Ο Ισαάκ Ασίμοφ στο βιβλίο του «Το Χρονικό του Κόσμου», αναφερόμενος στην περίοδο 2500 – 2000 π.Χ. είναι σαφής: «Η Κρήτη, ως πρώτος νησιωτικός πολιτισμός, είχε το εξής πλεονέκτημα: οι ισχυροί πολιτισμοί της Αιγύπτου και της δυτικής Ασίας δεν είχαν πλοία ικανά να απειλήσουν την Κρήτη. Γι’ αυτό το λόγο, οι πόλεις – κράτη του νησιού είχαν ενοποιηθεί ειρηνικά και παρέμεναν απεριτείχιστες πόλεις». (σελ. 53). Και είναι αλήθεια ότι η γεωγραφική θέση της Κρήτης έπαιξε ίσως το βασικότερο ρόλο στη διαμόρφωση όλων των συσχετισμών. Ο Αριστοτέλης στο δεύτερο βιβλίο απ’ τα «Πολιτικά» αναφέρει: «Φαίνεται ότι το νησί από τη φύση του ήταν προορισμένο να δεσπόζει στους Έλληνες και να βρίσκεται σε ευνοϊκή γεωγραφική θέση. Διότι κυριαρχεί σε όλο το θαλάσσιο χώρο (ενν. της ανατολικής Μεσογείου), στα παράλια του οποίου είναι εγκατεστημένοι σχεδόν όλοι οι Έλληνες. Διότι αφενός δεν απέχει πολύ από την Πελοπόννησο και αφετέρου από τα ασιατικά παράλια – την περιοχή δηλαδή γύρω από το Τριόπιο – και τη Ρόδο. Γι’ αυτό ο Μίνωας έγινε θαλασσοκράτορας, και από τα νησιά άλλα κατέκτησε και σε άλλα εγκατέστησε έποικους. Τελικά επιτέθηκε εναντίον της Σικελίας όπου και πέθανε κοντά στην Καμικό». (σελ. 439). Και ο Ασίμοφ συμπληρώνει:«Η Κρήτη είχε τα δικά της πλοία που διενεργούσαν το εμπόριο του νησιού με τα βόρεια νησιά, τα οποία είναι τόσο πυκνά διεσπαρμένα στη θάλασσα, που τα πλοία δεν έχαναν ποτέ την οπτική επαφή τους με τη στεριά για μεγάλο διάστημα. Η Κρήτη, ελέγχοντας το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, προόδευε γρήγορα και κατόρθωσε να ιδρύσει την πρώτη θαλασσοκρατορία, που σημαίνει κυριαρχία των θαλασσών και της οποίας η ισχύς βασιζόταν περισσότερο στο ναυτικό παρά στο στρατό ξηράς». (σελ. 53).
Σχετικά με τη διαμόρφωση του πολιτεύματος της μινωικής Κρήτης στο βιβλίο του Σπυρ. Κ. Σίτου «Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού» καταγράφεται: «Η συγκεντρωτική οργάνωση της πολιτικής εξουσίας αποδεικνύεται και από τον τρόπο κατασκευής των ανακτόρων. Οι βασιλείς όμως δεν κυβέρνησαν την Κρήτη ποτέ τυραννικά, όπως οι φαραώ της Αιγύπτου και οι βασιλείς της Μεσοποταμίας. Σκοπός της διοικήσεώς τους ήταν η εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου. Η ευημερία των βασιλέων και των ιερέων της Κρήτης στηριζόταν στο εμπόριο και στη βιοτεχνία και όχι στην πολιτική δύναμη. Ο μινωικός πολιτισμός ποτέ δεν επέτρεψε τη μονολιθική συγκέντρωση της πολιτικής δυνάμεως στα χέρια του βασιλέως. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η μινωική Κρήτη είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο, η οποία εφήρμοσε την πρώτη υποτυπώδη δημοκρατική διοίκηση. Σε κάθε μικρό βασίλειο η ευημερία δεν ήταν μονοπώλιο του βασιλέως, όπως στην Ανατολή και στην Αίγυπτο. Στην Κρήτη ευημερούσε η μεσαία τάξη». (σελ. 68).
Όμως τα μεγαλεία της μινωικής Κρήτης δεν έχουν καμία σχέση με την εποχή που τη συναντά ο Αριστοτέλης, ο οποίος γράφει τα «Πολιτικά» μετά το 335 π. Χ., όπου και επιστρέφει στην Αθήνα από τη Μακεδονία. Για τον Αριστοτέλη, το μόνο που διασώζει την Κρήτη είναι η γεωγραφική της θέση που αποτρέπει την ύπαρξη μόνιμης εχθρικής απειλής, δηλαδή ένα γείτονα που να καιροφυλακτεί για οποιοδήποτε στραβοπάτημα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι κοινωνικές ανισότητες που επικρατούσαν θα έφερναν σίγουρα εξεγέρσεις, όπως και στη Σπάρτη, με τη διαφορά ότι οι Κρήτες δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν: «….. οι πενέστες της Θεσσαλίας πολλές φορές ξεσηκώθηκαν εναντίον των Θεσσαλών. Το ίδιο έκαναν εναντίον των Σπαρτιατών οι είλωτες (διότι τρόπον τινά συνεχώς καιροφυλακτούν για κάποιο ατύχημα των Σπαρτιατών). Στους Κρητικούς δεν έχει συμβεί ακόμη κάτι παρόμοιο. Η αιτία είναι ίσως το γεγονός ότι καμία από τις γειτονικές πόλεις, αν και οι σχέσεις τους είναι εχθρικές, δεν συμμαχεί με τους επαναστάτες, διότι δε τις συμφέρει, αφού και αυτές έχουν περιοίκους. Αντίθετα οι γείτονες των Σπαρτιατών – Αργείοι, Μεσσήνιοι και Αρκάδες – ήταν όλοι εχθροί τους». (σελ. 421).
Στον Αριστοτέλη οι περίοικοι της Κρήτης παρουσιάζονται κατ’ αντιστοιχία με τους είλωτες της Σπάρτης: «Για τους Σπαρτιάτες τη γη την καλλιεργούν οι είλωτες και για τους Κρήτες οι περίοικοι……». (σελ. 439). Το να αποκαλέσει κανείς τους είλωτες δούλους, ίσως δε θα ήταν απόλυτα ακριβές – ούτε βέβαια και ανακριβές. Το σίγουρο είναι ότι επρόκειτο για καταπιεσμένους ανθρώπους, που στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων και που θα έκαναν τα πάντα να ανατρέψουν την κατάσταση με την πρώτη ευκαιρία. Στο δεύτερο τόμο από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» βλέπουμε σχετικά: «Κατά το μέτρο που μας επιτρέπουν τα διαθέσιμα στοιχεία, γνωρίζουμε ή εικάζουμε ότι ορισμένες τουλάχιστον από τις κοινωνίες που ιδρύθηκαν μετά το 1125 π. Χ., είτε από επιδρομείς που εισέβαλαν στις χώρες με μυκηναϊκό παρελθόν είτε από αποίκους που εγκαταστάθηκαν στο ανατολικό Αιγαίο, υποχρέωσαν μερικούς από τους παλαιούς κατοίκους των περιοχών που κατέκτησαν να καλλιεργούν τους κλήρους που μοιράσθηκαν αναμεταξύ τους, και να τους προσφέρουν ένα σημαντικό τμήμα από τα εισοδήματα. Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας ονομάζονταν στη Θεσσαλία “πενέσται”, στη Σικυώνα “κορυνηφόροι”, στο Άργος “γυμνήτες”, στη Λακωνία “είλωτες”, αλλά και “δώλοι” (δούλοι), στην Κρήτη “κλαρώται”, “μνωίται”, “αφαμιώται”, καθώς επίσης “δώλοι” και “οικείς”, στη Λοκρίδα “οικιάται”. Η νομική θέση τους χαρακτηρίζεται από τα εξής δεδομένα: δεν ήταν ελεύθεροι, ανήκαν στην κοινότητα (αυτό το καθεστώς διατηρήθηκε σε μερικές κοινότητες ως τα ιστορικά χρόνια, στη Σπάρτη πάντως θα διαρκέσει ως το τέλος της ανεξαρτησίας της). Οι υποχρεώσεις τους καθορίζονταν από γενικές διατάξεις και όχι από τη θέληση εκείνων που είχαν τη νομή ή την κτήση των κλήρων. Προστατεύονταν από νόμους που δεν ίσχυαν για τους δούλους (π. χ. απαγορευόταν η πώλησή τους έξω από τη χώρα, σε ορισμένες μάλιστα κοινωνίες και η μετακίνησή τους από τον κλήρο, στον οποίο είχαν αποσπασθεί……………. Οι νεότεροι ιστορικοί βρήκαν ότι δε διαφέρουν από τους δουλοπάροικους των μεταχριστιανικών χρόνων στην Ευρώπη και την Ανατολή». (σελ. 42).
Ο παραλληλισμός των περιοίκων με τους είλωτες δεν είναι καθόλου τυχαίος, αφού το πολίτευμα της Κρήτης ήταν μάλλον το πρότυπο που ακολούθησαν και οι Σπαρτιάτες: «Διότι και φαίνεται και λέγεται ότι το πολίτευμα των Σπαρτιατών στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελεί μίμηση του κρητικού πολιτεύματος». (σελ. 437). Εξάλλου, αναφέρεται ότι ο Λυκούργος, του οποίου οι νόμοι κατηύθυναν τη σπαρτιατική κοινωνία, πέρασε από την Κρήτη και γνώριζε καλά τα εκεί πολιτειακά τεκταινόμενα: «Λένε ότι ο Λυκούργος, όταν παραιτήθηκε από την κηδεμονία του βασιλιά Χαρίλλου και έφυγε μακριά, πέρασε τον περισσότερο καιρό στην Κρήτη εξαιτίας της συγγένειας (ενν. των δύο λαών). Διότι οι Λύκτιοι ήταν άποικοι των Σπαρτιατών. Αυτοί λοιπόν, όταν ήρθαν στον τόπο της αποικίας (ενν. στο Λύκτο της Κρήτης), υιοθέτησαν τη νομοθεσία που είχαν τότε οι κάτοικοί της». (σελ. 437 – 439). Υπό αυτούς τους όρους το πολίτευμα της Κρήτης μοιάζει με εκείνο της Σπάρτης τόσο στο θεσμό των συσσιτίων, όσο και στο θεσμό των εφόρων και της γερουσίας: «….ο θεσμός των συσσιτίων υπάρχει και στους δύο λαούς και στα παλιότερα χρόνια οι Σπαρτιάτες τα συσσίτια δεν τα ονόμαζαν φιδίτια αλλά άνδρια, όπως ακριβώς και οι Κρήτες, πράγμα που φανερώνει ότι ο θεσμός ήρθε από εκεί. Το ίδιο ισχύει και για το σύστημα του πολιτεύματος. Διότι οι μεν έφοροι έχουν την ίδια εξουσία με αυτούς που στην Κρήτη ονομάζονται κόσμοι, με τη διαφορά ότι οι έφοροι είναι πέντε, ενώ οι κόσμοι δέκα. Οι δε γερουσιαστές (ενν. των Σπαρτιατών) είναι αντίστοιχοι με τους γερουσιαστές των Κρητών, οι οποίοι ονομάζουν τη Γερουσία βουλή». (σελ. 439 – 441).
Η διαφορά με τα συσσίτια είναι ότι στην Κρήτη η προμήθεια των αγαθών ήταν υπόθεση του δημόσιου ταμείου, σε αντίθεση με τη Σπάρτη όπου ο κάθε πολίτης όφειλε να συνεισφέρει τα έξοδα του συσσιτίου του ο ίδιος. Αυτό έκανε το πολίτευμα της Κρήτης πιο δημοκρατικό, αφού στη Σπάρτη ο πολίτης που δε μπορούσε να προσφέρει τα έξοδα για το συσσίτιό του, έχανε και το δικαίωμα της συμμετοχής στη λειτουργία του πολιτεύματος: «Όσον αφορά τα συσσίτια, αυτά είναι καλύτερα οργανωμένα από τους Κρήτες παρά από τους Σπαρτιάτες. Διότι στη Σπάρτη συνεισφέρει ο καθένας το κατά κεφαλήν καθορισμένο μερίδιο και, αν δεν το κάνει, δεν του επιτρέπει ο νόμος να συμμετέχει στη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως ήδη ελέχθη, ενώ στην Κρήτη το σύστημα είναι πιο δημοκρατικό. Διότι από όλα τα δημόσια γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και από τους φόρους που πληρώνουν οι δούλοι (η λέξη δούλοι αφορά τη μετάφραση του Δημήτρη Παπαδή, ο Αριστοτέλης στο πρωτότυπο γράφει «οι περίοικοι») ένα μέρος είναι καθορισμένο για τους θεούς και τις κοινωφελείς υπηρεσίες, ενώ το άλλο πηγαίνει στα συσσίτια, ώστε όλοι: γυναίκες, άντρες και παιδιά, να συντηρούνται από το δημόσιο». (σελ. 441).
Σχετικά με το θεσμό των κόσμων όμως, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική: «….. ο θεσμός των κόσμων είναι χειρότερος από εκείνον των εφόρων. Διότι τα μειονεκτήματα της αρχής των εφόρων τα έχουν και οι κόσμοι (διότι εκλέγονται οι τυχόντες), όμως ό,τι είναι εκεί συμφέρον για την πολιτεία, δεν υπάρχει εδώ. Εκεί δηλαδή, επειδή οι έφοροι εκλέγονται από όλους τους πολίτες (ενν. όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι), και επειδή έτσι συμμετέχει ο λαός στον πιο σημαντικό φορέα εξουσίας, θέλει να διατηρηθεί το (ενν. υπάρχον) πολίτευμα. Εδώ (ενν. στην Κρήτη) όμως εκλέγουν τους κόσμους όχι από το σύνολο των πολιτών, αλλά μόνον από ορισμένα γένη, και τους γερουσιαστές τους εκλέγουν από εκείνους που έχουν χρηματίσει κόσμοι». (σελ. 441 – 443). Η δυνατότητα να συμμετέχει όλος ο λαός στη διαμόρφωση της εξουσίας είναι η διασφάλιση της αποδοχής του πολιτεύματος. Από τη στιγμή που κάποιοι αποκλείονται από τις πολιτειακές διαδικασίες δεν έχουν άλλη επιλογή από τη δυσαρέσκεια απέναντι σε μια εξουσία που δεν τους υπολογίζει. Και είναι ηλίου φαεινότερο ότι όσο οι άνθρωποι αυτοί πληθαίνουν, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα της εξέγερσης. Η συμμετοχή των πολλών στις πολιτικές διαδικασίες, δεν είναι μόνο η ευθύνη που αυτομάτως μοιράζεται σε πολλούς (και ο ψηφοφόρος έχει ευθύνη, όχι μόνο ο εκλεγμένος), αλλά και η εξασφάλιση της ισορροπίας, αφού όλοι νιώθουν ικανοποίηση: «Το γεγονός ότι ο λαός, αν και δε συμμετέχει στην πολιτική εξουσία, δε διαμαρτύρεται, δε σημαίνει ότι οι πολιτικοί θεσμοί έχουν καλώς». (σελ. 443).
Εξάλλου, ο αποκλεισμός των πολλών από την εξουσία είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για τη διαφθορά. Γιατί κανείς δε χρειάζεται να λογοδοτήσει σε ανθρώπους που από θέση αρχής δεν μπορούν να έχουν λόγο. Οι κόσμοι αν και δε λαμβάνουν αμοιβή κι αν και μένουν απομονωμένοι προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις δωροδοκίας, είναι αδύνατο να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος μπροστά στα συμφέροντα των ισχυρών: «Πολλές φορές δηλαδή ορισμένοι συνάδελφοί τους ή ιδιώτες συνωμοτούν εναντίον των κόσμων και τους καθαιρούν………. Όμως το χειρότερο απ’ όλα είναι η καθαίρεση των κόσμων, την οποία προκαλούν συχνά οι ισχυροί άνδρες, όταν θέλουν να μην τιμωρηθούν. Απ’ αυτό συνάγεται ξεκάθαρα ότι το νομοθετικό σύστημα (ενν. της Κρήτης) διαλαμβάνει κάποια συνταγματικά στοιχεία, όμως δε συνιστά ένα πολίτευμα, αλλά μάλλον ένα αυταρχικό καθεστώς. Συνηθίζουν εξάλλου (ενν. οι ισχυροί) δημιουργώντας διάσταση ανάμεσα στο λαό και τους φίλους τους να προκαλούν αναρχία και αναταραχές και να πολεμούν μεταξύ τους». (σελ. 443 – 445). Ακόμη και η εκκλησία του δήμου που αναφέρεται είναι περισσότερο διακοσμητική: «Στην εκκλησία του δήμου συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, αλλά αυτή το μόνο που κάνει είναι να επικυρώνει με ψηφοφορία τις αποφάσεις των γερουσιαστών και των κόσμων». (σελ. 441).
Χάρτης των ανακτόρων και των λοιπών κέντρων του Μινωικού πολιτισμού
Όσο για τους γερουσιαστές της Κρήτης, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να εκλεγούν μόνο εφόσον είχαν διατελέσει κόσμοι «θα μπορούσε να πει κανείς ό,τι και για τον αντίστοιχο θεσμό της Σπάρτης (ότι δηλαδή η ανευθυνότητα και η ισοβιότητα είναι προνόμια μεγαλύτερα απ’ αυτά που τους αξίζουν, καθώς επίσης και ότι είναι επικίνδυνο να μην ασκούν την εξουσία σύμφωνα με γραπτούς νόμους αλλά κατά την κρίση τους)». (σελ. 443). Η διευκρίνιση ότι οι Κρήτες είχαν καταργήσει το θεσμό της βασιλείας κι ότι σε περίπτωση πολέμου αναλάμβαναν την αρχηγία οι κόσμοι δεν αλλάζει και πολύ την ουσία του πολιτεύματος. Η πολιτική οργάνωση της Κρήτης υπήρξε αυταρχική ευνοώντας τα υπόγεια συμφέροντα των ισχυρών. Το δημοκρατικό περιτύλιγμα της οργάνωσης των συσσιτίων δεν πείθει τον Αριστοτέλη. Οι αναταραχές και οι συγκρούσεις που προκύπτουν ως μοναδικός τρόπος διευθέτησης των αντιμέτωπων συμφερόντων είναι μάλλον συμπτώματα αποδιοργάνωσης παρά οργάνωσης της πολιτείας: «Και αλήθεια τι διαφέρει μια τέτοια κατάσταση από την προσωρινή κατάλυση της πολιτείας και τη διάλυση της πολιτικής κοινωνίας; Μια πολιτεία που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση κινδυνεύει, όταν υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν και είναι σε θέση να επιτεθούν». (σελ. 445).
Τελικά, αυτό που ονομάζουμε σύστημα διοίκησης, δεν είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο που ρυθμίζονται τα αντίπαλα συμφέροντα. Όσο ομαλότερα γίνεται αυτό τόσο πιο πετυχημένο είναι το σύστημα. Κι όταν λέμε ομαλότερα, εννοούμε να ικανοποιεί – αν όχι το σύνολο – τουλάχιστο τη μεγάλη πλειοψηφία. Το πολίτευμα που δεν έχει τις θεσμικές αντιστάσεις να περιορίσει την αρπακτική διάθεση των λίγων, είτε για λόγους ελλιπούς νομοθεσίας είτε για λόγους αδυναμίας τήρησης των νόμων (και οι ευθύνες των διαχειριστών της εξουσίας είναι ξεκάθαρες) δεν μπορεί παρά να καταταχτεί στα στρεβλά. Και στην Κρήτη δε φαίνεται να υπάρχει η επιθυμητή πολιτική ομαλότητα: «Αλλά, όπως ελέχθη, η πολιτεία σώζεται χάρη στη γεωγραφική της θέση. Η ανυπαρξία ξένων στην Κρήτη οφείλεται στο απόμακρο της γεωγραφικής της θέσης. Γι’ αυτό και οι περίοικοι παραμένουν υπάκουοι στους Κρητικούς, ενώ οι είλωτες συχνά επαναστατούν. Διότι οι Κρητικοί δεν έχουν καμία συμμετοχή σε άσκηση εξουσίας στο εξωτερικό. Πρόσφατα όμως μια ξενική επιδρομή εναντίον της Κρήτης αποκάλυψε την αδυναμία των νόμων της». (σελ. 445).
Σχετικά με τη διαμόρφωση του πολιτεύματος της μινωικής Κρήτης στο βιβλίο του Σπυρ. Κ. Σίτου «Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού» καταγράφεται: «Η συγκεντρωτική οργάνωση της πολιτικής εξουσίας αποδεικνύεται και από τον τρόπο κατασκευής των ανακτόρων. Οι βασιλείς όμως δεν κυβέρνησαν την Κρήτη ποτέ τυραννικά, όπως οι φαραώ της Αιγύπτου και οι βασιλείς της Μεσοποταμίας. Σκοπός της διοικήσεώς τους ήταν η εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου. Η ευημερία των βασιλέων και των ιερέων της Κρήτης στηριζόταν στο εμπόριο και στη βιοτεχνία και όχι στην πολιτική δύναμη. Ο μινωικός πολιτισμός ποτέ δεν επέτρεψε τη μονολιθική συγκέντρωση της πολιτικής δυνάμεως στα χέρια του βασιλέως. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η μινωική Κρήτη είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο, η οποία εφήρμοσε την πρώτη υποτυπώδη δημοκρατική διοίκηση. Σε κάθε μικρό βασίλειο η ευημερία δεν ήταν μονοπώλιο του βασιλέως, όπως στην Ανατολή και στην Αίγυπτο. Στην Κρήτη ευημερούσε η μεσαία τάξη». (σελ. 68).
Όμως τα μεγαλεία της μινωικής Κρήτης δεν έχουν καμία σχέση με την εποχή που τη συναντά ο Αριστοτέλης, ο οποίος γράφει τα «Πολιτικά» μετά το 335 π. Χ., όπου και επιστρέφει στην Αθήνα από τη Μακεδονία. Για τον Αριστοτέλη, το μόνο που διασώζει την Κρήτη είναι η γεωγραφική της θέση που αποτρέπει την ύπαρξη μόνιμης εχθρικής απειλής, δηλαδή ένα γείτονα που να καιροφυλακτεί για οποιοδήποτε στραβοπάτημα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι κοινωνικές ανισότητες που επικρατούσαν θα έφερναν σίγουρα εξεγέρσεις, όπως και στη Σπάρτη, με τη διαφορά ότι οι Κρήτες δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν: «….. οι πενέστες της Θεσσαλίας πολλές φορές ξεσηκώθηκαν εναντίον των Θεσσαλών. Το ίδιο έκαναν εναντίον των Σπαρτιατών οι είλωτες (διότι τρόπον τινά συνεχώς καιροφυλακτούν για κάποιο ατύχημα των Σπαρτιατών). Στους Κρητικούς δεν έχει συμβεί ακόμη κάτι παρόμοιο. Η αιτία είναι ίσως το γεγονός ότι καμία από τις γειτονικές πόλεις, αν και οι σχέσεις τους είναι εχθρικές, δεν συμμαχεί με τους επαναστάτες, διότι δε τις συμφέρει, αφού και αυτές έχουν περιοίκους. Αντίθετα οι γείτονες των Σπαρτιατών – Αργείοι, Μεσσήνιοι και Αρκάδες – ήταν όλοι εχθροί τους». (σελ. 421).
Στον Αριστοτέλη οι περίοικοι της Κρήτης παρουσιάζονται κατ’ αντιστοιχία με τους είλωτες της Σπάρτης: «Για τους Σπαρτιάτες τη γη την καλλιεργούν οι είλωτες και για τους Κρήτες οι περίοικοι……». (σελ. 439). Το να αποκαλέσει κανείς τους είλωτες δούλους, ίσως δε θα ήταν απόλυτα ακριβές – ούτε βέβαια και ανακριβές. Το σίγουρο είναι ότι επρόκειτο για καταπιεσμένους ανθρώπους, που στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων και που θα έκαναν τα πάντα να ανατρέψουν την κατάσταση με την πρώτη ευκαιρία. Στο δεύτερο τόμο από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» βλέπουμε σχετικά: «Κατά το μέτρο που μας επιτρέπουν τα διαθέσιμα στοιχεία, γνωρίζουμε ή εικάζουμε ότι ορισμένες τουλάχιστον από τις κοινωνίες που ιδρύθηκαν μετά το 1125 π. Χ., είτε από επιδρομείς που εισέβαλαν στις χώρες με μυκηναϊκό παρελθόν είτε από αποίκους που εγκαταστάθηκαν στο ανατολικό Αιγαίο, υποχρέωσαν μερικούς από τους παλαιούς κατοίκους των περιοχών που κατέκτησαν να καλλιεργούν τους κλήρους που μοιράσθηκαν αναμεταξύ τους, και να τους προσφέρουν ένα σημαντικό τμήμα από τα εισοδήματα. Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας ονομάζονταν στη Θεσσαλία “πενέσται”, στη Σικυώνα “κορυνηφόροι”, στο Άργος “γυμνήτες”, στη Λακωνία “είλωτες”, αλλά και “δώλοι” (δούλοι), στην Κρήτη “κλαρώται”, “μνωίται”, “αφαμιώται”, καθώς επίσης “δώλοι” και “οικείς”, στη Λοκρίδα “οικιάται”. Η νομική θέση τους χαρακτηρίζεται από τα εξής δεδομένα: δεν ήταν ελεύθεροι, ανήκαν στην κοινότητα (αυτό το καθεστώς διατηρήθηκε σε μερικές κοινότητες ως τα ιστορικά χρόνια, στη Σπάρτη πάντως θα διαρκέσει ως το τέλος της ανεξαρτησίας της). Οι υποχρεώσεις τους καθορίζονταν από γενικές διατάξεις και όχι από τη θέληση εκείνων που είχαν τη νομή ή την κτήση των κλήρων. Προστατεύονταν από νόμους που δεν ίσχυαν για τους δούλους (π. χ. απαγορευόταν η πώλησή τους έξω από τη χώρα, σε ορισμένες μάλιστα κοινωνίες και η μετακίνησή τους από τον κλήρο, στον οποίο είχαν αποσπασθεί……………. Οι νεότεροι ιστορικοί βρήκαν ότι δε διαφέρουν από τους δουλοπάροικους των μεταχριστιανικών χρόνων στην Ευρώπη και την Ανατολή». (σελ. 42).
Ο παραλληλισμός των περιοίκων με τους είλωτες δεν είναι καθόλου τυχαίος, αφού το πολίτευμα της Κρήτης ήταν μάλλον το πρότυπο που ακολούθησαν και οι Σπαρτιάτες: «Διότι και φαίνεται και λέγεται ότι το πολίτευμα των Σπαρτιατών στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελεί μίμηση του κρητικού πολιτεύματος». (σελ. 437). Εξάλλου, αναφέρεται ότι ο Λυκούργος, του οποίου οι νόμοι κατηύθυναν τη σπαρτιατική κοινωνία, πέρασε από την Κρήτη και γνώριζε καλά τα εκεί πολιτειακά τεκταινόμενα: «Λένε ότι ο Λυκούργος, όταν παραιτήθηκε από την κηδεμονία του βασιλιά Χαρίλλου και έφυγε μακριά, πέρασε τον περισσότερο καιρό στην Κρήτη εξαιτίας της συγγένειας (ενν. των δύο λαών). Διότι οι Λύκτιοι ήταν άποικοι των Σπαρτιατών. Αυτοί λοιπόν, όταν ήρθαν στον τόπο της αποικίας (ενν. στο Λύκτο της Κρήτης), υιοθέτησαν τη νομοθεσία που είχαν τότε οι κάτοικοί της». (σελ. 437 – 439). Υπό αυτούς τους όρους το πολίτευμα της Κρήτης μοιάζει με εκείνο της Σπάρτης τόσο στο θεσμό των συσσιτίων, όσο και στο θεσμό των εφόρων και της γερουσίας: «….ο θεσμός των συσσιτίων υπάρχει και στους δύο λαούς και στα παλιότερα χρόνια οι Σπαρτιάτες τα συσσίτια δεν τα ονόμαζαν φιδίτια αλλά άνδρια, όπως ακριβώς και οι Κρήτες, πράγμα που φανερώνει ότι ο θεσμός ήρθε από εκεί. Το ίδιο ισχύει και για το σύστημα του πολιτεύματος. Διότι οι μεν έφοροι έχουν την ίδια εξουσία με αυτούς που στην Κρήτη ονομάζονται κόσμοι, με τη διαφορά ότι οι έφοροι είναι πέντε, ενώ οι κόσμοι δέκα. Οι δε γερουσιαστές (ενν. των Σπαρτιατών) είναι αντίστοιχοι με τους γερουσιαστές των Κρητών, οι οποίοι ονομάζουν τη Γερουσία βουλή». (σελ. 439 – 441).
Η διαφορά με τα συσσίτια είναι ότι στην Κρήτη η προμήθεια των αγαθών ήταν υπόθεση του δημόσιου ταμείου, σε αντίθεση με τη Σπάρτη όπου ο κάθε πολίτης όφειλε να συνεισφέρει τα έξοδα του συσσιτίου του ο ίδιος. Αυτό έκανε το πολίτευμα της Κρήτης πιο δημοκρατικό, αφού στη Σπάρτη ο πολίτης που δε μπορούσε να προσφέρει τα έξοδα για το συσσίτιό του, έχανε και το δικαίωμα της συμμετοχής στη λειτουργία του πολιτεύματος: «Όσον αφορά τα συσσίτια, αυτά είναι καλύτερα οργανωμένα από τους Κρήτες παρά από τους Σπαρτιάτες. Διότι στη Σπάρτη συνεισφέρει ο καθένας το κατά κεφαλήν καθορισμένο μερίδιο και, αν δεν το κάνει, δεν του επιτρέπει ο νόμος να συμμετέχει στη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως ήδη ελέχθη, ενώ στην Κρήτη το σύστημα είναι πιο δημοκρατικό. Διότι από όλα τα δημόσια γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και από τους φόρους που πληρώνουν οι δούλοι (η λέξη δούλοι αφορά τη μετάφραση του Δημήτρη Παπαδή, ο Αριστοτέλης στο πρωτότυπο γράφει «οι περίοικοι») ένα μέρος είναι καθορισμένο για τους θεούς και τις κοινωφελείς υπηρεσίες, ενώ το άλλο πηγαίνει στα συσσίτια, ώστε όλοι: γυναίκες, άντρες και παιδιά, να συντηρούνται από το δημόσιο». (σελ. 441).
Σχετικά με το θεσμό των κόσμων όμως, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική: «….. ο θεσμός των κόσμων είναι χειρότερος από εκείνον των εφόρων. Διότι τα μειονεκτήματα της αρχής των εφόρων τα έχουν και οι κόσμοι (διότι εκλέγονται οι τυχόντες), όμως ό,τι είναι εκεί συμφέρον για την πολιτεία, δεν υπάρχει εδώ. Εκεί δηλαδή, επειδή οι έφοροι εκλέγονται από όλους τους πολίτες (ενν. όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι), και επειδή έτσι συμμετέχει ο λαός στον πιο σημαντικό φορέα εξουσίας, θέλει να διατηρηθεί το (ενν. υπάρχον) πολίτευμα. Εδώ (ενν. στην Κρήτη) όμως εκλέγουν τους κόσμους όχι από το σύνολο των πολιτών, αλλά μόνον από ορισμένα γένη, και τους γερουσιαστές τους εκλέγουν από εκείνους που έχουν χρηματίσει κόσμοι». (σελ. 441 – 443). Η δυνατότητα να συμμετέχει όλος ο λαός στη διαμόρφωση της εξουσίας είναι η διασφάλιση της αποδοχής του πολιτεύματος. Από τη στιγμή που κάποιοι αποκλείονται από τις πολιτειακές διαδικασίες δεν έχουν άλλη επιλογή από τη δυσαρέσκεια απέναντι σε μια εξουσία που δεν τους υπολογίζει. Και είναι ηλίου φαεινότερο ότι όσο οι άνθρωποι αυτοί πληθαίνουν, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα της εξέγερσης. Η συμμετοχή των πολλών στις πολιτικές διαδικασίες, δεν είναι μόνο η ευθύνη που αυτομάτως μοιράζεται σε πολλούς (και ο ψηφοφόρος έχει ευθύνη, όχι μόνο ο εκλεγμένος), αλλά και η εξασφάλιση της ισορροπίας, αφού όλοι νιώθουν ικανοποίηση: «Το γεγονός ότι ο λαός, αν και δε συμμετέχει στην πολιτική εξουσία, δε διαμαρτύρεται, δε σημαίνει ότι οι πολιτικοί θεσμοί έχουν καλώς». (σελ. 443).
Εξάλλου, ο αποκλεισμός των πολλών από την εξουσία είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για τη διαφθορά. Γιατί κανείς δε χρειάζεται να λογοδοτήσει σε ανθρώπους που από θέση αρχής δεν μπορούν να έχουν λόγο. Οι κόσμοι αν και δε λαμβάνουν αμοιβή κι αν και μένουν απομονωμένοι προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις δωροδοκίας, είναι αδύνατο να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος μπροστά στα συμφέροντα των ισχυρών: «Πολλές φορές δηλαδή ορισμένοι συνάδελφοί τους ή ιδιώτες συνωμοτούν εναντίον των κόσμων και τους καθαιρούν………. Όμως το χειρότερο απ’ όλα είναι η καθαίρεση των κόσμων, την οποία προκαλούν συχνά οι ισχυροί άνδρες, όταν θέλουν να μην τιμωρηθούν. Απ’ αυτό συνάγεται ξεκάθαρα ότι το νομοθετικό σύστημα (ενν. της Κρήτης) διαλαμβάνει κάποια συνταγματικά στοιχεία, όμως δε συνιστά ένα πολίτευμα, αλλά μάλλον ένα αυταρχικό καθεστώς. Συνηθίζουν εξάλλου (ενν. οι ισχυροί) δημιουργώντας διάσταση ανάμεσα στο λαό και τους φίλους τους να προκαλούν αναρχία και αναταραχές και να πολεμούν μεταξύ τους». (σελ. 443 – 445). Ακόμη και η εκκλησία του δήμου που αναφέρεται είναι περισσότερο διακοσμητική: «Στην εκκλησία του δήμου συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, αλλά αυτή το μόνο που κάνει είναι να επικυρώνει με ψηφοφορία τις αποφάσεις των γερουσιαστών και των κόσμων». (σελ. 441).
Χάρτης των ανακτόρων και των λοιπών κέντρων του Μινωικού πολιτισμού
Όσο για τους γερουσιαστές της Κρήτης, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να εκλεγούν μόνο εφόσον είχαν διατελέσει κόσμοι «θα μπορούσε να πει κανείς ό,τι και για τον αντίστοιχο θεσμό της Σπάρτης (ότι δηλαδή η ανευθυνότητα και η ισοβιότητα είναι προνόμια μεγαλύτερα απ’ αυτά που τους αξίζουν, καθώς επίσης και ότι είναι επικίνδυνο να μην ασκούν την εξουσία σύμφωνα με γραπτούς νόμους αλλά κατά την κρίση τους)». (σελ. 443). Η διευκρίνιση ότι οι Κρήτες είχαν καταργήσει το θεσμό της βασιλείας κι ότι σε περίπτωση πολέμου αναλάμβαναν την αρχηγία οι κόσμοι δεν αλλάζει και πολύ την ουσία του πολιτεύματος. Η πολιτική οργάνωση της Κρήτης υπήρξε αυταρχική ευνοώντας τα υπόγεια συμφέροντα των ισχυρών. Το δημοκρατικό περιτύλιγμα της οργάνωσης των συσσιτίων δεν πείθει τον Αριστοτέλη. Οι αναταραχές και οι συγκρούσεις που προκύπτουν ως μοναδικός τρόπος διευθέτησης των αντιμέτωπων συμφερόντων είναι μάλλον συμπτώματα αποδιοργάνωσης παρά οργάνωσης της πολιτείας: «Και αλήθεια τι διαφέρει μια τέτοια κατάσταση από την προσωρινή κατάλυση της πολιτείας και τη διάλυση της πολιτικής κοινωνίας; Μια πολιτεία που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση κινδυνεύει, όταν υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν και είναι σε θέση να επιτεθούν». (σελ. 445).
Τελικά, αυτό που ονομάζουμε σύστημα διοίκησης, δεν είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο που ρυθμίζονται τα αντίπαλα συμφέροντα. Όσο ομαλότερα γίνεται αυτό τόσο πιο πετυχημένο είναι το σύστημα. Κι όταν λέμε ομαλότερα, εννοούμε να ικανοποιεί – αν όχι το σύνολο – τουλάχιστο τη μεγάλη πλειοψηφία. Το πολίτευμα που δεν έχει τις θεσμικές αντιστάσεις να περιορίσει την αρπακτική διάθεση των λίγων, είτε για λόγους ελλιπούς νομοθεσίας είτε για λόγους αδυναμίας τήρησης των νόμων (και οι ευθύνες των διαχειριστών της εξουσίας είναι ξεκάθαρες) δεν μπορεί παρά να καταταχτεί στα στρεβλά. Και στην Κρήτη δε φαίνεται να υπάρχει η επιθυμητή πολιτική ομαλότητα: «Αλλά, όπως ελέχθη, η πολιτεία σώζεται χάρη στη γεωγραφική της θέση. Η ανυπαρξία ξένων στην Κρήτη οφείλεται στο απόμακρο της γεωγραφικής της θέσης. Γι’ αυτό και οι περίοικοι παραμένουν υπάκουοι στους Κρητικούς, ενώ οι είλωτες συχνά επαναστατούν. Διότι οι Κρητικοί δεν έχουν καμία συμμετοχή σε άσκηση εξουσίας στο εξωτερικό. Πρόσφατα όμως μια ξενική επιδρομή εναντίον της Κρήτης αποκάλυψε την αδυναμία των νόμων της». (σελ. 445).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου