1. Ἤ προσωκρατική ἑνότητα θεωρίας καί πράξης
Ὁ ὁρισμός τοῡ Zeller[1] σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο «σοφία», «στήν ἑλληνική ἐκδοχή τοῦ ὅρου, σήμαινε πάντα ἐκτός ἀπό τή θεωρητική ἑρμηνεία τοῦ κόσμου καί μιάν ὁρισμένη συμπεριφορά στή ζωή», δικαιώνεται μέ τόν Ξενοφάνη, τόν ποιητή-φιλόσοφο ἀπό τήν Κολοφώνα, ὁ ὁποῖος, ἄν καί δέν ἔδρασε πολιτικά, ὅπως ἄλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, οὔτε ρίζωσε σέ μία πόλη, δέν ὑπῆρξε ἀδιάφορος γιά τά πολιτικά πράγματα: τήν πολιτική του συνείδηση ἐκφράζει ὁ λόγος του ὅτι «ἡ σοφία» εἶναι κύριος συντελεστής τῆς εὐνομίας καί τῆς εὐημερίας τῆς πόλης (Β 2.19,22). Τό ἀγωνιστικό στοιχεῖο τοῦ πνεύματός του ἐκδηλώνει ἡ πολεμική στά ψεύδη τῆς λαϊκῆς θρησκείας καί τῆς ἀνθρωπομορφικῆς θεολογίας τοῦ Ὁμήρου καί τοῦ Ἡσιόδου καί τό θαρραλέο κήρυγμα γιά τόν ἕνα λογικό θεό, κυβερνήτη τῶν «πάντων». Τά βιογραφικά δεδομένα φανερώνουν μία φύση ἀνειρήνευτη πού ζήτησε νά ἀνοιχθεῖ στόν χῶρο τῆς ζωῆς καί τῆς γνώσης: ὁ ἴδιος λέει ὅτι ἑξήντα ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια γύριζε, θαρραλέος ἀποδημητής, ἀπό τόπο σέ τόπο (Β 8), πέρασε ἀπό ὅλα τά πεδία τῆς ἔρευνας ζητώντας τήν καλύτερη γνώση (Β 34) γιά τόν θεό καί τά «πάντα» καί πραγμάτωσε τό γνωστικό, αἰσιόδοξο πιστεύω του, ὅτι μέ τόν χρόνο καί τήν ἔρευνα βρίσκουν οἱ ἄνθρωποι τό καλύτερο («χρόνῳ ζητοῦντες ἐφευρίσκουσιν ἄμεινον», Β 18).
Ἡ φιλομάθεια τοῦ Ξενοφάνη, τήν ὁποία ὁ Ἡράκλειτος (Β 40) κατάλαβε ὡς ἁπλή πολυμάθεια θέτοντάς την δίπλα στήν πολυγνωσία τῶν Πυθαγορείων, εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ ἀρχαϊκοῦ πνεύματος: «πολλῶν ἵστορες» πρέπει νά εἶναι οἱ φιλόσοφοι ἄνδρες[2], σύμφωνα μέ τή ρήση τοῦ Ἡρακλείτου (Β 35), ἀλλ’ ὡς θηρευτές τῆς ἀλήθειας. Ἀπέναντι στά πολυποίκιλα καί πολυώνυμα πρόσωπα τῶν θεῶν τοῦ μύθου, τά «πλάσματα τῶν προτέρων», ὅπως χαρακτηριστικά τά ὀνομάζει ὁ Ξενοφάνης (Β 1. 22), καί στήν ἄλογη ποιητική φαντασία στέκονται μέ ἐπιτιμητική διάθεση ὁ κολοφώνιος σοφός καί ὁ Ἡράκλειτος («σοφίη ἀληθέα λέγειν», Β 112). Στήν ἀλήθεια στηρίζεται ἡ ἑνότητα θεωρίας καί πράξης. Καί ἐνῶ ὁ Ἡσίοδος ὁμολογεῖ ὅτι οἱ Μοῦσες του λέγουν καί ψεύδη «ἐτύμοισιν ὁμοῖα», οἱ προσωκρατικοί φιλόσοφοι στήν ἀλήθεια ζητοῦν νά στηρίξουν τή διδασκαλία τους· διδασκαλία ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτο δόγμα ἤ προφητεία, ὅπως ἦταν στήν Ἀνατολή[3], ὅπου τά ἱερατεῖα καί ἡ θεολογία εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς, ἀλλά λογική ἀναζήτηση ἤ τῆς ἀρχῆς τοῦ γίγνεσθαι ἤ τῆς οὐσίας τοῦ εἶναι.
Ἡ ἀπάντηση, ἡ ὁποία τώρα δίνεται, ἔχει ἄλλοτε ἐμπειρική προέλευση, ὅπως στούς Μιλήσιους, τούς πρώτους «εἰς ἐπίσκεψιν τῶν ὄντων ἐλθόντας καί φιλοσοφήσαντας περί τῆς ἀλήθειας»[4]: ἐδῶ ὅμως ἡ ὅραση ἔγινε μέ μεγάλη ἀφαίρεση καί νοητική, ἀφοῦ ἡ μιλήσια κοσμολογία εἶναι καί θεολογία· ἄλλοτε πρόκειται γιά κράμα κριτικοῦ, ἐλεγκτικοῦ νοῦ καί συναίσθησης τῆς πραγματικότητας, ὅπως στόν Ξενοφάνη· ἄλλοτε ἡ νόηση κυριεύει τό ὄν καί ταυτίζεται μέ αὐτό, ὅπως στόν Παρμενίδη (Β 3.6), χωρίς, βέβαια, νά παίρνει ἐδῶ, μέ ἄμεση αὐτοεπιστροφή – πράγμα πού θά γίνει γιά πρώτη φορά ἀπό τήν πλατωνική φιλοσοφία – συνείδηση γιά τό δικό της εἶναι[5].
Ἡ μέθοδος τῆς ἔρευνας τῶν προσωκρατικῶν φιλοσόφων καθορίστηκε ἀπό τό ἀντικείμενο τοῦ προβληματισμοῦ: ἀφετηρία στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας στάθηκε ἡ φύση[6]. Σ’ αὐτήν ἀναζήτησαν οἱ Μιλήσιοι μιάν αἰώνια ἀρχή, τήν ὁποία ἐννόησαν ὡς θεϊκή δύναμη ἀγέννητη καί ἀνώλεθρη κι ὡς ἀπαρχή τοῦ γίγνεσθαι. Ὁ Θαλῆς θεώρησε τό νερό φυσική συνεκτική δύναμη, ἔμψυχη καί θεϊκή. Ὁ Ἀναξίμανδρος προίκισε τό Ἄπειρο μέ θεϊκές ἰδιότητες. Ὁ Ξενοφάνης σχημάτισε τό κοσμοείδωλό του καί μέ παρατηρήσεις τῆς ἐμπειρίας καί μέ ὀρθολογική ἑρμηνεία τῶν σχετικῶν μέ τά φυσικά φαινόμενα μύθων. Οἱ ὀντολόγοι Ἐλεάτες, ἀφοῦ ἀρνήθηκαν τήν κίνηση, ἀναφέρθηκαν στή φύση ἤ γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τό ἀπόλυτο κύρος τοῦ ὄντος, ὅπως ἔκανε ὁ Παρμενίδης στό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου του Περί Φύσεως, ὅπου ἐκθέτει τίς «δόξες τῶν βροτῶν» (Β 8. 51- 52)[7], η, ὅπως ὁ Μέλισσος, γιά νά ἐλέγξουν τούς φυσικούς φιλοσόφους, δείχνοντας τό μεταβλητό χαρακτήρα τῆς φυσικῆς πολλότητας καί τήν ἀδυναμία τῆς ἐμπειρικῆς γνώσης.
Ὁ Ξενοφάνης, ἀντίθετα ἀπό τήν ἑρμηνεία πού ἔδωσε στή διδασκαλία του ὁ Ἀριστοτέλης[8], φαίνεται νά θεώρησε τή σχέση θεοῦ καί κόσμου ὡς ἐπικοινωνία ἀνάμεσα σέ ἕνα θεό, νοῦ ρυθμιστή, αἰώνιο καί ἄναρχο, καί σέ ἕνα κινούμενο ἀπό αὐτον σύμπαν.
Ἐκτός ἀπό τά δύο βασικά προβλήματα τοῦ θεοῦ καί τοῦ κόσμου, ὅλα τά μεγάλα προβλήματα, μέ ἐξαίρεση τό ἐννοιολογικό[9], πῆραν θέση στόν θεματικό ὁρίζοντα τῆς πρώτης ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Σχετικά μέ τό γνωσιολογικό ὁ Ξενοφάνης καί ὁ Ἡράκλειτος ὑποστηρίζουν ὅτι τά γνωστικά ὅρια τά καθορίζει ἡ φύση τοῦ ἀντικειμένου[10]· ἐκτός ἀπό τόν Ἐμπεδοκλῆ (Β 3) καί ἄλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι ἀρνοῦνται πίστη στήν αἴσθηση καί φθάνουν νά ὑψώσουν τή νόηση ὡς ἐκεῖ πού δέν ξεχωρίζει πιά ἡ λογική ἀπό τήν ὀντολογία. Μέ τήν ἀκάματη ἔρευνα καί τήν πίστη στήν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τους καταξίωσαν καί τή γνώση – στή φιλοσοφία μάλιστα τοῦ Ξενοφάνη αὐτή ἡ καταξίωση, σέ ὀργανική συνάρτηση μέ τήν ἰδέα τῆς προόδου (Β 18), ἀποτελεῖ καί ὑπερχρονικό δίδαγμα – καί τήν αἰσιόδοξη θεώρηση τῆς ζωῆς, πράγμα πού θά ἀνατρέψουν σέ λίγο οἱ «μισολόγοι» σοφιστές μέ τόν ἀγνωστικισμό τους καί τήν ἀπό αὐτόν γεννημένη ἀπαισιοδοξία τους.
Στό πρόβλημα τῆς πράξης ἔσκυψε καί συγκεκριμένα ὁ ἀρχαϊκός νοῦς μέ τά ἠθικά διδάγματα τοῦ Ξενοφάνη, τοῦ Ἡρακλείτου καί τοῦ Δημοκρίτου[11] καί προετοίμασε ἔτσι τή σωκρατική-πλατωνική ἔρευνα γιά τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά καί δεοντολογία τῆς ζωῆς.
2. Ἡ ποιητική παρουσία τοῦ Ξενοφάνη
Ὁ στοχασμός τῶν πρώτων Ἑλλήνων φιλοσόφων ἐκφράστηκε εἴτε μέ στίχους εἴτε μέ πεζό λόγο. Μέρος τῆς ἀξίας τῶν ἀρχαϊκῶν φιλοσοφημάτων πηγάζει ἀπό τή γοητεία τοϋ ξεχωριστοῦ κάθε φορᾶ ὕφους: στόν Ἐμπεδοκλῆ π.χ. τό ὕφος εἶναι ποιητικό-ρητορικό, στόν Ἡράκλειτο χρησμικό, στόν Ξενοφάνη καί τόν Παρμενίδη ποιητικό. Εἶναι φυσικό νά ὑστεροῦν σέ ἐκφραστική χάρη ἔργα ὅπως τοῦ Ζήνωνος, ὅπου ἡ διαλεκτική μονοπωλεῖ τήν ἔκφραση κι ὁ στοχασμός ἀποδίδεται μέ τρόπο ἄμουσο, στεγνό καί κλειστό[12]. Στή μιλήσια φιλοσοφία ὁ καθαυτό φυσικός χαρακτήρας τῆς ἔρευνας ἀποκλείει ἴσως τό ποιητικό περίβλημα. Ἐδῶ, ὅμως, στό μοναδικό σωζόμενο ἀπόσπασμα τοῦ Ἀναξίμανδρου ὑπάρχει γνήσια ποιητική ἔκφραση[13].
Ἡ χρήση τοῦ ποιητικοῦ λόγου σέ μερικά ἀπό τά ἀρχαϊκά φιλοσοφήματα εἶναι δυνατό νά θεωρηθεῖ ἐπίδραση τῆς ἡρωικῆς παράδοσης, τῆς ὀρφικῆς καί τῆς λυρικῆς ποίησης. Στόν παράγοντα τῆς κληρονομιᾶς τῆς ποιητικῆς τέχνης καί τῆς συμβίωσης ποιητῶν, καλλιτεχνῶν, φιλοσόφων[14] πρέπει νά προσθέσομε καί μία προσωπική κάθε φορά ἀνάγκη παράστασης αὐτοῦ τοῦ ὁποίου ἡ φύση δέν ἀποδίδεται μέ τόν ἁπλό λόγο. Ἡ ἴδια ἀνάγκη τῆς μορφῆς, πού θά γεννήσει, παρά τήν ἀρνητική στάση τοῦ δημιουργοῦ της ἀπέναντι στήν ποίηση, τόν «εἰκότα μῦθον»[15] καί τά ἄλλα σχήματα τῆς μεταφυσικῆς πλατωνικῆς ποίησης, γεννᾶ καί τα σύμβολα καί τα ποιητικά ἐκφραστικά μέσα τῆς ἀρχαϊκῆς φιλοσοφίας. Ἔτσι τό ὡραῖο γίνεται ἀνταύγεια τοῦ ἀληθινοῦ, μιά καί ἡ ποίηση εἶναι ὄχι μόνον «ἡδεῖα ἀλλά καί ὠφελίμη πρός τάς πολιτείας καί τόν βίον τόν ἀνθρώπινον»[16]. Ποίηση καί φιλοσοφία, δύο κύκλοι τούς ὁποίους ἀνοίγουν διαφορετικές λειτουργίες τοΰ πνεύματος – μέ γνώμονα ἡ μία τή μορφή, ἡ ἄλλη τήν ἀλήθεια – μολονότι δέν ταυτίζονται ποτέ, μπαίνουν συχνά ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλο. Μέ αὐτή τήν ἀμοιβαία διείσδυση ποίησης καί φιλοσοφίας «τό πνεῦμα δέν χαντακώνεται ἀπό τή γνώση»[17].
Ἀπό τούς πρώτους πού ἔμμετρα φιλοσοφοῦν, πιό ποιητικά ἔδωσαν τόν στοχασμό τούς ὁ Ξενοφάνης καί ὁ Ἐμπεδοκλῆς. Ὁ Παρμενίδης ἐκφράζεται βέβαια μέ στίχους, εἰκόνες καί συμβολα[18] καί ἔχει ἐπενδύσει μέ ποιητική μεγαλοπρέπεια τή θεωρία τοῦ ὄντος, ὅμως τό περίβλημα αὐτό δέν ἐπηρεάζει τήν οὐσία, τό καθαυτό ἐννοιολογικό μέρος τοῦ ἔργου του. Γιατί δέν ἀρκεῖ ὁ ποιητικός ρυθμός, γιά νά μιλήσομε γιά ποιητική φιλοσοφία. Παράλληλα μέ τή θέρμη τῆς ἔκφρασης πρέπει νά γίνεται φανερό ὅτι ὁ στοχασμός εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἔμμορφος. Ἔτσι ὁ Ἐμπεδοκλῆς π.χ. – μολονότι ὁ Ἀριστοτέλης δέν τόν ἀριθμεῖ στούς ποιητές, ὅταν τόν συγκρίνει μέ τόν Ὅμηρο[19] – ὑπῆρξε καί ἀληθινός ποιητής, γιατί, πάλι κατά τόν Σταγιρίτη: «καί δεινός περί τήν φράσιν γέγονε, μεταφορικός τέ ὤν καί τοῖς ἄλλοις τοῖς περί ποιητικήν ἐπιτεύγμασι χρώμενος»[20].
Ὁ Ξενοφάνης, πού γράφει στίχους ὡς τά ἐνενήντα δυό του χρόνια (Β 8)[21], ὑπῆρξε ποιητής ὄχι μόνο πρίν γίνει φιλόσοφος, ἀλλά σέ ὅλη του τή ζωή· ὅπως θά δείξομε, στάθηκε τόσο ποιητής, ὥστε δύσκολα κάποιος μπορεῖ νά ἐπιλέξει προκειμένου νά τόν χαρακτηρίσει: ποιητή-φιλόσοφο ἤ φιλόσοφο-ποιητή. Στούς φιλοσοφικούς, π.χ., στίχους τοῦ Κολοφώνιου, παράλληλα μέ τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο, παρατηροῦμε ἕναν ἐποπτικό πλοῦτο, μία τάση γιά δυνατές ἀπεικονίσεις[22]. Ἡ ζωή γιά τόν Ξενοφάνη ὑπῆρξε σημαντικός λόγος γιά νά διατηρήσει ἡ ἐκφραστική δομή τοῦ στοχασμοῦ του τόν ποιητικό ρυθμό, πιθανότατα ὀφειλόμενο σέ ἔμφυτη ποιητική ἱκανότητα καί στήν ἀμεσότητα μέ τήν ποιητική παράδοση: ταξιδευτής ἐρευνητής καί στοχαστής, πού διέδιδε προφορικά στούς ἄλλους τό ἔργο του, ὁ Ξενοφάνης ἀναγκάστηκε ἴσως νά τό μορφοποιεῖ μέ ἀναλλοίωτο ἐκφραστικό μέσο. Ἔτσι τά ἀποσπάσματα του εἶναι τό πιό παλαιό δεῖγμα φιλοσοφικῆς ποίησης στήν Ἑλλάδα.
Ἡ ἀρτιότητα τῆς στιχουργικῆς τέχνης τοῦ Ξενοφάνη παρατηρήθηκε ἀπό τούς ἀρχαίους, ὅπως βλέπομε στήν κριτική τοῦ Ἀθήναιου[23]: «…Ξενοφάνης καί Σόλων καί Θέογνις καί Φωκυλίδης… καί τῶν λοιπῶν οἱ μή προσάγοντες πρός τά ποιήματα μελωδίαν ἐκπονοῦσι τούς στίχους τοῖς ἀριθμοῖς καί τῇ τάξει τοῦ μέτρου καί σκοποῦσιν ὅπως αὐτῶν μηδείς μήτε ἀκέφαλος μήτε λαγαρός μήτε μείουρος». Ἡ πληροφορία γιά τή μή χρησιμοποίηση μελωδίας ἀπό τόν κολοφώνιο ποιητή δίνει ἕνα στοιχεῖο γιά τόν διαχωρισμό τῆς ποίησής του ἀπό τήν τέχνη τῶν γνωστῶν ραψωδῶν, μέ τήν ὁποία φαίνεται νά τή συσχετίζει ἡ παράδοση καί συγκεκριμένα ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος: ἡ φράση τοῦ δοξογράφου «ἀλλά καί αὐτός ἐρραψῴδει τά ἑαυτοῦ» εἶναι σέ δύο σημεῖα προβληματική[24]: τί σημαίνει τό «ἐρραψῴδει» καί τί σημαίνει τό «καί αὐτός»; Στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ξενοφάνης δέν ἦταν σάν ἐκείνους τούς καλλιτέχνες τῆς ἀπαγγελίας πού, συχνάζοντας σέ ἀρχοντικά καί σέ παλάτια, σέ πανηγύρεις ἤ σέ ἀγῶνες ἀπήγγελλαν ποιήματα τοῦ Ὁμήρου συρράπτοντας τά διάφορα ἀποσπάσματα, ὁδηγοῦν, ἐκτός ἀπό τή μαρτυρία τοῦ Ἀθήναιου, ἡ μαρτυρημένη ἀνθομηρική στάση τοῦ Κολοφώνιου καί μία σημαντική πληροφορία ἀπό τό ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ: ἡ μαρτυρία γιά τή μακρόχρονη περιπλάνησή του ἀπό τόπο σέ τόπο βοηθεῖ νά καταλάβομε τήν προφορική, ἀπό τόν ἴδιο, διάδοση τοῦ ἔργου του· ἐφόσον ὁ Ξενοφάνης δέν ρίζωσε σέ ἕνα τόπο οὔτε ἵδρυσε, ὅπως νομίζομε, κάπου σχολή[25], χρησιμοποίησε καί αὐτός τόν ραψωδικό τρόπο τῆς διάδοσης τοῦ ποιητικοΰ λόγου, ὅπως οἱ ραψωδοί τοῦ Ὁμήρου καί ὁ Ἡσίοδος, αὐτός ὅμως («ἀλλά») γιά νά διαδώσει τά δικά του ἔργα. Φαίνεται ὅτι ὁ ποιητής-φιλόσοφος, ὅσο κράτησε τό μακρύ ταξίδι τῆς ζωῆς του, διάλεγε, ἀνάλογα μέ τό ἀκροατήριό του, καί ἀπήγγελλε διάφορα μέρη ἀπό τό ἔργο του. Τήν «κατ’ ἐκλογήν» ἀπαγγελία ἀποσπασμάτων ὑπαγόρευε βέβαια ἡ βιοποριστική ἀναγκη[26], ἀλλά κυρίως καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ξενοφάνη νά διδάξει ὁ ἴδιος τίς ἰδέες του στούς ἀνθρώπους πού συναντοῦσε στίς περιπλανήσεις του.
Δέν πρέπει, ἐπίσης, νά ξεχνοῦμε ὅτι τά σύνορα μεταξύ τοῦ παλαιοῦ κόσμου καί τοῦ νέου, τοῦ μύθου καί τῆς λογικῆς, δέν εἶναι ἀκόμη ὁλότελα χωρισμένα· ἡ φαντασία ζεῖ δίπλα στό νεογέννητο λογικό, ἡ ποίηση κρατᾶ τά σκῆπτρα της κι ὁ ραψωδός περιφέρει τήν τέχνη του. Ὁ ἴδιος ὁ Ξενοφάνης βλέπει τή γραμμή τῶν συνόρων: μέ τή σεμνότητα πού ταιριάζει στήν φιλοσοφική ποίηση, ἡ ὁποία δέν εἶναι μόνο ἔργο ἔμπνευσης ἀλλά κυρίως γνώσης, ὅπως θά πεῖ ὁ Πλάτων[27], παίρνει ἀπό τούς ραψωδούς τόν συρραπτικό τρόπο τῆς ἀπαγγελίας γιά νά διαδώσει ἰδέες μέ τίς ὁποῖες ἐναντιώνεται στήν παράδοση ἤ ἐλεγεῖες ὅπου ἀδίσταχτα προβάλλει τό ἐγώ του καί ὕμνους σέ πρόσφατα ἱστορικά γεγονότα. Ἔτσι στή φράση τοῦ Διογένη τοῦ Λαέρτιου ὑπάρχει ἡ ἔνδειξη γιά τή διατήρηση τοῦ παλαιοῦ μέσου της διάδοσης τοΰ ποιητικοῦ λόγου ἀλλά καί ἡ ἀπόδειξη γιά τήν παρουσία τοῦ καινούριου κόσμου τῶν ἐπώνυμων πνευματικῶν δημιουργῶν, σοφῶν καί φιλοσόφων.
Μιά ἀκόμη φράση τοῦ ἴδιου δοξογράφου εἶναι σημαντική γιά τόν χαρακτηρισμό τοῦ πνεύματος καί τοῦ ἔργοῦ τοῦ κολοφώνιου σοφοῦ: «γέγραφε δέ», μαρτυρεῖ ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος[28] γιά τόν Ξενοφάνη, «ἐν ἔπεσι καί ἐλεγείας καί ἰάμβους καθ’ Ὁμήρου καί Ἡσιόδου, ἐπικόπτων αὐτῶν τά περί θεῶν εἰρημένα». Τά σωζόμενα ξενοφάνεια ἀποσπάσματα εἶναι ἑξάμετρα[29], πού ἀναφέρονται στή θεολογία, κοσμολογία καί γνωσιολογία – οἵ δύο τελευταῖες σέ σχέση πάντα μέ τήν πρώτη -, ἐλεγεῖες[30] πού διέσωσαν ὁ Ἀθήναιος καί ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος[31] καί καθαυτό σκωπτικά ποιήματα[32], στά ὁποῖα ὁ κολοφώνιος σοφός ἐπιτίθεται στόν Ὅμηρο καί στόν Ἡσίοδο, στόν ἀνθρωπομορφισμό τῆς λαϊκῆς θρησκείας καί στίς προλήψεις τῶν συγχρόνων του. Μόνο ἕνας ἰαμβικός στίχος σώζεται (Β 14)[33]· ἴαμβος ὅμως, στόν πληθυντικό, σημαίνει σκωπτική ποίηση· ἔτσι ἡ χρήση τῆς λέξης ἐδῶ νομίζομε ὅτι χαρακτηρίζει ὅλα τά σατιρικά ποιήματα τοῦ Ξενοφάνη, ὅπου ἀνήκουν καί οἱ στίχοι ἐνάντια στούς δύο μεγάλους ποιητές. Οἱ ἑξάμετροι στίχοι πού ἀναφέρονται στό κοσμοείδωλο ἤ περιέχουν τή γνωσιοθεωρία τοῦ φιλοσόφου, εἶναι ὅπως θά δείξομε, σύμφωνοι μέ τό πνεῦμα τῆς κάθαρσης τῆς θεότητας. Ό Diels περιλαμβάνει τούς στίχους αὐτούς κάτω ἀπό τόν γενικό τίτλο Περί Φύσεως. Ὅμως τά Περί Φύσεως ἀποσπάσματα δέν φανερώνουν λιγότερο ἀντιμυθική στάση ἀπό ὅσο ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὁ Diels θεωρεῖ Σιλλους. Ἡ πολεμική τοῦ Ξενοφάνη γίνεται φανερή ἀπό τή χρήση τοῦ ἀρνητικοῦ «οὐ», πού ἀπαντᾶ 10 φορές μέσα σέ 29 στίχους, μέ τίς παραλλαγές «οὐδέ», «οὔτε», «οὔτι». Δύο φορές ἐπίσης ἀπαντᾶ ἐδῶ ὁ ἀντιθετικός σύνδεσμος «ἀλλά» (Β 25, Β 30). Στούς 18 στίχους τούς ὁποίους ὁ Diels χαρακτηρίζει ὡς Σίλλους, ἡ ἄρνηση χρησιμοποιεῖται μιά φορά (Β 18) καί τό «ἀλλά» τρεῖς (Β 14, Β 15, Β 18). Γιά τόν λόγο αὐτό δέν θά μπορούσαμε νά δεχτοῦμε ὅτι ἡ πρώτη κατηγορία τῶν ἀποσπασμάτων ἀποτελεῖ μέρος ἀπό ἕνα ἰδιαίτερο ἔργο μέ τίτλο Περί Φύσεως[34], ἀλλά θά ἐντάξομε τούς στίχους αὐτούς στό δεύτερο εἶδος τῆς ποιητικῆς τέχνης τοῦ Ξενοφάνη, το ὁποῖο ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος χαρακτηρίζει ὡς ἰαμβικό καί ὅπου περιλαμβάνομε ὅλα τά μή ἐλεγειακά ἀποσπάσματα τοῦ Κολοφώνιου. Ἔτσι ἡ φράση τοῦ Διογένη τοῦ Λαέρτιου θά μποροῦσε νά σημαίνει ὅτι ὁ Ξενοφάνης ἔγραψε διάφορους στίχους – κι ὄχι ἕνα ὁμοιόμορφο ἔργο, ὅπως π.χ. ὁ Ἠσίοδος – ἀπό τούς ὁποίους ἄλλοι εἶναι ἐλεγειακοί καί ἄλλοι σκωπτικοί, ἐπιτιμητικοί· μέ αὐτούς τούς τελευταίους ἄσκησε ὁ ποιητής πολεμική μέ ἐπώνυμο στόχο, ἐναντιώθηκε στήν ὁμηρική καί ἡσιόδεια θεολογία. Ἡ ἀναφορά στούς δύο μεγάλους ποιητές δέν σημαίνει ὑποχρεωτικά χρήση σκωπτικῶν ποιημάτων μόνο γιά τούς δικούς τους λόγους σχετικά μέ τούς θεούς· ἐφόσον, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἡρόδοτος, οἱ δύο ποιητές «ἐποίησαν» τήν ἑλληνική θεολογία, ἡ μνεία φαίνεται νά εἶναι τό χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τῆς πολεμικῆς τοῦ Ξενοφάνη. Ἡ φράση τοῦ Διογένη τοῦ Λαέρτιου, ὅπου διαχωρίζονται στό ἔργο τοῦ Κολοφώνιου τά ἐλεγειακά ἀπό τά «ἰαμβικά»[35] σατιρικά ποιήματα, ἀποκαλύπτει τόν διφυῆ χαρακτήρα τῆς προσωπικότητας τοῦ Ξενοφάνη: τήν ποιητική κλίση του καί τό μεταρρυθμιστικό ἐπαναστατικό του πνεῦμα[36].
Στά ἱστορικά ποιήματα τοῦ Ξενοφάνη, τίς μεγάλες συνθέσεις γιά τήν κτίση τῆς Κολοφῶνος καί τόν ἀποικισμό τῆς Ἐλέας, ἀναφέρεται χωριστά ὁ ἴδιος δοξογράφος[37]. Ἀλλ’ ἐδῶ καί ἡ γενικότητα τῆς σχετικῆς μαρτυρίας καί ἡ ἀπώλεια τοῦ ἔργου θά ἐπέτρεπαν μόνο εἰκασίες γύρω ἀπό τό περιεχόμενο τῶν ποιημάτων. Ἴσως θά μπορούσαμε νά θεωρήσομε τήν ἀπώλεια τῶν ποιημάτων αὐτῶν ὡς ἔνδειξη ὅτι εἶχαν δευτερεύουσα σημασία στην ὅλη δημιουργία τοῦ Ξενοφάνη.
---------------------
[1] Grundrib der Geschichte der griech. Philos., Leipzig[1]3, 1928, σ.4
[2] Πβ. ΗΡΟΔΟΤΟΥ, Α 30.
[3] Πβ. Ι.Ν. Θεοδωρακοπουλοϊ, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα4 Ἀθῆναι, 1964, σ. 15, Εὐ. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Ἀπό τοῦ μύθου εἰς τόν λόγον, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 30, Ch. Werner, La Philosophic grecque, Paris, 1966, σσ. 7-8.
[4] Ἀριστοτέλους, Μτφ., A 2, 983 b 1-3.
[5] Βλ. Ι.Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ἔνθ’ ἄν., σ. 159 κ. ἐξ. Γιά τόν ὁριστικό χωρισμό τοῦ λόγου ἀπό τά πράγματα στόν Πλάτωνα πβ. Φαίδ., 75 c, καί Ε. Hoffmann, Ἡ νοοτροπία τῆς προσωκρατικῆς φιλοσοφίας, Ἀρχεῖον Φιλοσοφίας καί θεωρίας Ἐπιστημῶν, 2, 1930, σ. 3.
[6] Γιά τήν ἔννοια φύσις πβ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Νόμ., IX, 892 c· ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Μτφ., Δ 4, 1014 b 16· J. Burnet, Early Greek Pholosophy, New York, 1965, σ. 363.
[7] Πβ. Α. Κελεσίδου, Τό Ἄπειρον τοῦ Ἀναξιμάνδρου, 12 Μελετήματα Προσωκρατικῆς Φιλοσοφίας, Ἀθῆναι, 1989, σσ. 5 -16.
[8] Πβ. Μτφ., A 5, 986 b 18-19.
[9] Πβ. Ἀριστοτέλους, Μτφ., A 5, 987 b 1, Μ 4, 1078 b 27-30, Πλάτωνος, Φαῖδρ., 230 c. [10] Ξενοφάνους, Β 34, Ἡρακλείτου, Β 45.
[11] Πβ. Α. ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ, Μελετήματα Προσωκρατικῆς Ἠθικῆς, Πρόλ. Γ. Βλάχου, ἔκδ. Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι, 1994.
[12] Πβ. Α.-Μ. Croiset, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, μετάφρ. Πουρνάρα, A. J. Ἀθήνα, 1938, σ. 366.
[13] Βλ. Σιμπλίκιου, Φύσ. 24, 13. Πβ. Η. Diels, Uber Anaximanders Kosmos, Archiv, X 235.
[14] Πβ. I.N. Θεοδωρακόπουλου, ἔνθ. ἄν., σ. 23, Ε. Souriau, Art et Philosophic, Revue Philosophique de la France et de I’Etranger, 1954, σσ. 1-21.
[15] Πβ. A. Κελεσίδου, La kalliphanic du monde dans le «Timee» (IV Symposium Platonicum, Γρανάδα, 4-9.9.1995) Kemos, 9, 1996.
[16] Πβ. Πλάτωνος, Πολιτεία, I, 607 d.
[17] F. Niftzsche, Gesammelte Werke, Der Wille zur Macht, 19τ., Miinchen, σ. 229.
[18] Πβ. Β 1 1,9, 29. Γιά τό προοίμιο τοΰ ποιήματος τοῦ Παρμενίδη πβ., λ.χ., G. Breton, Essai sur la poesie philosophique en Grece, Paris, 1883, σ. 166.
[19] Ποιητ. 1447 h 18.
[20] ΔΙΟΓ. Λαερτ, VIII 57, Ἀριστοτ., Σοφιστ. (Rose 65), Περί ποιητῶν (Rose 70). Γιά τήν ἀξία τῆς ποιητικῆς τέχνης τοῦ Ἐμπεδοκλῆ πβ. Cicero, Acad, prior., II 23.
[21] Γιά τήν ποιητική τέχνη τοῦ Ξενοφάνη βλ. Croiset, ἔνθ’ ἄν., σσ. 358, 363, Ρ. Tannery, Pour l’ histoire de la science Hellene, de Thales a Empedocle, Paris, 1887, σσ. 127-128, W. Jaeger, The Theology of Early Greek Philosophers, London. 1948, σ. 39, καί Paideia, σσ. 209-210, W. Guthrie, A Histoiy of Greek Philosophy, I, Cambridge, 1962, σ. 361, A. Lumpe, Die Philosophie des Xenophanes von Kolophon, Munchen, 1952, σ. 17.
[22] Πβ. Β 30.
[23] XIV 632cd.
[24] IX 18, 2. Ἡ διφυία τῆς προσωπικότητας τοῦ Ξενοφάνη δίχασε τούς κριτικούς ἔτσι πού ἄλλοι μέν νά δοῦν σ’ αὐτόν ἕνα τραγουδιστή ποιητή, ἄλλοι δέ ἕνα φιλόσοφο πού διέδωσε τό ἔργο του μέ τή βοήθεια τῆς ἀπαγγελλόμενης ποίησης. Ό Gomperz π.χ. (Lespenseiin de la Grace, Hisloire de la philosophic antique, 1, μετάφραση A. Reymond, Paris, Lausanne, 1908, σ. 167), ἔδωσε μιάν εἰδυλλιακή εἰκόνα ἑνός Ξενοφάνη τραγουδιστή ποιητή, πού ζεῖ μέ τό ὁμηρικό τραγούδι καί τούς δικούς του στίχους. Τήν ἄποψη τοῦ Gomperz – καί ἔτσι τήν εἰκόνα τοῦ «τραβαδούρου» ραψωδοῦ – ἀντικρούει ὁ Jaeger (Theology, σσ. 40-41 καί Paideia, σ. 553, ὕπ.114). Τήν ἔννοια τῆς δημόσιας ἀπαγγελίας δίχως μουσική δέχονται γιά τό «ραψωδεῖν» π.χ. οἱ V. Cousin, Nouveaax fragmentsphilosophiques, Paris, 1928, σ. 19, καί S. Karsten, Philosophoramgraecomm vctenim opentm reliquiae, I, Amstcl., 1830, σ. 18.
[25] Πβ. G.S. KIRK-J.E. RAVEN, The Presocratic philosophers, Cambridge, 1966, σσ. 164-165. To γεγονός ὅτι ὁ Κολοφώνιος «ἐρραψῴδει τά ἑαυτοῦ» ἀντικρούει τήν ἰδέα τῆς Σχολῆς, γιατί, βέβαια, ἄν ὁ Ξενοφάνης εἶχε τή δυνατότητα ἤ ἤθελε νά ἱδρύσει κάπου Σχολή, δέν θά ζοῦσε ὡς ραψωδός καί περιπλανώμενος ἐρευνητής ὡς τά γεράματά του. Ἐξ ἄλλου εἶναι δυνατό νά θεωρήθηκε ἀρχηγός τῆς «ἐλεατικῆς αἱρέσεως» (πβ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Σοφιστής 242 d, VS 21 Λ 8 καί 36, F.W.A. Mullach, Fragmenta philosophonim Graecomm, Paris, 1875, A, σ. 99), χωρίς νά ἔχει ἱδρύσει στήν Ἐλέα Σχολή ὅπως ἐκείνη τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλη καί ὅπως τήν ἐννοοῦμε σήμερα, μέ τήν προϋπόθεση δηλαδή τῆς μονιμότητας σέ ἕνα τόπο. Γενικά γιά τίς «Σχολές» προκειμένου γιά τούς προσωκρατικούς φιλοσόφους πβ. V. von WILAMOWITZ, Der Claude tier Hellenen, Π 207. ὑπ. 1, W. Jaeger, Paideia, σσ. 195, 527, ὑπ. 26, A. Festugiere, Contemplation el vie contemplative selon Platon, Paris, 1936, σσ. 461-463. κ.α. Θά μποροῦσε ἀκόμη νά μή ἔχει διδάξει ὁ ἴδιος ὁ Ξενοφάνης τόν Παρμενίδη, ἀλλά νά ἔχει βάλει μέ τόν λόγο του, στό πέρασμά του ἀπό τήν Ἐλέα, τό θεμέλιο γιά τή φιλοσοφία τοῦ Ἐλεάτη. Ἔτσι ὁ Θαλῆς «ἐδίδαξε» τόν Ἀναξιμένη. Γιά τήν ἰδεολογική συγγένεια πβ. Ch. Waddington, La philosophie ancienne et la critique historique, Paris, 1904, σ. 80.
[26] Δέν εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά σκεφθοϋμετόν Ξενοφάνη τόσο φτωχό ὥστε νά κάνει
μιά ζωή πτωχοπροδρομική, ὅπωςτόν εἶδανπ .χ. οἱ A. Farina, Senofane di Colofone, lone di Chio, Napoli. 1961, σ. 10, K. Ziegler, Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος: ἕνας ἐπαναστάτης τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. ἐπετηρίς Φιλοσ. Σχολῆς Πανεπ. Θέσ/νίκης, 9, 1965, σ. 129. Τό ἀνέκδοτο, πού τόν θέλει ἀνίκανο νά θρέψει δύο ὑπηρέτες, ἐνῶ ὁ Ὅμηρος μετά τόν θάνατό του ἔθρεψε χίλιους, (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Ἀποφθ., 175 c) εἶναι μᾶλλον εἰρωνική ὑπερβολή τῆς πολεμικῆς πού στράφηκε ἐνάντια στή ἀνθομηρική διδασκαλία του. Οὔτε ἀπό τό περιστατικό, τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ΔΙΟΓΕΝΗΣ ὁ Λαέρτιος (IX 20), γιά τήν ταφή τῶν παιδιῶν τοῦ φιλοσόφου ἀπό τόν ἴδιο θά εἴχαμε ἀπόδειξη τῆς φτώχειάς του. Τό χωρίο θεωρήθηκε δεῖγμα ἤθικης δύναμης ἤ ἄσκηση πυθαγόρειας πίστης. Ἄν τό ἀναφερόμενο περιστατικό εἶναι ἀληθινό, ἡ ἰδέα θά μποροῦσε νά εἶναι καινοτομία τοῦ Ξενοφάνη, δεῖγμα τῆς ἐπίθεσής του στά θρησκευτικά καθιερωμένα. Ἴσως ἐπιβιώνει ἐδῶ λόγος του σέ ἀνεκδοτοποιημένη ἀπό τούς βιογράφους του μορφή (πβ. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ Β 97 καί Διογ. Λαερτ., IX 3-4, 22 Α 1α.
[27] Ἀπολ., 22 a-c.
[28] IX 18.
[29] Β 23 ὥς Β 39.
[30] Β 2, Β 3, Β 5 ὥς Β 10.
[31] Β 7, Β 8.
[32] Β 10 ὥς Β 22.
[33] Γιά τόν στίχο αὐτό πβ. π.χ. Burnet, ἔνθ’ ἄν., σ. 116.
[34] Ἔργο Περί Φύσεως ἀποδίδουν στόν Ξενοφάνη οἱ:, ΣΤΟΒΑΙΟΣ, I, 10 (ἡ πληροφορία προέρχεται ἀπό σχόλια ὁμηρ.), ὁ ΚΡΑΤΗΣ ὁ ΜΑΛΛΩΤΗΣ (Σχ. Φ 196) καί ὁ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ (VI 46). Οἱ νεότεροι ἐρευνητές δέν παραδέχονται ὁμόφωνα τήν ὕπαρξη μίας τέτοιας συγγραφῆς. Γιά τήν παραδοχή πβ. π.χ. Waddington, ἔνθ’ ἀν., σ. 70, A. Lefevre, La Philosophic, Paris, 1921, σ. 64. Ό Diels περιλαμβάνει κάτω ἀπό τόν τίτλο Περί Φύσεως τά ἀποσπάσματα 23 ὡς 41. Παραδέχτηκαν ἐπίσης τή συγγραφή οἱ: Fr. Orerweg – Κ. Praechter, Die Philosophic des Altertums, Berlin, 1926, σ. 75, O. Gicon, Der Urspnmg clergiiech. Philos.. Basel, 1946, σσ. 19 καί 158, K. Deichgraber, Xenophanes, Περί Φύσεως, Rhein. Mus., 87, 1938, σσ. 1-4·. Τή συγγραφή ἀρνήθηκαν, π.χ., οἱ: Burnet, Jaeger. (Theology, σσ. 28 καί 40, Paideia, σ. 531 Ῥπ. 90). Πβ. Lumpe, ἐνθ’ ἄν., σ. 17, Zafiropulo, ἐνθ’ ἄν., σ.19, P. Steinmetz, Xenophanesstudien, Rheinishes Museum, 109, 1966, σ. 68. Ἐκτος ἀπό τήν ἀνεπάρκεια τῶν σχετικῶν ἀρχαίων μαρτυριῶν καί ὁ βίος τοῦ Ξενοφάνη καί τά Λυρικά στοιχεῖα τῆς ποίησής του μᾶς ἀποτρέπουν νά δεχτοῦμε ὅτι συνέθεσε συστηματικό φιλοσοφικό ἔργο. Τά μακρά ποιήματα γιά τήν Κολοφώνα καί τήν Ἐλέα θά ἦταν εὐκολότερες συνθέσεις γιά τόν ποιητή πού γνώριζε τήν ὁμηρική παράδοση. Πβ. Α. ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ, Xenophanc sur la nature, XXV· Congres ASPLF, Lausanne, 25-28 Αὐγούστου 1994.
[35] Ό Diels ὀνομάζει Σίλλους τά ἀποσπάσματα 10-22. Πβ. ΗΡΩΔΙΑΝΟΥ, π. μόν. λεξ. 7, II (Β 42), Σχόλ. Ὅμηρ. Oxyrh 1087, 40 (Β 21α), ΣΤΡΑΒΩΝΟΣ, XIV643 (21 A 20), Προκλου, 21 A 22, Σχόλ. ΑΒΤ Β 212 (21 A 23).
[36] Γιά τό στοιχεῖο αὐτό της προσωπικότητας τοῦ Ξενοφάνη πβ. Jaizger, Theology, σ. 41 · εἰδικά G. Rudblrg, Xenophanes Satiriker und Polemiker, Symb. Osi, 26, 1948, σ. 126 ἔπ., K. Zif.gi.ur, ἔνθ’ ἀν., σσ. 129 καί 142. Πβ. Α. ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ, Θεμελιακές γλωσσικές ἀντιθέσεις γιά τόν ἄνθρωπο καί τή θεότητα στόν Ξενοφάνη, 12 Μελετήματα Προσωκρατιχής Φιλοσοφίας, Ἀθήνα, 1992, σσ. 39-42.
[37] IX 20.
Ὁ ὁρισμός τοῡ Zeller[1] σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο «σοφία», «στήν ἑλληνική ἐκδοχή τοῦ ὅρου, σήμαινε πάντα ἐκτός ἀπό τή θεωρητική ἑρμηνεία τοῦ κόσμου καί μιάν ὁρισμένη συμπεριφορά στή ζωή», δικαιώνεται μέ τόν Ξενοφάνη, τόν ποιητή-φιλόσοφο ἀπό τήν Κολοφώνα, ὁ ὁποῖος, ἄν καί δέν ἔδρασε πολιτικά, ὅπως ἄλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, οὔτε ρίζωσε σέ μία πόλη, δέν ὑπῆρξε ἀδιάφορος γιά τά πολιτικά πράγματα: τήν πολιτική του συνείδηση ἐκφράζει ὁ λόγος του ὅτι «ἡ σοφία» εἶναι κύριος συντελεστής τῆς εὐνομίας καί τῆς εὐημερίας τῆς πόλης (Β 2.19,22). Τό ἀγωνιστικό στοιχεῖο τοῦ πνεύματός του ἐκδηλώνει ἡ πολεμική στά ψεύδη τῆς λαϊκῆς θρησκείας καί τῆς ἀνθρωπομορφικῆς θεολογίας τοῦ Ὁμήρου καί τοῦ Ἡσιόδου καί τό θαρραλέο κήρυγμα γιά τόν ἕνα λογικό θεό, κυβερνήτη τῶν «πάντων». Τά βιογραφικά δεδομένα φανερώνουν μία φύση ἀνειρήνευτη πού ζήτησε νά ἀνοιχθεῖ στόν χῶρο τῆς ζωῆς καί τῆς γνώσης: ὁ ἴδιος λέει ὅτι ἑξήντα ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια γύριζε, θαρραλέος ἀποδημητής, ἀπό τόπο σέ τόπο (Β 8), πέρασε ἀπό ὅλα τά πεδία τῆς ἔρευνας ζητώντας τήν καλύτερη γνώση (Β 34) γιά τόν θεό καί τά «πάντα» καί πραγμάτωσε τό γνωστικό, αἰσιόδοξο πιστεύω του, ὅτι μέ τόν χρόνο καί τήν ἔρευνα βρίσκουν οἱ ἄνθρωποι τό καλύτερο («χρόνῳ ζητοῦντες ἐφευρίσκουσιν ἄμεινον», Β 18).
Ἡ φιλομάθεια τοῦ Ξενοφάνη, τήν ὁποία ὁ Ἡράκλειτος (Β 40) κατάλαβε ὡς ἁπλή πολυμάθεια θέτοντάς την δίπλα στήν πολυγνωσία τῶν Πυθαγορείων, εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ ἀρχαϊκοῦ πνεύματος: «πολλῶν ἵστορες» πρέπει νά εἶναι οἱ φιλόσοφοι ἄνδρες[2], σύμφωνα μέ τή ρήση τοῦ Ἡρακλείτου (Β 35), ἀλλ’ ὡς θηρευτές τῆς ἀλήθειας. Ἀπέναντι στά πολυποίκιλα καί πολυώνυμα πρόσωπα τῶν θεῶν τοῦ μύθου, τά «πλάσματα τῶν προτέρων», ὅπως χαρακτηριστικά τά ὀνομάζει ὁ Ξενοφάνης (Β 1. 22), καί στήν ἄλογη ποιητική φαντασία στέκονται μέ ἐπιτιμητική διάθεση ὁ κολοφώνιος σοφός καί ὁ Ἡράκλειτος («σοφίη ἀληθέα λέγειν», Β 112). Στήν ἀλήθεια στηρίζεται ἡ ἑνότητα θεωρίας καί πράξης. Καί ἐνῶ ὁ Ἡσίοδος ὁμολογεῖ ὅτι οἱ Μοῦσες του λέγουν καί ψεύδη «ἐτύμοισιν ὁμοῖα», οἱ προσωκρατικοί φιλόσοφοι στήν ἀλήθεια ζητοῦν νά στηρίξουν τή διδασκαλία τους· διδασκαλία ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτο δόγμα ἤ προφητεία, ὅπως ἦταν στήν Ἀνατολή[3], ὅπου τά ἱερατεῖα καί ἡ θεολογία εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς, ἀλλά λογική ἀναζήτηση ἤ τῆς ἀρχῆς τοῦ γίγνεσθαι ἤ τῆς οὐσίας τοῦ εἶναι.
Ἡ ἀπάντηση, ἡ ὁποία τώρα δίνεται, ἔχει ἄλλοτε ἐμπειρική προέλευση, ὅπως στούς Μιλήσιους, τούς πρώτους «εἰς ἐπίσκεψιν τῶν ὄντων ἐλθόντας καί φιλοσοφήσαντας περί τῆς ἀλήθειας»[4]: ἐδῶ ὅμως ἡ ὅραση ἔγινε μέ μεγάλη ἀφαίρεση καί νοητική, ἀφοῦ ἡ μιλήσια κοσμολογία εἶναι καί θεολογία· ἄλλοτε πρόκειται γιά κράμα κριτικοῦ, ἐλεγκτικοῦ νοῦ καί συναίσθησης τῆς πραγματικότητας, ὅπως στόν Ξενοφάνη· ἄλλοτε ἡ νόηση κυριεύει τό ὄν καί ταυτίζεται μέ αὐτό, ὅπως στόν Παρμενίδη (Β 3.6), χωρίς, βέβαια, νά παίρνει ἐδῶ, μέ ἄμεση αὐτοεπιστροφή – πράγμα πού θά γίνει γιά πρώτη φορά ἀπό τήν πλατωνική φιλοσοφία – συνείδηση γιά τό δικό της εἶναι[5].
Ἡ μέθοδος τῆς ἔρευνας τῶν προσωκρατικῶν φιλοσόφων καθορίστηκε ἀπό τό ἀντικείμενο τοῦ προβληματισμοῦ: ἀφετηρία στήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας στάθηκε ἡ φύση[6]. Σ’ αὐτήν ἀναζήτησαν οἱ Μιλήσιοι μιάν αἰώνια ἀρχή, τήν ὁποία ἐννόησαν ὡς θεϊκή δύναμη ἀγέννητη καί ἀνώλεθρη κι ὡς ἀπαρχή τοῦ γίγνεσθαι. Ὁ Θαλῆς θεώρησε τό νερό φυσική συνεκτική δύναμη, ἔμψυχη καί θεϊκή. Ὁ Ἀναξίμανδρος προίκισε τό Ἄπειρο μέ θεϊκές ἰδιότητες. Ὁ Ξενοφάνης σχημάτισε τό κοσμοείδωλό του καί μέ παρατηρήσεις τῆς ἐμπειρίας καί μέ ὀρθολογική ἑρμηνεία τῶν σχετικῶν μέ τά φυσικά φαινόμενα μύθων. Οἱ ὀντολόγοι Ἐλεάτες, ἀφοῦ ἀρνήθηκαν τήν κίνηση, ἀναφέρθηκαν στή φύση ἤ γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τό ἀπόλυτο κύρος τοῦ ὄντος, ὅπως ἔκανε ὁ Παρμενίδης στό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου του Περί Φύσεως, ὅπου ἐκθέτει τίς «δόξες τῶν βροτῶν» (Β 8. 51- 52)[7], η, ὅπως ὁ Μέλισσος, γιά νά ἐλέγξουν τούς φυσικούς φιλοσόφους, δείχνοντας τό μεταβλητό χαρακτήρα τῆς φυσικῆς πολλότητας καί τήν ἀδυναμία τῆς ἐμπειρικῆς γνώσης.
Ὁ Ξενοφάνης, ἀντίθετα ἀπό τήν ἑρμηνεία πού ἔδωσε στή διδασκαλία του ὁ Ἀριστοτέλης[8], φαίνεται νά θεώρησε τή σχέση θεοῦ καί κόσμου ὡς ἐπικοινωνία ἀνάμεσα σέ ἕνα θεό, νοῦ ρυθμιστή, αἰώνιο καί ἄναρχο, καί σέ ἕνα κινούμενο ἀπό αὐτον σύμπαν.
Ἐκτός ἀπό τά δύο βασικά προβλήματα τοῦ θεοῦ καί τοῦ κόσμου, ὅλα τά μεγάλα προβλήματα, μέ ἐξαίρεση τό ἐννοιολογικό[9], πῆραν θέση στόν θεματικό ὁρίζοντα τῆς πρώτης ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Σχετικά μέ τό γνωσιολογικό ὁ Ξενοφάνης καί ὁ Ἡράκλειτος ὑποστηρίζουν ὅτι τά γνωστικά ὅρια τά καθορίζει ἡ φύση τοῦ ἀντικειμένου[10]· ἐκτός ἀπό τόν Ἐμπεδοκλῆ (Β 3) καί ἄλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι ἀρνοῦνται πίστη στήν αἴσθηση καί φθάνουν νά ὑψώσουν τή νόηση ὡς ἐκεῖ πού δέν ξεχωρίζει πιά ἡ λογική ἀπό τήν ὀντολογία. Μέ τήν ἀκάματη ἔρευνα καί τήν πίστη στήν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τους καταξίωσαν καί τή γνώση – στή φιλοσοφία μάλιστα τοῦ Ξενοφάνη αὐτή ἡ καταξίωση, σέ ὀργανική συνάρτηση μέ τήν ἰδέα τῆς προόδου (Β 18), ἀποτελεῖ καί ὑπερχρονικό δίδαγμα – καί τήν αἰσιόδοξη θεώρηση τῆς ζωῆς, πράγμα πού θά ἀνατρέψουν σέ λίγο οἱ «μισολόγοι» σοφιστές μέ τόν ἀγνωστικισμό τους καί τήν ἀπό αὐτόν γεννημένη ἀπαισιοδοξία τους.
Στό πρόβλημα τῆς πράξης ἔσκυψε καί συγκεκριμένα ὁ ἀρχαϊκός νοῦς μέ τά ἠθικά διδάγματα τοῦ Ξενοφάνη, τοῦ Ἡρακλείτου καί τοῦ Δημοκρίτου[11] καί προετοίμασε ἔτσι τή σωκρατική-πλατωνική ἔρευνα γιά τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά καί δεοντολογία τῆς ζωῆς.
2. Ἡ ποιητική παρουσία τοῦ Ξενοφάνη
Ὁ στοχασμός τῶν πρώτων Ἑλλήνων φιλοσόφων ἐκφράστηκε εἴτε μέ στίχους εἴτε μέ πεζό λόγο. Μέρος τῆς ἀξίας τῶν ἀρχαϊκῶν φιλοσοφημάτων πηγάζει ἀπό τή γοητεία τοϋ ξεχωριστοῦ κάθε φορᾶ ὕφους: στόν Ἐμπεδοκλῆ π.χ. τό ὕφος εἶναι ποιητικό-ρητορικό, στόν Ἡράκλειτο χρησμικό, στόν Ξενοφάνη καί τόν Παρμενίδη ποιητικό. Εἶναι φυσικό νά ὑστεροῦν σέ ἐκφραστική χάρη ἔργα ὅπως τοῦ Ζήνωνος, ὅπου ἡ διαλεκτική μονοπωλεῖ τήν ἔκφραση κι ὁ στοχασμός ἀποδίδεται μέ τρόπο ἄμουσο, στεγνό καί κλειστό[12]. Στή μιλήσια φιλοσοφία ὁ καθαυτό φυσικός χαρακτήρας τῆς ἔρευνας ἀποκλείει ἴσως τό ποιητικό περίβλημα. Ἐδῶ, ὅμως, στό μοναδικό σωζόμενο ἀπόσπασμα τοῦ Ἀναξίμανδρου ὑπάρχει γνήσια ποιητική ἔκφραση[13].
Ἡ χρήση τοῦ ποιητικοῦ λόγου σέ μερικά ἀπό τά ἀρχαϊκά φιλοσοφήματα εἶναι δυνατό νά θεωρηθεῖ ἐπίδραση τῆς ἡρωικῆς παράδοσης, τῆς ὀρφικῆς καί τῆς λυρικῆς ποίησης. Στόν παράγοντα τῆς κληρονομιᾶς τῆς ποιητικῆς τέχνης καί τῆς συμβίωσης ποιητῶν, καλλιτεχνῶν, φιλοσόφων[14] πρέπει νά προσθέσομε καί μία προσωπική κάθε φορά ἀνάγκη παράστασης αὐτοῦ τοῦ ὁποίου ἡ φύση δέν ἀποδίδεται μέ τόν ἁπλό λόγο. Ἡ ἴδια ἀνάγκη τῆς μορφῆς, πού θά γεννήσει, παρά τήν ἀρνητική στάση τοῦ δημιουργοῦ της ἀπέναντι στήν ποίηση, τόν «εἰκότα μῦθον»[15] καί τά ἄλλα σχήματα τῆς μεταφυσικῆς πλατωνικῆς ποίησης, γεννᾶ καί τα σύμβολα καί τα ποιητικά ἐκφραστικά μέσα τῆς ἀρχαϊκῆς φιλοσοφίας. Ἔτσι τό ὡραῖο γίνεται ἀνταύγεια τοῦ ἀληθινοῦ, μιά καί ἡ ποίηση εἶναι ὄχι μόνον «ἡδεῖα ἀλλά καί ὠφελίμη πρός τάς πολιτείας καί τόν βίον τόν ἀνθρώπινον»[16]. Ποίηση καί φιλοσοφία, δύο κύκλοι τούς ὁποίους ἀνοίγουν διαφορετικές λειτουργίες τοΰ πνεύματος – μέ γνώμονα ἡ μία τή μορφή, ἡ ἄλλη τήν ἀλήθεια – μολονότι δέν ταυτίζονται ποτέ, μπαίνουν συχνά ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλο. Μέ αὐτή τήν ἀμοιβαία διείσδυση ποίησης καί φιλοσοφίας «τό πνεῦμα δέν χαντακώνεται ἀπό τή γνώση»[17].
Ἀπό τούς πρώτους πού ἔμμετρα φιλοσοφοῦν, πιό ποιητικά ἔδωσαν τόν στοχασμό τούς ὁ Ξενοφάνης καί ὁ Ἐμπεδοκλῆς. Ὁ Παρμενίδης ἐκφράζεται βέβαια μέ στίχους, εἰκόνες καί συμβολα[18] καί ἔχει ἐπενδύσει μέ ποιητική μεγαλοπρέπεια τή θεωρία τοῦ ὄντος, ὅμως τό περίβλημα αὐτό δέν ἐπηρεάζει τήν οὐσία, τό καθαυτό ἐννοιολογικό μέρος τοῦ ἔργου του. Γιατί δέν ἀρκεῖ ὁ ποιητικός ρυθμός, γιά νά μιλήσομε γιά ποιητική φιλοσοφία. Παράλληλα μέ τή θέρμη τῆς ἔκφρασης πρέπει νά γίνεται φανερό ὅτι ὁ στοχασμός εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἔμμορφος. Ἔτσι ὁ Ἐμπεδοκλῆς π.χ. – μολονότι ὁ Ἀριστοτέλης δέν τόν ἀριθμεῖ στούς ποιητές, ὅταν τόν συγκρίνει μέ τόν Ὅμηρο[19] – ὑπῆρξε καί ἀληθινός ποιητής, γιατί, πάλι κατά τόν Σταγιρίτη: «καί δεινός περί τήν φράσιν γέγονε, μεταφορικός τέ ὤν καί τοῖς ἄλλοις τοῖς περί ποιητικήν ἐπιτεύγμασι χρώμενος»[20].
Ὁ Ξενοφάνης, πού γράφει στίχους ὡς τά ἐνενήντα δυό του χρόνια (Β 8)[21], ὑπῆρξε ποιητής ὄχι μόνο πρίν γίνει φιλόσοφος, ἀλλά σέ ὅλη του τή ζωή· ὅπως θά δείξομε, στάθηκε τόσο ποιητής, ὥστε δύσκολα κάποιος μπορεῖ νά ἐπιλέξει προκειμένου νά τόν χαρακτηρίσει: ποιητή-φιλόσοφο ἤ φιλόσοφο-ποιητή. Στούς φιλοσοφικούς, π.χ., στίχους τοῦ Κολοφώνιου, παράλληλα μέ τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο, παρατηροῦμε ἕναν ἐποπτικό πλοῦτο, μία τάση γιά δυνατές ἀπεικονίσεις[22]. Ἡ ζωή γιά τόν Ξενοφάνη ὑπῆρξε σημαντικός λόγος γιά νά διατηρήσει ἡ ἐκφραστική δομή τοῦ στοχασμοῦ του τόν ποιητικό ρυθμό, πιθανότατα ὀφειλόμενο σέ ἔμφυτη ποιητική ἱκανότητα καί στήν ἀμεσότητα μέ τήν ποιητική παράδοση: ταξιδευτής ἐρευνητής καί στοχαστής, πού διέδιδε προφορικά στούς ἄλλους τό ἔργο του, ὁ Ξενοφάνης ἀναγκάστηκε ἴσως νά τό μορφοποιεῖ μέ ἀναλλοίωτο ἐκφραστικό μέσο. Ἔτσι τά ἀποσπάσματα του εἶναι τό πιό παλαιό δεῖγμα φιλοσοφικῆς ποίησης στήν Ἑλλάδα.
Ἡ ἀρτιότητα τῆς στιχουργικῆς τέχνης τοῦ Ξενοφάνη παρατηρήθηκε ἀπό τούς ἀρχαίους, ὅπως βλέπομε στήν κριτική τοῦ Ἀθήναιου[23]: «…Ξενοφάνης καί Σόλων καί Θέογνις καί Φωκυλίδης… καί τῶν λοιπῶν οἱ μή προσάγοντες πρός τά ποιήματα μελωδίαν ἐκπονοῦσι τούς στίχους τοῖς ἀριθμοῖς καί τῇ τάξει τοῦ μέτρου καί σκοποῦσιν ὅπως αὐτῶν μηδείς μήτε ἀκέφαλος μήτε λαγαρός μήτε μείουρος». Ἡ πληροφορία γιά τή μή χρησιμοποίηση μελωδίας ἀπό τόν κολοφώνιο ποιητή δίνει ἕνα στοιχεῖο γιά τόν διαχωρισμό τῆς ποίησής του ἀπό τήν τέχνη τῶν γνωστῶν ραψωδῶν, μέ τήν ὁποία φαίνεται νά τή συσχετίζει ἡ παράδοση καί συγκεκριμένα ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος: ἡ φράση τοῦ δοξογράφου «ἀλλά καί αὐτός ἐρραψῴδει τά ἑαυτοῦ» εἶναι σέ δύο σημεῖα προβληματική[24]: τί σημαίνει τό «ἐρραψῴδει» καί τί σημαίνει τό «καί αὐτός»; Στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ξενοφάνης δέν ἦταν σάν ἐκείνους τούς καλλιτέχνες τῆς ἀπαγγελίας πού, συχνάζοντας σέ ἀρχοντικά καί σέ παλάτια, σέ πανηγύρεις ἤ σέ ἀγῶνες ἀπήγγελλαν ποιήματα τοῦ Ὁμήρου συρράπτοντας τά διάφορα ἀποσπάσματα, ὁδηγοῦν, ἐκτός ἀπό τή μαρτυρία τοῦ Ἀθήναιου, ἡ μαρτυρημένη ἀνθομηρική στάση τοῦ Κολοφώνιου καί μία σημαντική πληροφορία ἀπό τό ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ: ἡ μαρτυρία γιά τή μακρόχρονη περιπλάνησή του ἀπό τόπο σέ τόπο βοηθεῖ νά καταλάβομε τήν προφορική, ἀπό τόν ἴδιο, διάδοση τοῦ ἔργου του· ἐφόσον ὁ Ξενοφάνης δέν ρίζωσε σέ ἕνα τόπο οὔτε ἵδρυσε, ὅπως νομίζομε, κάπου σχολή[25], χρησιμοποίησε καί αὐτός τόν ραψωδικό τρόπο τῆς διάδοσης τοῦ ποιητικοΰ λόγου, ὅπως οἱ ραψωδοί τοῦ Ὁμήρου καί ὁ Ἡσίοδος, αὐτός ὅμως («ἀλλά») γιά νά διαδώσει τά δικά του ἔργα. Φαίνεται ὅτι ὁ ποιητής-φιλόσοφος, ὅσο κράτησε τό μακρύ ταξίδι τῆς ζωῆς του, διάλεγε, ἀνάλογα μέ τό ἀκροατήριό του, καί ἀπήγγελλε διάφορα μέρη ἀπό τό ἔργο του. Τήν «κατ’ ἐκλογήν» ἀπαγγελία ἀποσπασμάτων ὑπαγόρευε βέβαια ἡ βιοποριστική ἀναγκη[26], ἀλλά κυρίως καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ξενοφάνη νά διδάξει ὁ ἴδιος τίς ἰδέες του στούς ἀνθρώπους πού συναντοῦσε στίς περιπλανήσεις του.
Δέν πρέπει, ἐπίσης, νά ξεχνοῦμε ὅτι τά σύνορα μεταξύ τοῦ παλαιοῦ κόσμου καί τοῦ νέου, τοῦ μύθου καί τῆς λογικῆς, δέν εἶναι ἀκόμη ὁλότελα χωρισμένα· ἡ φαντασία ζεῖ δίπλα στό νεογέννητο λογικό, ἡ ποίηση κρατᾶ τά σκῆπτρα της κι ὁ ραψωδός περιφέρει τήν τέχνη του. Ὁ ἴδιος ὁ Ξενοφάνης βλέπει τή γραμμή τῶν συνόρων: μέ τή σεμνότητα πού ταιριάζει στήν φιλοσοφική ποίηση, ἡ ὁποία δέν εἶναι μόνο ἔργο ἔμπνευσης ἀλλά κυρίως γνώσης, ὅπως θά πεῖ ὁ Πλάτων[27], παίρνει ἀπό τούς ραψωδούς τόν συρραπτικό τρόπο τῆς ἀπαγγελίας γιά νά διαδώσει ἰδέες μέ τίς ὁποῖες ἐναντιώνεται στήν παράδοση ἤ ἐλεγεῖες ὅπου ἀδίσταχτα προβάλλει τό ἐγώ του καί ὕμνους σέ πρόσφατα ἱστορικά γεγονότα. Ἔτσι στή φράση τοῦ Διογένη τοῦ Λαέρτιου ὑπάρχει ἡ ἔνδειξη γιά τή διατήρηση τοῦ παλαιοῦ μέσου της διάδοσης τοΰ ποιητικοῦ λόγου ἀλλά καί ἡ ἀπόδειξη γιά τήν παρουσία τοῦ καινούριου κόσμου τῶν ἐπώνυμων πνευματικῶν δημιουργῶν, σοφῶν καί φιλοσόφων.
Μιά ἀκόμη φράση τοῦ ἴδιου δοξογράφου εἶναι σημαντική γιά τόν χαρακτηρισμό τοῦ πνεύματος καί τοῦ ἔργοῦ τοῦ κολοφώνιου σοφοῦ: «γέγραφε δέ», μαρτυρεῖ ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος[28] γιά τόν Ξενοφάνη, «ἐν ἔπεσι καί ἐλεγείας καί ἰάμβους καθ’ Ὁμήρου καί Ἡσιόδου, ἐπικόπτων αὐτῶν τά περί θεῶν εἰρημένα». Τά σωζόμενα ξενοφάνεια ἀποσπάσματα εἶναι ἑξάμετρα[29], πού ἀναφέρονται στή θεολογία, κοσμολογία καί γνωσιολογία – οἵ δύο τελευταῖες σέ σχέση πάντα μέ τήν πρώτη -, ἐλεγεῖες[30] πού διέσωσαν ὁ Ἀθήναιος καί ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος[31] καί καθαυτό σκωπτικά ποιήματα[32], στά ὁποῖα ὁ κολοφώνιος σοφός ἐπιτίθεται στόν Ὅμηρο καί στόν Ἡσίοδο, στόν ἀνθρωπομορφισμό τῆς λαϊκῆς θρησκείας καί στίς προλήψεις τῶν συγχρόνων του. Μόνο ἕνας ἰαμβικός στίχος σώζεται (Β 14)[33]· ἴαμβος ὅμως, στόν πληθυντικό, σημαίνει σκωπτική ποίηση· ἔτσι ἡ χρήση τῆς λέξης ἐδῶ νομίζομε ὅτι χαρακτηρίζει ὅλα τά σατιρικά ποιήματα τοῦ Ξενοφάνη, ὅπου ἀνήκουν καί οἱ στίχοι ἐνάντια στούς δύο μεγάλους ποιητές. Οἱ ἑξάμετροι στίχοι πού ἀναφέρονται στό κοσμοείδωλο ἤ περιέχουν τή γνωσιοθεωρία τοῦ φιλοσόφου, εἶναι ὅπως θά δείξομε, σύμφωνοι μέ τό πνεῦμα τῆς κάθαρσης τῆς θεότητας. Ό Diels περιλαμβάνει τούς στίχους αὐτούς κάτω ἀπό τόν γενικό τίτλο Περί Φύσεως. Ὅμως τά Περί Φύσεως ἀποσπάσματα δέν φανερώνουν λιγότερο ἀντιμυθική στάση ἀπό ὅσο ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὁ Diels θεωρεῖ Σιλλους. Ἡ πολεμική τοῦ Ξενοφάνη γίνεται φανερή ἀπό τή χρήση τοῦ ἀρνητικοῦ «οὐ», πού ἀπαντᾶ 10 φορές μέσα σέ 29 στίχους, μέ τίς παραλλαγές «οὐδέ», «οὔτε», «οὔτι». Δύο φορές ἐπίσης ἀπαντᾶ ἐδῶ ὁ ἀντιθετικός σύνδεσμος «ἀλλά» (Β 25, Β 30). Στούς 18 στίχους τούς ὁποίους ὁ Diels χαρακτηρίζει ὡς Σίλλους, ἡ ἄρνηση χρησιμοποιεῖται μιά φορά (Β 18) καί τό «ἀλλά» τρεῖς (Β 14, Β 15, Β 18). Γιά τόν λόγο αὐτό δέν θά μπορούσαμε νά δεχτοῦμε ὅτι ἡ πρώτη κατηγορία τῶν ἀποσπασμάτων ἀποτελεῖ μέρος ἀπό ἕνα ἰδιαίτερο ἔργο μέ τίτλο Περί Φύσεως[34], ἀλλά θά ἐντάξομε τούς στίχους αὐτούς στό δεύτερο εἶδος τῆς ποιητικῆς τέχνης τοῦ Ξενοφάνη, το ὁποῖο ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος χαρακτηρίζει ὡς ἰαμβικό καί ὅπου περιλαμβάνομε ὅλα τά μή ἐλεγειακά ἀποσπάσματα τοῦ Κολοφώνιου. Ἔτσι ἡ φράση τοῦ Διογένη τοῦ Λαέρτιου θά μποροῦσε νά σημαίνει ὅτι ὁ Ξενοφάνης ἔγραψε διάφορους στίχους – κι ὄχι ἕνα ὁμοιόμορφο ἔργο, ὅπως π.χ. ὁ Ἠσίοδος – ἀπό τούς ὁποίους ἄλλοι εἶναι ἐλεγειακοί καί ἄλλοι σκωπτικοί, ἐπιτιμητικοί· μέ αὐτούς τούς τελευταίους ἄσκησε ὁ ποιητής πολεμική μέ ἐπώνυμο στόχο, ἐναντιώθηκε στήν ὁμηρική καί ἡσιόδεια θεολογία. Ἡ ἀναφορά στούς δύο μεγάλους ποιητές δέν σημαίνει ὑποχρεωτικά χρήση σκωπτικῶν ποιημάτων μόνο γιά τούς δικούς τους λόγους σχετικά μέ τούς θεούς· ἐφόσον, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἡρόδοτος, οἱ δύο ποιητές «ἐποίησαν» τήν ἑλληνική θεολογία, ἡ μνεία φαίνεται νά εἶναι τό χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τῆς πολεμικῆς τοῦ Ξενοφάνη. Ἡ φράση τοῦ Διογένη τοῦ Λαέρτιου, ὅπου διαχωρίζονται στό ἔργο τοῦ Κολοφώνιου τά ἐλεγειακά ἀπό τά «ἰαμβικά»[35] σατιρικά ποιήματα, ἀποκαλύπτει τόν διφυῆ χαρακτήρα τῆς προσωπικότητας τοῦ Ξενοφάνη: τήν ποιητική κλίση του καί τό μεταρρυθμιστικό ἐπαναστατικό του πνεῦμα[36].
Στά ἱστορικά ποιήματα τοῦ Ξενοφάνη, τίς μεγάλες συνθέσεις γιά τήν κτίση τῆς Κολοφῶνος καί τόν ἀποικισμό τῆς Ἐλέας, ἀναφέρεται χωριστά ὁ ἴδιος δοξογράφος[37]. Ἀλλ’ ἐδῶ καί ἡ γενικότητα τῆς σχετικῆς μαρτυρίας καί ἡ ἀπώλεια τοῦ ἔργου θά ἐπέτρεπαν μόνο εἰκασίες γύρω ἀπό τό περιεχόμενο τῶν ποιημάτων. Ἴσως θά μπορούσαμε νά θεωρήσομε τήν ἀπώλεια τῶν ποιημάτων αὐτῶν ὡς ἔνδειξη ὅτι εἶχαν δευτερεύουσα σημασία στην ὅλη δημιουργία τοῦ Ξενοφάνη.
---------------------
[1] Grundrib der Geschichte der griech. Philos., Leipzig[1]3, 1928, σ.4
[2] Πβ. ΗΡΟΔΟΤΟΥ, Α 30.
[3] Πβ. Ι.Ν. Θεοδωρακοπουλοϊ, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα4 Ἀθῆναι, 1964, σ. 15, Εὐ. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Ἀπό τοῦ μύθου εἰς τόν λόγον, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 30, Ch. Werner, La Philosophic grecque, Paris, 1966, σσ. 7-8.
[4] Ἀριστοτέλους, Μτφ., A 2, 983 b 1-3.
[5] Βλ. Ι.Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ἔνθ’ ἄν., σ. 159 κ. ἐξ. Γιά τόν ὁριστικό χωρισμό τοῦ λόγου ἀπό τά πράγματα στόν Πλάτωνα πβ. Φαίδ., 75 c, καί Ε. Hoffmann, Ἡ νοοτροπία τῆς προσωκρατικῆς φιλοσοφίας, Ἀρχεῖον Φιλοσοφίας καί θεωρίας Ἐπιστημῶν, 2, 1930, σ. 3.
[6] Γιά τήν ἔννοια φύσις πβ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Νόμ., IX, 892 c· ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Μτφ., Δ 4, 1014 b 16· J. Burnet, Early Greek Pholosophy, New York, 1965, σ. 363.
[7] Πβ. Α. Κελεσίδου, Τό Ἄπειρον τοῦ Ἀναξιμάνδρου, 12 Μελετήματα Προσωκρατικῆς Φιλοσοφίας, Ἀθῆναι, 1989, σσ. 5 -16.
[8] Πβ. Μτφ., A 5, 986 b 18-19.
[9] Πβ. Ἀριστοτέλους, Μτφ., A 5, 987 b 1, Μ 4, 1078 b 27-30, Πλάτωνος, Φαῖδρ., 230 c. [10] Ξενοφάνους, Β 34, Ἡρακλείτου, Β 45.
[11] Πβ. Α. ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ, Μελετήματα Προσωκρατικῆς Ἠθικῆς, Πρόλ. Γ. Βλάχου, ἔκδ. Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι, 1994.
[12] Πβ. Α.-Μ. Croiset, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, μετάφρ. Πουρνάρα, A. J. Ἀθήνα, 1938, σ. 366.
[13] Βλ. Σιμπλίκιου, Φύσ. 24, 13. Πβ. Η. Diels, Uber Anaximanders Kosmos, Archiv, X 235.
[14] Πβ. I.N. Θεοδωρακόπουλου, ἔνθ. ἄν., σ. 23, Ε. Souriau, Art et Philosophic, Revue Philosophique de la France et de I’Etranger, 1954, σσ. 1-21.
[15] Πβ. A. Κελεσίδου, La kalliphanic du monde dans le «Timee» (IV Symposium Platonicum, Γρανάδα, 4-9.9.1995) Kemos, 9, 1996.
[16] Πβ. Πλάτωνος, Πολιτεία, I, 607 d.
[17] F. Niftzsche, Gesammelte Werke, Der Wille zur Macht, 19τ., Miinchen, σ. 229.
[18] Πβ. Β 1 1,9, 29. Γιά τό προοίμιο τοΰ ποιήματος τοῦ Παρμενίδη πβ., λ.χ., G. Breton, Essai sur la poesie philosophique en Grece, Paris, 1883, σ. 166.
[19] Ποιητ. 1447 h 18.
[20] ΔΙΟΓ. Λαερτ, VIII 57, Ἀριστοτ., Σοφιστ. (Rose 65), Περί ποιητῶν (Rose 70). Γιά τήν ἀξία τῆς ποιητικῆς τέχνης τοῦ Ἐμπεδοκλῆ πβ. Cicero, Acad, prior., II 23.
[21] Γιά τήν ποιητική τέχνη τοῦ Ξενοφάνη βλ. Croiset, ἔνθ’ ἄν., σσ. 358, 363, Ρ. Tannery, Pour l’ histoire de la science Hellene, de Thales a Empedocle, Paris, 1887, σσ. 127-128, W. Jaeger, The Theology of Early Greek Philosophers, London. 1948, σ. 39, καί Paideia, σσ. 209-210, W. Guthrie, A Histoiy of Greek Philosophy, I, Cambridge, 1962, σ. 361, A. Lumpe, Die Philosophie des Xenophanes von Kolophon, Munchen, 1952, σ. 17.
[22] Πβ. Β 30.
[23] XIV 632cd.
[24] IX 18, 2. Ἡ διφυία τῆς προσωπικότητας τοῦ Ξενοφάνη δίχασε τούς κριτικούς ἔτσι πού ἄλλοι μέν νά δοῦν σ’ αὐτόν ἕνα τραγουδιστή ποιητή, ἄλλοι δέ ἕνα φιλόσοφο πού διέδωσε τό ἔργο του μέ τή βοήθεια τῆς ἀπαγγελλόμενης ποίησης. Ό Gomperz π.χ. (Lespenseiin de la Grace, Hisloire de la philosophic antique, 1, μετάφραση A. Reymond, Paris, Lausanne, 1908, σ. 167), ἔδωσε μιάν εἰδυλλιακή εἰκόνα ἑνός Ξενοφάνη τραγουδιστή ποιητή, πού ζεῖ μέ τό ὁμηρικό τραγούδι καί τούς δικούς του στίχους. Τήν ἄποψη τοῦ Gomperz – καί ἔτσι τήν εἰκόνα τοῦ «τραβαδούρου» ραψωδοῦ – ἀντικρούει ὁ Jaeger (Theology, σσ. 40-41 καί Paideia, σ. 553, ὕπ.114). Τήν ἔννοια τῆς δημόσιας ἀπαγγελίας δίχως μουσική δέχονται γιά τό «ραψωδεῖν» π.χ. οἱ V. Cousin, Nouveaax fragmentsphilosophiques, Paris, 1928, σ. 19, καί S. Karsten, Philosophoramgraecomm vctenim opentm reliquiae, I, Amstcl., 1830, σ. 18.
[25] Πβ. G.S. KIRK-J.E. RAVEN, The Presocratic philosophers, Cambridge, 1966, σσ. 164-165. To γεγονός ὅτι ὁ Κολοφώνιος «ἐρραψῴδει τά ἑαυτοῦ» ἀντικρούει τήν ἰδέα τῆς Σχολῆς, γιατί, βέβαια, ἄν ὁ Ξενοφάνης εἶχε τή δυνατότητα ἤ ἤθελε νά ἱδρύσει κάπου Σχολή, δέν θά ζοῦσε ὡς ραψωδός καί περιπλανώμενος ἐρευνητής ὡς τά γεράματά του. Ἐξ ἄλλου εἶναι δυνατό νά θεωρήθηκε ἀρχηγός τῆς «ἐλεατικῆς αἱρέσεως» (πβ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Σοφιστής 242 d, VS 21 Λ 8 καί 36, F.W.A. Mullach, Fragmenta philosophonim Graecomm, Paris, 1875, A, σ. 99), χωρίς νά ἔχει ἱδρύσει στήν Ἐλέα Σχολή ὅπως ἐκείνη τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλη καί ὅπως τήν ἐννοοῦμε σήμερα, μέ τήν προϋπόθεση δηλαδή τῆς μονιμότητας σέ ἕνα τόπο. Γενικά γιά τίς «Σχολές» προκειμένου γιά τούς προσωκρατικούς φιλοσόφους πβ. V. von WILAMOWITZ, Der Claude tier Hellenen, Π 207. ὑπ. 1, W. Jaeger, Paideia, σσ. 195, 527, ὑπ. 26, A. Festugiere, Contemplation el vie contemplative selon Platon, Paris, 1936, σσ. 461-463. κ.α. Θά μποροῦσε ἀκόμη νά μή ἔχει διδάξει ὁ ἴδιος ὁ Ξενοφάνης τόν Παρμενίδη, ἀλλά νά ἔχει βάλει μέ τόν λόγο του, στό πέρασμά του ἀπό τήν Ἐλέα, τό θεμέλιο γιά τή φιλοσοφία τοῦ Ἐλεάτη. Ἔτσι ὁ Θαλῆς «ἐδίδαξε» τόν Ἀναξιμένη. Γιά τήν ἰδεολογική συγγένεια πβ. Ch. Waddington, La philosophie ancienne et la critique historique, Paris, 1904, σ. 80.
[26] Δέν εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά σκεφθοϋμετόν Ξενοφάνη τόσο φτωχό ὥστε νά κάνει
μιά ζωή πτωχοπροδρομική, ὅπωςτόν εἶδανπ .χ. οἱ A. Farina, Senofane di Colofone, lone di Chio, Napoli. 1961, σ. 10, K. Ziegler, Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος: ἕνας ἐπαναστάτης τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. ἐπετηρίς Φιλοσ. Σχολῆς Πανεπ. Θέσ/νίκης, 9, 1965, σ. 129. Τό ἀνέκδοτο, πού τόν θέλει ἀνίκανο νά θρέψει δύο ὑπηρέτες, ἐνῶ ὁ Ὅμηρος μετά τόν θάνατό του ἔθρεψε χίλιους, (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Ἀποφθ., 175 c) εἶναι μᾶλλον εἰρωνική ὑπερβολή τῆς πολεμικῆς πού στράφηκε ἐνάντια στή ἀνθομηρική διδασκαλία του. Οὔτε ἀπό τό περιστατικό, τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ΔΙΟΓΕΝΗΣ ὁ Λαέρτιος (IX 20), γιά τήν ταφή τῶν παιδιῶν τοῦ φιλοσόφου ἀπό τόν ἴδιο θά εἴχαμε ἀπόδειξη τῆς φτώχειάς του. Τό χωρίο θεωρήθηκε δεῖγμα ἤθικης δύναμης ἤ ἄσκηση πυθαγόρειας πίστης. Ἄν τό ἀναφερόμενο περιστατικό εἶναι ἀληθινό, ἡ ἰδέα θά μποροῦσε νά εἶναι καινοτομία τοῦ Ξενοφάνη, δεῖγμα τῆς ἐπίθεσής του στά θρησκευτικά καθιερωμένα. Ἴσως ἐπιβιώνει ἐδῶ λόγος του σέ ἀνεκδοτοποιημένη ἀπό τούς βιογράφους του μορφή (πβ. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ Β 97 καί Διογ. Λαερτ., IX 3-4, 22 Α 1α.
[27] Ἀπολ., 22 a-c.
[28] IX 18.
[29] Β 23 ὥς Β 39.
[30] Β 2, Β 3, Β 5 ὥς Β 10.
[31] Β 7, Β 8.
[32] Β 10 ὥς Β 22.
[33] Γιά τόν στίχο αὐτό πβ. π.χ. Burnet, ἔνθ’ ἄν., σ. 116.
[34] Ἔργο Περί Φύσεως ἀποδίδουν στόν Ξενοφάνη οἱ:, ΣΤΟΒΑΙΟΣ, I, 10 (ἡ πληροφορία προέρχεται ἀπό σχόλια ὁμηρ.), ὁ ΚΡΑΤΗΣ ὁ ΜΑΛΛΩΤΗΣ (Σχ. Φ 196) καί ὁ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ (VI 46). Οἱ νεότεροι ἐρευνητές δέν παραδέχονται ὁμόφωνα τήν ὕπαρξη μίας τέτοιας συγγραφῆς. Γιά τήν παραδοχή πβ. π.χ. Waddington, ἔνθ’ ἀν., σ. 70, A. Lefevre, La Philosophic, Paris, 1921, σ. 64. Ό Diels περιλαμβάνει κάτω ἀπό τόν τίτλο Περί Φύσεως τά ἀποσπάσματα 23 ὡς 41. Παραδέχτηκαν ἐπίσης τή συγγραφή οἱ: Fr. Orerweg – Κ. Praechter, Die Philosophic des Altertums, Berlin, 1926, σ. 75, O. Gicon, Der Urspnmg clergiiech. Philos.. Basel, 1946, σσ. 19 καί 158, K. Deichgraber, Xenophanes, Περί Φύσεως, Rhein. Mus., 87, 1938, σσ. 1-4·. Τή συγγραφή ἀρνήθηκαν, π.χ., οἱ: Burnet, Jaeger. (Theology, σσ. 28 καί 40, Paideia, σ. 531 Ῥπ. 90). Πβ. Lumpe, ἐνθ’ ἄν., σ. 17, Zafiropulo, ἐνθ’ ἄν., σ.19, P. Steinmetz, Xenophanesstudien, Rheinishes Museum, 109, 1966, σ. 68. Ἐκτος ἀπό τήν ἀνεπάρκεια τῶν σχετικῶν ἀρχαίων μαρτυριῶν καί ὁ βίος τοῦ Ξενοφάνη καί τά Λυρικά στοιχεῖα τῆς ποίησής του μᾶς ἀποτρέπουν νά δεχτοῦμε ὅτι συνέθεσε συστηματικό φιλοσοφικό ἔργο. Τά μακρά ποιήματα γιά τήν Κολοφώνα καί τήν Ἐλέα θά ἦταν εὐκολότερες συνθέσεις γιά τόν ποιητή πού γνώριζε τήν ὁμηρική παράδοση. Πβ. Α. ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ, Xenophanc sur la nature, XXV· Congres ASPLF, Lausanne, 25-28 Αὐγούστου 1994.
[35] Ό Diels ὀνομάζει Σίλλους τά ἀποσπάσματα 10-22. Πβ. ΗΡΩΔΙΑΝΟΥ, π. μόν. λεξ. 7, II (Β 42), Σχόλ. Ὅμηρ. Oxyrh 1087, 40 (Β 21α), ΣΤΡΑΒΩΝΟΣ, XIV643 (21 A 20), Προκλου, 21 A 22, Σχόλ. ΑΒΤ Β 212 (21 A 23).
[36] Γιά τό στοιχεῖο αὐτό της προσωπικότητας τοῦ Ξενοφάνη πβ. Jaizger, Theology, σ. 41 · εἰδικά G. Rudblrg, Xenophanes Satiriker und Polemiker, Symb. Osi, 26, 1948, σ. 126 ἔπ., K. Zif.gi.ur, ἔνθ’ ἀν., σσ. 129 καί 142. Πβ. Α. ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ, Θεμελιακές γλωσσικές ἀντιθέσεις γιά τόν ἄνθρωπο καί τή θεότητα στόν Ξενοφάνη, 12 Μελετήματα Προσωκρατιχής Φιλοσοφίας, Ἀθήνα, 1992, σσ. 39-42.
[37] IX 20.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου