Το φθινόπωρο του 330 π.Χ., ενώ η στρατιά του Μεγ. Αλεξάνδρου βρισκόταν στην Φράδα της Μαργιανής, κάποιος ονόματι Λίμνοςαπό τη Χαλάστρα της Μακεδονίας, αποφάσισε να σκοτώσει τον Αλέξανδρο και προσπαθούσε να πείσει τον Νικόμαχο, έναν από τους παίδες της ακολουθίας να τον βοηθήσει.
Ο Νικόμαχος δεν δέχθηκε και το είπε στον αδελφό του,Κεβαλίνο, ο οποίος αποφάσισε να παρουσιασθούν στον Αλέξανδρο προκειμένου να τον ενημερώσουν. Φτάνοντας στην Αυλή, συνάντησαν τον Φιλώτα και του εξήγησαν γιατί ήθελαν να δουν τον βασιλιά.
Εκείνος τους είπε ότι ο βασιλιάς είχε σοβαρότερα θέματα εκείνη την ημέρα. Όταν επανέλαβε το ίδιο επιχείρημα και στη δεύτερη επίσκεψή τους, οι δύο νέοι τον υποψιάστηκαν και στράφηκαν στον Κρατερό, που τους οδήγησε αμέσως στον βασιλέα.
Κατά τη σύλληψή του ο Λίμνος αντιστάθηκε και σκοτώθηκε. Αυτή είναι η εκδοχή του Πλούταρχου, ενώ κατά τον Διόδωρο, ο Λίμνος συνελήφθη, ομολόγησε και μετά αυτοκτόνησε. Σύμφωνα με τον Κούρτιο, πριν αυτοκτονήσει πρόλαβε να ονομάσει ως συνεργούς του τους Πευκόλαο, Νικάνορα, Αφόβητο, Ιόλαο, Διόξενο,Αρχέπολι, Αμύντα και τον σωματοφύλακα Δημήτριο.
Ο Διόδωρος είναι ο μοναδικός αρχαίος Έλληνας συγγραφέας, που κάνει λόγο για άλλους καταδικασθέντες, αλλά δεν τους αναφέρει ονομαστικά. Λέει μόνο ότι ανάμεσά τους ήταν και ο Παρμενίων, που είχε θεωρηθεί ως ιθύνων νους της συνομωσίας.
Για τον σωματοφύλακα Δημήτριο ο Αρριανός αναφέρει ότι συνελήφθη αργότερα, στη γη των Ευεργετών, επειδή ο Αλέξανδρος υποψιάσθηκε ότι συμμετείχε στη συνομωσία
<Ρωμαϊκό αντίγραφο προτομής του αρχαίου Έλληνα στρατηγού Παρμενίωνα
Οι Μακεδόνες θεωρούσαν ότι δεν ήταν δυνατόν να είχε αποφασίσει και οργανώσει τη συνομωσία μόνος του ο Λίμνος, ένας ασήμαντος άνθρωπος από μία μικρή πόλη. Πίστεψαν ότι τον είχαν επιστρατεύσει κάποιοι με μεγάλο κύρος και εξουσία.
Έπρεπε λοιπόν να αναζητήσουν κι άλλους συνωμότες, ανάμεσα στους επιφανέστερους και πιο έμπιστους αξιωματικούς, με πρώτο και κυριότερο τον Φιλώτα και όσους εκείνος είχε προωθήσει στην ιεραρχία.
Ο Φιλώτας και οι συγκατηγορούμενοί του παρουσιάσθηκαν και απολογήθηκαν ενώπιον της εκκλησίας των Μακεδόνων. Ανάμεσά τους ήσαν οι Αμύντας, Πολέμων,Άτταλος και Σιμμίας, οι τέσσερις γιοι ενός από τους σημαντικότερους αξιωματικούς του Αλεξάνδρου, του Ανδρομένηαπό την Τύμφη της Άνω Μακεδονίας.
Ο Αμύντας ήταν ταξιάρχης και αναφέρεται ονομαστικά στην πολιορκία της Θήβας, στη μάχη του Γρανικού, στην πολιορκία της Αλικαρνασσού, στη μάχη της Ισσού, στις επιχειρήσεις κατά των Μάρδων, των Ταπούρων και του Σατιβαρζάνη στην Αρεία. Δεν πολέμησε στα Γαυγάμηλα, διότι είχε σταλεί στη Μακεδονία για στρατολόγηση.
Ο Αμύντας, μετά την αθώωσή του στη συγκεκριμένη δίκη, σκοτώθηκε από βέλος στην πολιορκία κάποιου χωριού. Ο Άτταλος μετά την αθώωσή του εμφανίζεται ως τριήραρχος στην κάθοδο του Υδάσπη.
