Το 1915, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πραγματοποιήθηκε από τους Συμμάχους η Εκστρατεία της Καλλίπολης (από τον Απρίλιο ως τις αρχές του 1916) με στόχο την κατάληψη των Στενών των Δαρδανελλίων. Η εκστρατεία στην Καλλίπολη ήταν έμπνευση του Γουίνστον Τσώρτσιλ και η συντριπτική αποτυχία της του στοίχισε τη θέση του στην τότε κυβέρνηση. Η επιχείρηση αυτή αποσκοπούσε στο να θέσει εκτός μάχης την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς και να εξασφαλίσει μια θαλάσσια οδό επικοινωνίας με τη Ρωσία. Στις 15 Απριλίου 1915 ως τμήμα μιας συμμαχικής δύναμης Βρετανικών και Γαλλικών στρατευμάτων, τα Αυστραλιανά και τα Νεοζηλανδικά στρατιωτικά σώματα (ANZAC) έκαναν απόβαση σε έναν μικρό κόλπο στο δυτικό άκρο της χερσονήσου, που σήμερα λέγεται επισήμως Anzac Cove...
Στην Τουρκία είναι γνωστή ως Μάχη του Τσανάκκαλε. Η εκστρατεία λοιπόν δεν οδήγησε στο επιθυμητό αποτέλεσμα και έτσι ακολούθησε αποχώρηση των δυνάμεων στο Anzac στις 19 Δεκεμβρίου 1915 και των άλλων μονάδων της εισβολής λίγο αργότερα. Χαρακτηριστικό της εν λόγω εκστρατείας υπήρξε η έλλειψη ικανοτήτων των ανώτερων στρατιωτικών διοικητών, προπάντων των συμμαχικών δυνάμεων. Ωστόσο, η Καλλίπολη ανακαλεί ταυτόχρονα στη μνήμη όλο τον ηρωισμό και την επιδεξιότητα τόσο των Βρετανών στρατιωτών όσο και των ανδρών του Αυστραλιανού και Νεοζηλανδικού Σώματος Στρατού.
Οι οδυνηρές εμπειρίες της ήττας στην Καλλίπολη έγιναν αργότερα πολύτιμο υλικό στην απόβαση στη Νορμανδία. Παρά τις τεράστιες ζημιές που προξένησε στον Τουρκικό στρατό και στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Τουρκίας, η εκστρατεία στη χερσόνησο της Καλλίπολης είχε αναμφίβολα ολέθρια έκβαση για τους Συμμάχους: περίπου μισό εκατομμύριο άνδρες στάλθηκαν στα Δαρδανέλλια, και από αυτούς οι μισοί περίπου συμπεριελήφθησαν στον μακρύ κατάλογο των απωλειών.
Οι τουρκικές απώλειες ήταν λίγο παραπάνω από 250.000 άνδρες. Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας που διεξήχθη -όπως αποδείχθηκε τελικά- επί ματαίω, περίπου 87.000 Τούρκοι, 25.000 Βρετανοί, σχεδόν 10.000 Γάλλοι, 7.300 Αυστραλοί, 2.400 Νεοζηλανδοί και 1.700 Ινδοί έχασαν τη ζωή τους. Όσα συνέβησαν στην Καλλίπολη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας νέας εθνικής συνείδησης όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, όπου η εκστρατεία σφυρηλάτησε την έννοια της εθνικής ταυτότητας και απέκτησε φήμη που άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου.
Έχει γίνει μύθος τόσο στην Αυστραλία όσο και στη Νέα Ζηλανδία, και η Ημέρα του Ανζάκ εορτάζεται ως εθνική επέτειος στις δύο χώρες. Πολλά ενθύμια της εκστρατείας στην Καλλίπολη υπάρχουν στο μουσείο Australian War Memorial στην Καμπέρα και στο Auckland War Memorial Museum στο Ώκλαντ της Νέας Ζηλανδίας.
Το στενό των Δαρδανελίων αλλιώς Ελλήσποντος, έχει παίξει στρατηγικό ρόλο στην ιστορία για μακρό διάστημα. Η αρχαία πόλη της Τροίας ευρισκόταν κοντά στη δυτική είσοδο του στενού και η Ασιατική ακτή του ήταν το πεδίο του Τρωϊκού πολέμου. Ήταν επίσης το σημείο του Ελληνικού μύθου Ηρούς και Λεάνδρου. Ο Περσικός στρατός του Ξέρξη και αργότερα ο Μακεδονικός στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου διέσχισαν τα Δαρδανέλια σε αντίθετες κατευθύνσεις για να εισβάλλουν ο μεν πρώτος στην Ελλάδα το 489 π.Χ. ο δε δεύτερος στην Περσία το 334 π.Χ. αντιστοίχως.
Τα Δαρδανέλια υπήρξαν ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, και από το 14ο αιώνα ελέγχονται σχεδόν συνεχώς από τους Τούρκους. Ο έλεγχος ή ειδικό καθεστώς πρόσβασης στα στενά έγινε ο βασικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828 - 1829, το 1833 η Ρωσία εξανάγκασε τους Τούρκους να υπογράψουν τη Συνθήκη Hunkiar Iskelesi που απαιτούσε τον αποκλεισμό των στενών σε πολεμικά πλοία δυνάμεων εκτός Ευξείνου πόντου όταν ζητούταν από τη Ρωσία.
Αυτή η συνθήκη θα είχε ως αποτέλεσμα την κυριαρχία της Ρωσίας στον Εύξεινο πόντο. Η συνθήκη ανησύχησε τις Δυτικές δυνάμεις, που φοβήθηκαν τις συνέπειες μιας πιθανής Ρωσικής επέκτασης στη Μεσόγειο. Στη Συνθήκη των Στενών του Λονδίνου του Ιουλίου 1841, η Βρετανία, η Γαλλία, η Αυστρία και η Πρωσία εξανάγκασαν τη Ρωσία να συμφωνήσει ότι μόνο Τουρκικά πολεμικά πλοία θα μπορούσαν να διασχίσουν τα Δαρδανέλια σε καιρό ειρήνης. Η Βρετανία και η Γαλλία συνακόλουθα έστειλαν τους στόλους τους δια μέσου των στενών για να επιτεθούν στην Κριμαία κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου το 1853, αν και αυτό έγινε ως συμμαχική πράξη προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αυτή η συνθήκη τυπικά επιβεβαιώθηκε από τη Σύνοδο των Παρισίων το 1856, ακολουθώντας τη Ρωσική ήττα στον Κριμαϊκό πόλεμο, και παρέμεινε θεωρητικά σε ισχύ μέχρι τον 20ο αιώνα. Οι Σύμμαχοι έκαναν μια αποτυχημένη προσπάθεια να καταλάβουν τα Δαρδανέλια κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αποσκοπώντας στην ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Μάχη της Καλλίπολης έβλαψε την καριέρα του Ουίνστον Τσώρτσιλ, του First Lord of the Admiralty που πρόθυμα προήγαγε τη χρήση του Βασιλικού Ναυτικού για το άνοιγμα των στενών.
Τα στενά ναρκοθετήθηκαν για να αποτρέψουν τα συμμαχικά πλοία από το να διεισδύσουν σε αυτά, αν και ένα Βρετανικό υποβρύχιο κατάφερε να αποφύγει τα ναρκοπέδια και να βυθίσει ένα Τουρκικό πολεμικό έξω από τον Κεράτιο στην Κωνσταντινούπολη. Η Μεσογειακή Εκστρατευτική Δύναμη του Σερ Ίαν Χάμιλτον απέτυχε στην προσπάθειά της να καταλάβει τη χερσόνησο της Καλλιπόλεως, και διατάχθηκε η αποχώρησή της τον Ιανουάριο του 1916. Στις 20 Απριλίου 1915 το λιμανάκι του Μούδρου πλημμύρισε από πολεμικά πλοία των συμμαχικών δυνάμεων.
Ο Τ. Α. Μάιλς γράφει: «Κανένα άλλο λιμάνι του κόσμου εκείνες τις μέρες δεν είχε περισσότερα πλοία απ' αυτό το λιμανάκι της Λήμνου». Είχε έλθει η ώρα της μάχης. Οι Αυστραλονεοζηλανδοί ξεκίνησαν από την Ελληνική γη το απόγευμα της 24ης Απριλίου για να επιτεθούν στην Καλλίπολη και να πάρουν τον έλεγχο των Στενών από τους Τούρκους.
Ο Τσόρτσιλ ίδρυσε τη μονάδα SIGINT - Ερμηνεία των Σημάτων, η οποία ήταν γνωστή ως «Δωμάτιο 40» (μέσα στο Βρετανικό ναυαρχείο). Επάνδρωσαν τη μονάδα αυτή με ταλαντούχους κρυπτογράφους και μαθηματικούς και με τη βοήθεια της καλής του τύχης σε λίγο διάβαζαν χωρίς δυσκολίες τα σήματα των Γερμανικών σκαφών. Ο Τσόρτσιλ, παρά την ευφυΐα και την πείρα του, ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις απολύτως παρανοϊκός: ανησυχούσε και στους δύο πολέμους ότι ο εχθρός είχε τοποθετήσει σταδιακά στη Βρετανία μια Πέμπτη Φάλαγγα που θα βοηθούσε τα στρατεύματα εισβολής με αλεξιπτωτιστές στην περίπτωση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η υστερία του ήταν τέτοια που έκλεισε σε στρατόπεδα χιλιάδες ξένους αλλά και τους Βρετανούς φασίστες. Στον Α' Παγκόσμιο το «Δωμάτιο 40» αποκρυπτογράφησε σήμα από τον πομπό έξω από το Νάουεν προς τον ναύαρχο Φον Ούζντομ, επιθεωρητή επάκτιας άμυνας στα Δαρδανέλια, που ανέφερε ότι ο Κάιζερ κάνει ό,τι μπορεί για να στείλει εφόδια και πυρομαχικά προκειμένου να τονωθούν οι Τούρκοι. Όταν ο Τσόρτσιλ είδε το σήμα, κραύγασε συνεπαρμένος: «Αυτό σημαίνει ότι τους τελειώνουν τα πυρομαχικά». Ο Τσόρτσιλ διέταξε τότε τους επιτελείς του να κινητοποιήσουν Βούλγαρους και Ρουμάνους πράκτορες υπολογίζοντας ότι η αποστολή θα γινόταν μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας για να καταστραφεί το υλικό.
Αλλά οι άνθρωποί του στο ναυαρχείο είχαν μια άλλη φαεινή ιδέα: να λαδώσουν Τούρκους πολιτικούς για να βγει η Τουρκία από τον πόλεμο. Και πραγματικά κινητοποίησαν δύο Βρετανούς μόνιμους κατοίκους Κωνσταντινούπολης για να προσεγγίσουν Τούρκους πολιτικούς. Μεσάζων ήταν ο Μέγας Ραβίνος στην Τουρκία και άνθρωπός τους ο τότε υπουργός Εσωτερικών και προσωρινός υπουργός Οικονομικών Ταλαάτ Μπέη. Αυτά στις αρχές του 1915. Το ποσό που παζάρευαν ήταν 4 εκατομμύρια στερλίνες. Τον Φεβρουάριο τους ήρθε η απάντηση ότι μερικοί Τούρκοι πολιτικοί ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν.
Και ενώ οι δύο πράκτορες ήταν καθ' οδόν για διαπραγματεύσεις με τον Ταλαάτ Μπέη, ο Χαλντέιν, άνθρωπος του Τσόρτσιλ, τον ενημέρωνε με αυτοπεποίθηση για την επιτυχία. Αλλά εκείνος, αντί να τους συγχαρεί, έγινε έξω φρενών και έδωσε αμέσως εντολή να διατάξουν τους δύο πράκτορες να εγκαταλείψουν την επιχείρηση. Ένας από τους όρους των Τούρκων ήταν ότι η Κωνσταντινούπολη θα παρέμενε σε Τουρκικά χέρια. Μετά από 24 ώρες οι διαπραγματεύσεις με τον Ταλαάτ Μπέη είχαν διακοπεί και οι δύο Βρετανοί πράκτορες επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεναν από την ημέρα που η Τουρκία είχε μπει στον πόλεμο.
O πόλεμος των χαρακωμάτων προβλημάτιζε ιδιαίτερα τους Βρετανούς, οι οποίοι αναζητούσαν συνεχώς τρόπους να διασπάσουν τις Γερμανικές γραμμές. Αναζητώντας λύσεις στο πρόβλημα, ο πρώτος λόρδος του Βρετανικού Κοινοβουλίου, Ουίνστον Τσόρτσιλ, πρότεινε μια σειρά από σχέδια αξιοποίησης της δεδομένης υπεροχής των Βρετανών στη θάλασσα. Ένα από αυτά, ήταν η επίθεση στα στενά των Δαρδανελίων. Ελάχιστους μήνες μετά την κήρυξη του πολέμου στην Ευρώπη, τον Αύγουστο του 1914, οι αντιμαχόμενες πλευρές είχαν δημιουργήσει μία τεράστια σειρά από χαρακώματα, τα οποία εκτείνονταν από την Ελβετία μέχρι τις ακτές του Βελγίου.
Μετά τη μάχη της Μονς στο Βέλγιο, στις 21 με 23 Αυγούστου, οι προελάσεις και από τις δύο πλευρές ατόνησαν και σύντομα η κατάσταση οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. O πόλεμος των χαρακωμάτων προβλημάτιζε ιδιαίτερα τους Βρετανούς, οι οποίοι αναζητούσαν συνεχώς τρόπους να διασπάσουν τις Γερμανικές γραμμές. Mία λύση ήταν η δεδομένη υπεροπλία τους στη θάλασσα και ο πρώτος λόρδος του Βρετανικού Κοινοβουλίου, Ουίνστον Τσόρτσιλ, πρότεινε μια σειρά από σχέδια αξιοποίησης των Βρετανικών πολεμικών ναυτικών πόρων. Eνα από αυτά, ήταν η επίθεση στα στενά των Δαρδανελίων, τα οποία χώριζαν φυσικά το Αιγαίο Πέλαγος από τη θάλασσα του Μαρμαρά και στο στενότερο σημείο τους, η μία όχθη από την άλλη απείχαν μόλις 2 χιλιόμετρα.
Σκοπός του Τσόρτσιλ ήταν να κατορθώσει να προωθήσει μία στρατιωτική δύναμη στη θάλασσα του Μαρμαρά και να απειλήσει άμεσα την Κωσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμμάχου της αντιπάλου Γερμανίας. H πόλη δέσποζε στα στενά του Βοσπόρου και ο στενός υδάτινος διάδρομος που οδηγούσε στη Μαύρη Θάλασσα ήταν μία οδός μεγάλης στρατηγικής αξίας. Eπιπλέον, η μορφολογία της περιοχής έκανε την πόλη εξαιρετικά ευάλωτη σε ναυτικές επιθέσεις. O Tσόρτσιλ διέταξε το βομβαρδισμό των φρουρίων που βρίσκονταν στα αβαθή των στενών, προτού καν κηρύξει επίσημα τον πόλεμο στους Oθωμανούς, υπενθυμίζοντας έτσι την απειλή που αντιμετώπιζαν στα Δαρδανέλια.
Oι αμυνόμενοι έσπευσαν να ενισχύσουν άμεσα τις οχυρώσεις, ακόμα και με τη δημιουργία εκτεταμένων ναρκοπεδίων σε ξηρά και θάλασσα. Tον Νοέμβριο του 1914, ο Τσόρτσιλ πίεζε πλέον ανοικτά για μία επίθεση στην Καλλίπολη, αλλά το πολεμικό συμβούλιο που ήταν υπεύθυνο για τα θέματα στρατηγικής απέρριψε την πρόταση ως εξαιρετικά ριψοκίνδυνη. Oι εξελίξεις στον Καύκασο λίγο καιρό αργότερα επανέφεραν την πρόταση ενώπιον του συμβουλίου, καθώς οι Οθωμανοί πίεζαν τους Ρώσους, οι οποίοι αιτούνταν βοήθειας. Τελικά, οι Ρωσικές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν τους Οθωμανούς, αλλά η τάση μέσα στο Βρετανικό συμβούλιο ήταν πλέον ανοικτά υπέρ της πρότασης του Τσόρτσιλ.
Mία ενδεχόμενη επίθεση στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου ίσως να ωθούσε τα Βαλκανικά κράτη να επιτεθούν ενάντια σε Αυστρία και Ουγγαρία και να ενθάρρυνε την ανάμειξη της Ιταλίας στο πλευρό των συμμάχων. Tο περιορισμένο εύρος της εκστρατείας αποτελούσε ένα ακόμη πλεονέκτημα, γιατί ο βομβαρδισμός των φρουρίων που βρίσκονταν στα στενά, δεν απαιτούσε τη δέσμευση μεγάλης ναυτικής δύναμης. Για την επίθεση θα χρησιμοποιούνταν παλαιότερα θωρηκτά, που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη δράση του Βρετανικού στόλου στη Βόρεια Θάλασσα, γεγονός που ώθησε το συμβούλιο να εγκρίνει το αίτημα στις 15 Ιανουαρίου 1915.
ΟΙ ANZAC
Το ΑΝΖΑΚ, δηλαδή το Αυστραλιανό και Νεοζηλανδέζικο Εκστρατευτικό Σώμα (Australian and New Zealand Army Corps - ANZAC) συγκροτήθηκε το 1915. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του στρατηγού Γουίλιαμ Μπέρντγουντ (William Birdwood) και αποτελείτο αρχικά από δύο ταξιαρχίες: την 1η Αυστραλιανή ταξιαρχία πεζικού (the Australian 1st Division) και την Ταξιαρχία Αυστραλών και Νεοζηλανδών (New Zealand and Australian Division). Επίσης, στο σώμα μετείχαν μονάδες μηχανικού, τραυματιοφορέων και συλλογής τραυματιών, μεταφορικά μέσα και υπαίθριο μαγειρείο. Στη Λήμνο έφτασε την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου του 1915 μια πρώτη δύναμη από 3.200 άνδρες και ακολούθησαν τον Αύγουστο και άλλοι.
Από τις 25 Απριλίου ως το Νοέμβριο πραγματοποίησαν δεκάδες απόπειρες απόβασης στη χερσόνησο της Καλλίπολης, της Τουρκίας, τις οποίες απέκρουσαν οι Τουρκικές δυνάμεις υπό τον Κεμάλ συνεπικουρούμενες από Γερμανικά και Αυστριακά στρατεύματα. Μεταξύ των στρατιωτών της ΑΝΖΑΚ υπήρξαν εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες, οι οποίοι είναι θαμμένοι σε στρατιωτικά νεκροταφεία, στην χερσόνησο της Καλλίπολης. Οι τραυματίες νοσηλεύονταν στη Λήμνο, σε νοσοκομείο εκστρατείας που είχε στηθεί στο χωριό Σαρπί Λήμνου, καθώς και σε πλοία. Περίπου 4.000 Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες νοσηλεύθηκαν στη Λήμνο με τη συνδρομή 96 Αυστραλίδων νοσοκόμων.
Όμως, πολλοί πέθαναν και θάφτηκαν σε δύο συμμαχικά νεκροταφεία στη Λήμνο στο Πορτιανού και στο Μούδρο. Συνολικά στη Λήμνο είναι θαμμένοι 148 Αυστραλοί και 76 Νεοζηλανδοί στρατιώτες. Μετά την αποτυχία της απόβασης, οι εναπομείναντες στρατιώτες του ΑΝΖΑΚ μετακινήθηκαν στην Αίγυπτο. Οι τελευταίοι Αυστραλοί αποχώρησαν από τη Λήμνο στις αρχές του 1917. Αποφράδα ημέρα η 25η Απριλίου 1915 για την Αυστραλία, αλλά και ημερομηνία - σταθμός για τη σφυρηλάτηση της εθνικής της ενότητας.
Το πρωινό της 25ης Απριλίου του 1915, 15.000 άπειροι Αυστραλοί και Νεοζηλανοί στρατιώτες, κατόπιν διαταγής των Άγγλων αξιωματικών τους, αποβιβάστηκαν στις ακτές της Καλλίπολης στα Δαρδανανέλια, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Στόχος τους να καταλάβουν τα Στενά και να επιτρέψουν στους Ρώσους συμμάχους τους στην «Αντάντ» να περάσουν με τα πλοία τους τον Ελλήσποντο και να ανοιχτούν στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Παρά το γεγονός ότι ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος δεν απειλούσε άμεσα την εδαφική ακεραιότητα της Αυστραλίας, η τότε κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε, ως μέλος της βρετανικής κοινοπολιτείας και λόγω συνταγματικής της υποχρέωσης απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία, να λάβει μέρος στον πόλεμο.
Στην Καλλίπολη θα ήταν η πρώτη φορά που η νεοσύστατη Αυστραλιανή Αυτοκρατορική Δύναμη, όπως ονομάστηκε η στρατιωτική δύναμη των Αυστραλών που στάλθηκε στην Ευρώπη, θα έπαιρνε μέρος σε πολεμική αναμέτρηση. Όλα ξεκίνησαν ένα πρωινό του Νοεμβρίου του 1914, όταν από το λιμάνι Όλμπανι της Δυτικής Αυστραλίας έφυγαν η 1η Μεραρχία Πεζικού και η 1η, η 2η και η 3η Ελαφρά Ταξιαρχία Ιππικού. Αρχικά ήταν προγραμματισμένο να ταξιδέψουν στη Βρετανία, όπου και θα εκπαιδεύονταν. Η έλλειψη υποδομής, όμως, είχε ως αποτέλεσμα να μεταφερθούν σε εκπαιδευτικά στρατόπεδα των συμμαχικών δυνάμεων στην Αίγυπτο. Παρέμειναν εκεί για περίπου τρεις μήνες.
Εν τω μεταξύ, έφταναν στην Αίγυπτο και άλλοι Αυστραλοί στρατιώτες. Στις αρχές Μαρτίου του 1915 δόθηκε η ειδοποίηση από την κεντρική διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων για την εκστρατεία κατάληψης των Στενών των Δαρδανελίων και η στρατιωτική δύναμη των Αυστραλών και Νεοζηλανδών θα χρησιμοποιούνταν γι' αυτή την επιχείρηση. Στην Ελλάδα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ελπίζοντας ότι η κατάληψη των Δαρδανελίων θα είχε ως αποτέλεσμα τη διεκδίκηση της Κωνσταντινούπολης έδωσε την άδεια στη Μεγάλη Βρετανία να χρησιμοποιήσει τη Λήμνο ως ναυτική βάση.
Έτσι, στις 4 Μαρτίου 1915 οι πρώτοι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες από τις ANZAC (Australian and New Zealand Army Corps) πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους σε Ελληνική γη. Το λιμάνι του Μούδρου με τα απάνεμα νερά του, τους υποδέχτηκε. Η στεριά, όμως, δεν ήταν και τόσο φιλική γι' αυτούς. Η ξερή γη, έντονο χαρακτηριστικό της Λημνιακής φύσης, οι γυμνοί λόφοι και η έλλειψη νερού δεν υπόσχονταν την καλύτερη διαμονή. Παρόλα αυτά, για πολλούς το ηφαιστειογενές τοπίο της Λήμνου ήταν ασυγκρίτως καλύτερο από την έρημο και τη ζέστη της Αιγύπτου.
Οι πρώτες εντυπώσεις του στρατιώτη Τ. Α. Μάιλς για τους Έλληνες: «Οι κάτοικοι του νησιού ζουν σε πρωτόγονες συνθήκες. Έχουν μικρά σπίτια και αρκετοί από τους άνδρες φορούν προβιές αρνιών και περπατούν ξυπόλυτοι ή φορούν σκληρά παπούτσια». Οι ξένοι στρατιώτες άρχισαν σιγά-σιγά να ξεθαρρεύουν και να συναναστρέφονται τους ντόπιους. Ο σηματωρός Ν.Κ. Χάρβεϊ γράφει στα απομνημονεύματά του: «Δεν είχαμε αρκετά ξύλα, σε αντίθεση με το αλκοόλ που ήταν μπόλικο, κάθε μαγαζί στη Λήμνο μέχρι το τέλος του Μαρτίου πουλούσε μπύρα και κονιάκ. Υπήρχε έλλειψη καύσιμων ξύλων.
Οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν μικρά κομμάτια κάρβουνου για να μαγειρέψουν. Μετά ήρθε το Πάσχα τους και με μεγάλη περιέργεια παρακολουθούσαμε τον τρόπο με τον οποίο το γιόρταζαν. Οι καμπάνες των εκκλησιών τους χτυπούσαν συχνά και για δύο περίπου μέρες δεν σταματούσαν καθόλου. Την ημέρα του Πάσχα ήρθαν στο στρατόπεδο οι Έλληνες και μας πρόσφεραν κόκκινα αυγά και άλλα δώρα». Στις 20 Απριλίου 1915 το λιμανάκι του Μούδρου πλημμύρισε από πολεμικά πλοία των συμμαχικών δυνάμεων. Ο Τ. Α. Μάιλς γράφει: «Κανένα άλλο λιμάνι του κόσμου εκείνες τις μέρες δεν είχε περισσότερα πλοία απ' αυτό το λιμανάκι της Λήμνου».
Είχε έλθει η ώρα της μάχης. Οι Αυστραλονεοζηλανδοί ξεκίνησαν από την Ελληνική γη το απόγευμα της 24ης Απριλίου για να επιτεθούν στην Καλλίπολη και να πάρουν τον έλεγχο των Στενών από τους Τούρκους. Οι επιχειρήσεις, που κράτησαν έως τον Ιανουαρίου του 1916, στέφθηκαν από παταγώδη αποτυχία. Κάπου 2.000 Αυστραλοί βρήκαν τραγικό θάνατο εκείνο το πρωινό της 25ης Απριλίου 1915, αφού οι Τούρκοι, που ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο των «Κεντρικών Δυνάμεων», τους περίμεναν κρυμμένοι στις ακτές της Καλλίπολης και τους αποδεκάτισαν. Τους επόμενους μήνες άλλοι 11.000 Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες άφηναν την τελευταία τους πνοή στα μέρη εκείνα.
«Χρειάστηκαν 10 χρόνια για να παρθεί η Αρχαία Τροία που βρισκόταν στα ίδια Στενά. Τώρα καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να κατακτήσουμε τα Στενά αυτά» παραδέχτηκε ο στρατηγός της συμμαχικής δύναμης, σερ Ιαν Χάμιλτον, μετά την πρώτη μάχη στα Δαρδανέλια. Η σφαγή στάθηκε αφορμή για να δημιουργηθεί κλίμα εθνικής ομοψυχίας στην Αυστραλία και να πάρει σάρκα και οστά το όνειρο της δημιουργίας του Αυστραλιανού έθνους. Το 1901 οι Βρετανικές αποικίες της Αυστραλίας είχαν ενωθεί και είχαν δημιουργήσει το ομόσπονδο Αυστραλιανό κράτος, που όμως δεν είχε ακόμα συνοχή, κάτι που του έδωσε η θυσία της Καλλίπολης.
Στην απόβαση της Καλλίπολης πήραν μέρος και 12 Ελληνοαυστραλοί: ο δεκανέας Τζακ Μαρκ, ο υποδεκανέας Τζον Ζαβιτσάνος και οι στρατιώτες Πέρσυ Κουκουσάκης, Κώστας Αρώνης, Γιώργος Κρίτον, Ρόμπερτ Κρόκος, Άθα Χάλκας, Λεωνίδας Μανούσου, Γιώργος Πάπας, Πίτερ Ράντος, Ρόι Ραλφ και Αναστάσιος Ρεμπέα. Ο μόνος άτυχος υπήρξε ο 24χρονος μάγειρας Πίτερ Ράντος, που έπεσε στο πεδίο της μάχης. Στη Λήμνο, όπου αποτέλεσε πέρασμα για την απόβαση της Καλλίπολης και πολλοί Αυστραλοί βρήκαν καταφύγιο μετά την καταστροφή, υπάρχουν δύο στρατιωτικά νεκροταφεία και ένα μνημείο για να θυμίζουν το πέρασμα των Αυστραλονεοζηλανδών από την Ελληνική γη.
Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΑΠΟ ΑΥΣΤΡΑΛΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΟΖΗΛΑΝΔΟΥΣ ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ
Βρετανικά και Γαλλικά πλοία επιτέθηκαν στα φρούρια των Δαρδανελίων, στις 19 Φεβρουαρίου 1915, και μέσα σε δύο εβδομάδες οι εξωτερικές οχυρώσεις είχαν πάψει να υφίστανται. Oι σύμμαχοι έστρεψαν την προσοχή τους στα θαλάσσια ναρκοπέδια, τα οποία προστατεύονταν από κινητές πυροβολαρχίες που διέθεταν και οβιδοβόλα. H ισχυρή άμυνα προκάλεσε σημαντική καθυστέρηση στις κινήσεις των συμμαχικών πλοίων, τα οποία επιχείρησαν μια πλημμελώς σχεδιασμένη επίθεση στις 18 Μαρτίου, η οποία είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Τρία από τα πλοία του στόλου προσέκρουσαν σε νάρκες και βυθίστηκαν χωρίς οι σύμμαχοι να αποκομίσουν κάποια οφέλη, αφού τα ναρκοπέδια εξακολούθησαν να αποτελούν ένα ανυπέρβλητο φράγμα.
Tο ηθικό των Οθωμανών είχε πλέον ενισχυθεί σημαντικά, αλλά όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια της εκστρατείας, αυτό δεν ήταν το μόνο αρνητικό γεγονός για τους συμμάχους. Την περίοδο που το πολεμικό συμβούλιο ενέκρινε την επίθεση διά θαλάσσης, σχεδίαζε και την υποστήριξη αυτής με χερσαίες δυνάμεις. O στρατηγός σερ Iαν Χάμιλτον ορίστηκε επικεφαλής της Μεσογειακής Εκστρατευτικής Δύναμης (MEΔ), η οποία θα αποβιβαζόταν στα στενά, και με την άφιξή του στην περιοχή, στις 17 Μαρτίου, προέβη άμεσα σε επικρίσεις για την ορθότητα της στρατηγικής προσέγγισης από πλευράς ναυτικού.
Tα γεγονότα της 18ης Μαΐου δικαίωσαν την κρίση του και τον ώθησαν να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο χερσαίο μέρος της επιχείρησης, σχεδιάζοντας μία απόβαση την οποία, ωστόσο, ανέμενε ότι οι Οθωμανοί θα ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν. O αντικειμενικός στόχος των συμμάχων ήταν η κατάληψη του οροπεδίου του Κιλίντ Mπαρ, ενός σημείου από το οποίο οι συμμαχικές δυνάμεις θα μπορούσαν να καταστρέψουν τις εχθρικές πυροβολαρχίες που βρίσκονταν στις δύο πλευρές των στενών. Aν η επίθεση ήταν επιτυχής, η προώθηση του στόλου θα μπορούσε να συνεχιστεί. Ως σημείο συγκέντρωσης και εκπαίδευσης των δυνάμεων ορίστηκε η Αίγυπτος.
Περίπου 70.000 άνδρες από τη Γαλλία, τη Βρετανία και τη Βρετανική Κοινοπολιτεία συνέθεταν τη MEΔ, μεταξύ αυτών αρκετοί Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί υπό τις εντολές του υποστράτηγου Ουίλιαμ Μπέρντγουντ. Oι τελευταίοι είχαν μεταβεί στην Αίγυπτο από τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, με σκοπό τη μεταφορά τους στο Δυτικό έτωπο, αλλά οι εξελίξεις στα Δαρδανέλια άλλαξαν τα δεδομένα.
TO ΣXEΔIO THΣ EΠIΘEΣHΣ
O στρατηγός Χάμιλτον είχε στη διάθεσή του έναν μήνα για να οριστικοποιήσει τα σχέδια της απόβασης στην αφιλόξενη ακτογραμμή της χερσονήσου της Καλλίπολης. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύτηκε αρκετός αυτοσχεδιασμός και ελάχιστη πρακτική εξάσκηση, καθώς ο χρόνος προετοιμασίας ήταν ανεπαρκής. H δύναμη του Χάμιλτον είχε μπροστά της δύσκολο δρόμο, καθώς κλήθηκε να φέρει εις πέρας μια "εμβόλιμη" εκστρατεία, για την οποία δεν διέθετε τα απαραίτητα εφόδια και ειδικά πυρομαχικά. Στις τάξεις της MEΔ υπήρχε αδικαιολόγητη αισιοδοξία και υποτίμηση των ικανοτήτων των Οθωμανών και κανείς δεν πίστευε ότι θα ήταν σε θέση να αντεπιτεθούν.
H επιχείρηση εστίαζε καθαρά στο νότιο τμήμα της χερσονήσου, στο ακρωτήρι του Ελές και στο Σεντ ελ Mπαρ σε πέντε διαφορετικά σημεία, όπου θα αποβιβαζόταν η 29η μεραρχία. Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί θα αποβιβάζονταν σχεδόν 25 χιλιόμετρα βορειότερα, πάνω από το Γκαμπά Tεπέ, καταλαμβάνοντας το νότιο τμήμα της κορυφογραμμής του Σαρί Mπαΐρ, προτού προωθηθούν κατά μήκος της χερσονήσου προς το Μαϊντός. H κατάληψη του Μαϊντός θα τους επέτρεπε να απειλήσουν το οροπέδιο του Κιλίντ Mπαρ στο πίσω μέρος του. H Γαλλική μεραρχία θα αποβιβαζόταν προσωρινά στο Κουμ Καλέ, στην Ασιατική πλευρά των στενών, για να μην επιτρέψει στο Οθωμανικό πυροβολικό να βομβαρδίσει τις συμμαχικές δυνάμεις στο Ελές.
Δίκην αντιπερισπασμού, η Βασιλική Ναυτική Μεραρχία θα διενεργούσε μία παραπλανητική επίθεση στο Μπουλαΐρ, στο στενότερο σημείο της χερσονήσου. Ως αρχική ημερομηνία της επίθεσης ορίστηκε η 23η Απριλίου 1915, αλλά οι καιρικές συνθήκες ανέβαλαν την επιχείρηση για δύο ημέρες. Oι πρώτοι που θα αποβιβάζονταν, ήταν οι άνδρες της Αυστραλιανής 3ης Μεραρχίας, οι οποίοι θα πατούσαν στις ακτές πριν από την αυγή και θα προωθούνταν στην κορυφογραμμή του Γκουν. Στη συνέχεια, η Αυστραλιανή 2η Μεραρχία θα καταλάμβανε την κορυφογραμμή του Σαρί Μπαΐρ μέχρι το λόφο 971. H Αυστραλιανή 1η Mεραρχία θα ακολουθούσε στις 09:00 το πρωί.
Μόλις η δύναμη κάλυψης διασφάλιζε την περιοχή, θα ακολουθούσε η κύρια δύναμη των Νεοζηλανδών και των Αυστραλών, για να ξεκινήσει την προώθηση κατά μήκος της χερσονήσου. Oι στρατιώτες θα μεταφέρονταν στη ζώνη απόβασης από τη Λήμνο, με τη χρήση πολεμικών ή μεταγωγικών πλοίων, και εν συνεχεία θα μετεπιβιβάζονταν σε λέμβους, οι οποίες θα τους εναπόθεταν στις ακτές. Tο εύρος της απόβασης θα κάλυπτε 2.700 μέτρα της ακτογραμμής, με το αριστερό της άκρο να ξεκινά από το Αρί Μπουρνού.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΤΣΟΡΤΣΙΛ
Υπουργός Ναυτικών τότε, με τετρασέλιδη επιστολή του στις 27 Δεκεμβρίου 1914 υποβάλλει στον πρωθυπουργό μια ιδέα με δύο σκέλη. Το πρώτο αφορούσε απόβαση μερικών Αγγλικών μεραρχιών στα δυτικά της Δανίας και ταχεία προέλασή τους προς το Βερολίνο, γεγονός που θα ανάγκαζε τον Κάιζερ να αποσύρει στρατό από το δυτικό μέτωπο για να υπερασπιστεί την πρωτεύουσά του - αν προλάβαινε, καθώς απέχει μόλις 160 χλμ. από την περιοχή της Βρετανικής απόβασης. Ο Βρετανικός στόλος κυριαρχούσε στη Βόρεια Θάλασσα και οι δυνάμεις της απόβασης δεν θα κινδύνευαν.
Μάλιστα θα έδιναν τη δυνατότητα στον στόλο της Ρωσίας, η οποία είχε συνταχθεί με τους Αγγλογάλλους, να κινηθεί και να υποστηρίξει ταυτόχρονη Ρωσική απόβαση στην Ανατολική Γερμανία. Ο Τσόρτσιλ άφηνε να φανεί ότι υποστηρίζει αυτό το σχέδιο. Το δεύτερο σχέδιο ήταν πιο περίπλοκο αλλά με πολύ μεγαλύτερες προοπτικές. Προέβλεπε απόβαση στη χερσόνησο της Καλλίπολης «χερσαίων δυνάμεων» που θα υποστήριζε η ισχυρή μοίρα του Αγγλικού Ναυτικού στη Μεσόγειο, η οποία θα περνούσε από τα Στενά.
Θα βομβάρδιζε τις Τουρκικές οχυρώσεις και θα κατέστρεφε τη μοναδική γέφυρα του Γαλατά που ενώνει την Ευρωπαϊκή με την Ασιατική ακτή της Κωνσταντινούπολης -ακόμη πρωτεύουσας της Τουρκίας- απομονώνοντας έτσι τις Τουρκικές δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή ακτή που θα αναγκάζονταν να παραδοθούν. Ο Τσόρτσιλ ήταν βέβαιος ότι σε δύο εβδομάδες θα ήταν δυνατόν να κριθεί η εκστρατεία και αυτό «ίσως δώσει τέρμα» στον πόλεμο, αφού θα υποχρέωνε τη Βουλγαρία να μείνει ουδέτερη και θα επέτρεπε την Ελλάδα να σταθεί στο πλευρό των Άγγλων.
Το 1959, μιλώντας στην Οξφόρδη, ο Τσόρτσιλ υποστήριξε ότι αν η εκστρατεία της Καλλίπολης ήταν νικηφόρα ίσως δεν θα κατέρρεε το Τσαρικό καθεστώς γιατί δεν θα υπήρχαν οι συνθήκες που επέτρεψαν στον Λένιν να οδηγήσει την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917.
ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ
Το σχέδιο για απόβαση δυτικά της Δανίας απορρίφθηκε από τον αρχιστράτηγο λόρδο Κίτσενερ. Δεν είχε διαθέσιμες χερσαίες δυνάμεις στην Ευρώπη. Δέχτηκε όμως, αλλά με πολλές επιφυλάξεις, το σχέδιο για την Καλλίπολη γιατί «μπορούσε να εξασφαλίσει ένα αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα». Η Αγγλία είχε αρχίσει να οργανώνει στην Αίγυπτο στρατό από Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Ινδούς - οι οποίοι ελάχιστα όμως γνώριζαν από πολεμική τέχνη.
Αυτοί ήταν το κύριο σώμα της Συμμαχικής Εκστρατευτικής Δύναμης το οποίο ξεκίνησε στα μέσα Φεβρουαρίου 1915 για την Καλλίπολη συνοδεία Αγγλικών θωρηκτών, καταδρομικών, αντιτορπιλικών, τεσσάρων Γαλλικών πολεμικών και με επικεφαλής τη ναυαρχίδα του Αγγλικού στόλου «Queen Elizabeth», το ισχυρότερο πολεμικό σκάφος της εποχής του που μόλις έμπαινε σε δράση. Στις 09:15 το πρωί της 18ης έφθασαν ανοικτά στα Στενά και τότε ανακάλυψαν πρώτον ότι δεν υπήρχε σχέδιο επίθεσης, δεύτερον ότι δεν είχαν καθοριστεί οι αρμοδιότητες των αρχηγών των δύο Όπλων και τρίτον ότι οι χάρτες που θα χρησιμοποιούσαν ήταν του 1885.
Ο επικεφαλής του Στόλου αντιναύαρχος Σάκβιλ Κάρτεν, ωστόσο, αποφάσισε να αρχίσει ο βομβαρδισμός για να διαπιστώσει πολύ γρήγορα ότι οι Τούρκοι, μολονότι αιφνιδιάστηκαν, απάντησαν με πυρά πυροβόλων που κρατούσαν μακριά τα περισσότερα Αγγλικά σκάφη. Οι Σύμμαχοι δεν γνώριζαν ότι στα Στενά είχαν τοποθετηθεί Γερμανικά πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς και ότι τα χειρίζονταν Γερμανοί, οι οποίοι με επικεφαλής τον στρατηγό Λίμαν φον Σάντερς είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή από τον Δεκέμβριο του 1913 και είχαν δημιουργήσει «έναν αξιόμαχο στρατό, συνολικά περί τις 60.000, που δεν είχε καμία σχέση με τα Οθωμανικά μπουλούκια».
Αυτό όμως δεν εμπόδισε να αρχίσει η απόβαση. Τότε διαπιστώθηκαν δύο ακόμη τραγικές παραλείψεις. Δεν υπήρχαν αρκετά αποβατικά σκάφη, με αποτέλεσμα η απόβαση χιλίων ανδρών να κρατά μία ολόκληρη ημέρα. Δεύτερον, η Θάλασσα ήταν ναρκοθετημένη και οι Σύμμαχοι δεν το γνώριζαν. Δύο Γαλλικά αντιτορπιλικά και ένα Βρετανικό που κάλυπταν την απόβαση βυθίστηκαν σχεδόν αύτανδρα.
ΠΡΟΧΕΙΡΟΤΗΤΑ - ΑΓΝΟΙΑ - ΑΦΕΛΕΙΑ
Οι απίθανες αυτές ατέλειες που μαρτυρούν την προχειρότητα, την άγνοια και την αφέλεια των σχεδιαστών με την οποία οργανώθηκε η εκστρατεία της Καλλίπολης δεν ήταν οι μόνες. Πολύ γρήγορα οι μονάδες που αποβιβάστηκαν διαπίστωσαν ότι τα βράχια στις παραλίες δεν άφηναν χώρο να αναπτυχθεί η δύναμη ούτε λόχου ενώ τα μουλάρια και τα γαϊδούρια που μετέφεραν τον βαρύ οπλισμό προχωρούσαν εφ' ενός ζυγού, αργά και με το ένα στα έξι να κατρακυλά σε γκρεμό.
Το κύριο τμήμα της συμμαχικής δύναμης είχε αποφασιστεί να συγκεντρωθεί στη Λήμνο, αλλά όταν τα μεταγωγικά από την Αλεξάνδρεια και το Σαουθάμπτον έφθασαν εκεί διαπιστώθηκε ότι ο οπλισμός δεν βρισκόταν στο σκάφος εκείνων που θα τον χρησιμοποιούσαν και ότι «είχαν μείνει στην Αγγλία οι βάρκες και τα άλλα ελαφρά μέσα για να αποβιβαστούν οι στρατιώτες (στη Λήμνο) όπου θα τους επιθεωρούσε ο στρατηγός σερ Γιαν Χάμιλτον», τον οποίο διόρισε ο Κίτσενερ την τελευταία στιγμή ως αρχηγό της εκστρατείας. Έτσι, το εκστρατευτικό σώμα επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια όπου έγινε ο σωστός καταμερισμός και η φόρτωση του υλικού.
Η συμμαχική δύναμη των Βρετανών, Αυστραλών, Γάλλων και Νεοζηλανδών έφθασε στα Στενά και άρχισε να αποβιβάζεται στις 25 Απριλίου 1915. Όμως η κακοδαιμονία και οι συνέπειες της άγνοιας της Δύναμης των Τούρκων τους κυνηγούσαν. Ένα ολόκληρο Γαλλικό σύνταγμα αποβιβάστηκε στην αντίθετη ακτή και σχεδόν αποδεκατίστηκε. Τρεις ώρες μετά την απόβαση της πρώτης μονάδας διαπιστώθηκε ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει η επικοινωνία τους. Έλειπαν μπαταρίες και άλλο υλικό. Μια βροχή που κράτησε σχεδόν πάνω από μισή ημέρα διέλυσε κυριολεκτικά τα (πρωτόγονο) τηλεφωνικό και τηλεγραφικό σύστημα που τις συνέδεε.
ΣΦAΛMATA KATA THN AΠOBAΣH
H επιτυχία της Βρετανικής επίθεσης εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την τήρηση του χρονοδιαγράμματος που είχε τεθεί, αλλά και από τον προσεκτικό σχεδιασμό της. Ακόμα και αν όλα εξελίσσονταν ευνοϊκά με την απόβαση, η δύναμη θα έπρεπε να αγωνιστεί, για να εξασφαλίσει τους στόχους της μέσα στο δεδομένο χρονικό πλαίσιο. Στον αντίποδα, οι Οθωμανοί είχαν δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στη συγκέντρωση πυρομαχικών και προμηθειών. O Γερμανός στρατηγός, Οτο Λίμαν φον Σάντερς, ήταν επικεφαλής της 5ης Στρατιάς, η οποία φρουρούσε τα Δαρδανέλια, και είχε στη διάθεσή του έξι αξιόμαχες μεραρχίες.
H εφαρμογή του συμμαχικού σχεδίου παρουσίασε προβλήματα ευθύς εξαρχής, πριν καν ακόμα ξεκινήσουν οι αποβάσεις, στις 25 Απριλίου. H Αυστραλιανή αιχμή κατευθύνθηκε λανθασμένα 2 χιλιόμετρα βορειότερα από το προκαθορισμένο σημείο απόβασης, πλησιέστερα στο Αρί Μπουρνού, το σημείο που έμεινε στην ιστορία ως "το πλάτωμα των ANZAC" (αρχικά του Αυστραλιανού και Νεοζηλανδέζικου Σώματος Στρατού). Tο μέτωπο ήταν μικρότερο του αναμενόμενου και μπροστά από τους άνδρες του ANZAC απλωνόταν μια αρκετά δύσβατη περιοχή.
H απόβαση έγινε υπό πλήρη σύγχυση, καθώς οι Αυστραλοί διέσχιζαν ρεματιές και δύσβατα μονοπάτια, με τις μονάδες να χωρίζονται ή να αναμειγνύονται μεταξύ τους υπό συνεχή πυρά από τους Οθωμανούς. Mόνο μερικές ομάδες έφτασαν από τύχη στον αντικειμενικό στόχο, που ήταν η κορυφογραμμή του Γκουν. Αυτές οι καθυστερήσεις είχαν ως αποτέλεσμα η απόβαση των τελευταίων Αυστραλιανών μονάδων να ολοκληρωθεί με τέσσερις ώρες καθυστέρηση. Oι Νεοζηλανδοί, που ακολουθούσαν, πάτησαν στην ακτή μόλις στις 17:00, αντικρίζοντας μία ανθρώπινη θάλασσα από τραυματίες και νεκρούς να απλώνεται σε ολόκληρο το πλάτωμα.
H OΘΩMANIKH AΠANTHΣH
Oι Οθωμανοί που υπερασπίζονταν την περιοχή, βρίσκονταν σε καλά οχυρωμένες θέσεις, ενώ είχαν και τη συνδρομή ενισχύσεων με τη μορφή της Οθωμανικής 19ης Μεραρχίας του Μουσταφά Κεμάλ Mπέη, που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως Κεμάλ Ατατούρκ. Mία αντεπίθεση του Κεμάλ απώθησε τους Αυστραλούς πίσω στο πλάτωμα και σύντομα οι Οθωμανοί στράφηκαν ενάντια στο αριστερό πλευρό των συμμαχικών θέσεων, όπου Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί είχαν δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο. Μετά από σφοδρές μάχες που διήρκεσαν μέχρι το σούρουπο, οι Οθωμανοί κατείχαν ακόμα τα υψώματα.
Σχεδόν το 20% από τους περίπου 3.000 Νεοζηλανδούς που αποβιβάσθηκαν, ήταν νεκροί ή τραυματίες από την πρώτη κιόλας ημέρα. Oι ANZAC δεν είχαν καν πλησιάσει στους αρχικούς στόχους τους, ενώ αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο να απωθηθούν πίσω στη θάλασσα. Tα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα στο Ελές, το σημείο της κύριας απόβασης. H 29η Μεραρχία υπέστη βαριές απώλειες για να εξασφαλίσει ένα υποτυπώδες προγεφύρωμα. Στο σημείο V, οι επιβαίνοντες στο αποβατικό "SS River Clyde", προσπάθησαν να βγουν στην ακτή. Oι άνδρες που εξέρχονταν από το πλοίο, αποτελούσαν εύκολους στόχους για τους Οθωμανούς αμυνόμενους και μόνο δέκα από τους διακόσιους συνολικά στρατιώτες κατάφεραν να επιζήσουν.
Μαζί με τους τραυματίες, οι συνολικές απώλειες για τους συμμάχους έφταναν το 70% της δύναμης. Στην άλλη πλευρά της χερσονήσου, οι Γάλλοι αποβιβάσθηκαν στο Κουμ Καλέ, σύμφωνα με το σχέδιο, αλλά οι εξελίξεις τους ανάγκασαν να αποσυρθούν προς το Ελές. H απόβαση στο Μπουλαΐρ εκτυλίχθηκε βάσει σχεδίου, αλλά δεν είχε σοβαρό αντίκτυπο για τους Οθωμανούς. Oι ANZAC και οι υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις είχαν λίγες επιλογές μετά την απόβαση. Oι ιθύνοντες σκέφτηκαν ακόμα και το ενδεχόμενο της εκκένωσης από τη χερσόνησο, υπό το φόβο μεγαλύτερων απωλειών.
Ωστόσο, ο στρατηγός Χάμιλτον γνώριζε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, καθώς δεν υπήρχαν τα απαραίτητα μέσα για να συντελεστεί μια τέτοια επιχείρηση. H οχύρωση επί των κεκτημένων ήταν η μοναδική λύση. Oι ANZAC έπραξαν ακριβώς αυτό, αν και ο χώρος που είχε καταληφθεί, ήταν ασφυκτικά περιορισμένος. Παρόλα αυτά, η θέση τους έγινε κάπως πιο ασφαλής, ενώ τα κενά στη γραμμή συμπληρώθηκαν από τις δυνάμεις που εξακολουθούσαν να αποβιβάζονται στις ακτές. Σύντομα άρχισε η αναδιοργάνωση Αυστραλών και Νεοζηλανδών, με τη δημιουργία δύο τομέων στο βόρειο και το νότιο τμήμα της περιοχής.
Δύο ταξιαρχίες των ANZAC μετέβησαν στο Ελές, για να ακολουθήσουν πέντε πυροβολαρχίες, οι οποίες δεν στάθηκε δυνατό να αποβιβασθούν στο Αρί Μπουρνού. Στους μήνες που ακολούθησαν, έγιναν μια σειρά από μάχες, με απώλειες και για τις δύο πλευρές, και χρειάστηκε η συνδρομή ενισχύσεων εκατέρωθεν. Δύο ημέρες μετά την απόβαση, οι Οθωμανοί είχαν επιχειρήσει ανεπιτυχώς να απωθήσουν τους ANZAC πίσω στη θάλασσα, ενώ Βρετανοί και Γάλλοι είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν το ηπειρωτικό χωριό Κριθία, στις 6 Μαΐου, με την ίδια κατάληξη. Hταν ένα παράτολμο σχέδιο, μία κατά μέτωπο επίθεση υπό το φως της ημέρας.
Oι Νεοζηλανδοί επιχείρησαν μία δεύτερη επίθεση δύο μέρες αργότερα, χωρίς ωστόσο να έχουν κάλυψη από πυρά πυροβολικού. Tο τάγμα του Ουέλινγκτον πάλεψε να κερδίσει μερικές εκατοντάδες μέτρα γης, προτού αναγκαστεί να σταματήσει. Περισσότεροι Νεοζηλανδοί θυσιάστηκαν λίγες ώρες αργότερα στη συνέχιση της επίθεσης, που επέτρεψε στους Βρετανούς να προωθηθούν 500 μέτρα στο εσωτερικό της χερσονήσου. Oι απώλειες ήταν 6.500 άνδρες, 800 από αυτούς Νεοζηλανδοί. Oι αρνητικές εξελίξεις στο Ελές έστρεψαν την προσοχή στο Aρί Mπουρνού. Mε την άφιξη τεσσάρων ταγμάτων της Βασιλικής Ναυτικής Μεραρχίας, οι ANZAC επιχείρησαν να επιτεθούν στο Μπαμπί στις αρχές Μαΐου.
Tο σχέδιο ήταν εξαιρετικά φιλόδοξο, πλημμελώς προετοιμασμένο και παντελώς ασυντόνιστο. Ενδεικτικό της προχειρότητας ήταν το γεγονός ότι το τάγμα Οτάγκο καθυστέρησε να λάβει την προκαθορισμένη θέση για την επίθεση, με αποτέλεσμα να απέχει αυτής. Oι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, μετρώντας 1.000 νεκρούς και τραυματίες. H οργάνωση βελτιώθηκε, αλλά οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν μία μαζική αντεπίθεση, στις 19 Μαΐου, με δύναμη 40.000 ανδρών, έχοντας ως στόχο να αιφνιδιάσουν τους εισβολείς και να καταλάβουν τις θέσεις τους. Στους τομείς των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών, οι επιθέσεις αναχαιτίστηκαν και οι Οθωμανοί απώλεσαν περίπου 10.000 άνδρες.
Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη καταστροφή για τους Οθωμανούς σε ολόκληρη τη διάρκεια της εκστρατείας. Στο Βρετανικό στρατόπεδο, οι τακτικές του Χάμιλτον ετίθεντο υπό διαρκή αμφισβήτηση και εγειρόταν θέμα συνέχισης της εκστρατείας. Tο πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε, τελικά, να συνεχιστεί και στο διάστημα μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου του 1915 οι Βρετανοί επιχείρησαν εκ νέου να διασπάσουν την Οθωμανική άμυνα στο Ελές. O βαρύς βομβαρδισμός απέφερε ελάχιστα κέρδη και μεγάλες απώλειες στη διάρκεια των εφόδων. Oι Οθωμανοί, έχοντας υποστεί και οι ίδιοι σοβαρές απώλειες, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν πίσω από τα υψώματα σε νέες θέσεις και να περιμένουν τις επόμενες συγκρούσεις.
Η ΠΑΡ' ΟΛΙΓΟΝ ΝΙΚΗ
Όταν άρχισε η επίθεση, με τη λόγχη σε κάποια Τουρκικά οχυρά, οι Τούρκοι είτε υποχωρούσαν είτε εξοντώνονταν. Στο στρατηγείο του Χάμιλτον ήταν έτοιμοι να τηλεγραφήσουν στο Λονδίνο ότι «σε δύο εβδομάδες ίσως είμαστε στην Κωνσταντινούπολη». (Το τηλεγράφημα με υπογραφή Τζιν ντο Ροκ δεν στάλθηκε ποτέ). Σε μια κρίσιμη στιγμή για τους Τούρκους βρέθηκε εκεί ένας νεαρός αντισυνταγματάρχης, ονόματι Μουσταφά Κεμάλ. Αγνοώντας τον στρατηγό που διοικούσε τις Τουρκικές μονάδες ανακάλεσε τη διαταγή του για υποχώρηση, μετέφερε στην πρώτη γραμμή το σύνταγμα που διοικούσε και ένα Αραβικό τάγμα και διέταξε επίθεση.
Σκοτώθηκαν πολλοί, αλλά άλλαξε η κατάσταση. Ήταν η συμμαχική δύναμη που τελικά υποχώρησε και με βαριές απώλειες σε άνδρες, μουλάρια και υλικό. 'Οταν ο αντισυνταγματάρχης Κεμάλ επέστρεψε στη βάση του ήταν «ο ήρωας του Τουρκικού έθνους», ο «άγνωστος ως τότε Τούρκος αξιωματικός που άλλαξε την πορεία της εκστρατείας της Καλλίπολης», κατά την πρώτη Βρετανική αποτίμηση της εκστρατείας, το 1920. Η συμμαχική επίθεση ανακόπηκε την τρίτη ημέρα, οι άνδρες της καθηλώθηκαν σε θέσεις από κάθε πλευρά ευάλωτες και διατάχθηκαν να σκάψουν χαρακώματα. Πάνω στα βράχια και με τους Τούρκους σε υψώματα να τους σημαδεύουν μόλις ξεμυτούσαν.
Ένα πρώιμο καλοκαίρι με σμήνος κουνούπια και έλλειψη πάγου, με τα τρόφιμα να μισοσαπίζουν, γεγονός που κόστιζε εκατοντάδες θύματα από δυσεντερία -δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες ανίκανους να πολεμήσουν- προστέθηκε στα «απρόβλεπτα». Το Λονδίνο αισθάνθηκε τον αντίκτυπο. Καθώς οι ημέρες περνούσαν και στην Αγγλία κατέφθαναν δεκάδες φέρετρα και εκατοντάδες τραυματίες, κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι ζητούσαν εξηγήσεις και αναζητούσαν υπευθύνους. Ο Ασκουιθ έδωσε διέξοδο - ανασχημάτισε την κυβέρνησή του παίρνοντας στελέχη της αντιπολίτευσης και διώχνοντας τον Τσόρτσιλ. Και εγκρίνοντας να σταλούν ακόμη μερικές δεκάδες χιλιάδες άνδρες στην Καλλίπολη.
ΜΙΑ ΑΤΥΧΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η συμμαχική δύναμη άρχισε να αποβιβάζεται στις αρχές Αυγούστου και μάλιστα δίχως να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους. Αυτό δεν βοήθησε. Όταν επιτέθηκαν στις Τουρκικές θέσεις συνάντησαν σοβαρή αντίσταση και την τρίτη ημέρα διέκοψαν αφού είχαν πάνω από 2.400 νεκρούς και τραυματίες. (Ήταν μια ατυχής απόφαση. Όταν μετά τον πόλεμο άνοιξαν τα Τουρκικά αρχεία διαπιστώθηκε ότι οι Τουρκικές δυνάμεις είχαν εξαντλήσει τα πολεμοφόδιά τους και θα υποχωρούσαν σε λίγα 24ωρα). Όταν έφθασε στο Λονδίνο η είδηση της «αποτυχίας στην κάλυψη του στόχου», στο πολεμικό συμβούλιο ακούστηκε για πρώτη φορά «να τελειώνουμε» με την Καλλίπολη.
Λίγες ημέρες αργότερα το συμβούλιο πήρε μια απόφαση, πολιτική αυτή, αλλά σε αυτό το πνεύμα. Στο τέλος Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση με πρόθεση να προσχωρήσει στη Γερμανο-Αυστριακή συμμαχία και να επιτεθεί στη Σερβία. Η κατάσταση στο Βαλκανικό μέτωπο άλλαζε. Το Λονδίνο αποφάσισε να μετακινήσει δύο μεραρχίες από την Καλλίπολη στη Θεσσαλονίκη και αντικατέστησε τον αρχηγό του εκστρατευτικού σώματος σερ Γιαν Χαμιλτον με τον αντιστράτηγο σερ Τσαρλς Μονρό, ο οποίος πήρε εντολή από τον πρωθυπουργό να εξετάσει την κατάσταση «υπό νέο πρίσμα», δηλαδή αν έπρεπε να εγκαταλειφθεί η Καλλίπολη.
Ο Μονρό δεν φάνηκε να συμφωνεί αλλά ο καιρός δεν τον υποστήριξε. Μετά το πρώιμο καλοκαίρι ήρθε, από τα μέσα Νοεμβρίου, ένας πρώιμος χειμώνας που βρήκε τον στρατό με θερινές στολές. Είναι τραγικά αστείο αλλά στις αστοχίες και στις παραλείψεις προστέθηκε ακόμη μία. Τα πλοία που μετέφεραν τις χειμερινές στολές από την Αγγλία κατευθύνθηκε στην Αλεξάνδρεια, ξεφόρτωσαν εκεί το υλικό πιστεύοντας ότι προοριζόταν για τις εκεί δυνάμεις και μόνο ύστερα από δύο εβδομάδες, όταν διαπιστώθηκε το λάθος, το πλοίο με τις χειμερινές στολές απέπλευσε για τα Δαρδανέλια. Ήταν μάλλον αργά. Το Λονδίνο στις αρχές Δεκεμβρίου, παρά τις αντιρρήσεις της Γαλλίας, είχε δώσει διαταγή για αποχώρηση.
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΠΟΛΗ
Ζώντας υπό διαρκή κίνδυνο και δριμύ ψύχος το χειμώνα, ήταν μία σκληρή δοκιμασία για χιλάδες νεαρούς άνδρες που βρέθηκαν τόσο μακριά από την πατρίδα τους. Το νερό ήταν δυσεύρετο και οι στρατιώτες αναγκάζονταν να αρπάζουν τα παγούρια των νεκρών συντρόφων τους ή να σκάβουν για να βρουν κάποια πηγή. Τα πλοία που μετέφεραν το νερό, το εναπόθεταν συνήθως σε δεξαμενές που είχαν τοποθετηθεί στις ακτές. Στα τέλη Νοεμβρίου 1915, οι καταιγίδες πλημμύρισαν την περιοχή και οι χείμαρροι που σχηματίστηκαν παρέσυραν τα πάντα, εφόδια και ανθρώπους. Οι Νεοζηλανδοί τρέφονταν, όποτε αυτό ήταν εφικτό, με κονσερβοποιημένο κρέας, μαρμελάδα, τσάι και μπισκότα, τα οποία ήταν σκληρά σαν πέτρες.
Λαχανικά και φρέσκο φαγητό δεν υπήρχαν σε αφθονία και συνήθως μεταφέρονταν με τις ενισχύσεις. Σκουπίδια ήταν πεταμένα παντού και οι περιοχές μεταξύ των γραμμών των Βρετανών και Οθωμανών είχαν γεμίσει απορρίμματα. Εκεί ήταν και ο χώρος εναπόθεσης των πεσόντων, μέχρις ότου βρεθεί κάποιος χώρος για κανονική ταφή. Μετά την επίθεση των Οθωμανών, στις 19 Μαϊου, ο τόπος γέμισε από νεκρούς και τραυματίες και οι αντιμαχόμενοι σύναψαν προσωρινή ανακωχή για την ταφή των πεσόντων. Οι στρατιώτες πάθαιναν συχνά δυσεντερία, μετά από εβδομάδες ανεπαρκούς σίτισης. Ο ψυχολογικός αντίκτυπος ήταν τρομακτικός.
Κανείς δεν μπορούσε να καλυφθεί από τα πυρά του πυροβολικού, ενώ οι ελεύθεροι σκοπευτές αποτελούσαν μόνιμο κίνδυνο. Όλοι οι στρατιώτες ζούσαν με το φόβο του θανάτου σε κάθε τους βήμα. Τα λόγια ενός Νεοζηλανδού στρατιώτη είναι χαρακτηριστικά για την κατάσταση που επικρατούσε: "Περπατούσες στο σκοτάδι και άκουγες παντού κραυγές. Μπορεί να ήταν κάποιος σύντροφός σου ή ένας εχθρός. Φοβόσουν τα πάντα και μερικές φορές ήσουν τόσο φοβισμένος που δεν μπορούσες να συνειδητοποιήσεις ότι φοβάσαι..."
O MATΩMENOΣ AYΓOYΣTOΣ
H επίθεση των Νεοζηλανδών στο Τσουνούκ Μπαΐρ, τον Αύγουστο του 1915, ήταν ένα κομβικό σημείο για την εκστρατεία στην Καλλίπολη. Στον ορεινό όγκο του Σαρί Μπαΐρ έγιναν αιματηρές μάχες για την κατοχή της μίας εκ των τριών κορυφών. H επιτυχία των Νεοζηλανδών είχε μικρή διάρκεια και μεγάλο κόστος σε ζωές, όπως και οι επιθέσεις που εξαπολύθηκαν τον Αύγουστο. Καθώς συνεχίζονταν οι ανούσιες επιθέσεις στο Ελές, ο στρατηγός Χάμιλτον κατέστρωνε μία επίθεση στο Αρί Μπουρνού. Στόχος του ήταν να καταλάβει τις θέσεις στο Σαρί Μπαΐρ και να απωθήσει τους Οθωμανούς από τις πλαγιές, αλλά χρειαζόταν χρόνος και ταχύτητα για να μην επιτραπεί στους Οθωμανούς να ανακάμψουν.
Δύο φάλαγγες αριστερά και δεξιά των πλαγιών θα προωθούνταν στις 6 με 7 Αυγούστου, με σκοπό την κατάληψη του Τσουνούκ Μπαΐρ, του λόφου Q και του λόφου 971, του Κογιά Τσεμέν Τεπέ. Oι Αυστραλοί θα επιχειρούσαν αντιπερισπασμό, με σκοπό να αποσπάσουν την προσοχή των Οθωμανών. Oι Νεοζηλανδοί θα επιτίθεντο από το Τσουνούκ Μπαΐρ ενάντια σε μια βαριά οχυρωμένη θέση στο Nεκ, ολοκληρώνοντας την κατάληψη της κορυφογραμμής. Στον όρμο της Σούβλας, στα βόρεια του Αρί Μπουρνού, θα αποβιβαζόταν μια ομάδα στρατιωτών για να δώσει μεγαλύτερο εύρος στην επίθεση. H επίθεση ξεκίνησε στις 6 Αυγούστου με κινήσεις αντιπερισπασμού στο Ελές και το Αρί Μπουρνού.
Στο Ελές οι απώλειες ήταν αρκετές, αλλά στο Αρί Mπουρνού οι Βρετανοί κατάφεραν να νικήσουν μετά από τέσσερις ημέρες συνεχούς μάχης. Oι Οθωμανοί, που υποχώρησαν από την περιοχή, μετακινήθηκαν προς το Σαρί Μπαΐρ. Tο βράδυ της 6ης Αυγούστου, δύο δυνάμεις κάλυψης επιχείρησαν να καταλάβουν τους πρόποδες των λόφων, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να κινηθούν με μεγαλύτερη ευκολία οι φάλαγγες της κύριας δύναμης. H επιχείρηση ήταν επιτυχής στην αρχή, αλλά το κύριο μέρος της συνάντησε προβλήματα. H αριστερή φάλαγγα χάθηκε μέσα στο σκοτάδι, ενώ η δεξιά δεν συγκεντρώθηκε ποτέ στο σημείο έναρξης.
Oι δυνάμεις που την αποτελούσαν, έπρεπε να συναντηθούν στην κορυφογραμμή του Ροδόδεντρου, 500 μέτρα από την κορυφή, προτού κινηθούν προς το Τσουνούκ Μπαΐρ. Στις 7 Αυγούστου, μία από τις εμπλεκόμενες ταξιαρχίες περίμενε το υπόλοιπο της δύναμης να αφιχθεί, αλλά τελικά αναγκάστηκε να επιτεθεί μόνη της το μεσημέρι. Tο τάγμα του 'Ωκλαντ έφτασε σε 200 μέτρα απόσταση από την κορυφή, αλλά υπέστη σοβαρές απώλειες. Tο τάγμα Ουέλινγκτον διατάχθηκε να ακολουθήσει. O διοικητής του, αντισυνταγματάρχης Ουίλιαμ Μαλόουν, αρνήθηκε να θυσιάσει τους άνδρες του και επέμεινε ότι η επίθεση θα έπρεπε να διενεργηθεί τη νύχτα.
Πριν από το πρώτο φως της αυγής, το τάγμα Ουέλινγκτον εκτέλεσε μια κούρσα θανάτου προς την κορυφή. Παραδόξως, οι Οθωμανοί την είχαν εγκαταλείψει. Κάποιοι άνδρες από το τάγμα Ώκλαντ, καθώς και μερικοί Βρετανοί έφτασαν και αυτοί στην κορυφή, για να δεχθούν καταιγιστικά πυρά από τους Οθωμανούς, που είχαν λάβει θέσεις σε διάφορα σημεία για να μπορούν να βάλλουν ανεμπόδιστοι προς το Τσουνούκ Μπαΐρ. Oι ενισχύσεις των Νεοζηλανδών έφτασαν αργά το βράδυ, για να ανακουφίσουν τους επιζώντες, και κατόρθωσαν να κρατήσουν την κορυφή για δύο ημέρες υπό τα συνεχή πυρά και την αφόρητη ζέστη.
Στις 10 Αυγούστου, μια μαζική Οθωμανική επίθεση έκρινε την έκβαση της μάχης και τα Βρετανικά τάγματα αναγκάστηκαν να απαρνηθούν τα κεκτημένα και να αποσυρθούν. Δύο εβδομάδες αργότερα, οι Νεοζηλανδοί επιχείρησαν να καταλάβουν το λόφο 60, καταφέρνοντας να θέσουν υπό έλεγχο κάποια χαρακώματα, αλλά τελικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Oι καθυστερήσεις αυτές αποτέλεσαν τροχοπέδη για το σύνολο του σχεδίου και ακόμα και οι κορυφές που κατελήφθησαν, δεν παρέμειναν υπό συμμαχική κατοχή, λόγω έλλειψης ενισχύσεων. Aν οι Βρετανοί μπορούσαν να κρατήσουν τις θέσεις αυτές, θα είχαν τη δυνατότητα να προωθηθούν προς το εσωτερικό των στενών.
H αποτυχία στο Σαρί Μπαΐρ απέβη καθοριστική για τη συνέχεια της εκστρατείας. Στον όρμο της Σούβλας, οι συμμαχικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να καταλάβουν τα υψώματα, καθώς οι Οθωμανοί είχαν τη συνδρομή των ενισχύσεων που διέθεταν, προκειμένου να αναχαιτίσουν την επίθεση εν τη γενέσει της. Από το ημερολόγιο του αντισυνταγματάρχη Ουίλιαμ Μαλόουν, διοικητή του Τάγματος Ουέλινγκτον, που έπεσε στη μάχη του Τσουνούκ Μπαϊρ, στις 8 Αυγούστου 1915.
"Κυριακή 25 Απριλίου 1915, ένα όμορφο και γαλήνιο πρωινό. Αφήσαμε το λιμάνι της Μύρινας στη Λήμνο, στις 06:10, με κατεύθυνση το Γκαμπά Τεπέ, στη χερσόνησο της Καλλίπολης, ακολουθώντας μεταγωγά πλοία που είχαν αναχωρήσει πριν από εμάς. Tα τεράστια κανόνια του Queen Elizabeth ακούγονταν 10 χιλιόμετρα μακριά να βομβαρδίζουν τα φρούρια στο Ελές και το Σεντ ελ Μπαρ, καλύπτοντας την απόβαση της 29ης Μεραρχίας. Eίχαμε πλησιάσει αρκετά και μπορούσαμε να δούμε την επίθεση. Tα μεταγωγικά έφταναν κοντά στην ακτή και οι στρατιώτες επιβιβάζονταν σε λέμβους και φορτηγίδες για να βγουν στην ακτή. Oι οβίδες έπεφταν κατά μήκος των Οθωμανικών θέσεων, οι οποίες έδειχναν καλά οχυρωμένες.
Δεν πλησιάσαμε αρκετά κοντά, αλλά με τα κιάλια παρατήρησα ότι μια σφοδρή μάχη εκτυλισσόταν εκείνη την ώρα. H Γαλλική μεραρχία διενεργούσε επίθεση στα παράλια της Μικράς Ασίας, για να κρατά τις Οθωμανικές δυνάμεις απασχολημένες. Κινηθήκαμε βορειότερα, πλησιάζοντας το Γκαμπά Τεπέ, 14 χιλιόμετρα απόσταση από το ακρωτήρι του Ελές, και διαπίστωσα ότι οι Αυστραλοί αποβιβάζονταν δύο χιλιόμετρα μακρύτερα από το αναμενόμενο. Oι Αυστραλοί είχαν καταλάβει τα υψώματα γύρω από τον όρμο, αλλά αντί να οχυρωθούν εκεί, επέλεξαν να προχωρήσουν 5 - 6 χιλιόμετρα στο εσωτερικό της χερσονήσου, με αποτέλεσμα οι Οθωμανοί να τους αποδεκατίσουν...
Στις 16:30 βγήκα μαζί με τους άνδρες μου στην ακτή. Oι Οθωμανοί μας υποδέχθηκαν με καταιγισμό πυρών, αλλά ελάχιστοι από εμάς χτυπήθηκαν. H παραλία ήταν ασφυκτικά γεμάτη με ανθρώπους, μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα και κιβώτια με προμήθειες και πυρομαχικά. Oι περισσότεροι άνδρες είχαν μουσκέψει με θαλασσινό νερό. O καθένας κουβαλούσε 200 σφαίρες και φαγητό για τρεις μέρες. Όλα στη θεωρία ήταν σωστά, αλλά στην πράξη υπήρχαν σοβαρά προβλήματα. Υπήρχε μεγάλη έλλειψη οργάνωσης και στην παραλία επικρατούσε χάος. Την επομένη λάβαμε διαταγές να ανεβούμε στο οροπέδιο και να συναντήσουμε το στρατηγό Ουώκερ.
Tο σκαρφάλωμα ήταν απαίσιο. Tον βρήκα και αναφέρθηκα, αλλά εκείνος δεν γνώριζε πώς να αξιοποιήσει τη μονάδα μου και επέλεξε να μας διατηρήσει ως εφεδρεία. Σε όλο αυτό το διάστημα, κατέφθαναν συνεχώς πλοία που ξεφορτώνουν άνδρες και όπλα. Ατελείωτες μάχες. Tα θραύσματα πέφτουν γύρω μας κοντά στην παραλία, οι λέμβοι και οι φορτηγίδες πηγαινοέρχονται μεταξύ πλοίων και ακτής, ένα ασταμάτητο καραβάνι. Tο βράδυ της Κυριακής υπήρχαν κάποιες σκέψεις για εκκένωση. Προσωπικά δεν βλέπω το λόγο γιατί να γίνει κάτι τέτοιο.
Τρίτη, 27 Απριλίου. Mας διέταξαν να μεταβούμε σε μία θέση όπου είχαν τοποθετηθεί δύο οβιδοβόλα και από εκεί να συνεχίσουμε σε μία περιοχή βόρεια του αρχηγείου της μεραρχίας. Mας είπαν να ξεχωρίσουμε τροφή για δύο ημέρες και να πορευτούμε βόρεια, κατά μήκος της παραλίας, εκεί όπου υπήρχε μια κορυφή της οροσειράς που δέσποζε πάνω από την παραλία. Ξεκινήσαμε σαν υπνωτισμένοι. Φτάσαμε στους πρόποδες της κορυφής και συναντήσαμε τον στρατηγό Ουώκερ, μαζί με έναν συρφετό από ενισχύσεις που κατέβαιναν από την πλαγιά. Ανεύθυνοι άνθρωποι αυτοί οι Αυστραλοί στρατιώτες. Εφεδρείες στην κορυφή! Διέταξε ο Ουώκερ.
Έστειλα έναν λόχο χωρίς σακίδια, αφού πρώτα ρώτησα για το σκοπό αυτής της διαταγής. Tι θα έκαναν εκεί πάνω; Πού ακριβώς θα πήγαιναν; Mου είπε ότι μόλις έφταναν στην κορυφή, θα λάβαιναν θέσεις στα δεξιά. Από την κορυφή ακούστηκαν φωνές που ζητούσαν ενισχύσεις. Ένας ακόμη λόχος διατάχθηκε να ανέβει στην κορυφή. Δύο λόχοι από τους καλύτερους άνδρες μου, 450 άνδρες, στέλνονταν στη σφαγή, στο χάος, στο μακελειό. Οδήγησα τους υπόλοιπους άνδρες μου στο μέσον της πλαγιάς και ένας Αυστραλός ταξίαρχος με διέταξε να παραμείνουμε εκεί ως εφεδρεία. Δεν προλάβαμε να σταματήσουμε και ακούστηκαν ξανά φωνές που ζητούσαν ενισχύσεις.
Ανέβηκα μόνος μου επάνω, για να σταματήσουν οι φωνές και να τονίσω ότι οι ενισχύσεις δεν θα έπρεπε να ζητούνται με τόσο ανεύθυνο τρόπο. Συνέχισα για να παρατηρήσω την περιοχή. Μετά από αρκετή αναρρίχηση βρισκόταν μια κορυφογραμμή. Συνάντησα ένα είδος φρουρίου, μέσα στο οποίο βρίσκονταν περίπου 40 Αυστραλοί στρατιώτες, 2 πολυβόλα και ένας παχουλός ταγματάρχης. Tον ρώτησα γιατί έστελνε διαρκώς ανθρώπους να αιτούνται για ενισχύσεις φωνάζοντας. Mου απάντησε ότι απλώς μετέφερε το αίτημα από προχωρημένες θέσεις. Tον ρώτησα γιατί δεν πήγαινε ο ίδιος και οι άνδρες του. Mου απάντησε ότι είχε λάβει διαταγές να διατηρήσει τη θέση του.
Συνέχισα περνώντας μια ομάδα από πληγωμένους Αυστραλούς, ξαπλωμένους κατά μήκος του μονοπατιού. Τελικά, συνάντησα το συνταγματάρχη Μπράουντ, που ήταν ο επικεφαλής αυτού του τσίρκου. Zήτησα εξηγήσεις για την κατάσταση. Γιατί έπρεπε οι Νεοζηλανδοί να έλθουν ως εφεδρείες των Αυστραλών και δεν ζητούσε δικούς του άνδρες; Δεν ήξερε να μου απαντήσει. Στην ουσία δεν είχε ιδέα τι γινόταν. Δεν είχε επιλέξει αμυντική θέση, δεν είχε σχέδιο, μόνο τη δολοφονική αίσθηση ότι έπρεπε συνεχώς να στέλνει στρατιώτες από την κορυφογραμμή προς την πυκνή βλάστηση που απλωνόταν μπροστά.
Oι θέσεις των Οθωμανών δεν ήταν ευδιάκριτες, καθώς ήταν ξαπλωμένοι στο έδαφος και πυροβολούσαν κάθε σπιθαμή του δρόμου που οδηγούσε πέρα από την 8 κορυφογραμμή. Oι ταγματάρχες Γιανγκ και Κάνινγκχαμ συνειδητοποίησαν τι γινόταν και διέταξαν όποιον μπορούσαν, να μείνει καλυμμένος στη θέση του. O Μπράουντ, φανερά εκνευρισμένος πλησίασε και διέταξε τους επικεφαλής των διμοιριών να συνεχίσουν την προώθηση μέσα στην πυκνή βλάστηση. Στις διαμαρτυρίες τους απάντησε ξερά ότι είναι ο ανώτερος αξιωματικός και ότι έπρεπε να υπακούσουν. Αποσβολωμένοι ακολούθησαν τους άνδρες τους στη σφαγή.
Έπεισα το συνταγματάρχη να προωθηθεί κατά μήκος της κορυφογραμμής μαζί με τους άνδρες του. Στη συνέχεια, επέστρεψα στο αρχηγείο για να δώσω αναφορά και έλαβα διαταγές να ανεβάσω και τους υπόλοιπους άνδρες μου στο φρούριο. Μόλις ανεβήκαμε, συνέχισα μόνος μου στο μονοπάτι, για να διαπιστώσω την κατάσταση. Συναντήθηκα με αρκετούς Αυστραλούς που έτρεχαν προς την αντίθετη κατεύθυνση φωνάζοντας: εφ' όπλου λόγχη. Oι Οθωμανοί πλησιάζουν. Επέστρεψα βιαστικά στο φρούριο, στήνοντας δύο πολυβόλα στην μπροστινή κορυφογραμμή και συνθέτοντας μία γραμμή με τους καλύτερους σκοπευτές του λόχου, διατηρώντας τους υπόλοιπους άνδρες μου σε εγρήγορση για την επικείμενη επίθεση.
Πίστευα πραγματικά ότι επρόκειτο για μία μαζική επίθεση και είπα στους άνδρες μου να κρατήσουν τις θέσεις τους με κάθε κόστος. Τελικά, τα πράγματα δεν ήταν τόσο τραγικά, αλλά οι Αυστραλοί δεν είχαν κατορθώσει ακόμα να προωθηθούν. O Μπράουντ συναίνεσε, τελικά, να αποσύρει τους άνδρες του και αναλάβαμε, μαζί με τον ταγματάρχη Χαρτ, να οχυρώσουμε τις θέσεις μας στο τέρμα της κορυφογραμμής. Όλη τη νύχτα οι άνδρες έσκαβαν με αξίνες και φτυάρια. Oι Οθωμανοί μας χτυπούσαν από απόσταση με οβίδες, τυφέκια και πολυβόλα.
O Χαρτ χτυπήθηκε στο πόδι ενώ έδινε οδηγίες για την οχύρωση. Ευτυχώς, είναι επιφανειακό, μου είπε. Θα γυρίσω μέχρι το βράδυ. Mία σφαίρα τον γκρέμισε μερικά βήματα πιο πέρα. Εκείνο το βράδυ παραμείναμε στα αυλάκια που είχαμε σκάψει. Oι Οθωμανοί μας πετούσαν χειροβομβίδες σε όλη τη διάρκεια της νύχτας".
TO AΔOΞO TEΛOΣ
H επίθεση του Αυγούστου αποτέλεσε ένα μεγάλο ρίσκο για τους συμμάχους και η αποτυχία της έθεσε την εκστρατεία στην Καλλίπολη σε σοβαρό τέλμα. Oι αποκαμωμένοι Νεοζηλανδοί αποσύρθηκαν στη Λήμνο για ξεκούραση και αναδιοργάνωση, αλλά όταν τον Νοέμβριο επέστρεψαν στο Αρί Μπουρνού, η μάχη είχε κριθεί. Πίσω στο Λονδίνο, οι αποτυχίες του Αυγούστου είχαν εγείρει σοβαρές ενστάσεις για τη συνέχιση της εκστρατείας, σε συνδυασμό με τα γεγονότα στο Δυτικό Μέτωπο, που πλέον απαιτούσαν μεγαλύτερη προσοχή. O στρατηγός Χάμιλτον ζητούσε περισσότερους άνδρες, αλλά είχε περιέλθει σε δυσμένεια.
Τελικά, αντικαταστάθηκε από το στρατηγό σερ Τσάρλς Μονρώ στα μέσα Οκτωβρίου, ο οποίος σύντομα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμμαχική δύναμη έπρεπε να εκκενωθεί. Oι κάκιστες καιρικές συνθήκες σφράγισαν τη μοίρα της εκστρατείας, καθώς οι καταιγίδες που έπληξαν τη χερσόνησο στα τέλη Νοεμβρίου, πλημμύρισαν τα χαρακώματα και έπνιξαν αρκετούς άνδρες. Tο χιόνι που ακολούθησε, άφησε και αυτό αρκετά θύματα και στις δύο πλευρές. Oι επιζώντες ήταν σε άθλια κατάσταση και το πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε, τελικά, την απόσυρση των Βρετανικών δυνάμεων.
Σε αντίθεση με τις χρονοβόρες αποβάσεις του Απριλίου, η εκκένωση ολοκληρώθηκε εν ριπή οφθαλμού, με τους ANZAC να εκκενώνουν τις ακτές στις 19 και 20 Δεκεμβρίου 1915. Tο Ελές εκκενώθηκε πλήρως το βράδυ της 8ης προς 9η Ιανουαρίου 1816 υπό το παρατηρητικό βλέμμα των Οθωμανών νικητών.
ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΚΟΜΦΟΥΖΙΟ
Τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς του 1916 άρχισε να εγκαταλείπει τις θέσεις του το ένα τάγμα μετά το άλλο με πρώτους τους τραυματίες και τους 1.226 αρρώστους που επιβιβάστηκαν στα 56 πλωτά νοσοκομεία. Αντίθετα με ό,τι έγινε με την απόβαση, στην αποχώρησή τους δεν σημειώθηκε το παραμικρό κομφούζιο. Κι ας έγινε υπό χιονοθύελλα, με άνεμο που ανέτρεπε βάρκες και εμπόδιζε τα φορτωμένα μουλάρια να προχωρήσουν. Στις 3:45 μετά τα μεσάνυχτα της 8ης Ιανουαρίου αναχώρησε και ο τελευταίος άνδρας.
Δεν έμεινε πίσω ούτε ένας, ούτε ένα από τα ζώα, και το πολεμικό υλικό που είχε συγκεντρωθεί σε διάφορα σημεία ανατινάχτηκε όταν ο επικεφαλής της νηοπομπής με την εκστρατευτική δύναμη έδωσε διαταγή «αποπλεύσατε» και «κατεύθυνση Αλεξάνδρεια». Η εκστρατεία της Καλλίπολης, το μεγαλύτερο φιάσκο του Αγγλικού στρατού μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να συγκεντρώνει στρατιωτικούς αναλυτές, ψυχολόγους, ερευνητές από πολλές χώρες οι οποίοι συμφωνούν σε ένα: τα λάθη που έγιναν και το χάος που αυτά προκάλεσαν είναι εντελώς αδικαιολόγητα. Δεν θα τα έκανε ούτε μαθητής στρατιωτικής σχολής.
Κάποιοι Βρετανοί ιστορικοί βρίσκουν την ιδέα του Τσόρτσιλ για απόβαση στη Δανία ή στην Καλλίπολη «μεγαλειώδη». Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ δεν κατηγόρησε ποτέ εκείνους που σχεδίασαν την εκστρατεία.
OI MNHMEΣ THΣ EKΣTPATEIAΣ ΣTHN KAΛΛIΠOΛH
Tα σημάδια της εκστρατείας του 1815 έμειναν ανεξίτηλα στη χερσόνησο της Καλλίπολης, που αποτέλεσε μια πραγματική εκατόμβη, με νεκρούς 57.000 Οθωμανούς, 44.000 Βρετανούς και συμμάχους τους (με περί τους 9.500 να είναι Γάλλοι, 8.700 να είναι Αυστραλοί και 2.720 Νεοζηλανδοί). Πάνω από 150.000 ήταν οι τραυματίες και για τις δύο πλευρές. Oι 16 συμμαχικές μεραρχίες αντιμετώπισαν 15 Οθωμανικές, που είχαν το πλεονέκτημα ότι μάχονταν έχοντας μια ευρεία περιοχή στα μετόπισθεν, απ' όπου μπορούσαν με ευκολία να αναπτύσσουν τις ενισχύσεις τους κατά το δοκούν.
Oι σύμμαχοι δεν είχαν επαρκή προγεφυρώματα, ενώ υστερούσαν και σε διοικητικό επίπεδο, καθώς οι επικεφαλής της εκστρατείας υποτίμησαν τη δύναμη των υπερασπιστών και τις ικανότητες των διοικητών τους. H εκστρατεία αποτέλεσε μια ανθρωποβόρα αποτυχία για τις συμμαχικές δυνάμεις και μία πύρρειο νίκη για τους Οθωμανούς, η οποία ωστόσο σηματοδότησε την εθνική τους αναγέννηση, με τον ήρωα της Καλλίπολης, Κεμάλ Ατατούρκ, να γίνεται τελικά ο πρόεδρος - ιδρυτής της Tουρκικής Δημοκρατίας. Στο πλαίσιο του μεγάλου πολέμου, η εκστρατεία της Καλλίπολης είχε μικρό αντίκτυπο για τους συμμάχους σε στρατηγικό επίπεδο.
Για τους ανθρώπους που πολέμησαν εκεί, οι μνήμες της φρίκης παρέμειναν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό και την ψυχή τους. O αριθμός των νεκρών, αν και τρομακτικός, ωχριά μπροστά στις απώλειες στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Ωστόσο, για τρεις από τις αντιμαχόμενες χώρες, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι μάχες στην Καλλίπολη άφησαν το ιδιαίτερο σημάδι τους στη συνείδηση των ανθρώπων που πολέμησαν, μάτωσαν και αγκάλιασαν το θάνατο στα στενά των Δαρδανελίων.
ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΑ ΜΕΤΩΠΑ
Με την έναρξη του πολέμου, οι Τούρκοι είχαν αποκλείσει τα Δαρδανέλια, αποκόπτοντας τους Ρώσους και από τη Μεσόγειο, ενώ οι Γερμανοί τους είχαν φράξει τη θαλάσσια οδό από τη Βαλτική. Ρωσικές δυνάμεις πέρασαν τη μεθόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον ύψος του Αρμενικού Ερζερούμ, στον Καύκασο, και εισέβαλαν στην Τουρκία. Τις Τουρκικές δυνάμεις όμως διοικούσε Γερμανός στρατηγός, ο οποίος διέταξε αντεπίθεση. Οι Τούρκοι πήραν τους Ρώσους στο κυνήγι. Το φθινόπωρο του 1914, είχαν πάρει το Βατούμ (στη Γεωργία, σήμερα).
Ο αρχηγός των Ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, μέγας δούκας Νικόλαος, ζήτησε (3 Ιανουαρίου 1915) από τους συμμάχους του στην Αντάντ να χτυπήσουν αυτοί τα Δαρδανέλια ή αλλού, ώστε να ελαφρωθεί η Τουρκική πίεση. Ως μέλος του Βρετανικού πολεμικού συμβουλίου, αρμόδιος για τις ναυτικές επιχειρήσεις, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, από τις 25 Νοεμβρίου 1914, είχε προτείνει επίθεση του συμμαχικού στόλου εναντίον των Δαρδανελίων. Ο πρώτος λόρδος του ναυαρχείου, Τζον Άρμπουθνορ Φίσερ, είχε αντιδράσει. Το αίτημα του Νικόλαου επανέφερε στο προσκήνιο την πρόταση του Τσόρτσιλ.
Μεγάλος Αγγλογαλλικός στόλος συγκεντρώθηκε, κατέλαβε τα νησιά Λήμνο, Ίμβρο και Τένεδο και, στις 19 Φεβρουαρίου 1915, ξεκίνησε να κανονιοβολεί τις Τουρκικές θέσεις στα Δαρδανέλια. Οι Γερμανοί είχαν οργανώσει την άμυνα με σειρά ολόκληρη βαρέως πυροβολικού και πόντιση ναρκών. Ως τα μέσα Μαρτίου, οι Τούρκοι παρέμεναν αλώβητοι. Σχεδιάστηκε γενική επίθεση που θα επέτρεπε σε τέσσερα θωρηκτά να περάσουν τα στενά και να βάλουν στη μέση τα τουρκικά πολυβολεία. Η επιχείρηση εκδηλώθηκε στις 19 Μαρτίου και είχε τραγικά για τους Αγγλογάλλους αποτελέσματα. Δυο θωρηκτά βούλιαξαν, ένα τρίτο εγκαταλείφθηκε κι ένα άλλο υπέστη φοβερές ζημιές.
Ο υπόλοιπος στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει σε σημείο έξω από το βεληνεκές των Τουρκικών πυροβόλων. Οι Αγγλογάλλοι σχεδίασαν απόβαση στη χερσόνησο της Καλλίπολης που εκτείνεται στην Ευρωπαϊκή πλευρά των στενών. Και πάλι ο Φίσερ πρόβαλε αντιρρήσεις. Και πάλι αγνοήθηκε. Η απόβαση πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1915, με τους συμμάχους να βγάζουν σε πέντε σημεία της στεριάς επτά μεραρχίες. Κόλλησαν στην ακτή που υπερασπίζονταν έξι Τουρκικές μεραρχίες υπό τον Γερμανό Λίμαν φον Σάντερς και τον Τούρκο Εσάτ Πασά, άλλοτε διοικητή των Ιωαννίνων, τον οποίο είχε αιχμαλωτίσει ο Ελληνικός στρατός στα 1913.
Καθηλωμένοι στην ακτή, οι Αγγλογάλλοι σφάζονταν από τις Τουρκικές αντεπιθέσεις, ενώ δυο θωρηκτά τους βυθίστηκαν από Γερμανικό υποβρύχιο (το U – 21) και ένα τρίτο από Τουρκικό τορπιλοβόλο που επάνδρωναν Γερμανοί. Στη Βρετανία, ο Φίσερ πρότεινε να αποσυρθούν οι δυνάμεις από την Καλλίπολη και να εγκαταλειφθεί η επιχείρηση κατάληψης των στενών. Ο Τσόρτσιλ επέμενε. Στις 15 Μαΐου 1915, ο Φίσερ υπέβαλε την παραίτησή του. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1919), θα δημοσίευε τα απομνημονεύματά του με αυστηρή κριτική εναντίον του Τσόρτσιλ αλλά τότε όλα είχαν τελειώσει. Ο Φίσερ πέθανε στις 10 Ιουλίου 1920, σε ηλικία 79 χρόνων.
Οι σύμμαχοι έριξαν στις μάχες ακόμα δυο μεραρχίες αλλά οι Τούρκοι είχαν ενισχυθεί με ακόμα πέντε. Οι Αγγλογάλλοι σφάζονταν στην Καλλίπολη και ο επικεφαλής τους, στρατηγός σερ Άιαν Χάμιλτον, ζητούσε ενισχύσεις από ακόμα 95.000 άνδρες. Αυτή τη φορά, το πολεμικό συμβούλιο του αρνήθηκε. Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν μάταιες. Τον Σεπτέμβριο του 1915, οι Αγγλογάλλοι σφάζονταν ακόμη στην Καλλίπολη, με τον Χάμιλτον να επιμένει να στέλνει τους άνδρες του στη σφαγή. Τον αντικατέστησαν με τον στρατηγό Κάρολο Μόνρο που είχε εντολή «να πράξει ό,τι νομίζει». Διέταξε «αθόρυβη εκκένωση» της Καλλίπολης.
Τη νύχτα, 8 προς 9 Ιανουαρίου 1916, ο τελευταίος στρατιώτης αποχωρούσε. Στο σφαγείο του Χάμιλτον είχαν χάσει τη ζωή τους 130.000 άνδρες, ενώ ακόμα 60.000 βρέθηκαν εκτός μάχης από τις αρρώστιες που τους θέριζαν. Για τη μάχη της Καλλίπολης, γράφτηκε πως «δεν υπήρξε στρατηγικό λάθος που να μην διαπράχθηκε», ενώ «η αποχώρηση έγινε άψογα», χωρίς καν να την αντιληφθούν οι Τούρκοι.
ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Με την είσοδο του 1915, ο νικητής της μάχης του Μάρνη, Γάλλος στρατηγός Ζοφρ, θέλησε να περάσει στην αντεπίθεση. Το σύνθημα δόθηκε στις 21 Φεβρουαρίου. Η «δεύτερη μάχη της Καμπανίας» (Champagne) ξεκίνησε αιματηρή. Ξεθύμανε δυο μήνες αργότερα (22 Απριλίου). Μετά από αλλεπάλληλες επιθέσεις, οι Γάλλοι είχαν καταφέρει να προωθηθούν μόλις μισό χιλιόμετρο. Κι έχασαν 45.000 άνδρες. Όσο διαρκούσε η μάχη της Καμπανίας, Βρετανοί και Γάλλοι επιχείρησαν επιθέσεις τόσο στο γαλλικό όσο και στο βελγικό μέτωπο. Αποκρούστηκαν όλες. Οι Γερμανοί πείσθηκαν ότι μπορούσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους στο δυτικό μέτωπο και να διευρύνουν τις προσπάθειές τους στο ανατολικό.
Έτσι, το σχέδιο του Σλίεφεν, που είχε ήδη οδηγήσει στην αντικατάσταση του Μόλτκε, αντιστράφηκε. Γερμανικές δυνάμεις από το δυτικό μέτωπο μεταφέρθηκαν στο ανατολικό, όπου η μορφή του στρατηγού Χίντεμπουργκ μεσουρανούσε. Παρ’ όλα αυτά, τη μέρα που οι Γάλλοι σταματούσαν την επίθεση στο μέτωπο της Καμπανίας (στην περιοχή του ποταμού Μάρνη), οι Γερμανοί ξεκινούσαν επίθεση στην περιοχή του Ιπρ (Ypres), στο Βέλγιο. Μαζί με την προετοιμασία πυροβολικού, οι Γερμανοί εκτόξευαν και αέρια που παρέλυαν τους απέναντί τους Βρετανούς. Η επιχείρηση κράτησε ως τις 25 Μαΐου και είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των Βρετανών. Στα πεδία των μαχών, κείτονταν 105.000 νεκροί.
Η ήττα, που συνέπεσε και με την αποτυχία της απόβασης στην Καλλίπολης, οδήγησε τους Βρετανούς σε σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, με τον Ντέιβιντ Λόυδ Τζορτζ (Lloyd George) να αναλαμβάνει το υπουργείο Πυρομαχικών που δημιουργήθηκε για την περίσταση. Το φθινόπωρο θα διαπίστωναν πως από πυρομαχικά καλά τα πήγαιναν. Τους έλειπαν όμως οι στρατιώτες. Το καλοκαίρι πέρασε με επιθέσεις και αντεπιθέσεις χωρίς να αλλάξει κάτι, πέρα από τους νεκρούς και των δυο πλευρών. Όμως, ο Ζοφρ προετοίμαζε τη μεγάλη του επιχείρηση με σκοπό να διασπάσει τη Γερμανική άμυνα στην Καμπανία. Για τον σκοπό αυτό, περαιώθηκε στη Γαλλία μεγάλος αριθμός Βρετανών στρατιωτών.
Συγκεντρώθηκαν έτσι 53 Αγγλογαλλικές μεραρχίες πεζικού, 15 ιππικού, δώδεκα εφεδρικές μαζί με τον Βελγικό στρατό, δυο χιλιάδες βαριά κανόνια και τρεις χιλιάδες πεδινά πυροβόλα. Ο Ζοφρ ήταν βέβαιος για τη νίκη, καθώς είχε γίνει γνωστή η μετακίνηση Γερμανικών δυνάμεων από το δυτικό στο ανατολικό μέτωπο. Οι μάχες ξεκίνησαν με αντιπερισπασμό των Βρετανών στην περιοχή Αρτουά (τρίτη εκεί μάχη) και με χρήση δηλητηριωδών αερίων, αυτή τη φορά από τη μεριά των συμμάχων της Αντάντ. Η γαλλική επίθεση εκδηλώθηκε στην Καμπανία. Μέχρι τον Νοέμβριο, καμία πλευρά δεν είχε κερδίσει τίποτα, ενώ οι Γάλλοι είχαν απώλειες 145.000 ανδρών. Πάλι μετακίνησαν στρατό οι Γερμανοί.
Αυτή τη φορά, από το ανατολικό, στο δυτικό μέτωπο. Όταν οι επιχειρήσεις έληξαν, ο Ζοφρ μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι κέρδισε έδαφος ίσο με 1.300 στρέμματα. Όμως, η συνεχής αιμορραγία σε ανθρώπινο υλικό είχε γονατίσει τη Βρετανία. Η εκεί τελευταία πρόσκληση εθελοντών έγινε στις 11 Οκτωβρίου 1915. Στις 21 Δεκεμβρίου, ψηφίστηκε και εκεί η υποχρεωτική στράτευση. Και στην απέναντι πλευρά της Μάγχης, η Γαλλία είχε φθάσει στα όρια της στρατιωτικής και της οικονομικής αντοχής της. Ο χρόνος εργαζόταν υπέρ της Αντάντ, καθώς ο αποκλεισμός που είχε επιβάλει στις κεντρικές αυτοκρατορίες έκανε αισθητή την εκεί απουσία ζωοτροφών, τροφίμων και πρώτων υλών.
Οι Γερμανικές επιτυχίες στο ανατολικό μέτωπο δεν καθησύχαζαν τον αρχηγό του Γερμανικού στρατού, Έριχ φον Φάλκενχαϊν (Falkenhayn). Σε αντίθεση με τον Χίντεμπουργκ, πίστευε ότι η νίκη μπορούσε να έλθει μόνο από τη Δύση. Προετοιμάστηκε κατάλληλα γι’ αυτήν και, στις 21 Φεβρουαρίου 1916, διέταξε επίθεση εναντίον του Βερντέν, που δεσπόζει στον δρόμο για το Παρίσι.
ΣΦΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ
Για τον Ρωσικό στρατό, η κατάσταση ήταν τραγική στην ανατολή του 1915. Οι μεταφορές ήταν άθλιες και ο ανεφοδιασμός ανεπαρκής. Υπήρχαν Ρωσικές μονάδες που ρίχνονταν στις μάχες άοπλες, ενώ τα πολλά κανόνια δεν διέθεταν οβίδες για να χρησιμοποιηθούν. Παρ’ όλα αυτά, ο μεγάλος δούκας Νικόλαος διέταξε επίθεση στο μέτωπο με την Αυστρία. Μέσα Ιανουαρίου, οι Ρώσοι είχαν κυριεύσει τις δυτικές πλαγιές των Καρπαθίων. Ο αρχηγός του Αυστριακού επιτελείου, βαρόνος Κόνραντ, σχεδίασε αντεπίθεση με όλες τις εφεδρείες του και ζήτησε από τον Χίντεμπουργκ ταυτόχρονη επίθεση στην Ανατολική Πρωσία.
Ο Χίντεμπουργκ δέχτηκε αλλά ο Φαλκενχάιν δίστασε: Απόσταση 600 χλμ μεσολαβούσε ανάμεσα στα σημεία της Αυστριακής και της Γερμανικής επίθεσης. Ο Χίντεμπουργκ πρόβαλε το ότι, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, οι δυνάμεις του θα έδιωχναν οριστικά τους Ρώσους από την Ανατολική Πρωσία. Το σχέδιο εγκρίθηκε. Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στις Μαζουριανές λίμνες (περιοχή της Β.Δ Πολωνίας, σήμερα). Μέσα στη μέρα (21 Φεβρουαρίου 1915), σκοτώθηκαν πάνω από διακόσιες χιλιάδες Ρώσοι. Όσοι γλίτωσαν, παραδόθηκαν. Η Ανατολική Πρωσία απαλλάχθηκε από τη ρωσική παρουσία. Δεν έγινε το ίδιο και στο μέτωπο της Αυστρίας.
Οι Ρώσοι άντεξαν την αυστριακή επίθεση και αντεπιτέθηκαν αυτοί. Τον Μάρτιο κυνηγούσαν τους Αυστριακούς και τον Απρίλιο απειλούσαν την ίδια την Ουγγαρία. Όσο και να μην το ήθελε, ο Φαλκενχάιν αποφάσισε πως οι Γερμανοί έπρεπε να βοηθήσουν αποτελεσματικά τους Αυστριακούς. Διέταξε επίθεση στο μέτωπο ανάμεσα στον ποταμό Βιστούλα και την κορυφογραμμή των Καρπαθίων. Οι Ρώσοι χτυπήθηκαν καίρια. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, Αυστροουγγρική αντεπίθεση τους έριξε πίσω. Τα Αυστροουγγρικά και τα Γερμανικά στρατεύματα ενώθηκαν και άρχισαν να πιέζουν τους Ρώσους που υποχωρούσαν.
Ως τον Αύγουστο, είχαν αποχωρήσει από τη Βαρσοβία και είχαν χάσει Πολωνία, Γαλικία, Λιθουανία και Κουρλάνδη (στη Λετονία), έχοντας αφήσει εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1915, ο Τσάρος Νικόλαος ανέλαβε αρχιστράτηγος ο ίδιος και απάλλαξε τον συνονόματό του μεγάλο δούκα από την ευθύνη του αξιώματος αυτού. Τον έστειλε γενικό στρατιωτικό διοικητή στον Καύκασο, όπου θα νικούσε τους Τούρκους. Ο μεγάλος δούκας κράτησε το νέο του αξίωμα ως την πτώση της μοναρχίας στη Ρωσία. Στα 1919, βρέθηκε στο Παρίσι να χρηματοδοτεί αντεπαναστατική οργάνωση Εμιγκρέ εναντίον των Μπολσεβίκων. Πέθανε το 1929.
Το πρόβλημα όμως δεν ήταν ο μεγάλος δούκας αλλά η ανεπαρκής οργάνωση του τομέα του ανεφοδιασμού και το πεσμένο από τις σφαγές ηθικό των Ρώσων στρατιωτών. Η ταυτόχρονη επίθεση Γερμανών και Αυστριακών που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο, εξανάγκασε τους Ρώσους να υποχωρήσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα, με βαριές απώλειες. Μόνο στα 1915, οι Ρώσοι άφησαν στα πεδία των μαχών του ανατολικού μετώπου περίπου ένα εκατομμύριο νεκρούς. Όμως, η υποχώρησή τους γλίτωσε τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους από την καταστροφή, ενώ, τον Δεκέμβριο, ο Γερμανικός στρατός είχε φτάσει στα όρια της αντοχής του.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΠΟΛΗ
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Στις αρχές του 20ου αιώνα ένας δαιμόνιος λόρδος του Ναυαρχείου, ο Τζων Φίσερ, κατάλαβε την σημασία του πετρελαίου και οι αποικιακές δυνάμεις των Άγγλων θα μετατοπιστούν προς την Μέση Ανατολή, με όχημα μια παλιά εταιρεία αποικιακών ειδών τη Shell. Την σημασία του πετρελαίου κατάλαβε όμως και Τσόρτσιλ, και είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους το 1915 ο Τσόρτσιλ κάνει απόβαση στην Καλλίπολη με στόχο να φτάσει στα πετρέλαια του Καυκάσου. Η ήττα των δυνάμεων του θα τον αναγκάσει να στραφεί προς τα λιγότερο φρουρούμενα Αραβικά πετρέλαια που τότε ανήκαν στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα το 1914, οι Αγγλογάλλοι εγκατέστησαν στο νησί Ίμβρος «Αρχηγείο Εκστρατευτικού Σώματος Επιχειρήσεων Ελλησπόντου». Με τη Συνθήκη των Σεβρών, το 1920, η Ίμβρος και η Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Σήμερα ανήκουν στην Τουρκία. Στις 20 Απριλίου 1915 το λιμανάκι του Μούδρου πλημμύρισε από πολεμικά πλοία των συμμαχικών δυνάμεων. Ο Τ. Α. Μάιλς γράφει: «Κανένα άλλο λιμάνι του κόσμου εκείνες τις μέρες δεν είχε περισσότερα πλοία απ' αυτό το λιμανάκι της Λήμνου». Εκεί είχε στήσει ο Τσόρτσιλ το αρχηγείο του για την απόβαση στην Καλλίπολη. Είχε έλθει η ώρα της μάχης.
Οι Αυστραλονεοζηλανδοί ξεκίνησαν από την Ελληνική γη το απόγευμα της 24ης Απριλίου για να επιτεθούν στην Καλλίπολη και να πάρουν τον έλεγχο των Στενών από τους Τούρκους. Οι επιχειρήσεις, που κράτησαν έως τον Ιανουαρίου του 1916, στέφθηκαν από παταγώδη αποτυχία αφού οι Τούρκοι, που ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο των «Κεντρικών Δυνάμεων», τους περίμεναν κρυμμένοι στις ακτές της Καλλίπολης και τους αποδεκάτισαν. «Χρειάστηκαν 10 χρόνια για να παρθεί η Αρχαία Τροία που βρισκόταν στα ίδια Στενά. Τώρα καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να κατακτήσουμε τα Στενά αυτά» παραδέχτηκε ο στρατηγός της συμμαχικής δύναμης, σερ Ιαν Χάμιλτον, μετά την πρώτη μάχη στα Δαρδανέλια.
Συνολικά σκοτώθηκαν έως τον Ιανουαρίου του 1916 περισσότεροι από 250.000 σύμμαχοι. Η απόβαση και η συντριπτική αποτυχία της στοίχισε στον Τσόρτσιλ ο οποίος ένθερμα την υποστήριξε, την θέση του στην τότε κυβέρνηση (τον Ιούνιο του 1915), παρατήθηκε από την πολιτική και έγινε στρατιωτικός (αξιωματικός). Το 1915 έγινε πρόταση Βενιζέλου στους Συμμάχους να συμμετάσχει η Ελλάδα στην εκστρατεία της Καλλίπολης. Βενιζέλος και Κωνσταντίνος διαφωνούν. Επακολουθεί η παραίτηση της κυβέρνησης και αργότερα ακολουθεί η παραίτηση του Βενιζέλου. Όχι μόνο ο Τσόρτσιλ λοιπόν, αλλά και ίσως ο Βενιζέλος υπήρξαν θύματα της Καλλίπολης.
Βέβαια οι μεγάλες δυνάμεις δεν έβλεπαν με καλό μάτι την απρόβλεπτα αναδυόμενη μεγάλη δύναμη της περιοχής, την Ελλάδα η οποία με ελάχιστα μέσα και υλικό άλλαζε την έκβαση του πολέμου η ίδια την στιγμή που οι συμμαχικές δυνάμεις παταγωδώς και πολύνεκρα αποχωρούσαν από τα Αιγαίο. Φυσικά, τις ισορροπίες στο Αιγαίο άλλαξαν οι Έλληνες. Το «Αβέρωφ» σε επιχειρησιακό επίπεδο άλλαξε τις ισορροπίες στο Αιγαίο. Με κυβερνήτη τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη ηγήθηκε των Ελληνικών ναυτικών δυνάμεων στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 - 1913.
Οι νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου κατά του Τουρκικού στόλου διέλυσε τις προσδοκίες του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου. Στις 31 Οκτωβρίου 1918 συμμαχικά και Ελληνικά πλοία («Αβέρωφ», «Κιλκίς» ) καταπλέουν στην Κωνσταντινούπολη. Οι οδυνηρές εμπειρίες της ήττας των συμμάχων στην Καλλίπολη έγιναν αργότερα πολύτιμο υλικό στην απόβαση στην Νορμανδία. Η βία που άσκησαν οι Νεότουρκοι κατά των Ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας, από τον Απρίλιο του 1914, ανάγκασε την Ελληνική κυβέρνηση να απειλήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία με νέο πόλεμο.
Ο Ιωάννης Μεταξάς, ως υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, υπέβαλε Υπόμνημα προς τον Βενιζέλο, τον Μάιο του 1914, υποστηρίζοντας ότι έπρεπε να γίνει άμεση πολεμική ενέργεια με την κατάληψη της χερσονήσου της Καλλίπολης: «Να καταληφθεί η περιοχή αυτή της οποίας η κατοχή θα ήτο απειλή κατά της Κωνσταντινουπόλεως». Ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Στρέιτ, σε εντολή προς τον Έλληνα πρεσβευτή στην Πόλη, έγραφε στις 19 Ιουνίου 1914: «Ενώπιον αφορήτου καταστάσεως, γενικού συστηματικού διωγμού ομογενούς στοιχείου, αγόμεθα μοιραίως εις σύρραξιν προς Τουρκίαν».
Στο σημαντικό αυτό έγγραφο αναφέρεται ότι η Ελληνική κυβέρνηση γνώριζε τους Νεοτουρκικούς σχεδιασμούς και ότι «Βεβαίας ούσης της προθέσεως προς εξόντωσιν του εν Τουρκία Ελληνισμού».
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Η στρατηγική σημασία της χερσονήσου της Καλλίπολης ήταν γνωστή στα στρατιωτικά επιτελεία από παλιά. Το ενδεχόμενο επιχείρησης κατάληψης είχε απασχολήσει το Βρετανικό Υπουργείο Πολέμου το 1904 και το 1911. Τα παλιά σχέδια επανεξετάστηκαν το 1914 με την έναρξη του πολέμου και με πρωτοβουλία του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Η έγκαιρη αδρανοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του «μαλακού υπογάστριου του Κάιζερ», θα δημιουργούσε νέα δεδομένα στα πολεμικά μέτωπα και θα απέτρεπε φιλικές προς τους Γερμανούς χώρες, όπως η Βουλγαρία, να εισέλθουν στον πόλεμο.
Στο σημείο αυτό φάνηκε η σύμπτωση των Ελληνικών και Βρετανικών απόψεων. Τον Αύγουστο του 1914, μπροστά στο ενδεχόμενο ενός πολέμου μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη μια και της Ελλάδας με τη Μεγάλη Βρετανία από την άλλη, ο Τσόρτσιλ ανέλυσε στον Άγγλο ναύαρχο τη Βρετανική στρατηγική, που θα έπρεπε να ακολουθηθεί: «Ο Ελληνικός στρατός θα όφειλε χάρις εις τη ναυτικήν του υπεροπλίαν να καταλάβει την χερσόνησο της Καλλιπόλεως. Ούτω θα ηνοίγοντο τα Δαρδανέλλια, θα ηδύνατο ο Αγγλο-Ελληνικός στόλος να εισδύσει εις την θάλασσαν του Μαρμαρά, να καταναυμαχήσει και να βυθίσει τα Τουρκο-Γερμανικά πολεμικά».
Με την προτεινόμενη αξιοποίηση του Ελληνικού παράγοντα, οι Βρετανοί επεδίωξαν να αμφισβητήσουν υπογείως την πρόθεση των Ρώσων να καταλάβουν αυτοί την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά. Οι Βρετανικές προθέσεις έγιναν άμεσα γνωστές στους Γερμανούς μέσω του φιλογερμανικού περιβάλλοντος της Ελληνικής Μοναρχίας. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε κάθε Ελληνική εμπλοκή, παρόλο που την προηγουμένη είχε υιοθετήσει τη φιλοβρετανική πολιτική της Ελληνικής κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου. Τον Ιανουάριο του 1915 ο Βενιζέλος επανέρχεται στις προτάσεις του προς τον μονάρχη για την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.
Στην πολιτική αυτή αντιτάχθηκε το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ο Ιωάννης Μεταξάς καταθέτει το δικό του υπόμνημα. Με αυτό υποστήριζε ότι θα νικήσουν οι Γερμανοί, θα ηττηθεί η Αντάντ και ότι δεν θα έπρεπε η Ελλάδα να διεκδικήσει τη δυτική Μικρά Ασία.
Η ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ
Η διαφαινόμενη έξοδος της Βουλγαρίας στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων επιτάχυνε τις προτάσεις για την επιχείρηση της Καλλίπολης, ώστε να τεθεί εκτός μάχης η Οθωμανική Αυτοκρατορία, να αποκτηθεί ευθεία σύνδεση με τη Ρωσία και να αποκοπεί η Γερμανία από τη Μέση Ανατολή και τις πλούσιες πρώτες ύλες που υπήρχαν εκεί. Το διπλωματικό παιχνίδι για την Ελληνική πλευρά ήταν να μην επιτραπεί η τύχη της Πόλης να κριθεί μόνο από τη Ρωσική βούληση. Η Αντάντ επιζήτησε την Ελληνική συμμετοχή στην επιχείρηση. Ειδικότερα ζητήθηκε η ναυτική συνδρομή της Ελλάδας και η διάθεση στρατιωτικής δύναμης 15.000 ανδρών.
Η Μεγάλη Βρετανία θεωρούσε ιδιαιτέρως αποτελεσματικό τον Ελληνικό στόλο για την ευόδωση της επιχείρησης κατάληψης των Δαρδανελίων. Η Ελληνική απόφαση συμμετοχής στην επιχείρηση της Καλλίπολης θορύβησε τη Ρωσία, η οποία διεκδικούσε ως μεταπολεμικό λάφυρο την Πόλη και τα Στενά. Η πίεση της Ρωσίας προς τους Αγγλογάλλους εκφράστηκε με τη δήλωση ότι η Πόλη και τα Δαρδανέλια θα παραχωρηθούν στη Ρωσία.
Εκτός από τη Ρωσική αντίδραση στο κοινό αυτό σχέδιο των Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, σκληρή υπήρξε και η αντίδραση του Ι. Μεταξά, που χαρακτηρίστηκε «αντιπειθαρχική και στασιαστική» και εξέφρασε την ύστατη προσπάθεια του Επιτελείου να επιβάλει τη δική του πολιτική επί της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Κάποιοι εξ αυτών ζήτησαν να συνταχθεί η Ελλάδα στο πλευρό της Γερμανίας, επιτιθέμενη εναντίον της Σερβίας.
Ένα επείγον τηλεγράφημα του Κάιζερ, γαμπρού του Έλληνα μονάρχη, με το οποίο του ζητούσε να ταχθεί με το μέρος της Γερμανίας και μια εντατικοποίηση των επαφών με τους υποστηρικτές της Γερμανικής πολιτικής Στρέιτ, Δούσμανη και Μεταξά, ήταν αρκετά για να αλλάξουν και πάλι τη γνώμη του Κωνσταντίνου. Η απόλυτη απόκλιση των απόψεων του Βενιζέλου από αυτές του μονάρχη και η πλήρης ρήξη μεταξύ Στέμματος και κυβέρνησης ανάγκασε τον πρωθυπουργό να υποβάλει την παραίτηση, κάτι που έγινε αμέσως αποδεκτή.
Η πολεμική περίοδος της άνοιξης του 1915 χαρακτηρίστηκε από τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των πολεμικών επιχειρήσεων στο Ρωσο-Γερμανικό μέτωπο εξαιτίας της αποτυχίας του Ρωσικού στρατού να καταλάβει την Ανατολική Πρωσία. Απέτυχε επίσης και η επίθεση του Ρωσικού στρατού στα Καρπάθια. Η Ρωσική αναποτελεσματικότητα θα μπορούσε να ξεπεραστεί μόνο με την απόκτηση ευθείας επαφής των Αγγλο-Γαλλικών στρατευμάτων με τα Ρωσικά και την υλική ενίσχυση του Ρωσικού στρατού, παράλληλα με την αδρανοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κατάληψη των Στενών φάνηκε ως ένα μέσο επίτευξης του στόχου αυτού.
Η επιχείρηση της Καλλίπολης ξεκίνησε στις 18 Μαρτίου 1915. Η πρώτη πολεμική επιχείρηση είχε γίνει στις 3 Νοεμβρίου 1914, όταν μια μικρή μοίρα του Βρετανικού πολεμικού στόλου βομβάρδισε τις Τουρκικές θέσεις. Στη συνέχεια, ο Οθωμανικός στρατός υπό την καθοδήγηση των Γερμανών αξιωματικών ναρκοθέτησαν τη θάλασσα των Στενών και βελτίωσαν τα οχυρά χωρίς να ενοχληθούν από τους συμμάχους για πέντε ολόκληρους μήνες. Αυτό θεωρήθηκε το πρώτο λάθος κατά την προετοιμασία της επιχείρησης. Το πρωί της 25ης Απριλίου ξεκίνησε η αποβατική προσπάθεια.
Μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας είχαν αποβιβαστεί περισσότεροι από 30.000 άνδρες, Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Ινδοί, Γάλλοι και Σενεγαλέζοι. Ο πόλεμος περί τη χερσόνησο της Καλλίπολης υπήρξε αμφίρροπος. Ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος, υπήρξαν στιγμές που η πλάστιγγα θα μπορούσε να κλίνει υπέρ των συμμαχικών στρατευμάτων. Τελικά, από τον Οκτώβριο του 1915 άρχισε η βαθμιαία μεταφορά των πρώτων μονάδων στη Θεσσαλονίκη. Έως τον Ιανουάριο του 1916, η χερσόνησος της Καλλίπολης εκκενώθηκε οριστικά από τα συμμαχικά στρατεύματα.
Ο ΜΕΤΑΞΑΣ ΚΑΙ Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΗΣ
Η εκστρατεία των Δαρδανελλίων ή αλλιώς εκστρατεία της Καλλίπολης, πραγματοποιήθηκε πριν από έναν αιώνα. Διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1915 έως τον Ιανουάριο του 1916 και απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές αποτυχίες των Αγγλογάλλων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή πραγματοποιήθηκε για να ικανοποιηθεί η Ρωσσία, οι δυνάμεις της οποίας υφίσταντο την πίεση των Τούρκων στον Καύκασο. Η Αγ. Πετρούπολη είχε βοηθήσει τους Γάλλους, υφιστάμενη τεράστιες απώλειες, κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου.
Ως εκ τούτου, οι Αγγλογάλλοι όφειλαν να συνδράμουν τους συμμάχους τους στην Τριπλή Συνεννόηση, αναλαμβάνοντας μία πρωτοβουλία εις βάρος των Τούρκων (συμμάχων των Γερμανοαυστριακών). Απεφασίσθη, λοιπόν, η διεξαγωγή μίας ναυτικής επιχειρήσεως με στόχο την εκπόρθηση των Στενών και, ει δυνατόν, την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Το παράτολμο αυτό σχέδιο είχε συλλάβει ο υπουργός Ναυτικών (πρώτος Λόρδος του βρεταννικού Ναυαρχείου) Ουΐνστον Τσώρτσιλ. Το σχέδιο υπέστη πολλές τροποποιήσεις, οι οποίες το κατέστησαν πρακτικώς ανεφάρμοστο. Στην διαπίστωση αυτή κατέληξαν πολλοί ξένοι στρατιωτικοί αλλά και το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο.
Κύριος υποστηρικτής της απόψεως αυτής ήταν ο Ιωαν. Μεταξάς, ο οποίος είχε εμπνευσθεί ένα παρόμοιο σχέδιο, τον Μάρτιο του 1914. Πιο συγκεκριμένα, μετά την συντριβή τους στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, οι Νεότουρκοι είχαν θέσει σε εφαρμογή ένα ευρύ πρόγραμμα επανεξοπλισμού, παραγγέλνοντας (μεταξύ άλλων) σε Βρεταννικά ναυπηγεία ένα θωρηκτό (το «Ρεσαντιέ») και διαπραγματευόμενοι την αγορά ενός δεύτερου, το οποίο κατασκευαζόταν επίσης σε Βρεταννικά ναυπηγεία (το «Rio de Janeiro»). Στην Αθήνα, επεκράτησε εύγλωττη ανησυχία, καθώς άλλαζε η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο.
Ξεκίνησε η λήψη μέτρων για την άμυνα των νήσων και η εκπόνηση σχεδίων για την περίπτωση πολέμου στην βόρεια Ελλάδα. Την άνοιξη του 1914, οι δύο χώρες είχαν εισέλθει σε ανταγωνισμό ως προς τους ναυτικούς εξοπλισμούς, ενώ οι διμερείς σχέσεις παρέμεναν τεταμένες. Η Ελλάδα δεν είχε συμμάχους, καθώς όλοι της συνιστούσαν να έρθει σε συμβιβασμό με τους Τούρκους. Την εποχή εκείνη, ξεκίνησαν και οι διωγμοί εις βάρος των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα εξεγέρθηκε και οι ιθύνοντες άρχισαν να συζητούν το ενδεχόμενο ενός πολέμου με την Τουρκία. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν διαθέσιμα πλοία προς αγορά παρά μόνον δύο πεπαλαιωμένα Αμερικανικά σκάφη.
Αν και αγοράστηκαν, η διατήρηση της ναυτικής υπεροχής έναντι των Τούρκων εθεωρείτο αμφίβολη. Τότε, διατυπώθηκε η άποψη για την διεξαγωγή μίας αιφνιδιαστικής επιχειρήσεως προς κατάληψη των Δαρδανελλίων. Ο Μεταξάς εξεπόνησε λεπτομερώς τα σχετικά σχέδια. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρμογή τους ήταν ο απόλυτος αιφνιδιασμός του αντιπάλου. Ο όρος αυτός δεν συνέτρεχε μετά την ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και το σχέδιο εγκαταλείφθηκε. Δυστυχώς για τους Αγγλογάλλους, η προϋπόθεση αυτή δεν ίσχυε ούτε στις αρχές του 1915, καθώς οι Βρεταννοί είχαν διαπράξει το σφάλμα να βομβαρδίσουν το φρούριο του Κουμ-Καλέ, τον Οκτώβριο του 1914.
Ως εκ τούτου, προειδοποίησαν τους Τούρκους, οι οποίοι οχύρωσαν την περιοχή το επόμενο πεντάμηνο.Αυτό επεσήμανε ο Αντισυνταγματάρχης Μεταξάς, ο οποίος είχε αναλάβει προσωρινώς τα καθήκοντα του αρχηγού του Επιτελείου. Είχε ήδη συντάξει πολλά υπομνήματα προς τον πρωθυπουργό και υπουργό Στρατιωτικών Ελ. Βενιζέλο. Στο τελευταίο (με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου / 2 Μαρτίου), προέβλεψε την πλήρη αποτυχία της εκστρατείας, καθώς οι Τούρκοι ήταν ενήμεροι των προθέσεων των κυβερνήσεων της Συνεννοήσεως και είχαν λάβει τα μέτρα τους.
Οι Αγγλογάλλοι θα έπρεπε να οργανώσουν και μία χερσαία επιχείρηση με πολυάριθμο στρατό στην Θράκη, καθώς οι Τούρκοι μπορούσαν να συγκεντρώσουν 150.000 με 200.000 άνδρες προ της Κωνσταντινουπόλεως. Οι εκτιμήσεις του επιβεβαιώθηκαν από την έκβαση της επιχειρήσεως.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Σημαντικές ήταν οι συνέπειες από την αδυναμία των συμμάχων να καταλάβουν τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη και να θέσουν εκτός του πολέμου τους Νεότουρκους. Τόσο στην εξέλιξη του πολέμου, όσο και στην ένταση της πολιτικής των Γενοκτονιών των μη Μουσουλμανικών κοινοτήτων. Η άρνηση της Ελλάδας να πάρει μέρος στη συμμαχική προσπάθεια είχε πολλαπλές επιπτώσεις στη θέση της στο μεταπολεμικό τοπίο.
Εξαιτίας της άρνησης, η Ιταλία κατάφερε να ενισχύσει τη θέση της για την απόκτηση των περιοχών Αϊδινίου και Σμύρνης, γεγονός που καθόρισε την Ιταλική συμπεριφορά μετά τον Μάιο του 1919. Ο Έλληνας μονάρχης θα θεωρηθεί συνυπεύθυνος της συμμαχικής ήττας στα Δαρδανέλια και η επαναφορά του στον θρόνο μετά τις μοιραίες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 θα οδηγήσει στη διάρρηξη του συμμαχικού μετώπου, στη βαθμιαία εγκατάλειψη της Ελλάδας την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την προσέγγιση προς τους Τούρκους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ.
Η νίκη των συμμάχων στην Καλλίπολη θα σήμαινε άμεσο τερματισμό της Γενοκτονίας των Αρμενίων, το σταμάτημα των διώξεων κατά των Ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας, την αποφυγή της Γενοκτονίας στον Πόντο (1916), καθώς και μεταπολεμικά κέρδη ασυγκρίτως μεγαλύτερα από αυτά που έλαβε η Ελλάδα με την καθυστερημένη είσοδό της στον πόλεμο (Μάιος 1917), ενώ η κατευθείαν επαφή των συμμάχων με τα ρωσικά στρατεύματα θα απέτρεπε την εξάπλωση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Η χερσόνησος της Καλλίπολης, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Θράκης, αποδόθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920) και αποτέλεσε τμήμα του Ελληνικού κράτους. Όμως με τη Συνθήκη της Λωζάννης (Ιούλιος 1923) θα χαθεί οριστικά για την Ελλάδα, εντασσόμενη στο νέο Τουρκικό έθνος - κράτος που δημιούργησε ο Μουσταφά Κεμάλ.
Η ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ
Η Λήμνος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην Εκστρατεία αυτή. Ο τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδος, Ελευθέριος Βενιζέλος, το 1915 έδωσε την άδεια στην Αγγλική κυβέρνηση να χρησιμοποιήσουν τη Λήμνο σαν ορμητήριό τους για την κατάληψη των Δαρδανελίων. Ο Βενιζέλος ήλπιζε πως με αυτόν τον τρόπο θα διεκδικούσε την Κωνσταντινούπολη. Επίσης η Λήμνος αποτελούσε βάση για την εκπαίδευση των στρατιωτών, καθώς και για τη νοσοκομειακή περίθαλψη αυτών. Στις 20 Απριλίου του 1915, το λιμάνι του Μούδρου γεμίζει με πλοία των Συμμάχων, ο αριθμός των οποίων ανέρχεται στα 200 περίπου.
Στις 24 Απριλίου οι Αυστραλονεοζηλανδοί επιχειρούν την πρώτη επίθεση στην Καλλίπολη για να ανακτήσουν τα στενά των Δαρδανελίων από τους Τούρκους. Η επιχείρηση απέτυχε.Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αποχώρηση των δυνάμεων της ANZAC από την Καλλίπολη στις 19 Δεκεμβρίου του 1915. Τα αίτια της αποτυχίας αυτής ήταν ή έλλειψη ικανοτήτων των ανώτερων στρατιωτικών διοικητών και ιδιαίτερα των Συμμαχικών δυνάμεων. Ωστόσο οι άνδρες της ANZAC πολέμησαν ηρωϊκά και με σθένος. Υπήρξαν μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές, όμως περισσότερες ήταν αυτές των Συμμάχων και των Αυστραλονεοζηλανδών.
Από τον Αύγουστο και μετά η Λήμνος αποτελεί κέντρο ιατρικής περίθαλψης αρρώστων και τραυματιών. Επίσης τη χρησιμοποίησαν ως σταθμό εφοδιασμού. Κατασκευάζονται διάφορα έργα, όπως αποβάθρες, δρόμοι, αντλίες νερού και ένας υποτυπώδης σιδηρόδρομος. Στήθηκαν δύο Αυστραλιανά στρατιωτικά νοσοκομεία, όπου σ’αυτά υπήρχε η δυνατότητα πραγματοποίησης ιατρικών επεμβάσεων και ακτινογραφιών. Στη Λήμνο νοσηλεύονται περίπου 4.000 Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες με την φροντίδα 96 Αυστραλών νοσοκόμων. Περίπου 150 Αυστραλοί στρατιώτες θάφτηκαν στα δυο πολεμικά νεκροταφεία του νησιού.
ΣΥΜΜΑΧΙΚΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ - ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ
Στο χωριό Μούδρος βρίσκεται το μεγαλύτερο νεκροταφείο των συμμαχικών δυνάμεων του νησιού και στο χωριό Πορτιανό το 2ο σε μέγεθος. Το λιμάνι του Μούδρου κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσε την κύρια βάση των Συμμαχικών Δυνάμεων για την εκστρατεία της Καλλίπολης (1915). Η νότια παραλία, ο λεγόμενος μέχρι σήμερα "Αερολιμένας", διαμορφώθηκε σε χώρο προσγείωσης υδροπλάνων. Εκατοντάδες νεκροί στρατιώτες της εκστρατείας της Καλλίπολης, κυρίως 148 Αυστραλοί και 76 Νεοζηλανδοί, θάφτηκαν στο συμμαχικό νεκροταφείο του Μούδρου, το οποίο σήμερα αποτελεί παγκόσμιο μνημείο που δέχεται κάθε χρόνο εκατοντάδες επισκέπτες.
Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους αποτέλεσε ορμητήριο του Παύλου Κουντουριώτη - δική του δωρεά είναι ο Επιτάφιος της Ευαγγελίστριας. Την περίοδο 1914 - 1916 ήταν ναυτική βάση των Συμμάχων για τις επιχειρήσεις της Καλλίπολης και των Δαρδανελλίων, αλλά και βάση του ανεφοδιασμού τους. Αγκυροβόλησαν τότε στον κόλπο ως και 500 πλοία και φιλοξενήθηκαν στην περιοχή ως και 30.000 στρατιώτες. Η παρουσία τους συντέλεσε τότε στην άνθιση του εμπορίου. Λίγο έξω από το Μούδρο, προς το Ρουσσοπούλι, ευρίσκεται το συμμαχικό νεκροταφείο. Εδώ βρίσκονται θαμμένοι νεκροί από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο κατά συστάδες, ανάλογα με την εθνικότητά τους.
Στη μνήμη των μαχητών, των τραυματιών και των νεκρών Αυστραλών και Νεοζηλανδών μελών του ΑΝΖΑΚ οι δύο χώρες καθιέρωσαν την 25η Απριλίου, ημέρα έναρξης της απόβασης το 1915, ως Ημέρα Μνήμης του ΑΝΖΑΚ, γνωστή ως Anzac Day. Την ημέρα αυτή γίνονται πολλές εκδηλώσεις σε όλες τις πόλεις των δύο κρατών, και θεωρείται εθνική επέτειος, δεδομένου ότι ως το 1915 οι κάτοικοι των δύο χωρών αυτών δεν είχαν λάβει μέρος σε άλλη πολεμική σύγκρουση. Η Anzac Day εορτάζεται επίσης στα Νησιά Κουκ, στο νησί Νιούε, στη Σαμόα και στην Τόνγκα. Μεγάλες εκδηλώσεις μνήμης γίνονται στα συμμαχικά νεκροταφεία της Καλλίπολης, στην Τουρκία.
Από τον Απρίλιο 1915 ως το 1920 εκατοντάδες νεκροί στρατιώτες της εκστρατείας της Καλλίπολης θάφτηκαν στο «Συμμαχικό Νεκροταφείο Πορτιανού», το οποίο διατηρείται ως σήμερα. Υπάρχουν 352 τάφοι Βρετανών, Γάλλων, Καναδών, Αυστραλών, Νεοζηλανδών, Αιγυπτίων και Ινδών. Την περίοδο αυτή στο Πορτιανού είχε στήσει το στρατηγείο του ο εμπνευστής της εκστρατείας Ουΐνστον Τσόρτσιλ, του οποίου η πολυθρόνα εκτίθεται στο Λαογραφικό Μουσείο. Το 2ο Συμμαχικό Νεκροταφείο (παρόμοιο μ' αυτό του Μούδρου) βρίσκεται Β.Δ. της εκκλησίας Πορτιανού «Εισόδια της Θεοτόκου».
Άρχισε να δημιουργείται από τον Αύγουστο το 1915 και βρισκόταν σε χρήση μέχρι το 1920. Στην αρχή ήταν ένα απέραντο χωράφι. Η περιμάνδρωση έγινε γύρω στο 1923 - 1924 από συνεργείο του Κώστα Βόγδανου, το οποίο κατασκεύασε και τις επικλινείς πέτρες. Τα στοιχεία των νεκρών στρατιωτών ήρθαν έτοιμα από την Ιταλία. Τα δέντρα φυτεύτηκαν το 1927 περίπου από το Χρήστο Ιλερή, πατέρα του Δημήτρη Ιλερή, που ήταν υπεύθυνος μέχρι το 1946 για τα τρία νεκροταφεία: Μούδρου, Πορτιανού και Αράπικα ή Αραβικά. Πίσω από το νεκροταφείο στο Β. μέρος αυτού, υπήρχε μία σκηνή όπου έμειναν δυο μεσήλικοι Άγγλοι νεκροθάφτες. Τους νεκρούς μετέφεραν με κάρα, τα οποία έσυραν Ουγγαρέζικα άλογα.
Στο 2ο Συμμαχικό Νεκροταφείο Πορτιανού κείτονται θαμμένοι άνδρες ηλικίας από 17 μέχρι 56 ετών. Στην παραθαλάσσια περιοχή ανατολικά του Πορτιανού μεταξύ Μαντράκι και Ξηρόλιμνης βρίσκεται και άλλο νεκροταφείο το λεγόμενο «Αράπικο». Δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ανώνυμοι νεκροί είναι θαμμένοι μεταξύ του περιφραγμένου χώρου και του τοίχου που προβάλλει Νότια. Σε ανάμνηση του γεγονότος μέσα στον περιφραγμένο χώρο υπάρχει ένας γρανιτένιος κόλουρος κώνος με δύο μαρμάρινες εντοιχισμένες πλάκες. Πάνω στη βόρεια πλάκα είναι γραμμένα τα εξής:
"ΟΝΕ ΗUNDRED AND SEVENTY ΜΕΝ ΟF ΤΗΕ ΗΕGΥΡΤΙΑΝ LAΒΟUR GΟRΡS ΑRΕ ΒURΙΕD ΝΕΑR ΤΗΙS SΡΟΤ"
"Εκατόν εβδομήντα άντρες του Αιγυπτιακού εργατικού στρατιωτικού σώματος είναι θαμμένοι κοντά σε αυτό το σημείο."
Πάνω στη νότια πλάκα είναι γραμμένα τα εξής:
"FIFTY FIVE TUSKISH SOLDIERS ARE BURIED NEAR THIS SPOT"
"Πενήντα πέντε Τούρκοι στρατιώτες είναι θαμμένοι κοντά σ' αυτό το σημείο."
Οι Τούρκοι στρατιώτες (πιθανόν αιχμάλωτοι από τις επιχειρήσεις της Καλλίπολης) ήταν κρατούμενοι οι οποίοι πέθαναν μεταξύ 1917 - 1919. Επίσης, ένα μίλι από το Πορτιανού πηγαίνοντας προς τα Τσιμάνδρια -κοντά στον Ενετικό πύργο- σκοτώθηκαν 5 Άγγλοι στρατιώτες και 4 Αυστραλοί το 1915. Όλοι αυτοί ετάφησαν εκεί, διότι δεν είχε γίνει ακόμη το νεκροταφείο Πορτιανού, οπότε όταν δημιουργήθηκε τους μετέφεραν σ' αυτό.
Ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος άρχισε τον Αύγουστο του 1914 με την εισβολή της Αυστρίας στη Σερβία. Ο πόλεμος γρήγορα κλιμακώθηκε. Το 1915 έγινε η μεγάλη και πολύνεκρη εκστρατεία των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ κατά των Τούρκων στη χερσόνησο της Καλλίπολης στα Δαρδανέλια. Η Καλλίπολη (Γκελί Μπολού) βρίσκεται στην ομώνυμη στενή χερσόνησο της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και υπάγεται στην επαρχία του Τσανακαλέ. Η πόλη αυτή απέχει περί τα 200 χιλιόμετρα από τη Κωνσταντινούπολη. Σήμερα έχει περίπου 15.000 κατοίκους. Είναι σπουδαίο κέντρο αλιείας καθώς και κονσερβοποίησης σαρδέλας.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο (1915) έγιναν στη περιοχή αυτή πολύ σκληρές και φονικές μάχες μεταξύ των Τούρκων και των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ. Η πρώτη σημαντική μάχη μετά την απόβαση έγινε στις 2 Μαΐου 1915. Στη μάχη αυτή έλαβαν μέρος οι ΑΝΖΑC (στρατιωτικά σώματα Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας). Τους δόθηκε η εντολή να καταλάβουν ένα Ύψωμα 500 μέτρων με κωδικό αριθμό «Baby». Στην έφοδό τους αυτή σκοτώθηκαν 1000 άνδρες. Τέσσερες μέρες μετά στις 6 Μαΐου 1915 μετακινήθηκαν 2 Ταξιαρχίες (17.000 άνδρες) στο μέτωπο του Ελλησπόντου. Και οι δύο μεραρχίες υπέστησαν πολύ μεγάλες απώλειες. Ακολούθησε η Μάχη της Κριθείας στις 19 Μαΐου 1915.
Στη μάχη αυτή έλαβαν μέρος συνολικά 42.000 Τούρκοι. Και αυτοί υπέστησαν βαρύτατες απώλειες. Στις 24 Μαΐου 1915 όλος ο τόπος αυτός ήταν σπαρμένος με νεκρούς άνδρες. Οι Τούρκοι ζήτησαν ανακωχή για να περισυλλέξουν τους 3.000 νεκρούς και 10.000 τραυματίες τους. Οι Αυστραλοί μετρούσαν 160 νεκρούς και 486 τραυματίες. Οι νεκροί των μαχών τ’ άφησαν σε μια περιοχή που ονομάστηκε Νο man΄s land. Η περιοχή αυτή αποτελεί χώρο Μνήμης και Τιμής των νεκρών της μάχης. Η εκεχειρία κράτησε 5 εβδομάδες.. Οι αντίπαλοι αντάλλασσαν μεταξύ τους από όρυγμα σε όρυγμα σοκολάτες, καπνό αλλά και κονσέρβες με φαγητό.
Πολλοί χαρακτήρισαν το πόλεμο αυτό ως «Πόλεμο των κυρίων». Στις μάχες του πολέμου της Καλλίπολης δεν χρησιμοποιήθηκαν δηλητηριώδη αέρια. Ενώ σε άλλα μέτωπα γινόταν μεγάλη χρήση χημικών αερίων. Στις 28 Ιουνίου 1915 άρχισε η μάχη της Νεροσυρμής. (Gully Ravine) προς το μέτωπο του Αιγαίου. Στη μάχη αυτή οι Τούρκοι έχασαν 14.000 άνδρες μέσα σε 10 μέρες. Στη μάχη του Sari Bair το μήνα Αύγουστο 1915 το Τάγμα του Wellington που απαριθμούσε 760 άνδρες έχασε τους 711 από τη δύναμη του. Οι μήνες για τους εμπολέμους περνούσαν εφιαλτικοί. Μετά από 8 μήνες μαχών πάρθηκε η απόφαση από τους Συμμάχους να εκκενωθεί η χερσόνησος της Καλλίπολης.
Διότι θεώρησαν ότι ο σκοπός της κατάληψης της είχε αποτύχει. Απώτερος στόχος ήταν να γίνει κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Οι στρατιώτες είχαν καταπονηθεί πολύ και από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στη περιοχή αυτή. Λέγεται δε ότι η εκκένωση θεωρήθηκε πολύ επιτυχημένη. Οι ANZAC κράτησαν τα μετόπισθεν με τα όπλα στα χέρια. Για να παραπλανήσουν τους Τούρκους έπαιζαν οι στρατιώτες ράγμπι. Οι τελευταίοι Βρετανοί στρατιώτες αφού αναχαίτισαν μια ακόμα επίθεση των Τούρκων αποχώρησαν στις 9 Ιανουαρίου 1916. Δεν πρόλαβαν να καταστρέψουν τις μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων που τελικά περιήλθαν στα χέρια των Τούρκων.
Οι απώλειες του πολέμου της Καλλίπολης ήταν πολύ μεγάλες.
Στρατιώτες Νεκροί Τραυματίες
1) Βρετανία 21.255 52.230
2) Γαλλία 10.000 17.000
3) Αυστραλία 8.709 19.441
4) Νεοζηλανδία 2.721 4.752
5) Ινδία 1.358 3.421
Απώλειες των Τούρκων Νεκροί Τραυματίες
86.692 164.617
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση