Η ΗΡΩΪΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ (ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1922)
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ
O Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη θέτοντας σε εφαρμογή τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών. Ωστόσο, η έλλειψη μακροπρόθεσμου στρατηγικού πλάνου αλλά και η τραγική ατολμία της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας οδήγησαν στην κατάρρευση ολόκληρου του μετώπου. Η εδαφική επέκταση της Ελλάδας μετά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους ήταν ιλιγγιώδης. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια, με τη Μακεδονία, και την ένωση με την Κρήτη, η εδαφική κυριαρχία της επεκτάθηκε σχεδόν κατά 70%, ενώ ο πληθυσμός της σχεδόν διπλασιάστηκε (από 2,8 εκατομμύρια σε 4,8)...
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ
O Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη θέτοντας σε εφαρμογή τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών. Ωστόσο, η έλλειψη μακροπρόθεσμου στρατηγικού πλάνου αλλά και η τραγική ατολμία της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας οδήγησαν στην κατάρρευση ολόκληρου του μετώπου. Η εδαφική επέκταση της Ελλάδας μετά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους ήταν ιλιγγιώδης. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια, με τη Μακεδονία, και την ένωση με την Κρήτη, η εδαφική κυριαρχία της επεκτάθηκε σχεδόν κατά 70%, ενώ ο πληθυσμός της σχεδόν διπλασιάστηκε (από 2,8 εκατομμύρια σε 4,8)...
Tον επόμενο χρόνο ξέσπασε ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος και η στάση που θα κρατούσε η Ελλάδα έγινε αιτία διαμάχης μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, μια διαμάχη που οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό. O Βενιζέλος υποστήριζε με πάθος τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Συνεννόησης (Entente), ενώ ο Κωνσταντίνος, ο οποίος κατηγορούνταν για φιλογερμανικά αισθήματα, επιθυμούσε την ουδετερότητα.
Tον Οκτώβριο του 1916 ο Βενιζέλος σχημάτισε ανεξάρτητη κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Τελικά, η αφόρητη πίεση των Συμμάχων είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του Κωνσταντίνου, τον Ιούνιο του 1917, και την επικράτηση του Βενιζέλου. H Ελλάδα προσχώρησε στην Entente, προσπαθώντας, έστω και καθυστερημένα, να εκμεταλλευτεί την υποστήριξη που παρείχαν οι Οθωμανοί στις Κεντρικές Δυνάμεις και ιδιαίτερα τη λυσσαλέα αντίσταση των Τούρκων στη Συμμαχική Εκστρατεία στα Δαρδανέλια (Φεβρουάριος 1915 - Ιανουάριος 1916) και τη μάχη στην Καλλίπολη.
Στο τέλος του A' Παγκοσμίου Πολέμου, με τη Βουλγαρία εξουδετερωμένη και την Τουρκία να πληρώνει το τίμημα για την υποστήριξη που παρείχε στους Γερμανούς, οι Σύμμαχοι είδαν την Ελλάδα ως τη μοναδική χώρα που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα γεωστρατηγικά και εμπορικά συμφέροντά τους αλλά και να εγγυηθεί την ασφάλεια στη στρατηγικής σημασίας περιοχή των Στενών. Mε αυτό το σκεπτικό στις 12 Μαΐου 1919 το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο έδωσε εντολή στην 1η Ελληνική Μεραρχία να αποβιβαστεί στη Σμύρνη.
Η ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙ Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΝΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Αμέσως μετά την άφιξη της Ελληνικής δύναμης (το πρωινό της 15ης Μαΐου 1919) ξεκίνησε με ταχύ ρυθμό η οργάνωση της διοίκησης. Ύπατος αρμοστής Σμύρνης ορίστηκε ο Αριστείδης Στεργιάδης, μία αινιγματική φυσιογνωμία που ήταν μέχρι τότε διοικητής Hπείρου. H αρχηγία της Στρατιάς της M. Ασίας ανατέθηκε στον αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, με αρχηγό του Επιτελείου τον υποστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο. O συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρρηγιάννης ανέλαβε υπαρχηγός του Επιτελείου. H συνολική δύναμη του Ελληνικού στρατού ανερχόταν τότε σε 92.000 περίπου άνδρες και αποτελούνταν από την 1η, τη 2η και τη 13η Μεραρχία, τη Μεραρχία Αρχιπελάγους καθώς και τη Μεραρχία Σμύρνης.
Λόγω της έντονης παρουσίας ένοπλων Τουρκικών ομάδων στην περιοχή, ήδη από τις 17 Μαΐου αποφασίστηκε η επέκταση της ζώνης κατοχής στη γραμμή Κορδελιού - Μπουτζά, βόρεια και ανατολικά της Σμύρνης. Τις επόμενες ημέρες, ο Ελληνικός στρατός κινήθηκε στα υψώματα νοτιοανατολικά της Σμύρνης, στις περιοχές Μαινεμένης, Περγάμου και Αϊδινίου. Χαρακτηριστική ήταν, όμως, η Ιταλική αντίδραση. Oι Ιταλοί, οι οποίοι ένιωθαν ότι η επέκταση της Ελληνικής ζώνης κατοχής έθιγε τα εμπορικά συμφέροντά τους στην περιοχή, την υπονόμευαν με κάθε μέσο, εφοδιάζοντας από το νότιο τμήμα της M. Ασίας τις Κεμαλικές δυνάμεις με στρατιωτικό υλικό.
Στη συμμαχική Διάσκεψη Ειρήνης, ο Eλ. Βενιζέλος και η Ελληνική αντιπροσωπία πέτυχαν την παραχώρηση της άδειας για επέκταση της ζώνης κατοχής, με σκοπό τη συντριβή του στρατού του Μουσταφά Κεμάλ. Ένθερμη ήταν εξαρχής η υποστήριξη του Βρετανού πρωθυπουργού Λόυδ Τζωρτζ προς τις θέσεις του Βενιζέλου και ο λόγος ήταν απλός: οι Άγγλοι επιθυμούσαν την προώθηση του Ελληνικού στρατού ώστε αυτός να παρέχει κάλυψη στη Βρετανική ζώνη ελέγχου της περιοχής της Νικομήδειας και των Στενών των Δαρδανελίων. Στις 25 Ιουνίου καταλήφθηκε η Φιλαδέλφεια, ενώ στις αρχές Ιουλίου η Μεραρχία Ξάνθης αποβιβάστηκε αιφνιδιαστικά στην Πάνορμο και στη συνέχεια, σε συνεργασία με τμήματα που κινούνταν στο βόρειο τμήμα, εισήλθε στην Προύσα.
H ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΓΓΑΡΙΟΥ
Μετά την αποτυχία των επιχειρήσεων του Σαγγάριου, η διοίκηση της Στρατιάς αντιμετώπισε ακόμη πιο δύσκολες καταστάσεις. Στην περιοχή της Προύσας είχε παραμείνει μόνο η 9η Μεραρχία για να καλύψει τις συγκοινωνίες προς Μουδανιά και Εσκί Σεχίρ, ενώ στο νότιο τμήμα η έλλειψη πυρομαχικών και ενισχύσεων προβλημάτιζε έντονα το διοικητή του Νότιου Συγκροτήματος υποστράτηγο N. Τρικούπη. Στο σημείο εκείνο το μέτωπο παρουσίαζε κενά και ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να καλυφθεί η γραμμή ανεφοδιασμού Σμύρνης - Αφιόν και Αφιόν Καραχισάρ - Εσκί Σεχίρ.
Επιπλέον, οι κυριότερες τηλεφωνικές και τηλεγραφικές γραμμές ολόκληρου του νότιου τομέα βρίσκονταν σε κίνδυνο. H καλυπτόμενη περιοχή ήταν πραγματικά αχανής: 80.700 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ήταν φανερό για την κυβέρνηση ότι έπρεπε να ληφθεί μια γενναία απόφαση. H συμφωνία του νέου Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ με τον Kεμάλ για ειρηνική διευθέτηση στην περιοχή της Kιλικίας, καθώς και η αποτυχία του Γούναρη για σύναψη δανείου από την Aγγλία (15 εκατ. λιρών) οδήγησαν στην παραίτηση του Γούναρη και στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό τον N. Πρωτοπαπαδάκη στις 9 Mαίου 1922.
Στην ατολμία της Ελληνικής πλευράς (που είχε απορρίψει την πρόταση "φιλοβενιζελικών" αξιωματικών για αιφνιδιαστική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης στις αρχές του 1922) προστέθηκε επίσης η πρόταση του Παπούλα καθώς και οι απόψεις του B. Δούσμανη που συνέκλιναν στη διαπίστωση ότι μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου, δεν υπήρχε κανένας λόγος διατήρησης του μετώπου Εσκί Σεχίρ - Σεϊντή Γαζή και θα έπρεπε ίσως να προωθηθεί με συμμαχική παρέμβαση η αυτονομία της Σμύρνης και η οργάνωση της άμυνας της Θράκης.
Tο βέβαιo είναι ότι κάτι έπρεπε να γίνει, και μάλιστα γρήγορα, για να απαγκιστρωθεί η Ελλάδα από την δυσχερέστατη θέση στην οποία είχε περιέλθει. H Ελληνική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, γεγονός που οδήγησε τον Μάιο του 1922 στην αντικατάσταση του Παπούλα στην αρχιστρατηγία από τον αντιστράτηγο Γ. Χατζανέστη. Tο γιατί δεν αποτολμήθηκε το σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης αποτελεί θέμα διαφωνιών μέχρι και σήμερα. Σκοπός του σχεδίου ήταν να δώσει στην Ελλάδα ένα διπλωματικό όπλο ώστε να μπορέσει να διαπραγματευτεί την όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη απεμπλοκή της από τη M. Aσία.
Tο αντεπιχείρημα πρόβαλε την παρουσία των Συμμάχων στην περιοχή, αλλά και την εξασθένηση του μετώπου στη M. Ασία αν μετακινούνταν μονάδες στη Θράκη. Σίγουρα το εγχείρημα ήταν τολμηρό, αλλά ούτως ή αλλιώς θα ήταν αφελής όποιος περίμενε από τους Συμμάχους ανοικτή πρόσκληση για κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΣΤΟ ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ
Η Μικρασιατική καταστροφή αποτελεί, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών ιστορικών, τη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή, διότι είχε ως βασικό τραγικό αποτέλεσμα την εκρίζωση του Ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας. Μελετώντας τις διάφορες πηγές και ιδιαίτερα των πρωταγωνιστών της τραγωδίας, πολιτικών και στρατιωτικών, που γράφτηκαν σε χρόνο που ήταν νωπές οι μνήμες των τραγικών γεγονότων της περιόδου 1919 - 1922 και στον απόηχο της εκτέλεσης των έξι στο Γουδί, διαπιστώνει κανείς ότι σχεδόν όλοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα σφάλματά τους και να επιρρίψουν τις ευθύνες στην άλλη πλευρά.
Οι νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με την ισχνή τους στρατιωτική παρουσία στην περιοχή της Ανατολής, προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και αναζητούσαν τη χώρα που θα αναλάμβανε το δύσκολο έργο της επιβολής των όρων της Συνθήκης ανακωχής του Μούδρου (17 Οκτωβρίου 1918) στην Τουρκία. Η Ελλάδα στο πλευρό των νικητών υπό την ηγεσία του Βενιζέλου, που ήλθε στην εξουσία με τη δύναμη των Γαλλικών όπλων και μετά από ένα φοβερό διχασμό της κοινωνίας και ιδιαίτερα του στρατεύματος, εκμαίευσε την εντολή των Συμμάχων χωρίς να εξασφαλίσει την έγγραφη στήριξή τους, το κυριότερο όμως δίχως να μελετήσει, σε σχέση με τις δυνατότητες της χώρας, την όλη επιχείρηση.
Έτσι, μέσα σε κλίμα εθνικής αγαλλίασης, στις 2 Μαΐου 1919 το άγημα της 1ης Μεραρχίας αποβιβαζόταν στο λιμάνι της Σμύρνης και η Ελλάδα ριχνόταν στην τρίχρονη Μικρασιατική περιπέτεια. Το κυρίαρχο ερώτημα, που αβίαστα έρχεται στο μυαλό κάθε Έλληνα, είναι αν έπραξε καλώς η Ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει μόνη της, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τους Συμμάχους (Αγγλία - Γαλλία - Ιταλία - Entente) την αποστολή αυτή, που αποτελούσε «όνειρο» του Βενιζέλου από το 1915 παρά τις αρνητικές εισηγήσεις φίλων και αντίπαλων στρατιωτικών.
Οι Κινήσεις του Κεμάλ
Κατά την περίοδο της απραξίας (Μάιος 1919 - Νοέμβριος 1920) και υπό το άγρυπνο βλέμμα του εκπροσώπου του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου, Άγγλου ναυάρχου Μερντς, το σταδιακά ενισχυόμενο, από την ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και από την επιτόπια στρατολογία, εκστρατευτικό σώμα της 1ης Μεραρχίας, άλλοτε με την έγκριση των συμμάχων και άλλοτε χωρίς, επεξέτεινε τη ζώνη κατοχής (για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες επιδρομές των Τουρκικών ανταρτικών σωμάτων - Τσέτες και να προστατεύσει τα συμμαχικά στρατεύματα και την ίδια την Πόλη από τα ανταρτικά τμήματα του Κεμάλ).
Ο τελευταίος αποβιβάστηκε με κάθε μυστικότητα στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919 με εντολή του Σουλτάνου, ως γενικός διοικητής της Ανατολής και με αποστολή να καταστείλει κάθε κίνημα εναντίον του Σουλτάνου. Ο Κεμάλ πρώτα συγκέντρωσε τους στρατιωτικούς διοικητές στην Αμάσεια στις 18 Ιουνίου 1919 και τους έπεισε για τα σχέδιά του. Επόμενο βήμα τού Κεμάλ ήταν να προσδώσει πολιτική χροιά στο κίνημά του και προς τούτο άρχισε να περιδιαβαίνει την ελεύθερη Τουρκική επικράτεια και να προσπαθεί να εμφυσήσει «εθνικό πνεύμα» στους κατοίκους της Ανατολίας, κατηγορώντας «τη δοτή κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης που παρέδωσαν τη χώρα στους κατακτητές».
Ακολούθησαν το Συνέδριο του Ερζερούμ και η Συνέλευση της Σεβάστειας το Σεπτέμβριο του 1919. Από τον Ιούνιο του 1919 μέχρι τέλη τού 1920, εξασφαλίζοντας οπλισμό από τις αποθήκες αφοπλισμού τις οποίες φύλαγαν οι Σύμμαχοι, εξουδετέρωσε τους αντίπαλους στρατιωτικούς (Αλί Γκαλίπ) και τους προερχόμενους από μειονοτικές ομάδες Πόντιους, Αρμένιους, Κιρκάσιους και Τσερκέζους, με τους τελευταίους αρχικά συνεργάστηκε και αντιμετώπισε με επιτυχία τις δυνάμεις του Σουλτάνου βοηθούμενες από τους Άγγλους. Οι αντιδράσεις κατά τού Κεμάλ εντάθηκαν μετά την έκδοση του Φετβά (εντολή θανάτου) στις 24 Μαΐου 1920 κατά τού Κεμάλ και των συνεργατών του.
Δυστυχώς την περίοδο αυτή, από τα μέσα τού 1919 μέχρι τα τέλη τού 1920, αν και στην ύπαιθρο της κεντρικής και δυτικής Μικράς Ασίας μαινόταν ένας ουσιαστικά εμφύλιος πόλεμος, η Ελληνική κυβέρνηση, αντί να παραβλέψει τους συμμάχους, να προελάσει σε βάθος και να καταστρέψει τις δυνάμεις τού Κεμάλ, εξασφάλισε την έγκρισή τους για μερική προέλαση. Έτσι ο Ελληνικός στρατός, με αρχιστράτηγο από το Φεβρουάριο του 1920 τον αντιστράτηγο Παρασκευόπουλο και έδρα του επιτελείου τη Σμύρνη, την περίοδο Ιούνιος - Αύγουστος 1920 επεξέτεινε τη γραμμή κατοχής μέχρι Πάνορμο - Προύσα - Φιλαδέλφεια - Ουσάκ.
Η Οθωμανική κυβέρνηση, υπό τον Νταμάτ Φερίτ Πασά, πιεζόμενη από παντού και βλέποντας την Ελληνική προέλαση, υπέγραψε τελικά στις 10 Αυγούστου 1920 τη θνησιγενή Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία κατακερματιζόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η συνθήκη αυτή που συνάντησε αντιδράσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, επικυρώθηκε μόνο από την Ελληνική Βουλή και για να επιβληθεί, απαιτούσε ένα νικηφόρο πόλεμο του Ελληνικού στρατού κατά των Τουρκικών δυνάμεων. Στην αντίπαλη πλευρά συνεχιζόταν ο εμφύλιος πόλεμος και ο Κεμάλ, βρισκόμενος σε δύσκολη θέση - του ήλθε «θείο δώρο» η Συνθήκη των Σεβρών.
Αμέσως συνέταξε προκήρυξη με την οποία κατήγγειλε το σουλτάνο και την κυβέρνησή του και καλούσε τον κάθε Τούρκο πατριώτη να συμμετάσχει στον αγώνα της ανεξαρτησίας από τους ξένους εισβολείς, αμέσως δε σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση με έδρα την Άγκυρα. Ο Βενιζέλος, διαισθανόμενος τις δυσκολίες που θα ακολουθούσαν και αναζητώντας νωπή λαϊκή εντολή, προκήρυξε εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920, στις οποίες καταποντίστηκαν οι Φιλελεύθεροι.
Ακολούθησε η επάνοδος του βασιλέα Κωνσταντίνου μετά από δημοψήφισμα στις 20 Νοεμβρίου, η επιστροφή στις μονάδες και τα επιτελεία 1.500 απότακτων αξιωματικών, επί χρόνια μακριά από τις εξελίξεις και τα πεδία των μαχών, η απομάκρυνση των Βενιζελικών αξιωματικών και η τοποθέτηση του αντιστράτηγου Παπούλα στη θέση του διοικητή της Στρατιάς.
Οι Επιχειρήσεις
Η Ελληνική κυβέρνηση, καίτοι είχε καταγγείλει την πολιτική της προηγούμενης, παγιδευμένη στη Συνθήκη των Σεβρών. Δεν τόλμησε την απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία, συνέχισε την ίδια πολιτική, κάτω όμως από χειρότερες οικονομικές συνθήκες και με μεταστροφή της πολιτικής της Γαλλίας και Ιταλίας, οι οποίες χρησιμοποιούσαν ως πρόφαση την επάνοδο του βασιλέα, και παρασυρόμενη από τα ωραία λόγια του Άγγλου πρωθυπουργού Λουντ Τζωρτζ, συνέχισε τον πόλεμο. Με τις επιχειρήσεις του Δεκεμβρίου 1920, του Μαρτίου και Ιουνίου τού 1921, δεν επιτεύχθηκε η ολοκληρωτική καταστροφή των Τουρκικών δυνάμεων, κυρίως λόγω κακού σχεδιασμού, κακής εκτέλεσης και ανεπάρκειας των δυνάμεων.
Η γραμμή κατοχής επεκτάθηκε μέχρι Εσκί Σεχίρ - Αφιόν, αλλά το πρόβλημα δεν επιλύθηκε, οι Τούρκοι αναθάρρησαν στο διπλωματικό τομέα και γίνονταν συνεχώς πιο αδιάλλακτοι. Ακολούθησε η τραγική εκστρατεία του Σαγγαρίου (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1922), όπου ο Ελληνικός στρατός, 300 χλμ. από το Εσκί Σεχίρ και 600 από τη Σμύρνη, κακώς τροφοδοτούμενος και συντηρούμενος λόγω επιμήκυνσης των γραμμών εφοδιασμού, έγραψε σελίδες δόξης, χωρίς όμως αντίκρισμα. Τελικά τέλη Αυγούστου, με 25 χιλιάδες απώλειες (νεκροί, τραυματίες, αγνοούμενοι), συμπτύχθηκε υποδειγματικά στη γραμμή Αφιόν - Εσκί Σεχίρ.
Την ίδια περίοδο, ο Κεμάλ, παράλληλα με τις επιχειρήσεις, σύναψε την πρώτη συνθήκη με τη Σοβιετική Ρωσία, με την οποία συζητούσε από τον Ιούνιο του 1919. Με τη συνθήκη αυτή έλυσε το Αρμενικό και εξασφάλισε τα νώτα του και ταυτόχρονα, υποσχόμενος ότι θα οργανώσει τη νέα Τουρκία στα πρότυπα της Σοβιετικής Ρωσίας, εξασφάλισε οικονομική βοήθεια 10,7 εκατ. Τουρκικές λίρες και στρατιωτική σε οπλισμό, πυρομαχικά κ.λπ.. Ακολούθησε η αποχώρηση των Γάλλων από την Κιλικία και η Συνθήκη της Άγκυρας στις 20 Οκτωβρίου 1921.
Επακόλουθα της οποίας ήταν η αποδέσμευση δυνάμεων και η μεταφορά τους δυτικά, η χρήση του λιμανιού της Μερσίνας και της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι το Ικόνιο για ανεφοδιασμό. Την αποχώρηση των Γάλλων ακολούθησε η των Ιταλών από την κοιλάδα του Μαιάνδρου, περιοχή που κατέλαβε ο Ελληνικός στρατός. Με τα χρήματα από τη Σοβιετική Ρωσία προμηθεύτηκε από Γαλλία - Ιταλία πολυβόλα, πυροβόλα, πυρομαχικά, αεροπλάνα και τα πρώτα οχήματα.
Πτώση της Μαχητικής Ικανότητας
Η κατάσταση της Στρατιάς και ιδιαιτέρως στις μονάδες της πρώτης γραμμής, έβαινε διαρκώς προς το χειρότερο, η απραξία περίπου 11 μηνών και η αμυντική στάση είναι σίγουρο ότι επέδρασαν αρνητικά στη μαχητική της ικανότητα και πρωτίστως στο ηθικό. Κυριότεροι λόγοι της μείωσης του ηθικού επίδρασης ήσαν οι εξής:
Τέλη τού 1921, με την έναρξη της συζήτησης για την πιθανή εκκένωση της Μικράς Ασίας, άρχισαν να ανησυχούν οι Έλληνες της Πόλης και της Σμύρνης. Η Βενιζελική οργάνωση «Εθνική Άμυνα» που είχε συσταθεί στην Πόλη από αξιωματικούς, επεκτάθηκε και στην Ιωνία, ως «Μικρασιατική Άμυνα», με στόχο την ανακήρυξη αυτόνομης Ιωνίας (την οποία μας την προσέφεραν οι Σύμμαχοι στη Διάσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1921, αλλά ο Γούναρης αρνήθηκε).
Το κίνημα στηρίχθηκε από επιφανείς Σμυρναίους, το μητροπολίτη Χρυσόστομο, το νεοεκλεγέντα Βενιζελικό Πατριάρχη Μελέτιο, εμμέσως από το Βενιζέλο και τον αρχιστράτηγο Παπούλα, στον οποίο προσφέρθηκε η αρχηγία μετά την άρνηση του Στεργιάδη. Τελικά, λόγω της αντίδρασης των συμμάχων και της απροθυμίας της κυβέρνησης, λόγω του ότι ήταν πρωτοβουλία Βενιζελικών, ναυάγησε. Η ζημιά που έκανε η υπόθεση αυτή στο ηθικό του στρατού, ήταν μεγάλη, διότι με τις συζητήσεις για τη δημιουργία του στρατού της αυτόνομης Ιωνίας, κυκλοφόρησε πρωτόκολλο στις μονάδες και δήλωναν όσοι ήθελαν να συμμετάσχουν στην προσπάθεια, με αποτέλεσμα να προστεθεί άλλο ένα πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ των στελεχών.
Η δεύτερη απόπειρα διεξόδου από το πρόβλημα ήταν η πρωτοβουλία του νέου αρχιστράτηγου Χατζανέστη για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, στις 16 Ιουλίου 1922. Αποτέλεσμα αυτής της σωστής σκέψης, που εμποδίστηκε από τους Συμμάχους, ήταν να στερηθεί το μέτωπο περίπου μία μεραρχία, που μεταφέρθηκε στη Θράκη και ουδέποτε επέστρεψε, και να ασχοληθεί ο αρχιστράτηγος και το επιτελείο του επί δίμηνο με άλλα θέματα εκτός από το μέτωπο.
Προετοιμασίες για την Τελική Μάχη
Στο μέτωπο, οι δύο αντίπαλοι προετοιμάζονταν για την τελική μάχη, ο μεν Κεμάλ κωλυσιεργούσε στις όποιες διπλωματικές προσπάθειες για να κερδίσει χρόνο, η δε Στρατιά ασχολούνταν με την Κωνσταντινούπολη και μελέτες πιθανών γραμμών σύμπτυξης, που έμεναν όμως στα χαρτιά και ποτέ δεν έλαβαν σάρκα και οστά, λόγω της οικονομικής στενότητας και της ατολμίας της κυβέρνησης να αποφασίσει ποιο θα είναι το μέγεθος του παραχωρούμενου εδάφους στον Κεμάλ. Η διάταξη του Ελληνικού μετώπου μήκους 700 χιλιομέτρων ήταν με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων στην πρώτη γραμμή και με ελάχιστες εφεδρείες.
Εκατέρωθεν του Αφιόν (με την εξέχουσα των πέντε χιλιομέτρων) ήταν το Α΄ Σώμα (Τρικούπης), και το Β΄ Σ.Σ., με μέρος μπροστά και το υπόλοιπο εφεδρεία. Συνολικά στην περιοχή Αφιόν (Α΄ - Β΄ Σ.Σ.) στην πρώτη γραμμή ήταν 37 τάγματα, 46 στην εφεδρεία, 262 πυροβόλα και 18 ίλες. Η αμυντική οργάνωση δεν είχε ολοκληρωθεί καίτοι είχε περάσει ένας χρόνος από την κατάληψη της γραμμής. Είχαν οργανωθεί Κέντρα Αντιστάσεως (ΚΑ) αποτελούμενα από αλληλοϋποστηριζόμενα σημεία στηρίγματος (Σ.Σ.) και καλυπτόμενα από ένα τάγμα Πεζικού και Πυροβολικό. Ανά δύο - τρία ΚΑ, συνδέονταν σε υποτομείς με Διοίκηση Συντάγματος και Πυροβολικό.
Τα μειονεκτήματα του μετώπου, πλην βέβαια του μεγάλου αναπτύγματος, ήταν η εγγύτητά του (6 - 20 χλμ.) από τη γραμμή ανεφοδιασμού (σιδηρόδρομος), η έλλειψη τοπικού διοικητή μετά την κατάργηση από το Χατζανέστη των συγκροτημάτων μεραρχιών, η κακή αμυντική οργάνωση και η μειωμένη ασφάλεια των μετόπισθεν από τη δράση περίπου 800 - 1.000 Τσετών οργανωμένων σε μικρές ομάδες. Στην αντίθετη πλευρά, ο Κεμάλ οργάνωνε μεθοδικά και εξόπλιζε τις δυνάμεις του με σύγχρονα όπλα, κήρυξε εθνική πανστρατιά και άπαντες προσέφεραν σε χρήμα και εργασία για την εθνική προσπάθεια.
Οργάνωσε δύο στρατιές, την 1η Στρατιά με τρία Σώματα Στρατού και ένα Σώμα Στρατού Ιππικού προσανατολισμένη προς Αφιόν, τη 2η Στρατιά με δύο Σώματα και δύο Μεραρχίες μεταξύ Εσκί Σεχίρ και Αφιόν και ένα Σώμα Στρατού εφεδρεία. Στις 7 Αυγούστου 1922 (παλαιό ημερολόγιο), ο Κεμάλ έφθασε μυστικά στο Ακσεχίρ, όπου ανέλυσε στους διοικητές το σχέδιο επίθεσης και καθόρισε ως ημέρα έναρξης της επίθεσης τη 13η Αυγούστου 1922. Μετά την ολοκλήρωση με κάθε μυστικότητα των μετακινήσεων, στην περιοχή τού Αφιόν είχαν συγκεντρωθεί 15 μεραρχίες Πεζικού και τέσσερις μεραρχίες Ιππικού.
Από αυτές, νότια του ποταμού Ακάρ, όπου ήταν η κύρια προσπάθεια, συγκεντρώθηκαν 12 μεραρχίες Πεζικού και τέσσερις Ιππικού, με 200 ελαφρά και 62 βαριά πυροβόλα. Πίσω ακολουθούσε το Β΄ Σ.Σ. ως εφεδρεία και ένα έμπεδο 30 χιλιάδων στρατιωτών για την άμεση αναπλήρωση των απωλειών. Από τη σύγκριση των δυνάμεων στην περιοχή της κύριας προσπάθειας, προκύπτει υπεροχή των Τούρκων κατά 57 τάγματα και 67 ίλες.
Τουρκική Επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922
Το σχέδιο του Τουρκικού επιτελείου περιελάμβανε επίθεση για καθήλωση των Γ΄ και Β΄ Σ.Σ. και κύρια επίθεση νότια του ποταμού Ακάρ με την 1η Στρατιά, για διάρρηξη της τοποθεσίας και εισχώρηση στα μετόπισθεν με το Ιππικό για την καταστροφή των συγκοινωνιών και τη διακοπή των επικοινωνιών. Η Ελληνική στρατιά και ιδιαίτερα το Α΄ Σ.Σ. είχαν μεν αιφνιδιαστεί στρατηγικά ως προς το μέγεθος των δυνάμεων και τη θέση της κυρίας προσπάθειας, όχι όμως τακτικά ως προς το χρόνο της επίθεσης. Η εχθρική επίθεση άρχισε στις 05:00 της 13ης Αυγούστου με σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού και στις 05:30 με βολές καταστροφής με ταυτόχρονη προχώρηση του πεζικού.
Την προηγούμενη νύκτα, 12 - 13 Αυγούστου, το Ε΄ Σώμα Ιππικού, που είχε προωθηθεί, κατόρθωσε να προωθηθεί στο κενό του Τσαΐ Χισάρ χωρίς αντίδραση και με την έναρξη της επίθεσης βρέθηκε στα μετόπισθεν των αμυνομένων δυνάμεων. Τούτο αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες διάσπασης του μετώπου. Η κύρια προσπάθεια της 1ης Τουρκικής Στρατιάς (διοικητής ήταν ο Νουρεντίν Πασά, που είχε εκδιωχθεί από τη Σμύρνη το Μάιο του 1919) κατευθυνόταν προς το δεξιό της 4ης Μεραρχίας και στο αριστερό της 1ης, δηλαδή στο κενό τού Καγιάντιπι.
Μετά από σκληρό αγώνα με υπεροχή του τουρκικού Πυροβολικού, οι Τούρκοι πέτυχαν εισχώρηση με το Ιππικό στα μετόπισθεν, διακοπή των επικοινωνιών και της σιδηροδρομικής γραμμής, κατάληψη της πρώτης γραμμής χαρακωμάτων σε Μπελέντεπε, Τινάστεπε, Κιρτζάασλαν και τις προωθημένες θέσεις στο Καλετζίκ, όπου είχε αναλάβει τη διοίκηση ο Πλαστήρας. Στην Ελληνική πλευρά, το Α΄ Σ.Σ. στις 16:20 πληροφορήθηκε την εισχώρηση του Τουρκικού Ιππικού, είχε διαθέσει όλες τις εφεδρείες του και ζήτησε από τη Στρατιά, η οποία αρνήθηκε διότι είχε διατάξει αντεπίθεση με το Β΄ Σ.Σ., που ουδέποτε έγινε. Όπως δεν έγινε και η αντεπίθεση της 1ης και 2ης Μεραρχιών στα πλευρά, αλλά ούτε και του Πλαστήρα τη νύκτα για ανακατάληψη του Καλετζίκ.
Από το πρωί της 14ης Αυγούστου ξεκίνησε εκ νέου η Τουρκική επίθεση και μέχρι την 09:00 ώρα ο εχθρός κατέλαβε το ύψωμα 1310, ουδεμία αντεπίθεση από Ελληνικής πλευράς εκτοξεύτηκε και τα τμήματα από το Καλετζίκ οπισθοχώρησαν ατάκτως προς το χωριό Έρικμαν, εγκαταλείποντας τα πυροβόλα, αφού προηγουμένως είχαν αφαιρέσει τα κλείστρα. Στον τομέα της 1ης Μεραρχίας, το αριστερό της (Τιλκί Κιρί Μπελ) κλονίστηκε και τα τμήματα υποχώρησαν άτακτα προς την πεδιάδα του Μπαλ Μαχμούτ, το δεξιό της κρατούσε (Χασάν Μπελ) λόγω της σθεναρής αντίστασης των τμημάτων του 5ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας.
Η μη επίτευξη της κατάληψης του Χασάν Μπέλ από την 57η Τουρκική Μεραρχία οδήγησε το συνταγματάρχη Ρεσάτ στην αυτοκτονία. Στο στρατηγείο του Τρικούπη στις 10:00 η κατάσταση παρουσιαζόταν από πληροφορίες και από επιτελείς της 4ης Μεραρχίας τραγική και μη αναστρέψιμη και λόγω μη ύπαρξης άλλης εφεδρείας, αναγκάστηκε να εκδώσει διαταγή σύμπτυξης στη γραμμή Ντουζ Αγάτς - Αϊβαλί - Μπαλ Μαχμούτ - Κιοπρουλού - Καζλί Γκιολ Χαμάμ, η οποία δε λήφθηκε από την 1η Μεραρχία λόγω διακοπής των επικοινωνιών. Η τελευταία είχε ήδη συμπτυχθεί ανοργάνωτα μαζί με την 7η Μεραρχία, χωρίς διαταγή.
Κατά την κατάληψη της γραμμής σύμπτυξης, που είχε καθορίσει το Α΄ Σ.Σ. λόγω πολλών και διαφόρων παραγόντων, με βασικότερο την επιθυμία για φυγή, πραγματοποιήθηκαν συνεχή σφάλματα, λόγω της έλλειψης συνεργασίας μεταξύ των σχηματισμών και μονάδων και της συνεχούς παρουσίας του Τουρκικού Ιππικού, το οποίο στράφηκε προς Βορρά κατά των νώτων των συμπτυσσόμενων Ελληνικών μονάδων. Το κυριότερο όμως ήταν η μη κατάληψη από το απόσπασμα Πλαστήρα της θέσης που καθορίστηκε (νότια χωριού Κιοπρουλού), η προχώρησή του δυτικά και η μη επίτευξη σύνδεσης με το απόσπασμα Λούφα.
Το κενό των πέντε χιλιομέτρων που δημιουργήθηκε, καταλήφθηκε από τον εχθρό και την επομένη με την έναρξη της σύμπτυξης της 4ης Μεραρχίας, αυτή αιφνιδιάστηκε και διασπάστηκε, με αποτέλεσμα να διασπαστεί το σύνολο των δυνάμεων, στην Ομάδα Τρικούπη που κινήθηκε προς Βορρά και στην Ομάδα Φράγκου, που κινήθηκε νότια, ασύντακτα και χωρίς επαφή με την άλλη ομάδα, όπου ήταν και ο διοικητής τους, ο στρατηγός Τρικούπης. Η ομάδα του Τρικούπη, αφού έδωσε ανεπιτυχώς τη μάχη του Ιλπμουλάκ - Χαμούρκιοϊ στις 16 Αυγούστου, συνέχισε την πορεία της δυτικά και εγκλωβίστηκε στην κοιλάδα τού Αλή Βεράν.
Εκεί στις 17 Αυγούστου έδωσε την τελευταία άνιση μάχη με περίπου έξι χιλιάδες άνδρες κατά τριών Τουρκικών σωμάτων στρατού υπό την παρουσία τού Κεμάλ. Τελικά τη νύκτα ξέφυγε από τον κλοιό για να οδηγηθεί αργότερα στην αιχμαλωσία. Η Ομάδα Φράγκου κινήθηκε προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, ακολουθούμενη από τους Έλληνες της Ιωνίας που εγκατέλειπαν τις εστίες των για να αποφύγουν τους Τσέτες που ρήμαζαν τα πάντα στο πέρασμά τους και τους Έλληνες λιποτάκτες στρατιώτες που τους συναγωνίζονταν στη θηριωδία κατά των Τούρκων κατοίκων.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1922, ώρα 13:15, το τελευταίο Ελληνικό τμήμα επιβιβαζόταν στον Τσεσμέ και οι μυημένοι αξιωματικοί με αρχηγό τον Πλαστήρα είχαν ήδη σχεδιάσει το Εθνικό Κίνημα κατά της νόμιμης κυβέρνησης. Η καταδίωξη του Τούρκων δεν ήταν αποφασιστική, αυτούς τους ενδιέφερε η κατάληψη της Σμύρνης και η εξαφάνιση κάθε μη Τουρκικού ίχνους της πόλης, και το πέτυχαν με την πυρκαγιά και την ολοκληρωτική καταστροφή της Ελληνικής, αρμένικης και Φράγκικης συνοικίας, εξαφανίζοντας τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τής «Γκιαούρ Ιζμίρ» και μετατρέποντας το «στολίδι της Ιωνίας» σε μία ανατολίτικη πόλη.
Συμπεράσματα
Η διάσπαση του μετώπου τού Αφιόν, που έφερε την πλήρη αποσύνθεση του Ελληνικού στρατού και την ήττα και οδήγησε στη βίαια έξοδο του χριστιανικού πληθυσμού της Ιωνίας (Ελλήνων και Αρμενίων), οφείλεται στους διάφορους παράγοντες που αναπτύχθηκαν παραπάνω, αλλά πρωτίστως στην:
Ήδη από τις αρχές του 1922 ήταν φανερό ότι οι Τούρκοι θα έστρεφαν την προσοχή τους στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ, καθώς εκεί μπορούσαν να συγκεντρώσουν πιο εύκολα τα στρατεύματά τους. H βόρεια πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι τον Σαγγάριο ελεγχόταν από τις Ελληνικές δυνάμεις. Δευτερεύουσα επιλογή για τον Κεμάλ ήταν το κέντρο εφοδιασμού του Εσκί Σεχίρ και οι συγκοινωνίες στον άξονα Σμύρνη - Προύσα. Εκτιμώντας την κατάσταση, η Ελληνική διοίκηση της Στρατιάς προσπάθησε να μεταφέρει κάποιες δυνάμεις από το Βόρειο στο Νότιο Συγκρότημα.
H έγκαιρη όμως μετακίνηση αποδείχτηκε ιδιαίτερα δυσχερής, λόγω των ορεινών όγκων του Ολύμπου και του Μουράτ Νταγ που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα. Στο πλαίσιο της προσπάθειας για μεταφορά δυνάμεων προς Νότο διετάχθησαν η 9η, η 12η και η Ανεξάρτητη Μεραρχία να μετακινηθούν. O νέος αρχιστράτηγος Χατζανέστης αντελήφθη την αδυναμία του τομέα Αφιόν, που αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο με το Εσκί Σεχίρ. H Ελληνική διοίκηση όμως, υπέπεσε σε ένα τραγικό λάθος ως προς τον υπολογισμό των Τουρκικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο Τουρκικός στρατός διέθετε 87.500 τυφέκια και 203 πυροβόλα, έναντι 98.500 και 412 των αντίστοιχων Ελληνικών.
Στην πραγματικότητα όμως ο αριθμός των Τουρκικών ανερχόταν σε 110.000 τυφέκια και 350 πυροβόλα. H ενδεχόμενη κατάληψη του Αφιόν θα είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση του Ελληνικού μετώπου. H αμυντική τοποθεσία του Αφιόν άφηνε εκτεθειμένες τις Ελληνικές δυνάμεις στο Τουρκικό πυροβολικό. O τομέας ευθύνης του B' Σώματος Στρατού (2η, 7η, 9η και 13η Μεραρχία) στην Κιουτάχεια και στο Ουσάκ, λόγω της απόστασης των σιδηροδρομικών γραμμών, αποτελούσε για τους Τούρκους το λιγότερο πιθανό σημείο επίθεσης. Χωρίς κάποια σοβαρή εξέλιξη στη διαμόρφωση του μετώπου, στα τέλη Αυγούστου του 1922 η Ελληνική διοίκηση έκανε ένα ακόμη σοβαρό λάθος.
Θεώρησε ότι δεν θα εκδηλωνόταν η Τουρκική αντεπίθεση αφού είχε σχεδόν παρέλθει η θερινή περίοδος. Tο πρωί, όμως, της 26ης Αυγούστου ο Κεμάλ διέταξε επίθεση και το Τουρκικό πυροβολικό σφυροκόπησε την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και συγκεκριμένα στα νότια του ποταμού Ακάρ. H 1η και 4η Μεραρχία του A' Σώματος δέχθηκε σφοδρό βομβαρδισμό, καθώς το Ελληνικό πυροβολικό, το οποίο ήταν κατανεμημένο σε όλο το μέτωπο, δεν μπόρεσε να αντιδράσει. O αιφνιδιασμός όμως της διοίκησης του A' Σώματος οφειλόταν στην ταχύτατη διείσδυση του Τουρκικού 5ου Σώματος Ιππικού στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων στο Αφιόν Καραχισάρ.
Tο Τουρκικό ιππικό, υπό τον Φαχρεντίν Αλτάι, είχε καταφέρει να προελάσει, χωρίς να γίνει αντιληπτό, τη νύχτα της 25ης, να αναπτυχθεί 50 χιλιόμετρα ανατολικά του Τουμλού Μπουνάρ και να καταστρέψει τη σιδηροδρομική γραμμή και τις τηλεφωνικές αρτηρίες, αποκόπτοντας εντελώς τα δύο Ελληνικά συγκροτήματα. H σύγχυση της διοίκησης της Στρατιάς είναι εμφανής από την αδράνεια του B' Σώματος, το οποίο βρισκόταν απέναντι στο ασθενέστερο Τουρκικό σημείο και από την τραγική καθυστέρηση της μετακίνησης της 9ης Μεραρχίας προς ενίσχυση της άμυνας του Αφιόν.
Σύμφωνα με μαρτυρίες του ίδιου του Αλτάι, αν είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα η σύμπτυξη των Ελληνικών δυνάμεων στο Τουμλού Μπουνάρ, σύμφωνα με το σχέδιο του Χατζανέστη, οι Τούρκοι θα είχαν βρεθεί σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Μόλις την αυγή της 2ης ημέρας πραγματοποιήθηκε η σύμπτυξη του A' Σώματος, κάτι που πανικόβαλε το Χριστιανικό πληθυσμό (κυρίως Αρμενικός) του Αφιόν Καραχισάρ. H Τουρκική διείσδυση είχε σκοπό να εμποδίσει την προς Κιουτάχεια βόρεια υποχώρηση και έτσι οι δυνάμεις του A' Σώματος, υπό τον N. Τρικούπη, αποκόπηκαν οριστικά από το B' Σώμα.
Λόγω της κυκλωτικής κίνησης των Τούρκων, η υποχώρηση της 4ης, 5ης και 13ης Μεραρχίας ήταν τόσο εσπευσμένη, ώστε υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα βαρέα πυροβόλα. Στις 30 Αυγούστου δόθηκε η τελευταία μάχη του Ελληνικού στρατού στη M. Ασία, στο Αλή Βεράν. Σε μια περιοχή λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Ουσάκ, πάνω στο δρόμο ανάμεσα στους δύο ορεινούς όγκους του Μουράτ Νταγ και του Ακάρ Νταν, τα υπολείμματα των τεσσάρων μεραρχιών του Τρικούπη (4η, 9η, 12η και 13η Μεραρχία) αγωνίστηκαν περικυκλωμένα με απαράμιλλο ηρωισμό.
H Τουρκική 2η Στρατιά, υπό τον στρατηγό Νουρεντίν, επιτέθηκε κατά μέτωπο, ενώ η 1η, υπό τον ίδιο τον Κεμάλ, βρισκόταν στα νώτα του δεξιού Ελληνικού πλευρού, στην περιοχή του Σαλκιόι. Oι οκτώ Τουρκικές μεραρχίες επιτέθηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες στο σύνολό τους δεν ξεπερνούσαν τη μία μεραρχία. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ο Τρικούπης διέταξε τους άνδρες της 12ης Μεραρχίας να κινηθούν βορειοανατολικά ως εμπροσθοφυλακή, αλλά δέχθηκε καταιγισμό πυρών από το Τουρκικό πυροβολικό. Aπό εκείνη τη στιγμή, η απεμπλοκή του Ελληνικού στρατού από την M. Aσία κατέστη αναπόφευκτη.
ΟΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΤΟΥ ΜΟΥΔΡΟΥ
Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τους Βαλκανικούς Πολέμους την περίοδο 1912 - 13 που αποσκοπούσαν στην απελευθέρωση των Ελλήνων από τον Τουρκικό ζυγό, οι Έλληνες που απελευθερώθηκαν δεν υπερέβαιναν τα δύο εκατομμύρια, ενώ αυτοί που βρίσκονταν ακόμα μέσα στα όρια του Οθωμανικού κράτους ήταν περισσότεροι. Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάς και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανήκαν σε διαφορετικές συμμαχίες. Το τέλος του πολέμου βρήκε την Ελλάδα με το μέρος των νικητών, ενώ οι Οθωμανοί ήταν ξανά οι χαμένοι. Η ανακωχή του Μούδρου που υπεγράφη στις 17 Οκτωβρίου του 1918, έθεσε τέρμα στις πολεμικές επιχειρήσεις των συμμάχων κατά των Οθωμανών.
Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, η δύναμη του Οθωμανικού στρατού θα μειωνόταν και τα όπλα και τα πυρομαχικά του θα παραδίδονταν στους συμμάχους. Ενώ ο έλεγχος των στενών εξασφαλιζόταν με την παρουσία των συμμάχων στην Κωνσταντινούπολη, δεν ελήφθη καμία μέριμνα για τον αφοπλισμό των Οθωμανών που είχαν διασκορπιστεί στη Μικρά Ασία. Μετά την ανακωχή, συμμαχικά πλοία άρχισαν να καταφθάνουν στον κόλπο της Σμύρνης. Το πρώτο Ελληνικό πολεμικό πλοίο που έφθασε στη Σμύρνη ήταν το αντιτορπιλικό Λέων και στη συνέχεια έφθασαν βοηθητικά καράβια που μετέφεραν κλιμάκιο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Στις αρχές του 1919 κατέπλευσαν αρκετά συμμαχικά πλοία καθώς και μοίρα του Ελληνικού στόλου με ναυαρχίδα το καταδρομικό «Αβέρωφ». Μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τον Ελληνικό Στρατό, ακολούθησε η διεύρυνση του προγεφυρώματος και η κατοχή της δυτικής Μικράς Ασίας από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες υποχρεώθηκαν να δώσουν πολλές μάχες εναντίον των δυνάμεων του Μουσταφά Κεμάλ. Τον Αύγουστο του 1922, η Στρατιά Μικράς Ασίας αποτελούμενη από τα Α', Β' και Γ' Σώματα Στρατού και την Ανώτερη Γενική Στρατιωτική Διοίκηση, κατείχε μια γραμμή που άρχισε από την Κίο (Γκέμλικ) της Προποντίδας, προχωρούσε ανατολικά του Εσκί Σεχίρ και συνέχιζε νότια προς Σεγίτ Γκαζί και Αφιόν Καρά Χισάρ.
Η γραμμή νότια του Αφιόν Καρά Χισάρ έκαμπτε προς Δυσμάς, ακολουθώντας δε τη δεξιά όχθη του ποταμού Μαιάνδρου κατέληγε στις εκβολές του στο Αιγαίο. Από τα τρία Σώματα Στρατού, το Γ' Σώμα, υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Π. Σουμίλα, κατείχε το βόρειο τμήμα του μετώπου, ενώ το στρατηγείο του έδρευε στο Εσκί Σεχίρ. Αποτελείτο από 4 μεραρχίες, την ΙΙΙ, τη Χ, την ΧΙ και την Ανεξάρτητο Μεραρχία, οι οποίες βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Η ΧΙ Μεραρχία κατείχε τον τομέα από τον κόλπο της Κίου (Γκέμλικ) έως το Μπιλετσίκ. Η ΙΙΙ Μεραρχία κατείχε τον τομέα Μπόζ Νταγ-Πόρσουκ.
Η Χ Μεραρχία κατείχε τον τομέα από τον ποταμό Πόρσουκ έως τον Αβντάν - Μπαρτακτσί ποταμό, ενώ η Ανεξάρτητη Μεραρχία κατείχε τον τομέα από το Σεγίτ Γκαζί έως το Άκ Ιν. Το Β' Σώμα Στρατού, υπό τη διοίκηση του Υποστράτηγου Κ. Διγενή, ήταν συγκεντρωμένο στην περιοχή Εϋρέτ - Ντογιέρ, αποτελείτο δε από τις μεραρχίες ΙΙ, VΙΙ, ΙΧ και ΧΙΙΙ. Το Α' Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του Υποστράτηγου Ν. Τρικούπη είχε το στρατηγείο του στο Αφιόν Καρά Χισάρ και αποτελείτο από τις μεραρχίες I, IV, V και ΧΙΙ, εξασφάλιζε δε την «εξέχουσα» του Αφιόν, από το Αγιάζ Ιν Ντερέ στο Βορρά, έως το Τοκλού Τεπέ στα δυτικά .
Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ
Η Ανεξάρτητη Μεραρχία συγκροτήθηκε τον Ιούλιο του 1921 και έδρασε κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922. Κατά την οπισθοχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων και πλήρως αποκομμένη από τους υπόλοιπους στρατιωτικούς σχηματισμούς που επιχειρούσαν στην Μικρά Ασία, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες αντιμετωπίζοντας άτακτες, αλλά και οργανωμένες μονάδες του εχθρού. Διένυσε πάνω από 630 χιλιόμετρα μέσα σε εχθρικό έδαφος έχοντας υπό την διοίκηση της μόνο δύο συντάγματα πεζικού και μία τεράστιου μεγέθους εφοδιοπομπή. Μετά από 17 ημέρες συντεταγμένης οπισθοχώρησης, με μέσο όρο 14 ώρες πορεία την ημέρα, έφτασε στην Δεκελή όπου επιβιβάστηκε σε πλοία και μεταφέρθηκε στην Μυτιλήνη.
Οι λόγοι συγκρότησης της Ανεξάρτητης Μεραρχίας ήταν η ανάγκη δημιουργίας ενός επίλεκτου, στρατιωτικού σχηματισμού, ο οποίος θα αναλάμβανε υψηλής σημασίας επιχειρήσεις και συγκεκριμένα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο τίτλος Ανεξάρτητη Μεραρχία ήταν προσωρινός. Οι πιο πιθανοί οριστικοί τίτλοι ήταν «Μεραρχία Κωνσταντινουπόλεως» ή «Μεραρχία Παλαιολόγου», λόγω του ότι είχαν επιλεγεί για την στελέχωσή της επίλεκτοι αξιωματικοί, επικρατέστερος τίτλος ήταν και «Μεραρχία Επίλεκτων». Στις 29 / 06 / 1921 εξεδόθη, από το τότε Υπουργείο Στρατιωτικών, η υπ’ αρθ. Ε.Π.Ε. 235 - 29 / 06 / 1921 για την συγκρότηση της Μεραρχίας.
Στις 6η Ιουλίου 1921 η Ανεξάρτητη Μεραρχία ήταν έτοιμη, υπαγόμενη στην Στρατιά Θράκης - Μακεδονίας και αποτελούμενη κυρίως από οπλίτες κλάσεων 1912 - 1921 και μερικούς από τις κλάσεις 1903 - 1904. Παρ' όλη την αρχική σκέψη της συγκροτήσεως της Μεραρχίας για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και τις σχετικές με την αποστολή προετοιμασίες, η διαταγή δεν εξεδόθη ποτέ. Αντιθέτως στις 04 / 08 / 1921 το Υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε την Ανεξάρτητη Μεραρχία να μεταβεί στο Γκέμλικ (Κίο) στις Ασιατικές ακτές του Μαρμαρά προκειμένου να προωθηθεί στο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο) όπου και έφτασε στις 02 / 09 / 1921 και εντάχθηκε στην δύναμη του Γ' Σώματος Στρατού.
Στις 08 / 09 / 1921 Η Ανεξάρτητη Μεραρχία διετάχθη να κινηθεί ανατολικά με τομέα επιχειρήσεων από την κωμόπολη Σεγίτ Γκαζί (ή Σεϊντή Γαζή) έως το Άκ Ιν. Η Μεραρχία ανακατέλαβε αυτήν την κωμόπολη που ήταν υπό Τουρκική κατοχή και εγκατέστησε ισχυρή αμυντική γραμμή. Εν τω μεταξύ η διοικητική της σύνθεση είχε μεταβληθεί και το τελικό επιτελείο της Μεραρχίας το 1922 απετελείτο από τον Μέραρχο Θεοτόκη Δημήτριο, Συνταγματάρχη τον Επιτελάρχη Μομφεράτο Γ., τον αρχηγό πεζικού Κωνσταντίνου Ι. και τον Αρχηγό πυροβολικού Γαρέζο, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Μαυρογένους Σ.
Διοικητής του 51ου Συντάγματος Πεζικού ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Τσιπούρας Ν., της Μοίρας του ορειβατικού πυροβολικού ο Ταγματάρχης Κολομβότσος Ν. και της Μοίρας Σκόντα ο Ταγματάρχης Κ. Τότσιος. Το 52ο Σύνταγμα στις 16 / 08 / 1922 εξήλθε της Μεραρχίας και ενσωματώθηκε στο Γ' Σώμα Στρατού. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε στη Μικρά Ασία με αργοπορία. Είχε συγκροτηθεί στη Θράκη τον Ιούλιο του 1921 για να συμμετάσχει στην κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Πρώτος διοικητής ήταν ο Υποστράτηγος Γ. Λεοναρδόπουλος. Η Μεραρχία αποτελείτο από τα 1ο, 2ο και 3ο Συντάγματα Πεζικού, μια μοίρα πεδινού και μια ορεινού πυροβολικού.
Στις 04 / 08 / 1921 το Υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε τη Μεραρχία να μετασταθμεύσει στο Γκέμλικ (Κίο), στις Ασιατικές ακτές του Μαρμαρά. Η Μεραρχία μεταφέρθηκε γύρω στις 10 Αυγούστου στο Γκέμλικ και μετά προωθήθηκε προς το Εσκί Σεχίρ, όπου και έφθασε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1921. Εκείνη την περίοδο η κατάσταση που επικρατούσε στο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο) ήταν εξαιρετικά δυσάρεστη. Στην πόλη βρίσκονταν πολυάριθμοι τραυματίες, ξαπλωμένοι στα πεζοδρόμια, αναμένοντας καρτερικά την μεταφορά τους στα νοσοκομεία της Προύσας. Λίγο αργότερα, έφθασε εκεί και παρέμεινε για μικρό διάστημα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Χαρακτηριστικό της επικρατούσας κατάστασης ήταν τα κουφάρια των αλόγων που κείτονταν μέσα στην ίδια την πόλη, ακόμη και μπροστά στο βασιλικό οίκημα. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία μετά την άφιξή της διετάχθη να κινηθεί ανατολικά για να εκδιώξει μια εχθρική φάλαγγα και να εκκαθαρίσει την περιοχή από τον εχθρό. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1921 η Μεραρχία πορεύτηκε προς την κωμόπολη Σεγίτ Γκαζί (Seyit Gazi), η οποία βρισκόταν υπό Τουρκική κατοχή. Μετά από σκληρή μάχη η Μεραρχία κατόρθωσε να ανακαταλάβει την κωμόπολη με βαριές απώλειες που έφθασαν τους εκατό νεκρούς και τραυματίες.
Κατά τη διάρκεια της μάχης αυτής, εμφανίστηκε τυχαία και το Σώμα Στρατού που ήταν υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Ανδρέα, δίχως ωστόσο να συμμετάσχει στη μάχη. Κατά την παραμονή της Μεραρχίας στην περιοχή Σεγίτ Γκαζί, οι αξιωματικοί των πυροβολαρχιών οργάνωσαν στα υψώματα θέσεις ουλαμών, από τις οποίες ορισμένες είχαν διαρκώς τεταγμένα τα πυροβόλα για βολές κατά του εχθρού. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία είχε οργανώσει τρεις γραμμές αμύνης και ενεργούσε επιδρομές στο εχθρικό έδαφος για να συλλέξει πληροφορίες. Επιπλέον, στον τομέα που επιτηρούσε, είχε οργανώσει ισχυρή άμυνα με χαρακώματα, καταφύγια, συρματοπλέγματα, πυροβολεία και παρατηρητήρια.
Οι άνδρες της Μεραρχίας το Μάιο του 1922 ανακάλυψαν χάρτες και επιστολές που μεταφέρονταν από έναν Οθωμανό, με παραλήπτη τη σπιτονοικοκυρά του Έλληνα Μεράρχου, η οποία όπως πιθανολογείται ήταν κατάσκοπος των Τούρκων. Από την Άνοιξη του 1922, επάνω από την περιοχή που κατείχε η Μεραρχία πετούσαν συνεχώς εχθρικά αεροπλάνα, εναντίον των οποίων είχαν διαταχθεί να βάλλουν δύο ουλαμοί πυροβολικού. Μια ή δυο φορές τα αεροπλάνα είχαν ρίψει και βόμβες. Όταν ένα από αυτά κατέπεσε, οι δύο Τούρκοι αξιωματικοί που επέβαιναν σε αυτό το έκαψαν για να μην πέσει στα χέρια των Ελλήνων.
Στην πρώτη γραμμή της προκάλυψης, το πεζικό της Μεραρχίας παρέμενε κάτω από στέγαστρα κοντά στα χαρακώματα. Επίσης, υπήρχαν αρκετά καταφύγια για την προφύλαξη των οπλιτών από τους εχθρικούς βομβαρδισμούς. Τα κέντρα αντιστάσεως φράσσονταν από το εχθρικό έδαφος με πολλαπλές γραμμές συρματοπλεγμάτων, ενώ η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και στους τομείς των άλλων Μεραρχιών. Στην Ανεξάρτητη Μεραρχία, όπως συνέβαινε και στις άλλες Μεραρχίες που είχαν αναλάβει την προκάλυψη του Μικρασιατικού εδάφους, επειδή οι αποστάσεις από τα κέντρα ανεφοδιασμού ήταν μεγάλες, οι άνδρες υπέφεραν μόνιμα από κακή διατροφή, ελλιπή ιματισμό και κακή υπόδηση.
Πόροι επιτόπια δεν υπήρχαν, επειδή η γη στις πρώτες γραμμές του μετώπου παρέμενε ακαλλιέργητη. Η εφαρμοζόμενη παθητική άμυνα, έχοντας υπερχρονίσει, επέφερε τα αναμενόμενα κακά αποτελέσματα. Η διαρκής αμυντική οργάνωση, η φύλαξη των απομεμακρυσμένων εδαφών της Μικράς Ασίας και η αδυναμία εξασφάλισής τους, σήμαινε ότι η τελική γραμμή υποχώρησης του Ελληνικού Στρατού, όταν σημειωνόταν η εχθρική επίθεση, θα ήταν οι ακτές του Αιγαίου. Οι οπλίτες, μολονότι είχαν μεγάλες οικογενειακές ανάγκες, ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται συνεχώς στα μέτωπα για να πολεμούν, δίχως την ελπίδα ότι τα βάσανά τους κάποτε θα έληγαν και οι κόποι τους δεν θα πήγαιναν χαμένοι.
Αλλά και οι διάφορες πολιτικές και καθεστωτικές διαμάχες που συνέχιζαν να ταλαιπωρούν την Ελλάδα από το 191 είχαν συντελέσει στη μείωση της μαχητικότητας και αγωνιστικότητας του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος βρισκόταν σε εκείνο το αφιλόξενο μέτωπο. Ωστόσο, αυτοί που έμεναν στις πόλεις της Ιωνίας περνούσαν άνετα τις ημέρες τους, αφού είχαν και την περιποίηση των φιλόξενων Ελλήνων κατοίκων της Ιωνίας. Όσοι δε αξιωματικοί ήταν νυμφευμένοι, είχαν μεταφέρει εκεί και τις οικογένειές τους. Στη Σμύρνη παρέμενε η Στρατιά και το Επιτελείο της, ενώ στις άλλες πόλεις του εσωτερικού της Μ. Ασίας έμεναν οι διάφοροι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί.
Οι οποίοι αξιωματικοί πίστευαν, ότι η κατάσταση που επικρατούσε στα χαρακώματα της Μ. Ασίας ήταν ρόδινη και ως τέτοια την περιέγραφαν στις εκθέσεις τους προς την προϊστάμενή τους αρχή. Εξάλλου οι ανώτατες διοικήσεις δεν έρχονταν σε συχνή επαφή με τους μαχητές. Μόνον ο τελευταίος Αρχιστράτηγος, Γ. Χατζανέστης, είχε εκτελέσει γενική επιθεώρηση του μετώπου, η οποία είχε συντελέσει στη βελτίωση της κατάστασης. Επίσης, είχε βελτιωθεί η πειθαρχία του στρατού και είχαν αποσταλεί τρόφιμα, ρούχα και υποδήματα. Όμως αυτές οι επισκέψεις, όπως και αυτές των διοικητών Σωμάτων και Μεραρχιών, δεν ήταν τόσο συχνές όσο θα έπρεπε.
Επιπλέον, στην Αθήνα είχαν συγκεντρωθεί πολλοί μάχιμοι αξιωματικοί, χωρίς να υπάρχει λόγος, ενώ άλλοι που δεν είχαν ποτέ πολεμήσει, είχαν αναλάβει τις πιο εμπιστευτικές θέσεις στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Όλα τα παραπάνω είχαν κλονίσει τον ενθουσιασμό και την πίστη των ανδρών, οι οποίοι βρίσκονταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή και υφίσταντο πολλές στερήσεις. Ωστόσο εκτελούσαν το καθήκον τους και, όπου διοικούνταν καλά, αντεπεξήλθαν άριστα σε όλες τις δυσχέρειες της εκστρατείας. Κατά την παραμονή της Ανεξάρτητης Μεραρχίας στο Σεγίτ Γκαζί και το Άκ Ιν, η αρχική σύνθεσή της είχε μεταβληθεί και είχαν τοποθετηθεί στη διοίκησή της άλλοι αξιωματικοί.
Το τελικό επιτελείο της Μεραρχίας το 1922 αποτελείτο από τον Μέραρχο Θεοτόκη Δημήτριο, Συνταγματάρχη, τον Επιτελάρχη Μομφεράτο Γ., τον αρχηγό πεζικού Κωνσταντίνου Ι. και τον Αρχηγό του πυροβολικού Γαρέζο, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Αν/χη Πυροβολικού Μαυρογένους Σ. Διοικητής του 1ου Συντάγματος πεζικού ήταν ο Αν/χης Κωνσταντίνου Ι., του 3ου Συντάγματος ο Αν/χης Τσίπουρας Ν., της Μοίρας ορειβατικού πυροβολικού ο Ταγματάρχης Ν. Κολομβότσος και της Μοίρας Σκόντα ο Ταγματάρχης Κ. Τότσιος. Το 2o Σύνταγμα είχε εξέλθει της Μεραρχίας και την 16η Αυγούστου του 1922 είχε ακολουθήσει το Γ΄ Σώμα Στρατού.
Στο μέτωπο της Μ. Ασίας, αριστερά της Ανεξάρτητης Μεραρχίας ήταν παρατεταγμένη η Δέκατη Μεραρχία Χ και δεξιά, αλλά σε μεγάλη απόσταση, η Ένατη ΙΧ. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο Μεραρχίες φυλασσόταν από ένα απόσπασμα της ΙΧ Μεραρχίας. Όταν ο τελευταίος Αρχιστράτηγος, Γ. Χατζανέστης, ανέλαβε τα καθήκοντά του, ενήργησε γενική επιθεώρηση την 7η Ιουλίου του 1922. Τότε, το κενό που υπήρχε ανάμεσα στο δεξιό της Ανεξάρτητης Μεραρχίας και του Σ.Σ. Ντογιέρ (Döger), μήκους 40 χλμ., είχε προξενήσει στον Αρχιστράτηγο πολύ κακή εντύπωση.
Πράγματι, στην αρχή της γενικής επίθεσης, δύο τουρκικές Μεραρχίες είχαν διεισδύσει στο κενό αυτό ανενόχλητες. Λίγο πριν τη γενική επίθεση των Τούρκων, είχε ανακηρυχτεί η αυτονομία της Φρυγίας, η οποία γιορτάστηκε σε διάφορες πόλεις και χωριά, με την αναγκαστική συμμετοχή και των Τούρκων χωρικών, οι οποίοι υποχρεώθηκαν τότε να χορέψουν τοπικούς χορούς υπό τους ήχους της Ελληνικής στρατιωτικής μπάντας.
ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΘΕΣΕΩΣ
O Τουρκıκός στρατός, στıς επıχεıρήσεıς του 1921 στο Σαγγάρıο καı μπροστά από την Άγκυρα, αφού κατόρθωσε καı απέφυγε την ήττα καı την καταστροφή, μπόρεσε καı κατήγαγε μıα καθαρή αμυντıκή νίκη, υποχρεώνοντας τıς Ελληνıκές δυνάμεıς να υποχωρήσουν. Το ηθıκό του Τουρκıκού στρατού είναı υψηλό καı οı προσπάθεıες ενίσχύσεώς του, με άνδρες καı υλıκά είναı συνεχείς. H Στρατıά της Μ. Ασίας, την 21η Ιουλίου 1922, υπολογίζεı τη δύναμή του σε 127.015 αξıωματıκούς καı στρατıώτες, 17.180 ıππείς με 686 - 692 πολυβόλα καı 210 - 224 πυροβόλα. Όλες οı ανωτέρω δυνάμεıς βρίσκονταı μπροστά από το Ελληνıκό μέτωπο.
Στα άλλα μέτωπα, Καυκάσου, Μεσοποταμίας καı Ευξείνου Πόντου βρίσκονταı άλλες 21.000 περίπου άνδρες. Την ίδıα εποχή η Στρατıά έχεı δύναμη 210.000 περίπου ανδρών. Από αυτούς λıγότεροı από τους μıσούς, περίπου 100.000 άνδρες, 1:819 ıππείς καı 400 περίπου πυροβόλα επανδρώνουν τη γραμμή αμύνης. Όλοı οı υπόλοıποı βρίσκονταı σε υπηρεσίες καı φρουρές των μετόπıσθεν καı σε καταδıωκτıκά αποσπάσματα των ανταρτών καı των ληστών. H δύναμη των Τουρκıκών μεραρχıών στον τομέα του Αφıόν υπολογίζεταı, κατά μέσον όρο σε 7.000 άνδρες στην κάθε μία. Από αυτούς σε 4.500 περίπου υπολογίζεταı η παρατακτή δύναμη της μεραρχίας.
Άλλοı 1.000 περίπου υπηρετούν στο πυροβολıκό καı στıς δıάφορες υπηρεσίες της δευτέρας γραμμής, ενώ 1.500 περίπου είναı άοπλοı καı προορίζονταı να καλύψουν τα κενά από απώλεıες της μεραρχίας. Εκείνο που υπάρχεı σε αφθονία στıς Τουρκıκές μεραρχίες είναı ο αρıθμός των αξıωματıκών. Συνήθως περıσσεύουν καı ένας μεγάλος αρıθμός τους είναı έτοıμος να καλύψεı τα λόγω απωλεıών κενά. Oπως είχε προβλέψεı ο Επıτελάρχης Πάσσαρης, η Τουρκıκή προσπάθεıα στρέφεταı κατά του τομέα του Αφıόν. H σıδηροδρομıκή γραμμή από το Ικόνıο εγγυάταı τον άνετο ανεφοδıασμό του στρατεύματος, ενώ τα υψώματα γύρω από το Αφıόν επıτρέπουν την κάλυψη μεγάλων δυνάμεων από την Ελληνıκή παρατήρηση.
Επί πλέον τα υψώματα αυτά προσφέρονταı γıα την κατασκευή παρατηρητηρίων καı Θέσεων πυροβολıκού. O Κεμάλ δεν τρέφεı αυταπάτες. Ξέρεı πολύ καλά τη δύναμη της Ελληνıκής Στρατıάς καı τη δıάταξή της. Γνωρίζεı επίσης πολύ καλά καı το αξıόμαχό της. H προσπάθεıά του στρέφεταı στην καταστροφή, αν μπορέσεı, του Α' Σώματος. Στα Τουρκıκά σχέδıα τονίζεταı ότı, μετά τη δıάσπαση του Ελληνıκού μετώπου, Τουρκıκές δυνάμεıς Θα καταλάβουν το Τουμλού Μπουνάρ, το οποίο ξέρεı ότı είναı αφύλαχτο, εμποδίζοντας την υποχώρηση προς Σμύρνη των Ελληνıκών δυνάμεων. O όγκος των Α' καı Β' Σωμάτων αναμένεταı να υποχωρήσεı προς Βορρά καı να ενωθεί με το Γ' Σώμα.
Τıς Ελληνıκές δυνάμεıς Θα ακολουθήσεı καı όλη η δύναμη του Τουρκıκού στρατού, ενώ λίγες, ελαφρές δυνάμεıς, κυρίως ιππικού, θα κατευθυνθούν προς τη Σμύρνη, ουσıαστıκά μόνο γıα αντıπερıσπασμό. H κατάληψη του Τουμλού Μπουνάρ καı ορεıνών όγκων βορείως του Αφıόν Θα επıτρέψεı στον Κεμάλ ν' αντıσταθεί σε Ελληνıκή αντεπίθεση. Αν, παρ' ελπίδα, το Α' Σώμα Στρατού στραφεί προς Τουρλού Μπουνάρ, αντί προς Βορρά Θα εκθέσεı το πλευρό του στıς επıτıθέμενες Τουρκıκές δυνάμεıς καı θα συντρıβεί. Γıα να κερδίσεı την σχεδıαζόμενη μάχη ο Κεμάλ επıτυγχάνεı τη μέγıστη δυνατή οıκονομία δυνάμεων.
Γνωρίζοντας από την εξαίρετη κατασκοπία του, που είχε πράκτορες ως καı μέσα στο Επıτελείο της Στρατıάς στη Σμύρνη, ότı ο Ελληνıκός Στρατός δεν σχεδıάζεı καμμία επıχείρηση μεγάλης κλίμακας, απογυμνώνεı τους άλλους τομείς του μετώπου του καı συγκεντρώνεı τον όγκο του στρατού του νοτίως του Αφıόν. 'Oλες οı υπόλοıπες δυνάμεıς δıατάσσονταı, με επıδεıκτıκές κıνήσεıς καı συνεχείς κρούσεıς, αφ' ενός μεν να δıατηρούν τη φυσıογνωμία του μετώπου, αφ' ετέρου δε να εμποδίσουν την κίνηση των ελληνıκών εφεδρεıών, καθηλώνοντας τıς μεραρχίες στη γραμμή αμύνης.
H επίθεση Θα δıεξαχθεί από την 1η Στρατıά, στη δύναμη της οποίας υπάγονταı τα Ι, ΙΙ, ΙV Σώματα Στρατού, το V Σώμα lππıκού, η 6η Ανεξάρτητη Μεραρχία Πεζıκού καı η 3η Μεραρχία lππıκού. Oı δυνάμεıς των τρıών Σωμάτων Στρατού, μαζί με την 6η Μεραρχία, περıλαμβάνουν 12 Μεραρχίες Πεζıκού υποστηρıζόμενες από 262 πυροβόλα. Το V Σώμα lππıκού περıλαμβάνεı 3 Μεραρχίες με 5.100 ıππείς καı 13 πυροβόλα. H 2α Στρατıά θα απασχολήσεı, με ıσχυρές επıθέσεıς το Ελληνıκό μέτωπο στην ανατολıκή πλευρά του Αφıόν. Γıα το σκοπό αυτό δıαθέτεı 5 Μεραρχίες Πεζıκού καı μία lππıκού.
H 1η Στρατıά θέτεı 9 Μεραρχίες Πεζıκού καı 3 Μεραρχίες lππıκού σε πρώτο κλıμάκıο καı 3 Μεραρχίες Πεζıκού σε δεύτερο κλıμάκıο. Από τıς 9 Μεραρχίες Πεζıκού, ο Κεμάλ, κάνοντας νέα οıκονομία δυνάμεων, θα κατευθύνεı στον τομέα που επıζητεί το ρήγμα τıς. H 6η Μεραρχία θα επıτεθεί εναντίον του ελληνıκού 1/38 Συντάγματος Ευζώνων στο Καραγκıοζελί, με σκοπό να καταλάβεı το Τουρλού Μπουνάρ. Oı υπόλοıπες μεραρχίες Θα επıτεθούν εναντίον του σημείου συνδέσεως των Ελληνıκών Ι καı ΙV Μεραρχıών. Την Τουρκıκή κρούση Θα δεχθεί το κέντρο καı το αρıστερό της Ι Μεραρχίας καı το κέντρο καı δεξıό της ΙV Μεραρχίας.
Το αρıστερό της ΙV Μεραρχίας Θα απασχολήσεı η τουρκıκή 9η Μεραρχία Πεζıκού. Το V Σώμα lππıκού θα περάσεı από το απλώς επıτηρούμενο κενό 15 χλμ. της Ι Μεραρχίας καı Θα καταστρέψεı τη σıδηροδρομıκή γραμή καı την τηλεφωνıκή καı τηλεγραφıκή επıκοıνωνία με τη Σμύρνη. Συνολıκά δıατίθενταı 63.000 ένοπλοı άνδρες καı 25.000 άοπλοı στο πρώτο κλıμάκıο καı άλλοı 13.500 ένοπλοı καı 7.500 άοπλοı στο δεύτερο κλıμάκıο. Την κρούση θα αντıμετωπίσουν συνολıκά, σ' όλο τον τομέα της επıθέσεως 12 τάγματα της Ι Μεραρχίας καı 12 τάγματα της ΙV Μεραρχίας. Από το απόγευμα Θα προστεθούν καı τα 9 τάγματα της VΙΙ Μεραρχίας.
Υπολογıζομένης της δυνάμεως των Ελληνıκών ταγμάτων εκείνη την εποχή σε 700 άνδρες κατά μέσον όρο, την Τουρκıκή επίθεση θα αντıμετωπίσουν 23.100 Έλληνες, υποστηρıζόμενοı κυρίως από ορεıβατıκό πυροβολıκό, εφ' όσον τό πεδıνό αντıμετωπίζεı δυσκολίες στην κίνησή του προς τους απεıλούμενους τομείς. Το αποτέλεσμα της μάχης που Θα αρχίσεı τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1922, είναı ορατό στα μάτıα καı του πλέον κακόπıστου παρατηρητή.
Όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να διενεργήσουν γενική επίθεση, έκριναν σκόπιμη την πραγματοποίησή της στην «εξέχουσα» του Αφιόν Καρά Χισάρ και τοποθέτησαν το στρατό τους στην επιλεγείσα θέση, δίχως να ενοχληθούν καθόλου από τους Έλληνες. Η πρώτη παραπλανητική επίθεση εκδηλώθηκε στις 6 - 19 Αυγούστου του 1922, εναντίον του τομέα Μπουλαντάν, επιτηρούμενου από το 31ο Σύνταγμα της ΙΙ Μεραρχίας. Στις 04:30 της ίδιας ημέρας, Τουρκικές δυνάμεις από 800 ιππείς και 600 πεζούς με 4 πυροβόλα επιτέθηκαν κατά του προγεφυρώματος της Ορτάντζας και το κατέλαβαν, συνέλεξαν πολλά λάφυρα και αιχμαλώτισαν γυναίκες Ελλήνων αξιωματικών.
Η ανακατάληψη της Ορτάντζας επιτεύχθηκε στις 14 - 27 Αυγούστου, μια ημέρα μετά τη γενική επίθεση των Τούρκων στο Αφιόν Καρά Χισάρ. Η δεύτερη παραπλανητική επίθεση εκδηλώθηκε την 11η - 24η Αυγούστου στον υποτομέα του Μπιλετζίκ. Στις 04:30, εχθρική δύναμη δύο ταγμάτων πεζικού, υποστηριζόμενη από ουλαμό ορειβατικού πυροβολικού, επετέθη κατά του παρά το Ντερέκιοϊ λόχου του Ι/16 Τάγματος. Ωστόσο, μετά το μεσημέρι τα Ελληνικά τμήματα καταδίωξαν τον εχθρό έως το Βεζίρ Χαν και μετά επανήλθαν στις θέσεις τους.
Η γενική επίθεση των Τούρκων άρχισε την 13η - 26η Αυγούστου του 1922 στο περί το Αφιόν Καρά Χισάρ μέτωπο, το οποίο είχε διαιρεθεί σε δύο τομείς, του Καμελάρ και του Ακάρ. Στις 05:00 εκδηλώθηκε καταιγιστικός βομβαρδισμός από το Τουρκικό πυροβολικό εναντίον του Ελληνικού μετώπου. Ακολούθως στις 06:00 εκδηλώθηκε επίθεση του Τουρκικού πεζικού εναντίον του μετώπου της Ι Μεραρχίας. Στον τομέα της IV Μεραρχίας βάλλονταν με μεγάλη ακρίβεια κυρίως οι προχωρημένες θέσεις της αμυντικής τοποθεσίας. Στη συνέχεια ο βομβαρδισμός επεκτάθηκε σε όλον τον τομέα της ΙV Μεραρχίας.
Δυστυχώς, το Ελληνικό πυροβολικό, επειδή ήταν κατακερματισμένο σε πυροβολαρχίες και ουλαμούς σε όλο το μήκος του μετώπου, δεν μπορούσε να αντιδράσει αποτελεσματικά. Όταν έγινε φανερό ότι οι Τούρκοι επιζητούσαν να καταλάβουν το Κιουτσούκ Καλετζίκ καθώς και το κενό ανάμεσα στις Μεραρχίες Ι και IV, ανατέθηκε στο Απόσπασμα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας υπό τον Συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα, η κατάληψη του κενού. Επίσης, η ΙV Μεραρχία ανέθεσε στον Ν. Πλαστήρα τη διοίκηση όλων των δυνάμεων με εντολή την ανακατάληψη των θέσεων, οι οποίες είχαν πέσει στα χέρια του εχθρού. Όταν όμως έπεσε η νύκτα, έγινε φανερό ότι οι Μεραρχίες Ι και ΙV είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες, ιδίως σε αξιωματικούς.
Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 13ης προς την 14η Αυγούστου, η Ι Μεραρχία είχε διαθέσει όλες τις μονάδες της και είχε περιοριστεί αναγκαστικά σε προβολή αμύνης. Το πρωί εκδηλώθηκε και νέα εχθρική επίθεση. Στον τομέα της ΙV Μεραρχίας το Τουρκικό πυροβολικό άρχισε να βάλει από τις 02:00 τις Ελληνικές θέσεις γύρω από τον Πριονοειδή Βράχο, τον οποίο κατέλαβαν οι Τούρκοι κατά τα ξημερώματα. Επίσης, ισχυρές εχθρικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά των δυνάμεων του Ν. Πλαστήρα και κατέλαβαν το Κιουτσούκ Καλετζίκ. Στις 10:30, ο διοικητής του Α' Σώματος Στρατού διέταξε τις μεραρχίες I, IV, XII να συμπτυχθούν σε νέα γραμμή. Η διαταγή δεν ελήφθη από την Ι Μεραρχία επειδή οι έφιπποι σύνδεσμοι είχαν εξαφανισθεί.
Τότε η Ι Μεραρχία εξέδωσε την ίδια διαταγή για σύμπτυξη στις δυνάμεις της, γύρω στις 14:30, όμως ήταν πλέον αργά, διότι το μέτωπο της Μεραρχίας είχε ήδη καταρρεύσει. Γενικά, η επικρατούσα στο μέτωπο σύγχυση και αδυναμία συντονισμού είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη και οριστική διάσπαση των Ελληνικών δυνάμεων σε δύο ομάδες, την ομάδα Φράγκου και αυτήν του Τρικούπη. Στις 17 - 30 Αυγούστου η ομάδα Τρικούπη έδωσε μάχη στο Αλί Βεράν, μετά την οποία συντρίφτηκε οριστικά, και στις 20 Αυγούστου / 2 Σεπτεμβρίου ο Τρικούπης μαζί με 190 αξιωματικούς και 4.400 οπλίτες παραδόθηκαν στους Τούρκους.
Από την μάχη του Αλί Βεράν κατόρθωσε να απαγκιστρωθεί ο Συνταγματάρχης Π. Γαρδίκας με τα υπολείμματα των IX, XII, IV Μεραρχιών, ανερχομένων σε 5.000 αξιωματικούς και οπλίτες. Οι δυνάμεις του Φράγκου επιδόθηκαν σε συνεχείς συμπτύξεις και την 19η Αυγούστου / 1η Σεπτεμβρίου ενώθηκαν με τα υπολείμματα του Β' Σώματος Στρατού υπό τον Συνταγματάρχη Π. Γαρδίκα. Αφού δε έφθασαν στον Τσεσμέ, απέπλευσαν για τα νησιά του Αιγαίου μαζί με όλη την δύναμη που βρισκόταν στην περιοχή της Σμύρνης, την 31η Αυγούστου / 13η Σεπτεμβρίου του 1922.
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΒΕΡΑΝ (17 Αυγούστου 1922)
Ο Τρικούπης δεν έχει πλέον επαφή με την Στρατιά και ενώ οι Τούρκοι προελαύνουν, αποφασίζει στις 10:00 να εκκενώσει το Αφιόν. Ενδεικτικό της σύγχυσης είναι ότι ενώ τα στρατηγεία του Α' Σώματος και της IV Μεραρχίας ευρίσκοντο μέσα στην πόλη, δεν επικοινωνούσαν και η μεραρχία συνέχισε να μάχεται μέχρι τις 14:00 το μεσημέρι. Τρομερά πράγματα συνέβησαν κατά την υποχώρηση. Το Γραφείο Σημάτων ξηλώθηκε πριν διανεμηθεί η διαταγή σε όλες τις μονάδες με τα παραπάνω αποτελέσματα και ο ασύρματος του Σώματος από λάθος φορτώθηκε σε αμαξοστοιχία η οποία κατευθυνόταν στον Εσκή Σεχήρ.
Δυστυχώς η επικοινωνία μεταξύ Στρατιάς και Τρικούπη αποκαθίσταται αργά το βράδυ. Δυστυχώς, γιατί η διαταγή του Χατζανέστη είναι: το Α' Σώμα να αντεπιτεθεί ή τουλάχιστον να υποχωρήσει βήμα-βήμα. Ολέθριες διαταγές τις οποίες ο Τρικούπης θα υπακούσει. Η υπακοή του στην αλλόκοτη διαταγή θα οδηγήσει ένα ολόκληρο σώμα στην καταστροφή και στην αιχμαλωσία. Ο μοιραίος στρατηγός δεν ετόλμησε να αψηφήσει τις εξωπραγματικές διαταγές του αρχηγού του. Τα πυρομαχικά ήταν ελάχιστα και κανείς ασύρματος δεν λειτουργούσε. Το συνοθύλευμα αυτό οδηγήθηκε σε μάχη σε χώρο πλήρως ελεγχόμενο από τον εχθρό.
Στο Αλή Βεράν, μετά το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου, γράφτηκε μια πραγματική τραγωδία. Τα δείγματα ατομικής αυτοθυσίας και ηρωισμού χρειάζονται τόμους για να γραφούν. Οι Έλληνες με το πάθος του απελπισμένου, ενώ βάλλονται καταιγιστικώς από τους γύρω λόφους, δεν περιμένουν να πεθάνουν αμυνόμενοι Αυτή την συνεφιασμένη μέρα και οι ήρωες επιτίθενται εναντίον των κυμάτων του εχθρού. Η ορμή τους είναι υπεράνθρωπη, αφού οι Τούρκοι με την ψυχολογία του θριαμβευτή, αναγκάζονται να υποχωρούν απέναντι στους προδομένους «ημίθεους». Οι Έλληνες δεν μάχονται συμβατικά. Τρικούπης και Διγενής πολεμούν στην πρώτη γραμμή δίπλα στους φαντάρους σαν να επιζητούν τον θάνατο ως ύστατη πράξη εξιλέωσης.
Πολεμούν ακόμη και γραφιάδες και βοηθητικοί. Ακόμη και οι ιερείς των μονάδων. Το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η τιμή τους και αυτή δεν θέλουν να την χάσουν. Στην κόλαση του Αλή Βεράν, 16 ελλιπή τάγματα απέκρουσαν 60 εχθρικά με 16 ίλες ιππικού και 23 πυροβολαρχίες. Τελικώς πριν τις 22:00 το βράδυ τα απομεινάρια των δυο Σωμάτων κατορθώνουν να διαφύγουν προς Δυσμάς ενώ οι τραυματίες στον χώρο της μάχης εκλιπαρούν τους συναδέλφους τους να τους απαλλάξουν από το όνειδος της Τουρκικής αιχμαλωσίας, χαρίζοντάς τους το θάνατο. Αλλά και αυτοί οι οποίοι διαφεύγουν δεν γλυτώνουν εκτός από την ΙΧ Μεραρχία του Γαρδίκα.
Ο Τρικούπης, και όσοι είναι μαζί του θα παραδοθούν κοντά στο Ουσάκ, εκτός από έναν: τον Σπαρτιάτη Αντισυνταγματάρχη Σακέτα, ο οποίος βρίζοντας τον Τρικούπη, μόνος όρμησε έφιππος προς τις γραμμές των Τούρκων και πέρασε στην αθανασία καθώς το κορμί του έπεφτε διάτρητο από τις σφαίρες. Ο Τρικούπης και ο Διγενής θα είναι οι πρώτοι Ελληνες αξιωματικοί στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού, οι οποίοι θα παραδοθούν στον εχθρό και δέχονται με σκυμμένο το κεφάλι την οργή αξιωματικών όπως ο Βλάχος, οι οποίοι σχίζουν τις επωμίδες τους κλαίγοντας από ντροπή, όπως κλαίνε και οι προδομένοι άνδρες. Υπάρχουν και οι Μικρασιάτες φαντάροι οι οποίοι προτιμούν να αυτοκτονήσουν παρά να παραδοθούν.
Η ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΕξΑΡΤΗΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ
Στο μεταξύ, η Ανεξάρτητη Μεραρχία μετά από καταυλισμό τριών ημερών, στις 10:00 της 16ης / 29ης Αυγούστου του 1922, τέθηκε σε ΝΔ πορεία από το Άκ Ιν προς το Σιδηροδρομικό Σταθμό Τζεχιουρλέρ (Cehürler) για να κατευθυνθεί προς το Ντουμλού Πινάρ και να τεθεί στη διάθεση του Β' Σώματος Στρατού. Γύρω στις 17:30, η επικεφαλής ημιλαρχία, όταν πλησίαζε στο Ακ Ολούκ, εβλήθη από Τούρκους ατάκτους, τους οποίους σκόρπισε. Όταν η εμπροσθοφυλακή που αποτελείτο από το 1ο Σύνταγμα πεζικού, έφθασε στο Ακ Ολούκ, εγκαταστάθηκε στα ΒΑ του χωριού.
Λόγω της βροχής και των αργοκίνητων τμημάτων της, η Μεραρχία συγκεντρώθηκε εκεί με όλα τα τμήματά της, περίπου τις πρωινές ώρες της 17ης Αυγούστου. Η Μεραρχία διάνυσε την ημέρα εκείνη πάνω από 3 χιλιόμετρα. Στις 06:00 της επομένης, 17 - 30 Αυγούστου, σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας, συνεχίστηκε η πορεία της φάλαγγας προς το Σιδηροδρομικό Σταθμό Τζεχιουρλέρ. Η πορεία εξελίχτηκε κανονικά, γύρω δε στο μεσημέρι η Μεραρχία, μετά από πορεία 13 χλμ. έφθασε στο σταθμό, τον οποίο βρήκε εγκαταλειμμένο. Γύρω από το σταθμό υπήρχαν διάφορα σκορπισμένα υλικά, οι δε τηλεφωνικές και τηλεγραφικές εγκαταστάσεις ήταν κατεστραμμένες.
Από τις πληροφορίες που δόθηκαν από κατοίκους της περιοχής, έγινε αντιληπτό ότι μια Τουρκική Μεραρχία ιππικού είχε διέλθει από την περιοχή, κινούμενη προς την Κιουτάχεια. Επίσης, ελήφθησαν πληροφορίες για τους κανονιοβολισμούς που είχαν ακουστεί την 16η Αυγούστου από την κατεύθυνση του Ντουμλού Πινάρ και αυτούς που είχαν ακουστεί την επομένη από την περιοχή της Κιουτάχειας. Οι πληροφορίες αυτές ήταν αρκετές για να πείσουν τη διοίκηση της Μεραρχίας ότι αυτή ήταν απομονωμένη σε μια περιοχή που είχε ήδη καταληφθεί από τον εχθρό. Ωστόσο ο διοικητής, έχοντας αποφασίσει να συνεχίσει προς Ντουμλού Πινάρ, εξέδωσε διαταγή, σε εκτέλεση της οποίας η Μεραρχία τέθηκε σε πορεία.
Η δε φάλαγγα της Μεραρχίας γύρω στις 14:00 ξεκίνησε από τον Σ.Σ. Τζεχιουρλέρ προς την κωμόπολη Αλαγιούντ, όπου βρίσκεται και ο Σιδηροδρομικός Σταθμός της Κιουτάχειας. Το βράδυ της ίδιας ημέρας η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό συνεχή βροχή έφθασε στο Σ.Σ. Αλαγιούντ, έχοντας διανύσει από το Ακ Ολούκ περί τα τριανταπέντε χιλιόμετρα. Η κωμόπολη και ο σιδηροδρομικός σταθμός του Αλαγιούντ είχαν εγκαταλειφθεί, έτσι οι άνδρες της Μεραρχίας καταυλίστηκαν εκεί. Έφαγαν δε μόνο ξηρά τροφή, επειδή δεν τους επετράπη να ανάψουν φωτιά και στη συνέχεια ξάπλωσαν με τα ρούχα.
Όπως προέκυψε, η Ελληνική φρουρά του σταθμού, αποτελούμενη από ένα λόχο, είχε εκδιωχθεί από τον εχθρό, ο οποίος είχε περάσει από εκεί. Στο σημείο αυτό, ο ασύρματος της Μεραρχίας αδυνατούσε μεν να επικοινωνήσει με Ελληνικούς ασυρμάτους, ωστόσο ακούγονταν πολλοί Τουρκικοί σταθμοί και ένας Γαλλικός. Ο ασύρματος της Μεραρχίας είχε εμβέλεια μόνον 120 χιλιομέτρων, όμως δεχόταν τηλεγραφήματα από μεγαλύτερη απόσταση. Επειδή, παρά τις προσπάθειες, κανένας Ελληνικός ασύρματος δεν απαντούσε, βγήκε το συμπέρασμα ότι τα Ελληνικά στρατεύματα ήταν πέραν των 120 χιλιομέτρων και ότι δεν χρησιμοποιούσαν πλέον τους ασύρματους τους.
Η μεραρχία ήταν πλέον απομονωμένη. Καθώς η επικοινωνία με τους άλλους στρατιωτικούς σχηματισμούς είχε διακοπή λόγω μεγάλης απόστασης μεταξύ τους η Μεραρχία ήταν αδύνατον να λάβει νέες διαταγές. Ωστόσο, γύρω στις 03:00 το πρωί της 18ης Αυγούστου, ελήφθη μια κρυπτογραφημένη ακατάληπτος διαταγή της Στρατιάς. Η Μεραρχία ζήτησε την επανάληψη της τελευταίας παραγράφου της διαταγής η οποία είχε ως εξής: «εάν μέχρι της αύριον 18 Αυγούστου 1922 δεν συνδεθείτε μετά του Α' ή Β' Σώματος Στρατού, κατέλθετε δια Γκεντίζ προς Ουσάκ».
Δεν δόθηκαν όμως απαντήσεις στα ερωτήματα της Μεραρχίας. Η Διοίκηση της σχημάτισε την εντύπωση ότι τα στενά του Γκεντίζ και η πόλη του Ουσάκ είχαν ήδη καταληφθεί από τον εχθρό και ότι η κίνηση της Μεραρχίας προς το Ουσάκ δεν επρόκειτο να μεταβάλει τη διαμορφωθείσα δυσμενή κατάσταση. Υπήρχε ωστόσο η ελπίδα ότι η ταχεία υποχώρηση του Νότιου Συγκροτήματος, μετά την άφιξη ενισχύσεων από τη Σμύρνη, θα σταματούσε κοντά στο Ούσακ. Στην πραγματικότητα, το Νότιο Συγκρότημα είχε πετάξει τα όπλα και υποχωρούσε άτακτα προς τη Σμύρνη.
Σαφής εικόνα της κατάστασης του Νότιου Συγκροτήματος βεβαίως δεν υπήρχε, όμως ήταν ενδεικτικό ότι τα κανόνια από την κατεύθυνση του Ντουμλού Πινάρ και του Ουσάκ είχαν σιγήσει, προμηνύοντας ότι το Νότιο Συγκρότημα είχε οπισθοχωρήσει και βρισκόταν πολύ μακριά. Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, η διοίκηση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας τέθηκε προ φοβερών διλημμάτων. Τι έπρεπε να κάμει; να συνεχίσει την πορεία της προς το Ουσάκ όπως όριζε η διαταγή, ή προς το Ινονού, το οποίο βρισκόταν βορειότερα; Επειδή όμως υπήρχε η περίπτωση της πλήρους καταστροφής της Μεραρχίας, εάν εκτελείτο η διαταγή της Στρατιάς, η διοίκηση αποφάσισε να μην την εκτελέσει.
Η απόφαση αυτή απέβη τελικά σωτήρια, διότι, εάν η Μεραρχία συνέχιζε την πορεία της προς το Ουσάκ, θα πετσοκόβοταν από τις Τουρκικές δυνάμεις που καιροφυλακτούσαν. Η Διοίκηση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας αποφάσισε να μην εκτελέσει την διαταγή καθώς υπέθεσε ότι η κίνηση προς Ούσακ θα ήταν αδύνατη δεδομένου ότι δεν ακουγόντουσαν κανονιοβολισμοί, δείγμα του ότι το Νότιο Συγκρότημα είχε οπισθοχωρήσει. Η απόφαση αυτή απέβη τελικά σωτήρια καθώς εάν συνέχιζε την πορεία της θα είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά από εχθρικούς σχηματισμούς.
Η ΜΑΧΗ ΝΟΤΙΑ ΤΗΣ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ημέρες, το πρωινό της 18ης / 31ης Αυγούστου του 1922 ήταν ηλιόλουστο. Η Μεραρχία ξεκίνησε στις 08:00 από το Σιδηροδρομικό Σταθμό Αλαγιούντ, με κατεύθυνση την Κιουτάχεια. Ωστόσο, μετά από μια πορεία 4 χλμ. η Μεραρχία στράφηκε προς νότον, ακολουθώντας την αμαξιτή οδό παραπλεύρως της κοίτης του ποταμού Γύμαρη, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε ένα φαράγγι μήκους 18 χιλιομέτρων και πλάτους 100 - 200 μέτρων. Ο Γύμαρης είναι παραπόταμος του ποταμού Πορσούκ και ενώνεται με τον Σαγγάριο. Η φάλαγγα της Ανεξάρτητης Μεραρχίας είχε κατατμηθεί ως εξής:
Την εμπροσθοφυλακή, αποτελούμενη από δύο τάγματα του 1ου Συντάγματος πεζικού, τη 2η Ορειβατική πυροβολαρχία, τη διοίκηση της Μοίρας ορειβατικού Πυροβολικού και βοηθητικούς σχηματισμούς, το κύριο σώμα που αποτελείτο από το 3ο Σύνταγμα Πεζικού, την 1η Ορειβατική Πυροβολαρχία και την Πυροβολαρχία συστήματος Σκόντα, ενώ την οπισθοφυλακή αποτελούσε το ΙΙ / 3ο Τάγμα, πλην ενός λόχου του. Πριν την εκκίνηση της Μεραρχίας, απεστάλη μια δεξιά και μια αριστερά πλαγιοφυλακή για την εξασφάλιση των πλευρών. H δεξιά πλαγιοφυλακή, αποτελούμενη από το ΙΙ / 1ο Τάγμα με ουλαμό πυροβολικού, εγκαταστάθηκε βόρεια της στενωπού στα ΒΑ αντερείσματα του υψόμετρου 1100 που κείται ΒΔ της γέφυρας Πορσούκ.
Στα νότια αντερείσματα, γύρω στο υψόμετρο 1026, θα τασσόταν ο VI / 3ος Λόχος με διμοιρία πολυβόλων και η ημιλαρχία με μέτωπο προς νότο. Μετά από μισή ώρα ξεκίνησε επειγόντως η εμπροσθοφυλακή διοικούμενη από το Διοικητή του 1ου Συντάγματος Πεζικού, Αντισυνταγματάρχη Ι. Κωνσταντίνου, αποτελούμενη από δύο Τάγματα του 1ου Συντάγματος μαζί με μια ορεινή πυροβολαρχία, με την εντολή να ακολουθήσει το δρομολόγιο μέσω της στενωπού και όταν φθάσει στην έξοδο να καταλάβει τα εκατέρωθεν υψώματα για να εξασφαλίσει τη διέλευση της φάλαγγας.
Γύρω στις 10:00 η προπορευόμενη δεξιά πλαγιοφυλακή, στη διασταύρωση των αμαξιτών οδών νότια του χωριού Ζιντζιρλί Κουγιού, συνάντησε 10 Τούρκους ιππείς, οι οποίοι συνόδευαν 30 άμαξες, πλήρεις πυρομαχικών του Ελληνικού Στρατού. Αιχμαλώτισε 2 ιππείς, κατέσχεσε τις άμαξες και απελευθέρωσε έναν Έλληνα αξιωματικό και 4 οπλίτες του 32ου Συντάγματος Πεζικού, από τους οποίους πληροφορήθηκε τη διάλυση του 32ου Συντάγματος που συνέβη μέσα στη στενωπό από τους Τούρκους την προηγουμένη ημέρα. Στο μεταξύ η εμπροσθοφυλακή, κατά την πορεία της μέσα στη στενωπό και δύο χιλιόμετρα μετά τη γέφυρα, ανακάλυψε πολλά πτώματα φονευθέντων Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών.
Καθώς και βαριά τραυματισμένους του 32ου Συντάγματος Πεζικού. Παρέλαβε μαζί της τους τραυματίες και έθαψε μερικούς μόνον νεκρούς, επειδή βιαζόταν να φθάσει στην έξοδο του φαραγγιού. Στις 10:30 η αριστερή πλαγιοφυλακή συνεπλάκη με 2 Τούρκους ιππείς, τους οποίους κατεδίωξε προς Νότον. Όταν η κεφαλή του κυρίου σώματος, μαζί με το Διοικητή της Μεραρχίας, έφθασε στη διασταύρωση της αμαξιτής οδού, πληροφορήθηκε ότι η αριστερή πλαγιοφυλακή είχε συναντήσει ουλαμό τουρκικού ιππικού επί της αμαξιτής οδού Κιουτάχειας - Αφιόν Καρά Χισάρ, ακολουθούμενο από φάλαγγα Τουρκικού πεζικού.
Η πλαγιοφυλακή δέχθηκε οβίδες πυροβολικού και πανικοβλήθηκε, εγκαταλείποντας δε τις θέσεις της υποχώρησε ατάκτως προς την κύρια φάλαγγα. Μετά την ανατροπή της πλαγιοφυλακής, τα επιτιθέμενα Τουρκικά τμήματα έσπευσαν να διαβούν τη γέφυρα και τον ποταμό, του οποίου η ανώμαλη κοίτη δεν επέτρεπε τη διάβαση παρά μόνο σε ορισμένα σημεία. Η επίθεση των Τούρκων υπήρξε ορμητική και σφοδρή, όμως οι Έλληνες αντέταξαν ισχυρή και αποτελεσματική άμυνα. Γύρω στις 14:00, ο Διοικητής διέταξε τη συνέχιση της πορείας των τμημάτων, τα οποία δεν είχαν εμπλακεί, προς την έξοδο της στενωπού. Την κάλυψη της προέλασης ανέλαβε το 3ο Σύνταγμα Πεζικού.
Όταν όμως το Τουρκικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει εναντίον τους με σφοδρότητα, τα τμήματα αυτά αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν βορειότερο δρομολόγιο και κατέφυγαν σε μια δασώδη κορυφή, όπου βρισκόταν και το στρατηγείο της Μεραρχίας, παρέμειναν δε εκεί, έως ότου σκοτείνιασε. Οι Τούρκοι που καθηλώθηκαν στη νότια όχθη του ποταμού κινήθηκαν προς Αγκάσκιοϊ και δεν ενήργησαν επιθέσεις. Όμως, η έκτακτη Τουρκική Μεραρχία, από την πλευρά της Κιουτάχειας, προσπάθησε να προσβάλει την Ανεξάρτητη Μεραρχία με ένα τμήμα της από το Ζιντζιρλί Κουγιού και με ένα άλλο από το Ατζέμ Νταγ. Και οι δύο ενέργειες εξουδετερώθηκαν από το ΙΙ / 1ο Τάγμα της δεξιάς πλαγιοφυλακής.
Γύρω στις 16:30 η εμπροσθοφυλακή, η οποία είχε προωθηθεί έως το Κιρέτσκιοϊ, εβλήθη από βλήματα πυροβολικού. Τότε ο διοικητής της διέταξε την εγκατάσταση πλαγιοφυλακών εκατέρωθεν της στενωπού. Στις 17:00 συγκεντρώθηκε το ΙΙΙ / 3ο Τάγμα με την ορεινή Πυροβολαρχία στη δασώδη κορυφή, ενώ προς το Ατζέμ Νταγ διατέθηκε το ΙΙ / 3ο Τάγμα. Όταν ένας αξιωματικός του Επιτελείου αναγνώρισε μια ημιονική οδό, η οποία άρχιζε από την αμαξιτή οδό, ένα χλμ. νότια του Ζιντζιρλί Κουγιού και διερχόταν από τη δασώδη κορυφή, όπου είχαν συγκεντρωθεί τμήματα της Μεραρχίας, αποφασίστηκε η συνέχιση της πορείας από αυτήν την οδό. Η κίνηση προς τα εμπρός, διαμέσου της ημιονικής οδού, άρχισε γύρω στις 18:30.
Μόλις όμως οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες θα διέφευγαν από τον κλοιό τους, επιτέθηκαν με πείσμα, αλλά αποκρούστηκαν. Η μάχη συνεχίστηκε έως τις 20:00, όταν η φάλαγγα είχε περάσει τη δασώδη κορυφή. Προηγουμένως είχε εγκαταλείψει τα δίτροχα και τις άμαξες των μεταγωγικών και είχε φορτώσει τα πολεμοφόδια σε καμήλες. Με το σκοτάδι που επικρατούσε, διακόπηκε και η επαφή με τους Τούρκους. Ακολούθως, η φάλαγγα έφθασε στο χωριό Κιρέτσκιοϊ και εκεί σταμάτησε για τρεις ώρες, δηλαδή από τις 23:00 έως τις 02:00 της 19ης Αυγούστου / 1ης Σεπτεμβρίου. Οι απώλειες της Μεραρχίας ήταν 3 αξιωματικοί και δύο ανθυπασπιστές νεκροί, δύο αξιωματικοί τραυματίες, 19 νεκροί οπλίτες και 4 τραυματίες.
Επίσης 33 οπλίτες του VI / 3ου Λόχου και του Ι / 3ου Τάγματος είχαν εξαφανιστεί. Κατά τη διάρκεια της πορείας της Μεραρχίας παρουσιάστηκαν αξιωματικοί και 170 οπλίτες του 32ου Συντάγματος, οι οποίοι είχαν κρυφτεί σε διάφορα σημεία της στενωπού για να μην αιχμαλωτιστούν. Κατά τον λοχαγό Δ. Αμπελά, οι άνδρες και οι αξιωματικοί του 32ου Συντάγματος που διασώθηκαν ήταν 3.022. Φαίνεται ότι η σύγκρουση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας με την Τουρκική Μεραρχία Ιππικού και την ΙΙΙ Μεραρχία Καυκάσου, οι οποίες είχαν αποστολή να κινηθούν ταχύτατα προς την περιοχή του Ινονού για να αποκόψουν την υποχώρηση του Γ΄ Σώματος Στρατού, είχε γίνει συμπτωματικά.
Ωστόσο η σύγκρουση καθυστέρησε τις δύο Μεραρχίες, οι οποίες δεν έφθασαν εγκαίρως στο Ινονού. Σύμφωνα με τον λοχαγό Δ. Αμπελά, η Μεραρχία διέπραξε σοβαρά σφάλματα κατά τη διάρκεια της μάχης. Δηλαδή, όταν πληροφορήθηκε ότι μια ολόκληρη εχθρική μεραρχία βάδιζε καθέτως προς το μέσον σχεδόν της φάλαγγας των μονάδων της και ότι επίκειται σφοδρή σύγκρουση, έπρεπε να καταλάβει με ισχυρές δυνάμεις τις θέσεις, τις οποίες κατείχε η αριστερή πλαγιοφυλακή, για να κρατήσει μακριά τον εχθρό, ώστε να επιτρέψει την κανονική πορεία των διάφορων μονάδων της, μαζί με την εμπροσθοφυλακή.
Στην πραγματικότητα όμως η Μεραρχία τοποθέτησε στα αριστερά μικρή πλαγιοφυλακή, η οποία ανατράπηκε αμέσως και άφησε ακάλυπτο το αριστερό πλευρό της φάλαγγας, με αποτέλεσμα αυτή να καθηλωθεί στη μειονεκτική θέση που βρισκόταν όλη την ημέρα της 18ης Αυγούστου. Άλλο σφάλμα υπήρξε η απώλεια επαφής ανάμεσα στην εμπροσθοφυλακή και το κύριο σώμα της Μεραρχίας. Ενώ η Μεραρχία έδινε μάχη με τους Τούρκους, η εμπροσθοφυλακή δεν είχε ιδέα της κρίσιμης κατάστασης και γι’ αυτό δεν προσέφερε καμία βοήθεια. Γενικά δε ο αγώνας δεν έγινε υπό την καθοδήγηση της Μεραρχίας. Κάθε μονάδα και κάθε τμήμα ενήργησαν μεμονωμένα και κατά την κρίση του διοικητού τους.
Προφανώς, η μοίρα της Μεραρχίας θα ήταν τραγική, εάν οι δύο Τουρκικές μεραρχίες αντί να κινηθούν προς το Ινονού, την ακολουθούσαν. Επομένως, αυτό που έπρεπε να γίνει, ήταν η ταχεία απαγκίστρωσή της από τους Τούρκους και η γρήγορη κίνηση της προς το Γκεντίζ την 19η και 20η Αυγούστου, κίνηση που θα ανέτρεπε την Τουρκική άμυνα στα στενά του Γκεντίζ. Από τις παρατηρήσεις του λοχαγού τότε, Δ. Αμπελά βγαίνει επίσης το συμπέρασμα ότι ο Μέραρχος Δ. Θεοτόκης είχε στην διάθεσή του ικανότατους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν την ευχέρεια να αυτοσχεδιάζουν κατά περίπτωση.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΓΚΕΝΤΙΖ ΚΑΙ ΣΙΜΑΒ
Βασικό μέλημα της διοίκησης τώρα, ήταν η εγκατάσταση σε ασφαλής αμυντική τοποθεσία και η εύρεση πόσιμου νερού και τροφίμων. Κατά την διάρκεια της πορείας η Ανεξάρτητη Μεραρχία συναντούσε άνδρες του 32ου Συντάγματος που είχαν σκορπίσει τους οποίους ενέταξε σε ιδιαίτερο λόχο. Τελικά η μεραρχία στάθμευσε βόρεια του χωριού Κινίκ Βεράν. Από τις πληροφορίες των ανδρών του 32ου Συντάγματος άλλα και από την σιγή των κανονιοβολισμών προέκυψε το συμπέρασμα ότι το Νότιο Συγκρότημα των Ελληνικών δυνάμεων είχε υποχωρήσει δυτικά του Ουσάκ.
Από Ελληνικό Αεροπλάνο έγινε ρίψη μεταλλικού δοχείου με πληροφορίες για την θέση και την κατάσταση των Ελληνικών δυνάμεων άλλα και για τις κινήσεις του εχθρού που καταδίωκε το Νότιο Συγκρότημα. Η διοίκηση της μεραρχίας αποφάσισε πορεία προς Γκεντίζ, Σιμάβ, Σιντιργί, Κιρκαγάτς. Κατά την πορεία από την Είσοδο των Στενών Γκεντίζ έως και το Σιμάβ, η οπισθοφυλακή είχε εμπλακεί σε μάχες με προπομπό φάλαγγα Τούρκικης μεραρχίας που σκόπευε να προλάβει την κατάληψη του Σιμάβ από τους Έλληνες. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν από Τούρκους στρατιώτες αιχμαλώτους άλλα και από Έλληνες διασωθέντες στρατιώτες ήταν ότι:
''Ο Ελληνικός στρατός είχε υποστεί πανωλεθρία στο Αφιόν Καραχισάρ και στο Ντουμλού Πινάρ''.
Παρ' όλα αυτά η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφτασε στο Σιμάβ, όπου συντεταγμένη σε φάλαγγα προέλασε εντός της πόλης. Εκεί αποσπάστηκαν χρήσιμες πληροφορίες ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν το Ουσάκ και προέλαυναν προς τη Φιλαδέλφεια (Αλασεχίρ). Επειδή αναμενόταν άφιξη ισχυρής Τούρκικης δύναμης, ο Μέραρχος αποφάσισε να αναχωρήσει προς το χωριό Ορελάρ όπου και εγκαταστάθηκαν. Την επομένη και ενώ είχαν εσκεμμένα διαδώσει πληροφορίες ότι θα κινηθούν προς το Ντεμιρτζί η μεραρχία κινήθηκε προς το Μουτάκιοϊ όπου και καταύλισε στα περίχωρά του.
Μολονότι η Ανεξάρτητη Μεραρχία είχε διανύσει 2 χιλιόμετρα τη 18η / 31η Αυγούστου και είχε δώσει σκληρή και πολύωρη μάχη, αποφασίστηκε να συνεχίσει την πορεία της έως την εύρεση κατάλληλου εδάφους για άμυνα, το οποίο θα διέθετε πηγή πόσιμου νερού. Έτσι, η Μεραρχία κατατμήθηκε ξανά σε εμπροσθοφυλακή, κύριο σώμα και οπισθοφυλακή και ξεκίνησε υπό το σεληνόφως, τις πρώτες ώρες της 19ης Αυγούστου. Ο επιμελητής της Μεραρχίας είχε διαταχθεί να φροντίσει για την προμήθεια τροφής από τα γύρω χωριά, διότι δεν υπήρχαν πλέον εφεδρικές τροφές και νομή. Σε μια φύση μαγευτική, η περιοχή ήταν σπαρμένη με πτώματα Ελλήνων, διάτρητα από σφαίρες διαφόρων όπλων.
Τα πτώματα ήταν γυμνά και συλημένα από τους γύρω χωρικούς ή τους ατάκτους τσέτες. Με ορθάνοικτα μάτια κοίταζαν προς τον ουρανό, με ένα ύφος απορίας. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό και αποκαρδιωτικό, τρανό παράδειγμα της θηριωδίας του πολέμου ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, έχοντας θερίσει την προηγούμενη ημέρα τουλάχιστον 350 Έλληνες στρατιώτες σε αυτή μόνο τη θέση. Οι νεκροί ήταν άνδρες του 32ου Συντάγματος που είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους από τον Συνταγματάρχη Π. Σπυρόπουλο, ο οποίος έφιππος είχε φροντίσει να εξαφανιστεί.
Ενώ ορισμένοι άνδρες είχαν σκαρφαλώσει τις πλαγιές της στενωπού για να σωθούν, άλλοι επιζώντες ξεκίνησαν δίχως το διοικητή τους προς Γκεντίζ και Ουσάκ, μέσα σε εχθρική περιοχή, υπό τον Ταγματάρχη Σ. Σακελλαρίου. Οι περισσότεροι από αυτούς φονεύτηκαν καθοδόν από τον εχθρό, ενώ ελάχιστοι κατόρθωσαν να σωθούν. Όσον αφορά τον Π. Σπυρόπουλο, ο οποίος προερχόταν από τον οικονομικό κλάδο, ήταν απότακτος και είχε προαχθεί από λοχαγό σε αντισυνταγματάρχη. Κατά τη διάρκεια της πορείας της η Ανεξάρτητη Μεραρχία συναντούσε άνδρες του 32ου Συντάγματος, οι οποίοι είχαν διαφύγει και κρύβονταν στα στενά.
Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν και τραυματίες, οι οποίοι, αφού έτυχαν ιατρικής φροντίδας, εντάχθηκαν σε ιδιαίτερο λόχο. Κατά το μεσημέρι η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε βορείως του χωριού Κινίκ Βεράν, όπου και στάθμευσε, μετά από πορεία 20 χιλιομέτρων. Το απόγευμα εμφανίστηκε από την πλευρά του Κινίκ Βεράν μια Τουρκική περίπολος, η οποία απεχώρησε όταν πυροβολήθηκε από φυλάκιο της Μεραρχίας. Το ίδιο απόγευμα εμφανίστηκε ένα Ελληνικό αεροπλάνο, το οποίο διέγραψε κύκλους επάνω από το σημείο καταυλισμού της Μεραρχίας και μετά απομακρύνθηκε. Το υπόλοιπο της ημέρας, οι άνδρες της Μεραρχίας ασχολήθηκαν με τον καθαρισμό των όπλων, τον εφοδιασμό σε πυρομαχικά, τρόφιμα και νομή.
Το βράδυ, οι άνδρες κοιμήθηκαν ξανά με τα ρούχα τους, αφού προηγουμένως τοποθετήθηκαν φρουροί και ορίστηκαν περίπολοι. Κατά τη διάρκεια της ημέρας οι χωρικοί είχαν δώσει την πληροφορία ότι πριν δύο ημέρες Τούρκοι ιππείς είχαν κινηθεί προς Γκεντίζ - Ουσάκ και ότι από την 18η / 31η Αυγούστου και μετά δεν ακούγονταν κανονιοβολισμοί. Από τις πληροφορίες αυτές και τις αφηγήσεις των διασωθέντων του 32ου Συντάγματος, προέκυψε το συμπέρασμα ότι το Νότιο Συγκρότημα είχε υποχωρήσει δυτικά του Ουσάκ. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία στις 04:00 της 20ης / 2ας Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε εκδοθεί τα μεσάνυκτα, άρχισε την πορεία της ακολουθώντας την αμαξιτή οδό προς Γκεντίζ.
Γύρω στις 11:00 εμφανίστηκε ένα Ελληνικό αεροπλάνο από ΝΔ, το οποίον, αφού αναγνώρισε τη φάλαγγα, έριξε σιδερένιο δοχείο που περιείχε την εξής διαταγή:
«19 / 8 / 1922. Προς Ανεξάρτητον Μεραρχίαν. Παρά πάσαν προσδοκίαν, η νότια ομάς Μεραρχιών συγκεντρούται ταχύτατα υπό την πίεσιν του εχθρού ανατολικώς της Φιλαδελφείας. Το Γ' Σώμα Στρατού συγκεντρούται άνευ πιέσεως ανατολικώς της Προύσης. Επειδή η τροπή των επιχειρήσεων εις την νότια ομάδα επέφερε σύμπτυξιν ταχυτέραν της αναμενομένης, κανονίσατε την θέσιν σας υποχωρούντες εν ανάγκη και προς βορράν και τρεφόμενοι εκ των πόρων της χώρας. Το Γ' Σώμα Στρατού διατάσσεται, όπως δι’ αναγνωρίσεων αεροπορικών παρακολουθή την κίνησιν της Μεραρχίας και παρέχη αυτή πάσαν πληροφορίαν περί εχθρικών κινήσεων. Χατζανέστης Διοικητής Στρατιάς».
Το δοχείο περιείχε και προσωπικές πληροφορίες, τις οποίες είχε συλλέξει ο αεροπόρος κατά τη διάρκεια της πτήσεως του. Από τις πληροφορίες που έδωσε ο αεροπόρος, προέκυπτε ότι το Γ' Σώμα Στρατού συμπτύσσονταν δίχως πίεση και θα μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, αντί να υποχωρήσει, να επιτεθεί στα νώτα του εχθρού που καταδίωκε το Νότιο Συγκρότημα˙ όμως αυτό δυστυχώς δεν συνέβη.
Μετά τη λήψη της διαταγής και τις προσωπικές πληροφορίες του αεροπόρου, συνεκλήθη το πολεμικό συμβούλιο της Μεραρχίας, κατά τη διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε η πορεία προς Γκεντίζ, Σιμάβ, Σιντιργί, Κιρκαγάτς. Μετά το μεσημεριανό φαγητό η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της επάνω στην ίδια οδό προς Γκεντίζ. Πλησίον του Χατζί Κιόϊ, εκεί όπου αρχίζουν οι λόφοι ΒΑ του Γκεντίζ, η εμπροσθοφυλακή αντίκρισε σωρό πτωμάτων Ελλήνων στρατιωτών, γυμνών και παραμορφωμένων με βγαλμένα μάτια και κομμένα κεφάλια.
Προφανώς οι μετά την αιχμαλωσία τους άγρια δολοφονηθέντες Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί ανήκαν και αυτοί στο 32ο Σύνταγμα Πεζικού και είχαν σωθεί από την πρώτη ενέδρα των Τούρκων στη στενωπό νότια της Κιουτάχειας. Με τη δύση του ηλίου, σε μια θέση λίγο πριν το Γκεντίζ, η Μεραρχία, μετά από μια πορεία 30 χιλιομέτρων, σταμάτησε για να διανυκτερεύσει. Τα τρόφιμά της είχαν αρχίσει να τελειώνουν, ενώ η νομή ήταν ακόμη αρκετή για τα ζώα. Μολονότι δεν υπήρχε πλέον ψωμί, οι άνδρες της Μεραρχίας απόλαυσαν το θερμό συσσίτιο τους που αποτελείτο από κρέας και αμέσως μετά κοιμήθηκαν στην ύπαιθρο, δίχως να στήσουν τις σκηνές τους.
Η Μεραρχία, έχοντας βγάλει το συμπέρασμα ότι το Ουσάκ βρισκόταν ήδη σε Τουρκικά χέρια, άρχισε να ετοιμάζεται για την πορεία προς το Σιμάβ που βρισκόταν δυτικά του Γκεντίζ. Μετά το πρωινό ρόφημα και τη διανομή του συσσιτίου της ημέρας, οι λόχοι έκαψαν όλες τις περιττές αποσκευές για να μη δυσχεραίνεται η πορεία. Την 7η πρωινή της 21ης Αυγούστου / 3ης Σεπτεμβρίου, η Μεραρχία ξεκίνησε από τα υψώματα Α και ΒΑ του Γκεντίζ. Η εμπροσθοφυλακή, υπό τη διοίκηση του Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου, αποτελείτο από δύο τάγματα του 1ου Συντάγματος Πεζικού και μια πυροβολαρχία.
Η οπισθοφυλακή, υπό τη διοίκηση του Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, αποτελείτο από 2 τάγματα του 3ου Συντάγματος Πεζικού και την πυροβολαρχία του λοχαγού Δ. Αμπελά. Οι υπόλοιπες μονάδες βρισκόταν ανάμεσα στα δύο άκρα. Όταν η πορεία έφθασε στην είσοδο των Στενών Γκεντίζ, άλλαξε κατεύθυνση προς ΒΔ, ακολουθώντας καρόδρομο παράλληλα με την αμαξιτή οδό και στα δεξιά της. Σε λίγο εμφανίστηκε μια ομάδα Τούρκων ιππέων, οι οποίοι ακολουθούσαν την οπισθοφυλακή της Ανεξάρτητης Μεραρχίας. Σύντομα όμως σκόρπισαν όταν δέχθηκαν μικρό αριθμό βολών πυροβολικού της οπισθοφυλακής.
Όταν η οπισθοφυλακή είχε υπερβεί το χωριό Τσάικιοϊ, μια ίλη Τουρκικού ιππικού, δυνάμεως 150 ιππέων, άρχισε να παρακολουθεί την Ανεξάρτητη Μεραρχία. Η οπισθοφυλακή τους σκόρπισε με βολές πυροβολικού και πυρά πεζικού, δίχως να διακόψει την πορεία της. Η δύναμη αυτή ήταν προπομπός φάλαγγας, δυνάμεως Μεραρχίας, η οποία κινούμενη από Γκεντίζ προς Σιμάβ, σκόπευε να προλάβει την κατάληψη του Σιμάβ από τους Έλληνες. Γύρω στις 17:00 τα τμήματα της εμπροσθοφυλακής έφθασαν στον αυχένα, νότια του 146 υψώματος Καρά Ογλού και βόρεια του Σιμάβ. Επειδή η περιοχή ήταν δύσβατη, ανωφερής και κατακλυσμένη από τα νερά του ποταμού, γύρω στο Τσάικιοϊ, η φάλαγγα επιμηκύνθηκε και καθυστέρησε πολύ.
Η οπισθοφυλακή έφθασε στο σημείο αυτό μετά από τέσσερις ώρες. Τα τμήματα εγκατέστησαν κυκλικές προφυλακές και επιχειρήθηκε επαφή δια μέσου του ασυρμάτου με Ελληνικά τμήματα, όμως η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα. Μολονότι η Μεραρχία δεν διέθετε πλέον ψωμί, προσφέρθηκε στους άνδρες άφθονο θερμό συσσίτιο. Σχεδόν όλοι αμέσως μετά το δείπνο κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο, ανάμεσα στα πεύκα. Κατά τη διάρκεια της νύκτας παρουσιάστηκε ένας Λοχίας της V Μεραρχίας, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι η Νότια Ομάδα Μεραρχιών είχε διαλυθεί στο Ντουμλού Πινάρ, πολλοί άνδρες είχαν αιχμαλωτιστεί, ενώ άλλοι είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή προς τη Σμύρνη.
Επίσης, συνελήφθησαν 2 - 3 Τούρκοι ιππείς, οι οποίοι έδωσαν την πληροφορία ότι η φάλαγγα που ακολουθούσε την Ανεξάρτητη Μεραρχία, ανήκε σε μικτό Τουρκικό απόσπασμα, αποτελούμενο από ένα σύνταγμα ιππικού, ένα τάγμα πεζικού και ένα ουλαμό πυροβολικού, με δύο ορειβατικά πυροβόλα. Στις 03:00 της 22ας Αυγούστου / 4ης Σεπτεμβρίου σήμανε εγερτήριο και στις 04:00 η φάλαγγα ξεκίνησε προς το Σιμάβ υπό το σεληνόφως. Γύρω στις 10:00 η εμπροσθοφυλακή εισήλθε στην πόλη, με συντεταγμένη φάλαγγα κατά τετράδες, μαζί με την πυροβολαρχία της και διήλθε από το κέντρο της πόλης, με εντυπωσιακό τρόπο, σαν να επρόκειτο για παρέλαση.
Οι κάτοικοι που ήταν στην πλειονότητα τους Τούρκοι, συγκεντρώθηκαν στην αγορά και περιποιήθηκαν τους Έλληνες οπλίτες, φρονίμως ποιούντες, έως ότου ξεκαθαρίσει η συγκεχυμένη κατάσταση. Φαίνεται ότι η εμφάνιση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας στο Σιμάβ ήταν αντίθετη με τις ειδήσεις, οι οποίες κυκλοφορούσαν για την πανωλεθρία του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καρά Χισάρ. Οι Ελληνικές δυνάμεις που ήταν εγκαταστημένες στο Σιμάβ είχαν αποχωρήσει πριν τέσσερις ημέρες, όμως στην αγορά υπήρχαν ακόμη Ελληνικές επιγραφές. Ο Τούρκος δήμαρχος διατάχθηκε να παρασκευάσει αμέσως ψωμί για τους Έλληνες οπλίτες και να συγκεντρώσει κριθάρι για τα ζώα.
Το 2ο επιτελικό γραφείο της Μεραρχίας ανακάλυψε μυστικό τηλέφωνο που συνέδεε το Σιμάβ με το Ντεμιρτζί και χρησιμοποίησε αξιωματικούς που μιλούσαν Τουρκικά για να αποσπάσει πληροφορίες από τον Καϊμακάμη του Ντεμιρτζί. Αυτός δε τους πληροφόρησε ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το Ουσάκ και προήλαυναν προς τη Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ). Επειδή αναμενόταν η άφιξη ισχυρής Τουρκικής δύναμης στο Σιμάβ, ο Μέραρχος αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την πόλη. Γύρω στις 21:00 η Μεραρχία αναχώρησε προς το χωριό Ορελάρ, μετά δε από πορεία 11 χλμ. έφθασε εκεί για να καταυλιστεί.
Στις 23:30 η Μεραρχία εξέδωσε διαταγή πορείας για την επομένη. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία ξεκίνησε στις 06:00 της 23ης Αυγούστου / ης Σεπτεμβρίου προς το Γενίκιοϊ, ενώ είχε φροντίσει να διαδοθεί ότι θα προχωρούσε προς το Ντεμιρτζί που βρισκόταν νότια της κοίτης του ποταμού Σιμάβ. Η πορεία μετά το Γενίκιοϊ συνεχίστηκε προς το Μουτάκιοϊ, στα περίχωρα του οποίου και καταυλίστηκε μετά από πορεία 27 χλμ. περίπου. Αφού στήθηκαν προφυλακές, οι άνδρες έλαβαν ζεστό συσσίτιο κρέατος δίχως ψωμί και μετά αναπαύτηκαν.
Η ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΣΤΟ ΣΙΝΤΙΡΓΙ
Την επoμένη, 24 Αυγούστου / 6 Σεπτεμβρίου του 1922, η Μεραρχία ξεκίνησε προς το Σιντιργί γύρω στις 07:00 το πρωί, ακολουθώντας πάντοτε την κοίτη του ποταμού Σιμάβ. Επειδή ο δρόμος ήταν στενός και δύσβατος, τα δίτροχα της Μεραρχίας, οι αραμπάδες που μετέφεραν τραυματίες, καθώς και τα πυροβόλα Σκόντα κινούνταν με δυσκολία. Το Μηχανικό κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για τη βελτίωση και διεύρυνση της ορεινής ατραπού που ήταν σε πολλά σημεία πολύ στενή. Για τη μεταφορά των πυροβόλων Σκόντα και των τραυματιών πολλές φορές απαιτήθηκε και η μυϊκή δύναμη των ανδρών.
Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες η εμπροσθοφυλακή και το κυρίως σώμα της Μεραρχίας, μετά από μια πορεία 22 χλμ., έφθασαν στη θέση Ριζά, ενώ η οπισθοφυλακή είχε μείνει πολύ πίσω. Οι άνδρες ήταν τόσο καταπονημένοι, ώστε αποφάσισαν να κοιμηθούν νηστικοί, παρά να περιμένουν το μαγείρεμα του κρέατος που μετέφεραν. Το πρωί της 2 ης Αυγούστου / 7ης Σεπτεμβρίου η οπισθοφυλακή και η πυροβολαρχία Σκόντα που είχαν καθυστερήσει, ξεκίνησαν για να συναντήσουν το κύριο σώμα και την εμπροσθοφυλακή. Μετά από πορεία δύο ωρών, τα πυροβόλα και οι άνδρες έφθασαν στο σημείο διανυκτερεύσεως των προπορευόμενων τμημάτων.
Η Μεραρχία παρέμεινε στο σημείο εκείνο έως το μεσημέρι, για να παρασκευαστεί το κρέας που διέθετε. Μετά το φαγητό και την ανάπαυση, γύρω στις 12:30, η Μεραρχία ξεκίνησε την πορεία της με την ίδια σύνθεση. Τότε άρχισαν να πέφτουν εχθρικές οβίδες κατά της οπισθοφυλακής, η οποία δεν είχε ξεκινήσει ακόμη. Η επίθεση αυτή σήμαινε ότι το Τουρκικό απόσπασμα που αποτελείτο από Σύνταγμα Ιππικού, Τάγμα Πεζικού και Ουλαμό Πυροβολικού, ακολουθούσε δε την Ανεξάρτητη Μεραρχία, είχε ήδη καταφθάσει. Το εχθρικό πυροβολικό, προπαρασκευάζοντας καλώς τις βολές του, άρχισε αμέσως με δραστικές βολές, δίχως να βάλλει δοκιμαστικά.
Τότε ο διοικητής της οπισθοφυλακής, Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνου, διέταξε να εξέλθουν από τη στενωπό τα δύο τάγματα (Ι και ΙΙΙ του 1ου Συντάγματος πεζικού) που δέχονταν τα πυρά του εχθρού και να συνταχθούν με κανονισμένες αποστάσεις σε φάλαγγα, έχοντας τα οπλοπολυβόλα στην ουρά των διμοιριών. Επίσης, έδωσε εντολές στις δύο πυροβολαρχίες να καλύψουν την πορεία των πεζών τμημάτων, τα οποία άρχισαν να δέχονται και βολές από τυφέκια. Όταν όμως τα πολυβόλα της 2ης πυροβολαρχίας άρχισαν να βάλουν 60 βλήματα το λεπτό, ο εχθρός τρομοκρατήθηκε και τράπηκε σε φυγή. Εκείνη την ημέρα η οπισθοφυλακή δεν ενοχλήθηκε ξανά από τον αντίπαλο.
Ωστόσο, η εμπροσθοφυλακή δέχθηκε επιθέσεις από το ιππικό του εχθρού που είχε φθάσει σε εκείνο το σημείο από το Σιμάβ και το Ντεμιρτζί, με σκοπό να παρεμποδίσει την πορεία της Μεραρχίας. Όμως οι αντεπιθέσεις του διοικητή της εμπροσθοφυλακής, Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, το σκόρπισαν. Η συνέχεια της πορείας εξασφαλίστηκε με πλαγιοφυλακή που προχωρούσε σε υψώματα αριστερά της οδού. Η ψυχραιμία και η άμεση απάντηση στις παρενοχλήσεις του εχθρού καθήλωσαν τις επίμονες προσπάθειές του και ουδόλως τον άφησαν να διακόψει την πορεία της Μεραρχίας επί της νότιας όχθης της κοίτης του ποταμού Σιμάβ.
Προς το τέλος της στενωπού, η πορεία έκαμψε ΝΔ και η εμπροσθοφυλακή γύρω στις 17:00 έφθασε στο Σιντιργί. Από τον Μύλο του Ριζά έως την κωμόπολη είχαν διανυθεί περί τα 20 χιλιόμετρα. Η Μεραρχία, αφού διέσχισε την κεντρική οδό της κωμόπολης, κατευθύνθηκε στα γύρω υψώματα για να καταυλιστεί. Το Σιντιργί ήταν πρωτεύουσα του ομωνύμου καζά του Μπαλίκεσιρ. Τότε είχε περί τους δύο χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Έλληνες. Επειδή οι περισσότεροι Τούρκοι κάτοικοι είχαν τραπεί στα βουνά, η Μεραρχία δεν μπόρεσε να εφοδιαστεί με ψωμί, όμως βρέθηκε κριθάρι για τα ζώα.
Γύρω στις 22:00 η Μεραρχία εξέδωσε και κοινοποίησε στις μονάδες της τη διαταγή πορείας της επομένης. Τότε μια μεγάλη επιτροπή των Ελλήνων κατοίκων παρουσιάστηκε στο Μέραρχο και υπέβαλε παράκληση των κατοίκων να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, επειδή φοβούνταν τις αντεκδικήσεις των Τούρκων. Ο Μέραρχος ήθελε μεν να βοηθήσει τους ομογενείς, όμως δεν γνώριζε αν συνέφερε να τους πάρει μαζί του. Τελικά αποφάσισε να αρνηθεί το αίτημα, μολονότι οι διοικητές των Συνταγμάτων Πεζικού επιθυμούσαν να συμπεριλάβουν στις τάξεις τους και τους αμάχους του Σιντιργί.
Παρά την άρνηση του Μεράρχου, πολλές οικογένειες νύκτα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους και διανυκτέρευσαν κοντά στις θέσεις καταυλισμού των τμημάτων της Μεραρχίας, επιθυμώντας να ακολουθήσουν τα τμήματα το πρωί. Εκείνη τη νύκτα κανένας δεν είχε το κουράγιο να κοιμηθεί, αφού κοντά στους καταυλισμούς είχαν έλθει ακόμη και μητέρες με τα μωρά τους στην αγκαλιά. Το πρωί της 26ης Αυγούστου η Μεραρχία ξεκίνησε για να διέλθει αρχικά τη μεγάλη πεδιάδα ΒΔ του Σιντιργί. Διατάχθηκε επίσης να μην επιτραπεί στους πρόσφυγες να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη στεναχώρια τους και το συνεχή οδυρμό τους.
Τα κορίτσια της κωμόπολης, τα οποία, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, σύντομα θα δολοφονούνταν, άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα των σπιτιών τους τα μεταξωτά και τα κεντήματα που αποτελούσαν την προίκα τους στους διερχόμενους οπλίτες, λέγοντας τους: «πάρτε τα, αφού δεν μας παίρνετε μαζί, τι να τα κάνουμε»; Στην τύχη τους εγκατέλειψε η Μεραρχία τους δυστυχισμένους κατοίκους της πόλεως, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, ελπίζοντας ίσως στην ασφάλεια που θα τους παρείχαν οι αλλόθρησκοι συγχωριανοί τους. Όπως όμως μαθεύτηκε αργότερα, όλοι οι ομοεθνείς κάτοικοι του Σιντιργί σφάχτηκαν και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν από αυτούς που παρακολουθούσαν τη Μεραρχία κατά τη διάρκεια της πορείας της.
Μολονότι είχαν διαπραχτεί πολλές ωμότητες στην Μικρά Ασία, φαίνεται ότι υπήρχαν ακόμη Έλληνες που θεωρούσαν δεδομένη την καλή διάθεση των Τούρκων ατάκτων ως προς την ασφάλεια των Ελλήνων αμάχων. Για το επεισόδιο αυτό αναφέρεται επίσης και η αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι: «Κατά τας πρώτας πρωϊνάς ώρας της 26ης Αυγούστου η Μεραρχία δι’ αξιωματικών του επιτελείου της εγνώρισεν εις τας Ελληνικάς οικογενείας, ότι ήτο διατεθειμένη να παρέξη τα μέσα εις τους επιθυμούντας εξ αυτών να μεταφερθώσιν εις την Ελλάδα. Ούτοι, κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ των, απεφάσισαν να παραμείνωσιν εις Σιντιρτζή, την δε απόφασιν των εγνώρισαν περί την 05:00 εις την Μεραρχίαν».
ΠΡΟΣ ΤΟ ΓΚΕΛΕΝΜΠΕ
Το λυκαυγές της 26ης Αυγούστου ένα Τάγμα του 1ου Συντάγματος κατέλαβε τα υψώματα ΒΑ του Σιντιργί για να εξασφαλίσει την κίνηση της φάλαγγας της Μεραρχίας. Η εμπροσθοφυλακή και το κυρίως σώμα διήλθε την κοιλάδα ΒΔ του Σιντιργί δίχως καμία ενόχληση. Όταν η οπισθοφυλακή έφθασε στο πέρας της κοιλάδας γύρω στις 09:30, δέχθηκε τα πυρά Τουρκικού ορειβατικού πυροβολικού, τύπου Σκόντα. Τότε, η πυροβολαρχία του λοχαγού Δ. Αμπελά που βρισκόταν στην οπισθοφυλακή, άρχισε τις βολές κατά του εχθρού, ο οποίος βρισκόταν στα υψώματα βορείως της κοιλάδας και τον καθήλωσε στις θέσεις του.
Κατά τη διάρκεια της πορείας, ομάδες άτακτων που κατείχαν θέσεις εκατέρωθεν της οδού, επί της οποίας βάδιζε η Μεραρχία, έβαλαν εναντίον της από μεγάλη απόσταση. Συγχρόνως, ένα εχθρικό Σύνταγμα Ιππικού, μετά πυροβολικού, αποπειράθηκε να ανακόψει την πορεία του κυρίου σώματος της Μεραρχίας. Τότε τάχθηκε εναντίον του εχθρού ουλαμός πυροβολικού και πολυβόλα πεζικού, με αποτέλεσμα το εχθρικό Σύνταγμα να τραπεί σε φυγή. Η πορεία συνεχίστηκε μέσα από διάφορα χωριά τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους, οι οποίοι φοβούνταν τις αντεκδικήσεις.
Μετά από μια πορεία 2 χιλιομέτρων, γύρω στις 19:00, η Μεραρχία έφθασε σε ένα οροπέδιο που βρισκόταν πλησίον των χωριών Τσομπανλάρ και Ντερμπέντ. Παρασκευάστηκε αμέσως θερμό συσσίτιο, διανεμήθηκαν δε υποδήματα σε όσους είχαν μεγάλη ανάγκη. Έγινε προσπάθεια σύνδεσης του ασυρμάτου με Ελληνικές μονάδες, όμως αυτή απέβη άκαρπη. Στο χώρο του καταυλισμού τοποθετήθηκαν περιμετρικά ισχυρές προφυλακές. Την πρώτη μετά το μεσονύκτιο σήμανε εγερτήριο και οι άνδρες ήπιαν ζωμό για πρωινό και έλαβαν μερίδα κρέατος για το συσσίτιο της ημέρας.
Ενώ ήταν ακόμη πυκνό σκοτάδι, η κεφαλή της εμπροσθοφυλακής ξεκίνησε γύρω στις 02:00, ακολουθούμενη από τα σώματα και τους σχηματισμούς. Τα τμήματα της οπισθοφυλακής ξεκίνησαν γύρω στις 05:00, όταν είχε αρχίσει να χαράζει. Ενώ το τελευταίο τάγμα της οπισθοφυλακής προχωρούσε, έπεσαν επανειλημμένες ριπές εχθρικών βλημάτων προς τους χώρους του καταυλισμού της Μεραρχίας, οι οποίοι όμως είχαν ήδη εκκενωθεί. Η πορεία της Μεραρχίας ήταν προς τα νοτιοδυτικά, με κατεύθυνση την κωμόπολη Γκελενμπέ. Γύρω στις 09:00 εμφανίστηκαν περί τους 100 Τούρκους ιππείς, από τα ΒΑ του Γκελενμπέ, οι οποίοι διασκορπίστηκαν με τις βολές του πυροβολικού της οπισθοφυλακής.
Στις 11:00 η οπισθοφυλακή δέχτηκε πυρά από ατάκτους, οι οποίοι είχαν πάρει θέσεις στα γύρω υψώματα του Γκελενμπέ, αλλά σύντομα διαλύθηκαν με τα πρώτα πυρά της πυροβολαρχίας. Σε όλη τη διάρκεια της πορείας η Μεραρχία παρακολουθούνταν από τουρκικό ιππικό, το οποίο οσάκις πλησίαζε, δεχόταν τα πυρά του Ελληνικού πυροβολικού. Αντίθετα, το Τουρκικό πυροβολικό σιωπούσε, διότι φαίνεται ότι δεν τολμούσε να πλησιάσει τη βραδύτατα κινούμενη οπισθοφυλακή της Μεραρχίας. Λίγο πριν το μεσημέρι, η Μεραρχία έφθασε στην κωμόπολη του Γκελενμπέ, η οποία ήταν έρημη.
Από τους κατοίκους, οι Έλληνες είχαν αποχωρήσει μαζί με τις Ελληνικές αρχές, ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφύγει στα βουνά μόλις είδαν τη Μεραρχία να πλησιάζει την κωμόπολη. Εκεί υπήρχαν πολλά περιβόλια με οπωροφόρα δένδρα και αμπελώνες, τα οποία χρησίμευσαν για τη σίτιση των ανδρών της Μεραρχίας. Ωστόσο, τα σπίτια των Ελλήνων είχαν λεηλατηθεί, οι ναοί είχαν συληθεί και οι εικόνες και τα άλλα ιερά κειμήλια είχαν πεταχτεί στους δρόμους.
ΣΤΟ ΚΙΡΚΑΓΑΤΣ
Η Μεραρχία, μετά από μικρή ανάπαυση στην κωμόπολη, συνέχισε την πορεία της ακολουθώντας το δρόμο προς το Κιρκαγάτς. Τις πρώτες απογευματινές ώρες η φάλαγγα πλησίασε στην πόλη που είχε γύρω στους 10.000 κατοίκους, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες. Η Μεραρχία εισήλθε από τα ΒΑ στην κοιλάδα που κείται ανατολικά του Κιρκαγάτς,. Όταν το κύριο σώμα της φάλαγγας πλησίαζε την κοιλάδα, τα μεταγωγικά της οπισθοφυλακής δέχθηκαν τα πυρά του Τουρκικού πυροβολικού που παρακολουθούσε τη Μεραρχία μαζί με το εχθρικό ιππικό. Την ίδια στιγμή, οι ανιχνευτές της εμπροσθοφυλακής εντόπισαν εχθρικές περιπολίες στα νοτιοδυτικά τους.
Τότε ο διοικητής της εμπροσθοφυλακής, Κωνσταντίνου, διέταξε την τοποθέτηση των οπλοπολυβόλων στην κεφαλή των διμοιριών και σήμανε επίθεση της αριστερής πλαγιοφυλακής κατά των εχθρικών περιπολιών. Ενώ συνεχιζόταν η πορεία της φάλαγγας, η αριστερή πλαγιοφυλακή, μετά από συμπλοκή με τους ιππείς του εχθρού, συνέλαβε 4 από αυτούς. Ύστερα από ανάκριση, αυτοί ανέφεραν ότι στο Κιρκαγάτς υπήρχαν 5.000 ιππείς και 8.000 πεζοί. Όταν η εμπροσθοφυλακή έφθασε σε απόσταση 3 χλμ. από την κωμόπολη, ακούστηκαν Τουρκικές σάλπιγγες που σήμαναν προσκλητήριο από το ύψωμα ΝΔ της πόλεως.
Σύντομα εμφανίστηκαν γύρω στους 200 Τούρκους ιππείς με κόκκινες σημαίες, οι οποίοι άρχισαν να κατεβαίνουν από το ύψωμα και με βραχύ καλπασμό να πλησιάζουν την εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας, επειδή είχαν εκλάβει την Ανεξάρτητη Μεραρχία ως Τουρκική και έρχονταν να την προϋπαντήσουν. Όταν αντιλήφθηκαν το λάθος τους, επειδή δεν μπορούσαν να διακρίνουν το βάθος της Ελληνικής φάλαγγας, λόγω των δένδρων που υπήρχαν στην περιοχή, θεώρησαν ότι επρόκειτο για ένα περιπλανώμενο τμήμα του Ελληνικού Στρατού που είχε κατορθώσει να διασωθεί. Αφού είχαν πλησιάσει αρκετά, οι Τούρκοι άρχισαν να φωνάζουν «τεσλίμ», δηλαδή «παράδοση».
Στο κάλεσμα αυτό, η πυροβολαρχία της εμπροσθοφυλακής απάντησε με πυρά εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι, πετώντας τα κόκκινα λάβαρα έσπευσαν να σωθούν προς το ύψωμα που βρισκόταν νότια της κωμοπόλεως. Ακολούθως, έφθασαν Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι με λευκές σημαίες, οι οποίοι ανέφεραν ότι ο Τούρκος διοικητής της πόλης διατάσει την παράδοση των όπλων, μετά από την οποία οι Έλληνες θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν. Όταν ο Αντισυνταγματάρχης Ι. Κωνσταντίνου ρώτησε την αντιπροσωπεία ποια ήταν η δύναμη του εχθρού στο Κιρκαγάτς, αυτοί απάντησαν ότι αποτελούνταν από 5.000 ιππείς και 8.000 πεζούς.
Τότε ο Κωνσταντίνου δίχως να διστάσει, τους είπε ότι επιτάσσει την πόλη και ότι θέλει μέσα σε τέσσερις ώρες να του φέρουν στο σταθμό του τραίνου 15.000 οκάδες ψωμιού, 10.000 οκάδες κριθαριού και 2.000 οκάδες τυριού. Επίσης διέταξε να μη ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός από τους Τούρκους, διότι σε ενάντια περίπτωση θα κατέστρεφε την πόλη με το πυροβολικό. Αφού δε απέπεμψε την επιτροπή των κατοίκων, αμέσως μετά έδωσε εντολή για την κατάληψη των υψωμάτων ΝΔ και ΝΑ της πόλεως.
Όταν έφθασε στην κωμόπολη ο Μέραρχος, διέταξε τα τμήματα να κατευθυνθούν προς το σιδηροδρομικό σταθμό, συντεταγμένα κατά μεγάλες αποστάσεις, για να εντυπωσιαστεί ο εχθρός και να φαίνεται ότι η Ελληνική φάλαγγα αποτελείτο από 40.000 άνδρες. Αφού έφθασε η φάλαγγα της Μεραρχίας στο σιδηροδρομικό σταθμό, άρχισε να κινείται προς τους χώρους καταυλισμού. Η συγκέντρωση της δυνάμεως της Μεραρχίας στους χώρους καταυλισμού διήρκεσε πέντε ώρες και τερματίστηκε κατά τη δύση του ηλίου. Στο σταθμό του τραίνου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί κάτοικοι που φορούσαν κόκκινα φέσια, ενώ η πόλη ήταν στολισμένη με κόκκινες σημαίες.
Εκεί βρισκόταν και ο μουφτής και ο μουχτάρης της πόλεως, οι οποίοι παρακάλεσαν να μην εισέλθει η Μεραρχία στην πόλη και οι άνδρες της να μην πειράξουν τους Τούρκους, με την υπόσχεση ότι θα παρέχονταν άφθονα τρόφιμα για τις ανάγκες της Μεραρχίας. Σύντομα, άρχισαν να καταφθάνουν τρόφιμα για τη Μεραρχία, των οποίων η μεταφορά συνεχίστηκε σχεδόν ολόκληρη τη νύκτα. Όλες οι γυναίκες των Τούρκων της κωμόπολης στρώθηκαν στη δουλειά, ζυμώνοντας συνέχεια τις απαιτούμενες ποσότητες ψωμιού, οι δε φούρνοι λειτουργούσαν αδιάκοπα για να προλάβουν το ψήσιμο 15.000 οκάδων ψωμιού.
Όταν τα τρόφιμα έφθαναν στον σιδηροδρομικό σταθμό, παραδίδονταν στην επιμελητεία που τα διένειμε στις μονάδες. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της κωμόπολης είχαν υποχρεωθεί να φορέσουν ξανά φέσι και είχαν παραδώσει όλα τους τα χρήματα στους τσέτες για να μην εκτελεστούν. Αυτοί πληροφόρησαν τους Έλληνες αξιωματικούς ότι βρισκόταν μέσα στην πόλη περί τους 800 τσέτες, οι οποίοι δεν είχαν προφθάσει να φύγουν μαζί με τις κύριες εχθρικές δυνάμεις. Γύρω στις 17:00 η Μεραρχία εξέδωσε διαταγή σταθμεύσεως και κατόπιν οι πρόκριτοι των Ελλήνων και των Αρμενίων παρουσιάστηκαν στο Μέραρχο και δήλωσαν ότι όλοι οι Χριστιανοί της πόλεως έχουν αποφασίσει να τον ακολουθήσουν.
Μετά από συζήτηση, ο Μέραρχος και οι διοικητές των Συνταγμάτων δέχθηκαν να συμπεριλάβουν 4.000 αμάχους στη φάλαγγα της Μεραρχίας. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με μεγάλη χαρά, επειδή αυτοί ήταν σίγουροι ότι η παραμονή τους ισοδυναμούσε με βέβαιο αφανισμό. Μετά την απόφαση αυτή, οι ομογενείς του Κιρκαγάτς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και δώρισαν τα έπιπλα και τα αγαθά τους σε διάφορους Τούρκους γείτονες τους, ενώ οι ίδιοι μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς με ένα σακίδιο στον ώμο. Όταν επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες ότι το Τουρκικό ιππικό είχε καταλάβει το Αξάριο (Ακχισάρ), η Μαγνησία είχε καταστραφεί.
Η Σμύρνη είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων και ο Ελληνικός Στρατός είχε επιβιβαστεί στα πλοία στον Τσεσμέ και τα Μουδανιά, ενώ οι Τούρκοι άτακτοι είχαν καταλάβει την Πέργαμο, τη Μενεμένη και όλη την περιοχή της Σμύρνης, ο Μέραρχος αποφάσισε να τραπεί προς το λιμάνι του Ντικιλί (Δεκελί), νότια του Αϊβαλί και απέναντι από τη Λέσβο, για να διαφύγει μαζί με τους άνδρες του και τους πρόσφυγες. Σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας, η πορεία που θα ακολουθείτο την επομένη ημέρα ήταν δια της αμαξιτής οδού που περνούσε από τα Σόμα, το Κινίκ, και την Πέργαμο, με προορισμό το Ντικιλί.
Μετά τη διαταγή ακολούθησε δείπνο, το οποίο περιλάμβανε άφθονο κρέας, ζεστό φαγητό, ψωμί και φρούτα. Μαζί με τους στρατιώτες δείπνησαν και οι πρόσφυγες που θα ακολουθούσαν την πορεία της Μεραρχίας το πρωί. Όταν τη νύκτα τσέτες και άλλοι ένοπλοι Τούρκοι έβαλαν κατά των προφυλακών της Μεραρχίας, πυρπολήθηκε προς παραδειγματισμό ένα μικρό χωριό κοντά στο Κιρκαγάτς. Το ίδιο βράδυ συνελήφθησαν και δύο Τούρκοι από τα Σόμα, οι οποίοι είχαν έλθει στο Κιρκαγάτς για να αναγγείλουν ότι όλα ήταν έτοιμα για την υποδοχή του Τουρκικού στρατού. Μετά τα μεσάνυχτα της 27ης προς την 28η Αυγούστου / 9 - 10 Σεπτεμβρίου σήμανε εγερτήριο για την εκκίνηση. Αμέσως δόθηκε ζωμός για πρωινό, καθώς και το συσσίτιο της ημέρας.
Γύρω στη μια το πρωί η Μεραρχία ξεκίνησε με το φως του φεγγαριού προς τα βορειοδυτικά. Κατά την πορεία οι έφιπποι άνδρες της Μεραρχίας προσέφεραν τα άλογα τους στους γέροντες και τις γυναίκες με τα παιδιά τους. Μολονότι ορισμένοι πρόσφυγες που είχαν δικά τους ζώα (γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα) τα χρησιμοποιούσαν, οι περισσότεροι ήταν πεζοί. Οι πρόσφυγες ήταν περίπου 4.000, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα. Γύρω στις 08:00 η φάλαγγα είχε διανύσει περί τα 10 χιλιόμετρα και σε μικρό χρονικό διάστημα έφθασε στα Σόμα, τα οποία ήταν έρημα κατοίκων, επειδή αυτοί είχαν καταφύγει στο Ντικιλί. Στην κωμόπολη εισήλθε μόνον η επιμελητεία με τα μεταγωγικά για να ασχοληθεί με το θέμα του επισιτισμού.
Όμως δεν βρέθηκε τίποτε, παρά μόνο στραγάλια, τα οποία αμέσως μοιράστηκαν ως τροφή. Στο κέντρο της κωμόπολης είχαν αναρτηθεί πολλές Τουρκικές και Γαλλικές σημαίες και είχαν ανεγερθεί θριαμβευτικές αψίδες για την υποδοχή του Τουρκικού στρατού. Μεγάλο μέρος της κωμοπόλεως ήταν ερειπωμένο και κοντά στις εκκλησίες υπήρχαν σωροί ιερών κειμηλίων και σπασμένες εικόνες. Πολλοί πρόσφυγες μπήκαν στα μαγαζιά που ήταν ανοικτά για να τα λεηλατήσουν και πυρπόλησαν κάποια σπίτια. Τότε η Μεραρχία αναγκάστηκε να πάρει μέτρα για να σταματήσουν οι βιαιοπραγίες. H οδός που είχε επιλεγεί, περνούσε μέσα από χωριά φανατικών Τούρκων.
Μόλις η φάλαγγα πέρασε το πρώτο χωριό μετά τα Σόμα, τα τελευταία τμήματα της οπισθοφυλακής εβλήθησαν από ενόπλους. Τότε, ένας τεταγμένος ουλαμός πυροβολικού έβαλε κατά του χωριού με είκοσι βλήματα, τα οποία προξένησαν ζημιές και θύματα. Η επέμβαση αυτή έφερε αποτελέσματα και η φάλαγγα δεν ενοχλήθηκε ξανά στα επόμενα χωριά. Η προπορευόμενη φάλαγγα της επιμελητείας έφθασε στο Κινίκ γύρω στις 09:00 π.μ. Η πρώτη μέριμνα του επικεφαλής της επιμελητείας, Ταγματάρχη Μπουντούρογλου, ήταν να συλλάβει κάποιο χότζα, με τη βοήθεια του οποίου κατήλθαν από τα γύρω υψώματα οι κάτοικοι του χωριού και υποχρεώθηκαν να ζυμώσουν ψωμί για τη Μεραρχία, η οποία κατέφθασε στο Κινίκ γύρω στις 16:30.
Εκεί αποφασίστηκε να διανυκτερεύσει η Μεραρχία, η οποία από το Κιρκαγάτς έως το σημείο αυτό είχε διανύσει πάνω από 40 χιλιόμετρα, παρά την παρουσία των γυναικόπαιδων, των οποίων τα πόδια φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει φτερά προκειμένου να σωθούν. Σύντομα έφθασε μια επιτροπή από δύο Τούρκους και έναν ομογενή, η οποία δήλωσε στο Μέραρχο ότι η πόλη της Περγάμου υποτάσσεται στη Μεραρχία και ότι δέχεται να προμηθεύσει ψωμί, τρόφιμα και νομή, με την προϋπόθεση ότι η φάλαγγα δεν θα περάσει μέσα από την Πέργαμο. Στις 05:00 της 29ης Αυγούστου / 11ης Σεπτεμβρίου η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της προς τα δυτικά.
Οι στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους ήταν πλέον ξυπόλυτοι, επειδή οι αρβύλες τους είχαν καταστραφεί, βάδιζαν στη δεξιά πλευρά της οδού, ενώ οι πρόσφυγες στην αριστερή. Ο Ταγματάρχης Μπουντούρογλου μαζί με τα μεταγωγικά και την επιμελητεία προπορευόταν της κύριας φάλαγγας και γύρω στο μεσημέρι έφθασε στα λουτρά του Αττάλου, ΝΔ της πόλεως της Περγάμου, όπου σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι προμήθειες που είχε υποσχεθεί η επιτροπή της πόλεως. Η κύρια φάλαγγα έφθασε στα λουτρά του Αττάλου γύρω στις 13:00. Εκεί είχαν ήδη συγκεντρωθεί αρκετά τρόφιμα όπως όσπρια, ζυμαρικά, ρύζι, τυρί, ψωμί και νομή για τα ζώα.
Ορισμένοι Έλληνες κάτοικοι, οι οποίοι ήλθαν στο σημείο που είχε αποφασιστεί να καταυλιστεί η Μεραρχία, δήλωσαν ότι οι Tουρκικές αρχές και οι Τούρκοι κάτοικοι της Περγάμου τους παρακινούσαν να μην ακολουθήσουν τη Μεραρχία, διότι αυτοί θα τους προστάτευαν. Ωστόσο ο Ταγματάρχης Μπουντούρογλου συνέστησε στους Έλληνες κατοίκους να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, αλλά δεν εισακούστηκε. Αργότερα έγινε γνωστό ότι αυτοί σφαγιάστηκαν από τους τσέτες και τον Tουρκικό στρατό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συλλέξει η Μεραρχία, αναμενόταν στην Πέργαμο η άφιξη εφίππου Μεραρχίας από τη Σμύρνη, για να αποκόψει την πορεία της Ανεξάρτητης Μεραρχίας.
Επίσης ακούστηκε ότι θα έφθανε και το μικτό Tουρκικό απόσπασμα, το οποίο ακολουθούσε τη Μεραρχία από τα στενά του Γκεντίζ. Η Μεραρχία στρατοπέδευσε επτά χλμ. ΝΔ της Περγάμου, έχοντας διανύσει 2 χλμ. εκείνη την ημέρα. Όταν όλα τα τμήματα μαζί με τους πρόσφυγες έφθασαν στο σημείο εκείνο, γύρω στις 19:00, παρασκευάστηκε συσσίτιο, το οποίο μοιράστηκε σε όλους. Η διανυκτέρευση της Μεραρχίας πραγματοποιήθηκε στο χωριό Ραλί Τσιφτλίκ, αφού τοποθετήθηκε ισχυρό δίκτυο προφυλακής προς όλες τις κατευθύνσεις. Γύρω στα μεσάνυχτα, όταν μια ομάδα εκατό περίπου έφιππων άτακτων προσπάθησε να εισβάλει στον καταυλισμό, εβλήθη με οπλοβομβίδες και χειροβομβίδες και διασκορπίστηκε.
ΑΦΙΞΗ ΣΤΟ ΝΤΙΚΙΛΙ
Στο μεταξύ, είχε συγκροτηθεί μεικτό απόσπασμα από το Τάγμα ΙΙ / 3 και από έναν ανεξάρτητο ουλαμό ορειβατικού πυροβολικού, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, στον οποίο δόθηκε η διαταγή της κατάληψης του Ντικιλί, επειδή εκεί περί τους 1.000 τσέτες λήστευαν και βασάνιζαν χιλιάδες Ελλήνων και εκατοντάδες Αρμενίων, οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί, αναμένοντας να διαπεραιωθούν στη Λέσβο. Ο Τσίπουρας έλαβε επίσης την εντολή, μετά την εμπέδωση της τάξης, να μεταβεί στη Μυτιλήνη και να επιτάξει ατμόπλοια για τη μεταφορά των ανδρών της Μεραρχίας και των προσφύγων που ακολουθούσαν. Τότε ο Μπουντούρογλου ανέλαβε τη διοίκηση του 3ου Συντάγματος.
Όταν το απόσπασμα του Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα έφθασε πλησίον του Ντικιλί, παρουσιάστηκε μια ομάδα Τούρκων, η οποία τον πληροφόρησε ότι το Ντικιλί είχε δήθεν καταληφθεί από τον Τουρκικό στρατό και ότι η Μεραρχία έπρεπε να μεταβεί στη Σμύρνη. Μετά τη σύλληψη της, η ομάδα αυτή έδωσε πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη των Τούρκων που βρισκόταν μέσα στο Ντικιλί. Αμέσως μετά, ο Τσίπουρας διέταξε το απόσπασμα να κινηθεί για να καταλάβει αιφνιδιαστικά το Ντικιλί. Το απόσπασμα αφού προέβη σε αψιμαχίες με τους τσέτες που είχαν καταλάβει την κωμόπολη, τους εκδίωξε και την κατέλαβε. Αμέσως δε εγκατέστησε προφυλακές προς όλες τις κατευθύνσεις.
Στην παραλία του Ντικιλί ήταν συγκεντρωμένοι περί τους 3.000 πρόσφυγες, δίχως καμιά προστασία, αφού οι Έλληνες χωροφύλακες είχαν επιβιβαστεί από τους πρώτους σε πλοιάρια και είχαν αποχωρήσει για τη Μυτιλήνη. Οι τσέτες είχαν λεηλατήσει όλα τα σπίτια των ομογενών και είχαν ληστέψει τους πρόσφυγες, οι οποίοι βρίσκονταν πλέον στο έλεος τους. Επειδή στο Ντικιλί δεν υπήρχε κανένα πλοιάριο το οποίο θα μπορούσε να μεταφέρει τον Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα στην Μυτιλήνη, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί μια μικρή σάπια βάρκα που είχε τραβηχτεί στη στεριά. Η βάρκα επισκευάστηκε πρόχειρα, εφοδιάστηκε με ένα πανί και μεταφέρθηκε στη θάλασσα.
Σ’αυτή επιβιβάστηκαν ο Τσίπουρας, δύο λοχαγοί, δύο στρατιώτες και ένας βαρκάρης. Στην αρχή η βάρκα προχωρούσε με πανί λόγω του ούριου ανέμου, όταν όμως κόπασε, δύο άνδρες άρχισαν να κωπηλατούν. Γύρω στις οκτώ το πρωί έφθασαν στη Μυτιλήνη, από όπου ο Τσίπουρας ήλθε σε επαφή με το Γενικό Στρατηγείο που βρισκόταν στον Τσεσμέ. Αφού άφησε τους δύο λοχαγούς να μεριμνήσουν για τον ανεφοδιασμό και τον καταυλισμό της Μεραρχίας, επέστρεψε με το πρώτο ατμόπλοιο πίσω στο Ντικιλί. Στο μεταξύ, η Μεραρχία είχε εκδώσει διαταγή πορείας για την επόμενη ημέρα. Στις 04:00 της 30ης Αυγούστου / 12ης Σεπτεμβρίου η Μεραρχία ξεκίνησε μαζί με τους πρόσφυγες για το Ντικιλί.
Όταν γύρω στις 11:00 η φάλαγγα έφθασε σε σημείο από το οποίο φαινόταν η θάλασσα, όλοι ξέσπασαν σε κραυγές χαράς, φωνάζοντας «θάλασσα, θάλασσα». Περίπου το μεσημέρι η Μεραρχία έφθασε στο Ντικιλί μετά από πορεία 30 χλμ. και βρήκε σε κακή κατάσταση τους 3.000 πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί από τα γύρω χωριά. Έτσι, οι πρόσφυγες ομογενείς που ήταν υπό την προστασία της Μεραρχίας έφθασαν τις 8.000. Στην κωμόπολη είχαν ήδη τοποθετηθεί προφυλακές των δύο ταγμάτων, τα οποία είχαν ακολουθήσει τον Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα.
Η ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΝΤΙΚΙΛΙ
Σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας, το 1ο Σύνταγμα τοποθέτησε προφυλακές και μια ορειβατική πυροβολαρχία στα Β και ΒΑ του Ντικιλί, ενώ το 3ο Σύνταγμα εγκατέστησε προφυλακές στα Ν και ΝΑ. Μετά από αυτήν την τακτοποίηση, οι άνδρες αναπαύθηκαν, αναμένοντας το συσσίτιο, το οποίο αποτελείτο από άφθονο κρέας. Γύρω στις 15:30 φάνηκαν δύο πλοιάρια, το «Ιωνία» και το «Αιτωλία», τα οποία εκτελούσαν πριν την καταστροφή δρομολόγια ανάμεσα στη Σμύρνη και το Κορδελιό. Σε ένα από αυτά επέβαινε και ο Αντισυνταγματάρχης Τσίπουρας. Η διοίκηση της Μεραρχίας διέταξε να επιβιβαστούν στο «Αιτωλία»οι εξής:
Τότε έφθασαν στο Ντικιλί από τη Μυτιλήνη και τα ατμόπλοια «Ιωνία» και Αιτωλία» με δύο φορτηγίδες που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των ανδρών από την αποβάθρα στα μεγαλύτερα πλοιάρια. Σύντομα, έφθασαν στο λιμάνι του Ντικιλί ακόμη τρία πολεμικά, από τα οποία ένα ήταν αντιτορπιλικό, ενώ άρχισαν να εκτελούν περιπολίες έξω από αυτό. Το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου / 13ης Σεπτεμβρίου εμφανίστηκαν τσέτες στα γύρω βουνά, οι οποίοι όμως σκορπίστηκαν από τα πολυβόλα της οπισθοφυλακής. Μετά το μεσημέρι φάνηκαν από την πλευρά της Περγάμου τμήματα ιππικού του τακτικού Τουρκικού στρατού καθώς και άτακτοι.
Όταν η πυροβολαρχία έριξε μερικές βολές εναντίον τους δίχως επιτυχία, επειδή βρίσκονταν σε απόσταση μεγαλύτερη των επτά χιλιάδων μέτρων, τα γυναικόπαιδα των προσφύγων άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς, φοβούμενα για τη μοίρα τους. Οι εχθρικές επιθέσεις επαναλήφθηκαν και το απόγευμα, όμως το Ελληνικό πεζικό τους αντιμετώπισε με επιτυχία, χρησιμοποιώντας πολυβόλα και τυφέκια. Μόλις σκοτείνιασε, επειδή οι Ελληνικές δυνάμεις που παρέμεναν ακόμη στο Ντικιλί ήταν ελάχιστες, οι άνδρες της οπισθοφυλακής άρχισαν να ανησυχούν. Ο κίνδυνος εχθρικής επίθεσης με πυροβολικό και ισχυρό πεζικό ήταν υπαρκτός, ωστόσο οι Έλληνες επέδειξαν αξιοθαύμαστη πειθαρχία.
Στα προβλήματα της οπισθοφυλακής προστέθηκε και η έλλειψη πλοιαρίων για τη μεταφορά των χιλιάδων κτηνών, ίππων και ημιόνων, καθώς και των αμέτρητων σφαγίων. Τότε ο διοικητής της οπισθοφυλακής αποφάσισε να πάρει μόνον τα ισχυρότερα κτήνη και τα υπόλοιπα να τα σκοτώσει. Διέταξε λοιπόν τη συγκέντρωση των ζώων στην πλατεία της προκυμαίας και μετά έβαλε εναντίον τους με πολυβόλα. Οι σωροί πτωμάτων των άτυχων ζώων κάλυψαν την πλατεία και τους γύρω δρόμους, ενώ μερικά που δεν είχαν πληγωθεί θανάσιμα συνέχισαν να περιφέρονται άσκοπα.
Η επιβίβαση των ανδρών της οπισθοφυλακής, μαζί με την πυροβολαρχία της, άρχισε αμέσως μετά τα μεσάνυχτα υπό το φως των προβολέων των πολεμικών πλοίων. Πρώτα επιβιβάστηκε η πυροβολαρχία και στη συνέχεια τα τέσσερα τάγματα πεζικού. Τελευταίοι επιβιβάστηκαν οι διοικητές των Συνταγμάτων Ι. Κωνσταντίνου και Ν. Τσίπουρας, ο Επιτελάρχης της Μεραρχίας Αντισυνταγματάρχης Γ. Μομφεράτος, ο διοικητής της οπισθοφυλακής Ταγματάρχης Α. Μπουντούρογλου και ο διορισμένος φρούραρχος του Ντικιλί Αντισυνταγματάρχης Σ. Μαυρογένους.
Μετά την επιβίβαση όλων των τμημάτων, το χάραμα της 1ης Σεπτεμβρίου / 14ης Σεπτεμβρίου του 1922, ένα αντιτορπιλικό του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού έριξε δυο βολές εναντίον των θέσεων του εχθρού, από όπου είχε εκδηλωθεί η απογευματινή επίθεση, ενώ οι φλόγες από τον εμπρησμό της αγοράς του Ντικιλί είχαν αρχίσει να υψώνονται προς τον ουρανό. Αυτή ήταν η άδοξη αλλά ηρωική αποχώρηση των Ελληνικών τμημάτων της Ανεξάρτητης Μεραρχίας μαζί με τους πρόσφυγες, οι οποίοι κατόρθωσαν να σωθούν, μετά την απρόσμενη ολοκληρωτική καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας που είχε μεγαλουργήσει για χιλιάδες χρόνια.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Μυτιλήνη, η Ανεξάρτητος Μεραρχία ανέλαβε καθήκοντα για την αποκατάσταση της τάξης, την αφόπλιση των άτακτων τμημάτων του Ελληνικού Στρατού που είχαν καταλήξει στο νησί, άλλα και την αποκατάσταση της εύρυθμης και ομαλής λειτουργίας της πόλης. Την 4η Σεπτεμβρίου άρχισε η μεταφορά της μεραρχίας από την Λέσβο στην Θεσσαλονίκη όπου ανασυντάχθηκε και επανήλθε υπό την διοίκηση της το 52ο Σύνταγμα Πεζικού. Τελικός σταθμός της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας ήταν η πόλη των Φερών όπου συνενώθηκε με τα εναπομείναντα τμήματα της ΧΙΙ Μεραρχίας και μετονομάστηκε σε ΧΙΙ Μεραρχία.
ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1922 - ΑΝΕΞΑΡΤΗΤH ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΠΕΖΙΚΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΣH
Διοικητής : Συνταγματάρχης Πεζικού Θεοτόκης Δημήτριος.
Επιτελάρχης: Αντ/ρχης Πυρ/κου Μομφεράτος Γεώργιος.
Διευθυντές επιτελικών γραφείων.
Ι Γραφείου............................... .................................
ΙΙ Γραφείου Λοχαγός Πεζικού Μουντούρης Δημήτριος.
ΙΙΙ Γραφείου Λοχαγός Πεζικού Μουστεράκης Ιωάννης.
Διοικητής Πυροβολικού: Αντ/ρχης Πυρ/κου Μαυρογέννης Στέφανος.
Διευθυντής Μηχανικού : Λοχαγός Μηχανικού Παπάς Μ.
Διευθυντής Επιμελητείας................... ..............................
Διευθυντής Υγειον. Υττηρεσίας: Επίατρος Πατταθανασίου Ξενοφών.
ΣΤΑΘΜΟΙ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ
1-8-22. Σεϊντή Γαζή
15-8-22. Ακ Ιν
16-8-22. Ακ Ουλούκ
17-8-22. Σιδηρ. Σταθμός Αλαγιούντ
18-8-22. Κιρέσκιοϊ (εκατέρωθεν τής στενωπού.)
19-8-22. Κινίκ Βεράν (1000 μ. Β.Δ. αυτού)
20-8-22. Δύο χιλμ. Α. Ιντίς
21-8-22. Υψώματα Καρά Ογλού (υψ. 1445)
22-8-22. Τσάϊκιοϊ
23-8-22.Μουτάκιοϊ.
24-8-22. Ριζά
25-8-22.Σιντιρτζή
26-8-22.Ντερμπέντ
27-8-22.Εγκισλούκ
28-8-22.Δυτική παρυφή Κινίκ
29-8-22.Ράλι Τσιφλίκ
30-8-22.Ανατολική παρυφή Ντικελί
1-9-22.Μυτιλήνη
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
ΠΕΖΙΚΟ
51ο Σύνταγμα Πεζικού.
52ο Σύνταγμα Πεζικο.
53ον Σύνταγμα Πεζικού.
ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ
Ανεξάρτητη Μοίρα Ορειβ. Πυρ/κού.
Ανεξάρτητη Μοίρα πεδινού Πυροβολικού. (Δύο πυρ/χίες).
III Μοίρα Γ.Σ.Π.Π. (7η και 9η πυροβολαρχίες).
1 1/2 Πυροβολαρχίες I Μοίρας Οβιδοβόλων.
2ος Ανεξάρτητος Ουλαμός 2ας Ορειβ. πυροβολαρχίας Δαγκλή 75.
III Μοίρα Σκόντα (Δ/σις Μοίρας και πυρ/χία).
ΜΗΧΑΝΙΚΟ
Ανεξάρτητη Διλοχία Μηχανικού.
ΙΠΠΙΚΟ
Ανεξάρτητη Ημιλαρχία
Χ Ημιλαρχία
ΧΑΡΤΕΣ
Tον Οκτώβριο του 1916 ο Βενιζέλος σχημάτισε ανεξάρτητη κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Τελικά, η αφόρητη πίεση των Συμμάχων είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του Κωνσταντίνου, τον Ιούνιο του 1917, και την επικράτηση του Βενιζέλου. H Ελλάδα προσχώρησε στην Entente, προσπαθώντας, έστω και καθυστερημένα, να εκμεταλλευτεί την υποστήριξη που παρείχαν οι Οθωμανοί στις Κεντρικές Δυνάμεις και ιδιαίτερα τη λυσσαλέα αντίσταση των Τούρκων στη Συμμαχική Εκστρατεία στα Δαρδανέλια (Φεβρουάριος 1915 - Ιανουάριος 1916) και τη μάχη στην Καλλίπολη.
Στο τέλος του A' Παγκοσμίου Πολέμου, με τη Βουλγαρία εξουδετερωμένη και την Τουρκία να πληρώνει το τίμημα για την υποστήριξη που παρείχε στους Γερμανούς, οι Σύμμαχοι είδαν την Ελλάδα ως τη μοναδική χώρα που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα γεωστρατηγικά και εμπορικά συμφέροντά τους αλλά και να εγγυηθεί την ασφάλεια στη στρατηγικής σημασίας περιοχή των Στενών. Mε αυτό το σκεπτικό στις 12 Μαΐου 1919 το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο έδωσε εντολή στην 1η Ελληνική Μεραρχία να αποβιβαστεί στη Σμύρνη.
Η ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙ Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΝΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Αμέσως μετά την άφιξη της Ελληνικής δύναμης (το πρωινό της 15ης Μαΐου 1919) ξεκίνησε με ταχύ ρυθμό η οργάνωση της διοίκησης. Ύπατος αρμοστής Σμύρνης ορίστηκε ο Αριστείδης Στεργιάδης, μία αινιγματική φυσιογνωμία που ήταν μέχρι τότε διοικητής Hπείρου. H αρχηγία της Στρατιάς της M. Ασίας ανατέθηκε στον αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, με αρχηγό του Επιτελείου τον υποστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο. O συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρρηγιάννης ανέλαβε υπαρχηγός του Επιτελείου. H συνολική δύναμη του Ελληνικού στρατού ανερχόταν τότε σε 92.000 περίπου άνδρες και αποτελούνταν από την 1η, τη 2η και τη 13η Μεραρχία, τη Μεραρχία Αρχιπελάγους καθώς και τη Μεραρχία Σμύρνης.
Λόγω της έντονης παρουσίας ένοπλων Τουρκικών ομάδων στην περιοχή, ήδη από τις 17 Μαΐου αποφασίστηκε η επέκταση της ζώνης κατοχής στη γραμμή Κορδελιού - Μπουτζά, βόρεια και ανατολικά της Σμύρνης. Τις επόμενες ημέρες, ο Ελληνικός στρατός κινήθηκε στα υψώματα νοτιοανατολικά της Σμύρνης, στις περιοχές Μαινεμένης, Περγάμου και Αϊδινίου. Χαρακτηριστική ήταν, όμως, η Ιταλική αντίδραση. Oι Ιταλοί, οι οποίοι ένιωθαν ότι η επέκταση της Ελληνικής ζώνης κατοχής έθιγε τα εμπορικά συμφέροντά τους στην περιοχή, την υπονόμευαν με κάθε μέσο, εφοδιάζοντας από το νότιο τμήμα της M. Ασίας τις Κεμαλικές δυνάμεις με στρατιωτικό υλικό.
Στη συμμαχική Διάσκεψη Ειρήνης, ο Eλ. Βενιζέλος και η Ελληνική αντιπροσωπία πέτυχαν την παραχώρηση της άδειας για επέκταση της ζώνης κατοχής, με σκοπό τη συντριβή του στρατού του Μουσταφά Κεμάλ. Ένθερμη ήταν εξαρχής η υποστήριξη του Βρετανού πρωθυπουργού Λόυδ Τζωρτζ προς τις θέσεις του Βενιζέλου και ο λόγος ήταν απλός: οι Άγγλοι επιθυμούσαν την προώθηση του Ελληνικού στρατού ώστε αυτός να παρέχει κάλυψη στη Βρετανική ζώνη ελέγχου της περιοχής της Νικομήδειας και των Στενών των Δαρδανελίων. Στις 25 Ιουνίου καταλήφθηκε η Φιλαδέλφεια, ενώ στις αρχές Ιουλίου η Μεραρχία Ξάνθης αποβιβάστηκε αιφνιδιαστικά στην Πάνορμο και στη συνέχεια, σε συνεργασία με τμήματα που κινούνταν στο βόρειο τμήμα, εισήλθε στην Προύσα.
H ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΓΓΑΡΙΟΥ
Μετά την αποτυχία των επιχειρήσεων του Σαγγάριου, η διοίκηση της Στρατιάς αντιμετώπισε ακόμη πιο δύσκολες καταστάσεις. Στην περιοχή της Προύσας είχε παραμείνει μόνο η 9η Μεραρχία για να καλύψει τις συγκοινωνίες προς Μουδανιά και Εσκί Σεχίρ, ενώ στο νότιο τμήμα η έλλειψη πυρομαχικών και ενισχύσεων προβλημάτιζε έντονα το διοικητή του Νότιου Συγκροτήματος υποστράτηγο N. Τρικούπη. Στο σημείο εκείνο το μέτωπο παρουσίαζε κενά και ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να καλυφθεί η γραμμή ανεφοδιασμού Σμύρνης - Αφιόν και Αφιόν Καραχισάρ - Εσκί Σεχίρ.
Επιπλέον, οι κυριότερες τηλεφωνικές και τηλεγραφικές γραμμές ολόκληρου του νότιου τομέα βρίσκονταν σε κίνδυνο. H καλυπτόμενη περιοχή ήταν πραγματικά αχανής: 80.700 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ήταν φανερό για την κυβέρνηση ότι έπρεπε να ληφθεί μια γενναία απόφαση. H συμφωνία του νέου Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ με τον Kεμάλ για ειρηνική διευθέτηση στην περιοχή της Kιλικίας, καθώς και η αποτυχία του Γούναρη για σύναψη δανείου από την Aγγλία (15 εκατ. λιρών) οδήγησαν στην παραίτηση του Γούναρη και στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό τον N. Πρωτοπαπαδάκη στις 9 Mαίου 1922.
Στην ατολμία της Ελληνικής πλευράς (που είχε απορρίψει την πρόταση "φιλοβενιζελικών" αξιωματικών για αιφνιδιαστική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης στις αρχές του 1922) προστέθηκε επίσης η πρόταση του Παπούλα καθώς και οι απόψεις του B. Δούσμανη που συνέκλιναν στη διαπίστωση ότι μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου, δεν υπήρχε κανένας λόγος διατήρησης του μετώπου Εσκί Σεχίρ - Σεϊντή Γαζή και θα έπρεπε ίσως να προωθηθεί με συμμαχική παρέμβαση η αυτονομία της Σμύρνης και η οργάνωση της άμυνας της Θράκης.
Tο βέβαιo είναι ότι κάτι έπρεπε να γίνει, και μάλιστα γρήγορα, για να απαγκιστρωθεί η Ελλάδα από την δυσχερέστατη θέση στην οποία είχε περιέλθει. H Ελληνική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, γεγονός που οδήγησε τον Μάιο του 1922 στην αντικατάσταση του Παπούλα στην αρχιστρατηγία από τον αντιστράτηγο Γ. Χατζανέστη. Tο γιατί δεν αποτολμήθηκε το σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης αποτελεί θέμα διαφωνιών μέχρι και σήμερα. Σκοπός του σχεδίου ήταν να δώσει στην Ελλάδα ένα διπλωματικό όπλο ώστε να μπορέσει να διαπραγματευτεί την όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη απεμπλοκή της από τη M. Aσία.
Tο αντεπιχείρημα πρόβαλε την παρουσία των Συμμάχων στην περιοχή, αλλά και την εξασθένηση του μετώπου στη M. Ασία αν μετακινούνταν μονάδες στη Θράκη. Σίγουρα το εγχείρημα ήταν τολμηρό, αλλά ούτως ή αλλιώς θα ήταν αφελής όποιος περίμενε από τους Συμμάχους ανοικτή πρόσκληση για κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΣΤΟ ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ
Η Μικρασιατική καταστροφή αποτελεί, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών ιστορικών, τη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή, διότι είχε ως βασικό τραγικό αποτέλεσμα την εκρίζωση του Ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας. Μελετώντας τις διάφορες πηγές και ιδιαίτερα των πρωταγωνιστών της τραγωδίας, πολιτικών και στρατιωτικών, που γράφτηκαν σε χρόνο που ήταν νωπές οι μνήμες των τραγικών γεγονότων της περιόδου 1919 - 1922 και στον απόηχο της εκτέλεσης των έξι στο Γουδί, διαπιστώνει κανείς ότι σχεδόν όλοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα σφάλματά τους και να επιρρίψουν τις ευθύνες στην άλλη πλευρά.
Οι νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με την ισχνή τους στρατιωτική παρουσία στην περιοχή της Ανατολής, προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και αναζητούσαν τη χώρα που θα αναλάμβανε το δύσκολο έργο της επιβολής των όρων της Συνθήκης ανακωχής του Μούδρου (17 Οκτωβρίου 1918) στην Τουρκία. Η Ελλάδα στο πλευρό των νικητών υπό την ηγεσία του Βενιζέλου, που ήλθε στην εξουσία με τη δύναμη των Γαλλικών όπλων και μετά από ένα φοβερό διχασμό της κοινωνίας και ιδιαίτερα του στρατεύματος, εκμαίευσε την εντολή των Συμμάχων χωρίς να εξασφαλίσει την έγγραφη στήριξή τους, το κυριότερο όμως δίχως να μελετήσει, σε σχέση με τις δυνατότητες της χώρας, την όλη επιχείρηση.
Έτσι, μέσα σε κλίμα εθνικής αγαλλίασης, στις 2 Μαΐου 1919 το άγημα της 1ης Μεραρχίας αποβιβαζόταν στο λιμάνι της Σμύρνης και η Ελλάδα ριχνόταν στην τρίχρονη Μικρασιατική περιπέτεια. Το κυρίαρχο ερώτημα, που αβίαστα έρχεται στο μυαλό κάθε Έλληνα, είναι αν έπραξε καλώς η Ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει μόνη της, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τους Συμμάχους (Αγγλία - Γαλλία - Ιταλία - Entente) την αποστολή αυτή, που αποτελούσε «όνειρο» του Βενιζέλου από το 1915 παρά τις αρνητικές εισηγήσεις φίλων και αντίπαλων στρατιωτικών.
Οι Κινήσεις του Κεμάλ
Κατά την περίοδο της απραξίας (Μάιος 1919 - Νοέμβριος 1920) και υπό το άγρυπνο βλέμμα του εκπροσώπου του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου, Άγγλου ναυάρχου Μερντς, το σταδιακά ενισχυόμενο, από την ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και από την επιτόπια στρατολογία, εκστρατευτικό σώμα της 1ης Μεραρχίας, άλλοτε με την έγκριση των συμμάχων και άλλοτε χωρίς, επεξέτεινε τη ζώνη κατοχής (για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες επιδρομές των Τουρκικών ανταρτικών σωμάτων - Τσέτες και να προστατεύσει τα συμμαχικά στρατεύματα και την ίδια την Πόλη από τα ανταρτικά τμήματα του Κεμάλ).
Ο τελευταίος αποβιβάστηκε με κάθε μυστικότητα στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919 με εντολή του Σουλτάνου, ως γενικός διοικητής της Ανατολής και με αποστολή να καταστείλει κάθε κίνημα εναντίον του Σουλτάνου. Ο Κεμάλ πρώτα συγκέντρωσε τους στρατιωτικούς διοικητές στην Αμάσεια στις 18 Ιουνίου 1919 και τους έπεισε για τα σχέδιά του. Επόμενο βήμα τού Κεμάλ ήταν να προσδώσει πολιτική χροιά στο κίνημά του και προς τούτο άρχισε να περιδιαβαίνει την ελεύθερη Τουρκική επικράτεια και να προσπαθεί να εμφυσήσει «εθνικό πνεύμα» στους κατοίκους της Ανατολίας, κατηγορώντας «τη δοτή κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης που παρέδωσαν τη χώρα στους κατακτητές».
Ακολούθησαν το Συνέδριο του Ερζερούμ και η Συνέλευση της Σεβάστειας το Σεπτέμβριο του 1919. Από τον Ιούνιο του 1919 μέχρι τέλη τού 1920, εξασφαλίζοντας οπλισμό από τις αποθήκες αφοπλισμού τις οποίες φύλαγαν οι Σύμμαχοι, εξουδετέρωσε τους αντίπαλους στρατιωτικούς (Αλί Γκαλίπ) και τους προερχόμενους από μειονοτικές ομάδες Πόντιους, Αρμένιους, Κιρκάσιους και Τσερκέζους, με τους τελευταίους αρχικά συνεργάστηκε και αντιμετώπισε με επιτυχία τις δυνάμεις του Σουλτάνου βοηθούμενες από τους Άγγλους. Οι αντιδράσεις κατά τού Κεμάλ εντάθηκαν μετά την έκδοση του Φετβά (εντολή θανάτου) στις 24 Μαΐου 1920 κατά τού Κεμάλ και των συνεργατών του.
Δυστυχώς την περίοδο αυτή, από τα μέσα τού 1919 μέχρι τα τέλη τού 1920, αν και στην ύπαιθρο της κεντρικής και δυτικής Μικράς Ασίας μαινόταν ένας ουσιαστικά εμφύλιος πόλεμος, η Ελληνική κυβέρνηση, αντί να παραβλέψει τους συμμάχους, να προελάσει σε βάθος και να καταστρέψει τις δυνάμεις τού Κεμάλ, εξασφάλισε την έγκρισή τους για μερική προέλαση. Έτσι ο Ελληνικός στρατός, με αρχιστράτηγο από το Φεβρουάριο του 1920 τον αντιστράτηγο Παρασκευόπουλο και έδρα του επιτελείου τη Σμύρνη, την περίοδο Ιούνιος - Αύγουστος 1920 επεξέτεινε τη γραμμή κατοχής μέχρι Πάνορμο - Προύσα - Φιλαδέλφεια - Ουσάκ.
Η Οθωμανική κυβέρνηση, υπό τον Νταμάτ Φερίτ Πασά, πιεζόμενη από παντού και βλέποντας την Ελληνική προέλαση, υπέγραψε τελικά στις 10 Αυγούστου 1920 τη θνησιγενή Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία κατακερματιζόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η συνθήκη αυτή που συνάντησε αντιδράσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, επικυρώθηκε μόνο από την Ελληνική Βουλή και για να επιβληθεί, απαιτούσε ένα νικηφόρο πόλεμο του Ελληνικού στρατού κατά των Τουρκικών δυνάμεων. Στην αντίπαλη πλευρά συνεχιζόταν ο εμφύλιος πόλεμος και ο Κεμάλ, βρισκόμενος σε δύσκολη θέση - του ήλθε «θείο δώρο» η Συνθήκη των Σεβρών.
Αμέσως συνέταξε προκήρυξη με την οποία κατήγγειλε το σουλτάνο και την κυβέρνησή του και καλούσε τον κάθε Τούρκο πατριώτη να συμμετάσχει στον αγώνα της ανεξαρτησίας από τους ξένους εισβολείς, αμέσως δε σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση με έδρα την Άγκυρα. Ο Βενιζέλος, διαισθανόμενος τις δυσκολίες που θα ακολουθούσαν και αναζητώντας νωπή λαϊκή εντολή, προκήρυξε εκλογές για την 1η Νοεμβρίου 1920, στις οποίες καταποντίστηκαν οι Φιλελεύθεροι.
Ακολούθησε η επάνοδος του βασιλέα Κωνσταντίνου μετά από δημοψήφισμα στις 20 Νοεμβρίου, η επιστροφή στις μονάδες και τα επιτελεία 1.500 απότακτων αξιωματικών, επί χρόνια μακριά από τις εξελίξεις και τα πεδία των μαχών, η απομάκρυνση των Βενιζελικών αξιωματικών και η τοποθέτηση του αντιστράτηγου Παπούλα στη θέση του διοικητή της Στρατιάς.
Οι Επιχειρήσεις
Η Ελληνική κυβέρνηση, καίτοι είχε καταγγείλει την πολιτική της προηγούμενης, παγιδευμένη στη Συνθήκη των Σεβρών. Δεν τόλμησε την απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία, συνέχισε την ίδια πολιτική, κάτω όμως από χειρότερες οικονομικές συνθήκες και με μεταστροφή της πολιτικής της Γαλλίας και Ιταλίας, οι οποίες χρησιμοποιούσαν ως πρόφαση την επάνοδο του βασιλέα, και παρασυρόμενη από τα ωραία λόγια του Άγγλου πρωθυπουργού Λουντ Τζωρτζ, συνέχισε τον πόλεμο. Με τις επιχειρήσεις του Δεκεμβρίου 1920, του Μαρτίου και Ιουνίου τού 1921, δεν επιτεύχθηκε η ολοκληρωτική καταστροφή των Τουρκικών δυνάμεων, κυρίως λόγω κακού σχεδιασμού, κακής εκτέλεσης και ανεπάρκειας των δυνάμεων.
Η γραμμή κατοχής επεκτάθηκε μέχρι Εσκί Σεχίρ - Αφιόν, αλλά το πρόβλημα δεν επιλύθηκε, οι Τούρκοι αναθάρρησαν στο διπλωματικό τομέα και γίνονταν συνεχώς πιο αδιάλλακτοι. Ακολούθησε η τραγική εκστρατεία του Σαγγαρίου (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1922), όπου ο Ελληνικός στρατός, 300 χλμ. από το Εσκί Σεχίρ και 600 από τη Σμύρνη, κακώς τροφοδοτούμενος και συντηρούμενος λόγω επιμήκυνσης των γραμμών εφοδιασμού, έγραψε σελίδες δόξης, χωρίς όμως αντίκρισμα. Τελικά τέλη Αυγούστου, με 25 χιλιάδες απώλειες (νεκροί, τραυματίες, αγνοούμενοι), συμπτύχθηκε υποδειγματικά στη γραμμή Αφιόν - Εσκί Σεχίρ.
Την ίδια περίοδο, ο Κεμάλ, παράλληλα με τις επιχειρήσεις, σύναψε την πρώτη συνθήκη με τη Σοβιετική Ρωσία, με την οποία συζητούσε από τον Ιούνιο του 1919. Με τη συνθήκη αυτή έλυσε το Αρμενικό και εξασφάλισε τα νώτα του και ταυτόχρονα, υποσχόμενος ότι θα οργανώσει τη νέα Τουρκία στα πρότυπα της Σοβιετικής Ρωσίας, εξασφάλισε οικονομική βοήθεια 10,7 εκατ. Τουρκικές λίρες και στρατιωτική σε οπλισμό, πυρομαχικά κ.λπ.. Ακολούθησε η αποχώρηση των Γάλλων από την Κιλικία και η Συνθήκη της Άγκυρας στις 20 Οκτωβρίου 1921.
Επακόλουθα της οποίας ήταν η αποδέσμευση δυνάμεων και η μεταφορά τους δυτικά, η χρήση του λιμανιού της Μερσίνας και της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι το Ικόνιο για ανεφοδιασμό. Την αποχώρηση των Γάλλων ακολούθησε η των Ιταλών από την κοιλάδα του Μαιάνδρου, περιοχή που κατέλαβε ο Ελληνικός στρατός. Με τα χρήματα από τη Σοβιετική Ρωσία προμηθεύτηκε από Γαλλία - Ιταλία πολυβόλα, πυροβόλα, πυρομαχικά, αεροπλάνα και τα πρώτα οχήματα.
Πτώση της Μαχητικής Ικανότητας
Η κατάσταση της Στρατιάς και ιδιαιτέρως στις μονάδες της πρώτης γραμμής, έβαινε διαρκώς προς το χειρότερο, η απραξία περίπου 11 μηνών και η αμυντική στάση είναι σίγουρο ότι επέδρασαν αρνητικά στη μαχητική της ικανότητα και πρωτίστως στο ηθικό. Κυριότεροι λόγοι της μείωσης του ηθικού επίδρασης ήσαν οι εξής:
- Η αποτυχία της εκστρατείας του Σαγγαρίου και η παράταση του πολέμου.
- Η κάκιστη ενέργεια της κυβέρνησης να προαγάγει τα στελέχη, όχι με βάση την απόδοση στο πεδίο της μάχης, αλλά με βάση τις κομματικές προτιμήσεις.
- Η κατάργηση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γεγονός που τροφοδότησε την ατιμωρησία και κλόνισε την πειθαρχία.
- Η διαφθορά που επικρατούσε στη Σμύρνη και στις άλλες πόλεις, πράγμα ασυμβίβαστο με το στρατιωτικό πνεύμα και την στρατιωτική δεοντολογία.
- Η οικονομική στενότητα της χώρας που είχε επίδραση στη διατροφή, ένδυση, στην πληρωμή των μισθών, αλλά και στη συντήρηση του υλικού και των μέσων.
- Ο Τύπος της εποχής (Αθηνών, Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης) όλως περιέργως έφθανε και κυκλοφορούσε στις μονάδες, επίσης σε ορισμένες μεραρχίες εκδίδονταν εφημερίδες. Σε αυτά τα έντυπα υπήρχαν άρθρα για την ανάγκη εκκένωσης της Μικράς Ασίας. Η Τουρκική προπαγάνδα επίσης μετέφερε εφημερίδες με αυτό το περιεχόμενο, στο μέτωπο.
- Η όξυνση των πολιτικών παθών στην Ελληνική Βουλή έφθασε μέχρι τις μονάδες και αναζωπυρώθηκε ο διχασμός μεταξύ των αξιωματικών. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν η ενασχόληση μέρους των αξιωματικών με αντικυβερνητικές ενέργειες, για τον έλεγχο της κατάστασης μετά την ολοκλήρωση της εκστρατείας. Την περίοδο αυτή της «αναζήτησης» τέθηκαν οι βάσεις του κινήματος Γονατά - Πλαστήρα, που εκδηλώθηκε μετά την εκκένωση της Μικράς Ασίας σε Χίο και Μυτιλήνη.
- Η δράση του διεθνισμού στη Μικρά Ασία επηρέασε το φρόνημα των στρατιωτών με τα αντιπολεμικά και αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα. Ψυχή της αντιπολεμικής δράσης ήταν ο πρωτοετής φοιτητής της Νομικής και μέλος τού ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας), στρατιώτης από το 1920, Παντελής Πουλιόπουλος, ο οποίος μαζί με το Γιώργο Νικολή οργάνωσαν πυρήνες στις μονάδες, εξέδιδαν και διένειμαν την εφημερίδα «Ερυθρός Φρουρός».
Τέλη τού 1921, με την έναρξη της συζήτησης για την πιθανή εκκένωση της Μικράς Ασίας, άρχισαν να ανησυχούν οι Έλληνες της Πόλης και της Σμύρνης. Η Βενιζελική οργάνωση «Εθνική Άμυνα» που είχε συσταθεί στην Πόλη από αξιωματικούς, επεκτάθηκε και στην Ιωνία, ως «Μικρασιατική Άμυνα», με στόχο την ανακήρυξη αυτόνομης Ιωνίας (την οποία μας την προσέφεραν οι Σύμμαχοι στη Διάσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1921, αλλά ο Γούναρης αρνήθηκε).
Το κίνημα στηρίχθηκε από επιφανείς Σμυρναίους, το μητροπολίτη Χρυσόστομο, το νεοεκλεγέντα Βενιζελικό Πατριάρχη Μελέτιο, εμμέσως από το Βενιζέλο και τον αρχιστράτηγο Παπούλα, στον οποίο προσφέρθηκε η αρχηγία μετά την άρνηση του Στεργιάδη. Τελικά, λόγω της αντίδρασης των συμμάχων και της απροθυμίας της κυβέρνησης, λόγω του ότι ήταν πρωτοβουλία Βενιζελικών, ναυάγησε. Η ζημιά που έκανε η υπόθεση αυτή στο ηθικό του στρατού, ήταν μεγάλη, διότι με τις συζητήσεις για τη δημιουργία του στρατού της αυτόνομης Ιωνίας, κυκλοφόρησε πρωτόκολλο στις μονάδες και δήλωναν όσοι ήθελαν να συμμετάσχουν στην προσπάθεια, με αποτέλεσμα να προστεθεί άλλο ένα πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ των στελεχών.
Η δεύτερη απόπειρα διεξόδου από το πρόβλημα ήταν η πρωτοβουλία του νέου αρχιστράτηγου Χατζανέστη για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, στις 16 Ιουλίου 1922. Αποτέλεσμα αυτής της σωστής σκέψης, που εμποδίστηκε από τους Συμμάχους, ήταν να στερηθεί το μέτωπο περίπου μία μεραρχία, που μεταφέρθηκε στη Θράκη και ουδέποτε επέστρεψε, και να ασχοληθεί ο αρχιστράτηγος και το επιτελείο του επί δίμηνο με άλλα θέματα εκτός από το μέτωπο.
Προετοιμασίες για την Τελική Μάχη
Στο μέτωπο, οι δύο αντίπαλοι προετοιμάζονταν για την τελική μάχη, ο μεν Κεμάλ κωλυσιεργούσε στις όποιες διπλωματικές προσπάθειες για να κερδίσει χρόνο, η δε Στρατιά ασχολούνταν με την Κωνσταντινούπολη και μελέτες πιθανών γραμμών σύμπτυξης, που έμεναν όμως στα χαρτιά και ποτέ δεν έλαβαν σάρκα και οστά, λόγω της οικονομικής στενότητας και της ατολμίας της κυβέρνησης να αποφασίσει ποιο θα είναι το μέγεθος του παραχωρούμενου εδάφους στον Κεμάλ. Η διάταξη του Ελληνικού μετώπου μήκους 700 χιλιομέτρων ήταν με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων στην πρώτη γραμμή και με ελάχιστες εφεδρείες.
Εκατέρωθεν του Αφιόν (με την εξέχουσα των πέντε χιλιομέτρων) ήταν το Α΄ Σώμα (Τρικούπης), και το Β΄ Σ.Σ., με μέρος μπροστά και το υπόλοιπο εφεδρεία. Συνολικά στην περιοχή Αφιόν (Α΄ - Β΄ Σ.Σ.) στην πρώτη γραμμή ήταν 37 τάγματα, 46 στην εφεδρεία, 262 πυροβόλα και 18 ίλες. Η αμυντική οργάνωση δεν είχε ολοκληρωθεί καίτοι είχε περάσει ένας χρόνος από την κατάληψη της γραμμής. Είχαν οργανωθεί Κέντρα Αντιστάσεως (ΚΑ) αποτελούμενα από αλληλοϋποστηριζόμενα σημεία στηρίγματος (Σ.Σ.) και καλυπτόμενα από ένα τάγμα Πεζικού και Πυροβολικό. Ανά δύο - τρία ΚΑ, συνδέονταν σε υποτομείς με Διοίκηση Συντάγματος και Πυροβολικό.
Τα μειονεκτήματα του μετώπου, πλην βέβαια του μεγάλου αναπτύγματος, ήταν η εγγύτητά του (6 - 20 χλμ.) από τη γραμμή ανεφοδιασμού (σιδηρόδρομος), η έλλειψη τοπικού διοικητή μετά την κατάργηση από το Χατζανέστη των συγκροτημάτων μεραρχιών, η κακή αμυντική οργάνωση και η μειωμένη ασφάλεια των μετόπισθεν από τη δράση περίπου 800 - 1.000 Τσετών οργανωμένων σε μικρές ομάδες. Στην αντίθετη πλευρά, ο Κεμάλ οργάνωνε μεθοδικά και εξόπλιζε τις δυνάμεις του με σύγχρονα όπλα, κήρυξε εθνική πανστρατιά και άπαντες προσέφεραν σε χρήμα και εργασία για την εθνική προσπάθεια.
Οργάνωσε δύο στρατιές, την 1η Στρατιά με τρία Σώματα Στρατού και ένα Σώμα Στρατού Ιππικού προσανατολισμένη προς Αφιόν, τη 2η Στρατιά με δύο Σώματα και δύο Μεραρχίες μεταξύ Εσκί Σεχίρ και Αφιόν και ένα Σώμα Στρατού εφεδρεία. Στις 7 Αυγούστου 1922 (παλαιό ημερολόγιο), ο Κεμάλ έφθασε μυστικά στο Ακσεχίρ, όπου ανέλυσε στους διοικητές το σχέδιο επίθεσης και καθόρισε ως ημέρα έναρξης της επίθεσης τη 13η Αυγούστου 1922. Μετά την ολοκλήρωση με κάθε μυστικότητα των μετακινήσεων, στην περιοχή τού Αφιόν είχαν συγκεντρωθεί 15 μεραρχίες Πεζικού και τέσσερις μεραρχίες Ιππικού.
Από αυτές, νότια του ποταμού Ακάρ, όπου ήταν η κύρια προσπάθεια, συγκεντρώθηκαν 12 μεραρχίες Πεζικού και τέσσερις Ιππικού, με 200 ελαφρά και 62 βαριά πυροβόλα. Πίσω ακολουθούσε το Β΄ Σ.Σ. ως εφεδρεία και ένα έμπεδο 30 χιλιάδων στρατιωτών για την άμεση αναπλήρωση των απωλειών. Από τη σύγκριση των δυνάμεων στην περιοχή της κύριας προσπάθειας, προκύπτει υπεροχή των Τούρκων κατά 57 τάγματα και 67 ίλες.
Τουρκική Επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922
Το σχέδιο του Τουρκικού επιτελείου περιελάμβανε επίθεση για καθήλωση των Γ΄ και Β΄ Σ.Σ. και κύρια επίθεση νότια του ποταμού Ακάρ με την 1η Στρατιά, για διάρρηξη της τοποθεσίας και εισχώρηση στα μετόπισθεν με το Ιππικό για την καταστροφή των συγκοινωνιών και τη διακοπή των επικοινωνιών. Η Ελληνική στρατιά και ιδιαίτερα το Α΄ Σ.Σ. είχαν μεν αιφνιδιαστεί στρατηγικά ως προς το μέγεθος των δυνάμεων και τη θέση της κυρίας προσπάθειας, όχι όμως τακτικά ως προς το χρόνο της επίθεσης. Η εχθρική επίθεση άρχισε στις 05:00 της 13ης Αυγούστου με σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού και στις 05:30 με βολές καταστροφής με ταυτόχρονη προχώρηση του πεζικού.
Την προηγούμενη νύκτα, 12 - 13 Αυγούστου, το Ε΄ Σώμα Ιππικού, που είχε προωθηθεί, κατόρθωσε να προωθηθεί στο κενό του Τσαΐ Χισάρ χωρίς αντίδραση και με την έναρξη της επίθεσης βρέθηκε στα μετόπισθεν των αμυνομένων δυνάμεων. Τούτο αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες διάσπασης του μετώπου. Η κύρια προσπάθεια της 1ης Τουρκικής Στρατιάς (διοικητής ήταν ο Νουρεντίν Πασά, που είχε εκδιωχθεί από τη Σμύρνη το Μάιο του 1919) κατευθυνόταν προς το δεξιό της 4ης Μεραρχίας και στο αριστερό της 1ης, δηλαδή στο κενό τού Καγιάντιπι.
Μετά από σκληρό αγώνα με υπεροχή του τουρκικού Πυροβολικού, οι Τούρκοι πέτυχαν εισχώρηση με το Ιππικό στα μετόπισθεν, διακοπή των επικοινωνιών και της σιδηροδρομικής γραμμής, κατάληψη της πρώτης γραμμής χαρακωμάτων σε Μπελέντεπε, Τινάστεπε, Κιρτζάασλαν και τις προωθημένες θέσεις στο Καλετζίκ, όπου είχε αναλάβει τη διοίκηση ο Πλαστήρας. Στην Ελληνική πλευρά, το Α΄ Σ.Σ. στις 16:20 πληροφορήθηκε την εισχώρηση του Τουρκικού Ιππικού, είχε διαθέσει όλες τις εφεδρείες του και ζήτησε από τη Στρατιά, η οποία αρνήθηκε διότι είχε διατάξει αντεπίθεση με το Β΄ Σ.Σ., που ουδέποτε έγινε. Όπως δεν έγινε και η αντεπίθεση της 1ης και 2ης Μεραρχιών στα πλευρά, αλλά ούτε και του Πλαστήρα τη νύκτα για ανακατάληψη του Καλετζίκ.
Από το πρωί της 14ης Αυγούστου ξεκίνησε εκ νέου η Τουρκική επίθεση και μέχρι την 09:00 ώρα ο εχθρός κατέλαβε το ύψωμα 1310, ουδεμία αντεπίθεση από Ελληνικής πλευράς εκτοξεύτηκε και τα τμήματα από το Καλετζίκ οπισθοχώρησαν ατάκτως προς το χωριό Έρικμαν, εγκαταλείποντας τα πυροβόλα, αφού προηγουμένως είχαν αφαιρέσει τα κλείστρα. Στον τομέα της 1ης Μεραρχίας, το αριστερό της (Τιλκί Κιρί Μπελ) κλονίστηκε και τα τμήματα υποχώρησαν άτακτα προς την πεδιάδα του Μπαλ Μαχμούτ, το δεξιό της κρατούσε (Χασάν Μπελ) λόγω της σθεναρής αντίστασης των τμημάτων του 5ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας.
Η μη επίτευξη της κατάληψης του Χασάν Μπέλ από την 57η Τουρκική Μεραρχία οδήγησε το συνταγματάρχη Ρεσάτ στην αυτοκτονία. Στο στρατηγείο του Τρικούπη στις 10:00 η κατάσταση παρουσιαζόταν από πληροφορίες και από επιτελείς της 4ης Μεραρχίας τραγική και μη αναστρέψιμη και λόγω μη ύπαρξης άλλης εφεδρείας, αναγκάστηκε να εκδώσει διαταγή σύμπτυξης στη γραμμή Ντουζ Αγάτς - Αϊβαλί - Μπαλ Μαχμούτ - Κιοπρουλού - Καζλί Γκιολ Χαμάμ, η οποία δε λήφθηκε από την 1η Μεραρχία λόγω διακοπής των επικοινωνιών. Η τελευταία είχε ήδη συμπτυχθεί ανοργάνωτα μαζί με την 7η Μεραρχία, χωρίς διαταγή.
Κατά την κατάληψη της γραμμής σύμπτυξης, που είχε καθορίσει το Α΄ Σ.Σ. λόγω πολλών και διαφόρων παραγόντων, με βασικότερο την επιθυμία για φυγή, πραγματοποιήθηκαν συνεχή σφάλματα, λόγω της έλλειψης συνεργασίας μεταξύ των σχηματισμών και μονάδων και της συνεχούς παρουσίας του Τουρκικού Ιππικού, το οποίο στράφηκε προς Βορρά κατά των νώτων των συμπτυσσόμενων Ελληνικών μονάδων. Το κυριότερο όμως ήταν η μη κατάληψη από το απόσπασμα Πλαστήρα της θέσης που καθορίστηκε (νότια χωριού Κιοπρουλού), η προχώρησή του δυτικά και η μη επίτευξη σύνδεσης με το απόσπασμα Λούφα.
Το κενό των πέντε χιλιομέτρων που δημιουργήθηκε, καταλήφθηκε από τον εχθρό και την επομένη με την έναρξη της σύμπτυξης της 4ης Μεραρχίας, αυτή αιφνιδιάστηκε και διασπάστηκε, με αποτέλεσμα να διασπαστεί το σύνολο των δυνάμεων, στην Ομάδα Τρικούπη που κινήθηκε προς Βορρά και στην Ομάδα Φράγκου, που κινήθηκε νότια, ασύντακτα και χωρίς επαφή με την άλλη ομάδα, όπου ήταν και ο διοικητής τους, ο στρατηγός Τρικούπης. Η ομάδα του Τρικούπη, αφού έδωσε ανεπιτυχώς τη μάχη του Ιλπμουλάκ - Χαμούρκιοϊ στις 16 Αυγούστου, συνέχισε την πορεία της δυτικά και εγκλωβίστηκε στην κοιλάδα τού Αλή Βεράν.
Εκεί στις 17 Αυγούστου έδωσε την τελευταία άνιση μάχη με περίπου έξι χιλιάδες άνδρες κατά τριών Τουρκικών σωμάτων στρατού υπό την παρουσία τού Κεμάλ. Τελικά τη νύκτα ξέφυγε από τον κλοιό για να οδηγηθεί αργότερα στην αιχμαλωσία. Η Ομάδα Φράγκου κινήθηκε προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, ακολουθούμενη από τους Έλληνες της Ιωνίας που εγκατέλειπαν τις εστίες των για να αποφύγουν τους Τσέτες που ρήμαζαν τα πάντα στο πέρασμά τους και τους Έλληνες λιποτάκτες στρατιώτες που τους συναγωνίζονταν στη θηριωδία κατά των Τούρκων κατοίκων.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1922, ώρα 13:15, το τελευταίο Ελληνικό τμήμα επιβιβαζόταν στον Τσεσμέ και οι μυημένοι αξιωματικοί με αρχηγό τον Πλαστήρα είχαν ήδη σχεδιάσει το Εθνικό Κίνημα κατά της νόμιμης κυβέρνησης. Η καταδίωξη του Τούρκων δεν ήταν αποφασιστική, αυτούς τους ενδιέφερε η κατάληψη της Σμύρνης και η εξαφάνιση κάθε μη Τουρκικού ίχνους της πόλης, και το πέτυχαν με την πυρκαγιά και την ολοκληρωτική καταστροφή της Ελληνικής, αρμένικης και Φράγκικης συνοικίας, εξαφανίζοντας τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τής «Γκιαούρ Ιζμίρ» και μετατρέποντας το «στολίδι της Ιωνίας» σε μία ανατολίτικη πόλη.
Συμπεράσματα
Η διάσπαση του μετώπου τού Αφιόν, που έφερε την πλήρη αποσύνθεση του Ελληνικού στρατού και την ήττα και οδήγησε στη βίαια έξοδο του χριστιανικού πληθυσμού της Ιωνίας (Ελλήνων και Αρμενίων), οφείλεται στους διάφορους παράγοντες που αναπτύχθηκαν παραπάνω, αλλά πρωτίστως στην:
- Ανάληψη εκ μέρους της χώρας μας μιας αποστολής χωρίς μελέτη, σχεδιασμό, την εξασφάλιση ουσιαστικής υποστήριξης εκ μέρους των συμμάχων και χωρίς βαθειά γνώση των επιδιώξεών τους στην περιοχή.
- Στρατιωτική και οικονομική, με την πάροδο του χρόνου, αδυναμία της χώρας να ολοκληρώσει το έργο στο πεδίο της μάχης.
- Στην έλλειψη πολιτικής τόλμης της κυβέρνησης που προέκυψε με τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, να αποχωρήσει από τη Μικρά Ασία, διασώζοντας το Ελληνικό στοιχείο της Ιωνίας από την εκδίωξη και την καταστροφή και την ανατολική Θράκη από την Τουρκική κυριαρχία.
- Τις πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες θα πρέπει σε κρίσιμες εθνικά καταστάσεις να παραμερίζουν το κομματικό συμφέρον, θέτοντας πάνω απ’ όλα το εθνικό συμφέρον.
- Τις Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες θα πρέπει να μένουν πολιτικά ανεπηρέαστες στην εκτέλεση της αποστολής, μη επιτρέποντας (κυβέρνηση και στρατιωτική ηγεσία) το πολιτικό φρόνημα να αποτελεί οδηγό στο χειρισμό του προσωπικού αφήνοντας στο περιθώριο την αξιοκρατία, τις ικανότητες και την προσωπικότητα του στελέχους.
Ήδη από τις αρχές του 1922 ήταν φανερό ότι οι Τούρκοι θα έστρεφαν την προσοχή τους στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ, καθώς εκεί μπορούσαν να συγκεντρώσουν πιο εύκολα τα στρατεύματά τους. H βόρεια πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι τον Σαγγάριο ελεγχόταν από τις Ελληνικές δυνάμεις. Δευτερεύουσα επιλογή για τον Κεμάλ ήταν το κέντρο εφοδιασμού του Εσκί Σεχίρ και οι συγκοινωνίες στον άξονα Σμύρνη - Προύσα. Εκτιμώντας την κατάσταση, η Ελληνική διοίκηση της Στρατιάς προσπάθησε να μεταφέρει κάποιες δυνάμεις από το Βόρειο στο Νότιο Συγκρότημα.
H έγκαιρη όμως μετακίνηση αποδείχτηκε ιδιαίτερα δυσχερής, λόγω των ορεινών όγκων του Ολύμπου και του Μουράτ Νταγ που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα. Στο πλαίσιο της προσπάθειας για μεταφορά δυνάμεων προς Νότο διετάχθησαν η 9η, η 12η και η Ανεξάρτητη Μεραρχία να μετακινηθούν. O νέος αρχιστράτηγος Χατζανέστης αντελήφθη την αδυναμία του τομέα Αφιόν, που αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο με το Εσκί Σεχίρ. H Ελληνική διοίκηση όμως, υπέπεσε σε ένα τραγικό λάθος ως προς τον υπολογισμό των Τουρκικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο Τουρκικός στρατός διέθετε 87.500 τυφέκια και 203 πυροβόλα, έναντι 98.500 και 412 των αντίστοιχων Ελληνικών.
Στην πραγματικότητα όμως ο αριθμός των Τουρκικών ανερχόταν σε 110.000 τυφέκια και 350 πυροβόλα. H ενδεχόμενη κατάληψη του Αφιόν θα είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση του Ελληνικού μετώπου. H αμυντική τοποθεσία του Αφιόν άφηνε εκτεθειμένες τις Ελληνικές δυνάμεις στο Τουρκικό πυροβολικό. O τομέας ευθύνης του B' Σώματος Στρατού (2η, 7η, 9η και 13η Μεραρχία) στην Κιουτάχεια και στο Ουσάκ, λόγω της απόστασης των σιδηροδρομικών γραμμών, αποτελούσε για τους Τούρκους το λιγότερο πιθανό σημείο επίθεσης. Χωρίς κάποια σοβαρή εξέλιξη στη διαμόρφωση του μετώπου, στα τέλη Αυγούστου του 1922 η Ελληνική διοίκηση έκανε ένα ακόμη σοβαρό λάθος.
Θεώρησε ότι δεν θα εκδηλωνόταν η Τουρκική αντεπίθεση αφού είχε σχεδόν παρέλθει η θερινή περίοδος. Tο πρωί, όμως, της 26ης Αυγούστου ο Κεμάλ διέταξε επίθεση και το Τουρκικό πυροβολικό σφυροκόπησε την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και συγκεκριμένα στα νότια του ποταμού Ακάρ. H 1η και 4η Μεραρχία του A' Σώματος δέχθηκε σφοδρό βομβαρδισμό, καθώς το Ελληνικό πυροβολικό, το οποίο ήταν κατανεμημένο σε όλο το μέτωπο, δεν μπόρεσε να αντιδράσει. O αιφνιδιασμός όμως της διοίκησης του A' Σώματος οφειλόταν στην ταχύτατη διείσδυση του Τουρκικού 5ου Σώματος Ιππικού στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων στο Αφιόν Καραχισάρ.
Tο Τουρκικό ιππικό, υπό τον Φαχρεντίν Αλτάι, είχε καταφέρει να προελάσει, χωρίς να γίνει αντιληπτό, τη νύχτα της 25ης, να αναπτυχθεί 50 χιλιόμετρα ανατολικά του Τουμλού Μπουνάρ και να καταστρέψει τη σιδηροδρομική γραμμή και τις τηλεφωνικές αρτηρίες, αποκόπτοντας εντελώς τα δύο Ελληνικά συγκροτήματα. H σύγχυση της διοίκησης της Στρατιάς είναι εμφανής από την αδράνεια του B' Σώματος, το οποίο βρισκόταν απέναντι στο ασθενέστερο Τουρκικό σημείο και από την τραγική καθυστέρηση της μετακίνησης της 9ης Μεραρχίας προς ενίσχυση της άμυνας του Αφιόν.
Σύμφωνα με μαρτυρίες του ίδιου του Αλτάι, αν είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα η σύμπτυξη των Ελληνικών δυνάμεων στο Τουμλού Μπουνάρ, σύμφωνα με το σχέδιο του Χατζανέστη, οι Τούρκοι θα είχαν βρεθεί σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Μόλις την αυγή της 2ης ημέρας πραγματοποιήθηκε η σύμπτυξη του A' Σώματος, κάτι που πανικόβαλε το Χριστιανικό πληθυσμό (κυρίως Αρμενικός) του Αφιόν Καραχισάρ. H Τουρκική διείσδυση είχε σκοπό να εμποδίσει την προς Κιουτάχεια βόρεια υποχώρηση και έτσι οι δυνάμεις του A' Σώματος, υπό τον N. Τρικούπη, αποκόπηκαν οριστικά από το B' Σώμα.
Λόγω της κυκλωτικής κίνησης των Τούρκων, η υποχώρηση της 4ης, 5ης και 13ης Μεραρχίας ήταν τόσο εσπευσμένη, ώστε υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα βαρέα πυροβόλα. Στις 30 Αυγούστου δόθηκε η τελευταία μάχη του Ελληνικού στρατού στη M. Ασία, στο Αλή Βεράν. Σε μια περιοχή λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Ουσάκ, πάνω στο δρόμο ανάμεσα στους δύο ορεινούς όγκους του Μουράτ Νταγ και του Ακάρ Νταν, τα υπολείμματα των τεσσάρων μεραρχιών του Τρικούπη (4η, 9η, 12η και 13η Μεραρχία) αγωνίστηκαν περικυκλωμένα με απαράμιλλο ηρωισμό.
H Τουρκική 2η Στρατιά, υπό τον στρατηγό Νουρεντίν, επιτέθηκε κατά μέτωπο, ενώ η 1η, υπό τον ίδιο τον Κεμάλ, βρισκόταν στα νώτα του δεξιού Ελληνικού πλευρού, στην περιοχή του Σαλκιόι. Oι οκτώ Τουρκικές μεραρχίες επιτέθηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες στο σύνολό τους δεν ξεπερνούσαν τη μία μεραρχία. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ο Τρικούπης διέταξε τους άνδρες της 12ης Μεραρχίας να κινηθούν βορειοανατολικά ως εμπροσθοφυλακή, αλλά δέχθηκε καταιγισμό πυρών από το Τουρκικό πυροβολικό. Aπό εκείνη τη στιγμή, η απεμπλοκή του Ελληνικού στρατού από την M. Aσία κατέστη αναπόφευκτη.
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑ ''Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΜΥΡΙΩΝ'' 16 - 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1922
ΟΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΤΟΥ ΜΟΥΔΡΟΥ
Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τους Βαλκανικούς Πολέμους την περίοδο 1912 - 13 που αποσκοπούσαν στην απελευθέρωση των Ελλήνων από τον Τουρκικό ζυγό, οι Έλληνες που απελευθερώθηκαν δεν υπερέβαιναν τα δύο εκατομμύρια, ενώ αυτοί που βρίσκονταν ακόμα μέσα στα όρια του Οθωμανικού κράτους ήταν περισσότεροι. Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάς και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανήκαν σε διαφορετικές συμμαχίες. Το τέλος του πολέμου βρήκε την Ελλάδα με το μέρος των νικητών, ενώ οι Οθωμανοί ήταν ξανά οι χαμένοι. Η ανακωχή του Μούδρου που υπεγράφη στις 17 Οκτωβρίου του 1918, έθεσε τέρμα στις πολεμικές επιχειρήσεις των συμμάχων κατά των Οθωμανών.
Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, η δύναμη του Οθωμανικού στρατού θα μειωνόταν και τα όπλα και τα πυρομαχικά του θα παραδίδονταν στους συμμάχους. Ενώ ο έλεγχος των στενών εξασφαλιζόταν με την παρουσία των συμμάχων στην Κωνσταντινούπολη, δεν ελήφθη καμία μέριμνα για τον αφοπλισμό των Οθωμανών που είχαν διασκορπιστεί στη Μικρά Ασία. Μετά την ανακωχή, συμμαχικά πλοία άρχισαν να καταφθάνουν στον κόλπο της Σμύρνης. Το πρώτο Ελληνικό πολεμικό πλοίο που έφθασε στη Σμύρνη ήταν το αντιτορπιλικό Λέων και στη συνέχεια έφθασαν βοηθητικά καράβια που μετέφεραν κλιμάκιο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Στις αρχές του 1919 κατέπλευσαν αρκετά συμμαχικά πλοία καθώς και μοίρα του Ελληνικού στόλου με ναυαρχίδα το καταδρομικό «Αβέρωφ». Μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τον Ελληνικό Στρατό, ακολούθησε η διεύρυνση του προγεφυρώματος και η κατοχή της δυτικής Μικράς Ασίας από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες υποχρεώθηκαν να δώσουν πολλές μάχες εναντίον των δυνάμεων του Μουσταφά Κεμάλ. Τον Αύγουστο του 1922, η Στρατιά Μικράς Ασίας αποτελούμενη από τα Α', Β' και Γ' Σώματα Στρατού και την Ανώτερη Γενική Στρατιωτική Διοίκηση, κατείχε μια γραμμή που άρχισε από την Κίο (Γκέμλικ) της Προποντίδας, προχωρούσε ανατολικά του Εσκί Σεχίρ και συνέχιζε νότια προς Σεγίτ Γκαζί και Αφιόν Καρά Χισάρ.
Η γραμμή νότια του Αφιόν Καρά Χισάρ έκαμπτε προς Δυσμάς, ακολουθώντας δε τη δεξιά όχθη του ποταμού Μαιάνδρου κατέληγε στις εκβολές του στο Αιγαίο. Από τα τρία Σώματα Στρατού, το Γ' Σώμα, υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Π. Σουμίλα, κατείχε το βόρειο τμήμα του μετώπου, ενώ το στρατηγείο του έδρευε στο Εσκί Σεχίρ. Αποτελείτο από 4 μεραρχίες, την ΙΙΙ, τη Χ, την ΧΙ και την Ανεξάρτητο Μεραρχία, οι οποίες βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Η ΧΙ Μεραρχία κατείχε τον τομέα από τον κόλπο της Κίου (Γκέμλικ) έως το Μπιλετσίκ. Η ΙΙΙ Μεραρχία κατείχε τον τομέα Μπόζ Νταγ-Πόρσουκ.
Η Χ Μεραρχία κατείχε τον τομέα από τον ποταμό Πόρσουκ έως τον Αβντάν - Μπαρτακτσί ποταμό, ενώ η Ανεξάρτητη Μεραρχία κατείχε τον τομέα από το Σεγίτ Γκαζί έως το Άκ Ιν. Το Β' Σώμα Στρατού, υπό τη διοίκηση του Υποστράτηγου Κ. Διγενή, ήταν συγκεντρωμένο στην περιοχή Εϋρέτ - Ντογιέρ, αποτελείτο δε από τις μεραρχίες ΙΙ, VΙΙ, ΙΧ και ΧΙΙΙ. Το Α' Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του Υποστράτηγου Ν. Τρικούπη είχε το στρατηγείο του στο Αφιόν Καρά Χισάρ και αποτελείτο από τις μεραρχίες I, IV, V και ΧΙΙ, εξασφάλιζε δε την «εξέχουσα» του Αφιόν, από το Αγιάζ Ιν Ντερέ στο Βορρά, έως το Τοκλού Τεπέ στα δυτικά .
Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ
Η Ανεξάρτητη Μεραρχία συγκροτήθηκε τον Ιούλιο του 1921 και έδρασε κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922. Κατά την οπισθοχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων και πλήρως αποκομμένη από τους υπόλοιπους στρατιωτικούς σχηματισμούς που επιχειρούσαν στην Μικρά Ασία, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες αντιμετωπίζοντας άτακτες, αλλά και οργανωμένες μονάδες του εχθρού. Διένυσε πάνω από 630 χιλιόμετρα μέσα σε εχθρικό έδαφος έχοντας υπό την διοίκηση της μόνο δύο συντάγματα πεζικού και μία τεράστιου μεγέθους εφοδιοπομπή. Μετά από 17 ημέρες συντεταγμένης οπισθοχώρησης, με μέσο όρο 14 ώρες πορεία την ημέρα, έφτασε στην Δεκελή όπου επιβιβάστηκε σε πλοία και μεταφέρθηκε στην Μυτιλήνη.
Οι λόγοι συγκρότησης της Ανεξάρτητης Μεραρχίας ήταν η ανάγκη δημιουργίας ενός επίλεκτου, στρατιωτικού σχηματισμού, ο οποίος θα αναλάμβανε υψηλής σημασίας επιχειρήσεις και συγκεκριμένα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο τίτλος Ανεξάρτητη Μεραρχία ήταν προσωρινός. Οι πιο πιθανοί οριστικοί τίτλοι ήταν «Μεραρχία Κωνσταντινουπόλεως» ή «Μεραρχία Παλαιολόγου», λόγω του ότι είχαν επιλεγεί για την στελέχωσή της επίλεκτοι αξιωματικοί, επικρατέστερος τίτλος ήταν και «Μεραρχία Επίλεκτων». Στις 29 / 06 / 1921 εξεδόθη, από το τότε Υπουργείο Στρατιωτικών, η υπ’ αρθ. Ε.Π.Ε. 235 - 29 / 06 / 1921 για την συγκρότηση της Μεραρχίας.
Στις 6η Ιουλίου 1921 η Ανεξάρτητη Μεραρχία ήταν έτοιμη, υπαγόμενη στην Στρατιά Θράκης - Μακεδονίας και αποτελούμενη κυρίως από οπλίτες κλάσεων 1912 - 1921 και μερικούς από τις κλάσεις 1903 - 1904. Παρ' όλη την αρχική σκέψη της συγκροτήσεως της Μεραρχίας για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και τις σχετικές με την αποστολή προετοιμασίες, η διαταγή δεν εξεδόθη ποτέ. Αντιθέτως στις 04 / 08 / 1921 το Υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε την Ανεξάρτητη Μεραρχία να μεταβεί στο Γκέμλικ (Κίο) στις Ασιατικές ακτές του Μαρμαρά προκειμένου να προωθηθεί στο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο) όπου και έφτασε στις 02 / 09 / 1921 και εντάχθηκε στην δύναμη του Γ' Σώματος Στρατού.
Στις 08 / 09 / 1921 Η Ανεξάρτητη Μεραρχία διετάχθη να κινηθεί ανατολικά με τομέα επιχειρήσεων από την κωμόπολη Σεγίτ Γκαζί (ή Σεϊντή Γαζή) έως το Άκ Ιν. Η Μεραρχία ανακατέλαβε αυτήν την κωμόπολη που ήταν υπό Τουρκική κατοχή και εγκατέστησε ισχυρή αμυντική γραμμή. Εν τω μεταξύ η διοικητική της σύνθεση είχε μεταβληθεί και το τελικό επιτελείο της Μεραρχίας το 1922 απετελείτο από τον Μέραρχο Θεοτόκη Δημήτριο, Συνταγματάρχη τον Επιτελάρχη Μομφεράτο Γ., τον αρχηγό πεζικού Κωνσταντίνου Ι. και τον Αρχηγό πυροβολικού Γαρέζο, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Μαυρογένους Σ.
Διοικητής του 51ου Συντάγματος Πεζικού ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Τσιπούρας Ν., της Μοίρας του ορειβατικού πυροβολικού ο Ταγματάρχης Κολομβότσος Ν. και της Μοίρας Σκόντα ο Ταγματάρχης Κ. Τότσιος. Το 52ο Σύνταγμα στις 16 / 08 / 1922 εξήλθε της Μεραρχίας και ενσωματώθηκε στο Γ' Σώμα Στρατού. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε στη Μικρά Ασία με αργοπορία. Είχε συγκροτηθεί στη Θράκη τον Ιούλιο του 1921 για να συμμετάσχει στην κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Πρώτος διοικητής ήταν ο Υποστράτηγος Γ. Λεοναρδόπουλος. Η Μεραρχία αποτελείτο από τα 1ο, 2ο και 3ο Συντάγματα Πεζικού, μια μοίρα πεδινού και μια ορεινού πυροβολικού.
Στις 04 / 08 / 1921 το Υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε τη Μεραρχία να μετασταθμεύσει στο Γκέμλικ (Κίο), στις Ασιατικές ακτές του Μαρμαρά. Η Μεραρχία μεταφέρθηκε γύρω στις 10 Αυγούστου στο Γκέμλικ και μετά προωθήθηκε προς το Εσκί Σεχίρ, όπου και έφθασε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1921. Εκείνη την περίοδο η κατάσταση που επικρατούσε στο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο) ήταν εξαιρετικά δυσάρεστη. Στην πόλη βρίσκονταν πολυάριθμοι τραυματίες, ξαπλωμένοι στα πεζοδρόμια, αναμένοντας καρτερικά την μεταφορά τους στα νοσοκομεία της Προύσας. Λίγο αργότερα, έφθασε εκεί και παρέμεινε για μικρό διάστημα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Χαρακτηριστικό της επικρατούσας κατάστασης ήταν τα κουφάρια των αλόγων που κείτονταν μέσα στην ίδια την πόλη, ακόμη και μπροστά στο βασιλικό οίκημα. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία μετά την άφιξή της διετάχθη να κινηθεί ανατολικά για να εκδιώξει μια εχθρική φάλαγγα και να εκκαθαρίσει την περιοχή από τον εχθρό. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1921 η Μεραρχία πορεύτηκε προς την κωμόπολη Σεγίτ Γκαζί (Seyit Gazi), η οποία βρισκόταν υπό Τουρκική κατοχή. Μετά από σκληρή μάχη η Μεραρχία κατόρθωσε να ανακαταλάβει την κωμόπολη με βαριές απώλειες που έφθασαν τους εκατό νεκρούς και τραυματίες.
Κατά τη διάρκεια της μάχης αυτής, εμφανίστηκε τυχαία και το Σώμα Στρατού που ήταν υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Ανδρέα, δίχως ωστόσο να συμμετάσχει στη μάχη. Κατά την παραμονή της Μεραρχίας στην περιοχή Σεγίτ Γκαζί, οι αξιωματικοί των πυροβολαρχιών οργάνωσαν στα υψώματα θέσεις ουλαμών, από τις οποίες ορισμένες είχαν διαρκώς τεταγμένα τα πυροβόλα για βολές κατά του εχθρού. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία είχε οργανώσει τρεις γραμμές αμύνης και ενεργούσε επιδρομές στο εχθρικό έδαφος για να συλλέξει πληροφορίες. Επιπλέον, στον τομέα που επιτηρούσε, είχε οργανώσει ισχυρή άμυνα με χαρακώματα, καταφύγια, συρματοπλέγματα, πυροβολεία και παρατηρητήρια.
Οι άνδρες της Μεραρχίας το Μάιο του 1922 ανακάλυψαν χάρτες και επιστολές που μεταφέρονταν από έναν Οθωμανό, με παραλήπτη τη σπιτονοικοκυρά του Έλληνα Μεράρχου, η οποία όπως πιθανολογείται ήταν κατάσκοπος των Τούρκων. Από την Άνοιξη του 1922, επάνω από την περιοχή που κατείχε η Μεραρχία πετούσαν συνεχώς εχθρικά αεροπλάνα, εναντίον των οποίων είχαν διαταχθεί να βάλλουν δύο ουλαμοί πυροβολικού. Μια ή δυο φορές τα αεροπλάνα είχαν ρίψει και βόμβες. Όταν ένα από αυτά κατέπεσε, οι δύο Τούρκοι αξιωματικοί που επέβαιναν σε αυτό το έκαψαν για να μην πέσει στα χέρια των Ελλήνων.
Στην πρώτη γραμμή της προκάλυψης, το πεζικό της Μεραρχίας παρέμενε κάτω από στέγαστρα κοντά στα χαρακώματα. Επίσης, υπήρχαν αρκετά καταφύγια για την προφύλαξη των οπλιτών από τους εχθρικούς βομβαρδισμούς. Τα κέντρα αντιστάσεως φράσσονταν από το εχθρικό έδαφος με πολλαπλές γραμμές συρματοπλεγμάτων, ενώ η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και στους τομείς των άλλων Μεραρχιών. Στην Ανεξάρτητη Μεραρχία, όπως συνέβαινε και στις άλλες Μεραρχίες που είχαν αναλάβει την προκάλυψη του Μικρασιατικού εδάφους, επειδή οι αποστάσεις από τα κέντρα ανεφοδιασμού ήταν μεγάλες, οι άνδρες υπέφεραν μόνιμα από κακή διατροφή, ελλιπή ιματισμό και κακή υπόδηση.
Πόροι επιτόπια δεν υπήρχαν, επειδή η γη στις πρώτες γραμμές του μετώπου παρέμενε ακαλλιέργητη. Η εφαρμοζόμενη παθητική άμυνα, έχοντας υπερχρονίσει, επέφερε τα αναμενόμενα κακά αποτελέσματα. Η διαρκής αμυντική οργάνωση, η φύλαξη των απομεμακρυσμένων εδαφών της Μικράς Ασίας και η αδυναμία εξασφάλισής τους, σήμαινε ότι η τελική γραμμή υποχώρησης του Ελληνικού Στρατού, όταν σημειωνόταν η εχθρική επίθεση, θα ήταν οι ακτές του Αιγαίου. Οι οπλίτες, μολονότι είχαν μεγάλες οικογενειακές ανάγκες, ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται συνεχώς στα μέτωπα για να πολεμούν, δίχως την ελπίδα ότι τα βάσανά τους κάποτε θα έληγαν και οι κόποι τους δεν θα πήγαιναν χαμένοι.
Αλλά και οι διάφορες πολιτικές και καθεστωτικές διαμάχες που συνέχιζαν να ταλαιπωρούν την Ελλάδα από το 191 είχαν συντελέσει στη μείωση της μαχητικότητας και αγωνιστικότητας του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος βρισκόταν σε εκείνο το αφιλόξενο μέτωπο. Ωστόσο, αυτοί που έμεναν στις πόλεις της Ιωνίας περνούσαν άνετα τις ημέρες τους, αφού είχαν και την περιποίηση των φιλόξενων Ελλήνων κατοίκων της Ιωνίας. Όσοι δε αξιωματικοί ήταν νυμφευμένοι, είχαν μεταφέρει εκεί και τις οικογένειές τους. Στη Σμύρνη παρέμενε η Στρατιά και το Επιτελείο της, ενώ στις άλλες πόλεις του εσωτερικού της Μ. Ασίας έμεναν οι διάφοροι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί.
Οι οποίοι αξιωματικοί πίστευαν, ότι η κατάσταση που επικρατούσε στα χαρακώματα της Μ. Ασίας ήταν ρόδινη και ως τέτοια την περιέγραφαν στις εκθέσεις τους προς την προϊστάμενή τους αρχή. Εξάλλου οι ανώτατες διοικήσεις δεν έρχονταν σε συχνή επαφή με τους μαχητές. Μόνον ο τελευταίος Αρχιστράτηγος, Γ. Χατζανέστης, είχε εκτελέσει γενική επιθεώρηση του μετώπου, η οποία είχε συντελέσει στη βελτίωση της κατάστασης. Επίσης, είχε βελτιωθεί η πειθαρχία του στρατού και είχαν αποσταλεί τρόφιμα, ρούχα και υποδήματα. Όμως αυτές οι επισκέψεις, όπως και αυτές των διοικητών Σωμάτων και Μεραρχιών, δεν ήταν τόσο συχνές όσο θα έπρεπε.
Επιπλέον, στην Αθήνα είχαν συγκεντρωθεί πολλοί μάχιμοι αξιωματικοί, χωρίς να υπάρχει λόγος, ενώ άλλοι που δεν είχαν ποτέ πολεμήσει, είχαν αναλάβει τις πιο εμπιστευτικές θέσεις στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Όλα τα παραπάνω είχαν κλονίσει τον ενθουσιασμό και την πίστη των ανδρών, οι οποίοι βρίσκονταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή και υφίσταντο πολλές στερήσεις. Ωστόσο εκτελούσαν το καθήκον τους και, όπου διοικούνταν καλά, αντεπεξήλθαν άριστα σε όλες τις δυσχέρειες της εκστρατείας. Κατά την παραμονή της Ανεξάρτητης Μεραρχίας στο Σεγίτ Γκαζί και το Άκ Ιν, η αρχική σύνθεσή της είχε μεταβληθεί και είχαν τοποθετηθεί στη διοίκησή της άλλοι αξιωματικοί.
Το τελικό επιτελείο της Μεραρχίας το 1922 αποτελείτο από τον Μέραρχο Θεοτόκη Δημήτριο, Συνταγματάρχη, τον Επιτελάρχη Μομφεράτο Γ., τον αρχηγό πεζικού Κωνσταντίνου Ι. και τον Αρχηγό του πυροβολικού Γαρέζο, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Αν/χη Πυροβολικού Μαυρογένους Σ. Διοικητής του 1ου Συντάγματος πεζικού ήταν ο Αν/χης Κωνσταντίνου Ι., του 3ου Συντάγματος ο Αν/χης Τσίπουρας Ν., της Μοίρας ορειβατικού πυροβολικού ο Ταγματάρχης Ν. Κολομβότσος και της Μοίρας Σκόντα ο Ταγματάρχης Κ. Τότσιος. Το 2o Σύνταγμα είχε εξέλθει της Μεραρχίας και την 16η Αυγούστου του 1922 είχε ακολουθήσει το Γ΄ Σώμα Στρατού.
Στο μέτωπο της Μ. Ασίας, αριστερά της Ανεξάρτητης Μεραρχίας ήταν παρατεταγμένη η Δέκατη Μεραρχία Χ και δεξιά, αλλά σε μεγάλη απόσταση, η Ένατη ΙΧ. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο Μεραρχίες φυλασσόταν από ένα απόσπασμα της ΙΧ Μεραρχίας. Όταν ο τελευταίος Αρχιστράτηγος, Γ. Χατζανέστης, ανέλαβε τα καθήκοντά του, ενήργησε γενική επιθεώρηση την 7η Ιουλίου του 1922. Τότε, το κενό που υπήρχε ανάμεσα στο δεξιό της Ανεξάρτητης Μεραρχίας και του Σ.Σ. Ντογιέρ (Döger), μήκους 40 χλμ., είχε προξενήσει στον Αρχιστράτηγο πολύ κακή εντύπωση.
Πράγματι, στην αρχή της γενικής επίθεσης, δύο τουρκικές Μεραρχίες είχαν διεισδύσει στο κενό αυτό ανενόχλητες. Λίγο πριν τη γενική επίθεση των Τούρκων, είχε ανακηρυχτεί η αυτονομία της Φρυγίας, η οποία γιορτάστηκε σε διάφορες πόλεις και χωριά, με την αναγκαστική συμμετοχή και των Τούρκων χωρικών, οι οποίοι υποχρεώθηκαν τότε να χορέψουν τοπικούς χορούς υπό τους ήχους της Ελληνικής στρατιωτικής μπάντας.
ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΘΕΣΕΩΣ
O Τουρκıκός στρατός, στıς επıχεıρήσεıς του 1921 στο Σαγγάρıο καı μπροστά από την Άγκυρα, αφού κατόρθωσε καı απέφυγε την ήττα καı την καταστροφή, μπόρεσε καı κατήγαγε μıα καθαρή αμυντıκή νίκη, υποχρεώνοντας τıς Ελληνıκές δυνάμεıς να υποχωρήσουν. Το ηθıκό του Τουρκıκού στρατού είναı υψηλό καı οı προσπάθεıες ενίσχύσεώς του, με άνδρες καı υλıκά είναı συνεχείς. H Στρατıά της Μ. Ασίας, την 21η Ιουλίου 1922, υπολογίζεı τη δύναμή του σε 127.015 αξıωματıκούς καı στρατıώτες, 17.180 ıππείς με 686 - 692 πολυβόλα καı 210 - 224 πυροβόλα. Όλες οı ανωτέρω δυνάμεıς βρίσκονταı μπροστά από το Ελληνıκό μέτωπο.
Στα άλλα μέτωπα, Καυκάσου, Μεσοποταμίας καı Ευξείνου Πόντου βρίσκονταı άλλες 21.000 περίπου άνδρες. Την ίδıα εποχή η Στρατıά έχεı δύναμη 210.000 περίπου ανδρών. Από αυτούς λıγότεροı από τους μıσούς, περίπου 100.000 άνδρες, 1:819 ıππείς καı 400 περίπου πυροβόλα επανδρώνουν τη γραμμή αμύνης. Όλοı οı υπόλοıποı βρίσκονταı σε υπηρεσίες καı φρουρές των μετόπıσθεν καı σε καταδıωκτıκά αποσπάσματα των ανταρτών καı των ληστών. H δύναμη των Τουρκıκών μεραρχıών στον τομέα του Αφıόν υπολογίζεταı, κατά μέσον όρο σε 7.000 άνδρες στην κάθε μία. Από αυτούς σε 4.500 περίπου υπολογίζεταı η παρατακτή δύναμη της μεραρχίας.
Άλλοı 1.000 περίπου υπηρετούν στο πυροβολıκό καı στıς δıάφορες υπηρεσίες της δευτέρας γραμμής, ενώ 1.500 περίπου είναı άοπλοı καı προορίζονταı να καλύψουν τα κενά από απώλεıες της μεραρχίας. Εκείνο που υπάρχεı σε αφθονία στıς Τουρκıκές μεραρχίες είναı ο αρıθμός των αξıωματıκών. Συνήθως περıσσεύουν καı ένας μεγάλος αρıθμός τους είναı έτοıμος να καλύψεı τα λόγω απωλεıών κενά. Oπως είχε προβλέψεı ο Επıτελάρχης Πάσσαρης, η Τουρκıκή προσπάθεıα στρέφεταı κατά του τομέα του Αφıόν. H σıδηροδρομıκή γραμμή από το Ικόνıο εγγυάταı τον άνετο ανεφοδıασμό του στρατεύματος, ενώ τα υψώματα γύρω από το Αφıόν επıτρέπουν την κάλυψη μεγάλων δυνάμεων από την Ελληνıκή παρατήρηση.
Επί πλέον τα υψώματα αυτά προσφέρονταı γıα την κατασκευή παρατηρητηρίων καı Θέσεων πυροβολıκού. O Κεμάλ δεν τρέφεı αυταπάτες. Ξέρεı πολύ καλά τη δύναμη της Ελληνıκής Στρατıάς καı τη δıάταξή της. Γνωρίζεı επίσης πολύ καλά καı το αξıόμαχό της. H προσπάθεıά του στρέφεταı στην καταστροφή, αν μπορέσεı, του Α' Σώματος. Στα Τουρκıκά σχέδıα τονίζεταı ότı, μετά τη δıάσπαση του Ελληνıκού μετώπου, Τουρκıκές δυνάμεıς Θα καταλάβουν το Τουμλού Μπουνάρ, το οποίο ξέρεı ότı είναı αφύλαχτο, εμποδίζοντας την υποχώρηση προς Σμύρνη των Ελληνıκών δυνάμεων. O όγκος των Α' καı Β' Σωμάτων αναμένεταı να υποχωρήσεı προς Βορρά καı να ενωθεί με το Γ' Σώμα.
Τıς Ελληνıκές δυνάμεıς Θα ακολουθήσεı καı όλη η δύναμη του Τουρκıκού στρατού, ενώ λίγες, ελαφρές δυνάμεıς, κυρίως ιππικού, θα κατευθυνθούν προς τη Σμύρνη, ουσıαστıκά μόνο γıα αντıπερıσπασμό. H κατάληψη του Τουμλού Μπουνάρ καı ορεıνών όγκων βορείως του Αφıόν Θα επıτρέψεı στον Κεμάλ ν' αντıσταθεί σε Ελληνıκή αντεπίθεση. Αν, παρ' ελπίδα, το Α' Σώμα Στρατού στραφεί προς Τουρλού Μπουνάρ, αντί προς Βορρά Θα εκθέσεı το πλευρό του στıς επıτıθέμενες Τουρκıκές δυνάμεıς καı θα συντρıβεί. Γıα να κερδίσεı την σχεδıαζόμενη μάχη ο Κεμάλ επıτυγχάνεı τη μέγıστη δυνατή οıκονομία δυνάμεων.
Γνωρίζοντας από την εξαίρετη κατασκοπία του, που είχε πράκτορες ως καı μέσα στο Επıτελείο της Στρατıάς στη Σμύρνη, ότı ο Ελληνıκός Στρατός δεν σχεδıάζεı καμμία επıχείρηση μεγάλης κλίμακας, απογυμνώνεı τους άλλους τομείς του μετώπου του καı συγκεντρώνεı τον όγκο του στρατού του νοτίως του Αφıόν. 'Oλες οı υπόλοıπες δυνάμεıς δıατάσσονταı, με επıδεıκτıκές κıνήσεıς καı συνεχείς κρούσεıς, αφ' ενός μεν να δıατηρούν τη φυσıογνωμία του μετώπου, αφ' ετέρου δε να εμποδίσουν την κίνηση των ελληνıκών εφεδρεıών, καθηλώνοντας τıς μεραρχίες στη γραμμή αμύνης.
H επίθεση Θα δıεξαχθεί από την 1η Στρατıά, στη δύναμη της οποίας υπάγονταı τα Ι, ΙΙ, ΙV Σώματα Στρατού, το V Σώμα lππıκού, η 6η Ανεξάρτητη Μεραρχία Πεζıκού καı η 3η Μεραρχία lππıκού. Oı δυνάμεıς των τρıών Σωμάτων Στρατού, μαζί με την 6η Μεραρχία, περıλαμβάνουν 12 Μεραρχίες Πεζıκού υποστηρıζόμενες από 262 πυροβόλα. Το V Σώμα lππıκού περıλαμβάνεı 3 Μεραρχίες με 5.100 ıππείς καı 13 πυροβόλα. H 2α Στρατıά θα απασχολήσεı, με ıσχυρές επıθέσεıς το Ελληνıκό μέτωπο στην ανατολıκή πλευρά του Αφıόν. Γıα το σκοπό αυτό δıαθέτεı 5 Μεραρχίες Πεζıκού καı μία lππıκού.
H 1η Στρατıά θέτεı 9 Μεραρχίες Πεζıκού καı 3 Μεραρχίες lππıκού σε πρώτο κλıμάκıο καı 3 Μεραρχίες Πεζıκού σε δεύτερο κλıμάκıο. Από τıς 9 Μεραρχίες Πεζıκού, ο Κεμάλ, κάνοντας νέα οıκονομία δυνάμεων, θα κατευθύνεı στον τομέα που επıζητεί το ρήγμα τıς. H 6η Μεραρχία θα επıτεθεί εναντίον του ελληνıκού 1/38 Συντάγματος Ευζώνων στο Καραγκıοζελί, με σκοπό να καταλάβεı το Τουρλού Μπουνάρ. Oı υπόλοıπες μεραρχίες Θα επıτεθούν εναντίον του σημείου συνδέσεως των Ελληνıκών Ι καı ΙV Μεραρχıών. Την Τουρκıκή κρούση Θα δεχθεί το κέντρο καı το αρıστερό της Ι Μεραρχίας καı το κέντρο καı δεξıό της ΙV Μεραρχίας.
Το αρıστερό της ΙV Μεραρχίας Θα απασχολήσεı η τουρκıκή 9η Μεραρχία Πεζıκού. Το V Σώμα lππıκού θα περάσεı από το απλώς επıτηρούμενο κενό 15 χλμ. της Ι Μεραρχίας καı Θα καταστρέψεı τη σıδηροδρομıκή γραμή καı την τηλεφωνıκή καı τηλεγραφıκή επıκοıνωνία με τη Σμύρνη. Συνολıκά δıατίθενταı 63.000 ένοπλοı άνδρες καı 25.000 άοπλοı στο πρώτο κλıμάκıο καı άλλοı 13.500 ένοπλοı καı 7.500 άοπλοı στο δεύτερο κλıμάκıο. Την κρούση θα αντıμετωπίσουν συνολıκά, σ' όλο τον τομέα της επıθέσεως 12 τάγματα της Ι Μεραρχίας καı 12 τάγματα της ΙV Μεραρχίας. Από το απόγευμα Θα προστεθούν καı τα 9 τάγματα της VΙΙ Μεραρχίας.
Υπολογıζομένης της δυνάμεως των Ελληνıκών ταγμάτων εκείνη την εποχή σε 700 άνδρες κατά μέσον όρο, την Τουρκıκή επίθεση θα αντıμετωπίσουν 23.100 Έλληνες, υποστηρıζόμενοı κυρίως από ορεıβατıκό πυροβολıκό, εφ' όσον τό πεδıνό αντıμετωπίζεı δυσκολίες στην κίνησή του προς τους απεıλούμενους τομείς. Το αποτέλεσμα της μάχης που Θα αρχίσεı τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1922, είναı ορατό στα μάτıα καı του πλέον κακόπıστου παρατηρητή.
Η ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να διενεργήσουν γενική επίθεση, έκριναν σκόπιμη την πραγματοποίησή της στην «εξέχουσα» του Αφιόν Καρά Χισάρ και τοποθέτησαν το στρατό τους στην επιλεγείσα θέση, δίχως να ενοχληθούν καθόλου από τους Έλληνες. Η πρώτη παραπλανητική επίθεση εκδηλώθηκε στις 6 - 19 Αυγούστου του 1922, εναντίον του τομέα Μπουλαντάν, επιτηρούμενου από το 31ο Σύνταγμα της ΙΙ Μεραρχίας. Στις 04:30 της ίδιας ημέρας, Τουρκικές δυνάμεις από 800 ιππείς και 600 πεζούς με 4 πυροβόλα επιτέθηκαν κατά του προγεφυρώματος της Ορτάντζας και το κατέλαβαν, συνέλεξαν πολλά λάφυρα και αιχμαλώτισαν γυναίκες Ελλήνων αξιωματικών.
Η ανακατάληψη της Ορτάντζας επιτεύχθηκε στις 14 - 27 Αυγούστου, μια ημέρα μετά τη γενική επίθεση των Τούρκων στο Αφιόν Καρά Χισάρ. Η δεύτερη παραπλανητική επίθεση εκδηλώθηκε την 11η - 24η Αυγούστου στον υποτομέα του Μπιλετζίκ. Στις 04:30, εχθρική δύναμη δύο ταγμάτων πεζικού, υποστηριζόμενη από ουλαμό ορειβατικού πυροβολικού, επετέθη κατά του παρά το Ντερέκιοϊ λόχου του Ι/16 Τάγματος. Ωστόσο, μετά το μεσημέρι τα Ελληνικά τμήματα καταδίωξαν τον εχθρό έως το Βεζίρ Χαν και μετά επανήλθαν στις θέσεις τους.
Η γενική επίθεση των Τούρκων άρχισε την 13η - 26η Αυγούστου του 1922 στο περί το Αφιόν Καρά Χισάρ μέτωπο, το οποίο είχε διαιρεθεί σε δύο τομείς, του Καμελάρ και του Ακάρ. Στις 05:00 εκδηλώθηκε καταιγιστικός βομβαρδισμός από το Τουρκικό πυροβολικό εναντίον του Ελληνικού μετώπου. Ακολούθως στις 06:00 εκδηλώθηκε επίθεση του Τουρκικού πεζικού εναντίον του μετώπου της Ι Μεραρχίας. Στον τομέα της IV Μεραρχίας βάλλονταν με μεγάλη ακρίβεια κυρίως οι προχωρημένες θέσεις της αμυντικής τοποθεσίας. Στη συνέχεια ο βομβαρδισμός επεκτάθηκε σε όλον τον τομέα της ΙV Μεραρχίας.
Δυστυχώς, το Ελληνικό πυροβολικό, επειδή ήταν κατακερματισμένο σε πυροβολαρχίες και ουλαμούς σε όλο το μήκος του μετώπου, δεν μπορούσε να αντιδράσει αποτελεσματικά. Όταν έγινε φανερό ότι οι Τούρκοι επιζητούσαν να καταλάβουν το Κιουτσούκ Καλετζίκ καθώς και το κενό ανάμεσα στις Μεραρχίες Ι και IV, ανατέθηκε στο Απόσπασμα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας υπό τον Συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα, η κατάληψη του κενού. Επίσης, η ΙV Μεραρχία ανέθεσε στον Ν. Πλαστήρα τη διοίκηση όλων των δυνάμεων με εντολή την ανακατάληψη των θέσεων, οι οποίες είχαν πέσει στα χέρια του εχθρού. Όταν όμως έπεσε η νύκτα, έγινε φανερό ότι οι Μεραρχίες Ι και ΙV είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες, ιδίως σε αξιωματικούς.
Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 13ης προς την 14η Αυγούστου, η Ι Μεραρχία είχε διαθέσει όλες τις μονάδες της και είχε περιοριστεί αναγκαστικά σε προβολή αμύνης. Το πρωί εκδηλώθηκε και νέα εχθρική επίθεση. Στον τομέα της ΙV Μεραρχίας το Τουρκικό πυροβολικό άρχισε να βάλει από τις 02:00 τις Ελληνικές θέσεις γύρω από τον Πριονοειδή Βράχο, τον οποίο κατέλαβαν οι Τούρκοι κατά τα ξημερώματα. Επίσης, ισχυρές εχθρικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά των δυνάμεων του Ν. Πλαστήρα και κατέλαβαν το Κιουτσούκ Καλετζίκ. Στις 10:30, ο διοικητής του Α' Σώματος Στρατού διέταξε τις μεραρχίες I, IV, XII να συμπτυχθούν σε νέα γραμμή. Η διαταγή δεν ελήφθη από την Ι Μεραρχία επειδή οι έφιπποι σύνδεσμοι είχαν εξαφανισθεί.
Τότε η Ι Μεραρχία εξέδωσε την ίδια διαταγή για σύμπτυξη στις δυνάμεις της, γύρω στις 14:30, όμως ήταν πλέον αργά, διότι το μέτωπο της Μεραρχίας είχε ήδη καταρρεύσει. Γενικά, η επικρατούσα στο μέτωπο σύγχυση και αδυναμία συντονισμού είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη και οριστική διάσπαση των Ελληνικών δυνάμεων σε δύο ομάδες, την ομάδα Φράγκου και αυτήν του Τρικούπη. Στις 17 - 30 Αυγούστου η ομάδα Τρικούπη έδωσε μάχη στο Αλί Βεράν, μετά την οποία συντρίφτηκε οριστικά, και στις 20 Αυγούστου / 2 Σεπτεμβρίου ο Τρικούπης μαζί με 190 αξιωματικούς και 4.400 οπλίτες παραδόθηκαν στους Τούρκους.
Από την μάχη του Αλί Βεράν κατόρθωσε να απαγκιστρωθεί ο Συνταγματάρχης Π. Γαρδίκας με τα υπολείμματα των IX, XII, IV Μεραρχιών, ανερχομένων σε 5.000 αξιωματικούς και οπλίτες. Οι δυνάμεις του Φράγκου επιδόθηκαν σε συνεχείς συμπτύξεις και την 19η Αυγούστου / 1η Σεπτεμβρίου ενώθηκαν με τα υπολείμματα του Β' Σώματος Στρατού υπό τον Συνταγματάρχη Π. Γαρδίκα. Αφού δε έφθασαν στον Τσεσμέ, απέπλευσαν για τα νησιά του Αιγαίου μαζί με όλη την δύναμη που βρισκόταν στην περιοχή της Σμύρνης, την 31η Αυγούστου / 13η Σεπτεμβρίου του 1922.
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΒΕΡΑΝ (17 Αυγούστου 1922)
Ο Τρικούπης δεν έχει πλέον επαφή με την Στρατιά και ενώ οι Τούρκοι προελαύνουν, αποφασίζει στις 10:00 να εκκενώσει το Αφιόν. Ενδεικτικό της σύγχυσης είναι ότι ενώ τα στρατηγεία του Α' Σώματος και της IV Μεραρχίας ευρίσκοντο μέσα στην πόλη, δεν επικοινωνούσαν και η μεραρχία συνέχισε να μάχεται μέχρι τις 14:00 το μεσημέρι. Τρομερά πράγματα συνέβησαν κατά την υποχώρηση. Το Γραφείο Σημάτων ξηλώθηκε πριν διανεμηθεί η διαταγή σε όλες τις μονάδες με τα παραπάνω αποτελέσματα και ο ασύρματος του Σώματος από λάθος φορτώθηκε σε αμαξοστοιχία η οποία κατευθυνόταν στον Εσκή Σεχήρ.
Δυστυχώς η επικοινωνία μεταξύ Στρατιάς και Τρικούπη αποκαθίσταται αργά το βράδυ. Δυστυχώς, γιατί η διαταγή του Χατζανέστη είναι: το Α' Σώμα να αντεπιτεθεί ή τουλάχιστον να υποχωρήσει βήμα-βήμα. Ολέθριες διαταγές τις οποίες ο Τρικούπης θα υπακούσει. Η υπακοή του στην αλλόκοτη διαταγή θα οδηγήσει ένα ολόκληρο σώμα στην καταστροφή και στην αιχμαλωσία. Ο μοιραίος στρατηγός δεν ετόλμησε να αψηφήσει τις εξωπραγματικές διαταγές του αρχηγού του. Τα πυρομαχικά ήταν ελάχιστα και κανείς ασύρματος δεν λειτουργούσε. Το συνοθύλευμα αυτό οδηγήθηκε σε μάχη σε χώρο πλήρως ελεγχόμενο από τον εχθρό.
Στο Αλή Βεράν, μετά το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου, γράφτηκε μια πραγματική τραγωδία. Τα δείγματα ατομικής αυτοθυσίας και ηρωισμού χρειάζονται τόμους για να γραφούν. Οι Έλληνες με το πάθος του απελπισμένου, ενώ βάλλονται καταιγιστικώς από τους γύρω λόφους, δεν περιμένουν να πεθάνουν αμυνόμενοι Αυτή την συνεφιασμένη μέρα και οι ήρωες επιτίθενται εναντίον των κυμάτων του εχθρού. Η ορμή τους είναι υπεράνθρωπη, αφού οι Τούρκοι με την ψυχολογία του θριαμβευτή, αναγκάζονται να υποχωρούν απέναντι στους προδομένους «ημίθεους». Οι Έλληνες δεν μάχονται συμβατικά. Τρικούπης και Διγενής πολεμούν στην πρώτη γραμμή δίπλα στους φαντάρους σαν να επιζητούν τον θάνατο ως ύστατη πράξη εξιλέωσης.
Πολεμούν ακόμη και γραφιάδες και βοηθητικοί. Ακόμη και οι ιερείς των μονάδων. Το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η τιμή τους και αυτή δεν θέλουν να την χάσουν. Στην κόλαση του Αλή Βεράν, 16 ελλιπή τάγματα απέκρουσαν 60 εχθρικά με 16 ίλες ιππικού και 23 πυροβολαρχίες. Τελικώς πριν τις 22:00 το βράδυ τα απομεινάρια των δυο Σωμάτων κατορθώνουν να διαφύγουν προς Δυσμάς ενώ οι τραυματίες στον χώρο της μάχης εκλιπαρούν τους συναδέλφους τους να τους απαλλάξουν από το όνειδος της Τουρκικής αιχμαλωσίας, χαρίζοντάς τους το θάνατο. Αλλά και αυτοί οι οποίοι διαφεύγουν δεν γλυτώνουν εκτός από την ΙΧ Μεραρχία του Γαρδίκα.
Ο Τρικούπης, και όσοι είναι μαζί του θα παραδοθούν κοντά στο Ουσάκ, εκτός από έναν: τον Σπαρτιάτη Αντισυνταγματάρχη Σακέτα, ο οποίος βρίζοντας τον Τρικούπη, μόνος όρμησε έφιππος προς τις γραμμές των Τούρκων και πέρασε στην αθανασία καθώς το κορμί του έπεφτε διάτρητο από τις σφαίρες. Ο Τρικούπης και ο Διγενής θα είναι οι πρώτοι Ελληνες αξιωματικοί στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού, οι οποίοι θα παραδοθούν στον εχθρό και δέχονται με σκυμμένο το κεφάλι την οργή αξιωματικών όπως ο Βλάχος, οι οποίοι σχίζουν τις επωμίδες τους κλαίγοντας από ντροπή, όπως κλαίνε και οι προδομένοι άνδρες. Υπάρχουν και οι Μικρασιάτες φαντάροι οι οποίοι προτιμούν να αυτοκτονήσουν παρά να παραδοθούν.
Η ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΕξΑΡΤΗΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ
Στο μεταξύ, η Ανεξάρτητη Μεραρχία μετά από καταυλισμό τριών ημερών, στις 10:00 της 16ης / 29ης Αυγούστου του 1922, τέθηκε σε ΝΔ πορεία από το Άκ Ιν προς το Σιδηροδρομικό Σταθμό Τζεχιουρλέρ (Cehürler) για να κατευθυνθεί προς το Ντουμλού Πινάρ και να τεθεί στη διάθεση του Β' Σώματος Στρατού. Γύρω στις 17:30, η επικεφαλής ημιλαρχία, όταν πλησίαζε στο Ακ Ολούκ, εβλήθη από Τούρκους ατάκτους, τους οποίους σκόρπισε. Όταν η εμπροσθοφυλακή που αποτελείτο από το 1ο Σύνταγμα πεζικού, έφθασε στο Ακ Ολούκ, εγκαταστάθηκε στα ΒΑ του χωριού.
Λόγω της βροχής και των αργοκίνητων τμημάτων της, η Μεραρχία συγκεντρώθηκε εκεί με όλα τα τμήματά της, περίπου τις πρωινές ώρες της 17ης Αυγούστου. Η Μεραρχία διάνυσε την ημέρα εκείνη πάνω από 3 χιλιόμετρα. Στις 06:00 της επομένης, 17 - 30 Αυγούστου, σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας, συνεχίστηκε η πορεία της φάλαγγας προς το Σιδηροδρομικό Σταθμό Τζεχιουρλέρ. Η πορεία εξελίχτηκε κανονικά, γύρω δε στο μεσημέρι η Μεραρχία, μετά από πορεία 13 χλμ. έφθασε στο σταθμό, τον οποίο βρήκε εγκαταλειμμένο. Γύρω από το σταθμό υπήρχαν διάφορα σκορπισμένα υλικά, οι δε τηλεφωνικές και τηλεγραφικές εγκαταστάσεις ήταν κατεστραμμένες.
Από τις πληροφορίες που δόθηκαν από κατοίκους της περιοχής, έγινε αντιληπτό ότι μια Τουρκική Μεραρχία ιππικού είχε διέλθει από την περιοχή, κινούμενη προς την Κιουτάχεια. Επίσης, ελήφθησαν πληροφορίες για τους κανονιοβολισμούς που είχαν ακουστεί την 16η Αυγούστου από την κατεύθυνση του Ντουμλού Πινάρ και αυτούς που είχαν ακουστεί την επομένη από την περιοχή της Κιουτάχειας. Οι πληροφορίες αυτές ήταν αρκετές για να πείσουν τη διοίκηση της Μεραρχίας ότι αυτή ήταν απομονωμένη σε μια περιοχή που είχε ήδη καταληφθεί από τον εχθρό. Ωστόσο ο διοικητής, έχοντας αποφασίσει να συνεχίσει προς Ντουμλού Πινάρ, εξέδωσε διαταγή, σε εκτέλεση της οποίας η Μεραρχία τέθηκε σε πορεία.
Η δε φάλαγγα της Μεραρχίας γύρω στις 14:00 ξεκίνησε από τον Σ.Σ. Τζεχιουρλέρ προς την κωμόπολη Αλαγιούντ, όπου βρίσκεται και ο Σιδηροδρομικός Σταθμός της Κιουτάχειας. Το βράδυ της ίδιας ημέρας η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό συνεχή βροχή έφθασε στο Σ.Σ. Αλαγιούντ, έχοντας διανύσει από το Ακ Ολούκ περί τα τριανταπέντε χιλιόμετρα. Η κωμόπολη και ο σιδηροδρομικός σταθμός του Αλαγιούντ είχαν εγκαταλειφθεί, έτσι οι άνδρες της Μεραρχίας καταυλίστηκαν εκεί. Έφαγαν δε μόνο ξηρά τροφή, επειδή δεν τους επετράπη να ανάψουν φωτιά και στη συνέχεια ξάπλωσαν με τα ρούχα.
Όπως προέκυψε, η Ελληνική φρουρά του σταθμού, αποτελούμενη από ένα λόχο, είχε εκδιωχθεί από τον εχθρό, ο οποίος είχε περάσει από εκεί. Στο σημείο αυτό, ο ασύρματος της Μεραρχίας αδυνατούσε μεν να επικοινωνήσει με Ελληνικούς ασυρμάτους, ωστόσο ακούγονταν πολλοί Τουρκικοί σταθμοί και ένας Γαλλικός. Ο ασύρματος της Μεραρχίας είχε εμβέλεια μόνον 120 χιλιομέτρων, όμως δεχόταν τηλεγραφήματα από μεγαλύτερη απόσταση. Επειδή, παρά τις προσπάθειες, κανένας Ελληνικός ασύρματος δεν απαντούσε, βγήκε το συμπέρασμα ότι τα Ελληνικά στρατεύματα ήταν πέραν των 120 χιλιομέτρων και ότι δεν χρησιμοποιούσαν πλέον τους ασύρματους τους.
Η μεραρχία ήταν πλέον απομονωμένη. Καθώς η επικοινωνία με τους άλλους στρατιωτικούς σχηματισμούς είχε διακοπή λόγω μεγάλης απόστασης μεταξύ τους η Μεραρχία ήταν αδύνατον να λάβει νέες διαταγές. Ωστόσο, γύρω στις 03:00 το πρωί της 18ης Αυγούστου, ελήφθη μια κρυπτογραφημένη ακατάληπτος διαταγή της Στρατιάς. Η Μεραρχία ζήτησε την επανάληψη της τελευταίας παραγράφου της διαταγής η οποία είχε ως εξής: «εάν μέχρι της αύριον 18 Αυγούστου 1922 δεν συνδεθείτε μετά του Α' ή Β' Σώματος Στρατού, κατέλθετε δια Γκεντίζ προς Ουσάκ».
Δεν δόθηκαν όμως απαντήσεις στα ερωτήματα της Μεραρχίας. Η Διοίκηση της σχημάτισε την εντύπωση ότι τα στενά του Γκεντίζ και η πόλη του Ουσάκ είχαν ήδη καταληφθεί από τον εχθρό και ότι η κίνηση της Μεραρχίας προς το Ουσάκ δεν επρόκειτο να μεταβάλει τη διαμορφωθείσα δυσμενή κατάσταση. Υπήρχε ωστόσο η ελπίδα ότι η ταχεία υποχώρηση του Νότιου Συγκροτήματος, μετά την άφιξη ενισχύσεων από τη Σμύρνη, θα σταματούσε κοντά στο Ούσακ. Στην πραγματικότητα, το Νότιο Συγκρότημα είχε πετάξει τα όπλα και υποχωρούσε άτακτα προς τη Σμύρνη.
Σαφής εικόνα της κατάστασης του Νότιου Συγκροτήματος βεβαίως δεν υπήρχε, όμως ήταν ενδεικτικό ότι τα κανόνια από την κατεύθυνση του Ντουμλού Πινάρ και του Ουσάκ είχαν σιγήσει, προμηνύοντας ότι το Νότιο Συγκρότημα είχε οπισθοχωρήσει και βρισκόταν πολύ μακριά. Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, η διοίκηση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας τέθηκε προ φοβερών διλημμάτων. Τι έπρεπε να κάμει; να συνεχίσει την πορεία της προς το Ουσάκ όπως όριζε η διαταγή, ή προς το Ινονού, το οποίο βρισκόταν βορειότερα; Επειδή όμως υπήρχε η περίπτωση της πλήρους καταστροφής της Μεραρχίας, εάν εκτελείτο η διαταγή της Στρατιάς, η διοίκηση αποφάσισε να μην την εκτελέσει.
Η απόφαση αυτή απέβη τελικά σωτήρια, διότι, εάν η Μεραρχία συνέχιζε την πορεία της προς το Ουσάκ, θα πετσοκόβοταν από τις Τουρκικές δυνάμεις που καιροφυλακτούσαν. Η Διοίκηση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας αποφάσισε να μην εκτελέσει την διαταγή καθώς υπέθεσε ότι η κίνηση προς Ούσακ θα ήταν αδύνατη δεδομένου ότι δεν ακουγόντουσαν κανονιοβολισμοί, δείγμα του ότι το Νότιο Συγκρότημα είχε οπισθοχωρήσει. Η απόφαση αυτή απέβη τελικά σωτήρια καθώς εάν συνέχιζε την πορεία της θα είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά από εχθρικούς σχηματισμούς.
Η ΜΑΧΗ ΝΟΤΙΑ ΤΗΣ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ημέρες, το πρωινό της 18ης / 31ης Αυγούστου του 1922 ήταν ηλιόλουστο. Η Μεραρχία ξεκίνησε στις 08:00 από το Σιδηροδρομικό Σταθμό Αλαγιούντ, με κατεύθυνση την Κιουτάχεια. Ωστόσο, μετά από μια πορεία 4 χλμ. η Μεραρχία στράφηκε προς νότον, ακολουθώντας την αμαξιτή οδό παραπλεύρως της κοίτης του ποταμού Γύμαρη, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε ένα φαράγγι μήκους 18 χιλιομέτρων και πλάτους 100 - 200 μέτρων. Ο Γύμαρης είναι παραπόταμος του ποταμού Πορσούκ και ενώνεται με τον Σαγγάριο. Η φάλαγγα της Ανεξάρτητης Μεραρχίας είχε κατατμηθεί ως εξής:
Την εμπροσθοφυλακή, αποτελούμενη από δύο τάγματα του 1ου Συντάγματος πεζικού, τη 2η Ορειβατική πυροβολαρχία, τη διοίκηση της Μοίρας ορειβατικού Πυροβολικού και βοηθητικούς σχηματισμούς, το κύριο σώμα που αποτελείτο από το 3ο Σύνταγμα Πεζικού, την 1η Ορειβατική Πυροβολαρχία και την Πυροβολαρχία συστήματος Σκόντα, ενώ την οπισθοφυλακή αποτελούσε το ΙΙ / 3ο Τάγμα, πλην ενός λόχου του. Πριν την εκκίνηση της Μεραρχίας, απεστάλη μια δεξιά και μια αριστερά πλαγιοφυλακή για την εξασφάλιση των πλευρών. H δεξιά πλαγιοφυλακή, αποτελούμενη από το ΙΙ / 1ο Τάγμα με ουλαμό πυροβολικού, εγκαταστάθηκε βόρεια της στενωπού στα ΒΑ αντερείσματα του υψόμετρου 1100 που κείται ΒΔ της γέφυρας Πορσούκ.
Στα νότια αντερείσματα, γύρω στο υψόμετρο 1026, θα τασσόταν ο VI / 3ος Λόχος με διμοιρία πολυβόλων και η ημιλαρχία με μέτωπο προς νότο. Μετά από μισή ώρα ξεκίνησε επειγόντως η εμπροσθοφυλακή διοικούμενη από το Διοικητή του 1ου Συντάγματος Πεζικού, Αντισυνταγματάρχη Ι. Κωνσταντίνου, αποτελούμενη από δύο Τάγματα του 1ου Συντάγματος μαζί με μια ορεινή πυροβολαρχία, με την εντολή να ακολουθήσει το δρομολόγιο μέσω της στενωπού και όταν φθάσει στην έξοδο να καταλάβει τα εκατέρωθεν υψώματα για να εξασφαλίσει τη διέλευση της φάλαγγας.
Γύρω στις 10:00 η προπορευόμενη δεξιά πλαγιοφυλακή, στη διασταύρωση των αμαξιτών οδών νότια του χωριού Ζιντζιρλί Κουγιού, συνάντησε 10 Τούρκους ιππείς, οι οποίοι συνόδευαν 30 άμαξες, πλήρεις πυρομαχικών του Ελληνικού Στρατού. Αιχμαλώτισε 2 ιππείς, κατέσχεσε τις άμαξες και απελευθέρωσε έναν Έλληνα αξιωματικό και 4 οπλίτες του 32ου Συντάγματος Πεζικού, από τους οποίους πληροφορήθηκε τη διάλυση του 32ου Συντάγματος που συνέβη μέσα στη στενωπό από τους Τούρκους την προηγουμένη ημέρα. Στο μεταξύ η εμπροσθοφυλακή, κατά την πορεία της μέσα στη στενωπό και δύο χιλιόμετρα μετά τη γέφυρα, ανακάλυψε πολλά πτώματα φονευθέντων Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών.
Καθώς και βαριά τραυματισμένους του 32ου Συντάγματος Πεζικού. Παρέλαβε μαζί της τους τραυματίες και έθαψε μερικούς μόνον νεκρούς, επειδή βιαζόταν να φθάσει στην έξοδο του φαραγγιού. Στις 10:30 η αριστερή πλαγιοφυλακή συνεπλάκη με 2 Τούρκους ιππείς, τους οποίους κατεδίωξε προς Νότον. Όταν η κεφαλή του κυρίου σώματος, μαζί με το Διοικητή της Μεραρχίας, έφθασε στη διασταύρωση της αμαξιτής οδού, πληροφορήθηκε ότι η αριστερή πλαγιοφυλακή είχε συναντήσει ουλαμό τουρκικού ιππικού επί της αμαξιτής οδού Κιουτάχειας - Αφιόν Καρά Χισάρ, ακολουθούμενο από φάλαγγα Τουρκικού πεζικού.
Η πλαγιοφυλακή δέχθηκε οβίδες πυροβολικού και πανικοβλήθηκε, εγκαταλείποντας δε τις θέσεις της υποχώρησε ατάκτως προς την κύρια φάλαγγα. Μετά την ανατροπή της πλαγιοφυλακής, τα επιτιθέμενα Τουρκικά τμήματα έσπευσαν να διαβούν τη γέφυρα και τον ποταμό, του οποίου η ανώμαλη κοίτη δεν επέτρεπε τη διάβαση παρά μόνο σε ορισμένα σημεία. Η επίθεση των Τούρκων υπήρξε ορμητική και σφοδρή, όμως οι Έλληνες αντέταξαν ισχυρή και αποτελεσματική άμυνα. Γύρω στις 14:00, ο Διοικητής διέταξε τη συνέχιση της πορείας των τμημάτων, τα οποία δεν είχαν εμπλακεί, προς την έξοδο της στενωπού. Την κάλυψη της προέλασης ανέλαβε το 3ο Σύνταγμα Πεζικού.
Όταν όμως το Τουρκικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει εναντίον τους με σφοδρότητα, τα τμήματα αυτά αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν βορειότερο δρομολόγιο και κατέφυγαν σε μια δασώδη κορυφή, όπου βρισκόταν και το στρατηγείο της Μεραρχίας, παρέμειναν δε εκεί, έως ότου σκοτείνιασε. Οι Τούρκοι που καθηλώθηκαν στη νότια όχθη του ποταμού κινήθηκαν προς Αγκάσκιοϊ και δεν ενήργησαν επιθέσεις. Όμως, η έκτακτη Τουρκική Μεραρχία, από την πλευρά της Κιουτάχειας, προσπάθησε να προσβάλει την Ανεξάρτητη Μεραρχία με ένα τμήμα της από το Ζιντζιρλί Κουγιού και με ένα άλλο από το Ατζέμ Νταγ. Και οι δύο ενέργειες εξουδετερώθηκαν από το ΙΙ / 1ο Τάγμα της δεξιάς πλαγιοφυλακής.
Γύρω στις 16:30 η εμπροσθοφυλακή, η οποία είχε προωθηθεί έως το Κιρέτσκιοϊ, εβλήθη από βλήματα πυροβολικού. Τότε ο διοικητής της διέταξε την εγκατάσταση πλαγιοφυλακών εκατέρωθεν της στενωπού. Στις 17:00 συγκεντρώθηκε το ΙΙΙ / 3ο Τάγμα με την ορεινή Πυροβολαρχία στη δασώδη κορυφή, ενώ προς το Ατζέμ Νταγ διατέθηκε το ΙΙ / 3ο Τάγμα. Όταν ένας αξιωματικός του Επιτελείου αναγνώρισε μια ημιονική οδό, η οποία άρχιζε από την αμαξιτή οδό, ένα χλμ. νότια του Ζιντζιρλί Κουγιού και διερχόταν από τη δασώδη κορυφή, όπου είχαν συγκεντρωθεί τμήματα της Μεραρχίας, αποφασίστηκε η συνέχιση της πορείας από αυτήν την οδό. Η κίνηση προς τα εμπρός, διαμέσου της ημιονικής οδού, άρχισε γύρω στις 18:30.
Μόλις όμως οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες θα διέφευγαν από τον κλοιό τους, επιτέθηκαν με πείσμα, αλλά αποκρούστηκαν. Η μάχη συνεχίστηκε έως τις 20:00, όταν η φάλαγγα είχε περάσει τη δασώδη κορυφή. Προηγουμένως είχε εγκαταλείψει τα δίτροχα και τις άμαξες των μεταγωγικών και είχε φορτώσει τα πολεμοφόδια σε καμήλες. Με το σκοτάδι που επικρατούσε, διακόπηκε και η επαφή με τους Τούρκους. Ακολούθως, η φάλαγγα έφθασε στο χωριό Κιρέτσκιοϊ και εκεί σταμάτησε για τρεις ώρες, δηλαδή από τις 23:00 έως τις 02:00 της 19ης Αυγούστου / 1ης Σεπτεμβρίου. Οι απώλειες της Μεραρχίας ήταν 3 αξιωματικοί και δύο ανθυπασπιστές νεκροί, δύο αξιωματικοί τραυματίες, 19 νεκροί οπλίτες και 4 τραυματίες.
Επίσης 33 οπλίτες του VI / 3ου Λόχου και του Ι / 3ου Τάγματος είχαν εξαφανιστεί. Κατά τη διάρκεια της πορείας της Μεραρχίας παρουσιάστηκαν αξιωματικοί και 170 οπλίτες του 32ου Συντάγματος, οι οποίοι είχαν κρυφτεί σε διάφορα σημεία της στενωπού για να μην αιχμαλωτιστούν. Κατά τον λοχαγό Δ. Αμπελά, οι άνδρες και οι αξιωματικοί του 32ου Συντάγματος που διασώθηκαν ήταν 3.022. Φαίνεται ότι η σύγκρουση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας με την Τουρκική Μεραρχία Ιππικού και την ΙΙΙ Μεραρχία Καυκάσου, οι οποίες είχαν αποστολή να κινηθούν ταχύτατα προς την περιοχή του Ινονού για να αποκόψουν την υποχώρηση του Γ΄ Σώματος Στρατού, είχε γίνει συμπτωματικά.
Ωστόσο η σύγκρουση καθυστέρησε τις δύο Μεραρχίες, οι οποίες δεν έφθασαν εγκαίρως στο Ινονού. Σύμφωνα με τον λοχαγό Δ. Αμπελά, η Μεραρχία διέπραξε σοβαρά σφάλματα κατά τη διάρκεια της μάχης. Δηλαδή, όταν πληροφορήθηκε ότι μια ολόκληρη εχθρική μεραρχία βάδιζε καθέτως προς το μέσον σχεδόν της φάλαγγας των μονάδων της και ότι επίκειται σφοδρή σύγκρουση, έπρεπε να καταλάβει με ισχυρές δυνάμεις τις θέσεις, τις οποίες κατείχε η αριστερή πλαγιοφυλακή, για να κρατήσει μακριά τον εχθρό, ώστε να επιτρέψει την κανονική πορεία των διάφορων μονάδων της, μαζί με την εμπροσθοφυλακή.
Στην πραγματικότητα όμως η Μεραρχία τοποθέτησε στα αριστερά μικρή πλαγιοφυλακή, η οποία ανατράπηκε αμέσως και άφησε ακάλυπτο το αριστερό πλευρό της φάλαγγας, με αποτέλεσμα αυτή να καθηλωθεί στη μειονεκτική θέση που βρισκόταν όλη την ημέρα της 18ης Αυγούστου. Άλλο σφάλμα υπήρξε η απώλεια επαφής ανάμεσα στην εμπροσθοφυλακή και το κύριο σώμα της Μεραρχίας. Ενώ η Μεραρχία έδινε μάχη με τους Τούρκους, η εμπροσθοφυλακή δεν είχε ιδέα της κρίσιμης κατάστασης και γι’ αυτό δεν προσέφερε καμία βοήθεια. Γενικά δε ο αγώνας δεν έγινε υπό την καθοδήγηση της Μεραρχίας. Κάθε μονάδα και κάθε τμήμα ενήργησαν μεμονωμένα και κατά την κρίση του διοικητού τους.
Προφανώς, η μοίρα της Μεραρχίας θα ήταν τραγική, εάν οι δύο Τουρκικές μεραρχίες αντί να κινηθούν προς το Ινονού, την ακολουθούσαν. Επομένως, αυτό που έπρεπε να γίνει, ήταν η ταχεία απαγκίστρωσή της από τους Τούρκους και η γρήγορη κίνηση της προς το Γκεντίζ την 19η και 20η Αυγούστου, κίνηση που θα ανέτρεπε την Τουρκική άμυνα στα στενά του Γκεντίζ. Από τις παρατηρήσεις του λοχαγού τότε, Δ. Αμπελά βγαίνει επίσης το συμπέρασμα ότι ο Μέραρχος Δ. Θεοτόκης είχε στην διάθεσή του ικανότατους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν την ευχέρεια να αυτοσχεδιάζουν κατά περίπτωση.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΓΚΕΝΤΙΖ ΚΑΙ ΣΙΜΑΒ
Βασικό μέλημα της διοίκησης τώρα, ήταν η εγκατάσταση σε ασφαλής αμυντική τοποθεσία και η εύρεση πόσιμου νερού και τροφίμων. Κατά την διάρκεια της πορείας η Ανεξάρτητη Μεραρχία συναντούσε άνδρες του 32ου Συντάγματος που είχαν σκορπίσει τους οποίους ενέταξε σε ιδιαίτερο λόχο. Τελικά η μεραρχία στάθμευσε βόρεια του χωριού Κινίκ Βεράν. Από τις πληροφορίες των ανδρών του 32ου Συντάγματος άλλα και από την σιγή των κανονιοβολισμών προέκυψε το συμπέρασμα ότι το Νότιο Συγκρότημα των Ελληνικών δυνάμεων είχε υποχωρήσει δυτικά του Ουσάκ.
Από Ελληνικό Αεροπλάνο έγινε ρίψη μεταλλικού δοχείου με πληροφορίες για την θέση και την κατάσταση των Ελληνικών δυνάμεων άλλα και για τις κινήσεις του εχθρού που καταδίωκε το Νότιο Συγκρότημα. Η διοίκηση της μεραρχίας αποφάσισε πορεία προς Γκεντίζ, Σιμάβ, Σιντιργί, Κιρκαγάτς. Κατά την πορεία από την Είσοδο των Στενών Γκεντίζ έως και το Σιμάβ, η οπισθοφυλακή είχε εμπλακεί σε μάχες με προπομπό φάλαγγα Τούρκικης μεραρχίας που σκόπευε να προλάβει την κατάληψη του Σιμάβ από τους Έλληνες. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν από Τούρκους στρατιώτες αιχμαλώτους άλλα και από Έλληνες διασωθέντες στρατιώτες ήταν ότι:
''Ο Ελληνικός στρατός είχε υποστεί πανωλεθρία στο Αφιόν Καραχισάρ και στο Ντουμλού Πινάρ''.
Παρ' όλα αυτά η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφτασε στο Σιμάβ, όπου συντεταγμένη σε φάλαγγα προέλασε εντός της πόλης. Εκεί αποσπάστηκαν χρήσιμες πληροφορίες ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν το Ουσάκ και προέλαυναν προς τη Φιλαδέλφεια (Αλασεχίρ). Επειδή αναμενόταν άφιξη ισχυρής Τούρκικης δύναμης, ο Μέραρχος αποφάσισε να αναχωρήσει προς το χωριό Ορελάρ όπου και εγκαταστάθηκαν. Την επομένη και ενώ είχαν εσκεμμένα διαδώσει πληροφορίες ότι θα κινηθούν προς το Ντεμιρτζί η μεραρχία κινήθηκε προς το Μουτάκιοϊ όπου και καταύλισε στα περίχωρά του.
Μολονότι η Ανεξάρτητη Μεραρχία είχε διανύσει 2 χιλιόμετρα τη 18η / 31η Αυγούστου και είχε δώσει σκληρή και πολύωρη μάχη, αποφασίστηκε να συνεχίσει την πορεία της έως την εύρεση κατάλληλου εδάφους για άμυνα, το οποίο θα διέθετε πηγή πόσιμου νερού. Έτσι, η Μεραρχία κατατμήθηκε ξανά σε εμπροσθοφυλακή, κύριο σώμα και οπισθοφυλακή και ξεκίνησε υπό το σεληνόφως, τις πρώτες ώρες της 19ης Αυγούστου. Ο επιμελητής της Μεραρχίας είχε διαταχθεί να φροντίσει για την προμήθεια τροφής από τα γύρω χωριά, διότι δεν υπήρχαν πλέον εφεδρικές τροφές και νομή. Σε μια φύση μαγευτική, η περιοχή ήταν σπαρμένη με πτώματα Ελλήνων, διάτρητα από σφαίρες διαφόρων όπλων.
Τα πτώματα ήταν γυμνά και συλημένα από τους γύρω χωρικούς ή τους ατάκτους τσέτες. Με ορθάνοικτα μάτια κοίταζαν προς τον ουρανό, με ένα ύφος απορίας. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό και αποκαρδιωτικό, τρανό παράδειγμα της θηριωδίας του πολέμου ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, έχοντας θερίσει την προηγούμενη ημέρα τουλάχιστον 350 Έλληνες στρατιώτες σε αυτή μόνο τη θέση. Οι νεκροί ήταν άνδρες του 32ου Συντάγματος που είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους από τον Συνταγματάρχη Π. Σπυρόπουλο, ο οποίος έφιππος είχε φροντίσει να εξαφανιστεί.
Ενώ ορισμένοι άνδρες είχαν σκαρφαλώσει τις πλαγιές της στενωπού για να σωθούν, άλλοι επιζώντες ξεκίνησαν δίχως το διοικητή τους προς Γκεντίζ και Ουσάκ, μέσα σε εχθρική περιοχή, υπό τον Ταγματάρχη Σ. Σακελλαρίου. Οι περισσότεροι από αυτούς φονεύτηκαν καθοδόν από τον εχθρό, ενώ ελάχιστοι κατόρθωσαν να σωθούν. Όσον αφορά τον Π. Σπυρόπουλο, ο οποίος προερχόταν από τον οικονομικό κλάδο, ήταν απότακτος και είχε προαχθεί από λοχαγό σε αντισυνταγματάρχη. Κατά τη διάρκεια της πορείας της η Ανεξάρτητη Μεραρχία συναντούσε άνδρες του 32ου Συντάγματος, οι οποίοι είχαν διαφύγει και κρύβονταν στα στενά.
Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν και τραυματίες, οι οποίοι, αφού έτυχαν ιατρικής φροντίδας, εντάχθηκαν σε ιδιαίτερο λόχο. Κατά το μεσημέρι η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε βορείως του χωριού Κινίκ Βεράν, όπου και στάθμευσε, μετά από πορεία 20 χιλιομέτρων. Το απόγευμα εμφανίστηκε από την πλευρά του Κινίκ Βεράν μια Τουρκική περίπολος, η οποία απεχώρησε όταν πυροβολήθηκε από φυλάκιο της Μεραρχίας. Το ίδιο απόγευμα εμφανίστηκε ένα Ελληνικό αεροπλάνο, το οποίο διέγραψε κύκλους επάνω από το σημείο καταυλισμού της Μεραρχίας και μετά απομακρύνθηκε. Το υπόλοιπο της ημέρας, οι άνδρες της Μεραρχίας ασχολήθηκαν με τον καθαρισμό των όπλων, τον εφοδιασμό σε πυρομαχικά, τρόφιμα και νομή.
Το βράδυ, οι άνδρες κοιμήθηκαν ξανά με τα ρούχα τους, αφού προηγουμένως τοποθετήθηκαν φρουροί και ορίστηκαν περίπολοι. Κατά τη διάρκεια της ημέρας οι χωρικοί είχαν δώσει την πληροφορία ότι πριν δύο ημέρες Τούρκοι ιππείς είχαν κινηθεί προς Γκεντίζ - Ουσάκ και ότι από την 18η / 31η Αυγούστου και μετά δεν ακούγονταν κανονιοβολισμοί. Από τις πληροφορίες αυτές και τις αφηγήσεις των διασωθέντων του 32ου Συντάγματος, προέκυψε το συμπέρασμα ότι το Νότιο Συγκρότημα είχε υποχωρήσει δυτικά του Ουσάκ. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία στις 04:00 της 20ης / 2ας Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε εκδοθεί τα μεσάνυκτα, άρχισε την πορεία της ακολουθώντας την αμαξιτή οδό προς Γκεντίζ.
Γύρω στις 11:00 εμφανίστηκε ένα Ελληνικό αεροπλάνο από ΝΔ, το οποίον, αφού αναγνώρισε τη φάλαγγα, έριξε σιδερένιο δοχείο που περιείχε την εξής διαταγή:
«19 / 8 / 1922. Προς Ανεξάρτητον Μεραρχίαν. Παρά πάσαν προσδοκίαν, η νότια ομάς Μεραρχιών συγκεντρούται ταχύτατα υπό την πίεσιν του εχθρού ανατολικώς της Φιλαδελφείας. Το Γ' Σώμα Στρατού συγκεντρούται άνευ πιέσεως ανατολικώς της Προύσης. Επειδή η τροπή των επιχειρήσεων εις την νότια ομάδα επέφερε σύμπτυξιν ταχυτέραν της αναμενομένης, κανονίσατε την θέσιν σας υποχωρούντες εν ανάγκη και προς βορράν και τρεφόμενοι εκ των πόρων της χώρας. Το Γ' Σώμα Στρατού διατάσσεται, όπως δι’ αναγνωρίσεων αεροπορικών παρακολουθή την κίνησιν της Μεραρχίας και παρέχη αυτή πάσαν πληροφορίαν περί εχθρικών κινήσεων. Χατζανέστης Διοικητής Στρατιάς».
Το δοχείο περιείχε και προσωπικές πληροφορίες, τις οποίες είχε συλλέξει ο αεροπόρος κατά τη διάρκεια της πτήσεως του. Από τις πληροφορίες που έδωσε ο αεροπόρος, προέκυπτε ότι το Γ' Σώμα Στρατού συμπτύσσονταν δίχως πίεση και θα μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, αντί να υποχωρήσει, να επιτεθεί στα νώτα του εχθρού που καταδίωκε το Νότιο Συγκρότημα˙ όμως αυτό δυστυχώς δεν συνέβη.
Μετά τη λήψη της διαταγής και τις προσωπικές πληροφορίες του αεροπόρου, συνεκλήθη το πολεμικό συμβούλιο της Μεραρχίας, κατά τη διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε η πορεία προς Γκεντίζ, Σιμάβ, Σιντιργί, Κιρκαγάτς. Μετά το μεσημεριανό φαγητό η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της επάνω στην ίδια οδό προς Γκεντίζ. Πλησίον του Χατζί Κιόϊ, εκεί όπου αρχίζουν οι λόφοι ΒΑ του Γκεντίζ, η εμπροσθοφυλακή αντίκρισε σωρό πτωμάτων Ελλήνων στρατιωτών, γυμνών και παραμορφωμένων με βγαλμένα μάτια και κομμένα κεφάλια.
Προφανώς οι μετά την αιχμαλωσία τους άγρια δολοφονηθέντες Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί ανήκαν και αυτοί στο 32ο Σύνταγμα Πεζικού και είχαν σωθεί από την πρώτη ενέδρα των Τούρκων στη στενωπό νότια της Κιουτάχειας. Με τη δύση του ηλίου, σε μια θέση λίγο πριν το Γκεντίζ, η Μεραρχία, μετά από μια πορεία 30 χιλιομέτρων, σταμάτησε για να διανυκτερεύσει. Τα τρόφιμά της είχαν αρχίσει να τελειώνουν, ενώ η νομή ήταν ακόμη αρκετή για τα ζώα. Μολονότι δεν υπήρχε πλέον ψωμί, οι άνδρες της Μεραρχίας απόλαυσαν το θερμό συσσίτιο τους που αποτελείτο από κρέας και αμέσως μετά κοιμήθηκαν στην ύπαιθρο, δίχως να στήσουν τις σκηνές τους.
Η Μεραρχία, έχοντας βγάλει το συμπέρασμα ότι το Ουσάκ βρισκόταν ήδη σε Τουρκικά χέρια, άρχισε να ετοιμάζεται για την πορεία προς το Σιμάβ που βρισκόταν δυτικά του Γκεντίζ. Μετά το πρωινό ρόφημα και τη διανομή του συσσιτίου της ημέρας, οι λόχοι έκαψαν όλες τις περιττές αποσκευές για να μη δυσχεραίνεται η πορεία. Την 7η πρωινή της 21ης Αυγούστου / 3ης Σεπτεμβρίου, η Μεραρχία ξεκίνησε από τα υψώματα Α και ΒΑ του Γκεντίζ. Η εμπροσθοφυλακή, υπό τη διοίκηση του Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου, αποτελείτο από δύο τάγματα του 1ου Συντάγματος Πεζικού και μια πυροβολαρχία.
Η οπισθοφυλακή, υπό τη διοίκηση του Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, αποτελείτο από 2 τάγματα του 3ου Συντάγματος Πεζικού και την πυροβολαρχία του λοχαγού Δ. Αμπελά. Οι υπόλοιπες μονάδες βρισκόταν ανάμεσα στα δύο άκρα. Όταν η πορεία έφθασε στην είσοδο των Στενών Γκεντίζ, άλλαξε κατεύθυνση προς ΒΔ, ακολουθώντας καρόδρομο παράλληλα με την αμαξιτή οδό και στα δεξιά της. Σε λίγο εμφανίστηκε μια ομάδα Τούρκων ιππέων, οι οποίοι ακολουθούσαν την οπισθοφυλακή της Ανεξάρτητης Μεραρχίας. Σύντομα όμως σκόρπισαν όταν δέχθηκαν μικρό αριθμό βολών πυροβολικού της οπισθοφυλακής.
Όταν η οπισθοφυλακή είχε υπερβεί το χωριό Τσάικιοϊ, μια ίλη Τουρκικού ιππικού, δυνάμεως 150 ιππέων, άρχισε να παρακολουθεί την Ανεξάρτητη Μεραρχία. Η οπισθοφυλακή τους σκόρπισε με βολές πυροβολικού και πυρά πεζικού, δίχως να διακόψει την πορεία της. Η δύναμη αυτή ήταν προπομπός φάλαγγας, δυνάμεως Μεραρχίας, η οποία κινούμενη από Γκεντίζ προς Σιμάβ, σκόπευε να προλάβει την κατάληψη του Σιμάβ από τους Έλληνες. Γύρω στις 17:00 τα τμήματα της εμπροσθοφυλακής έφθασαν στον αυχένα, νότια του 146 υψώματος Καρά Ογλού και βόρεια του Σιμάβ. Επειδή η περιοχή ήταν δύσβατη, ανωφερής και κατακλυσμένη από τα νερά του ποταμού, γύρω στο Τσάικιοϊ, η φάλαγγα επιμηκύνθηκε και καθυστέρησε πολύ.
Η οπισθοφυλακή έφθασε στο σημείο αυτό μετά από τέσσερις ώρες. Τα τμήματα εγκατέστησαν κυκλικές προφυλακές και επιχειρήθηκε επαφή δια μέσου του ασυρμάτου με Ελληνικά τμήματα, όμως η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα. Μολονότι η Μεραρχία δεν διέθετε πλέον ψωμί, προσφέρθηκε στους άνδρες άφθονο θερμό συσσίτιο. Σχεδόν όλοι αμέσως μετά το δείπνο κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο, ανάμεσα στα πεύκα. Κατά τη διάρκεια της νύκτας παρουσιάστηκε ένας Λοχίας της V Μεραρχίας, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι η Νότια Ομάδα Μεραρχιών είχε διαλυθεί στο Ντουμλού Πινάρ, πολλοί άνδρες είχαν αιχμαλωτιστεί, ενώ άλλοι είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή προς τη Σμύρνη.
Επίσης, συνελήφθησαν 2 - 3 Τούρκοι ιππείς, οι οποίοι έδωσαν την πληροφορία ότι η φάλαγγα που ακολουθούσε την Ανεξάρτητη Μεραρχία, ανήκε σε μικτό Τουρκικό απόσπασμα, αποτελούμενο από ένα σύνταγμα ιππικού, ένα τάγμα πεζικού και ένα ουλαμό πυροβολικού, με δύο ορειβατικά πυροβόλα. Στις 03:00 της 22ας Αυγούστου / 4ης Σεπτεμβρίου σήμανε εγερτήριο και στις 04:00 η φάλαγγα ξεκίνησε προς το Σιμάβ υπό το σεληνόφως. Γύρω στις 10:00 η εμπροσθοφυλακή εισήλθε στην πόλη, με συντεταγμένη φάλαγγα κατά τετράδες, μαζί με την πυροβολαρχία της και διήλθε από το κέντρο της πόλης, με εντυπωσιακό τρόπο, σαν να επρόκειτο για παρέλαση.
Οι κάτοικοι που ήταν στην πλειονότητα τους Τούρκοι, συγκεντρώθηκαν στην αγορά και περιποιήθηκαν τους Έλληνες οπλίτες, φρονίμως ποιούντες, έως ότου ξεκαθαρίσει η συγκεχυμένη κατάσταση. Φαίνεται ότι η εμφάνιση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας στο Σιμάβ ήταν αντίθετη με τις ειδήσεις, οι οποίες κυκλοφορούσαν για την πανωλεθρία του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καρά Χισάρ. Οι Ελληνικές δυνάμεις που ήταν εγκαταστημένες στο Σιμάβ είχαν αποχωρήσει πριν τέσσερις ημέρες, όμως στην αγορά υπήρχαν ακόμη Ελληνικές επιγραφές. Ο Τούρκος δήμαρχος διατάχθηκε να παρασκευάσει αμέσως ψωμί για τους Έλληνες οπλίτες και να συγκεντρώσει κριθάρι για τα ζώα.
Το 2ο επιτελικό γραφείο της Μεραρχίας ανακάλυψε μυστικό τηλέφωνο που συνέδεε το Σιμάβ με το Ντεμιρτζί και χρησιμοποίησε αξιωματικούς που μιλούσαν Τουρκικά για να αποσπάσει πληροφορίες από τον Καϊμακάμη του Ντεμιρτζί. Αυτός δε τους πληροφόρησε ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το Ουσάκ και προήλαυναν προς τη Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ). Επειδή αναμενόταν η άφιξη ισχυρής Τουρκικής δύναμης στο Σιμάβ, ο Μέραρχος αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την πόλη. Γύρω στις 21:00 η Μεραρχία αναχώρησε προς το χωριό Ορελάρ, μετά δε από πορεία 11 χλμ. έφθασε εκεί για να καταυλιστεί.
Στις 23:30 η Μεραρχία εξέδωσε διαταγή πορείας για την επομένη. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία ξεκίνησε στις 06:00 της 23ης Αυγούστου / ης Σεπτεμβρίου προς το Γενίκιοϊ, ενώ είχε φροντίσει να διαδοθεί ότι θα προχωρούσε προς το Ντεμιρτζί που βρισκόταν νότια της κοίτης του ποταμού Σιμάβ. Η πορεία μετά το Γενίκιοϊ συνεχίστηκε προς το Μουτάκιοϊ, στα περίχωρα του οποίου και καταυλίστηκε μετά από πορεία 27 χλμ. περίπου. Αφού στήθηκαν προφυλακές, οι άνδρες έλαβαν ζεστό συσσίτιο κρέατος δίχως ψωμί και μετά αναπαύτηκαν.
Η ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΣΤΟ ΣΙΝΤΙΡΓΙ
Την επoμένη, 24 Αυγούστου / 6 Σεπτεμβρίου του 1922, η Μεραρχία ξεκίνησε προς το Σιντιργί γύρω στις 07:00 το πρωί, ακολουθώντας πάντοτε την κοίτη του ποταμού Σιμάβ. Επειδή ο δρόμος ήταν στενός και δύσβατος, τα δίτροχα της Μεραρχίας, οι αραμπάδες που μετέφεραν τραυματίες, καθώς και τα πυροβόλα Σκόντα κινούνταν με δυσκολία. Το Μηχανικό κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για τη βελτίωση και διεύρυνση της ορεινής ατραπού που ήταν σε πολλά σημεία πολύ στενή. Για τη μεταφορά των πυροβόλων Σκόντα και των τραυματιών πολλές φορές απαιτήθηκε και η μυϊκή δύναμη των ανδρών.
Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες η εμπροσθοφυλακή και το κυρίως σώμα της Μεραρχίας, μετά από μια πορεία 22 χλμ., έφθασαν στη θέση Ριζά, ενώ η οπισθοφυλακή είχε μείνει πολύ πίσω. Οι άνδρες ήταν τόσο καταπονημένοι, ώστε αποφάσισαν να κοιμηθούν νηστικοί, παρά να περιμένουν το μαγείρεμα του κρέατος που μετέφεραν. Το πρωί της 2 ης Αυγούστου / 7ης Σεπτεμβρίου η οπισθοφυλακή και η πυροβολαρχία Σκόντα που είχαν καθυστερήσει, ξεκίνησαν για να συναντήσουν το κύριο σώμα και την εμπροσθοφυλακή. Μετά από πορεία δύο ωρών, τα πυροβόλα και οι άνδρες έφθασαν στο σημείο διανυκτερεύσεως των προπορευόμενων τμημάτων.
Η Μεραρχία παρέμεινε στο σημείο εκείνο έως το μεσημέρι, για να παρασκευαστεί το κρέας που διέθετε. Μετά το φαγητό και την ανάπαυση, γύρω στις 12:30, η Μεραρχία ξεκίνησε την πορεία της με την ίδια σύνθεση. Τότε άρχισαν να πέφτουν εχθρικές οβίδες κατά της οπισθοφυλακής, η οποία δεν είχε ξεκινήσει ακόμη. Η επίθεση αυτή σήμαινε ότι το Τουρκικό απόσπασμα που αποτελείτο από Σύνταγμα Ιππικού, Τάγμα Πεζικού και Ουλαμό Πυροβολικού, ακολουθούσε δε την Ανεξάρτητη Μεραρχία, είχε ήδη καταφθάσει. Το εχθρικό πυροβολικό, προπαρασκευάζοντας καλώς τις βολές του, άρχισε αμέσως με δραστικές βολές, δίχως να βάλλει δοκιμαστικά.
Τότε ο διοικητής της οπισθοφυλακής, Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνου, διέταξε να εξέλθουν από τη στενωπό τα δύο τάγματα (Ι και ΙΙΙ του 1ου Συντάγματος πεζικού) που δέχονταν τα πυρά του εχθρού και να συνταχθούν με κανονισμένες αποστάσεις σε φάλαγγα, έχοντας τα οπλοπολυβόλα στην ουρά των διμοιριών. Επίσης, έδωσε εντολές στις δύο πυροβολαρχίες να καλύψουν την πορεία των πεζών τμημάτων, τα οποία άρχισαν να δέχονται και βολές από τυφέκια. Όταν όμως τα πολυβόλα της 2ης πυροβολαρχίας άρχισαν να βάλουν 60 βλήματα το λεπτό, ο εχθρός τρομοκρατήθηκε και τράπηκε σε φυγή. Εκείνη την ημέρα η οπισθοφυλακή δεν ενοχλήθηκε ξανά από τον αντίπαλο.
Ωστόσο, η εμπροσθοφυλακή δέχθηκε επιθέσεις από το ιππικό του εχθρού που είχε φθάσει σε εκείνο το σημείο από το Σιμάβ και το Ντεμιρτζί, με σκοπό να παρεμποδίσει την πορεία της Μεραρχίας. Όμως οι αντεπιθέσεις του διοικητή της εμπροσθοφυλακής, Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, το σκόρπισαν. Η συνέχεια της πορείας εξασφαλίστηκε με πλαγιοφυλακή που προχωρούσε σε υψώματα αριστερά της οδού. Η ψυχραιμία και η άμεση απάντηση στις παρενοχλήσεις του εχθρού καθήλωσαν τις επίμονες προσπάθειές του και ουδόλως τον άφησαν να διακόψει την πορεία της Μεραρχίας επί της νότιας όχθης της κοίτης του ποταμού Σιμάβ.
Προς το τέλος της στενωπού, η πορεία έκαμψε ΝΔ και η εμπροσθοφυλακή γύρω στις 17:00 έφθασε στο Σιντιργί. Από τον Μύλο του Ριζά έως την κωμόπολη είχαν διανυθεί περί τα 20 χιλιόμετρα. Η Μεραρχία, αφού διέσχισε την κεντρική οδό της κωμόπολης, κατευθύνθηκε στα γύρω υψώματα για να καταυλιστεί. Το Σιντιργί ήταν πρωτεύουσα του ομωνύμου καζά του Μπαλίκεσιρ. Τότε είχε περί τους δύο χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Έλληνες. Επειδή οι περισσότεροι Τούρκοι κάτοικοι είχαν τραπεί στα βουνά, η Μεραρχία δεν μπόρεσε να εφοδιαστεί με ψωμί, όμως βρέθηκε κριθάρι για τα ζώα.
Γύρω στις 22:00 η Μεραρχία εξέδωσε και κοινοποίησε στις μονάδες της τη διαταγή πορείας της επομένης. Τότε μια μεγάλη επιτροπή των Ελλήνων κατοίκων παρουσιάστηκε στο Μέραρχο και υπέβαλε παράκληση των κατοίκων να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, επειδή φοβούνταν τις αντεκδικήσεις των Τούρκων. Ο Μέραρχος ήθελε μεν να βοηθήσει τους ομογενείς, όμως δεν γνώριζε αν συνέφερε να τους πάρει μαζί του. Τελικά αποφάσισε να αρνηθεί το αίτημα, μολονότι οι διοικητές των Συνταγμάτων Πεζικού επιθυμούσαν να συμπεριλάβουν στις τάξεις τους και τους αμάχους του Σιντιργί.
Παρά την άρνηση του Μεράρχου, πολλές οικογένειες νύκτα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους και διανυκτέρευσαν κοντά στις θέσεις καταυλισμού των τμημάτων της Μεραρχίας, επιθυμώντας να ακολουθήσουν τα τμήματα το πρωί. Εκείνη τη νύκτα κανένας δεν είχε το κουράγιο να κοιμηθεί, αφού κοντά στους καταυλισμούς είχαν έλθει ακόμη και μητέρες με τα μωρά τους στην αγκαλιά. Το πρωί της 26ης Αυγούστου η Μεραρχία ξεκίνησε για να διέλθει αρχικά τη μεγάλη πεδιάδα ΒΔ του Σιντιργί. Διατάχθηκε επίσης να μην επιτραπεί στους πρόσφυγες να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη στεναχώρια τους και το συνεχή οδυρμό τους.
Τα κορίτσια της κωμόπολης, τα οποία, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, σύντομα θα δολοφονούνταν, άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα των σπιτιών τους τα μεταξωτά και τα κεντήματα που αποτελούσαν την προίκα τους στους διερχόμενους οπλίτες, λέγοντας τους: «πάρτε τα, αφού δεν μας παίρνετε μαζί, τι να τα κάνουμε»; Στην τύχη τους εγκατέλειψε η Μεραρχία τους δυστυχισμένους κατοίκους της πόλεως, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, ελπίζοντας ίσως στην ασφάλεια που θα τους παρείχαν οι αλλόθρησκοι συγχωριανοί τους. Όπως όμως μαθεύτηκε αργότερα, όλοι οι ομοεθνείς κάτοικοι του Σιντιργί σφάχτηκαν και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν από αυτούς που παρακολουθούσαν τη Μεραρχία κατά τη διάρκεια της πορείας της.
Μολονότι είχαν διαπραχτεί πολλές ωμότητες στην Μικρά Ασία, φαίνεται ότι υπήρχαν ακόμη Έλληνες που θεωρούσαν δεδομένη την καλή διάθεση των Τούρκων ατάκτων ως προς την ασφάλεια των Ελλήνων αμάχων. Για το επεισόδιο αυτό αναφέρεται επίσης και η αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι: «Κατά τας πρώτας πρωϊνάς ώρας της 26ης Αυγούστου η Μεραρχία δι’ αξιωματικών του επιτελείου της εγνώρισεν εις τας Ελληνικάς οικογενείας, ότι ήτο διατεθειμένη να παρέξη τα μέσα εις τους επιθυμούντας εξ αυτών να μεταφερθώσιν εις την Ελλάδα. Ούτοι, κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ των, απεφάσισαν να παραμείνωσιν εις Σιντιρτζή, την δε απόφασιν των εγνώρισαν περί την 05:00 εις την Μεραρχίαν».
ΠΡΟΣ ΤΟ ΓΚΕΛΕΝΜΠΕ
Το λυκαυγές της 26ης Αυγούστου ένα Τάγμα του 1ου Συντάγματος κατέλαβε τα υψώματα ΒΑ του Σιντιργί για να εξασφαλίσει την κίνηση της φάλαγγας της Μεραρχίας. Η εμπροσθοφυλακή και το κυρίως σώμα διήλθε την κοιλάδα ΒΔ του Σιντιργί δίχως καμία ενόχληση. Όταν η οπισθοφυλακή έφθασε στο πέρας της κοιλάδας γύρω στις 09:30, δέχθηκε τα πυρά Τουρκικού ορειβατικού πυροβολικού, τύπου Σκόντα. Τότε, η πυροβολαρχία του λοχαγού Δ. Αμπελά που βρισκόταν στην οπισθοφυλακή, άρχισε τις βολές κατά του εχθρού, ο οποίος βρισκόταν στα υψώματα βορείως της κοιλάδας και τον καθήλωσε στις θέσεις του.
Κατά τη διάρκεια της πορείας, ομάδες άτακτων που κατείχαν θέσεις εκατέρωθεν της οδού, επί της οποίας βάδιζε η Μεραρχία, έβαλαν εναντίον της από μεγάλη απόσταση. Συγχρόνως, ένα εχθρικό Σύνταγμα Ιππικού, μετά πυροβολικού, αποπειράθηκε να ανακόψει την πορεία του κυρίου σώματος της Μεραρχίας. Τότε τάχθηκε εναντίον του εχθρού ουλαμός πυροβολικού και πολυβόλα πεζικού, με αποτέλεσμα το εχθρικό Σύνταγμα να τραπεί σε φυγή. Η πορεία συνεχίστηκε μέσα από διάφορα χωριά τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους, οι οποίοι φοβούνταν τις αντεκδικήσεις.
Μετά από μια πορεία 2 χιλιομέτρων, γύρω στις 19:00, η Μεραρχία έφθασε σε ένα οροπέδιο που βρισκόταν πλησίον των χωριών Τσομπανλάρ και Ντερμπέντ. Παρασκευάστηκε αμέσως θερμό συσσίτιο, διανεμήθηκαν δε υποδήματα σε όσους είχαν μεγάλη ανάγκη. Έγινε προσπάθεια σύνδεσης του ασυρμάτου με Ελληνικές μονάδες, όμως αυτή απέβη άκαρπη. Στο χώρο του καταυλισμού τοποθετήθηκαν περιμετρικά ισχυρές προφυλακές. Την πρώτη μετά το μεσονύκτιο σήμανε εγερτήριο και οι άνδρες ήπιαν ζωμό για πρωινό και έλαβαν μερίδα κρέατος για το συσσίτιο της ημέρας.
Ενώ ήταν ακόμη πυκνό σκοτάδι, η κεφαλή της εμπροσθοφυλακής ξεκίνησε γύρω στις 02:00, ακολουθούμενη από τα σώματα και τους σχηματισμούς. Τα τμήματα της οπισθοφυλακής ξεκίνησαν γύρω στις 05:00, όταν είχε αρχίσει να χαράζει. Ενώ το τελευταίο τάγμα της οπισθοφυλακής προχωρούσε, έπεσαν επανειλημμένες ριπές εχθρικών βλημάτων προς τους χώρους του καταυλισμού της Μεραρχίας, οι οποίοι όμως είχαν ήδη εκκενωθεί. Η πορεία της Μεραρχίας ήταν προς τα νοτιοδυτικά, με κατεύθυνση την κωμόπολη Γκελενμπέ. Γύρω στις 09:00 εμφανίστηκαν περί τους 100 Τούρκους ιππείς, από τα ΒΑ του Γκελενμπέ, οι οποίοι διασκορπίστηκαν με τις βολές του πυροβολικού της οπισθοφυλακής.
Στις 11:00 η οπισθοφυλακή δέχτηκε πυρά από ατάκτους, οι οποίοι είχαν πάρει θέσεις στα γύρω υψώματα του Γκελενμπέ, αλλά σύντομα διαλύθηκαν με τα πρώτα πυρά της πυροβολαρχίας. Σε όλη τη διάρκεια της πορείας η Μεραρχία παρακολουθούνταν από τουρκικό ιππικό, το οποίο οσάκις πλησίαζε, δεχόταν τα πυρά του Ελληνικού πυροβολικού. Αντίθετα, το Τουρκικό πυροβολικό σιωπούσε, διότι φαίνεται ότι δεν τολμούσε να πλησιάσει τη βραδύτατα κινούμενη οπισθοφυλακή της Μεραρχίας. Λίγο πριν το μεσημέρι, η Μεραρχία έφθασε στην κωμόπολη του Γκελενμπέ, η οποία ήταν έρημη.
Από τους κατοίκους, οι Έλληνες είχαν αποχωρήσει μαζί με τις Ελληνικές αρχές, ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφύγει στα βουνά μόλις είδαν τη Μεραρχία να πλησιάζει την κωμόπολη. Εκεί υπήρχαν πολλά περιβόλια με οπωροφόρα δένδρα και αμπελώνες, τα οποία χρησίμευσαν για τη σίτιση των ανδρών της Μεραρχίας. Ωστόσο, τα σπίτια των Ελλήνων είχαν λεηλατηθεί, οι ναοί είχαν συληθεί και οι εικόνες και τα άλλα ιερά κειμήλια είχαν πεταχτεί στους δρόμους.
ΣΤΟ ΚΙΡΚΑΓΑΤΣ
Η Μεραρχία, μετά από μικρή ανάπαυση στην κωμόπολη, συνέχισε την πορεία της ακολουθώντας το δρόμο προς το Κιρκαγάτς. Τις πρώτες απογευματινές ώρες η φάλαγγα πλησίασε στην πόλη που είχε γύρω στους 10.000 κατοίκους, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες. Η Μεραρχία εισήλθε από τα ΒΑ στην κοιλάδα που κείται ανατολικά του Κιρκαγάτς,. Όταν το κύριο σώμα της φάλαγγας πλησίαζε την κοιλάδα, τα μεταγωγικά της οπισθοφυλακής δέχθηκαν τα πυρά του Τουρκικού πυροβολικού που παρακολουθούσε τη Μεραρχία μαζί με το εχθρικό ιππικό. Την ίδια στιγμή, οι ανιχνευτές της εμπροσθοφυλακής εντόπισαν εχθρικές περιπολίες στα νοτιοδυτικά τους.
Τότε ο διοικητής της εμπροσθοφυλακής, Κωνσταντίνου, διέταξε την τοποθέτηση των οπλοπολυβόλων στην κεφαλή των διμοιριών και σήμανε επίθεση της αριστερής πλαγιοφυλακής κατά των εχθρικών περιπολιών. Ενώ συνεχιζόταν η πορεία της φάλαγγας, η αριστερή πλαγιοφυλακή, μετά από συμπλοκή με τους ιππείς του εχθρού, συνέλαβε 4 από αυτούς. Ύστερα από ανάκριση, αυτοί ανέφεραν ότι στο Κιρκαγάτς υπήρχαν 5.000 ιππείς και 8.000 πεζοί. Όταν η εμπροσθοφυλακή έφθασε σε απόσταση 3 χλμ. από την κωμόπολη, ακούστηκαν Τουρκικές σάλπιγγες που σήμαναν προσκλητήριο από το ύψωμα ΝΔ της πόλεως.
Σύντομα εμφανίστηκαν γύρω στους 200 Τούρκους ιππείς με κόκκινες σημαίες, οι οποίοι άρχισαν να κατεβαίνουν από το ύψωμα και με βραχύ καλπασμό να πλησιάζουν την εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας, επειδή είχαν εκλάβει την Ανεξάρτητη Μεραρχία ως Τουρκική και έρχονταν να την προϋπαντήσουν. Όταν αντιλήφθηκαν το λάθος τους, επειδή δεν μπορούσαν να διακρίνουν το βάθος της Ελληνικής φάλαγγας, λόγω των δένδρων που υπήρχαν στην περιοχή, θεώρησαν ότι επρόκειτο για ένα περιπλανώμενο τμήμα του Ελληνικού Στρατού που είχε κατορθώσει να διασωθεί. Αφού είχαν πλησιάσει αρκετά, οι Τούρκοι άρχισαν να φωνάζουν «τεσλίμ», δηλαδή «παράδοση».
Στο κάλεσμα αυτό, η πυροβολαρχία της εμπροσθοφυλακής απάντησε με πυρά εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι, πετώντας τα κόκκινα λάβαρα έσπευσαν να σωθούν προς το ύψωμα που βρισκόταν νότια της κωμοπόλεως. Ακολούθως, έφθασαν Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι με λευκές σημαίες, οι οποίοι ανέφεραν ότι ο Τούρκος διοικητής της πόλης διατάσει την παράδοση των όπλων, μετά από την οποία οι Έλληνες θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν. Όταν ο Αντισυνταγματάρχης Ι. Κωνσταντίνου ρώτησε την αντιπροσωπεία ποια ήταν η δύναμη του εχθρού στο Κιρκαγάτς, αυτοί απάντησαν ότι αποτελούνταν από 5.000 ιππείς και 8.000 πεζούς.
Τότε ο Κωνσταντίνου δίχως να διστάσει, τους είπε ότι επιτάσσει την πόλη και ότι θέλει μέσα σε τέσσερις ώρες να του φέρουν στο σταθμό του τραίνου 15.000 οκάδες ψωμιού, 10.000 οκάδες κριθαριού και 2.000 οκάδες τυριού. Επίσης διέταξε να μη ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός από τους Τούρκους, διότι σε ενάντια περίπτωση θα κατέστρεφε την πόλη με το πυροβολικό. Αφού δε απέπεμψε την επιτροπή των κατοίκων, αμέσως μετά έδωσε εντολή για την κατάληψη των υψωμάτων ΝΔ και ΝΑ της πόλεως.
Όταν έφθασε στην κωμόπολη ο Μέραρχος, διέταξε τα τμήματα να κατευθυνθούν προς το σιδηροδρομικό σταθμό, συντεταγμένα κατά μεγάλες αποστάσεις, για να εντυπωσιαστεί ο εχθρός και να φαίνεται ότι η Ελληνική φάλαγγα αποτελείτο από 40.000 άνδρες. Αφού έφθασε η φάλαγγα της Μεραρχίας στο σιδηροδρομικό σταθμό, άρχισε να κινείται προς τους χώρους καταυλισμού. Η συγκέντρωση της δυνάμεως της Μεραρχίας στους χώρους καταυλισμού διήρκεσε πέντε ώρες και τερματίστηκε κατά τη δύση του ηλίου. Στο σταθμό του τραίνου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί κάτοικοι που φορούσαν κόκκινα φέσια, ενώ η πόλη ήταν στολισμένη με κόκκινες σημαίες.
Εκεί βρισκόταν και ο μουφτής και ο μουχτάρης της πόλεως, οι οποίοι παρακάλεσαν να μην εισέλθει η Μεραρχία στην πόλη και οι άνδρες της να μην πειράξουν τους Τούρκους, με την υπόσχεση ότι θα παρέχονταν άφθονα τρόφιμα για τις ανάγκες της Μεραρχίας. Σύντομα, άρχισαν να καταφθάνουν τρόφιμα για τη Μεραρχία, των οποίων η μεταφορά συνεχίστηκε σχεδόν ολόκληρη τη νύκτα. Όλες οι γυναίκες των Τούρκων της κωμόπολης στρώθηκαν στη δουλειά, ζυμώνοντας συνέχεια τις απαιτούμενες ποσότητες ψωμιού, οι δε φούρνοι λειτουργούσαν αδιάκοπα για να προλάβουν το ψήσιμο 15.000 οκάδων ψωμιού.
Όταν τα τρόφιμα έφθαναν στον σιδηροδρομικό σταθμό, παραδίδονταν στην επιμελητεία που τα διένειμε στις μονάδες. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της κωμόπολης είχαν υποχρεωθεί να φορέσουν ξανά φέσι και είχαν παραδώσει όλα τους τα χρήματα στους τσέτες για να μην εκτελεστούν. Αυτοί πληροφόρησαν τους Έλληνες αξιωματικούς ότι βρισκόταν μέσα στην πόλη περί τους 800 τσέτες, οι οποίοι δεν είχαν προφθάσει να φύγουν μαζί με τις κύριες εχθρικές δυνάμεις. Γύρω στις 17:00 η Μεραρχία εξέδωσε διαταγή σταθμεύσεως και κατόπιν οι πρόκριτοι των Ελλήνων και των Αρμενίων παρουσιάστηκαν στο Μέραρχο και δήλωσαν ότι όλοι οι Χριστιανοί της πόλεως έχουν αποφασίσει να τον ακολουθήσουν.
Μετά από συζήτηση, ο Μέραρχος και οι διοικητές των Συνταγμάτων δέχθηκαν να συμπεριλάβουν 4.000 αμάχους στη φάλαγγα της Μεραρχίας. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με μεγάλη χαρά, επειδή αυτοί ήταν σίγουροι ότι η παραμονή τους ισοδυναμούσε με βέβαιο αφανισμό. Μετά την απόφαση αυτή, οι ομογενείς του Κιρκαγάτς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και δώρισαν τα έπιπλα και τα αγαθά τους σε διάφορους Τούρκους γείτονες τους, ενώ οι ίδιοι μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς με ένα σακίδιο στον ώμο. Όταν επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες ότι το Τουρκικό ιππικό είχε καταλάβει το Αξάριο (Ακχισάρ), η Μαγνησία είχε καταστραφεί.
Η Σμύρνη είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων και ο Ελληνικός Στρατός είχε επιβιβαστεί στα πλοία στον Τσεσμέ και τα Μουδανιά, ενώ οι Τούρκοι άτακτοι είχαν καταλάβει την Πέργαμο, τη Μενεμένη και όλη την περιοχή της Σμύρνης, ο Μέραρχος αποφάσισε να τραπεί προς το λιμάνι του Ντικιλί (Δεκελί), νότια του Αϊβαλί και απέναντι από τη Λέσβο, για να διαφύγει μαζί με τους άνδρες του και τους πρόσφυγες. Σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας, η πορεία που θα ακολουθείτο την επομένη ημέρα ήταν δια της αμαξιτής οδού που περνούσε από τα Σόμα, το Κινίκ, και την Πέργαμο, με προορισμό το Ντικιλί.
Μετά τη διαταγή ακολούθησε δείπνο, το οποίο περιλάμβανε άφθονο κρέας, ζεστό φαγητό, ψωμί και φρούτα. Μαζί με τους στρατιώτες δείπνησαν και οι πρόσφυγες που θα ακολουθούσαν την πορεία της Μεραρχίας το πρωί. Όταν τη νύκτα τσέτες και άλλοι ένοπλοι Τούρκοι έβαλαν κατά των προφυλακών της Μεραρχίας, πυρπολήθηκε προς παραδειγματισμό ένα μικρό χωριό κοντά στο Κιρκαγάτς. Το ίδιο βράδυ συνελήφθησαν και δύο Τούρκοι από τα Σόμα, οι οποίοι είχαν έλθει στο Κιρκαγάτς για να αναγγείλουν ότι όλα ήταν έτοιμα για την υποδοχή του Τουρκικού στρατού. Μετά τα μεσάνυχτα της 27ης προς την 28η Αυγούστου / 9 - 10 Σεπτεμβρίου σήμανε εγερτήριο για την εκκίνηση. Αμέσως δόθηκε ζωμός για πρωινό, καθώς και το συσσίτιο της ημέρας.
Γύρω στη μια το πρωί η Μεραρχία ξεκίνησε με το φως του φεγγαριού προς τα βορειοδυτικά. Κατά την πορεία οι έφιπποι άνδρες της Μεραρχίας προσέφεραν τα άλογα τους στους γέροντες και τις γυναίκες με τα παιδιά τους. Μολονότι ορισμένοι πρόσφυγες που είχαν δικά τους ζώα (γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα) τα χρησιμοποιούσαν, οι περισσότεροι ήταν πεζοί. Οι πρόσφυγες ήταν περίπου 4.000, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα. Γύρω στις 08:00 η φάλαγγα είχε διανύσει περί τα 10 χιλιόμετρα και σε μικρό χρονικό διάστημα έφθασε στα Σόμα, τα οποία ήταν έρημα κατοίκων, επειδή αυτοί είχαν καταφύγει στο Ντικιλί. Στην κωμόπολη εισήλθε μόνον η επιμελητεία με τα μεταγωγικά για να ασχοληθεί με το θέμα του επισιτισμού.
Όμως δεν βρέθηκε τίποτε, παρά μόνο στραγάλια, τα οποία αμέσως μοιράστηκαν ως τροφή. Στο κέντρο της κωμόπολης είχαν αναρτηθεί πολλές Τουρκικές και Γαλλικές σημαίες και είχαν ανεγερθεί θριαμβευτικές αψίδες για την υποδοχή του Τουρκικού στρατού. Μεγάλο μέρος της κωμοπόλεως ήταν ερειπωμένο και κοντά στις εκκλησίες υπήρχαν σωροί ιερών κειμηλίων και σπασμένες εικόνες. Πολλοί πρόσφυγες μπήκαν στα μαγαζιά που ήταν ανοικτά για να τα λεηλατήσουν και πυρπόλησαν κάποια σπίτια. Τότε η Μεραρχία αναγκάστηκε να πάρει μέτρα για να σταματήσουν οι βιαιοπραγίες. H οδός που είχε επιλεγεί, περνούσε μέσα από χωριά φανατικών Τούρκων.
Μόλις η φάλαγγα πέρασε το πρώτο χωριό μετά τα Σόμα, τα τελευταία τμήματα της οπισθοφυλακής εβλήθησαν από ενόπλους. Τότε, ένας τεταγμένος ουλαμός πυροβολικού έβαλε κατά του χωριού με είκοσι βλήματα, τα οποία προξένησαν ζημιές και θύματα. Η επέμβαση αυτή έφερε αποτελέσματα και η φάλαγγα δεν ενοχλήθηκε ξανά στα επόμενα χωριά. Η προπορευόμενη φάλαγγα της επιμελητείας έφθασε στο Κινίκ γύρω στις 09:00 π.μ. Η πρώτη μέριμνα του επικεφαλής της επιμελητείας, Ταγματάρχη Μπουντούρογλου, ήταν να συλλάβει κάποιο χότζα, με τη βοήθεια του οποίου κατήλθαν από τα γύρω υψώματα οι κάτοικοι του χωριού και υποχρεώθηκαν να ζυμώσουν ψωμί για τη Μεραρχία, η οποία κατέφθασε στο Κινίκ γύρω στις 16:30.
Εκεί αποφασίστηκε να διανυκτερεύσει η Μεραρχία, η οποία από το Κιρκαγάτς έως το σημείο αυτό είχε διανύσει πάνω από 40 χιλιόμετρα, παρά την παρουσία των γυναικόπαιδων, των οποίων τα πόδια φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει φτερά προκειμένου να σωθούν. Σύντομα έφθασε μια επιτροπή από δύο Τούρκους και έναν ομογενή, η οποία δήλωσε στο Μέραρχο ότι η πόλη της Περγάμου υποτάσσεται στη Μεραρχία και ότι δέχεται να προμηθεύσει ψωμί, τρόφιμα και νομή, με την προϋπόθεση ότι η φάλαγγα δεν θα περάσει μέσα από την Πέργαμο. Στις 05:00 της 29ης Αυγούστου / 11ης Σεπτεμβρίου η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της προς τα δυτικά.
Οι στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους ήταν πλέον ξυπόλυτοι, επειδή οι αρβύλες τους είχαν καταστραφεί, βάδιζαν στη δεξιά πλευρά της οδού, ενώ οι πρόσφυγες στην αριστερή. Ο Ταγματάρχης Μπουντούρογλου μαζί με τα μεταγωγικά και την επιμελητεία προπορευόταν της κύριας φάλαγγας και γύρω στο μεσημέρι έφθασε στα λουτρά του Αττάλου, ΝΔ της πόλεως της Περγάμου, όπου σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι προμήθειες που είχε υποσχεθεί η επιτροπή της πόλεως. Η κύρια φάλαγγα έφθασε στα λουτρά του Αττάλου γύρω στις 13:00. Εκεί είχαν ήδη συγκεντρωθεί αρκετά τρόφιμα όπως όσπρια, ζυμαρικά, ρύζι, τυρί, ψωμί και νομή για τα ζώα.
Ορισμένοι Έλληνες κάτοικοι, οι οποίοι ήλθαν στο σημείο που είχε αποφασιστεί να καταυλιστεί η Μεραρχία, δήλωσαν ότι οι Tουρκικές αρχές και οι Τούρκοι κάτοικοι της Περγάμου τους παρακινούσαν να μην ακολουθήσουν τη Μεραρχία, διότι αυτοί θα τους προστάτευαν. Ωστόσο ο Ταγματάρχης Μπουντούρογλου συνέστησε στους Έλληνες κατοίκους να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, αλλά δεν εισακούστηκε. Αργότερα έγινε γνωστό ότι αυτοί σφαγιάστηκαν από τους τσέτες και τον Tουρκικό στρατό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συλλέξει η Μεραρχία, αναμενόταν στην Πέργαμο η άφιξη εφίππου Μεραρχίας από τη Σμύρνη, για να αποκόψει την πορεία της Ανεξάρτητης Μεραρχίας.
Επίσης ακούστηκε ότι θα έφθανε και το μικτό Tουρκικό απόσπασμα, το οποίο ακολουθούσε τη Μεραρχία από τα στενά του Γκεντίζ. Η Μεραρχία στρατοπέδευσε επτά χλμ. ΝΔ της Περγάμου, έχοντας διανύσει 2 χλμ. εκείνη την ημέρα. Όταν όλα τα τμήματα μαζί με τους πρόσφυγες έφθασαν στο σημείο εκείνο, γύρω στις 19:00, παρασκευάστηκε συσσίτιο, το οποίο μοιράστηκε σε όλους. Η διανυκτέρευση της Μεραρχίας πραγματοποιήθηκε στο χωριό Ραλί Τσιφτλίκ, αφού τοποθετήθηκε ισχυρό δίκτυο προφυλακής προς όλες τις κατευθύνσεις. Γύρω στα μεσάνυχτα, όταν μια ομάδα εκατό περίπου έφιππων άτακτων προσπάθησε να εισβάλει στον καταυλισμό, εβλήθη με οπλοβομβίδες και χειροβομβίδες και διασκορπίστηκε.
ΑΦΙΞΗ ΣΤΟ ΝΤΙΚΙΛΙ
Στο μεταξύ, είχε συγκροτηθεί μεικτό απόσπασμα από το Τάγμα ΙΙ / 3 και από έναν ανεξάρτητο ουλαμό ορειβατικού πυροβολικού, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, στον οποίο δόθηκε η διαταγή της κατάληψης του Ντικιλί, επειδή εκεί περί τους 1.000 τσέτες λήστευαν και βασάνιζαν χιλιάδες Ελλήνων και εκατοντάδες Αρμενίων, οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί, αναμένοντας να διαπεραιωθούν στη Λέσβο. Ο Τσίπουρας έλαβε επίσης την εντολή, μετά την εμπέδωση της τάξης, να μεταβεί στη Μυτιλήνη και να επιτάξει ατμόπλοια για τη μεταφορά των ανδρών της Μεραρχίας και των προσφύγων που ακολουθούσαν. Τότε ο Μπουντούρογλου ανέλαβε τη διοίκηση του 3ου Συντάγματος.
Όταν το απόσπασμα του Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα έφθασε πλησίον του Ντικιλί, παρουσιάστηκε μια ομάδα Τούρκων, η οποία τον πληροφόρησε ότι το Ντικιλί είχε δήθεν καταληφθεί από τον Τουρκικό στρατό και ότι η Μεραρχία έπρεπε να μεταβεί στη Σμύρνη. Μετά τη σύλληψη της, η ομάδα αυτή έδωσε πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη των Τούρκων που βρισκόταν μέσα στο Ντικιλί. Αμέσως μετά, ο Τσίπουρας διέταξε το απόσπασμα να κινηθεί για να καταλάβει αιφνιδιαστικά το Ντικιλί. Το απόσπασμα αφού προέβη σε αψιμαχίες με τους τσέτες που είχαν καταλάβει την κωμόπολη, τους εκδίωξε και την κατέλαβε. Αμέσως δε εγκατέστησε προφυλακές προς όλες τις κατευθύνσεις.
Στην παραλία του Ντικιλί ήταν συγκεντρωμένοι περί τους 3.000 πρόσφυγες, δίχως καμιά προστασία, αφού οι Έλληνες χωροφύλακες είχαν επιβιβαστεί από τους πρώτους σε πλοιάρια και είχαν αποχωρήσει για τη Μυτιλήνη. Οι τσέτες είχαν λεηλατήσει όλα τα σπίτια των ομογενών και είχαν ληστέψει τους πρόσφυγες, οι οποίοι βρίσκονταν πλέον στο έλεος τους. Επειδή στο Ντικιλί δεν υπήρχε κανένα πλοιάριο το οποίο θα μπορούσε να μεταφέρει τον Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα στην Μυτιλήνη, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί μια μικρή σάπια βάρκα που είχε τραβηχτεί στη στεριά. Η βάρκα επισκευάστηκε πρόχειρα, εφοδιάστηκε με ένα πανί και μεταφέρθηκε στη θάλασσα.
Σ’αυτή επιβιβάστηκαν ο Τσίπουρας, δύο λοχαγοί, δύο στρατιώτες και ένας βαρκάρης. Στην αρχή η βάρκα προχωρούσε με πανί λόγω του ούριου ανέμου, όταν όμως κόπασε, δύο άνδρες άρχισαν να κωπηλατούν. Γύρω στις οκτώ το πρωί έφθασαν στη Μυτιλήνη, από όπου ο Τσίπουρας ήλθε σε επαφή με το Γενικό Στρατηγείο που βρισκόταν στον Τσεσμέ. Αφού άφησε τους δύο λοχαγούς να μεριμνήσουν για τον ανεφοδιασμό και τον καταυλισμό της Μεραρχίας, επέστρεψε με το πρώτο ατμόπλοιο πίσω στο Ντικιλί. Στο μεταξύ, η Μεραρχία είχε εκδώσει διαταγή πορείας για την επόμενη ημέρα. Στις 04:00 της 30ης Αυγούστου / 12ης Σεπτεμβρίου η Μεραρχία ξεκίνησε μαζί με τους πρόσφυγες για το Ντικιλί.
Όταν γύρω στις 11:00 η φάλαγγα έφθασε σε σημείο από το οποίο φαινόταν η θάλασσα, όλοι ξέσπασαν σε κραυγές χαράς, φωνάζοντας «θάλασσα, θάλασσα». Περίπου το μεσημέρι η Μεραρχία έφθασε στο Ντικιλί μετά από πορεία 30 χλμ. και βρήκε σε κακή κατάσταση τους 3.000 πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί από τα γύρω χωριά. Έτσι, οι πρόσφυγες ομογενείς που ήταν υπό την προστασία της Μεραρχίας έφθασαν τις 8.000. Στην κωμόπολη είχαν ήδη τοποθετηθεί προφυλακές των δύο ταγμάτων, τα οποία είχαν ακολουθήσει τον Αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα.
Η ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΝΤΙΚΙΛΙ
Σύμφωνα με τη διαταγή της Μεραρχίας, το 1ο Σύνταγμα τοποθέτησε προφυλακές και μια ορειβατική πυροβολαρχία στα Β και ΒΑ του Ντικιλί, ενώ το 3ο Σύνταγμα εγκατέστησε προφυλακές στα Ν και ΝΑ. Μετά από αυτήν την τακτοποίηση, οι άνδρες αναπαύθηκαν, αναμένοντας το συσσίτιο, το οποίο αποτελείτο από άφθονο κρέας. Γύρω στις 15:30 φάνηκαν δύο πλοιάρια, το «Ιωνία» και το «Αιτωλία», τα οποία εκτελούσαν πριν την καταστροφή δρομολόγια ανάμεσα στη Σμύρνη και το Κορδελιό. Σε ένα από αυτά επέβαινε και ο Αντισυνταγματάρχης Τσίπουρας. Η διοίκηση της Μεραρχίας διέταξε να επιβιβαστούν στο «Αιτωλία»οι εξής:
- Η Μοίρα συζυγαρχιών, το απόσπασμα τηλεγραφητών, αγέλη σφαγίων, νοσηλευτικό τμήμα, μοίρα τραυματιοφορέων και λόχος στρατηγείου.
- Στο δε ατμόπλοιο «Ιωνία» το Ι / 3ο Τάγμα υπό τη διοίκηση του Τσίπουρα που διορίστηκε φρούραρχος Μυτιλήνης.
Τότε έφθασαν στο Ντικιλί από τη Μυτιλήνη και τα ατμόπλοια «Ιωνία» και Αιτωλία» με δύο φορτηγίδες που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των ανδρών από την αποβάθρα στα μεγαλύτερα πλοιάρια. Σύντομα, έφθασαν στο λιμάνι του Ντικιλί ακόμη τρία πολεμικά, από τα οποία ένα ήταν αντιτορπιλικό, ενώ άρχισαν να εκτελούν περιπολίες έξω από αυτό. Το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου / 13ης Σεπτεμβρίου εμφανίστηκαν τσέτες στα γύρω βουνά, οι οποίοι όμως σκορπίστηκαν από τα πολυβόλα της οπισθοφυλακής. Μετά το μεσημέρι φάνηκαν από την πλευρά της Περγάμου τμήματα ιππικού του τακτικού Τουρκικού στρατού καθώς και άτακτοι.
Όταν η πυροβολαρχία έριξε μερικές βολές εναντίον τους δίχως επιτυχία, επειδή βρίσκονταν σε απόσταση μεγαλύτερη των επτά χιλιάδων μέτρων, τα γυναικόπαιδα των προσφύγων άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς, φοβούμενα για τη μοίρα τους. Οι εχθρικές επιθέσεις επαναλήφθηκαν και το απόγευμα, όμως το Ελληνικό πεζικό τους αντιμετώπισε με επιτυχία, χρησιμοποιώντας πολυβόλα και τυφέκια. Μόλις σκοτείνιασε, επειδή οι Ελληνικές δυνάμεις που παρέμεναν ακόμη στο Ντικιλί ήταν ελάχιστες, οι άνδρες της οπισθοφυλακής άρχισαν να ανησυχούν. Ο κίνδυνος εχθρικής επίθεσης με πυροβολικό και ισχυρό πεζικό ήταν υπαρκτός, ωστόσο οι Έλληνες επέδειξαν αξιοθαύμαστη πειθαρχία.
Στα προβλήματα της οπισθοφυλακής προστέθηκε και η έλλειψη πλοιαρίων για τη μεταφορά των χιλιάδων κτηνών, ίππων και ημιόνων, καθώς και των αμέτρητων σφαγίων. Τότε ο διοικητής της οπισθοφυλακής αποφάσισε να πάρει μόνον τα ισχυρότερα κτήνη και τα υπόλοιπα να τα σκοτώσει. Διέταξε λοιπόν τη συγκέντρωση των ζώων στην πλατεία της προκυμαίας και μετά έβαλε εναντίον τους με πολυβόλα. Οι σωροί πτωμάτων των άτυχων ζώων κάλυψαν την πλατεία και τους γύρω δρόμους, ενώ μερικά που δεν είχαν πληγωθεί θανάσιμα συνέχισαν να περιφέρονται άσκοπα.
Η επιβίβαση των ανδρών της οπισθοφυλακής, μαζί με την πυροβολαρχία της, άρχισε αμέσως μετά τα μεσάνυχτα υπό το φως των προβολέων των πολεμικών πλοίων. Πρώτα επιβιβάστηκε η πυροβολαρχία και στη συνέχεια τα τέσσερα τάγματα πεζικού. Τελευταίοι επιβιβάστηκαν οι διοικητές των Συνταγμάτων Ι. Κωνσταντίνου και Ν. Τσίπουρας, ο Επιτελάρχης της Μεραρχίας Αντισυνταγματάρχης Γ. Μομφεράτος, ο διοικητής της οπισθοφυλακής Ταγματάρχης Α. Μπουντούρογλου και ο διορισμένος φρούραρχος του Ντικιλί Αντισυνταγματάρχης Σ. Μαυρογένους.
Μετά την επιβίβαση όλων των τμημάτων, το χάραμα της 1ης Σεπτεμβρίου / 14ης Σεπτεμβρίου του 1922, ένα αντιτορπιλικό του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού έριξε δυο βολές εναντίον των θέσεων του εχθρού, από όπου είχε εκδηλωθεί η απογευματινή επίθεση, ενώ οι φλόγες από τον εμπρησμό της αγοράς του Ντικιλί είχαν αρχίσει να υψώνονται προς τον ουρανό. Αυτή ήταν η άδοξη αλλά ηρωική αποχώρηση των Ελληνικών τμημάτων της Ανεξάρτητης Μεραρχίας μαζί με τους πρόσφυγες, οι οποίοι κατόρθωσαν να σωθούν, μετά την απρόσμενη ολοκληρωτική καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας που είχε μεγαλουργήσει για χιλιάδες χρόνια.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Μυτιλήνη, η Ανεξάρτητος Μεραρχία ανέλαβε καθήκοντα για την αποκατάσταση της τάξης, την αφόπλιση των άτακτων τμημάτων του Ελληνικού Στρατού που είχαν καταλήξει στο νησί, άλλα και την αποκατάσταση της εύρυθμης και ομαλής λειτουργίας της πόλης. Την 4η Σεπτεμβρίου άρχισε η μεταφορά της μεραρχίας από την Λέσβο στην Θεσσαλονίκη όπου ανασυντάχθηκε και επανήλθε υπό την διοίκηση της το 52ο Σύνταγμα Πεζικού. Τελικός σταθμός της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας ήταν η πόλη των Φερών όπου συνενώθηκε με τα εναπομείναντα τμήματα της ΧΙΙ Μεραρχίας και μετονομάστηκε σε ΧΙΙ Μεραρχία.
ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1922 - ΑΝΕΞΑΡΤΗΤH ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΠΕΖΙΚΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΣH
Διοικητής : Συνταγματάρχης Πεζικού Θεοτόκης Δημήτριος.
Επιτελάρχης: Αντ/ρχης Πυρ/κου Μομφεράτος Γεώργιος.
Διευθυντές επιτελικών γραφείων.
Ι Γραφείου............................... .................................
ΙΙ Γραφείου Λοχαγός Πεζικού Μουντούρης Δημήτριος.
ΙΙΙ Γραφείου Λοχαγός Πεζικού Μουστεράκης Ιωάννης.
Διοικητής Πυροβολικού: Αντ/ρχης Πυρ/κου Μαυρογέννης Στέφανος.
Διευθυντής Μηχανικού : Λοχαγός Μηχανικού Παπάς Μ.
Διευθυντής Επιμελητείας................... ..............................
Διευθυντής Υγειον. Υττηρεσίας: Επίατρος Πατταθανασίου Ξενοφών.
ΣΤΑΘΜΟΙ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ
1-8-22. Σεϊντή Γαζή
15-8-22. Ακ Ιν
16-8-22. Ακ Ουλούκ
17-8-22. Σιδηρ. Σταθμός Αλαγιούντ
18-8-22. Κιρέσκιοϊ (εκατέρωθεν τής στενωπού.)
19-8-22. Κινίκ Βεράν (1000 μ. Β.Δ. αυτού)
20-8-22. Δύο χιλμ. Α. Ιντίς
21-8-22. Υψώματα Καρά Ογλού (υψ. 1445)
22-8-22. Τσάϊκιοϊ
23-8-22.Μουτάκιοϊ.
24-8-22. Ριζά
25-8-22.Σιντιρτζή
26-8-22.Ντερμπέντ
27-8-22.Εγκισλούκ
28-8-22.Δυτική παρυφή Κινίκ
29-8-22.Ράλι Τσιφλίκ
30-8-22.Ανατολική παρυφή Ντικελί
1-9-22.Μυτιλήνη
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
ΠΕΖΙΚΟ
51ο Σύνταγμα Πεζικού.
52ο Σύνταγμα Πεζικο.
53ον Σύνταγμα Πεζικού.
ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ
Ανεξάρτητη Μοίρα Ορειβ. Πυρ/κού.
Ανεξάρτητη Μοίρα πεδινού Πυροβολικού. (Δύο πυρ/χίες).
III Μοίρα Γ.Σ.Π.Π. (7η και 9η πυροβολαρχίες).
1 1/2 Πυροβολαρχίες I Μοίρας Οβιδοβόλων.
2ος Ανεξάρτητος Ουλαμός 2ας Ορειβ. πυροβολαρχίας Δαγκλή 75.
III Μοίρα Σκόντα (Δ/σις Μοίρας και πυρ/χία).
ΜΗΧΑΝΙΚΟ
Ανεξάρτητη Διλοχία Μηχανικού.
ΙΠΠΙΚΟ
Ανεξάρτητη Ημιλαρχία
Χ Ημιλαρχία
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
ΙΤΕ ΠΑΙΔΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ...
ΑπάντησηΔιαγραφή