Διονύσιος Σολωμός: 1798–1857
Η μυστική ουσία της ποίησης: το φωτεινό μονοπάτι της γλώσσας
Συνήθως το ποιητικό έργο του Σολωμού αντικρίζεται ως έργο εθνικής εμβέλειας και θαυμάζεται ως τέτοιο. Ο θαυμασμός αυτός ωστόσο πολλάκις εξαντλείται απλώς σε επίθετα ή επιφωνήματα θαυμασμού, που δεν μας λένε και πολλά πράγματα για την πυρηνική αλήθεια αυτής της ποίησης. Εδώ δηλαδή συμβαίνει ό,τι ακριβώς τονίζει ο Wittgenstein για τις αισθητικές κρίσεις στο χώρο της τέχνης: όταν οι εν λόγω κρίσεις, σε μια αισθητική συνομιλία, μένουν απλώς σε επιφωνήματα επιδοκιμασίας ενός έργου τέχνης, –όπως, ω, τι υπέροχο, θαυμάσιο, ωραίο και τα τοιαύτα– απέχουν πόρρω από τη στοιχειώδη αποκρυπτογράφηση μιας ενδότερης επικοινωνίας με το ίδιο το έργο. Επομένως δεν έχουν νόημα για την πραγματική ζωή. Παρόμοια και η Σολωμική ποίηση έχει νόημα για την πραγματική ζωή στο βαθμό που ανταποκρίνεται πολλαπλώς σ’ αυτή. Το ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: γιατί αξίζει να μελετάται η εν λόγω ποίηση; Αξίζει να μελετάται, γιατί ενσαρκώνει την πνευματική-ποιητικο-τραγική περιπέτεια της νεοελληνικής υποκειμενικότητας, ως εκείνης της αυτοσυνείδητης ατομικότητας ενός λαού, ενός έθνους, που βιώνει την ανεστιότητα ως απώλεια της οντολογικής του καταγωγής και εναγωνίως αναζητεί μέσα στην ποίηση και μέσω αυτής, ως ποιητικής γλώσσας πλέον, έναν επαναπατρισμό στην αρχέγονη πατρίδα του Είναι (μας), στην πατρίδα εκείνη δηλαδή που αγγέλλει τον ανοικτό χώρο, το ξέφωτο, του οντολογικού μας προορισμού, του πεπρωμένου μας. Μέσα σε τούτο το άγγελμα εντάσσεται και το υπάρχειν ως έθνος· γι’ αυτό ο ποιητής αποφαίνεται στοχαστικά: εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό.
Πώς γίνεται αισθητή ως δημιουργικό Είναι του Σολωμού η προαναφερθείσα πνευματική-ποιητικο-τραγική πορεία; Γίνεται αισθητή ως ακατάπαυστη κίνηση της ποιητικής ύλης από τον ιστορικό, τον έγχρονο τόπο, στον μυστικό, όπου ενδημεί η «Μητέρα η μεγαλόψυχη στον πόνο και τη δόξα» και όπου στον ίδιο ρυθμό τα παιδιά της ζουν πάντοτε μέσα στο μυστήριο και εδώ μέσα πάλι με λογισμό και μ’ όνειρο. Η κίνηση αυτή της ποιητικής ύλης δεν είναι ουδέτερη από την εξέλιξη του ίδιου του ποιητή ή κάτι ξένο προς αυτή παρά αυτή τούτη η ποιητική του ανέλιξη. Συνοπτικά η εν λόγω ποιητική ανέλιξη χαρακτηρίζεται, ας πούμε, από τις ακόλουθες ποιητικο-στοχαστικές φάσεις του όλου ποιητικού του γίγνεσθαι: την πρώτη φάση, με ποιήματα όπως εκείνα του Ύμνου στην Ελευθερία και της Ωδής στον Λόρδο Βύρωνα. Εδώ δεσπόζει η κοινή ποιητική αντίληψη, όπου ο Σολωμός προσβλέπει στην ιδεοποίηση του υπάρχοντος, εμπλουτισμένη από τα πιο αγνά αισθήματα και ιδέες, αλλά και από λεπτή εικονοπλασία. Εντός των ορίων της ιστορίας επιχειρεί εδώ ο στοχαστικός ποιητής να διασώσει τη μοίρα (ως προορισμό) των Ελλήνων, να την κάνει ποίηση με το νόημα: να της δώσει λόγο και γλώσσα και έτσι να την ανορθώσει σε ποιητή-δημιουργό του Είναι των Ελλήνων. Κατά τη δεύτερη φάση, με κύριες ποιητικές συνθέσεις τον «Λάμπρο» και τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» εκτυλίσσεται μια ρομαντική –δηλαδή κάτω από την επίδραση του ευρωπαϊκού ρομαντισμού– ανάταξη του όλου υλικού προς πιο υπερβατικούς ορίζοντες. Οι ποιητικές του παρορμήσεις και ενορμήσεις μορφοποιούνται σε ένα αισθητικά απαιτητικό λέγειν που μέσα στο ίδιο το ενδοκοσμικό ζην αναζητεί το μυστικό στοιχείο που θεμελιώνει τούτο το ζην.
Η επόμενη φάση, η πιο φιλοσοφική, χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση [=ανάβαση] της ποιητικής συνείδησης στο επίπεδο της πνευματικης-στοχαστικής αυτοσυνείδησης, η οποία σείεται, δονείται οντολογικά, από την καταβύθισή της στην μυστική ουσία της ποίησης. Η καταβύθιση τούτη συντελείται μέσα στα ποιητικά σπλάχνα του Σολωμού ως σύγκρουση του αποκαλυπτόμενου εσωτερικά ξέφωτου με την καθημερινή διονυσιακή σκοτεινότητα· ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τη δισυπόστατη βίωση του ποιητή κατά την ύστερη φάση: την ίδια στιγμή που ο ποιητικός του νους προσέγγιζε την κρυφή πηγή του δημιουργικού ποιείν, η αισθητή του ύπαρξη αιχμαλωτιζόταν μέσα στον αλκοολισμό. Ανάμεσα στα κατ’ εξοχήν ποιητικά δημιουργήματα αυτής της περιόδου-φάσης είναι το Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, ο Κρητικός και ο Πόρφυρας. Εδώ η μυστική ουσία απηχεί τη νέα αίσθηση της ανοικτότητας, που συναρπάζει κυριολεκτικά τον ποιητή. Η ανοικτότητα τούτη είναι το ατεμάχιστο, αδιαίρετο όλο, την αρμονία του οποίου επιχειρεί να γνωρίσει εγγύτερα μέσα (και) από τις εγελιανές του εμβαθύνσεις. Η ποιητική γλώσσα τώρα φέρνει στο φως το ποιητικό Είναι του ανθρώπου· είναι αυτό τούτο το φως του τελευταίου ως ένα ομιλείν, που κρατά «ανοικτά πάντα κι’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου/μας». Λέξεις των πρότερων ποιητικών φάσεων, αλλά και νέες συναρθρώνουν μια μοναδική νοηματικά και αισθητικά πύκνωση της ποιητικής ουσίας· μια τέτοια πύκνωση που κατονομάζει την υπέρβαση του ιστορικού χρόνου για χάρη της αιωνιότητας. Ο ανοικτός λοιπόν τόπος της ποιητικής γλώσσας συλλαμβάνει κατανοητικά το ανθρώπινο Είναι να δοκιμάζεται στις έσχατες υπαρκτικές του αντοχές [=π.χ. οι γυναίκες των πολεμιστών, οι ίδιοι ετούτοι, ενώπιον του πολλαπλού θανάτου] και μέσα από το θάνατό του να πατά, να κατανικά τον θάνατο. Και ο ίδιος αυτός τόπος συνεχίζει να υπόσχεται ένα ελεύθερο υπάρχειν έξω από το αγοραίο του σκοτείνιασμα. Η μελωδία εν τέλει της γλώσσας αντηχεί: το κοσμικό φως δεν είναι φυσικό, αλλά μετα-φυσικό, δηλαδή υλικό συν πνευματικό.
Η μυστική ουσία της ποίησης: το φωτεινό μονοπάτι της γλώσσας
Συνήθως το ποιητικό έργο του Σολωμού αντικρίζεται ως έργο εθνικής εμβέλειας και θαυμάζεται ως τέτοιο. Ο θαυμασμός αυτός ωστόσο πολλάκις εξαντλείται απλώς σε επίθετα ή επιφωνήματα θαυμασμού, που δεν μας λένε και πολλά πράγματα για την πυρηνική αλήθεια αυτής της ποίησης. Εδώ δηλαδή συμβαίνει ό,τι ακριβώς τονίζει ο Wittgenstein για τις αισθητικές κρίσεις στο χώρο της τέχνης: όταν οι εν λόγω κρίσεις, σε μια αισθητική συνομιλία, μένουν απλώς σε επιφωνήματα επιδοκιμασίας ενός έργου τέχνης, –όπως, ω, τι υπέροχο, θαυμάσιο, ωραίο και τα τοιαύτα– απέχουν πόρρω από τη στοιχειώδη αποκρυπτογράφηση μιας ενδότερης επικοινωνίας με το ίδιο το έργο. Επομένως δεν έχουν νόημα για την πραγματική ζωή. Παρόμοια και η Σολωμική ποίηση έχει νόημα για την πραγματική ζωή στο βαθμό που ανταποκρίνεται πολλαπλώς σ’ αυτή. Το ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: γιατί αξίζει να μελετάται η εν λόγω ποίηση; Αξίζει να μελετάται, γιατί ενσαρκώνει την πνευματική-ποιητικο-τραγική περιπέτεια της νεοελληνικής υποκειμενικότητας, ως εκείνης της αυτοσυνείδητης ατομικότητας ενός λαού, ενός έθνους, που βιώνει την ανεστιότητα ως απώλεια της οντολογικής του καταγωγής και εναγωνίως αναζητεί μέσα στην ποίηση και μέσω αυτής, ως ποιητικής γλώσσας πλέον, έναν επαναπατρισμό στην αρχέγονη πατρίδα του Είναι (μας), στην πατρίδα εκείνη δηλαδή που αγγέλλει τον ανοικτό χώρο, το ξέφωτο, του οντολογικού μας προορισμού, του πεπρωμένου μας. Μέσα σε τούτο το άγγελμα εντάσσεται και το υπάρχειν ως έθνος· γι’ αυτό ο ποιητής αποφαίνεται στοχαστικά: εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό.
Πώς γίνεται αισθητή ως δημιουργικό Είναι του Σολωμού η προαναφερθείσα πνευματική-ποιητικο-τραγική πορεία; Γίνεται αισθητή ως ακατάπαυστη κίνηση της ποιητικής ύλης από τον ιστορικό, τον έγχρονο τόπο, στον μυστικό, όπου ενδημεί η «Μητέρα η μεγαλόψυχη στον πόνο και τη δόξα» και όπου στον ίδιο ρυθμό τα παιδιά της ζουν πάντοτε μέσα στο μυστήριο και εδώ μέσα πάλι με λογισμό και μ’ όνειρο. Η κίνηση αυτή της ποιητικής ύλης δεν είναι ουδέτερη από την εξέλιξη του ίδιου του ποιητή ή κάτι ξένο προς αυτή παρά αυτή τούτη η ποιητική του ανέλιξη. Συνοπτικά η εν λόγω ποιητική ανέλιξη χαρακτηρίζεται, ας πούμε, από τις ακόλουθες ποιητικο-στοχαστικές φάσεις του όλου ποιητικού του γίγνεσθαι: την πρώτη φάση, με ποιήματα όπως εκείνα του Ύμνου στην Ελευθερία και της Ωδής στον Λόρδο Βύρωνα. Εδώ δεσπόζει η κοινή ποιητική αντίληψη, όπου ο Σολωμός προσβλέπει στην ιδεοποίηση του υπάρχοντος, εμπλουτισμένη από τα πιο αγνά αισθήματα και ιδέες, αλλά και από λεπτή εικονοπλασία. Εντός των ορίων της ιστορίας επιχειρεί εδώ ο στοχαστικός ποιητής να διασώσει τη μοίρα (ως προορισμό) των Ελλήνων, να την κάνει ποίηση με το νόημα: να της δώσει λόγο και γλώσσα και έτσι να την ανορθώσει σε ποιητή-δημιουργό του Είναι των Ελλήνων. Κατά τη δεύτερη φάση, με κύριες ποιητικές συνθέσεις τον «Λάμπρο» και τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» εκτυλίσσεται μια ρομαντική –δηλαδή κάτω από την επίδραση του ευρωπαϊκού ρομαντισμού– ανάταξη του όλου υλικού προς πιο υπερβατικούς ορίζοντες. Οι ποιητικές του παρορμήσεις και ενορμήσεις μορφοποιούνται σε ένα αισθητικά απαιτητικό λέγειν που μέσα στο ίδιο το ενδοκοσμικό ζην αναζητεί το μυστικό στοιχείο που θεμελιώνει τούτο το ζην.
Η επόμενη φάση, η πιο φιλοσοφική, χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση [=ανάβαση] της ποιητικής συνείδησης στο επίπεδο της πνευματικης-στοχαστικής αυτοσυνείδησης, η οποία σείεται, δονείται οντολογικά, από την καταβύθισή της στην μυστική ουσία της ποίησης. Η καταβύθιση τούτη συντελείται μέσα στα ποιητικά σπλάχνα του Σολωμού ως σύγκρουση του αποκαλυπτόμενου εσωτερικά ξέφωτου με την καθημερινή διονυσιακή σκοτεινότητα· ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τη δισυπόστατη βίωση του ποιητή κατά την ύστερη φάση: την ίδια στιγμή που ο ποιητικός του νους προσέγγιζε την κρυφή πηγή του δημιουργικού ποιείν, η αισθητή του ύπαρξη αιχμαλωτιζόταν μέσα στον αλκοολισμό. Ανάμεσα στα κατ’ εξοχήν ποιητικά δημιουργήματα αυτής της περιόδου-φάσης είναι το Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, ο Κρητικός και ο Πόρφυρας. Εδώ η μυστική ουσία απηχεί τη νέα αίσθηση της ανοικτότητας, που συναρπάζει κυριολεκτικά τον ποιητή. Η ανοικτότητα τούτη είναι το ατεμάχιστο, αδιαίρετο όλο, την αρμονία του οποίου επιχειρεί να γνωρίσει εγγύτερα μέσα (και) από τις εγελιανές του εμβαθύνσεις. Η ποιητική γλώσσα τώρα φέρνει στο φως το ποιητικό Είναι του ανθρώπου· είναι αυτό τούτο το φως του τελευταίου ως ένα ομιλείν, που κρατά «ανοικτά πάντα κι’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου/μας». Λέξεις των πρότερων ποιητικών φάσεων, αλλά και νέες συναρθρώνουν μια μοναδική νοηματικά και αισθητικά πύκνωση της ποιητικής ουσίας· μια τέτοια πύκνωση που κατονομάζει την υπέρβαση του ιστορικού χρόνου για χάρη της αιωνιότητας. Ο ανοικτός λοιπόν τόπος της ποιητικής γλώσσας συλλαμβάνει κατανοητικά το ανθρώπινο Είναι να δοκιμάζεται στις έσχατες υπαρκτικές του αντοχές [=π.χ. οι γυναίκες των πολεμιστών, οι ίδιοι ετούτοι, ενώπιον του πολλαπλού θανάτου] και μέσα από το θάνατό του να πατά, να κατανικά τον θάνατο. Και ο ίδιος αυτός τόπος συνεχίζει να υπόσχεται ένα ελεύθερο υπάρχειν έξω από το αγοραίο του σκοτείνιασμα. Η μελωδία εν τέλει της γλώσσας αντηχεί: το κοσμικό φως δεν είναι φυσικό, αλλά μετα-φυσικό, δηλαδή υλικό συν πνευματικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου