Το ζήτημα του νόμου, όπως και κάθε ζήτημα ιδεών και αρχών, είναι εξαιρετικά περίπλοκο και η όποια απλοποίησή του στη διαδικασία επιβολής του μπορεί να οδηγήσει σε ολοκληρωτισμό. Στα σύγχρονα συντάγματα είναι γενική επιταγή η ισότητα, δηλαδή ότι ο νόμος πρέπει να αντιμετωπίζει με ισότητα όλους τους πολίτες (φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις για λόγους ανθρωπισμού και άλλες σοβαρές ανάγκες).
Πέραν όμως του ότι μπορεί να υπάρξουν νόμοι που παραβιάζουν αυτή την επιταγή του συντάγματος, υπάρχει και η δυνατότητα να παραβιάζεται η περί ισότητας διάταξη του συντάγματος όχι από τον ίδιο τον νόμο αλλά είτε από τον τρόπο που εφαρμόζεται ή δεν εφαρμόζεται από την εκτελεστική εξουσία είτε από δυσλειτουργίες στη δικαστική απονομή της.
Μία τέτοια περίπτωση είναι η επιλεκτική εφαρμογή του νόμου, δηλαδή όταν λόγω διαπλοκής ή δωροδοκίας των κρατικών οργάνων ο νόμος παρακάμπτεται σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ σε άλλες εφαρμόζεται αυστηρά (συνήθως παρακάμπτεται στους ισχυρούς και εφαρμόζεται στους αδύναμους, όπως είχε διαπιστώσει ο αρχαίος σκύθης σοφός Ανάχαρσις). Αυτό αποτελεί ευθεία και de facto (στην πράξη) καθιέρωση της ανισότητας, γιατί τα βάρη - όποια και να είναι - διανέμονται άνισα και δημιουργούν μεγάλη διαφορά κοινωνικής ισχύος, η οποία κατόπιν αυτοτροφοδοτείται, γιατί η δύναμη έχει την τάση να αυξάνει τον εαυτό της. Επομένως, σε εποχές κρίσης η αυστηρή τήρηση του νόμου όχι σε όλους αλλά επιλεκτικά είναι μέτρο που επιφέρει ανισότητα.
Αλλά και σε εποχές μη κρίσης προετοιμάζει την επόμενη κρίση, γιατί η αντιδημοκρατικότητα οδηγεί πάντοτε σε ανισότητα. Η δε ανισότητα είναι αντιδημοκρατική ακόμη και σύμφωνα με την αρχαία σκέψη, όπως σύμφωνα με τον Θαλή (Πλουτ. Συμπ. 7 Σοφ.) «αρίστη είναι η δημοκρατία εκείνη, όπου οι πολίτες δεν είναι ούτε πάρα πολύ πλούσιοι ούτε πάρα πολύ φτωχοί».
Μια παρόμοια περίπτωση είναι εκείνη όπου η τήρηση του νόμου μπορεί να επιφέρει σημαντική βλάβη στην ακεραιότητα των ατόμων και της κοινωνίας, όταν δηλαδή η τήρηση του νόμου δεν συμβαδίζει με την βασική ανάγκη της εποχής ή του ατόμου. Αυτό μπορεί να συμβεί σε απλά και σχετικά ασήμαντα πράγματα αλλά και σε πολύ σημαντικά. Συνήθως σε μια ευνομούμενη πολιτεία αυτά προβλέπονται νομοθετικά, αλλά πάντοτε η διοίκηση κάνοντας καταχρηστική ερμηνεία της διακριτικής της ευχέρειας μπορεί να εφαρμόσει άνισα τον νόμο.
Λέγεται ότι η δικαιοσύνη πρέπει να είναι τυφλή, για να είναι αδέκαστη, αλλά από το άλλο μέρος πρέπει και να βλέπει, ώστε ο νόμος και η εφαρμογή του να διαπνέεται από ανθρωπισμό και πολιτισμό. Ένα παράδειγμα (εκτός ιστορίας) είναι ο Ιαβέρης και ο Γιάννης Αγιάννης στους Αθλίους του Β. Ουγκώ, όπου ο πρώτος καταδίωξε με μανία τον δεύτερο που είχε κλέψει λίγη τροφή λόγω πείνας. Αλλά δεν είναι πάντοτε τόσο απλοϊκά τα παραδείγματα, μπορεί να είναι πολύ πιο σύνθετα και να αφορούν μεγάλες συλλογικότητες.
Σε περίπτωση κοινωνικής οικονομικής καταστροφής όπως στην Ελλάδα τα πράγματα αναδύονται πιο έντονα και τα παραπάνω παίρνουν μία περισσότερο έκδηλη και επικίνδυνη μορφή, γιατί η εφαρμογή του νόμου μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την γενική και ευρεία καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (των αληθινών βέβαια, γιατί υπάρχει και μία κατάχρηση στην επίκλησή τους). Αλλά καμία αληθινή δικαιοσύνη δεν δέχεται μία τέτοια προσβολή των δικαιωμάτων για χάρη της εφαρμογής ενός νόμου, χωρίς να ζυγίζονται προηγουμένως με σχετική ακρίβεια οι διακινδυνευόμενες αξίες στη μία και στην άλλη πλευρά της περίπτωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ένα δικαίωμα είναι του δανειστού που δικαιούται να εισπράξει την απαίτησή του (εάν βέβαια αποδειχθεί ότι όντως αυτή υπάρχει και είναι νόμιμη βάσει της υπάρχουσας εθνικής και διεθνούς νομοθεσίας και όχι βάσει πολιτικών πεποιθήσεων) και το άλλο είναι το ατομικό δικαίωμα του πολίτη για ελεύθερη ανάπτυξη, για ισότητα και όλα τα άλλα ατομικά δικαιώματα μαζί με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που πλήττονται και μάλιστα σε μαζική ή συλλογική κλίμακα.
Πρέπει να υπολογιστεί το διακύβευμα της κάθε περίπτωσης και να συγκριθούν, για να δοθεί μια κατάλληλη απάντηση στο πρόβλημα. Αν δεν γίνει αυτό, τότε απλώς ο ισχυρότερος θα επιβάλει το δικό του δικαίωμα ή συμφέρον. Ένα άλλο παράδειγμα, από τη λογοτεχνία πάλι, ήταν ο Σάυλοκ στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ που ήθελε να κόψει κομμάτι από τη σάρκα ενός οφειλέτη του, επειδή τέτοια ήταν η συμφωνία τους και σύμφωνα με το δίκαιο αυτή έπρεπε να τηρηθεί, ακόμη μάλιστα και αν ο οφειλέτης του έδινε τα χρήματά του αλλά καθυστερημένα.
Το επόμενο πρόβλημα είναι το κόστος απονομής δικαιοσύνης για τον πολίτη που μπορεί να καταστήσει αδύνατη για τους πολλούς (τους οικονομικά αδύναμους) την επιδίωξη της απονομής δικαιοσύνης στα ζητήματα που τους απασχολούν, ενώ αντιθέτως για τους εύπορους το οικονομικό κόστος δεν θα είναι εμπόδιο. Η δικαιοσύνη θα καταλήξει να απονέμεται μόνον στις μεγάλης οικονομικής αξίας απαιτήσεις και οι μικρές - και ασήμαντες για τους ισχυρούς - υποθέσεις και όλο το πλέγμα ζωής που είναι συνυφασμένο με αυτές και αφορά το μεγάλο πλήθος των πολιτών θα βρίσκεται ντε φάκτο εκτός νομικής κάλυψης – πράγμα που ενισχύει την ανισότητα.
Η δημοκρατία πρέπει να αποβλέπει στην βελτίωση όλων των όρων ζωής συμπεριλαμβάνοντας όλα τα κοινωνικά επίπεδα και όχι σε μια ελιτίστικη κατανόησή τους. Επομένως, ο μεν συνταγματικός κανόνας μπορεί να θεσπίζει την ισότητα, αλλά ο ειδικότερος νόμος για τις δικαστικές δαπάνες μπορεί να την παραβιάζει.
Αν επιπλέον συγκρίνει κανείς αυτό με τις πρόσφατες τάσεις για νέους ειδικότερους νόμους που θα λειτουργήσουν αντίστροφα, ελαφρύνοντας το δικαστικό κόστος για ειδικές ομάδες ισχυρών νομικών προσώπων, τότε η ανισότητα αυτή παύει να είναι τυχαίο αποτέλεσμα ατυχών νομικών ρυθμίσεων αλλά καθίσταται σκοπούμενη.
Στη λειτουργία της δικαιοσύνης υπάρχει και το πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής της που και πάλι οδηγεί σε ανισότητες. Σε αυτή την καθυστέρηση μπορεί να εμπλέκονται πολλοί παράγοντες αρχίζοντας από τον μεγάλο αριθμό των υποθέσεων, την επάρκεια των αρμόδιων υπηρεσιών και τεχνικών μέσων και φθάνοντας μέχρι την υπευθυνότητα δικαστών και υπαλλήλων.
Ένα άλλο πρόβλημα ανισότητας είναι η άγνοια νόμου. Αυτή μεν δεν αποτελεί λόγο απαλλαγής από την ευθύνη της παραβίασης του νόμου, αλλά σε μία χώρα καταστρεφόμενη και με, υπερβολικά και πέραν του ανεκτού, εκτεταμένη πολυνομία και αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των υπαρχόντων νόμων όπως η Ελλάδα, η λόγω άγνοιας παράβαση του νόμου είναι εύκολο να υπάρξει καθώς και η λόγω άγνοιας μη χρήση των ευκαιριών που μπορεί να προσφέρει. Η δε πολυπλοκότητα του νομικού συστήματος (που μέρος της είναι και η πολυνομία) μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να υποδηλώνει απουσία δικαιοσύνης και ισότητας και σε κάθε περίπτωση καθιστά αδύνατο τον δημοκρατικό έλεγχο τόσο της νομοθεσίας όσο και της εφαρμογής της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο νόμος πρέπει να είναι απλοϊκός - γιατί δεν μπορεί να είναι τέτοιος - όμως πρέπει να είναι προσιτός και φιλικός προς τους πολίτες και να παρέχει μία σταθερότητα, όπου θα στηρίζεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη που αποτελεί μία από τις βάσεις της ευνομούμενης πολιτείας και της δημοκρατίας. Είναι ίσως η κατάλληλη εποχή, λόγω της παγκόσμιας κρίσης οικονομίας, σχέσεων και αξιών, να επαναδιευκρινιστεί το νόημα του νόμου και να ξεφύγει από μία φανατική επιβολή, από την αντίληψή του ως πεδίου διαπλοκής και από την παρουσίασή του ως απευκταίας τιμωρίας.
Πέραν όμως του ότι μπορεί να υπάρξουν νόμοι που παραβιάζουν αυτή την επιταγή του συντάγματος, υπάρχει και η δυνατότητα να παραβιάζεται η περί ισότητας διάταξη του συντάγματος όχι από τον ίδιο τον νόμο αλλά είτε από τον τρόπο που εφαρμόζεται ή δεν εφαρμόζεται από την εκτελεστική εξουσία είτε από δυσλειτουργίες στη δικαστική απονομή της.
Μία τέτοια περίπτωση είναι η επιλεκτική εφαρμογή του νόμου, δηλαδή όταν λόγω διαπλοκής ή δωροδοκίας των κρατικών οργάνων ο νόμος παρακάμπτεται σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ σε άλλες εφαρμόζεται αυστηρά (συνήθως παρακάμπτεται στους ισχυρούς και εφαρμόζεται στους αδύναμους, όπως είχε διαπιστώσει ο αρχαίος σκύθης σοφός Ανάχαρσις). Αυτό αποτελεί ευθεία και de facto (στην πράξη) καθιέρωση της ανισότητας, γιατί τα βάρη - όποια και να είναι - διανέμονται άνισα και δημιουργούν μεγάλη διαφορά κοινωνικής ισχύος, η οποία κατόπιν αυτοτροφοδοτείται, γιατί η δύναμη έχει την τάση να αυξάνει τον εαυτό της. Επομένως, σε εποχές κρίσης η αυστηρή τήρηση του νόμου όχι σε όλους αλλά επιλεκτικά είναι μέτρο που επιφέρει ανισότητα.
Αλλά και σε εποχές μη κρίσης προετοιμάζει την επόμενη κρίση, γιατί η αντιδημοκρατικότητα οδηγεί πάντοτε σε ανισότητα. Η δε ανισότητα είναι αντιδημοκρατική ακόμη και σύμφωνα με την αρχαία σκέψη, όπως σύμφωνα με τον Θαλή (Πλουτ. Συμπ. 7 Σοφ.) «αρίστη είναι η δημοκρατία εκείνη, όπου οι πολίτες δεν είναι ούτε πάρα πολύ πλούσιοι ούτε πάρα πολύ φτωχοί».
Μια παρόμοια περίπτωση είναι εκείνη όπου η τήρηση του νόμου μπορεί να επιφέρει σημαντική βλάβη στην ακεραιότητα των ατόμων και της κοινωνίας, όταν δηλαδή η τήρηση του νόμου δεν συμβαδίζει με την βασική ανάγκη της εποχής ή του ατόμου. Αυτό μπορεί να συμβεί σε απλά και σχετικά ασήμαντα πράγματα αλλά και σε πολύ σημαντικά. Συνήθως σε μια ευνομούμενη πολιτεία αυτά προβλέπονται νομοθετικά, αλλά πάντοτε η διοίκηση κάνοντας καταχρηστική ερμηνεία της διακριτικής της ευχέρειας μπορεί να εφαρμόσει άνισα τον νόμο.
Λέγεται ότι η δικαιοσύνη πρέπει να είναι τυφλή, για να είναι αδέκαστη, αλλά από το άλλο μέρος πρέπει και να βλέπει, ώστε ο νόμος και η εφαρμογή του να διαπνέεται από ανθρωπισμό και πολιτισμό. Ένα παράδειγμα (εκτός ιστορίας) είναι ο Ιαβέρης και ο Γιάννης Αγιάννης στους Αθλίους του Β. Ουγκώ, όπου ο πρώτος καταδίωξε με μανία τον δεύτερο που είχε κλέψει λίγη τροφή λόγω πείνας. Αλλά δεν είναι πάντοτε τόσο απλοϊκά τα παραδείγματα, μπορεί να είναι πολύ πιο σύνθετα και να αφορούν μεγάλες συλλογικότητες.
Σε περίπτωση κοινωνικής οικονομικής καταστροφής όπως στην Ελλάδα τα πράγματα αναδύονται πιο έντονα και τα παραπάνω παίρνουν μία περισσότερο έκδηλη και επικίνδυνη μορφή, γιατί η εφαρμογή του νόμου μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την γενική και ευρεία καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (των αληθινών βέβαια, γιατί υπάρχει και μία κατάχρηση στην επίκλησή τους). Αλλά καμία αληθινή δικαιοσύνη δεν δέχεται μία τέτοια προσβολή των δικαιωμάτων για χάρη της εφαρμογής ενός νόμου, χωρίς να ζυγίζονται προηγουμένως με σχετική ακρίβεια οι διακινδυνευόμενες αξίες στη μία και στην άλλη πλευρά της περίπτωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ένα δικαίωμα είναι του δανειστού που δικαιούται να εισπράξει την απαίτησή του (εάν βέβαια αποδειχθεί ότι όντως αυτή υπάρχει και είναι νόμιμη βάσει της υπάρχουσας εθνικής και διεθνούς νομοθεσίας και όχι βάσει πολιτικών πεποιθήσεων) και το άλλο είναι το ατομικό δικαίωμα του πολίτη για ελεύθερη ανάπτυξη, για ισότητα και όλα τα άλλα ατομικά δικαιώματα μαζί με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που πλήττονται και μάλιστα σε μαζική ή συλλογική κλίμακα.
Πρέπει να υπολογιστεί το διακύβευμα της κάθε περίπτωσης και να συγκριθούν, για να δοθεί μια κατάλληλη απάντηση στο πρόβλημα. Αν δεν γίνει αυτό, τότε απλώς ο ισχυρότερος θα επιβάλει το δικό του δικαίωμα ή συμφέρον. Ένα άλλο παράδειγμα, από τη λογοτεχνία πάλι, ήταν ο Σάυλοκ στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ που ήθελε να κόψει κομμάτι από τη σάρκα ενός οφειλέτη του, επειδή τέτοια ήταν η συμφωνία τους και σύμφωνα με το δίκαιο αυτή έπρεπε να τηρηθεί, ακόμη μάλιστα και αν ο οφειλέτης του έδινε τα χρήματά του αλλά καθυστερημένα.
Το επόμενο πρόβλημα είναι το κόστος απονομής δικαιοσύνης για τον πολίτη που μπορεί να καταστήσει αδύνατη για τους πολλούς (τους οικονομικά αδύναμους) την επιδίωξη της απονομής δικαιοσύνης στα ζητήματα που τους απασχολούν, ενώ αντιθέτως για τους εύπορους το οικονομικό κόστος δεν θα είναι εμπόδιο. Η δικαιοσύνη θα καταλήξει να απονέμεται μόνον στις μεγάλης οικονομικής αξίας απαιτήσεις και οι μικρές - και ασήμαντες για τους ισχυρούς - υποθέσεις και όλο το πλέγμα ζωής που είναι συνυφασμένο με αυτές και αφορά το μεγάλο πλήθος των πολιτών θα βρίσκεται ντε φάκτο εκτός νομικής κάλυψης – πράγμα που ενισχύει την ανισότητα.
Η δημοκρατία πρέπει να αποβλέπει στην βελτίωση όλων των όρων ζωής συμπεριλαμβάνοντας όλα τα κοινωνικά επίπεδα και όχι σε μια ελιτίστικη κατανόησή τους. Επομένως, ο μεν συνταγματικός κανόνας μπορεί να θεσπίζει την ισότητα, αλλά ο ειδικότερος νόμος για τις δικαστικές δαπάνες μπορεί να την παραβιάζει.
Αν επιπλέον συγκρίνει κανείς αυτό με τις πρόσφατες τάσεις για νέους ειδικότερους νόμους που θα λειτουργήσουν αντίστροφα, ελαφρύνοντας το δικαστικό κόστος για ειδικές ομάδες ισχυρών νομικών προσώπων, τότε η ανισότητα αυτή παύει να είναι τυχαίο αποτέλεσμα ατυχών νομικών ρυθμίσεων αλλά καθίσταται σκοπούμενη.
Στη λειτουργία της δικαιοσύνης υπάρχει και το πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής της που και πάλι οδηγεί σε ανισότητες. Σε αυτή την καθυστέρηση μπορεί να εμπλέκονται πολλοί παράγοντες αρχίζοντας από τον μεγάλο αριθμό των υποθέσεων, την επάρκεια των αρμόδιων υπηρεσιών και τεχνικών μέσων και φθάνοντας μέχρι την υπευθυνότητα δικαστών και υπαλλήλων.
Ένα άλλο πρόβλημα ανισότητας είναι η άγνοια νόμου. Αυτή μεν δεν αποτελεί λόγο απαλλαγής από την ευθύνη της παραβίασης του νόμου, αλλά σε μία χώρα καταστρεφόμενη και με, υπερβολικά και πέραν του ανεκτού, εκτεταμένη πολυνομία και αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των υπαρχόντων νόμων όπως η Ελλάδα, η λόγω άγνοιας παράβαση του νόμου είναι εύκολο να υπάρξει καθώς και η λόγω άγνοιας μη χρήση των ευκαιριών που μπορεί να προσφέρει. Η δε πολυπλοκότητα του νομικού συστήματος (που μέρος της είναι και η πολυνομία) μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να υποδηλώνει απουσία δικαιοσύνης και ισότητας και σε κάθε περίπτωση καθιστά αδύνατο τον δημοκρατικό έλεγχο τόσο της νομοθεσίας όσο και της εφαρμογής της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο νόμος πρέπει να είναι απλοϊκός - γιατί δεν μπορεί να είναι τέτοιος - όμως πρέπει να είναι προσιτός και φιλικός προς τους πολίτες και να παρέχει μία σταθερότητα, όπου θα στηρίζεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη που αποτελεί μία από τις βάσεις της ευνομούμενης πολιτείας και της δημοκρατίας. Είναι ίσως η κατάλληλη εποχή, λόγω της παγκόσμιας κρίσης οικονομίας, σχέσεων και αξιών, να επαναδιευκρινιστεί το νόημα του νόμου και να ξεφύγει από μία φανατική επιβολή, από την αντίληψή του ως πεδίου διαπλοκής και από την παρουσίασή του ως απευκταίας τιμωρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου