Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΘΕΟΥ

Ο όρος «αθεΐα» θα χρησιμοποιηθεί εδώ με την τρέχουσα έννοιά του, δηλαδή ως έλλειψη πίστης στην ύπαρξη κάποιας ή κάποιων θεϊκών οντοτήτων. Αυτό γίνεται χάριν καλύτερης κατανόησης τών όσων πρόκειται να αναπτυχθούν στη συνέχεια. Ωστόσο ο γράφων θεωρεί τον όρο «αθεΐα» και τα παράγωγά του («άθεος» κ.ά.) απολύτως λανθασμένο για αυτό που θέλει να εκφράζει σήμερα. Αντίθετα με τα αρχαία φιλοσοφικά ρεύματα και σχολές, που αυτοπροσδιορίζονταν πάντα με ένα όνομα (π.χ. Στωικισμός, Επικουρισμός κ.λπ.), οι εισηγητές της αμφισβήτησης του θεού και της θρησκείας, οι αρχαίοι έλληνες Σοφιστές, δεν περιέλαβαν κάτω από κανένα τέτοιο όνομα (δηλ. «αθεΐα») τις απορριπτικές περί θείου αντιλήψεις τους.

Το αδόκιμο του όρου «αθεΐα»
Σε όλη την αρχαιότητα ο όρος «αθεΐα» σημαίνει κυρίως τον ασεβή, δηλαδή αυτόν, που αρνείται να αποδώσει τιμές στους νομιζόμενους ως θεούς: έτσι π.χ. ο φιλόσοφος αυτοκράτορας Ιουλιανός αποκαλεί άθεους τους χριστιανούς, όχι επειδή δεν δέχονται την ύπαρξη θεού, αλλά επειδή αρνούνταν να τιμήσουν τους παραδοσιακούς θεούς παράλληλα με τον δικόν τους. Ενώ για τον ιερέα των Δελφών Πλούταρχο (Περί Δεισιδαιμονίας) η αθεΐα έχει μια απολύτως αρνητική -και πλησιέστερη στη σύγχρονη- σημασία: «Η μεν αθεότης κρίσις ούσα φαύλη του μηδέν είναι μακάριον και άφθαρτον εις απάθειάν τινα δοκεί τη απιστία του θείου περιφέρειν, και τέλος εστιν αυτή του μη νομίζειν θεούς το μη φοβείσθαι» (αλλά, τουλάχιστον, είναι κατ’ αυτόν προτιμότερη από τη δεισιδαιμονία –πάλι καλά…).
Στη νεότερη ελληνική γλώσσα ο όρος έχει κρατήσει τις αρχαίες αρνητικές σημασίες του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, άθεος θεωρείται, όχι μόνο αυτός που δεν δέχεται την ύπαρξη θεού, αλλά και αυτός που «δεν έχει τον θεό του», δηλαδή δεν έχει ιερό και όσιο, κοινώς «δεν σέβεται τίποτα» από αυτά, που συνήθως σέβεται ο πολύς κόσμος. Κατά συνέπεια ο όρος «αθεΐα» δεν φαίνεται να έχει κανένα θετικό νόημα και καμμία θέση να προτάξει, παρά μόνο μια φτωχή νοηματικά άρνηση και μια στείρα αντί-θέση.