Ο Σιμμίας ως ταξιάρχης στη μάχη των Γαυγαμήλων, πολέμησε στο κέρας του Παρμενίωνα, που κινδύνεψε να ηττηθεί. Αυτοί φαίνεται ότι κατηγορήθηκαν, επειδή ήταν στενοί φίλοι του Φιλώτα, αμέσως μετά τη σύλληψη του οποίου ο Πολέμων αυτομόλησε ή λιποτάκτησε με σκοπό να αυτομολήσει.
Οι άλλοι τρεις υπέμειναν τη δίκη, αντέκρουσαν σθεναρά τις κατηγορίες και τελικά αθωώθηκαν. Ο Αμύντας πήρε την άδεια να φέρει πίσω τον Πολέμωνα, πράξη την οποία έκανε την ίδια ημέρα και με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε την αθώωση και του Πολέμωνα
<Φιλώτας
Ο Φιλώτας αρχικά αρνήθηκε τη συμμετοχή του στη συνομωσία και παραδέχθηκε μόνο ότι αποσιώπησε τις πληροφορίες, που είχε. Όμως αυτό ούτως ή άλλως τον καθιστούσε συνεργό στη συνομωσία και με δεδομένη την απιστία του προς τον βασιλιά και την κατόπιν βασανιστηρίων ομολογία του, κρίθηκε ένοχος, όπως και οι άλλοι συνωμότες. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δι’ ακοντισμού, όπως προέβλεπε η Μακεδονική νομοθεσία.
Δεν είναι σαφές ότι ο Παρμενίων συμμετείχε στη συνωμοσία, αν και ο Κούρτιος λέει ότι είχε υποκλαπεί μια επιστολή προς τους γιους του με διφορούμενη σημασία. Ήταν όμως ο δεύτερος τη τάξει μετά τον Αλέξανδρο, πιστός στον Οίκο των Αργεαδών από την εποχή του Φιλίππου, είχε σημειώσει αμέτρητες επιτυχίες στα πεδία των μαχών και είχε την εκτίμηση και αποδοχή όλων των Μακεδόνων, των συμμάχων και των βαρβάρων. Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει ρήξη μαζί του, αφού είχε εκτελέσει το γιο του.
Έστειλε λοιπόν τον εταίροΠολυδάμανταστη Μηδία, όπου βρισκόταν ο Παρμενίων. Ο Πολυδάμας με δύο Άραβες οδηγούς και ντυμένος Άραβας και ο ίδιος έφτασε στα Εκβάτανα 10 ημέρες αργότερα με διαταγές προς τους υφισταμένους του Παρμενίωνα στρατηγούς, Κλέανδρο, Σιτάλκηκαι Μενίδα, οι οποίοι και εκτέλεσαν το διοικητή τους.
Ο δεύτερος γιος του Παρμενίωνα και διοικητής των υπασπιστών, ο Νικάνωρ, είχε ήδη πεθάνει από κάποια ασθένεια κατά την καταδίωξη του Βήσσου και γλίτωσε την ατίμωση. Ο τρίτος γιος του Παρμενίωνα, ο Έκτωρ, ένας πολύ συμπαθής στον Αλέξανδρο νέος, είχε πνιγεί στην Αίγυπτο, όταν ανατράπηκε η υπερφορτωμένη βάρκα του.
Ο Παρμενίων και η οικογένειά του αφανίσθηκαν ακολουθώντας `στην Ασία τον βασιλιά, τον οποίο υποστήριξαν και το στρατό του οποίου οδήγησαν νικηφόρα σε όλες τις μάχες. Ήταν μεγάλη αδικία, την οποία μπορούσε να αποφύγει ο Αλέξανδρος, αφού ουδείς κατονόμασε τον Φιλώτα ως συνεργό του.
Αν τον εξαιρούσε από τη δίκη, μπορούσε να τον εξουδετερώσει αναθέτοντάς του κάποιο αξίωμα σε σατραπεία στα μετόπισθεν, όπως είχε κάνει και με τον πατέρα του.
Τότε δεν θα χρειαζόταν να δολοφονήσει τον Παρμενίωνα. Όμως δεν μπορούσε να γίνει βασιλέας της Ασίας, αν παρέμενε ανεκτικός, ούτε μπορούσε να επιτρέπει προκλήσεις προς το πρόσωπό του, όταν επεδίωκε να αναγνωρισθεί ως θεός. Ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει αμετάκλητα να γίνει ένας Ελληνόφωνος Ασιάτης Μέγας Βασιλεύς.
Αν δεν είχε προκύψει το πρόβλημα με το Φιλώτα, ο Παρμενίων μάλλον θα αποτελούσε μία πρωτογενή πηγή πληροφοριών, σημαντικότερη από τον Πτολεμαίο και τον Αριστόβουλο. Όσο ζούσε, η όλη δράση του αλλά και η έμπρακτη εκτίμηση του Αλεξάνδρου προς αυτόν δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη δυσφημιστικής προπαγάνδας εναντίον του. Μετά την αιφνίδια απομάκρυνσή του απ’ τη ζωή και πριν προλάβει να αφήσει τη δική του εκδοχή για την εκστρατεία, ο Αλέξανδρος ήταν υποχρεωμένος να τον δυσφημίσει και να τον μειώσει, ώστε να απαλύνει τις δυσμενείς εντυπώσεις από τη δολοφονία.
<Δίκη του Φιλώτα
Ο καταλληλότερος απ’ όσους ανέλαβαν τη μετά θάνατον δυσφήμηση του Παρμενίωνα, ήταν ο Καλλισθένης, μέσω της επίσημης ιστορίας της εκστρατείας που συνέτασσε. Το έργο του δεν σώθηκε ως τις μέρες μας, αλλά από το σχόλιό του για τα κίνητρα του Παρμενίωνα στη μάχη των Γαυγαμήλων δεν προκύπτει αντικειμενικότητα.
Σύμφωνα με τους Έλληνες ιστορικούς, η μόνη πρόταση του Παρμενίωνα, την οποία δέχθηκε ο Αλέξανδρος, ήταν η επιθεώρηση του πεδίου πριν τη μάχη των Γαυγαμήλων.
Η πρόταση να μην εισβάλει στην Ασία πριν παντρευτεί κι αποκτήσει διάδοχο, η αναβολή της επίθεσης στο Γρανικό ως το επόμενο χάραμα, η κατά θάλασσα σύγκρουση με τους Πέρσες τον πρώτο χρόνο της εκστρατείας, ο συμβιβασμός με την πρόταση του Δαρείου για ειρήνη, η νυχτερινή επίθεση στα Γαυγάμηλα, φέρονται όλες να απορρίφθηκαν.
Δηλαδή οι προπαγανδιστές (επικοινωνιολόγοι) του Αλεξάνδρου κατασκεύασαν έναν Παρμενίωνα, που ενώ ήταν ο δεύτερος τη τάξει αξιωματικός, δεν έκανε κάποια πρόταση που να έγινε αποδεκτή, ή που εκ των υστέρων να αποδειχθεί σωστή. ΣτηΔραγγιανή, οι επικοινωνιολόγοι του Αλεξάνδρου σημείωσαν ακόμη μία επιτυχία, μετονόμασαν την Φράδα σε Προφθασία, επειδή εκεί ο Αλέξανδρος πρόφτασε τους συνωμότες.
Μια και είχε συγκληθεί η εκκλησία των Μακεδόνων, το αρμόδιο όργανο για την αντιμετώπιση πολιτειακών ζητημάτων, ο Αλέξανδρος προσήγαγε σε δίκη και τον πρώτο που συνωμότησε εναντίον του, τον Αλέξανδρο του Αερόπου. Είχαν περάσει τρία χρόνια από τη σύλληψή του και παρέμενε φυλακισμένος χωρίς δίκη, επειδή φέρεται ότι ήταν παντρεμένος με μία από τις κόρες του Αντίπατρου, αλλά τώρα πια είχε τελειώσει η ανοχή του βασιλιά. Στην απολογία του ο Λυγκηστής αριστοκράτης δεν μπόρεσε να παρουσιάσει επιχειρήματα, οι εις βάρος του αποδείξεις ήταν συντριπτικές και καταδικάστηκε κι αυτός σε θάνατο.
Το τελευταίο, που χρειαζόταν ο Αλέξανδρος ήταν οι συνομωσίες. Ήδη για να περιορίσει την ισχύ των αξιωματικών του είχε δημιουργήσει δύο λόχους σε κάθε ίλη και τώρα έκανε ένα βήμα παραπάνω. Χώρισε το ιππικό των εταίρων σε δύο τμήματα και όρισε διοικητές δύο στενούς φίλους του, τον Ηφαιστίωνα του Αμύντορα και τον μέχρι τότε διοικητή της βασιλικής ίλης, τονΚλείτο του Δρωπίδη. Ωστόσο παρά την εκτέλεση των συνωμοτών και τις ενέργειες για αποτροπή νέων συνωμοσιών, η συμπεριφορά του δημιούργησε τις προϋποθέσεις για νέες συνομωσίες και για περισσότερες αντιδράσεις.
Η εξουσία των Μακεδόνων βασιλέων δεν ήταν τόσο περιορισμένη όσο των Σπαρτιατών ομολόγων τους, δεν έπαυε όμως να υπόκειται στον έλεγχο της αριστοκρατίας και της εκκλησίας των Μακεδόνων. Στην πρώτη κρίσιμη σύγκληση της εκκλησίας των Μακεδόνων κατά την εκστρατεία, ο Αλέξανδρος απέσπασε τη συγκατάθεσή τους για συνέχιση της προέλασης.
Τα μέχρι τότε δυσμενή γι’ αυτόν στοιχεία, δηλαδή την υιοθέτηση του τυπικού των Περσών βασιλέων και τη μεγάλη διάρκεια της εκστρατείας, μπορούσε να τα αντιπαρέρχεται με δωροδοκίες.
Το νέο δυσμενές στοιχείο, την δολοφονία του Παρμενίωνα, έπρεπε να το εξουδετερώσει με δραστικότερα μέτρα. Δεν ήταν λίγοι οι Μακεδόνες, που αγανακτισμένοι με αυτήν την πράξη, εκδηλώθηκαν ανοιχτά κατά του βασιλέα τους και προστέθηκαν στους ήδη υπάρχοντες αντιφρονούντες, δυσχεραίνοντας μία μελλοντική χειραγώγηση της εκκλησίας από τον Αλέξανδρο.
Για να αποτρέψει μεγαλύτερη εξάπλωση της εναντίον του οργής και δυσαρέσκειας, φέρεται να δημιούργησε μία νέα μονάδα, την οποία ονόμασετάγμα ατάκτων. Εκεί ενέταξε υποχρεωτικά και αδιακρίτως έθνους, όσους Μακεδόνες καταφέρονταν ανοιχτά εναντίον του καθώς και όσους διαπίστωσε ότι τον κατηγορούσαν στους συγγενείς του στη πατρίδα, βλάπτοντας την εικόνα του στην Ελλάδα. Για να τους εντοπίσει δε, τους προέτρεψε να γράψουν γράμματα στους συγγενείς του και στη συνέχεια υπέκλεψε την αλληλογραφία τους.
Βέβαια αυτή η πράξη δεν είναι πρωτοφανής, αφού και σήμερα οι ισχυρές κυβερνήσεις της Δύσης υποκλέπτουν όλες τις ιδιωτικές επικοινωνίες των πολιτών τους, παραβιάζοντας το νομοθετικά κατοχυρωμένο απόρρητο με την ίδια ακριβώς πρόφαση: την εθνική ασφάλεια.
Αν όμως πράγματι συνέβη αυτό, όπως παραδίδουν ο Διόδωρος κι ο Πολύαινος, τότε ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε να δημιουργήσει κάτι σαν Τμήμα Υποκλοπών και Εσωτερικής Ασφάλειας και να το επανδρώσει με μεγάλο αριθμό εμπίστων. Τίποτα ανάλογο δεν υπήρχε στις Ελληνικές δημοκρατίες ή έστω στις «συνταγματικές βασιλείες», ίσως μόνο στις τυραννίδες, και χωρίς αμφιβολία χειροτέρεψε την εικόνα του Αλεξάνδρου κυρίως στους δικούς του ανθρώπους.
Ο φόνος του Παρμενίωνα θορύβησε και τον Αντίπατρο. Ως στρατηγός του Φιλίππου είχε αποκτήσει το σεβασμό και την εκτίμηση πολλών Ελλήνων. Τώρα πλέον έκρινε σκόπιμο να διαχωρίσει τη θέση του από τον Αλέξανδρο και να αναζητήσει προσωπικά ερείσματα στον Νότο. Νωρίτερα την ίδια χρονιά, το 330 π.Χ, οι Αιτωλοί είχαν αλώσει μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Ακαρνανίας, τους Οινιάδες και ο Αλέξανδρος τους είχεαπειλήσει ότι θα τους τιμωρούσε εκείνος και όχι οι απόγονοι των Οινιαδών.
Ο Αντίπατρος ήλθε λοιπόν σε συνεννόηση και αντάλλαξε εγγυήσεις με τους Αιτωλούς, οι οποίοι φοβόντουσαν την εκδίκηση του Αλεξάνδρου και τους οποίους (μαζί με τους Αθηναίους) φοβόταν ο Αλέξανδρος περισσότερο από τους άλλους Έλληνες.