις των πατέρων σας. Να θυμόσασθε τον Βάκχο και να σχηματίζετε χορούς όλοι χωρίς διάκριση στους πλατείς δρόμους ευχαριστώντας τον Βρόμιο για τους καρπούς της εποχής. Να σκεπάζετε το κεφάλι με στεφάνια και οι βωμοί να γεμίζουν με κνίσα από τις θυσίες.

Για την υγεία σας να προσφέρετε θυσίες και να προσεύχεσθε στον υπέρτατο Δία, τον Ηρακλή και τον προστάτη Απόλλωνα· για την ευτυχία σας να θυσιάζετε στον Αγυιέα Απόλλωνα, τη Λητώ, και την Άρτεμη· να στήνετε κρατήρες στους δρόμους, να σχηματίζετε χορούς φορώντας στεφάνια και έχοντας τα δύο χέρια υψωμένα σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα προς τιμή όλων των θεών του Ολύμπου και να μη λησμονείτε τις προσφορές.

ΜΑΝΤΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΩΔΩΝΗ
[53] Ο ιερέας του Δία παραγγέλλει στον λαό των Αθηνών τα εξής: επειδή αφήσατε να περάσει ο χρόνος για τη θυσία και τη θεωρία, γι᾽ αυτό θέληση του θεού είναι να διαλέξετε και να στείλετε γρήγορα θεωρούς· να θυσιάσετε στον Νάιο Δία τρία βόδια και μαζί με κάθε βόδι δύο πρόβατα· στη Διώνη να θυσιάσετε βόδι και να αφιερώσετε χάλκινο τραπέζι για το αφιέρωμα που προσέφερε ο λαός των Αθηνών.

Ο ιερέας του Δία στη Δωδώνη παραγγέλλει τα εξής: η πόλη των Αθηνών να αναλαμβάνει τις δαπάνες της θυσίας προς τιμή του Διονύσου, να στήνει κρατήρα που να περιέχει κράμα από κρασί και νερό και να συγκροτεί χορούς· να θυσιάζει ένα βόδι στον Απόλλωνα που αποτρέπει τις συμφορές, ελεύθεροι και δούλοι να φορούν στεφάνια και να αναπαύονται μία ημέρα. Στον Δία, τον δωρητή των αγαθών, να προσφέρουν ένα λευκό βόδι.

[54] Εκτός από αυτούς υπάρχουν, Αθηναίοι, και πολλοί άλλοι χρησμοί, και ευνοϊκοί για την πόλη μας. Τί λοιπόν πρέπει να συμπεράνετε από αυτούς; Ότι εκτός από τις θυσίες που επιβάλλουν για τους θεούς, οι οποίοι καθορίζονται σε κάθε χρησμό, όλοι οι χρησμοί που εκδίδονται σας διατάσσουν επιπλέον να σχηματίζετε χορούς και να φοράτε στεφάνια σύμφωνα με τα πατροπαράδοτά σας έθιμα.

[55] Όλα λοιπόν τα μέλη των χορών που οργανώνονται και οι χορηγοί, στις ημέρες εκείνες που συγκεντρωνόμαστε για να λάβουμε μέρος στον αγώνα, φοράμε ως εκπρόσωποί σας σύμφωνα με αυτούς τους χρησμούς στεφάνια — χωρίς διάκριση, και εκείνος που θα νικήσει και εκείνος που θα έλθει τελευταίος από όλους· κατά την ημέρα όμως των επινικίων ο νικητής παίρνει για λογαριασμό του το στεφάνι της νίκης. Μπορούμε λοιπόν να ισχυρισθούμε ότι δεν ασεβεί όποιος προσβάλλει βίαια έναν από τους χορευτές αυτούς ή τους χορηγούς από προσωπική έχθρα, και μάλιστα στη διάρκεια του αγώνα στον ιερό χώρο του θεού;

Γυναίκα, δουλεία και ελευθερία στην ελληνική αρχαιότητα

Τα κοινωνικά συστήματα της αρχαιότητας είχαν ενσωματώσει το θεσμό της δουλείας στις δομές τους. Γνωρίζουμε από πληθώρα πηγών ότι, ενώ οι ενήλικοι άνδρες συνήθως θανατώνονταν είτε στο πεδίο της μάχης είτε κατά την κατάληψη κάποιας πόλης, οι γυναίκες και τα παιδιά αιχμαλωτίζονταν και πωλούνταν ως δούλοι (ήδη από την ομηρική εποχή).[1]
 
Ποια ήταν όμως η σχέση ανάμεσα στους δούλους, άνδρες και γυναίκες, και στις γυναίκες της δουλοκτητικής τάξης; Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστέψει κανείς ότι οι γυναίκες-δουλοκτήτες ή οι σύζυγοι των δουλοκτητών ήταν πιο ήπιες στη μεταχείριση των δούλων, ότι δεν τους εκμεταλλεύονταν άγρια τόσο στο οικονομικό όσο και στο σεξουαλικό επίπεδο; Η απάντηση δεν είναι εύκολο να δοθεί, όμως φαίνεται ότι οι γυναίκες δεν υπήρξαν καλύτερες, ούτε χειρότερες, από τους άνδρες σε καμία εποχή, και ότι το φύλο του εκμεταλλευτή δεν επηρέαζε αποφασιστικά το βαθμό εκμετάλλευσης των δούλων, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις.
 
Ανταγωνισμός μεταξύ νόμιμης συζύγου και δούλης – παλλακίδας
 
Από την ομηρική εποχή ο σεξουαλικός ανταγωνισμός μεταξύ της νόμιμης συζύγου και της δούλης-παλλακίδας ήταν έντονος, ιδιαίτερα αν η σύζυγος ήταν στείρα ή είχε γεννήσει μόνο κόρες: αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα ομηρικά έπη ως ιστορικές πηγές, τότε θα συμπεράνουμε ότι τα νόθα παιδιά που ήταν οι καρποί των ενώσεων του κυρίου και κάποιας δούλης είχαν μια στοιχειώδη κοινωνική αναγνώριση και ίσως κάποια δικαιώματα στην πατρική περιουσία. Τουλάχιστον σε αυτά τα συμπεράσματα καταλήγει κανείς, αν αναλογιστεί ότι στην Οδύσσεια ο Τηλέμαχος, όταν επισκέπτεται το παλάτι του Μενελάου και της Ελένης στη Σπάρτη, παρευρίσκεται σε διπλές γαμήλιες τελετές: της νόμιμης θυγατέρας του ζεύγους Ερμιόνης αλλά και του νόθου γιου που ο Μενέλαος είχε αποκτήσει από τη σχέση του με μια δούλη.[2]
 
Στην Ιλιάδα, η ιέρεια της Αθηνάς, η Θεανώ, αποτελεί σπάνιο παράδειγμα ανεκτικής συζύγου: έφθασε στο σημείο να θηλάζει η ίδια τον νόθο γιο του άνδρα της, του Αντήνορα, για να τον ευχαριστήσει.[3] Ο Ευριπίδης βάζει στο στόμα της Ανδρομάχης παρόμοια λόγια, που όμως φαίνεται να είναι επινόηση του τραγικού ποιητή, καθώς στην Ιλιάδα δεν υπάρχει σχετική αναφορά και το παράδειγμα της Θεανώς αναφέρεται ως σπανιότατη περίπτωση συζυγικής ανοχής.[4]
 
Καθώς σε κάθε πατριαρχική κοινωνία η γυναίκα αξιολογείται με μοναδικά κριτήρια την ομορφιά της και την αναπαραγωγική της ικανότητα, καμία νόμιμη σύζυγος δεν θα ήταν τόσο ανόητη ώστε να αποδεχτεί την παλλακίδα του άνδρα της και τα νόθα παιδιά του: κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε σοβαρό κλονισμό της θέσης της μέσα στον «οίκο».
 
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από τις σωζόμενες τραγωδίες και των τριών μεγάλων τραγικών έχουν ως κεντρικό ή δευτερεύον θέμα τη σύγκρουση συζύγου και παλλακίδας: στο πρώτο έργο της αισχύλειας τριλογίας Ορέστεια, τον Αγαμέμνονα, κυριαρχεί η σύγκρουση της δεσποτικής και αρχομανούς Κλυταιμνήστρας και της αιχμάλωτης παλλακίδας του Αγαμέμνονα, της Κασσάνδρας. Οι ομηρικές βασίλισσες φαίνεται ότι βρίσκονταν συχνά στην ίδια θέση με τις ασσύριες ομόλογές τους, που υποδέχονταν τις αιχμάλωτες γυναίκες και συχνά ήταν υπεύθυνες για την επιλογή των παλλακίδων που θα στελέχωναν το χαρέμι του άνδρα τους.[5]
 
Όμως, οι αρχαίες βασίλισσες του ελληνικού χώρου δεν ήταν τόσο ανεκτικές: στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι ο πατέρας του Οδυσσέα, ο Λαέρτης, αν και αγόρασε αντί υψηλής τιμής τη δούλη Ευρύκλεια, δεν την έκανε παλλακίδα του, για να μη στενοχωρήσει τη νόμιμη σύζυγό του, την Αντίκλεια.[6] Στην Ιλιάδα, αντίθετα, υπάρχει η σύγκρουση ανάμεσα στον Φοίνικα και στον πατέρα του, σύγκρουση με μήλο της έριδας την παλλακίδα του πατέρα και με υποκινήτρια τη νόμιμη σύζυγο και μητέρα του Φοίνικα.[7]
 
Η Κλυταιμνήστρα δολοφονεί τόσο το σύζυγό της Αγαμέμνονα, όσο και την αθώα παλλακίδα του, την Κασσάνδρα, όχι γιατί τρέφει αγάπη για το σύζυγό της και αισθάνεται προδομένη αλλά γιατί προσβλήθηκε η βασιλική της τιμή:
 
«Και αυτήν την απόφασίν μου ενόρκως σου την ανακοινώνω. Μα την τελεία Δίκη της θυγατέρας μου, μα την Άττην και την Ερινύα, χάριν των οποίων εφόνευσα αυτόν εδώ, δεν θα πατήσει μέσα εις το σπίτι μου ίχνος φοβίας, όσον καιρό ανάβει την εστία ο Αίγισθος αφοσιωμένος σε μένα, όπως και πριν. Αυτός αποτελεί για μένα θαρραλέα προστατευτική ασπίδα. Κάτω νεκρός ευρίσκεται αυτός, αφού επρόδωσε εμένα και εχαριτολογούσε με τις Χρυσηίδες εις την Τροία. Το ίδιο κείται νεκρή και αυτή η αιχμαλωτισμένη μάντισσα και ερωμένη του, η πιστή του συγκοιμώμενη, με την οποία πλάγιαζε στο στρώμα του πλοίου. Δεν έμειναν ατιμώρητοι. Αυτός με τον τρόπο που σας περιέγραψα. Και αυτή, αφού σαν κύκνος θρήνησε τον θάνατό της, έπεσε πάνω στον αγαπημένο της νεκρή».[8]
 
Έχει προηγηθεί η σύγκρουση των δύο γυναικών, κατά την οποία η Κασσάνδρα παρέμεινε βουβή, ενώ η Κλυταιμνήστρα οδηγήθηκε από έναν ψευδή οίκτο προς μια προσπάθεια ταπείνωσης της Κασσάνδρας, η οποία αντιμετωπίζεται ως βάρβαρη, άλαλη, αγρίμι που μόλις έχει αιχμαλωτιστεί.[9] Η D.E. McCoskey ανέπτυξε την εξής θέση, με βάση τη σύγκρουση των δύο γυναικών: η Κλυταιμνήστρα, τυφλωμένη από την αρχομανία της, δεν θέλει να δει ότι μπορεί να υπάρχουν κοινά σημεία ανάμεσα στην Κασσάνδρα και την ίδια, και οι δύο ως γυναίκες είναι θύματα της πατριαρχίας.
 
Όμως, η Κλυταιμνήστρα επιδιώκει να δράσει ως «υπερ-γυναίκα», αρνούμενη το φύλο της, και η θεά Αθηνά θα την πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, καθώς, αρνούμενη τη θηλυκή της υπόσταση, θα ψηφίσει υπέρ της αθώωσης του γιου και δολοφόνου της αργείας βασίλισσας.[10]
 
Αργότερα, ο Δίων Χρυσόστομος, εκπρόσωπος της λεγόμενης Δεύτερης Σοφιστικής, που έζησε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., επιχείρησε να ρίξει φως στην άγνωστη προσωπικότητα της πρώτης παλλακίδας του Αγαμέμνονα, της Χρυσηίδας, και έμμεσα στη συμπεριφορά της Κλυταιμνήστρας, στον 61ο λόγο του, με τίτλο «Χρυσηίδα».
 
Εκεί υποστηρίζει ότι η βουβή, ως χαρακτήρας, Χρυσηίδα ήταν μια έξυπνη γυναίκα που ώθησε τον πατέρα της να την εξαγοράσει μόνον όταν κατάλαβε πόσο ωμός ήταν ο Αγαμέμνονας: αφού πρόσβαλε δημόσια τη νόμιμη γυναίκα του, που ήταν η μητέρα των παιδιών του και βασίλισσα, πώς θα φερόταν απέναντι στην ίδια, μια ασήμαντη δούλη-παλλακίδα, μόλις κουραζόταν από τα θέλγητρά της (Ιλιάδα Α 113-115); Επίσης, ο Δίων παρουσιάζει τη Χρυσηίδα να προβληματίζεται όταν μαθαίνει ότι οι Aτρείδες «γυναικοκρατούνταν» και ότι η Κλυταιμνήστρα ήταν μια σκληρή και δυναμική γυναίκα: μια τέτοια σύζυγος ήταν κακός οιωνός για οποιαδήποτε παλλακίδα.
 
Η σύγκρουση συζύγου-παλλακίδας παίρνει τρομακτικές διαστάσεις στην τραγωδία του Ευριπίδη Ανδρομάχη, όπου η νόμιμη σύζυγος του Νεοπτόλεμου, η Ερμιόνη και η παλλακίδα του, η Ανδρομάχη, συγκρούονται άγρια: η Eρμιόνη παραμένει στείρα και, έξαλλη που η Ανδρομάχη έχει χαρίσει γιο στον Νεοπτόλεμο, αποπειράται, με τη βοήθεια του πατέρα της Μενέλαου, να σκοτώσει και την Ανδρομάχη και το γιο της. Στη μακρά στιχομυθία ανάμεσα στις δύο γυναίκες, η Ερμιόνη, ελαφρόμυαλη και αλαζονική, προσπαθεί να υποβιβάσει την αντίπαλό της στο επίπεδο του «φύσει δούλου», του ανόητου βάρβαρου. Της τονίζει ότι είναι ένα τίποτα, μια αιχμάλωτη, δούλη σε ξένη γη, χωρίς ελπίδα για βοήθεια από κανέναν.[11]
 
Η Ερμιόνη περηφανεύεται για την πλούσια προίκα της, για τη δυνατότητα που της δίνει να μιλάει ελεύθερα, αλλά δεν έχει καμία δύναμη απέναντι στον άνδρα της: αν αυτός καταλάβει το σχέδιό της την περιμένει ο θάνατος ή η υποδούλωση.[12] Όντας γυναίκα, η εξουσία της πάνω στους δούλους περιορίζεται σημαντικά από εκείνη του συζύγου της επάνω της.
 
Το ίδιο ισχύει για την άτυχη σύζυγο του Ηρακλή, τη Δηιάνειρα, αν και αυτή παρουσιάζεται στην τραγωδία του Σοφοκλή Τραχίνιαι  ως μια συμπαθής μορφή. Ύστερα από χρόνια μοναξιάς και ανοχής των άπειρων απιστιών του συζύγου της, δεν μπορεί να αντέξει να μοιράζεται το συζυγικό κρεβάτι με μια άλλη: αυτό συνιστά κλονισμό της θέσης της στον οίκο και δεν μπορεί να το αφήσει έτσι. Όμως, σε αντίθεση με την Κλυταιμνήστρα και την Ερμιόνη, είναι μια καλόψυχη γυναίκα: συμπονά την άτυχη Ιόλη, την παλλακίδα του Ηρακλή, όταν τη βλέπει μέσα στο κοπάδι των αιχμάλωτων γυναικών που ο Ηρακλής στέλνει στον οίκο του ως λάφυρα, μετά την άλωση της Οιχαλίας: «Με πλημμυρίζει, φίλες μου, οίκτος να βλέπω αυτές τις άμοιρες στην ξένη γη, ξεσπιτωμένες κι ορφανές και σκλάβες. Γεννήθηκαν ελεύθερες και τώρα το πικρό ψωμί θα τρώνε της δουλείας».[13]
 
Η Δηιάνειρα δεν έχει σκοπό να σκοτώσει την Ιόλη ούτε να τη βλάψει με κάποιον άλλο τρόπο. Θα επιχειρήσει απλά να ξανακερδίσει την αγάπη του Ηρακλή με το μαγικό φίλτρο που της έδωσε ο Κένταυρος Νέσσος πριν πεθάνει, δίχως να γνωρίζει ότι πρόκειται για δηλητήριο.
 
Από τις τρεις αυτές τραγικές ηρωίδες εκείνη που πλησιάζει περισσότερο τη μέση αρχαία Ελληνίδα είναι η Δηιάνειρα. Η θέση της νόμιμης συζύγου μπορούσε να κλονιστεί σοβαρά από το δεσμό του άνδρα της με μια δούλη, αν και στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. η νομοθεσία δεν άφηνε περιθώρια για να γίνουν τα παιδιά ενός τέτοιου δεσμού τίποτα περισσότερο από δούλοι.
 
Για την ακρίβεια καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας η νομική θέση ενός παιδιού καθοριζόταν από τη νομική θέση της μητέρας του: το παιδί μιας δούλης ήταν, από νομική άποψη, δούλος. Όμως, διαφορετικές πηγές μας παρουσιάζουν δούλες να σφετερίζονται αντικείμενα και προνόμια της κυρίας τους χάρη στην εύνοια του κυρίου. Σε ένα μύθο του Αισώπου, μια άσχημη και κακότροπη δούλη κατάφερε να την αγαπήσει ο κύριός της και εκείνη με το χρυσάφι που της έδινε στολιζόταν και μάλωνε με την κυρά της.[14] Τελικά, χρειάστηκε η επέμβαση της θεάς Αφροδίτης, για να συμμαζευτεί κάπως η υπερφίαλη δούλη.
 
Πολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι μια επιγραφή (αχρονολόγητη) χαραγμένη σε όστρακο, που βρέθηκε στην αρχαία αγορά της Αθήνας: πρόκειται για το κείμενο της επιστολής μιας Αθηναίας που, ενώ βρισκόταν στην Κόρινθο, έμαθε ότι κατά την απουσία της ο σύζυγός της όχι μόνο απελευθέρωσε τη δούλη και ερωμένη του αλλά και συζούσε ανοιχτά μαζί της και της επέτρεπε να χρησιμοποιεί τα ρούχα και τα κοσμήματα της γυναίκας του. Η αθηναία κυρία έγινε έξαλλη που ο σύζυγος ξεπέρασε κάθε όριο και έγραψε αμέσως στους συγγενείς της, ζητώντας τους να επέμβουν γιατί η συμπεριφορά του συζύγου εξευτέλιζε όχι μόνο την ίδια αλλά και ολόκληρο το γένος τους.[15]
 
Σε μια ερμηνεία ονείρου από τον Αρτεμίδωρο (2ος αι. μ.Χ.), μια υπηρέτρια που κάποιος την είδε στον ύπνο του να απαγγέλλει ευριπίδειους στίχους («Ψήσε, κατάκαψε τις σάρκες μου, χόρτασε από μένα»), έπεσε θύμα της άγριας ζηλοτυπίας της κυρίας της, κι ο συγγραφέας βρήκε πολύ φυσικό το ότι απήγγειλε στίχους από την Ανδρομάχη.[16]
 
Όμως και μια δούλη μπορούσε να βλάψει την κυρία της: σε ένα άλλο όνειρο, αυτή τη φορά μιας ελεύθερης γυναίκας, η υπηρέτρια έπλεκε τα μαλλιά της και χρησιμοποίησε παρά τη θέλησή της την εικόνα της που ήταν ζωγραφισμένη σε έναν πίνακα, καθώς και τα ρούχα της, σαν να επρόκειτο να παρελάσει σε πομπή. Πολύ σύντομα, η υπηρέτρια τη χώρισε από τον άνδρα της, με συκοφαντίες.[17]
 
Τέλος, κάποιες επιγραφικές μαρτυρίες (από την ελληνιστική εποχή) υποδηλώνουν ότι αν η νόμιμη σύζυγος ήταν στείρα, ο σύζυγος που αποκτούσε γιο από μια δούλη-παλλακίδα μπορούσε να απελευθερώσει την ίδια και το παιδί και να τους καταστήσει συγκληρονόμους με τη νόμιμη χήρα του. Αυτό έπραξε κάποιος Κλεομάντης σε μια απελευθερωτική επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. από τους Δελφούς.[18]
 
            Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η απελπισία της Κρέουσας, της βασίλισσας της Αθήνας στην τραγωδία Ίων του Ευριπίδη, όταν οι ακόλουθές της τής ανακοινώνουν ότι ο βασιλικός της σύζυγος, ο Ξούθος, ανακάλυψε ότι έχει έναν νόθο γιο και ότι σκοπεύει να τον φέρει στην Αθήνα και να τον αναγορεύσει διάδοχο του θρόνου που ανήκε στην ίδια, η οποία καταγόταν από τον Κέκροπα, τον πρώτο βασιλιά της Αττικής. Η αθηναία πριγκίπισσα δεν μπορεί να δεχτεί ότι στον οίκο της θα γίνει διάδοχος ο γιος ενός ξένου (ο Ξούθος δεν ήταν Αθηναίος) και μιας δούλης: «Και το χειρότερο θα πάθεις, Δέσποινα. Έναν χωρίς μάνα και όνομα και σκλάβας γιο θα σου στήσει αφέντη. Αν ήταν γιος αρχόντισσας και σ’ έπειθε αφού είσαι άτεκνη – ας το ’φερνε αν ήθελε».[19]
 
Η συμπεριφορά των γυναικών της δουλοκτητικής τάξης απέναντι στους δούλους
 
         Αφήνοντας κατά μέρος την ιδιάζουσα συμπεριφορά απέναντι στις δούλες-παλλακίδες, ποια ήταν η γενικότερη στάση των ελεύθερων γυναικών απέναντι στους δούλους; Οι γυναίκες δεν διέφεραν σε γενικές γραμμές από τους άνδρες στη συμπεριφορά τους απέναντι στους δούλους: εκμεταλλεύονταν την εργασία τους, τους τιμωρούσαν το ίδιο σκληρά όταν έκαναν σφάλματα ή όταν επιχειρούσαν να δραπετεύσουν.
 
Στις τραγωδίες του Ευριπίδη Μήδεια, Ίων, Ιππόλυτος, οι ηρωίδες, Μήδεια, Κρέουσα και Φαίδρα, στηρίζονται για βοήθεια σε δούλους: η Μήδεια και η Φαίδρα βασίζονται στη βοήθεια της παλιάς τους τροφού, ενώ η Κρέουσα απολαμβάνει την πολύτιμη βοήθεια του ηλικιωμένου παιδαγωγού της. Οι παλιοί παιδαγωγοί, οι παλιές τροφοί συνδέονται με έντονους συναισθηματικούς δεσμούς με τις κυρίες (και τους κυρίους τους), όπως φαίνεται και από τα πορίσματα της διατριβής της Κατερίνας Συνοδινού.[20] Αυτό δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο. Οι παιδαγωγοί και οι τροφοί είναι οι δούλοι που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να απελευθερωθούν και χωρίς υλικά ανταλλάγματα.
 
Αλλά και οι ίδιες οι κυρίες συχνά έτρεφαν μεγάλη αγάπη για τους θρεπτούς και τις θρεπτές, δούλους και δούλες που τους ανέθρεψαν οι ίδιες μαζί με τα αληθινά παιδιά τους: έτσι, η θρεπτή της σκληρής Βίτιννας, που θέλει να στείλει τον εραστή δούλο της στον δημόσιο χώρο βασανιστηρίων για να μαστιγωθεί ως τιμωρία στην απιστία του με μια φίλη της, μεσολαβεί για χάρη του με επιτυχία[21] ( 3ος αι. π.Χ.). Η Βίτιννα την είχε αναθρέψει μαζί με την κόρη της.
 
Η Α. Ρουσσοπούλου σε ένα νομικό άρθρο της σχολίασε μια απελευθερωτική επιγραφή από την Κάλυμνο του 2ου αιώνα μ.Χ. Σε αυτήν κάποια Αγαθή Δωροθέου, Αντιόχισσα, απελευθέρωσε ένα κορίτσι το οποίο είχε «λάβει», και όχι αγοράσει, αφού πρώτα, το κορίτσι αυτό, η Αφροδεισία, «παρέμενε» κοντά της έως το θάνατό της. Σύμφωνα με τη Ρουσσοπούλου, η Αφροδεισία δεν ήταν «θρεπτή», αλλά παραδόθηκε βρέφος στην Αγάθη μάλλον από τους γονείς της.
 
Η Αγάθη, προφανώς άτεκνη, χρειαζόταν την υποστήριξη της Αφροδεισίας στα γηρατειά της. Η Ρουσσοπούλου βρήκε παραλληλισμό με τις «ψυχοκόρες» της νεότερης εποχής.[22] Σε μια άλλη επιγραφή από τη Βέροια, της ίδιας εποχής, μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Αριάγνη, στην αίτηση για βοήθεια που έστειλε στα αδέλφια της πήρε αρνητική απάντηση μαζί με τη συμβουλή να μην απελευθερώσει τη δούλη της καθώς ήταν το στήριγμα των γηρατειών της.[23]
 
Αλλά και για τις ταφικές τιμές, όταν δεν υπήρχαν παιδιά, ήταν απαραίτητοι οι δούλοι: δεν είναι τυχαίο ότι στις επιγραφές της Λυκίας απαντά η λέξη «μνημόδουλος», αυτός ήταν ο δούλος που αναλάμβανε τη φροντίδα του τάφου του κυρίου του με ανταμοιβή την απελευθέρωσή του. Στο λεξικό Liddel-Scott αναφέρεται ως αμφίβολης σημασίας και ότι απαντά στο ΤΑΜ 2 (3) στην πόλη Αρύκανδα.
 
Στην ίδια όμως πόλη μια γυναίκα, η Αρισταινέτη, μετά το θάνατο της κόρης της αναφέρει σε επιγραφή ότι θα απελευθερώσει τις δύο «προικαίαις» δούλες της για να προσφέρουν ταφικές τιμές στους τάφους της ίδιας και της κόρης της.[24]
 
Το ότι οι θρεπτοί αποτελούσαν μέλη του οίκου αποδεικνύεται από λυκιακές επιγραφές όπου οι θρεπτοί εξασφαλίζουν μια θέση στον οικογενειακό τάφο: π.χ. σε μια επιγραφή από την Τερμεσσό, η Αυρηλία Αθηναΐς αναφέρει ότι κατασκεύασε τη σωματοθήκη για την ίδια, τις κόρες της και τη θρεπτή της.[25]
 
Όμως και η άλλη όψη, εκείνη της σκληρότητας που άγγιζε την απανθρωπιά ήταν εξίσου συχνή: οι γυναίκες-δούλοι ειδικά βρίσκονταν στο έλεος των κυριών τους, καθώς περνούσαν τον περισσότερο καιρό μαζί τους στον οίκο.
 
Έτσι στους «Μιμίαμβους» του Ηρώνδα οι κυράδες φέρονται βάναυσα στις δούλες τους, τις κατηγορούν για τεμπελιά και τις απειλούν με ξυλοδαρμό «Κορριτώ: Κάθησε, Μητρώ. (Στη δούλα). Ξεκουμπίσου και φέρε μια πολυθρόνα στην κυρία. Σήκω όρθια, είπα! Πρέπει όλα να της τα λες. Δεν θα κάνεις τίποτα, κακομοίρα μου, από μόνη σου; Δεν βαριέσαι, κοτρώνα έχω βάλει σε αυτό το σπίτι, όχι δούλα. Όταν όμως έρθει η ώρα να λάβεις το μερτικό σου από το αλεύρι, μετράς και τον τελευταίο κόκκο. Κι αν τόσο δα χυθεί στο πάτωμα, όλη τη μέρα γκρινιάζεις και ξεφυσάς και οι φωνές διαπερνούν όλους τους τοίχους. Τι τρίβεις εκεί; Βρήκες την ώρα, μωρή λησταρχία, να τα γυαλίσεις; Να ’χεις χάρη που έχω επίσκεψη την κυρία γιατί αλλιώς θα σου έδειχνα εγώ τι γεύση έχει το χέρι μου».[26] 
   
Σε έναν άλλο μιμίαμβο, το «Προσκύνημα στον Ασκληπιό», μία από τις προσκυνήτριες μεταχειρίζεται με εξίσου άθλιο τρόπο την (μάλλον νουμιδή) δούλη της: «Στ’ ορκίζομαι σ’ αυτόν τον θεό Κύδιλλα, γιατί με κάνεις να ανάβω χωρίς να το θέλω, στ’ ορκίζομαι λέω που θα έρθει μέρα που το βρωμοκέφαλό σου αυτό θα το ξύνεις και θα κλαις».[27]
 
Σε ένα μύθο του Αισώπου, ένας άνδρας έχει εκπλαγεί τόσο από τη σκληρή συμπεριφορά της γυναίκας του προς τους οικιακούς δούλους ώστε την έστειλε στον πατέρα της με κάποιο πρόσχημα για να δει αν θα συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο και σε εκείνους τους δούλους που δούλευαν έξω από το σπίτι. Όταν γύρισε και τη ρώτησε γι’ αυτό το θέμα, του απάντησε ότι οι αγελαδάρηδες και οι βοσκοί την κοίταζαν με μισό μάτι, και τότε ο σύζυγος εξερράγη από το θυμό του για τη συμπεριφορά της.[28]
 
Στην τραγωδία του Ευριπίδη Υψιπύλη, η ηρωίδα, πρώην βασίλισσα της Λήμνου, και δούλη-τροφός του Οφέλτη, γιου του βασιλιά της Νεμέας Λυκούργου και της Ευρυδίκης, άθελά της γίνεται αιτία του θανάτου του νήπιου: η βασίλισσα Ευρυδίκη είναι ανελέητη στην απόφασή της για την τιμωρία της τροφού: «Δούλα ξενόφερτη κι αγορασμένη, που ’χεις στην κάθε ανάγκη εύκολο δάκρυ, θα μου πληρώσεις το χαμό του γιου μου με το δικό σου θάνατο, να ξέρεις».[29]
 
Η μητέρα του γιατρού του 2ου αιώνα μ.Χ., του Γαληνού, χαρακτηρίζεται από το γιο της ως οργιλωτάτη, ως μια δεύτερη Ξανθίππη.[30] Αυτή η γυναίκα, που ζούσε στα οικογενειακά κτήματα έξω από την Πέργαμο, όταν πάθαινε κρίσεις θυμού, ξεσπούσε δαγκώνοντας και δέρνοντας τις δούλες της. Η κακομεταχείριση των δούλων από τις καταπιεσμένες γυναίκες της δουλοκτητικής κοινωνίας ήταν συχνή ιδίως στη ρωμαϊκή περίοδο: αποκλεισμένες από τον δημόσιο βίο, υποταγμένες στο σύζυγο, με περιορισμένα δικαιώματα, αυτές οι γυναίκες ξεσπούσαν την οργή τους πάνω στους δούλους που βρίσκονταν πιο χαμηλά από τις ίδιες στην κοινωνική ιεραρχία.
 
Αυτό δεν σημαίνει ότι έλειπαν και παραδείγματα γυναικών που κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη στοιχειώδη για ανθρώπινα όντα ευαισθησία: π.χ. στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου Λευκίππη και Κλειτοφών (2ος αι. μ.Χ.), το πορτρέτο της πλούσιας κυρίας Μελίττης είναι ανθρώπινο: έχοντας χηρέψει πρόσφατα, η Μελίττη ξαναπαντρεύεται με ένα νεότερό της άνδρα, τον ήρωα του έργου, τον Κλειτοφώντα, και ενώ επισκεπτόταν για επιθεώρηση τα κτήματά της, έπεσε στα πόδια της μια γυναίκα σε άθλια κατάσταση, παρακαλώντας την, σαν γυναίκα προς γυναίκα, να δείξει οίκτο.[31]
 
Η γυναίκα αυτή ήταν η αληθινή σύζυγος του Κλειτοφώντα, η Λευκίππη, που είχε πωληθεί ως δούλη από τους απαγωγείς της, και τώρα βασανιζόταν από τον σαδιστή επιστάτη της Μελίττης, γιατί αρνιόταν να υποκύψει στις σεξουαλικές του ορέξεις: η Μελίττη έδειξε οίκτο αλλά κάτι τέτοιο ήταν σπάνιο την εποχή εκείνη. Ήταν μια σπάνια περίπτωση όπου η κυρία ένιωθε τα κοινά στοιχεία που την ένωναν με τη δούλα: την αδυναμία τους ως γυναικών σε μια πατριαρχική κοινωνία.
 
Από την ομηρική εποχή εκφράστηκε η άποψη της δυστυχίας της αρχόντισσας που ο πόλεμος τη μετέτρεψε σε δούλη: π.χ. στο διάλογο του Έκτορα και της Ανδρομάχης, ο Έκτορας ανάμεσα στα άλλα λέει: «Όταν χαλκάρματος κάποιος Αχαιός πάρει τη λευτεριά σου και ξοπίσω του σε σέρνει δακρυσμένη. Και στο Άργος πέρα υφαίνεις έπειτα στον αργαλειό μιας ξένης κι από τη Μεσσηίδα ή την Υπέρεια σου λέει νερό να φέρνεις, πολύ άθελά σου, μα ανημπόρετη θα σε βαραίνει ανάγκη».[32]
 
Εξάλλου, όταν η Εκάβη μαθαίνει ότι δόθηκε με κλήρο στον Οδυσσέα, τον χειρότερο δυνατό αφέντη, και εκφράζει την απελπισία της, δέχεται την παρηγοριά του Ταλθύβιου, που της λέει ότι έτυχε σε καλή δέσποινα, εννοώντας την Πηνελόπη.[33]
 
Για τις δούλες, που κατά κανόνα δούλευαν στον οίκο, σημασία είχε κυρίως το ποιόν της δέσποινας, κάτω από την επίβλεψη της οποίας θα δούλευαν και λιγότερο του αφέντη, ο οποίος ασχολούνταν με την επίβλεψη των αρσενικών που δούλευαν στα χωράφια. Εξάλλου, και ο Ισχόμαχος, ο ήρωας του διαλόγου «Οικονομικός» του Ξενοφώντα (4ος αιώνας π.Χ.), στην εκπαίδευση της νεαρής συζύγου του, τονίζει ότι ανάμεσα στα βασικά της καθήκοντα είναι η επίβλεψη των δούλων του οίκου ακόμα και ο έλεγχος της σεξουαλικής ζωής τους.[34]  «Εκείνη όμως έπρεπε επίσης να καταπιαστεί ενδεχομένως με τα εργόχειρα. Κυρίως να πλησιάζει τον αργαλειό για να διδάξει ό,τι ήξερε καλύτερα από τους άλλους και να μάθει απ’ τη μεριά της ό,τι γνώριζε λιγότερο καλά».[35]
 
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθεί κανείς την άποψη του καθηγητή κοινωνιολογίας Orlando Patterson ότι η ιδέα της προσωπικής ελευθερίας είχε εφευρεθεί από τις γυναίκες της ελληνικής τραγωδίας. Πολύ σωστά η καθηγήτρια φιλοσοφίας Βούλα Λαμπροπούλου επισημαίνει ότι αν και στις τραγωδίες οι γυναικείες φωνές υψώνονται προς υπεράσπιση της ειρήνης και της ελευθερίας, σε πρακτικό επίπεδο οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας δεν είχαν τη δυνατότητα, ίσως ούτε την επιθυμία να προκαλέσουν κοινωνικές μεταβολές. Επιπλέον, όντας μέλη βασιλικών οίκων δεν είχαν κοινά ταξικά συμφέροντα με τους δούλους και εκείνο που είχε σημασία για τις ίδιες ήταν η ευημερία του οίκου τους.[36]
 
Αν και οι γυναίκες, όπως και οι δούλοι, ανήκαν στα καταπιεσμένα στρώματα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, η καταπίεσή τους δεν ήταν ομόλογη: σαφώς οι γυναίκες της ελίτ κυριαρχούσαν επί των δούλων ή ακόμα και επί των φτωχών ελεύθερων ανδρών, τουλάχιστον από την ελληνιστική εποχή.
--------------------
Υποσημειώσεις
[1] Βλ. Κ. Μαντάς, «Δούλοι και δουλεία στην αρχαιότητα», Corpus 24 (2001), σ. 44-52.
[2] Βλ. Α. Λεντάκης, Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άνδρα ή Πώς κατασκευάζεται η γυναίκα;, Αθήνα 1986, σ. 260-261.
[3] Ιλιάδα Ζ 298 κ.ε.
[4] Ευριπίδης, Ανδρομάχη, 213-214.
[5] Βλ. G. Lerner, The Creation of Patriarchy, Νέα Υόρκη 1985.
[6] Οδύσσεια  α  430-433.
[7] Ιλιάδα  Ι 447-457.
[8] Αισχύλος, Αγαμέμνων, 132 κ.ε, εκδ. ΓΕΣ, Αθήνα 1973, σ. 69.
[9] Στο ίδιο, 56.
[10] D.E. McCoskey, «Slavery and the division of women in Aeschylus’ Oresteia», στο S.R. Joshel /S. Murnaghan (επιμ.), Women and Slaves in Greco-Roman Culture, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1998, σ. 35-55.
[11] Ευριπίδης, Ανδρομάχη, 137 κ.ε.
[12] Στο ίδιο, 927.
[13] Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 298-302, μετ. Κ. Γεωργουσόπουλος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2003.
[14] Αισώπου μύθοι, τ. Α΄, εκδ. Τολίδη, μετ. Τ. Βουρνάς, Αθήνα χ.χ., σ. 41.
[15] Α.Ν. Oikonomides, «Graffiti-inscriptions from the excavations of the Αthenian agora at Kerameikos», Horos 4 (1986), σ. 57-58.
[16] Αρτεμίδωρος, 4.59.284.
[17] Στο ίδιο.
[18] T. Wiedemann, Greek and Roman Slavery, Λονδίνο 1988, σ. 48-49.
[19] Ευριπίδης, Ίων, 835-841.
[20] K. Synodinou, On the Concept of Slavery in Euripides, Ιωάννινα 1977, σ. 62-65.
[21] Ηρώνδας, Μιμίαμβοι, μετ. Ρ. Μανθούλης, Αθήνα 2000, σ. 74-75.
[22] Α. Ρουσσοπούλου, «Ο θεσμός της ψυχοκόρης εις τα πλαίσια της συγχρόνου εποχής και του αρχαίου ελληνικού δικαίου», Νομικό Bήμα 13 (1965), σ. 163-165.
[23] SEG  XXXVI, 1986, num.590.
[24] SEG  XLIV, 1994, num. 1155.
[25] ΤΑΜ  ΙΙΙ.Ι, num. 237.
[26] Ηρώνδας, ό.π., σ. 83.
[27] Στο ίδιο, σ. 61.
[28] Αισώπου μύθοι, ό.π.
[29] Ευριπίδης, Υψιπύλη, μετ.- διασκευή Τ. Ρούσσος, εκδ. Κάκτος, σ. 95.
[30] Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, λ. «Γαληνός».
[31] Αχιλλέας Τάτιος, Λευκίππη και Κλειτοφών, 5.17.
[32] Ιλιάδα Ζ  454, κ.ε., μετ. Καζαντζάκη-Κακριδή.
[33] Ευριπίδης, Τρωάδες, 275-280.
[34] Ξενοφών, Οικονομικός  VII, 36-37.
[35] Y. Garlan, Η δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα 1988, σ. 179.
[36] Βούλα Λαμπροπούλου, Ο νους δεν έχει φύλο, Αθήνα 2006, σ. 15-19.

Όταν ο Αϊνστάιν συνάντησε τον Tagore

Η συζήτηση πάνω στα πιο σημαντικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης

Στις 14 Ιουλίου 1930 ο Άλμπερτ Αϊνστάιν υποδέχτηκε τον ινδό φιλόσοφο Rabindranath Tagore στο σπίτι του. Οι δύο άντρες ξεκίνησαν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις της ιστορίας, εξερευνώντας την αιώνια προστριβή μεταξύ επιστήμης και θρησκείας. Τη συζήτηση παρακολούθησε και κατέγραψε ο Ρώσος δημοσιογράφος Ντιμίτρι Μαριάνοφ (μετέπειτα σύζυγος της θετής κόρης του Αϊνστάιν, Μαργκώ).

Στον πρόλογο των σημειώσεών του γράφει:
«Ήταν πολύ ενδιαφέρον να τους βλέπεις μαζί: τον Ταγκόρ, τον ποιητή, με το κεφάλι ενός διανοούμενου και τον Αϊνστάιν, τον διανοούμενο με το κεφάλι ενός ποιητή. Κανένας τους δεν επιχείρησε να επιβάλλει τη γνώμη του στον άλλον.

Απλώς αντάλλαξαν ιδέες. Σε ένα παρατηρητή όμως φαινόταν σαν δύο πλανήτες απασχολημένοι σε φιλική κουβεντούλα».
Η συνάντηση, που δεν περιορίστηκε σε τυπικότητες, καταγράφτηκε από Γερμανό δημοσιογράφο, ο οποίος αναπαρήγαγε στην εφημερίδα, όπου εργαζόταν, τη φιλοσοφική συζήτηση των δύο σπουδαίων προσωπικοτήτων σχετικά με τη σχετικότητα της αλήθειας και της ομορφιάς, αλλά και για τη θρησκεία.

Έτσι περιγραφόταν η συνάντηση των δύο ανδρών:
«Ένα από τα τελευταία αυτά απογεύματα κατά τις 4, ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ εθεάθη να βαδίζει στο αμμώδες μικρό μονοπάτι, που οδηγεί στο σπίτι. Φορούσε ένα μαλακό, γαλάζιο ποδήρη χιτώνα. Έγερνε λίγο μπροστά, καθώς βάδιζε με το ένα χέρι προς τα πίσω. Παραπλεύρως του, ευθυτενής βάδιζε ο Αϊνστάιν.

Όταν έφθασε στην κορυφή του λόφου, ο Ταγκόρ κάθισε σε μια πολυθρόνα και άρχισε να μιλά για την τελευταία του επίσκεψη στο Λονδίνο και τη διάλεξη που έδωσε εκεί περί «Θρησκείας και Ανθρωπότητας».

Μια ζωηρή συζήτηση επακολούθησε. Ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς τους δύο αυτούς μεγάλους, τον Ταγκόρ, τον ποιητή με το κεφάλι σοφού, και τον Αϊνστάιν, τον σοφό με το κεφάλι ποιητή.

Ο Ταγκόρ μιλά μεγαλοπρεπή γαλήνη σαν ν’ απαγγέλλει ποίημα. Τα μάτια του λάμπουν. Τα μαλλιά του είναι λεία και λευκά, όπως και η γενειάδα του.

Τα μαλλιά του Αϊνστάιν είναι ολόλευκα. Οι τρίχες είναι όρθιες σαν ηλεκτρισμένες.

Αμφότεροι έλεγαν τις γνώμες τους χωρίς να θέλουν να τις επιβάλλουν. Αντάλλασσαν απλά ιδέες…»

Κι αυτές ήταν οι ιδέες που αντάλλασσαν οι δυο άνδρες:

Ταγκόρ: Ασχοληθήκατε κυνηγώντας με τα μαθηματικά δυο παλιά προβλήματα, τον χρόνο και τον τόπο, ενώ εγώ ασχολούμαι με τον αιώνιο κόσμο του ανθρώπου, το σύμπαν της πραγματικότητας.

Αϊνστάιν: Πιστεύετε ότι το θείο είναι χωρισμένο από τον κόσμο!

Ταγκόρ: Όχι χωρισμένο. Η απεριόριστη ατομικότητα του ανθρώπου κατανοεί το σύμπαν. Δεν υπάρχει τίποτε που να μην περικλείεται από τον ανθρώπινο ατομισμό και αυτό αποδεικνύει ότι η αλήθεια του σύμπαντος είναι ανθρώπινη αλήθεια.

Αϊνστάιν: Υπάρχουν δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τη φιλοσοφία του σύμπαντος: ο κόσμος ως μονάδα συνδεδεμένη με την ανθρωπότητα και ο κόσμος της πραγματικότητας ανεξάρτητα του ανθρώπινου παράγοντα.

Ταγκόρ: Όταν το σύμπαν μας βρίσκεται σε αρμονία με τον άνθρωπο, τον αιώνιο, το γνωρίζουμε ως αλήθεια, το αισθανόμαστε ως ομορφιά.

Αϊνστάιν: Αυτό είναι μια καθαρά ανθρώπινη αντίληψη του σύμπαντος.

Ταγκόρ: Ο κόσμος αυτός είναι ένας ανθρώπινος κόσμος. Η επιστημονική του άποψη είναι επίσης η άποψη του επιστήμονα ανθρώπου. Επομένως, έξω από εμάς κόσμος δεν υπάρχει. Είναι ένας σχετικός κόσμος, που για την ύπαρξή του εξαρτάται από τη συνείδησή μας. Υπάρχει μία βάση λογικής και απόλαυσης, η οποία του προσδίδει αλήθεια. Η βάση του αιώνιου ανθρώπου, ο πειραματισμός του οποίου καθίσταται δυνατός διά μέσου των δικών μας πειραματισμών. 

Αϊνστάιν: Αυτό αποτελεί πραγματοποίηση του ανθρώπινου προορισμού.

Ταγκόρ: Μάλιστα αιώνιου περιορισμού. Μπορούμε να τον εξακριβώσουμε μέσω των συγκινήσεων και των ενεργειών μας. Εξάγουμε τον υπέρτατο άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει ατομικά όρια ως μέσο των δικών μας ορίων. Η επιστήμη ασχολείται με εκείνο που δεν είναι περιορισμένο μέσα στο άτομο: είναι ο απρόσωπος ανθρώπινος κόσμος των αληθειών. Η θρησκεία εξαιρεί τις αλήθειες αυτές και τις συνοδεύει με τις βαθύτερες ανάγκες μας. Η ατομική μας συνείδηση περί της αλήθειας προσλαμβάνει παγκόσμια σημασία. Η θρησκεία εφαρμόζει τις αξίες προς την αλήθεια και γνωρίζουμε την αλήθεια ως κάτι καλό μέσω της ίδιας μας της αρμονίας ως προς αυτήν.

Αϊνστάιν: Η αλήθεια λοιπόν ή η ομορφιά δεν είναι ανεξάρτητα του ανθρώπου;

Ταγκόρ: Όχι, δεν λέω αυτό.

Αϊνστάιν: Εάν πλέον δεν υπήρχαν άνθρωποι, ο Απόλλων του Μπελβεντέρε δεν θα ήταν πλέον ωραίος;

Ταγκόρ: Όχι.

Αϊνστάιν: Συμφωνώ με την αντίληψη αυτή, όσον αφορά την ομορφιά, αλλά όχι κι όσον αφορά την αλήθεια.

Ταγκόρ: Γιατί όχι; Η αλήθεια υφίσταται για τον άνθρωπο.

Αϊνστάιν: Δεν μπορώ ν’ αποδείξω ότι η αντίληψή μου είναι ορθή, όμως αυτή είναι η θρησκεία μου.

Ταγκόρ: Η ομορφιά βρίσκεται μέσα στο ιδεώδες της τέλειας αρμονίας, η οποία βρίσκεται μέσα στο παγκόσμιο ον. Η αλήθεια είναι η πλήρης αντίληψη του παγκόσμιου πνεύματος. Εμείς τα άτομα την πλησιάζουμε μέσω των δικών μας σφαλμάτων, της ατομικής μας πείρας και της πεφωτισμένης μας συνειδήσεως. Πώς αλλιώς μπορούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια;

Αϊνστάιν: Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά πιστεύω στο Πυθαγόρειο επιχείρημα ότι η αλήθεια είναι ανεξάρτητη του ανθρώπινου όντος. Είναι το πρόβλημα της λογικής της συνέχειας.

Ταγκόρ: Η αλήθεια, η οποία αποτελεί ένα με το παγκόσμιο ον, πρέπει να είναι κυρίως ανθρώπινη, αλλιώς, ό,τι εμείς τα άτομα θεωρούμε αλήθεια, ποτέ δεν μπορεί ν’ αποκληθεί αλήθεια. Τουλάχιστο εκείνη, η οποία καλείται επιστημονική και στην οποία μπορούμε να φθάσουμε μόνο με τη λογική, δηλαδή μέσω ενός οργάνου σκέψης, το οποίο είναι ανθρώπινο. Σύμφωνα με την ινδική φιλοσοφία, ο Βράχμας είναι η απόλυτη αλήθεια, η οποία δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί με την απομόνωση του ατομικού πνεύματος ή να περιγραφεί με λέξεις, αλλά μόνο με τη συσσωμάτωση αυτού στο σύνολο. Μια όμως τέτοια αλήθεια δεν είναι δυνατόν ν’ ανήκει στην επιστήμη. Η φύση της αλήθειας, για την οποία συζητούμε, είναι φαινομενική. Δηλαδή είναι εκείνο που φαίνεται στον ανθρώπινο νου ως αληθινό και επομένως είναι ανθρώπινο, είναι φαντασία.

Αϊνστάιν: Δεν είναι φαντασία του ατόμου, αλλά φαντασία του είδους.

Ταγκόρ: Αλλά και τα δύο ανήκουν σε μία ενότητα, την ανθρωπότητα. Επομένως, ολόκληρος ο ανθρώπινος νους αντιλαμβάνεται την αλήθεια.

Αϊνστάιν: Κάνουμε πράγματα στο νου μας και στην καθημερινή μας ζωή, για τα οποία είμαστε υπεύθυνοι. Ο νους γνωρίζει πραγματικότητες ανεξάρτητες απ’ αυτόν. Λόγου χάρη, μπορεί κανείς να μην είναι μέσα σ’ αυτό το σπίτι κι όμως αυτό τραπέζι μέσα εκεί πού είναι;

Ταγκόρ: Ναι, μέσα· έξω του ατομικού νου, αλλά όχι και του παγκόσμιου. Εν πάση περιπτώσει, αν υπάρχει κάποια αλήθεια απολύτως άσχετη με την ανθρωπότητα, για εμάς η αλήθεια αυτή δεν υφίσταται.

Αϊνστάιν: Τότε εγώ είμαι πιο θρησκευτικός από εσάς.

Ταγκόρ΅Η θρησκεία μου έγκειται στη συμφιλίωση του υπεράνω του ανθρώπου, του παγκόσμιου ανθρώπινου πνεύματος με το ατομικό ον.

Ήταν Λάθος που Εμπιστεύτηκα Εσένα περισσότερο από Εμένα!

Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχετε νιώσει έστω μία φορά στη ζωή σας ότι κάποιος πρόδωσε την εμπιστοσύνη που του δείξατε. Σίγουρα πέσατε από τα σύννεφα κι αναρωτηθήκατε ποιος είναι ο άνθρωπος που μέχρι εκείνη τη στιγμή νομίζατε ότι ξέρατε. Πιστέψατε ίσως ότι τα έχετε καταλάβει όλα λάθος για τους ανθρώπους ή ότι υπάρχει κάτι εγγενώς προβληματικό με εσάς για να εισπράξετε τέτοια συμπεριφορά. Σε κάποιο βαθμό, είναι αναμενόμενα και φυσιολογικά όλα αυτά. Όμως, αν βιώνετε κάθε νέα «προδοσία» με πολύ επώδυνο τρόπο, αν συχνά αισθάνεστε ότι οι άλλοι σας αφήνουν ξεκρέμαστους κι απογοητευμένους κι, ακόμα, αν κάποιες φορές αναρωτιέστε μήπως θα ήταν καλύτερα να σταματήσετε να εμπιστεύεστε γενικά, τότε συνεχίστε το διάβασμα…
 
ΧΩΡΙΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΣΗ
Καταρχάς, η απόφαση να εμπιστευτούμε είναι μονόδρομος. Από τη στιγμή που εξαρτιόμαστε συναισθηματικά και πρακτικά από τους άλλους, δεν έχουμε επιλογή παρά να εμπιστευτούμε, αν όχι όλους τους ανθρώπους, τουλάχιστον κάποιους από αυτούς. Είναι θέμα εμπιστοσύνης το ποιοι είναι φίλοι και ποιοι «εχθροί» μας, το αν θα στείλουμε τα παιδιά μας στο σχολείο, αν θα ταξιδέψουμε με αεροπλάνο ή αν θα καταθέσουμε τα λεφτά μας στην τράπεζα. Είναι σχεδόν ενοχλητικό να το σκεφτεί κανείς, αλλά η ικανότητα να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας δεν είναι εξολοκλήρου στον έλεγχό μας – εξαρτάται από τη συμβολή των άλλων.
 
Στην ουσία εμπιστοσύνη θα πει ότι χρειαζόμαστε τη συνεργασία κάποιου άλλου για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε. Σημαίνει, για παράδειγμα, ότι εμπιστευόμαστε τον κολλητό μας να μας βοηθήσει με τη μετακόμιση, ελπίζοντας ότι δεν θα μας κρεμάσει. Άρα σημαίνει ότι ρισκάρουμε να χάσουμε χρόνο, χρήμα, ενέργεια, προσδοκώμενα οφέλη, την ηρεμία ή τον ύπνο μας, αν εκείνος δεν συμπεριφερθεί όπως αναμένεται. Όλα εξαρτώνται από την στιγμιαία ισορροπία μεταξύ της δικής μας επιθυμίας να ικανοποιήσουν οι άλλοι τις ανάγκες μας και της επιθυμίας των άλλων να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες. Όσο και να αξιολογούμε την ακεραιότητα ή εντιμότητα των άλλων, στο τέλος η απόφαση για το ποιον θα εμπιστευτούμε βασίζεται απλώς στην πρόβλεψη για το ποιες ανάγκες θα επικρατήσουν σε κάθε περίπτωση. Έτσι, στοιχηματίζουμε ότι τα πράγματα θα πάνε καλά όταν αποφασίζουμε να εμπιστευτούμε, ενώ όταν δείχνουμε έλλειψη εμπιστοσύνης στοιχηματίζουμε ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν άσχημα. Κανονικός τζόγος δηλαδή.
ΣΟΥ ΕΧΩ ΤΥΦΛΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ
Το «κακό» είναι ότι έχουμε διαπροσωπικές ανάγκες. Έχουμε ανάγκη τη συντροφιά και το μοίρασμα και να μας πάρουν αγκαλιά, επομένως είμαστε αναγκασμένοι να εμπιστευτούμε κάποιον να μας τα δώσει αυτά. Η ανάγκη αυτή μας καθιστά αυτομάτως ευάλωτους, γι’ αυτό έχουμε συναισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με το ποιον και πόσο να εμπιστευτούμε – φοβόμαστε ότι θα πληγωθούμε. Αυτό δεν είναι παράξενο.
Το παράξενο είναι ότι κάποιοι από εμάς, αψηφώντας όλους τους κινδύνους, φαίνεται να εμπιστευόμαστε τυφλά. Ενώ διαπιστώνουμε ότι συμβαίνουν πράγματα απρεπή, επικίνδυνα ή ενάντια στα συμφέροντα μας, για κάποιο λόγο η εμπιστοσύνη μας δεν κλονίζεται. Όλοι μας προειδοποιούν ότι κάνουμε λάθος που εμπιστευόμαστε τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά εμείς αποφεύγουμε ή αγνοούμε τα γεγονότα και τις εμπειρίες που το επιβεβαιώνουν. Επιμένουμε στο «αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου», ενώ έχουμε αδιάσειστες αποδείξεις «ενοχής» εναντίον του: 
 
Ας πούμε λέει ότι θα χωρίσει και δεν το κάνει. Λέει ότι θα πάρει τηλέφωνο και πάλι δεν το κάνει. Ισχυρίζεται ότι μας αγαπάει αλλά μας θυμάται μόνο τις φορές που μας χρειάζεται. Περνάμε μία δύσκολη φάση και δεν είναι εκεί. Περνάμε μία χαρούμενη φάση και πάλι δεν είναι εκεί. Στην ουσία δηλώνει, «μην βασίζεσαι επάνω μου για τίποτα», αλλά εμείς δεν τον ακούμε – πιστεύουμε σ′ εκείνον περισσότερο από ό,τι πιστεύει και ο ίδιος στον εαυτό του. Η ικανότητά μας για ενσυναίσθηση υπερλειτουργεί. Μπαίνουμε μονίμως στη θέση του και προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες:
 
Άρνηση: Όχι, δεν είπε ψέματα, εγώ κατάλαβα λάθος…
Διαστρέβλωση: Μπορεί να μην είναι ποτέ εδώ, αλλά εγώ το νιώθω ότι με αγαπάει…
Ελαχιστοποίηση: Μα δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, στον καθένα μπορεί να συμβεί…
Υπερανάλυση: Μεγάλωσε δύσκολα, κανένας δεν του έμαθε να φέρεται…

Είμαστε οι πιο ατζαμήδες συναισθηματικοί επενδυτές του κόσμου.

Ενώ διαπιστώνουμε ότι κάποιος καταχράται τα χρήματα που του δίνουμε να επενδύσει για λογαριασμό μας, εμείς του δίνουμε ακόμα περισσότερα, ελπίζοντας ότι τελικά θα εκτιμήσει την εμπιστοσύνη μας και από ευγνωμοσύνη θα φροντίσει να μας αποκομίσει κέρδος. Σαν να πιστεύουμε ότι αν φανούμε υπομονετικοί, ευγενικοί και ολιγαρκείς μπροστά στην ασυνεπή και αναξιόπιστη συμπεριφορά του, εκείνος θα αποφασίσει να φερθεί δίκαια, ισότιμα και ανθρώπινα.
 
Πάντως δεν είναι ακριβώς αφέλεια. Κατά βάθος το καταλαβαίνουμε ότι πλήττονται τα συμφέροντά μας και στην ουσία η εμπιστοσύνη μας κλονίζεται, όμως διστάζουμε να το επικοινωνήσουμε άμεσα ή να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Και φυσικά παγιδευόμαστε. Η στάση μας υπονοεί ότι είμαστε εντάξει με τη συμπεριφορά του άλλου και ότι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να τη συνεχίσει κι έτσι, άθελά μας, γινόμαστε συνένοχοι στην κακομεταχείρισή μας. Όταν πια αρχίζουμε να θυμώνουμε με τον εαυτό μας που εμπιστεύτηκε το λάθος άνθρωπο, αισθανόμαστε ότι είναι αργά για να κάνουμε πίσω – τουλάχιστον όχι χωρίς να παραδεχτούμε ότι κάναμε λάθος.
 
Παραμένουμε στο τραπέζι και συνεχίζουμε να ποντάρουμε, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα ρεφάρουμε. Ότι, έστω και την ύστατη ώρα, ο άλλος θα κάνει κάτι για να μας αποδείξει ότι κάναμε καλά που τον εμπιστευτήκαμε. Μέχρι βεβαίως το σημείο όπου η «προδοσία» είναι αδύνατον να καλυφθεί πλέον και τότε ο κόσμος μας θρυμματίζεται. Ο κόσμος θρυμματίζεται…
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Το μήνυμα της «προδοσίας» είναι βροντερό κι εξευτελιστικό: «Δεν δίνω δεκάρα για σένα». Δηλώνει ότι δεν είμαστε αρκετά σημαντικοί ή αρκετά καλοί ώστε ο άνθρωπος που πιστέψαμε να τιμήσει και ανταποδώσει την εμπιστοσύνη μας. Είναι τέτοιο το σοκ που αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για τους πάντες και τα πάντα. Φταίμε εμείς; Ο άλλος; Μήπως δεν πρέπει να εμπιστευτούμε ποτέ ξανά;
 
Μάλιστα όσο περισσότερες σημαντικές και τραυματικές «προδοσίες» έχουμε στο ιστορικό μας, τόσο πιο προσωπικά το παίρνουμε και τόσο περισσότερο δυσκολευόμαστε να το ξεπεράσουμε. Είναι σαν να αναβιώνουμε τις παλιές «προδοσίες», προβάλλοντας σενάρια από το παρελθόν και μπερδεύοντας τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας με το γονιό που μας παραμέλησε ή με τον άνθρωπο που αγαπούσαμε κάποτε και μας εγκατέλειψε.
 
Γι’ αυτό παριστάνουμε ότι δεν ακούμε και δεν βλέπουμε τίποτα – επειδή δεν αντέχουμε ακόμα μία προδοσία. Πιστεύουμε ότι αν δεν φέρνουμε αντιρρήσεις, δεν προβάλλουμε αντιστάσεις κι είμαστε καλά και υπάκουα παιδιά θα πάρουμε επιτέλους την επιβεβαίωση που τόσο χρειαζόμαστε και θα αποφύγουμε την απόρριψη ή την εγκατάλειψη. Καταπιέζουμε και αμφισβητούμε τα συναισθήματα και τις αντιλήψεις μας προκειμένου να μην δημιουργούμε προβλήματα. Φερόμαστε σαν οι άλλοι να είναι πιο σημαντικοί από εμάς ή σαν να γνωρίζουν περισσότερα από όσα εμείς.
 
Κάποιος μας λέει ότι ο γάιδαρος πετάει («δεν είναι αυτό που νομίζεις») και αντί να του πούμε να κόψει τις βλακείες, καθόμαστε και το εξετάζουμε. Και ο λόγος που εμπιστευόμαστε «λάθος» ανθρώπους είναι ότι δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι «σωστοί» άνθρωποι. Επιθυμούμε κάποιος να μας φροντίσει και να μας προστατέψει αλλά δεν έχουμε ιδέα πώς είναι να σε φροντίζει κάποιος.
Ποτέ δεν νιώσαμε ότι αξίζουμε ανθρώπινη συμπεριφορά και ποτέ δεν μάθαμε πώς είναι οι φροντιστικοί άνθρωποι. Γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε κάποιον που δεν είναι – δεν έχουμε μέτρο σύγκρισης. Στην πραγματικότητα δεν αναζητούμε έναν άνθρωπο να σχετιστούμε μαζί του σε ρεαλιστική και ισότιμη βάση, αλλά κάποιον που θα μας πάρει υπό την προστασία του και θα θεραπεύσει τις πληγές μας.
Η ανάγκη μας είναι να πιστέψουμε ότι κάποιος είναι τόσο ολοκληρωτικά καλός που θα καταφέρει να ακυρώσει όλες τις «κακίες» που έχουμε υποστεί. Ολοφάνερα έχει μια ανειλικρίνεια η στάση μας. Οι άλλοι συνήθως καταλαβαίνουν ότι ζούμε σε έναν ασπρόμαυρο, μαγικό κόσμο. Ότι η υπερβολική εμπιστοσύνη που δείχνουμε δεν είναι μια γνήσια εμπιστοσύνη που προκύπτει φυσικά μέσα από την αλληλεπίδραση, αλλά μια έκφραση απόγνωσης. Είναι μια τσαπατσούλικη ψευδοεμπιστοσύνη που σκοπό έχει να μας προστατέψει από τη συνειδητοποίηση ότι επανειλημμένα εμπιστευόμαστε αναξιόπιστους ανθρώπους που στο τέλος μας «προδίδουν».
 
Το μήνυμα που μεταφέρουμε είναι διπλό: δείχνουμε ακλόνητη εμπιστοσύνη επιφανειακά αλλά μέσα μας «ξέρουμε» ότι η κατάληξη θα είναι η «προδοσία» – και φυσικά οι επιλογές μας επιβεβαιώνουν τους φόβους μας. Σχετιζόμαστε με ανθρώπους που έχουν κι εκείνοι δυσκολίες με την εμπιστοσύνη, οπότε ο κίνδυνος για εκατέρωθεν μη ρεαλιστικές προσδοκίες, απογοητεύσεις και «προδοσίες» είναι εξασφαλισμένος. Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια: επιλέγουμε αναξιόπιστους ανθρώπους επειδή είμαστε οι ίδιοι αναξιόπιστοι. Μην γελιέστε – το να είμαστε άξιοι εμπιστοσύνης και το να αξιολογούμε πόσο άξιοι εμπιστοσύνης είναι οι άλλοι είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
ΠΩΣ ΓΙΝΟΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΞΙΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ;
Θα καταφέρουμε να νιώσουμε ως άνθρωποι άξιοι εμπιστοσύνης αφού πρώτα συγχωρήσουμε τον εαυτό μας για τις προδοσίες που έχει δεχτεί από τους άλλους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι όλοι κάνουμε λάθη, όλοι κάνουμε εσφαλμένες επιλογές, όλοι έχουμε ξεγελαστεί και, ναι, όλοι έχουμε φανεί αφελείς. Ή θα συνεχίσουμε να επικρίνουμε και να ντροπιάζουμε τον εαυτό μας πιστεύοντας ότι μας αξίζουν αυτά που παθαίνουμε ή θα αποφασίσουμε να ξεκολλήσουμε και να διευρύνουμε την προοπτική μας. Απλώς χρειάζεται να δείξουμε λίγη ευγένεια. Να αγκαλιάσουμε το φόβο μας ότι θα μας απορρίψουν ή εγκαταλείψουν και να σεβαστούμε τον πόνο μας για όσα έχουμε στερηθεί. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τα «συμπτώματα» που δείχνουν έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και να προσπαθήσουμε να τα «θεραπεύσουμε»:
 
Μήπως λέμε ψέματα στον εαυτό μας; Μήπως αθετούμε τις υποσχέσεις που του δίνουμε; Μήπως οι ίδιοι σαμποτάρουμε τις προσπάθειές μας να πετύχουμε αυτά που θέλουμε; Μπορούμε να πάρουμε μια απόφαση; Έχουμε μια αυθεντική σχέση με τον εαυτό μας, δηλαδή υπάρχει συμφωνία μεταξύ αυτού που αισθανόμαστε, αυτού που λέμε και αυτού που κάνουμε; Είπαμε ότι η εμπιστοσύνη προϋποθέτει συνεργασία ανάμεσα σε δύο μέρη, αλλά κανείς δεν λέει ότι τα δύο μέρη πρέπει να είναι διαφορετικοί άνθρωποι:
 
Μπορεί ο τωρινός μας εαυτός να εμπιστευτεί ότι ο μελλοντικός μας εαυτός δεν θα χαλάσει τη δίαιτα; Ότι δεν θα αναβάλει το διάβασμα; Ότι δεν θα ξαναπεί; Ότι δεν θα στείλει εκείνο το μήνυμα που δεν πρέπει να στείλει; Αν υποσχόμαστε στον εαυτό μας ότι θα τον φροντίσουμε με κάποιο τρόπο και μετά δεν το κάνουμε ή κάνουμε το αντίθετο, τότε όχι μόνο τον προδίδουμε, αλλά μαθαίνουμε ότι δεν ενδιαφερόμαστε αρκετά για εμάς κι ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε επάνω μας. Αντίθετα, όταν ενεργούμε με τρόπους που αποδεικνύουν ότι νοιαζόμαστε και σεβόμαστε τον εαυτό μας βιώνουμε την αίσθηση ότι είμαστε υπεύθυνοι και αξιόπιστοι. Έτσι αποκτούμε ή ανακτούμε τον έλεγχο στη ζωή μας.

Όταν διαπιστώνουμε ότι είμαστε ικανοί να φροντίζουμε τον εαυτό μας και να νιώθουμε ολοκληρωμένοι και ικανοποιημένοι χωρίς να χρειαζόμαστε κάποιον άλλο να αναλάβει την ευθύνη μας. Όταν σταματούμε να ζούμε διαμέσου των άλλων και εμπιστευόμαστε τη διαίσθηση, την κρίση, τις γνώσεις και τα συναισθήματά μας χωρίς να περιμένουμε έξωθεν επιδοκιμασία. Αν οι ίδιοι δώσουμε στον εαυτό μας την αποδοχή και αναγνώριση που χρειάζεται, τότε οι ανάγκες που μας οδηγούν να εμπιστευόμαστε πέρα από τις δυνατότητές μας θα ατονήσουν.

Αν καλμάρουμε τους φόβους μας δεν θα αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να ικανοποιήσουμε τους άλλους ούτε θα προσπαθούμε να έχουμε τέλεια συμπεριφορά ούτε θα διακινδυνεύουμε να πουλήσουμε τον εαυτό μας φτηνά. Και φυσικά δεν θα έχουμε λόγο να εμπιστευτούμε αναξιόπιστους και ενδεχομένως κακόβουλους ανθρώπους προκειμένου να τους πείσουμε να μας επιστρέψουν λίγη από αυτή την πίστη.

Επιτέλους πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να ζητάμε μια σχέση εμπιστοσύνης με κάποιον άλλο αν δεν μπορούμε να έχουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον εαυτό μας. Ούτε γίνεται να περιμένουμε από τους άλλους να καλύψουν τις εσωτερικές μας ανάγκες αν δεν μπορούμε μόνοι μας να τις καλύψουμε. Εν ολίγοις, δεν μπορούμε να ζητάμε από τους άλλους να μην μας εγκαταλείψουν, αν εμείς πρώτοι έχουμε ήδη εγκαταλείψει τον εαυτό μας. Η εμπιστοσύνη είναι για τους τολμηρούς…

Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΛΜΗΡΟΥΣ: ΣΕ 6 ΒΗΜΑΤΑ
Πώς σχετιζόμαστε λοιπόν με τους άλλους όταν ξέρουμε πλέον ότι είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι να κάνουμε το σωστό για εμάς;
Βήμα πρώτο: Ξεκινάμε επιφυλακτικά… Όχι ότι πάμε στο άλλο άκρο και γινόμαστε «παρανοϊκοί», απλώς εφαρμόζουμε μια λειτουργική έλλειψη εμπιστοσύνης ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο εκμετάλλευσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι εξάλλου δεν περιμένουν με το καλημέρα να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας – θα λάβουν υπόψη τους τις επιφυλάξεις μας και θα σεβαστούν τα όρια μας. Εκείνοι που δεν θα μπορέσουν να το κάνουν απλώς θα φύγουν. Και δεν χρειάζεται να νιώθουμε ενοχές. Ο σκοπός της επιφυλακτικότητάς μας δεν είναι να χειριστούμε, να τιμωρήσουμε ή να ντροπιάσουμε, αλλά μόνο να προστατευτούμε.
Βήμα δεύτερο: Συνεχίζουμε αργά… Παίρνει χρόνο να γνωρίσουμε κάποιον και δεν χρειάζονται βιασύνες. Μόνο αν συναναστραφούμε αρκετά με κάποιον μπορούμε να μάθουμε την ιστορία του, το πώς έχει φτάσει να είναι αυτό που είναι σήμερα και ποιος είναι ο τρόπος του να υπάρχει στον κόσμο. Μια καλή «στρατηγική» είναι να παρατηρούμε τις αρνητικές ή θετικές εμπειρίες που μοιραζόμαστε μαζί του και αναλόγως να προσαρμόζουμε τα επίπεδα της εμπιστοσύνης μας. Διαφορετικά, αν αγνοούμε την πραγματική αλληλεπίδραση στο εδώ και τώρα, η εμπιστοσύνη μας δεν απευθύνεται στον άλλο, αλλά σε κάποιο πλάσμα της φαντασίας μας.
Βήμα τρίτο: Κάνουμε μερικά τεστ… Μην σας ξενίζει η ιδέα. Κάπως πρέπει να αξιολογήσουμε αν η συμπεριφορά των ανθρώπων που αφήνουμε να έρθουν κοντά μας είναι υπεύθυνη και λογική σε βάθος χρόνου. Λοιπόν, έχει λόγο; Μπορεί να δεσμευτεί σε κάτι ακόμα κι αν είναι κάτι μικρό; Αισθανόμαστε ασφαλείς μαζί του; Μπορούμε να του θυμώσουμε χωρίς να φοβόμαστε ότι θα τον χάσουμε; Είναι διατεθειμένος να μοιραστεί μαζί μας τον έλεγχο;
 
Έχει αξία και σημασία για εκείνον η σχέση μαζί μας με την έννοια ότι έχει τη διάθεση να την φροντίσει και να την προστατέψει; Ο σκοπός μας δεν είναι να περιχαρακωθούμε ή να περιχαρακώσουμε, αλλά απλώς να αισθανθούμε ότι ο άλλος είναι με το μέρος μας. Ότι είναι φίλος μας.
Βήμα τέταρτο: Αντέχουμε την αλήθεια… Το μόνο που μπορεί κάπως να μειώσει το ρίσκο που ενέχει η εμπιστοσύνη είναι η διαφάνεια.
 
Αν είμαστε αυθεντικοί «υποχρεώνουμε» και τον άλλον να είναι αυθεντικός ή, διαφορετικά, να μας αφήσει στην ησυχία μας αν δεν μπορεί να το κάνει. Επιπλέον, όντας αληθινοί με τον εαυτό μας, μπορούμε να διακρίνουμε αν κάτι έρχεται πραγματικά από τον άλλον ή αν πρόκειται για κάτι δικό μας. Μπορούμε έτσι να είμαστε περισσότερο δίκαιοι μαζί του χωρίς να τον φορτώνουμε με πράγματα που δεν του ανήκουν, γεγονός που του επιτρέπει να είναι κι εκείνος περισσότερο αληθινός μαζί μας. Το θέμα είναι να έχουμε πίστη στον εαυτό μας και στον άλλον χωρίς όμως να κρυβόμαστε από την αλήθεια και ξέροντας ότι θα πάρουμε ακόμα και άβολες αποφάσεις αν χρειαστεί.
Βήμα πέμπτο: Προετοιμαζόμαστε για την «προδοσία»… Κανένας άνθρωπος δεν είναι 100% διαφανής και αξιόπιστος. Όσες προφυλάξεις και να πάρουμε, από τη στιγμή που στοιχηματίζουμε στην ικανότητά μας να διαβάσουμε το μυαλό του άλλου πάντοτε υπάρχει περίπτωση να βγούμε χαμένοι.
Πρέπει να μάθουμε να αντέχουμε την αβεβαιότητα που περικλείει κάθε σχέση και να αποδεχθούμε το δεδομένο ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ολοκληρωτικά καλός ή κακός. Ακόμα κι εμείς έχουμε τα «σκοτεινά» μας σημεία. Ανά πάσα στιγμή έστω και άθελά μας μπορούμε να απογοητεύσουμε, να πληγώσουμε ή να προδώσουμε κάποιον. Το ζητούμενο δεν είναι να εμπιστευτούμε ότι κανένας δεν θα προδώσει ποτέ κανέναν ούτε να γίνουμε τιμωρητικοί μπροστά στις αναπόφευκτες αστοχίες, αλλά να δεσμευτούμε να φερόμαστε με ευγένεια και διακριτικότητα ο ένας στον άλλον.
Βήμα έκτο: Σηκωνόμαστε και προσπαθούμε ξανά… Τελικά, η μόνη δικλίδα ασφαλείας είναι η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και στην ικανότητά μας να χειριστούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οποιαδήποτε κατάσταση παρουσιαστεί και οτιδήποτε μας φέρει η ζωή. Και πάλι θα πονέσουμε αν πληγωθούμε, αλλά τώρα ξέρουμε ότι θα επιβιώσουμε, ότι δεν θα καταστραφούμε. Ρισκάρουμε να εμπιστευτούμε τους άλλους χωρίς να χρειάζεται να κρεμαστούμε επάνω τους. Τους εμπιστευόμαστε να εμπλουτίσουν τη ζωή μας και όχι να τη σώσουν ή να τη γεμίσουν. Ξέρουμε πλέον πότε πρέπει να νοιαζόμαστε για εμάς και πότε πρέπει να νοιαζόμαστε για τους άλλους. Και ποτέ μα ποτέ δεν προδίδουμε τον εαυτό μας προκειμένου να συνεχίσουμε να εμπιστευόμαστε έναν άνθρωπο που δεν έχει κάνει τίποτα για να αποδείξει ότι το θέλει ή ότι το αξίζει. Είναι το τέλος της αθωότητας κατά κάποιο τρόπο, αλλά η «προδοσία» αφήνει κέρδος: την απελευθερωτική διαπίστωση ότι, ακόμα και αν όλα καταρρεύσουν γύρω μας, υπάρχει κάποιος στον οποίο μπορούμε να βασιστούμε: ο εαυτός μας.
ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ Πολύ συχνά, οι άνθρωποι «αναγκάζονται» να «προδώσουν» εμάς προκειμένου να μην προδώσουν τον εαυτό τους. Προσπαθήστε να καταλάβετε και να αποδεχτείτε ότι δεν είναι προδοσία αν ο άλλος δεν μπορεί να σας αγαπάει πια. Ούτε αν αγάπησε κάποιον άλλο.
 
Καλώς ή κακώς, το να αλλάξει κάποιος γνώμη για εμάς, να μην μπορεί να ανταποδώσει τα συναισθήματά μας και να κάνει επιλογές που εμάς δεν αρέσουν ή δεν μας εμπεριέχουν είναι συνηθισμένο μέρος της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Είναι εκνευριστικό, αλλά συνήθως οι άνθρωποι αποφασίζουν για τον εαυτό τους χωρίς να σκέφτονται καθόλου εμάς.
 
Τις περισσότερες φορές αυτά που κάνουν σχετίζονται με τους ίδιους και τη ζωή τους και δεν έχουν καμία σχέση με εμάς ή με την αξία μας. Να θυμάστε ότι η «προδοσία» είναι μέρος της ζωής και το μόνο που μπορείτε να κάνετε για τον εαυτό σας είναι να εμπιστευτείτε ότι οι αποφάσεις που παίρνετε κάθε στιγμή είναι οι καλύτερες δυνατές για τη δική σας ζωή. Και το ίδιο πρέπει να εμπιστευτείτε ότι η απόφαση του άλλου, όσο κι αν σας πλήγωσε, ήταν η καλύτερη δυνατή για τη δική του ζωή τη συγκεκριμένη στιγμή.
 
Αν είχε κάποιο νόημα για εσάς αυτό το άρθρο, θα χαρώ να το ακούσω στα σχόλια!

Τζον Λοκ: φιλόσοφος και στοχαστής του διαφωτισμού και του φιλελευθερισμού

Ο John Locke (1632 – 1704) ήταν μεγάλος Άγγλος φιλόσοφος και ο κύριος αντιπρόσωπος του αγγλικού κινήματος του εμπειρισμού. Μαζί με τον Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776) και τον Τζωρτζ Μπέρκλεϋ (1684-1753) σχηματίζει το τρίπτυχο των φιλοσόφων του αγγλικού Διαφωτισμού και του επερχόμενου εμπειρισμού.
 
Η πολιτική του φιλοσοφία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την Αμερικανική Επανάσταση, το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, την Γαλλική Επανάσταση καθώς και το πρώτο Σύνταγμα της Γαλλίας, και με αυτόν τον τρόπο τα Συντάγματα των περισσοτέρων φιλελευθέρων κρατών.

Η φιλοσοφία του Λοκ στηρίζεται στη θεωρία της γνώσης που έχει βάση τον εμπειρισμό και τον υλισμό. Στο «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση» (1690) το οποίο επεξεργάστηκε επί 20 χρόνια ο Λοκ υπογραμμίζει: έμφυτες ιδέες και αρχές θεωρητικές ή ηθικές συμπεριλαμβανομένης και της ιδέας του θεού δεν υπάρχουν!
 
Όλες οι ιδέες κατά τον Λοκ προέρχονται από δυο πηγές: την εξωτερική εμπειρία (αίσθηση) και την εσωτερική εμπειρία (σκέψη). Υοστήριζε ότι όλες οι γνώσεις μας στηρίζονται και προέρχονται μόνο από την εμπειρία, μέσω των αισθήσεων και με την εσωτερική παρατήρηση των ιδεών μας. Ότι δε γεννιόμαστε με καμιά (έμφυτη) έννοια ή γνώση και παρά ταύτα, ότι η ύπαρξη του Θεού είναι η πιο εύκολη αλήθεια που μπορεί ν’ ανακαλύψει η διάνοιά μας, ενώ αντιθέτως η γνώση για την ύπαρξη των εξωτερικών πραγμάτων είναι λιγότερο βέβαιη.
 
Το δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση του Τζων Λοκ είναι ένα από τα λίγα κορυφαία πνευματικά έργα για την ανθρώπινη έρευνα, από την  εποχή του Αριστοτέλη μέχρι τον 17ο αιώνα, που αναπτύχθηκε με τη στενότερη συναρμογή ενός μεγάλου πλήθους σχετικών παρατηρήσεων, σκέψεων και  συλλογισμών από ένα μόνο πρόσωπο.
 
Για τον Λοκ ηθικά καλό είναι δημιουργεί ευχαρίστηση και μειώνει τον πόνο διατηρώντας την αρμονία ανάμεσα στα προσωπικά και στα δημόσια συμφέροντα.
 
Αυτή η αρμονία επιτυγχάνεται με τη «σοφή και αφοσιωμένη συνειδητότητα». Για τις απόψεις του υπέρ της ανεξιθρησκείας όπως διατυπώθηκαν σε τέσσερις επιστολές του και στο έργο «Στη Λογική του Χριστιανισμού» ο Λοκ συνάντησε τη μήνη του θρησκευτικού (προτεσταντικού στην προκειμένη περίπτωση) κατεστημένου της εποχής του, ενώ οι κοινωνικο-πολιτικές του αντιλήψεις, όπως διατυπώθηκαν στις «Δυο πραγματείες για την κυβέρνηση» στερέωναν την έννοια της «λαϊκής κυριαρχίας», αφού προέβλεπαν έλεγχο και λογοδοσία της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας περιορίζοντας τις κυβερνητικές δραστηριότητες στη απόδοση δικαιοσύνης και στην άσκηση διεθνών διπλωματικών σχέσεων.
 
Ο Άγγλος φιλόσοφος θεωρούσε ότι οι άνθρωποι σε φυσική κατάσταση δεν ήταν τόσο επιθετικοί, αλλά κυρίως κοινωνικοί, δημιουργικοί, λογικοί και σώφρονες. Ενδιαφέρονταν έτσι να συγκροτήσουν πολιτισμένες κοινωνίες. Γι’ αυτό συνήπταν «κοινωνικό συμβόλαιο» με το κράτος με αμοιβαίους όρους. Αποδέχονταν να περιορίσουν την ελευθερία τους και σε αντάλλαγμα το κράτος έπρεπε να εγγυηθεί για τη διασφάλιση των φυσικών τους δικαιωμάτων: της ζωής, της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας. Εάν το κράτος παραβίαζε το «κοινωνικό συμβόλαιο», οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να το λύσουν και να εξεγερθούν. Έτσι, ο Λοκ νομιμοποιούσε κάθε βίαιη αντίδραση των λαών απέναντι σε «ανεύθυνες κυβερνήσεις»
 
Οι ιδέες του Λοκ επηρέασαν σημαντικά τους Άγγλους ντεϊστές αλλά κυρίως τον Βολταίρο και τους Γάλλους υλιστές του 18ου αιώνα. Παράλληλα έγιναν πρόπλασμα για τον ουτοπικό σοσιαλισμό του 19ου αιώνα και τροφοδότησαν την έκφραση των Μαρξ Ένγκελς στα περί δικαίου της αστικής κοινωνίας κατά της φεουδαρχίας.
 
Ο Τζων Λοκ θεωρείται ως «πατέρας» του σύγχρονου φιλελευθερισμού, που έχει τις ρίζες του στην εποχή του διαφωτισμού απορρίπτοντας τα θεμελιώδη πολιτικά αξιώματα εκείνης της περιόδου, περί (βασιλικής) ηγεμονίας που εκχωρείται εκ Θεού, κληρονομικών δικαιωμάτων και ταυτιζόμενων εκκλησιαστικών και πολιτικών εξουσιών.
 
Αξιοσημείωτη ήταν η προσφορά του Λοκ και στην ανάπτυξη της προοδευτικής παιδαγωγικής. Το έργο του «Μερικές σκέψεις για τη μόρφωση», όπου η πρόταξη των φυσικών τάσεων του παιδιού ως βάθρου για τη στήριξη της πρώτης παιδείας αποτελεί ακόμα «κλασική πραγματεία» της παιδαγωγικής.
 
Θεωρούσε ιδανική την αγωγή που συνδυάζει τον φυσικό τρόπο ζωής, την σωματική αγωγή και την σκληραγωγία. Πίστευε πως για την διαμόρφωση του χαρακτήρα σημασία έχει περισσότερο το γενικότερο περιβάλλον και η καθημερινή τριβή με τα άτομα παρά η συστηματοποιημένη διδασκαλία.
 
Έδινε σημασία στην αγωγή του παιδιού μικρής ηλικίας, το οποίο πρέπει είναι κοντά στον φυσικό τρόπο ζωής και μακριά από την χλιδή. Το πνεύμα του παιδιού, με άλλα λόγια, πρέπει να διατηρείται ζωντανό και ελεύθερο.
 
Ήταν υπέρμαχος των ατομικών μαθημάτων, καθώς πίστευε πως ούτε καν δυο παιδιά δεν μπορείς να τα μεταχειριστείς με τον ίδιο τρόπο. Ο δάσκαλος που θα παραδίδει τα ιδιαίτερα μαθήματα πρέπει να είναι κυρίως κάτοχος ηθικών αρετών παρά συγκεκριμένων γνώσεων.
 
Οι γνώσεις αξίζουν όταν τις κατέχουν άνθρωποι με σωστή συμπεριφορά, άνθρωποι όμως χωρίς ψυχική ευγένεια γίνονται κατά τον Locke «εύκολα ακόμη πιο ανόητοι και κακοί».
 
Έβλεπε την μάθηση ως ένα χαλαρό και παιγνιώδες αντικείμενο. Το παιδί θα πρέπει να αγαπήσει αυτό που μαθαίνει και όχι να εξαναγκαστεί. «Είναι καλύτερα να μάθει το παιδί να διαβάζει ένα χρόνο αργότερα παρά να του δημιουργηθεί αποστροφή προς το διάβασμα».
 
Τέλος θέλει μια μάθηση ανοιχτή στον κόσμο και εκτιμά την χειρωνακτική εργασία για όλους τους ανθρώπους.
 
Αποφθέγματα του Λοκ
  • «Η ψυχή είναι άγραφος πίνακας (tabula rasa). Δέχεται ιδέες και γνώσεις από την εμπειρία
  • «Αν ένας ηγεμόνας χρησιμοποιεί την εξουσία του εναντίον του λαού του, τότε ο λαός έχει το δικαίωμα να τον αντιμετωπίσει με Βία. Ο σωστός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η παράνομη βία της εξουσίας είναι η ίδια η Βία.»
  • «Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να επιβουλεύεται την ζωή, την υγεία, την ελευθερία ή την ιδιοκτησία των άλλων«.
  • «Η νομιμοποίηση του κράτους βασίζεται στη συναίνεση των πολιτών. Όταν παραβιάζει την εμπιστοσύνη των πολιτών χάνει τη νομιμοποίησή της και οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να επαναστατήσουν»

Μήπως δεν υπάρχει ισότητα στη σχέση σας;

Πολλές φορές χωρίς να το συνειδητοποιούμε είτε δίνουμε πολλά χωρίς να παίρνουμε τίποτα είτε να υποβιβάζουμε τις ανάγκες του άλλου μας με αποτέλεσμα η σχέση μας να μην είναι στην πραγματικότητα ισότιμη. Ιδού μερικά σημάδια που φανερώνουν ακριβώς αυτό: την έλλειψη ισορροπίας.
  1. Τα συναισθήματα του ενός ατόμου έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από του άλλου.
  2. Ο ένας σύντροφος δεν είναι αρκετά δυναμικός για να εκφράσει τις ανάγκες του.
  3. Πάντα ο ένας αποφασίζει πότε θα υπάρξει ερωτική επαφή.
  4. Ο ένας είναι κυρίαρχος στη σχέση και ερωτάται για τα πάντα.
  5. Ο ένας είναι αυτός που διαχειρίζεται πάντα τα άσχημα νέα ή τις άσχημες στιγμές, είναι «υπεύθυνος» να παρηγορεί και να κάνει τον άλλον ευτυχισμένο.
  6. Πάντα ο ένας ζητάει στήριξη για να κάνει κάτι που θέλει πολύ, αλλά ποτέ δεν τη δίνει στον άλλον.
  7. Πάντα ο ένας εκφράζει πιο έντονα την αγάπη και τα συναισθήματά του.
  8. Ο ένας από τους δύο ελέγχει το περιεχόμενο των συζητήσεων ειδικά αν πρόκειται για κάτι σοβαρό.

Οι ‘αδελφές ψυχές’ έχουν χειρότερες σχέσεις από αυτούς που τις θεωρούν σαν ένα ‘ταξίδι’

Μία νέα, προκλητική έρευνα εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται και μιλούν για την αγάπη. Κοινωνικοί ψυχολόγοι παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι μιλούν και σκέφτονται αδιάκοπα για την αγάπη μέσα από πολύπλοκους τρόπους, αλλά κάτω από την επιφάνεια της εν λόγω ποικιλομορφίας, βρίσκονται μερικά κοινά θέματα που πλαισιώνουν τον τρόπο που σκέφτονται για τις σχέσεις.
 
Μια δημοφιλής άποψη θεωρεί την αγάπη ως την «τέλεια ένωση» («είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον», «αυτή είναι το άλλο μου μισό» κ.ο.κ.), ενώ μια άλλη άποψη βάζει την αγάπη σε πιο μακροχρόνια διάρκεια υποστηρίζοντας ότι είναι ένα «ταξίδι» («κοίταξε πόσο μακριά έχουμε φτάσει», «έχουμε περάσει όλα αυτά τα πράγματα μαζί» κ.ο.κ.).
 
Αυτοί οι δύο τρόποι σκέψης σχετικά με τις σχέσεις, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή, σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης Σπάικ Λη και Νόρμπερτ Σβαρτζ, έχουν τη δύναμη να αναδείξουν ή να υποβαθμίσουν την επιζήμια επίδραση των συγκρούσεων για την αξιολόγηση της σχέσης. Εδώ όμως είναι η παγίδα. Αν δύο άνθρωποι ήταν πραγματικά φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, τότε γιατί θα πρέπει να έχουν οποιεσδήποτε συγκρούσεις;
 
«Τα ευρήματά μας επιβεβαιώνουν προηγούμενη έρευνα που δείχνει ότι οι άνθρωποι που σκέφτονται έμμεσα τις σχέσεις ως την ‘τέλεια ένωση’ μεταξύ αδελφών ψυχών, έχουν χειρότερες σχέσεις από τους ανθρώπους που εμμέσως σκέφτονται τις σχέσεις ως ένα ‘ταξίδι’ προς την καλλιέργεια και τη συνεργατικότητα μεταξύ των δύο συντρόφων», λέει ο Λη. «Προφανώς, οι διαφορετικοί τρόποι που μιλάμε και σκεφτόμαστε σχετικά με τις ερωτικές σχέσεις, μας οδηγούν σε διαφορετικούς τρόπους αξιολόγησης της».
 
Σε ένα πείραμα, οι ερευνητές έβαλαν ανθρώπους που βρίσκονταν σε μακροχρόνιες σχέσεις να συμπληρώσουν ένα κουίζ γνώσεων που περιελάμβανε εκφράσεις που σχετίζονται είτε με την «τέλεια ένωση» είτε με το «ταξίδι» και στη συνέχεια έπρεπε να ανακαλέσουν είτε τσακωμούς είτε εορταστικές στιγμές με το ρομαντικό τους σύντροφό και, τέλος, να αξιολογήσουν τη σχέση τους.

Όπως είχε προβλεφθεί, η ανάμνηση συγκρούσεων οδηγεί τους ανθρώπους να αισθάνονται λιγότερο ικανοποιημένοι με τη σχέση τους – αλλά μόνο με το πλαίσιο της «τέλειας ένωσης» στο μυαλό, όχι με το πλαίσιο του «ταξιδιού». Η ανάμνηση των εορταστικών στιγμών κάνει τους ανθρώπους ικανοποιημένους με τη σχέση τους, ανεξάρτητα με το πώς την σκέφτονται.
 
Σε δύο πειράματα που ακολούθησαν, οι συγγραφείς της μελέτης επικαλέσθηκαν το πλαίσιο «τέλεια ένωση vs ταξίδι» με ακόμα λεπτότερους, πιο τυχαίους τρόπους. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι κλήθηκαν να προσδιορίσουν ζεύγη γεωμετρικών σχημάτων για να σχηματίσουν έναν πλήρη κύκλο (ενεργοποίηση της «τέλειας ένωσης») ή να σχεδιάσουν μια γραμμή που ξεκινά από το σημείο Α και φτάνει στο σημείο Β, μέσα από ένα λαβύρινθο (ενεργοποιώντας το «ταξίδι»). Τέτοιες μη-γλωσσικές, σχεδόν εικονογραφικές νύξεις ήταν αρκετές για να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι αξιολογούν τις σχέσεις.
 
Και πάλι, οι συγκρούσεις βλάπτουν την ικανοποίηση της σχέσης όταν υπάρχει το πλαίσιο της «τέλειας ένωσης» στο μυαλό, όχι όμως όταν πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει το «ταξίδι» στη σκέψη τους. «Την επόμενη φορά που εσείς και ο σύντροφός σας τσακωθείτε», όπως οι καθηγητές Λη και Σβαρτζ συμβουλεύουν, «σκεφτείτε τους όρκους αγάπης που δώσατε όταν παντρευόσασταν, τα λόγια αγάπης κάτω από τα αστέρια, τις υποσχέσεις αιώνιας αγάπης και αλληλοσυμπαράστασης σε όμορφες στιγμές της ζωής σας».
 
Η ερωτική σχέση είναι ένα ταξίδι. Αν δείτε τη σχέση σας σε αυτό το πλαίσιο, θα μειώσετε το άγχος σας στο παρόν, θα νιώσετε καλύτερα και θα την κάνετε ακόμα ομορφότερη σε όλη την μετέπειτα ζωή σας.

Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε

Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε, είχε πει ο Νίκος Καζαντζάκης. Όμως αυτή δεν είναι μια καθολική αλήθεια. Για πολλούς, η ζωή είναι απλά μια αστραπή και δεν προλαβαίνουν.
Δεν προλαβαίνουν να χαρούν, να ερωτευτούν, να ταξιδέψουν, να διαβάσουν ένα καλό βιβλίο, να πάνε μια βόλτα ανέμελη.

Δεν προλαβαίνουν να δουν την ανατολή ή ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα, ναι αισθανθούν έναν απογευματινό αέρα στο πρόσωπό τους, να μυρίσουν τη θάλασσα ή το χώμα, τη βροχή ή το γρασίδι.

Δεν προλαβαίνουν να αγγίξουν, να αισθανθούν, να αγαπήσουν, να ακούσουν την ανάσα μεταξύ των λέξεων, να δουν πίσω από τις εκφράσεις των άλλων.

Δεν προλαβαίνουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους, τις επιθυμίες τους, τις αιτίες τους, την ευθύνη τους, τις ευλογίες τους.

Γιατί; Γιατί έχουν την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας. Έχουν την λανθασμένη πεποίθηση ότι το αύριο είναι δεδομένο, ότι ο κόσμος μας θα συνεχίσει να είναι έτσι ακριβώς όπως είναι σήμερα και θυσιάζουν διαρκώς το σήμερα στο όνομα του αύριο και το αύριο στο όνομα του μεθαύριο μέχρις ότου να μην υπάρξει πια αύριο.

Και όταν το συνειδητοποιούν ότι έχει απομείνει μόνο το σήμερα, δυστυχούν. Τους φαίνεται λίγο. Και δεν έχουν άδικο. Είναι πολύ λίγο. Και κλαίνε και οδύρονται και ζητούν άλλη μια ευκαιρία. Σε κάποιους αυτή η ευκαιρία δίνεται, στους περισσότερους όχι.

Και κλαίνε οι συγγενείς από πάνω, μιας και ούτε κι αυτοί πρόλαβαν να τον χαρούν, και η ζωή συνεχίζεται. Τα συναισθήματα ξεθωριάζουν, η μνήμη χάνεται και έμεινε μόνο ένας αριθμός στην στατιστική της απογραφής.

Δεν έχουμε γεννηθεί όλοι για να μας γράψει η ιστορία, να κάνουμε μεγάλα έργα, να αλλάξουμε τον κόσμο. Όμως, έχουμε γεννηθεί όλοι για να ζήσουμε. Όχι για τους άλλους, όχι για τα πρέπει, όχι για το μέλλον. Κάθε μέρα είναι σήμερα. Κάθε στιγμή είναι τώρα. Κάθε αλήθεια μοναδική. Και κάνουμε πολύ καλά που βάζουμε στόχους, αλλιώς δεν θα προχωρούσαμε αλλά ξεχνάμε τον μεγαλύτερο στόχο, να ζήσουμε.

Η ζωή είναι μια αστραπή λοιπόν, το αν θα προλάβουμε όμως εξαρτάται από εμάς.