Είναι όμως αυτό το αρχικό νόημα της «αθεΐας», έτσι όπως την εισηγήθηκαν οι αρχαίοι έλληνες, δηλαδή ως ελευθερία από το θεό και τη θρησκεία και ως συνακόλουθη απόρριψη κάθε θέσφατου και «αυθεντίας» σε οποιονδήποτε τομέα;
 
Η αθεΐα ως κοσμοαντίληψη
Όπως είπαμε παραπάνω, οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν σήμερα, ότι η αθεϊα είναι απλώς ένα ζήτημα, που σχετίζεται με την έλλειψη πίστης στην ύπαρξη κάποιας ή κάποιων θεϊκών οντοτήτων. Δυστυχώς την ίδια επιδερμική πεποίθηση διατηρούν και πάρα πολλοί από όσους δηλώνουν άθεοι. Ωστόσο, η θρησκεία δεν είναι απλώς η πίστη στην ύπαρξη θεϊκών οντοτήτων, αλλά απαιτεί και έναν αντίστοιχα εναρμονισμένο τρόπο ζωής. Γι’ αυτό όποιος αποφασίσει να αφήσει πίσω του τη θρησκεία και να κάνει το βήμα προς μια ζωή απαλλαγμένη από αυτή, πρέπει να επανακτήσει από την τελευταία όλους τους τομείς της ζωής του (νοοτροπία, τρόπο ζωής, ψυχισμό κ.λπ.), στους οποίους είχε επεκταθεί η θρησκεία. Με άλλα λόγια η «αθεΐα» δεν μπορεί να περιορίζεται στο απλοϊκό αντίθετο της θρησκευτικής πίστης, αφήνοντας άθικτα όλα τα άλλα ζητήματα τα οποία έχει αλώσει η θρησκεία.


Η σύγκρουση του Προμηθέα με τον Φόβο και τα αδέλφια τού Φόβου, το Κράτος και τη Βία δείχνει, ότι η αμφισβήτηση του θεού δεν είναι ένα επιδερμικό αντι-θρησκευτικό ζήτημα αλλά επεκτείνεται και σε άλλες εκφάνσεις της ζωής. (Στον πίνακα του Ολλανδού Dirck van Baburenεινονίζεται ο Προμηθέας καθώς τον αλυσσοδένουν, Rijksmuseum, Amsterdam).
Η προσέγγιση των αρχαίων άθεων διανοητών στη θρησκεία και στο θρησκευτικό φαινόμενο δεν αναπτύχθηκε ως μια απλοϊκή άρνηση, αλλά διαμόρφωσε μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη με ισχυρότατες προεκτάσεις στους υπόλοιπους τομείς της ζωής. Οι Σοφιστές ανέδειξαν όλα τα θεωρούμενα σήμερα ως γενεσιουργά αίτια της θρησκείας, ιστορικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, ανθρωπολογικά κ.λπ.. Π.χ. υπό την πίεση του σοφιστικού διαφωτιστικού ρεύματος, η υποκρισία κάποιων αρχομανών είχε αναγκαστεί να ξεσκεπαστεί: μια ομολογία για την προέλευση της θρησκείας, που έχει ιδιαίτερη σημασία αφού προέρχεται από άνθρωπο της στυγνής εξουσίας (τον, μαθητή του Σωκράτη, τύραννο Κριτία), περιγράφει απροκάλυπτα τη θρησκεία ως πολιτική επινόηση για να ενσταλαχθεί ο εσωτερικός φόβος στους υπηκόους! (Σίσυφος 25, 9 κ.ε.). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό, που τίθεται υπό αμφισβήτηση δεν είναι απλώς η θρησκεία, αλλά ο φόβος απέναντι στην Εξουσία, η αυθεντία των ιερατείων της πολιτικής και όχι μόνο της θρησκείας, η ίδια η έννοια του υπήκοου (=υπάκουου) σε αντιδιαστολή με την έννοια του πολίτη.

Επιπλέον, μέσω της σοφιστικής αντίθεσης νόμου - φύσης τα κάθε είδους θεωρούμενα ως θέσφατα σχετικοποιούνται και αποϊεροποιούνται: Ο Πλάτων παραπονείται (Νόμοι 889e) για τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό εκείνων που ισχυρίζονται ότι, «οι θεοί είναι ανθρώπινες επινοήσεις που δεν υπάρχουν στη φύση αλλά υπάρχουν μόνο χάρις στα έθιμα και στους νόμους και επιπλέον διαφέρουν από τόπο σε τόπο και ανάλογα με τη συμφωνία που έκανε η κάθε ανθρώπινη ομάδα όταν θέσπιζε τους νόμους της». Έτσι οι ανθρώπινες συμφωνίες, οι νόμοι και τα έθιμα καθορίζουν για το εάν και κατά πόσον θα γίνονται σεβαστές οι κάθε είδους θεϊκές «αυθεντίες».
Και αφού δεν υπάρχει λόγος να γίνονται σεβαστές οι θεϊκές «αυθεντίες», γιατί να γίνονται σεβαστές οι ανθρώπινες;
 
Αθεΐα και πολιτική σκέψη
Συνεπείς σε αυτή τους τη συλλογιστική οι Σοφιστές επέμεναν, ότι η πολιτική τέχνη (δηλαδή η τέχνη της διοίκησης -και όχι του εξουσιασμού- της κοινωνίας) είναι διδακτή και όχι κάποιο μεταφυσικά δοσμένο «έμφυτο» ταλέντο, ή κάποια κληρονομική δυναστειακή υπόθεση: όλοι μπορούν να διδαχτούν και να αποκτήσουν την πολιτική αρετή – ικανότητα και άρα όλοι μπορούν να συμμετέχουν εξ ίσου στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας μετατρέποντάς την σε μια καθαρά ενδοκοινωνική διεκπεραιωτική διαδικασία. Δηλαδή σε μια αρμοδιότητα, που θα ασκείται από την ίδια την κοινωνία, αντί μιας αρμοδιότητας, που θα ασκείται από μια εξουσία («κυβέρνηση») ευρισκόμενη έξω και πάνω από την κοινωνία. Οι Σοφιστές εγκρίνουν ανεπιφύλακτα την πρακτική της Αθηναϊκής Δημοκρατίας (στην οποία άλλωστε είχαν εξασκήσει αισθητή επιρροή) να εκπαιδεύονται οι πολίτες στην πολιτική τέχνη διαμέσου της εκ περιτροπής, ή της δια κλήρου συμμετοχής τους σε όλα τα πολιτικά αξιώματα και λειτουργίες (δικαστήρια, νομοπαρασκευαστικά όργανα, επιτροπές για διάφορες ανάγκες κ.λπ. –βλ. την περίφημη επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο).
Η εκ περιτροπής, ή η δια κλήρου συμμετοχή στα πολιτικά αξιώματα αποκλείει φυσικά και τις εκλογές πολιτικών «αντιπροσώπων»: η ιδέα της πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι παντελώς άγνωστη στους έλληνες, που ζούσαν σε δημοκρατικές πόλεις, αφού προϋποθέτει ότι κάποιοι θα θεωρούνται «ειδικοί» και ιερατείο της πολιτικής σε αντίθεση με το πολιτικώς απαξιωμένο και «ανειδίκευτο» κοινωνικό σώμα – ποίμνιο.
Κατ’ αυτό τον τρόπο οι τεχνοκράτες και οι ειδικοί των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων, τα οποία απαιτούν όντως κάποια ειδίκευση (στρατιωτικοί, αρχιτέκτονες κλπ.) περιορίζονται σε συμβουλευτικό ρόλο και δεν τους επιτρέπεται να έχουν καμμία αρμοδιότητα, ώστε να αποφασίζουν για τον τρόπο χρήσης των γνώσεών τους από την κοινωνία: η κοινωνία είναι ο ελεύθερος χρήστης («καταναλωτής») και αξιολογητής και όχι ο καταναγκασμένος υφιστάμενος – πειραματόζωο των υπηρεσιών τους. Έτσι η πολιτική παύει να είναι υπόθεση κάποιων δήθεν «ειδικών» και των ιερατείων τους. Κατά συνέπεια ακυρώνεται και η μεταγενέστερη τεχνηέντως κατασκευασμένη «ανάγκη» για «σταθερές» εξουσίες και κυβερνήσεις, ή για «αυτοδύναμες» (ως προς την…κοινωνία;) εξουσίες και κυβερνήσεις, ή και απλώς για εξωκοινωνικές εξουσίες, δηλαδή για κυβερνήσεις γενικώς. Επίσης ακυρώνεται η «αυθεντία» της επιστημονικοτεχνικής γνώσης και των υποτιθέμενων ιερατείων της: η επιστήμη και η ειδίκευση γίνονται σεβαστές, όχι αφ’ εαυτού από χάσκοντες αδαείς και «ψαρωμένους» υπηκόους, αλλά μόνο εάν έχουν αποδεσμευθεί από εξουσιαστικές σκοπιμότητες και διαπλοκές κάθε είδους.
Βλέπει κάποιος ότι η αθεϊστική αντίληψη δεν εξαντλείται στο χώρο μιας απλοϊκής αντί-θρησκείας, αλλά επεκτείνεται σε ολοκληρωμένη και συνεπή θέση για το μέγιστο ζήτημα της διοίκησης της κοινωνίας. Αλλά και για εξίσου ζωτικά ζητήματα, όπως η προαγωγή και χρήση της επιστημονικής γνώσης. Μεταγενέστερες πολιτικές θεωρίες, που αυτοαποκλήθηκαν αθεϊστικές (και επιστημονικές) αντιλήφθηκαν εντελώς επιδερμικά τήν έννοια τής διατυμπανιζόμενης «αθεϊας» τους. Είναι γνωστό π.χ. ότι ο -επιφανειακά- αθεϊστικός «επιστημονικός» σοσιαλισμός αναπαρήγαγε όλα τα χαρακτηριστικά μιας οποιασδήποτε θρησκείας: το κόμμα-ποίμνιο με τα καταγεγραμμένα μέλη-προβατάκια, το ιερατείο «Κεντρική Επιτροπή», που διαθέτει μια «βαθύτερη» και απροσπέλαστη στους πολλούς γνώση της κοινωνικής «νομοτέλειας» (γνώση των «νόμων»-θέσφατων της Ιστορίας και φυσικά το αποκλειστικό δικαίωμα της «ερμηνείας» τους), μια εσχατολογική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας βασισμένη σε έναν ιδιότυπο, ταξικώς προσδιορισμένο σωτήρα – μεσσία, που θα οδηγήσει την κοινωνία σε έναν παντοτινό επίγειο παράδεισο κ.λπ.. Μετά από μια τέτοια «βαρέων βαρών» αναπαραγωγή της θρησκευτικής νοοτροπίας και πρακτικής, το εάν μια πολιτική θεωρία ισχυρίζεται, ότι δεν δέχεται την ύπαρξη θεϊκών οντοτήτων καταντάει επουσιώδες.




Η «αθεϊστική» αντίληψη δεν εξαντλείται στο χώρο μιας απλοϊκής αντί-θρησκείας, αλλά επεκτείνεται σε ολοκληρωμένη και συνεπή θέση για το μέγιστο ζήτημα της διοίκησης της κοινωνίας, αλλά και για εξ ίσου ζωτικά ζητήματα, όπως η προαγωγή και χρήση της επιστημονικής γνώσης.
Τα ίδια ισχύουν φυσικά και για όλες τις νεώτερες πολιτικές θεωρίες (πλην του αναρχισμού, που υπήρξε πολιτικά συνεπής προς την αθεΐα του). Ισχύουν κυρίως για τον κοινοβουλευτισμό (από τον οποίο εξ άλλου προήλθε και ο «επιστημονικός» σοσιαλισμός αφού δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να κατασκευάσει μια μονοκομματική εκδοχή του).
 
 Πρωταγόρας ο Σοφιστής και Μιχαήλ Μπακούνιν.
Aν και τους χωρίζουν 24 αιώνες μοιράστηκαν την ίδια πεποίθηση για την δυνατότητα των ανθρωπίνων κοινωνιών να αυτοκυβερνώνται, αλλά και την ίδια απορριπτική στάση για τη θεολογία. Είκοσι τέσσερεις αιώνες μετά τη θρυλική ρήση του Πρωταγόρα «Περί μέν θεών ουκ έχω ειδέναι, ούθ” ως εισίν ούθ” ως ουκ εισίν ούθ” οποίοί τινες ιδέαν: πολλά γάρ τά κωλύοντα ειδέναι ή τ” αδηλότης καί βραχύς ών ο βίος τού ανθρώπου», ο Μπακούνιν γράφει το «Θεός και Κράτος» (τίτλος, που παραπέμπει και στους γνωστούς μυθολογικούς συμβολισμούς και που θα μπορούσε να τον είχε διαλέξει και ένας Σοφιστής). Πρόκειται για ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα έργα της σύγχρονης πολιτικής σκέψης, που γνώρισε (και εξακολουθεί να γνωρίζει) αναρίθμητες επανεκδόσεις και μεταφράσεις. Στο έργο του αυτό ο Μπακούνιν ξαναπραγματεύεται, δυόμισυ χιλιετίες μετά τους Σοφιστές, την εγγενή σχέση Eξουσίας και Θρησκείας. Ο λόγος του, που χαρακτηρίζεται από αγχωτική διαύγεια, δεν φείδεται εγκωμίων για την αρχαία ελληνική σκέψη.
Το ότι στον κοινοβουλευτισμό η κοινωνία «ελέγχει» τους διοικητές της είναι μια (αυτ)απάτη: μπορεί ίσως να τους «αλλάζει», αλλά με κανένα τρόπο δεν τους ελέγχει επί της ουσίας. Άρα δεν έχει απολύτως καμία σημασία η «εναλλαγή» των διοικητών της κοινωνίας, αφού ούτως ή άλλως δεν μπορούν να ελεγχθούν πραγματικά. Το συχνά προβαλλόμενο «επιχείρημα», ότι οι σύγχρονες κοινωνίες λόγω των μεγάλων πληθυσμιακών μεγεθών τους δεν μπορούν να διοικηθούν δημοκρατικά, όπως οι αρχαίες ελληνικές και άρα έχουν ανάγκη «σταθερού» χρονικού ορίζοντα «ισχυρών» κυβερνήσεων, μοιάζει με το «επιχείρημα» της θεολογίας ότι αν δεν υπήρχε ο θεός η ζωή θα ήταν ένα αβίωτο χάος.
Όπως οι θρησκείες εκμεταλλεύονται και επαυξάνουν την φυσιολογική ανθρώπινη αβεβαιότητα (για το «σωστό» και το «λάθος», για το μέλλον κ.λπ.), και στη συνέχεια πλασσάρουν ως σωτήρες τα ιερατεία τους, έτσι και τα, τοπικά ή παγκόσμια, ιερατεία της πολιτικής επιδίδονται σε έναν διαρκή αγώνα για να πείθουν τις σύγχρονες κοινωνίες, ότι δεν μπορούν να αυτοκυβερνώνται. Με αυτόν τον τρόπο αποθαρρύνουν οποιαδήποτε γνησίως πολιτική αναζήτηση και σπρώχνουν προς μια πλήρως εξαγοράσιμη ιδιώτευση: όπως το έθεσε ο Benjamin Constant «σκοπός των αρχαίων ήταν η κατανομή της κοινωνικής εξουσίας σε όλους τους πολίτες της ίδιας πατρίδας. Εκεί εστιαζόταν αυτό που ονόμαζαν ελευθερία. Ο σκοπός των νεωτέρων είναι η διασφάλιση των ιδιωτικών απολαύσεων και αποκαλούν ελευθερία τις προσφερόμενες από τους θεσμούς εγγυήσεις αυτών των απολαύσεων» (Βλ. Benjamin Constant, Περί ελευθερίας και ελευθεριών, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000).
Στις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες η ανάδυση του επιστημονικού πνεύματος και του σκεπτικισμού απέναντι στη θρησκεία από τη μία και η άνοδος της δημοκρατίας από την άλλη υπήρξαν αλληλένδετες. Ενώ στα τέλη του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν οι Σοφιστές διώχθηκαν από την Αθήνα, και άρχισε η θρησκευτική παλινδρόμηση του 4ου π.X. αιώνα, η δημοκρατία έχασε το μεγαλύτερο μέρος από το αρχικό της σφρίγος. Ενώ στην ελληνιστική εποχή έχει ολοκληρωθεί όχι μόνο η θρησκευτική παλινδρόμηση, αλλά έχει επέλθει και ο θάνατος της δημοκρατίας.
 
Η αθεΐα ως ψυχική συγκρότηση και στάση ζωής
Η αλλαγή του προσδιορισμού «άθεος» είναι μάλλον επιβεβλημένη, δεδομένων των πολλών και πλούσιων προεκτάσεων, που έχει η προς έκφραση έννοια. Πέραν αυτού ο όρος «ά-θεος» είναι αντιφατικός, αφού δεν είναι δυνατόν κάποιος να αρνείται κάτι, που θεωρεί ότι δεν υπάρχει. Θα μπορούσε να προταθεί ο όρος «ελεύθερος θεού». Ο ελεύθερος θεού άνθρωπος δεν είναι απλώς άθεος, δηλαδή δεν απορρίπτει απλά την ύπαρξη επουράνιου θεού για να τρέξει να κρυφτεί γρήγορα στις αγκάλες ενός επίγειου τέτοιου.
Στην αγιογραφία δεξιά εικονίζεται ο επουράνιος πατέρας των χριστιανών, αλλά και του Ιησού (αριστερά). Το Ευαγγέλιο είναι σαφές∙ συνιστά υποταγή τόσο στην επουράνιο, όσο και σε κάθε επίγειο Εξουσία: «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κυριον, είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν…ότι ούτως εστί το θέλημα του Θεού… Ως δούλοι Θεού… τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε». (Α΄ Πέτρ., β΄ 13-17.)
 
Όταν ο άνθρωπος γίνει δούλος της επουράνιας εξουσίας, δούλος θεού, ποιμνιοποιείται, οπότε εύκολα γίνεται και δούλος της επίγειας εξουσίας. Γι’ αυτό έχουμε πατέρες και στον ουρανό (π.χ. Ζεύς, Γιαχβέ) και στη Γη (πάτερ, πατριάρχης, πατέρας του έθνους κ.ά.).
Ο ελεύθερος θεού όμως, άνθρωπος, δύσκολα χειραγωγείται από τους εξουσιαστές, καθ’ ότι δεν αναζητά «πατέρες» ούτε στον ουρανό, αλλά ούτε και στη Γή.
Ο ελεύθερος θεού άνθρωπος έχει ενηλικιωθεί, όχι μόνο διανοητικά αλλά και ψυχολογικά και δεν νιώθει καμμία από τις ανασφάλειες, που διαιωνίζουν όσοι ζουν μέσα στα διάφορα μαντριά της θρησκείας, της πολιτικής, ή των ετοιματζίδικων πνευματικών «αναζητήσεων». Γνωρίζει, ότι η ελευθερία από τον θεό συμβαδίζει με την ψυχική ανάπτυξη και ότι η θρησκευτική πίστη είναι μια μόνιμη παλινδρόμηση στην ασφάλεια της παιδικής ηλικίας: δεν είναι τυχαίο το σύνηθες στις θρησκείες γεγονός, ότι ο θεός (Γιαχβέ, Δίας κλπ.) αποκαλείται «πατέρας». «Η απώλεια της παιδικής αθωότητας είναι “δίκοπο μαχαίρι”. Υπάρχει κάτι για το οποίο πρέπει να θρηνήσουμε και κάτι για το οποίο πρέπει να φοβηθούμε. […] Αν δεν χάσουμε την παιδική μας αθωότητα δεν μπορούμε να γίνουμε σωστοί ενήλικοι. Κατά τον ίδιο τρόπο αν δεν αποτινάξουμε τις αντιλήψεις της αθωότητας περί ενός υπερφυσικού κόσμου δεν μπορούμε να ζήσουμε έτσι που να καταξιώνεται η πεπερασμένη και θνητή φύση μας» (Julian Baggini, Ο Αθεϊσμός, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006).

Ο ελεύθερος θεού
έχει μάθει να εμπιστεύεται τον εαυτό του και τις πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις του και ασφυκτιά μέσα στα «συστηματοποι-ημένα» ιδεολογικά σχήματα, που προσφέρουν
μια επίφαση
ασφάλειας στους χειραγωγούμενους κάθε είδους.
Ο ελεύθερος θεού έχει μάθει να εμπιστεύεται τον εαυτό του και τις πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις του και ασφυκτιά μέσα στα «συστηματοποιημένα» ιδεολογικά σχήματα, που προσφέρουν μια επίφαση ασφάλειας στους χειραγωγούμενους κάθε είδους.
Ο ελεύθερος θεού έχει κατακτήσει την ανεξαρτησία της σκέψης και της δράσης του και είναι μάλλον απίθανο να πέσει θύμα ιερατικής (θρησκευτικής, πολιτικής κ.λπ.) εξαπάτησης. Δεν κάνει την τιμή σε κανένα μαντρί (κόμμα, θρησκευτική ομάδα, ή οποιεσδήποτε άλλες συγκροτήσεις που αναπαράγουν τον θεολογικό διχασμό σε ιερατείο και ποίμνιο) να είναι μέλος του. Ίσως δεν είναι καν ψηφοφόρος, αφού δεν θεωρεί ότι υπάρχουν «ειδικοί» της πολιτικής, οι οποίοι είναι ικανότεροι και καλύτεροί του.
Δεν τον ενδιαφέρει να «σώσει» κανέναν γι’ αυτό αδιαφορεί για την προπαγάνδιση των απόψεών του.
Δεν πιστεύει, ότι ήρθε το τέλος του κόσμου αν η χώρα του δεν έχει «ισχυρή» κυβέρνηση, ή ακόμα κι αν μείνει «ακυβέρνητη». Ούτε περιμένει τον «σωτήρα» της κοινωνίας αφού γνωρίζει, ότι οι «θεόσταλτες» και οι «εξ’ αποκαλύψεως» «λύσεις» έρχονται πάντα από αυτούς, που έχουν φροντίσει να δημιουργήσουν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το εκάστοτε «πρόβλημα».
Ψυχικά αυτάρκης, δεν φοβάται τα σκιάχτρα που τοποθετούνται εντέχνως από τα ιερατεία και γι’ αυτό δεν ζητάει περισσότερη «τάξη» και «αστυνόμευση».
Θεωρεί τη ζωή ως αυτονόητη δικαίωση του εαυτού της και δεν επιδιώκει να της φορέσει κανέναν προκρούστειο «σκοπό», ή «προορισμό». Γι’ αυτό δεν αποπροσανατολίζεται αναρωτώμενος άν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, αλλά άν υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο.
Αγαπά τη γνώση και την αναζήτηση (αφού εκεί στηρίζει τον σκεπτικισμό του), αλλά δεν θα εμπιστευθεί άλλους να την διεξάγουν για λογαριασμό του. Θα σεβαστεί την κρίση του επιστήμονα για ένα εξειδικευμένο ζήτημα, αλλά θα ερευνήσει και ο ίδιος έως εκεί που μπορεί, τόσο την επιστημονική άποψη καθ’ αυτή, όσο και το αδέσμευτο του επιστήμονα.


Ο ελεύθερος θεού άνθρωπος δεν αποπροσανα- τολίζεται αναρωτώμενος άν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, αλλά άν υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο.
Είναι δύσπιστος απέναντι στα προβαλλόμενα σύμβολα κάθε είδους, αλλά όχι μηδενιστής όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν τα πολιτικά και θρησκευτικά ιερατεία.
Όταν κάποιοι ζητούν την «εμπιστοσύνη» του, αυτός απαιτεί την πειθώ τους.
Είναι ανυποχώρητος σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη συνέπεια ως προς τη στάση της ζωής του.
Προ πάντων γνωρίζει το μεγαλύτερο μυστικό των εξουσιαστών όλων των εποχών: ότι δεν υπάρχει θεός, αλλά πάντα μπορούμε να σκαρώσουμε έναν. Γνωρίζει δηλαδή, ότι οι Εξουσίες έχουν συγκροτήσει ανέκαθεν ένα διαχρονικό ιερατείο της «αθεΐας», οι γνώσεις τού οποίου πρέπει πάση θυσία να παραμείνουν επτασφράγιστο μυστικό για τους εξουσιαζόμενους: η «αθεΐα» προορίζεται για την εκλεκτή εξουσία και η θρησκεία για το αναλώσιμο ποίμνιο. Ωστόσο η αθεΐα του ελεύθερου από τον θεό ανθρώπου είναι πολύ διαφορετική από αυτή των εξουσιαστών, αφού ο ίδιος δεν απειλείται άν αυτή γενικευθεί.
Γιατί ο ελεύθερος θεού δεν θέλει να γίνει θεός στη θέση του θεού, που κατέρριψε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου