Β'. ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Γενικά
§ 166. Από τη σκοπιά της κάθε γλώσσας βρίσκονται στο προσκήνιο εκείνα τα παράγωγα ρήματα που διατηρούν το επίθημα σε όλους τους χρόνους. Αντίθετα, τύποι με επίθημα περιορισμένο σε ένα μόνο χρόνο υποχωρούν εντελώς. Και μάλιστα από τους χρόνους ουσιαστικά ενδιαφέρει μόνον ο ενεστώτας. Ο παρακείμενος από πολύ παλιά δεν χαρακτηρίζεται από επιθήματα (το κ του βεβούλευκα είναι στοιχείο κλιτικό και όχι σχηματισμού λέξης, αφού σε σχέση με τον παρακείμενο χωρίς κ, όπως πέπομφα, δεν προσθέτει τίποτε καινούριο από άποψη περιεχομένου)· ο μέλλοντας είναι μόνον ένας τροπικός σχηματισμός που έγινε χρόνος, δηλαδή μια λειτουργία του ενεστώτα, είτε είναι αρχικά η υποτακτική του αορίστου με sείτε ένας ενεστωτικός σχηματισμός με το -s i ̯- ή και τα δύο. Και ο αόριστος έχει βέβαια μορφολογικά χαρακτηριστικά, όχι όμως επιθήματα (σχετικά με το -θ- στον αόριστο δες παρακάτω· ο σιγματικός αόριστος με το σχηματιστικό στοιχείο σ είναι, ακριβώς όπως ο θεματικός ή ο ριζικός αόριστος, μόνο μέρος ενός σταθερού κλιτικού συστήματος.
§ 167. Έτσι απομένει μόνον ο ενεστώτας. Αυτός ο χρόνος ήδη κατά την περίοδο της ινδοευρωπαϊκής διέθετε μεγάλο πλούτο επιθημάτων. Στην ελληνική η κατάσταση αυτή διατηρείται, αλλά στους σχηματισμούς παρουσιάζονται σοβαρές μετατοπίσεις. Οι περισσότεροι από τους παλιούς συρρικνώνονται σε πενιχρά λείψανα· οι σημαντικότεροι παρουσιάζονται παρακάτω. Σ' αντίθεση, ένα επίθημα διαμορφωμένο από παλιά με χαρακτηριστικό τρόπο, συγκεκριμένα το -i̯o-, που εξυπηρετούσε κυρίως την παραγωγή ενεστώτων από ουσιαστικά, διασπάστηκε σε μια ολόκληρη σειρά εν μέρει εξαιρετικά ζωντανών σχηματισμών. Ταυτόχρονα αυτές οι νέες μετονοματικές συνενώσεις επιθημάτων, σε συνδυασμό με μη μετονοματικά ρήματα με ίδια κατάληξη, μεταφέρθηκαν από τον ενεστώτα στους υπόλοιπους χρόνους (-άω --ήσω κτλ., -αίνω - -ανῶ κτλ.)· μόνο το -i ̯- παρέμεινε περιορισμένο στον ενεστώτα, πράγμα που διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι λόγω φθογγολογικών διαδικασιών είχε παραμεριστεί ή είχε γίνει ασαφές και έτσι είχε χάσει την αρχική του εκφραστική ικανότητα. Κατεξοχήν λοιπόν επιθήματα για το σχηματισμό ρηματικών θεμάτων πρέπει να θεωρούνται μόνον αυτοί οι απόγονοι του παλιού -i̯o-· παρ' όλα αυτά η ιδιαίτερη θέση του ενεστώτα, που προαναφέρθηκε, δικαιολογεί να συμπεριλάβουμε στην εξέταση τα ενεστωτικά επιθήματα.
Μόνον όμως τα ενεστωτικά επιθήματα· ριζικοί τύποι όπως ἔσ-τι, τί-θη-μι, ή με θεματικό φωνήεν λύ-ο-μεν κτλ., που μπορούν να σχηματίζουν και αοριστικά θέματα (ἔ-στη-ν, ἐ-γέν-ε-το), αδυνατούν να εξελιχθούν περισσότερο.
Κυριακή 23 Ιουλίου 2023
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 3. Από τους Περσικούς Πολέμους στον Πελοποννησιακό
3.2. Πολλά δεινά άρχισαν και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους
Για να εξασφαλίσει τη νίκη του, ο Αρταφέρνης πήρε δύο πρωτοβουλίες. Πρώτον, υποχρέωσε τις ιωνικές πόλεις να συνάψουν συνθήκες μεταξύ τους, να λύνουν τις διαφορές τους με διαιτησία και να μη βλάπτουν η μία την άλλη. Δεύτερον, καθόρισε με σαφήνεια τους φόρους που έπρεπε να πληρώνει καθεμία, σε επίπεδα που δεν ήταν υψηλότερα από τα παλαιότερα. Έτσι, κάτω από τον περσικό ζυγό, οι Ίωνες ενώθηκαν με έναν τρόπο που δεν είχαν έως τότε πετύχει μόνοι τους. Σύντομα ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος, γαμπρός του Δαρείου, προχώρησε σε ριζοσπαστικότερες αλλαγές. Όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, έπαυσε όλους τους διορισμένους από την Περσία τυράννους και κατέστησε τις ιωνικές πόλεις «δημοκρατίες» - ό,τι και αν μπορούσε να σημαίνει αυτός ο όρος σε συνθήκες ξένης κατοχής. Η πρόσφατη εμπειρία είχε δείξει ότι οι τύραννοι δεν αποτελούσαν εγγύηση για τα περσικά συμφέροντα. Ο Μαρδόνιος θα σκέφτηκε ότι, μονοιασμένοι και λαμβάνοντας τις αποφάσεις τους δημοκρατικά, οι Ίωνες είχαν κάθε λόγο να φροντίσουν για το συμφέρον τους και να δεχτούν την κυριαρχία των Περσών. Και αυτοί από την πλευρά τους ανέλαβαν να πληρώνουν τους φόρους τους και να συστρατεύονται με τους Πέρσες - ακόμη και όταν στρέφονταν εναντίον άλλων Ελλήνων.
Ο Δαρείος ήταν πλέον έτοιμος να συνεχίσει την επέκταση της αυτοκρατορίας του. Η συμμετοχή της Αθήνας και της Ερέτριας στην εξέγερση των Ιώνων τού υπέδειξε την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κινηθεί. Εάν πετύχαινε να τις υποτάξει, μοναδικό εμπόδιο θα απέμενε η Σπάρτη και η Πελοποννησιακή της Συμμαχία. Για τις επιχειρήσεις του διέθετε άλλωστε καλούς συμβούλους, εφόσον δεχόταν με μεγάλη προθυμία στην αυλή του Έλληνες ηγέτες που ζητούσαν την προστασία του. Ήδη στο περιβάλλον του βρίσκονταν ο έκπτωτος τύραννος της Αθήνας Ιππίας και ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος.
Για να ξεσηκώσει τους Ίωνες εναντίον των Περσών, ο Αρισταγόρας είχε θεωρήσει ότι μόνο μια επιχείρηση με ευρύτερη ελληνική συμμετοχή είχε ελπίδες επιτυχίας. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν ήδη είτε υποταχθεί στους Πέρσες είτε συνθηκολογήσει μαζί τους. Και από αυτές που παρέμεναν ανεξάρτητες, οι σημαντικότερες δεν είχαν πολλά περιθώρια να δράσουν, διότι ανταγωνίζονταν η μία την άλλη.
Η Σπάρτη βρισκόταν από καιρό σε θανάσιμη αναμέτρηση με το Άργος, το οποίο κατάφερε να κατατροπώσει μόλις το 494. Στην αναμέτρηση εκείνη σκοτώθηκαν περίπου 6.000 Αργείοι. (Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ίσως σφαγή οπλιτών σε καθαρά ενδοελληνικό πόλεμο.) Η Αθήνα πάλι, που συμφώνησε να στείλει μια σχετικά μικρή δύναμη για να ενισχύσει τους Ίωνες, εγκατέλειψε τον αγώνα επειδή απειλήθηκε από την Αίγινα. Το 491 οι δύο πόλεις βρίσκονταν πλέον σε πόλεμο μεταξύ τους. Η Αθήνα είχε και άλλους εχθρούς. Αρκετά χρόνια νωρίτερα είχε συνδράμει με επιτυχία τη μικρή πόλη των Πλαταιών, που δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στη μεγάλη βοιωτική συμμαχία των Θηβαίων. Η ενέργεια αυτή κατέστησε τη Θήβα φανατικό εχθρό της Αθήνας και σύμμαχο της Αίγινας. Η κατάσταση στον ελληνικό κόσμο ήταν μάλιστα ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν επίσης ανοιχτά εσωτερικά μέτωπα.
Στη Σπάρτη καραδοκούσαν οι είλωτες της Μεσσηνίας, έτοιμοι να εξεγερθούν σχεδόν σε κάθε ευκαιρία. Οι δύο βασιλείς, που αντιδικούσαν με τους εφόρους γύρω από την εξωτερική πολιτική της πόλης, δεν ήταν καν σύμφωνοι μεταξύ τους. Ο Κλεομένης συγκρούστηκε επανειλημμένα με τον Δημάρατο και κατάφερε να τον ανατρέψει, οδηγώντας τον στην αυτοεξορία.
Στο Άργος επικρατούσε κοινωνική αναταραχή. Πολλοί κάτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και ονομάζονταν περίοικοι ή, δυσφημιστικότερα, δοῦλοι. Η στάση που κράτησαν στη σύγκρουση με τη Σπάρτη δεν είναι σαφής, αλλά ορισμένοι ενδέχεται να συνεργάστηκαν με τον εχθρό. Μετά την ήττα και την απώλεια μεγάλου μέρους του στρατού, ορισμένοι από αυτούς έγιναν αναγκαστικά δεκτοί στο σώμα των πολιτών και τη διακυβέρνηση της πόλης, αλλά η σύγκρουση δεν καταλάγιασε.
Στην Αθήνα οι φίλοι του Ιππία και των τυράννων ενεργούσαν πλέον μέσα από τους νεοσύστατους θεσμούς της δημοκρατίας, ακολουθώντας μια πολιτική ανοχής ή φιλίας προς την Περσία. Αλλά και οι εχθροί της Περσίας δεν ήταν όλοι σύμφωνοι για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Ο Θεμιστοκλής είχε την άποψη ότι το μέλλον της πόλης βρισκόταν στη θάλασσα - προφανώς για να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην Αίγινα. Αυτό θα σήμαινε ότι, εκτός από ισχυρό ναυτικό και κατάλληλο λιμάνι, η πόλη έπρεπε να στηρίζεται όλο και περισσότερο στους φτωχότερους πολίτες, κυρίως στους θήτες, που κωπηλατούσαν τα πολεμικά πλοία. Άλλοι πολιτικοί εξακολουθούσαν να έχουν σχεδόν αποκλειστικά εμπιστοσύνη στους βαριά οπλισμένους αγρότες, τους ζευγίτες.
Στην Αίγινα διεξαγόταν ένας οξύς κοινωνικός αγώνας. Οι πλούσιοι αντιστέκονταν με επιτυχία στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των δημοκρατικών. Ανταγωνίζονταν σκληρά την Αθήνα και στηρίζονταν στη Σπάρτη. Όταν όμως ο φόβος τους και η εχθρότητα προς την Αθήνα τούς οδήγησε να αποδεχθούν την υποταγή στην Περσία, βρήκαν αντιμέτωπους και τους Σπαρτιάτες. Οι δημοκρατικοί αναθάρρησαν και ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων. Όμως, η εξέγερση απέτυχε, και 700 δημοκρατικοί εκτελέστηκαν.
Η Ερέτρια ήταν επίσης διχασμένη. Τον έλεγχο είχε η μερίδα που ακολουθούσε σταθερά αντιπερσική πολιτική, και έτσι η πόλη έσπευσε να συνδράμει, όσο μπορούσε, τους Ίωνες, και μάλιστα τους Μιλήσιους, με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς φιλίας. Η αντίπαλη μερίδα, πάλι, λογάριαζε ότι μπορούσε να ωφεληθεί από τους Πέρσες και σχεδίαζε να τους παραδώσει την πόλη την κρίσιμη στιγμή. Εσωτερικά προβλήματα που επηρέαζαν την εξωτερική τους πολιτική είχαν και πολλές άλλες πόλεις.
Αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι, οι Πέρσες είχαν χρειαστεί έξι ολόκληρα χρόνια για να καταστείλουν την εξέγερση των Ιώνων. Αλλά δεν σκόπευαν να επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Γνώριζαν πλέον καλά τις αντιθέσεις του ελληνικού κόσμου και ήταν αποφασισμένοι να τις εκμεταλλευτούν. Άρχισαν λοιπόν να ζητούν με απεσταλμένους υποταγή και συνεργασία. Οι περισσότερες απαντήσεις που λάμβαναν ήταν θετικές. Για τις λίγες αρνητικές αντιδράσεις χρειάζονταν άλλου είδους ενέργειες.
Το 492 οι Πέρσες ετοιμάστηκαν για μια μεγάλη επιχείρηση. Αρχηγός του πολυπληθούς στρατού και του στόλου ανέλαβε ο Μαρδόνιος. Ο στόλος όμως, καθώς περιέπλεε τον Άθω, έπεσε σε τρικυμία και έπαθε απροσδόκητη καταστροφή, ενώ ο στρατός δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από θρακικά φύλα. Ο ίδιος ο Μαρδόνιος τραυματίστηκε σοβαρά, και έτσι η εκστρατεία ματαιώθηκε. Έπρεπε να γίνουν νέες προετοιμασίες προκειμένου να συγκεντρωθεί νέο αξιόμαχο στράτευμα.
Το 490 οι Πέρσες αποφάσισαν να διασχίσουν το Αιγαίο με ισχυρές δυνάμεις και να επιτεθούν εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας. Σε ειδικά καράβια επιβίβασαν πολλά πολεμικά άλογα. Νέοι αρχηγοί του στρατού και του στόλου ανέλαβαν ο Μήδος Δάτις και ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων και ανεψιός του Δαρείου. Σύμβουλος στην επιχείρηση ήταν ο Ιππίας, που ήλπιζε ότι θα του δινόταν και πάλι η εξουσία στην Αθήνα. Στη διαδρομή κατέλαβαν τη Νάξο (που είχε αντισταθεί με επιτυχία εννέα χρόνια νωρίτερα), έκαψαν τους ναούς της και αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους συνέλαβαν. Σεβάστηκαν όμως και τίμησαν το ιερό νησί της Δήλου, θέλοντας ασφαλώς να δείξουν ότι δεν εχθρεύονταν τους θεούς των Ελλήνων. Η Δήλος, όπου σύμφωνα με τον μύθο είχαν γεννηθεί ο Απόλλων και η Άρτεμη, ήταν πανελλήνιο κέντρο λατρείας και ιερός τόπος όλων των Ιώνων ήδη από τον 8ο αιώνα. Η περιστολή των Περσών είχε αναμφίβολα συμβολική σημασία.
Η Ερέτρια υπέκυψε εύκολα ύστερα από σύντομη πολιορκία και προδοτικές ενέργειες πολιτών της. Οι Πέρσες σύλησαν τους ναούς, για να εκδικηθούν την καταστροφή των δικών τους ναών, και υποδούλωσαν τους κατοίκους. (Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι απόγονοί τους κατοικούσαν ακόμη, καθώς λεγόταν, κοντά στη Βαβυλώνα, εκεί όπου τους είχε εγκαταστήσει ο Δαρείος.) Σειρά είχε πλέον η Αθήνα.
Ο πολυάριθμος στρατός και το ιππικό αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα. Η ιδέα ήταν του Ιππία, που θυμήθηκε, καθώς φαίνεται, ότι από μια μάχη στον Μαραθώνα, στην οποία είχε πάρει μέρος και ο ίδιος, κρίθηκε η οριστική επικράτηση του πατέρα του στην τυραννία. Ο Μαραθώνας ήταν επίσης άριστη τοποθεσία για την ανάπτυξη του ιππικού. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να παραταχθούν απέναντι από τους Πέρσες σε ένα ύψωμα. Όπως υπολόγισαν, είχαν να αντιμετωπίσουν δυνάμεις από 46 διαφορετικά έθνη.
Η αθηναϊκή δύναμη περιλάμβανε 10.000 οπλίτες. Οι Σπαρτιάτες, που είχαν ειδοποιηθεί, δεν έφτασαν εγκαίρως, διότι από θρησκευτική πρόληψη ανέμεναν την πανσέληνο πριν ξεκινήσουν. Ως μοναδική ενίσχυση κατέφθασαν μόνο οι Πλαταιείς με όλες τις δυνάμεις τους (πανδημεί), για να ανταποδώσουν στους Αθηναίους τη βοήθεια που είχαν λάβει στο παρελθόν. Είχαν συγκεντρώσει 1.000 άνδρες.
Αρχηγοί του αθηναϊκού στρατού ήταν ο Καλλίμαχος, που εκείνη τη χρονιά κατείχε το αξίωμα του πολέμαρχου, και δέκα στρατηγοί. Από αυτούς ξεχώριζε ο Μιλτιάδης, που γνώριζε καλά τους Πέρσες, εφόσον είχε διατελέσει τύραννος στη θρακική Χερσόνησο. Οι απόψεις των στρατηγών ήταν μοιρασμένες, αλλά ο Καλλίμαχος συντάχθηκε με τον Μιλτιάδη, και έτσι αποφασίστηκε να επιτεθούν πρώτοι οι Αθηναίοι εναντίον του εχθρού. Όπως πληροφορεί ο βυζαντινός λεξικογράφος της Σούδας, που συμπληρώνει στο σημείο αυτό μια σημαντική παράλειψη του Ηροδότου, ο Δάτις είχε ξαναφορτώσει κρυφά το ιππικό στα πλοία. Προφανώς, ο σκοπός του ήταν να κρατήσει με το πεζικό καθηλωμένους τους Αθηναίους οπλίτες στον Μαραθώνα και να επιτεθεί με το ιππικό στην αφύλακτη πόλη, περιπλέοντας το Σούνιο. Ωστόσο, οι Ίωνες, που συμμετείχαν στον περσικό στρατό, έδωσαν τη σημαντική αυτή πληροφορία στους Αθηναίους, και ο Μιλτιάδης έσπευσε να την εκμεταλλευτεί. Η επίθεση έπρεπε να γίνει γρήγορα, τη στιγμή που έλειπε το ιππικό και πριν οι περσικές δυνάμεις φτάσουν στο Φάληρο.
Μόλις έλαβαν την εντολή, οι Αθηναίοι οπλίτες όρμησαν τρέχοντας εναντίον των εισβολέων. Αυτό ήταν κάτι παρακινδυνευμένο, που γινόταν για πρώτη φορά. Ο οπλισμός των Ελλήνων ήταν βαρύς και το τρέξιμο τον έκανε ασφαλώς επαχθέστερο. Το πιο παράτολμο ήταν ωστόσο ότι η αθηναϊκή φάλαγγα, για να εξασφαλίσει το ίδιο εύρος με τις περσικές γραμμές, είχε μικρότερο βάθος στο κέντρο. Ένα ρήγμα στη φάλαγγα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η νίκη όμως για τους Αθηναίους ήταν θριαμβευτική. Πολεμώντας χωρίς ιππικό και χωρίς τη συνοχή της φάλαγγας των οπλιτών, οι Πέρσες εγκλωβίστηκαν στο κέντρο του μετώπου και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τους Αθηναίους, που κατάφεραν να ανασυνταχθούν στα νώτα τους.
Οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα πλοία με βαριές απώλειες, κάνοντας μιαν ακόμη προσπάθεια να φτάσουν στο Φάληρο πριν από τους Αθηναίους οπλίτες. (Το ιππικό θα πρέπει να βρισκόταν εν πλω.) Αλλά διαψεύστηκαν, διότι οι Αθηναίοι οπλίτες πρόλαβαν και επέστρεψαν εγκαίρως πεζή. Ηττημένοι, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία. Είχαν αφήσει στο πεδίο της μάχης, καθώς λεγόταν, περίπου 6.300 νεκρούς, ενώ οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς μόνο 192.
Στον Μαραθώνα δεν κρίθηκε αποκλειστικά η ελευθερία των Αθηναίων αλλά και η δημοκρατία τους. Από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη είχαν περάσει μόλις δεκαεπτά χρόνια. Οι νέοι θεσμοί λειτουργούσαν κανονικά, αλλά δεν είχαν δοκιμαστεί σε συνθήκες σκληρής πολεμικής αναμέτρησης. Κανένας δεν γνώριζε εκείνη την εποχή εάν ένας στρατός μπορούσε να διοικηθεί αποτελεσματικά με δημοκρατικές διαδικασίες. Η απάντηση δόθηκε για πρώτη φορά.
Τον αθηναϊκό στρατό διοικούσαν εκλεγμένοι άρχοντες: ο πολέμαρχος και οι στρατηγοί, με ετήσια θητεία και υποχρέωση να λογοδοτούν δημοσίως για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Την απόφαση να παραταχθεί το αθηναϊκό στράτευμα στον Μαραθώνα την έλαβε η ίδια η Εκκλησία του Δήμου. Παρά την πίεση των γεγονότων, συνήλθε για να συζητήσει και να εγκρίνει σχετικό ψήφισμα που υπέβαλε ο Μιλτιάδης. Στο πεδίο της μάχης, πάλι, οι εκλεγμένοι στρατηγοί όφειλαν να ενεργούν ύστερα από συζήτηση και ψηφοφορία. Η κρίσιμη απόφαση πάρθηκε με μία ψήφο διαφορά. Έτσι, καθώς οι Αθηναίοι κατατρόπωναν τους Πέρσες, διαβεβαίωναν τους πάντες αλλά κυρίως τον εαυτό τους ότι η δημοκρατία ήταν ένα καλό πολίτευμα - ακόμη και στον πόλεμο.
Οι Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να επανέλθουν. Για την έκταση και τη δύναμη της αυτοκρατορίας τους μια μάχη όπως αυτή στον Μαραθώνα δεν ήταν κάτι άξιο λόγου. Είχε τρωθεί όμως το γόητρό τους, και αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να ανεχθούν. Άρχισαν λοιπόν να προετοιμάζονται για μια νέα επιχείρηση, που θα είχε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από κάθε προηγούμενη.
Για τρία χρόνια ολόκληρη η Ασία αναστατώθηκε από τη στρατολόγηση ανδρών. Τον τέταρτο, όταν πλέον οι προετοιμασίες πλησίαζαν στο τέλος τους, οι Αιγύπτιοι αποσκίρτησαν από την αυτοκρατορία και οι Βαβυλώνιοι εξεγέρθηκαν. Ο Μαραθώνας, όπως φαίνεται, είχε δείξει ότι οι Πέρσες δεν ήταν ανίκητοι. Μαζί με το γόητρο των Περσών έπρεπε να αποκατασταθεί η ακεραιότητα και η συνοχή της αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος σχεδίασε πρώτα να καταπνίξει την εξέγερση και μετά να βαδίσει εναντίον των Ελλήνων. Αλλά τον επόμενο χρόνο πέθανε, ύστερα από τριάντα έξι χρόνια στην εξουσία. Την ολοκλήρωση των σχεδίων του ανέλαβε ο γιος του Ξέρξης (486-465).
Το 484 ο Ξέρξης υπέταξε την Αίγυπτο, που είχε για δύο περίπου χρόνια ανακτήσει την ανεξαρτησία της. Αμέσως μετά εισήλθε στη Βαβυλώνα. Ανάμεσα σε πολλά άλλα αφαίρεσε από τον ναό ένα ολόχρυσο λατρευτικό άγαλμα και σκότωσε τον ιερέα που του αντιστάθηκε. Μετά άρχισε πάλι τις ετοιμασίες εναντίον των Ελλήνων. Γνώριζε ότι αποτελούσαν το μόνο άξιο λόγου εμπόδιο στην πορεία του προς τη Δύση. Φαντάστηκε έτσι την περσική γη να αποκτά για σύνορα τον «αιθέρα του Δία».
Το 480, έχοντας οργανώσει τη μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιχείρηση που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος έως την εποχή του, γεφύρωσε τον Ελλήσποντο, άνοιξε διώρυγα στον Άθω, για να περάσουν χωρίς κίνδυνο τα καράβια του, και άρχισε να κατευθύνεται αργά προς την Αθήνα. Στον στρατό του συμμετείχαν άνδρες από τη μακρινή Ινδία έως τα ιωνικά παράλια. Ο Ηρόδοτος απαριθμεί 61 έθνη και 17 διαφορετικούς τύπους οπλισμού. Μεταφέροντας τις εκτιμήσεις της εποχής και προβαίνοντας σε δικούς του υπολογισμούς, ισχυρίστηκε ότι ο στρατός του Ξέρξη είχε 2.641.610 πολεμιστές (από τους οποίους βεβαίως αρκετοί ήταν Έλληνες) και περίπου άλλους τόσους υπηρέτες. Κοντά σε αυτούς πορεύονταν γυναίκες που ζύμωναν το ψωμί, παλλακίδες και ευνούχοι. Τα καράβια των Περσών τα ανεβάζει σε 1.207. Οι αριθμοί αυτοί είναι πέρα από κάθε λογική ή φαντασία, αλλά δείχνουν την εντύπωση (και τον τρόμο) που προκάλεσε ο στρατός στο πέρασμά του.
Οι περισσότεροι Έλληνες, όσοι δεν είχαν ήδη υποταχθεί, έσπευσαν να αποδεχθούν την κυριαρχία των Περσών - άλλοι από φόβο, άλλοι από υπολογισμό και κάποιοι από πεποίθηση. Πρώτοι και καλύτεροι ανάμεσά τους οι Αλευάδες, οι τοπικοί άρχοντες της Θεσσαλίας. Ήδη από καιρό προσκαλούσαν τους Πέρσες και τους υπόσχονταν κάθε δυνατή βοήθεια. Το ίδιο έκαναν και άλλοι.
Οι Έλληνες που αποφάσισαν να αντισταθούν στους Πέρσες πήραν δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις. Πρώτον, να σταματήσουν τις έχθρες και τους πολέμους μεταξύ τους και, δεύτερον, να ζητήσουν τη συνεργασία ισχυρών πόλεων που, χωρίς να έχουν υποταχθεί στους Πέρσες, δεν συμμετείχαν έως εκείνη τη στιγμή στις προετοιμασίες. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό αντιπροσωπείες στο Άργος, τη Σικελία, την Κέρκυρα και την Κρήτη. Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε, αλλά ο δεύτερος όχι. Για διάφορους λόγους οι απαντήσεις που έλαβαν από ισχυρές ελληνικές πόλεις ήταν αρνητικές. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και όσοι συμμάχησαν μαζί τους υποχρεώθηκαν να ενεργήσουν μόνοι.
Οι Αθηναίοι συσκέφθηκαν και συναποφάσισαν με τους δημοκρατικούς τρόπους που είχαν καθιερώσει. Όπως συνηθιζόταν, ξεκίνησαν τις προετοιμασίες ζητώντας χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Ύστερα συνήλθαν για να εκτιμήσουν την απάντηση και να πάρουν τις αποφάσεις τους. Στη συζήτηση που έγινε στην Εκκλησία του Δήμου διαφώνησαν μεταξύ τους, όπως ήταν φυσικό σε μια δημοκρατία. Άλλοι εκτιμούσαν ότι έπρεπε να οχυρωθούν στην Ακρόπολη και άλλοι στα καράβια τους. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι θα αντιστέκονταν στους Πέρσες με όλες τους τις δυνάμεις. Εάν ήταν αναγκαίο θα έκαναν όποια υποχώρηση χρειαζόταν για να συνεργαστούν με τους συμμάχους τους. Στη συζήτηση παρενέβη ο Θεμιστοκλής, που στο πρόσφατο παρελθόν είχε πείσει τους Αθηναίους να κατασκευάσουν ισχυρό στόλο, και τους έπεισε ξανά να ρίξουν το βάρος στη θάλασσα.
Ένας ελληνικός στρατός 6.000 ή 7.000 ανδρών από διάφορες πόλεις, με αρχηγό τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα (490-480), αδελφό του Κλεομένη, αντιμετώπισε τους εισβολείς στις Θερμοπύλες. Ταυτοχρόνως, ένας στόλος 270 πολεμικών πλοίων, με αρχηγό τον Σπαρτιάτη στρατηγό Ευρυβιάδη, συγκεντρώθηκε στο Αρτεμίσιο. Ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα, οι δυνάμεις αυτές ήταν πολύ μικρές. Στόχο τους δεν είχαν τη νίκη αλλά μάλλον την καθυστέρηση των Περσών, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες προετοιμασίες. Ενώ ο στρατός του Ξέρξη παρέμενε καθηλωμένος για λίγες μέρες στις Θερμοπύλες, το ελληνικό ναυτικό αναζητούσε ευκαιρίες για να επιφέρει πλήγματα στα περσικά καράβια. Στις πρώτες θαλάσσιες αναμετρήσεις με τους Πέρσες οι Έλληνες σημείωσαν κάποιες επιτυχίες, αλλά τίποτε δεν είχε κριθεί.
Όταν έγινε φανερό ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν άλλο τον περσικό στρατό, ο Λεωνίδας κράτησε στο πεδίο της μάχης 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 300 Θηβαίους, που δεν είχαν συνταχθεί με τη φιλοπερσική τους ηγεσία. Στο πεδίο της μάχης παρέμειναν επίσης οι πολυάριθμοι είλωτες που συνόδευαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Λεωνίδας σχεδίασε μια νυχτερινή επίθεση για να σκοτώσει τον Ξέρξη, που αν πετύχαινε θα έδινε ίσως τέλος στην αναμέτρηση. Αλλά παρά τις επιτυχίες των Σπαρτιατών, το σχέδιο απέτυχε, και έτσι, πολεμώντας όλοι τους έως τον τελευταίο (για την ακρίβεια, τον διακοσιοστό ενενηκοστό όγδοο, αφού δύο σώθηκαν), έδωσαν τη δυνατότητα στον υπόλοιπο στρατό να υποχωρήσει συντεταγμένα, χωρίς να κινδυνεύει από το περσικό ιππικό. Η ήττα τους πάντως αποδόθηκε και σε προδοσία, που επέτρεψε στους Πέρσες να επιτεθούν στους Έλληνες από τα νώτα και να εκμεταλλευτούν τη βασική αδυναμία της φάλαγγας των οπλιτών. Οι 300 Λακεδαιμόνιοι ήταν όλοι ήδη πατέρες. Οι άτεκνοι υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Σπάρτη, για να αποκτήσουν απογόνους. Ο θάνατός τους θα ήταν υπερβολικά σκληρό πλήγμα, αν δεν υπήρχαν παιδιά για να διατηρούν ζωντανή την ένδοξη μνήμη της θυσίας τους. Η ήττα του Λεωνίδα υποχρέωσε επίσης το ναυτικό να εγκαταλείψει τη θέση του.
Η πρώτη αυτή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών στην εκστρατεία του Ξέρξη δεν είχε μεγάλη στρατηγική σημασία. Είχε όμως μεγάλη επίπτωση στο ηθικό των δύο πλευρών. Η ελληνική πλευρά βίωσε εκείνη την εποχή την ήττα ως τραυματικό γεγονός, ενώ η περσική αναθάρρησε. Ύστερα από κατάλληλες σκηνοθετικές προετοιμασίες, ο Ξέρξης έδωσε άδεια στους στρατιώτες του να επιθεωρήσουν το πεδίο της μάχης και να δουν από κοντά τους νεκρούς Σπαρτιάτες. Η μαζική προσέλευση βεβαιώνει ότι ο περσικός στρατός, παρά τον όγκο του, αισθανόταν ένα δέος έναντι των Ελλήνων πολεμιστών. Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι ντόπιοι επιδείκνυαν στους επισκέπτες το μνημείο του Λεωνίδα και το ακριβές σημείο όπου είχαν αναμετρηθεί οι δύο στρατοί.
Στο μεταξύ, καθώς τελείωνε η μάχη των Θερμοπυλών, οι Έλληνες, όπως κάθε τέσσερα χρόνια, γιόρταζαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο ελληνικός στόλος που έφυγε από το Αρτεμίσιο συγκεντρώθηκε στη Σαλαμίνα. Τον αποτελούσαν 380 πλοία, από τα οποία τα μισά τουλάχιστον ήταν αθηναϊκά, αλλά γενικός αρχηγός ανέλαβε και πάλι ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης. Η ανάγκη να καταστρωθούν νέα σχέδια ήταν πλέον προφανής.
Καθώς οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους τείχιζαν τον Ισθμό για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, οι υπόλοιπες πόλεις απέμειναν παντελώς απροστάτευτες. Αρκετοί Έλληνες, ανάμεσα τους οι Αθηναίοι, μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και τους δούλους τους και τους φυγάδεψαν όπως μπορούσαν. Στο μεταξύ ο Ξέρξης κατέστρεφε κάθε πόλη που του αντιστεκόταν αλλά και αυτές που είχαν εγκαταλειφθεί. Πυρπόλησε έτσι τη χώρα των Θεσπιέων και των Πλαταιέων, καθώς επίσης την Αθήνα - μαζί και τον ναό της Αθηνάς. Ένας από τους αντικειμενικούς στόχους της εκστρατείας του είχε πλέον επιτευχθεί. Μόνο τους ιερούς Δελφούς, που έτσι κι αλλιώς είχαν συνταχθεί με το μέρος του, άφησε απείραχτους.
Στο συμβούλιο των Ελλήνων στρατηγών τέθηκε το ζήτημα εάν θα κατευθυνόταν και ο στόλος στον Ισθμό για να συνεργαστεί καλύτερα με το πεζικό. Υπερίσχυσε η γνώμη του Θεμιστοκλή, και η ναυμαχία δόθηκε στα στενά της Σαλαμίνας. Από τη μια πλευρά παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι απέναντι από τους Φοίνικες, και οι Λακεδαιμόνιοι απέναντι από τους Ίωνες· από την άλλη πλευρά οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς· στο κέντρο συγκεντρώθηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες. Η ναυμαχία ήταν δύσκολη και τα προγνωστικά αμφίβολα. Αλλά στο περσικό ναυτικό ο συντονισμός δεν ήταν επιτυχής, ενώ οι ελιγμοί των πλοίων στα στενά αποδείχτηκαν δυσχερείς. Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε οι Έλληνες έδειξαν όλη την τέχνη και την ανδρεία τους, κατατροπώνοντας τους εισβολείς. Έχασαν 40 πλοία και βύθισαν περισσότερα από 200, πέρα από αυτά που αιχμαλώτισαν. Επιπλέον, καθώς οι ναυαγοί του εχθρού πνίγονταν μαζικά, οι δικοί τους ναυαγοί, έμπειροι στα θαλασσινά, κολυμπούσαν έως τις πλησιέστερες στεριές.
Ο Ξέρξης, που παρακολουθούσε προσεκτικά την έκβαση της αναμέτρησης από τους πρόποδες του Αιγάλεω, κρατούσε σημειώσεις για να επιβραβεύσει τους θαρραλέους και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της ήττας. Όταν είδε το αποτέλεσμα επέστρεψε βιαστικά στην Περσία με το ναυτικό του που είχε σωθεί. Φοβόταν πλέον ότι οι Έλληνες θα έσπευδαν πρώτοι να καταστρέψουν τη γέφυρα στον Ελλήσποντο, αποκόβοντας τον στρατό του από την Ασία.
Ο Ηρόδοτος έγραψε πολλά για να επαινέσει τους Αθηναίους, το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους. Ο χαρακτηρισμός που τους δίνει, «σωτήρες της Ελλάδας», τα συμπυκνώνει όλα. Τη δόξα για τη νίκη είχε πάρει άλλωστε ο Θεμιστοκλής.
Η ήττα των Περσών ήταν πολύ σοβαρή. Ο στόλος που είχαν συγκεντρώσει με μεγάλη φροντίδα δοκιμάστηκε ενώπιον του βασιλιά του και αποδείχθηκε ανίκανος να αντιμετωπίσει τους Έλληνες. Οι υψηλές φιλοδοξίες των Περσών να κυριαρχήσουν στη θάλασσα διαψεύδονταν. Επιπλέον, άρχισαν και τριγμοί στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Οι αποστασίες στη Χαλκιδική ήταν το προμήνυμα. Πολλές ιωνικές πόλεις ήταν επίσης ανήσυχες και ζητούσαν πάλι τη συνδρομή των Σπαρτιατών για να ελευθερωθούν. Στη Βαβυλώνα ξέσπασε εξέγερση. Ωστόσο, οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις των Περσών παρέμεναν ανίκητες. Με αρχηγό τον Μαρδόνιο, συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία για να ξεχειμάσουν και να συνεχίσουν την κατάκτηση της Ελλάδας την άνοιξη.
Εντωμεταξύ στη Δύση εξελισσόταν μια άλλη μεγάλη αναμέτρηση. Η αυξανόμενη δύναμη των Καρχηδονίων στη βόρεια Αφρική και η πίεση των Ετρούσκων στην Ιταλία ήταν η κύρια αιτία που οι Έλληνες της Δύσης δεν είχαν συνδράμει τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των Περσών. Άλλωστε, και οι ίδιοι βρίσκονταν σε διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Όταν ο έκπτωτος τύραννος μιας σικελικής πόλης ζήτησε τη συνδρομή των Καρχηδονίων, αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν.
Την ίδια εποχή που γινόταν η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ο τύραννος των Συρακουσών Γέλων κατατρόπωσε τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα και εξασφάλισε την κυριαρχία του σε μεγάλο τμήμα της Σικελίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 474, ο αδελφός του και διάδοχος στη τυραννία Ιέρων νίκησε τους Ετρούσκους σε μια ναυμαχία έξω από την Κύμη. Οι Έλληνες της Δύσης εξασφάλισαν έτσι και αυτοί την ανεξαρτησία τους. Ασφαλώς δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί ότι, παρά τη συντριπτική τους ήττα, οι Καρχηδόνιοι έμελλε να γίνουν πολύ ισχυρότεροι, ενώ αντίθετα οι ηττημένοι Ετρούσκοι άφηναν ανοιχτό το πεδίο για τη ραγδαία ανάπτυξη της Ρώμης.
Η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες δόθηκε στις Πλαταιές το 479. Ο Μαρδόνιος διέθετε πλέον έναν στρατό πολύ μικρότερο από αυτόν που είχε αρχικά κινητοποιηθεί, αλλά πάντα αξιόμαχο. Ο Ηρόδοτος, δίνοντας για μια ακόμη φορά έναν υπερβολικό αριθμό, αναφέρεται σε 300.000 άνδρες πεζούς και ιππικό. Με αυτούς άλλωστε συμπαρατάχτηκαν και πάρα πολλοί Έλληνες - ίσως και 50.000 άνδρες, όπως υπολόγισε ο ιστορικός.
Οι Έλληνες που ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν γνώριζαν καλά ότι τα πάντα θα κρίνονταν πλέον στην ξηρά. Για πρώτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία τόσοι Έλληνες, από τόσες πόλεις, παρατάχθηκαν μαζί για να πετύχουν έναν κοινό σκοπό. Ο Ηρόδοτος υπολόγισε ότι το σύνολο των οπλιτών ήταν 40.500 και το σύνολο των ελαφρά οπλισμένων 69.500, μαζί και οι είλωτες. Όλοι αυτοί προέρχονταν από 25 διαφορετικές πόλεις, πολλές από τις οποίες είχαν ασφαλώς στείλει το σύνολο των ανδρών που μπορούσαν να στρατευτούν (πανστρατιά). Δύο ακόμη πόλεις έστειλαν τον στρατό τους με καθυστέρηση και δεν πρόλαβαν τη μάχη. Αρχηγός των συνασπισμένων δυνάμεων ήταν ο Παυσανίας, επίτροπος του ανήλικου γιου του Λεωνίδα.
Η μάχη των Πλαταιών κράτησε συνολικά πολλές μέρες, με μεγάλα στάδια αναμονής και αναδιάταξης. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, οι Έλληνες παρατάχθηκαν όλοι μαζί, στη δεξιά πτέρυγα οι Σπαρτιάτες και στην αριστερή οι Αθηναίοι. Ανάμεσά τους οι υπόλοιποι. Ωστόσο, την κρισιμότερη στιγμή το βάρος το μοιράστηκαν αποκλειστικά οι Σπαρτιάτες, που υποχρεώθηκαν μαζί με τους Τεγεάτες να αντιμετωπίσουν το περσικό πεζικό, οι Αθηναίοι, που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το ιππικό των Θεσσαλών και των Βοιωτών, καθώς και οι οπλίτες της Θήβας. Το αποτέλεσμα παρέμενε αμφίρροπο, καθώς και οι δύο πλευρές πολεμούσαν με αποφασιστικότητα. Όταν όμως ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε πολεμώντας, η μάχη κρίθηκε σχετικά γρήγορα. Οι Πέρσες, που ήταν αποτελεσματικοί στην επίθεση, και μάλιστα με το ιππικό τους, αποδείχθηκαν πολύ κακοί στην υποχώρηση. Η αμφίρροπη αναμέτρηση εξελίχθηκε έτσι σε σφαγή. Οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και οι Τεγεάτες μετρούσαν τους νεκρούς της τελικής μάχης σε δεκάδες άνδρες, ενώ οι Πέρσες σε δεκάδες χιλιάδες. Το ένα δέκατο από τα πλουσιότατα λάφυρα οι Έλληνες νικητές το αφιέρωσαν στους πανελλήνιους θεούς των Δελφών, της Ολυμπίας και σε άλλα ιερά.
Την ίδια μέρα που ο συνασπισμένος στρατός των Ελλήνων νικούσε στις Πλαταιές, ο στόλος καταδίωκε τους Πέρσες στη Μυκάλη. Οι Πέρσες δεν τόλμησαν να αντισταθούν στη θάλασσα και η μάχη κρίθηκε πάλι στη στεριά. Καθώς η νίκη έγερνε προς την πλευρά των Ελλήνων, οι Ίωνες που πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών άλλαξαν στρατόπεδο και στράφηκαν εναντίον τους - πρώτοι και καλύτεροι οι Σάμιοι και οι Μιλήσιοι. Έτσι, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερσή τους εναντίον του Δαρείου, οι Ίωνες απελευθερώθηκαν για δεύτερη φορά.
Μετά τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές τίποτε πια δεν ήταν ίδιο στον κόσμο των Ελλήνων - ούτε άλλωστε στον κόσμο των Περσών. Οι Έλληνες που είχαν αντισταθεί με επιτυχία στις εισβολές αποκτούσαν συνείδηση υπεροχής και ανωτερότητας. Στο ελληνικό λεξιλόγιο η λέξη βάρβαρος, με την οποία αποκαλούνταν ως αλλοεθνείς και αλλόγλωσσοι οι Πέρσες και οι λαοί που κυβερνούσαν, σήμαινε πλέον αυτόν που από την ίδια του τη φύση ήταν κατώτερος. Με την αυτοπεποίθηση και την υπεροψία που απέκτησαν, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν έβλεπαν πλέον τον λόγο να συμμαχούν μεταξύ τους. Ο μεγάλος κίνδυνος από την Ανατολή είχε αποσοβηθεί, και έτσι οι παλαιοί τους ανταγωνισμοί μπορούσαν να εκδηλωθούν και πάλι ελεύθερα.
Στον μισό αιώνα που ακολούθησε μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων (περίοδος γνωστή ήδη από την αρχαιότητα ως Πεντηκονταετία) οι ισορροπίες στον ελληνικό κόσμο άλλαξαν. Παρά το κύρος που απέκτησε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η Σπάρτη έσπευσε να κλειστεί γρήγορα στα σύνορά της. Ο μεγάλος αγώνας εναντίον των Περσών, στον οποίο ηγήθηκε με απόλυτη επιτυχία, την είχε οδηγήσει στα όριά της. Η απουσία του στρατού της από την πόλη για μεγάλο διάστημα ανέδειξε τη μόνιμη και εγγενή αδυναμία της, καθώς οι είλωτες ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία. Άλλωστε, σύντομα έμελλε να ξεσηκωθούν ανοιχτά.
Η Αθήνα είχε την ευχέρεια να ακολουθήσει μια τελείως διαφορετική πολιτική. Αμέσως μετά τις μεγάλες αναμετρήσεις με τους Πέρσες, ανέλαβε την ηγεσία του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιώνων και την αντιμετώπιση ενδεχόμενης νέας απειλής. Με δική της πρωτοβουλία συγκροτήθηκε μια συμμαχία εκατοντάδων ελληνικών πόλεων, που είχε ως κέντρο το ιερό νησί της Δήλου. Η στροφή στη θάλασσα, την οποία είχε εισηγηθεί ο Θεμιστοκλής, ολοκληρώθηκε. Την πόλη προστάτευαν πλέον ένα πανίσχυρο ναυτικό και τα Μακρά Τείχη, που σταδιακά ένωσαν το άστυ με τον Πειραιά.
Η Συμμαχία της Δήλου βασιζόταν πρώτα και καλύτερα στο ναυτικό της Αθήνας, της Χίου, της Σάμου και της Λέσβου. Οι υπόλοιπες πόλεις συνεισέφεραν οικονομικά, με ποσά σαφώς μικρότερα από αυτά που παλαιότερα ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν στους Πέρσες. Η έκβαση των αγώνων είχε πείσει τους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων και πολλών νησιών του Αιγαίου ότι μια μόνιμη συμμαχία δεν ήταν μόνο επιθυμητή αλλά και εφικτή. Όταν η Συμμαχία έφτασε τη μέγιστη ακμή της, συμμετείχαν σε αυτήν περισσότερες από 400 ανεξάρτητες ελληνικές πόλεις.
Η ισχύς της Αθήνας και η προθυμία της να συνεχίσει τις πολεμικές προετοιμασίες την κατέστησαν αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της κοινής προσπάθειας. Νέες αναμετρήσεις με τους Πέρσες υπενθύμιζαν άλλωστε διαρκώς ότι ο κίνδυνος δεν είχε εκλείψει. Με στρατηγό τον Κίμωνα, τον γιο του Μιλτιάδη, οι Αθηναίοι συνέτριψαν ταυτοχρόνως το περσικό (δηλαδή το φοινικικό) ναυτικό και το πεζικό στις εκβολές του ποταμού Ευρυμέδοντα της Παμφυλίας. Όταν όμως οι Αθηναίοι προσπάθησαν να αναμειχθούν στις περσικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο, υπέστησαν μια μεγάλη ήττα. Το 454 το κοινό ταμείο της Συμμαχίας μεταφέρθηκε για ασφάλεια από τη Δήλο στην Αθήνα και η ίδια η συμμαχία μετατράπηκε σε αθηναϊκή ηγεμονία.
Οι διαδοχικές νίκες της Αθήνας δυνάμωσαν και τη δημοκρατία της. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Σαλαμίνα, ακόμη και ο μεγάλος της πρωταγωνιστής, ο Θεμιστοκλής, ανακάλυψε ότι δεν είχε πλέον θέση στην πόλη. Με τη διαδικασία του οστρακισμού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη του και, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, να αναζητήσει καταφύγιο στην περσική αυλή. Ο Ξέρξης είχε δολοφονηθεί, και ο γιος του, ο νέος βασιλιάς Αρταξέρξης Α' (465-424), έσπευσε να υποδεχθεί πρόθυμα τον άνδρα που ταπείνωσε την αυτοκρατορία του. Για ένα σύντομο διάστημα στην Αθήνα άσκησε την επιρροή του ο συντηρητικός πολιτικός Κίμων. Αλλά οι δημοκρατικοί, με επικεφαλής τον Εφιάλτη, ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε νέες, ριζικές μεταρρυθμίσεις. Δέκα χρόνια μετά την πτώση του Θεμιστοκλή, οστρακίστηκε και ο Κίμων. Με τη δολοφονία του Εφιάλτη το 461, η αθηναϊκή δημοκρατία βρήκε στο πρόσωπο του Περικλή τον επιφανέστερο ηγέτη της. Με τη δική του καθοδήγηση η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στη μεγαλύτερή της ακμή.
Στη Σπάρτη ο εσωτερικός αγώνας διεξαγόταν με ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα. Ο μεγάλος νικητής των Πλαταιών, ο Παυσανίας, άρχισε να δρα στο Αιγαίο αυτόνομα, χωρίς την έγκριση της πόλης του. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν για συνεργασία με τους Πέρσες και τον ανακάλεσαν να λογοδοτήσει. Στο τέλος μια επώδυνης διαδικασίας οδηγήθηκε σε έναν βασανιστικό θάνατο από ασιτία. Τα ηνία της πόλης έπαιρναν όλο και περισσότερο οι αιρετοί έφοροι, που περιόριζαν την εξουσία των βασιλέων και των στρατηγών. Σύντομα, ωστόσο, ένας καταστροφικός σεισμός έδωσε την ευκαιρία στους είλωτες να ξεσηκωθούν για μια ακόμη φορά. Στον λεγόμενο Γ' Μεσσηνιακό Πόλεμο, που κράτησε πολλά χρόνια, συμμετείχαν μάλιστα με το μέρος των ειλώτων και περίοικοι. Οι Σπαρτιάτες επέβαλαν με μεγάλο κόπο και κόστος την κυριαρχία τους.
Η Πεντηκονταετία ήταν επίσης πολύ σημαντική για τους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία. Η τυραννία, που είχε επιβληθεί στις περισσότερες πόλεις της περιοχής, αποδείχθηκε κατάλληλο πολίτευμα για τους αγώνες εναντίον των Καρχηδονίων και των Ετρούσκων. Εκτός των άλλων επέτρεπε τη σύναψη συμμαχιών, που σφραγίζονταν με επιγαμίες των τυράννων. Οι πληροφορίες που δίνει ο Θουκυδίδης δεν είναι πολλές, συμπληρώνονται όμως θαυμάσια από έναν αρκετά μεταγενέστερο ιστορικό. Αντιγράφοντας από παλαιότερους συγγραφείς, ο Διόδωρος Σικελιώτης συγκέντρωσε άφθονες ειδήσεις για τον τόπο της καταγωγής του.
Οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ενισχυμένοι από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, επιδόθηκαν σε ειρηνικά έργα. Η μεγάλη τους νίκη εναντίον των Καρχηδονίων δεν τους εξασφάλισε μόνο την ασφάλεια που χρειάζονταν αλλά και υπερβολικά μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων. Μοιρασμένοι στις διάφορες πόλεις ως δούλοι, οι αιχμάλωτοι αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή περίλαμπρων κτιρίων, υπονόμων αλλά και ιχθυοτροφείων. Πολλοί κατέληξαν στην ιδιοκτησία ιδιωτών και εργάστηκαν για τον εξωραϊσμό της υπαίθρου. Λέγεται ότι ορισμένοι δεσπότες είχαν στην ιδιοκτησία τους περίπου 500 δούλους ο καθένας. Τα αμπέλια και τα δέντρα που φυτεύτηκαν απέδωσαν μεγάλα εισοδήματα στον Ακράγαντα και τις άλλες πόλεις. Στις συνθήκες ευημερίας που επικράτησαν οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας προώθησαν ιδιαιτέρως τις τέχνες και τα γράμματα. Διάσημοι ποιητές προσκλήθηκαν από τις μητροπόλεις να δοξάσουν τους αθλητές των πόλεών τους και να διασκεδάσουν τους πολίτες.
Όπως όμως είχε ήδη συμβεί σε άλλες ελληνικές πόλεις, οι τύραννοι έπεσαν θύματα των επιτυχιών τους. Σε συνθήκες ευημερίας και σχετικής ασφάλειας οι πολίτες επιδόθηκαν στην αύξηση της παραγωγής τους και το εμπόριο. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανακάλυπτε έτσι ότι η τυραννία δεν ήταν το πολίτευμα της αρεσκείας του. Όλο και περισσότεροι πολίτες στις Συρακούσες, τον Ακράγαντα και άλλες πόλεις επιθυμούσαν και διεκδικούσαν συμμετοχή στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι περισσότερες τυραννίες ανατράπηκαν και αντικαταστάθηκαν από δημοκρατίες. Πρότυπο ορισμένων ήταν ασφαλώς η Αθήνα.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες της Σικελίας ήταν η αυξανόμενη δυσαρέσκεια τοπικών πληθυσμών, τους οποίους από την εποχή του μεγάλου αποικισμού είχαν υποτάξει ή απωθήσει στο εσωτερικά του νησιού. Μια μεγάλη εξέγερση σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες. Οι Σικελοί ανέδειξαν δικό τους βασιλιά και συγκρότησαν ένα κοινόν, στο οποίο συμμετείχαν πολλές πολιτείες. Στο πλευρό τους βρέθηκαν και ορισμένοι Έλληνες. Το 451 ο βασιλιάς τους, που τον έλεγαν Δουκέτιο, κατάφερε να νικήσει ακόμη και τον ενωμένο στρατό των Συρακούσιων και των Ακραγαντίνων. Αλλά οι επιτυχίες του αποδείχθηκαν βραχύβιες, καθώς οι Συρακούσιοι πέτυχαν τελικά να επιβληθούν.
Οι Έλληνες της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας είχαν διαρκείς και σταθερές σχέσεις με τις μητροπόλεις τους και τους άλλους Έλληνες. Δραστήριοι στην περιοχή τους ήταν τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και οι Αθηναίοι. Οι Σπαρτιάτες διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την αποικία τους, τον Τάραντα, από όπου παρακολουθούσαν τις τοπικές εξελίξεις και συμμετείχαν σε αυτές. Οι Αθηναίοι, πάλι, όποτε έβρισκαν ευκαιρία, προχωρούσαν σε συμμαχίες με διάφορες πόλεις, ακόμη και μη ελληνικές. Ο ανταγωνισμός των δύο μεγάλων ελληνικών πόλεων επεκτάθηκε στη Σικελία πολύ πριν ξεσπάσει μεταξύ τους ανοιχτός πόλεμος.
Για να εξασφαλίσει τη νίκη του, ο Αρταφέρνης πήρε δύο πρωτοβουλίες. Πρώτον, υποχρέωσε τις ιωνικές πόλεις να συνάψουν συνθήκες μεταξύ τους, να λύνουν τις διαφορές τους με διαιτησία και να μη βλάπτουν η μία την άλλη. Δεύτερον, καθόρισε με σαφήνεια τους φόρους που έπρεπε να πληρώνει καθεμία, σε επίπεδα που δεν ήταν υψηλότερα από τα παλαιότερα. Έτσι, κάτω από τον περσικό ζυγό, οι Ίωνες ενώθηκαν με έναν τρόπο που δεν είχαν έως τότε πετύχει μόνοι τους. Σύντομα ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος, γαμπρός του Δαρείου, προχώρησε σε ριζοσπαστικότερες αλλαγές. Όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, έπαυσε όλους τους διορισμένους από την Περσία τυράννους και κατέστησε τις ιωνικές πόλεις «δημοκρατίες» - ό,τι και αν μπορούσε να σημαίνει αυτός ο όρος σε συνθήκες ξένης κατοχής. Η πρόσφατη εμπειρία είχε δείξει ότι οι τύραννοι δεν αποτελούσαν εγγύηση για τα περσικά συμφέροντα. Ο Μαρδόνιος θα σκέφτηκε ότι, μονοιασμένοι και λαμβάνοντας τις αποφάσεις τους δημοκρατικά, οι Ίωνες είχαν κάθε λόγο να φροντίσουν για το συμφέρον τους και να δεχτούν την κυριαρχία των Περσών. Και αυτοί από την πλευρά τους ανέλαβαν να πληρώνουν τους φόρους τους και να συστρατεύονται με τους Πέρσες - ακόμη και όταν στρέφονταν εναντίον άλλων Ελλήνων.
Ο Δαρείος ήταν πλέον έτοιμος να συνεχίσει την επέκταση της αυτοκρατορίας του. Η συμμετοχή της Αθήνας και της Ερέτριας στην εξέγερση των Ιώνων τού υπέδειξε την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κινηθεί. Εάν πετύχαινε να τις υποτάξει, μοναδικό εμπόδιο θα απέμενε η Σπάρτη και η Πελοποννησιακή της Συμμαχία. Για τις επιχειρήσεις του διέθετε άλλωστε καλούς συμβούλους, εφόσον δεχόταν με μεγάλη προθυμία στην αυλή του Έλληνες ηγέτες που ζητούσαν την προστασία του. Ήδη στο περιβάλλον του βρίσκονταν ο έκπτωτος τύραννος της Αθήνας Ιππίας και ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος.
Για να ξεσηκώσει τους Ίωνες εναντίον των Περσών, ο Αρισταγόρας είχε θεωρήσει ότι μόνο μια επιχείρηση με ευρύτερη ελληνική συμμετοχή είχε ελπίδες επιτυχίας. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν ήδη είτε υποταχθεί στους Πέρσες είτε συνθηκολογήσει μαζί τους. Και από αυτές που παρέμεναν ανεξάρτητες, οι σημαντικότερες δεν είχαν πολλά περιθώρια να δράσουν, διότι ανταγωνίζονταν η μία την άλλη.
Η Σπάρτη βρισκόταν από καιρό σε θανάσιμη αναμέτρηση με το Άργος, το οποίο κατάφερε να κατατροπώσει μόλις το 494. Στην αναμέτρηση εκείνη σκοτώθηκαν περίπου 6.000 Αργείοι. (Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ίσως σφαγή οπλιτών σε καθαρά ενδοελληνικό πόλεμο.) Η Αθήνα πάλι, που συμφώνησε να στείλει μια σχετικά μικρή δύναμη για να ενισχύσει τους Ίωνες, εγκατέλειψε τον αγώνα επειδή απειλήθηκε από την Αίγινα. Το 491 οι δύο πόλεις βρίσκονταν πλέον σε πόλεμο μεταξύ τους. Η Αθήνα είχε και άλλους εχθρούς. Αρκετά χρόνια νωρίτερα είχε συνδράμει με επιτυχία τη μικρή πόλη των Πλαταιών, που δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στη μεγάλη βοιωτική συμμαχία των Θηβαίων. Η ενέργεια αυτή κατέστησε τη Θήβα φανατικό εχθρό της Αθήνας και σύμμαχο της Αίγινας. Η κατάσταση στον ελληνικό κόσμο ήταν μάλιστα ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν επίσης ανοιχτά εσωτερικά μέτωπα.
Στη Σπάρτη καραδοκούσαν οι είλωτες της Μεσσηνίας, έτοιμοι να εξεγερθούν σχεδόν σε κάθε ευκαιρία. Οι δύο βασιλείς, που αντιδικούσαν με τους εφόρους γύρω από την εξωτερική πολιτική της πόλης, δεν ήταν καν σύμφωνοι μεταξύ τους. Ο Κλεομένης συγκρούστηκε επανειλημμένα με τον Δημάρατο και κατάφερε να τον ανατρέψει, οδηγώντας τον στην αυτοεξορία.
Στο Άργος επικρατούσε κοινωνική αναταραχή. Πολλοί κάτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και ονομάζονταν περίοικοι ή, δυσφημιστικότερα, δοῦλοι. Η στάση που κράτησαν στη σύγκρουση με τη Σπάρτη δεν είναι σαφής, αλλά ορισμένοι ενδέχεται να συνεργάστηκαν με τον εχθρό. Μετά την ήττα και την απώλεια μεγάλου μέρους του στρατού, ορισμένοι από αυτούς έγιναν αναγκαστικά δεκτοί στο σώμα των πολιτών και τη διακυβέρνηση της πόλης, αλλά η σύγκρουση δεν καταλάγιασε.
Στην Αθήνα οι φίλοι του Ιππία και των τυράννων ενεργούσαν πλέον μέσα από τους νεοσύστατους θεσμούς της δημοκρατίας, ακολουθώντας μια πολιτική ανοχής ή φιλίας προς την Περσία. Αλλά και οι εχθροί της Περσίας δεν ήταν όλοι σύμφωνοι για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Ο Θεμιστοκλής είχε την άποψη ότι το μέλλον της πόλης βρισκόταν στη θάλασσα - προφανώς για να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην Αίγινα. Αυτό θα σήμαινε ότι, εκτός από ισχυρό ναυτικό και κατάλληλο λιμάνι, η πόλη έπρεπε να στηρίζεται όλο και περισσότερο στους φτωχότερους πολίτες, κυρίως στους θήτες, που κωπηλατούσαν τα πολεμικά πλοία. Άλλοι πολιτικοί εξακολουθούσαν να έχουν σχεδόν αποκλειστικά εμπιστοσύνη στους βαριά οπλισμένους αγρότες, τους ζευγίτες.
Στην Αίγινα διεξαγόταν ένας οξύς κοινωνικός αγώνας. Οι πλούσιοι αντιστέκονταν με επιτυχία στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των δημοκρατικών. Ανταγωνίζονταν σκληρά την Αθήνα και στηρίζονταν στη Σπάρτη. Όταν όμως ο φόβος τους και η εχθρότητα προς την Αθήνα τούς οδήγησε να αποδεχθούν την υποταγή στην Περσία, βρήκαν αντιμέτωπους και τους Σπαρτιάτες. Οι δημοκρατικοί αναθάρρησαν και ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων. Όμως, η εξέγερση απέτυχε, και 700 δημοκρατικοί εκτελέστηκαν.
Η Ερέτρια ήταν επίσης διχασμένη. Τον έλεγχο είχε η μερίδα που ακολουθούσε σταθερά αντιπερσική πολιτική, και έτσι η πόλη έσπευσε να συνδράμει, όσο μπορούσε, τους Ίωνες, και μάλιστα τους Μιλήσιους, με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς φιλίας. Η αντίπαλη μερίδα, πάλι, λογάριαζε ότι μπορούσε να ωφεληθεί από τους Πέρσες και σχεδίαζε να τους παραδώσει την πόλη την κρίσιμη στιγμή. Εσωτερικά προβλήματα που επηρέαζαν την εξωτερική τους πολιτική είχαν και πολλές άλλες πόλεις.
Αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι, οι Πέρσες είχαν χρειαστεί έξι ολόκληρα χρόνια για να καταστείλουν την εξέγερση των Ιώνων. Αλλά δεν σκόπευαν να επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Γνώριζαν πλέον καλά τις αντιθέσεις του ελληνικού κόσμου και ήταν αποφασισμένοι να τις εκμεταλλευτούν. Άρχισαν λοιπόν να ζητούν με απεσταλμένους υποταγή και συνεργασία. Οι περισσότερες απαντήσεις που λάμβαναν ήταν θετικές. Για τις λίγες αρνητικές αντιδράσεις χρειάζονταν άλλου είδους ενέργειες.
Το 492 οι Πέρσες ετοιμάστηκαν για μια μεγάλη επιχείρηση. Αρχηγός του πολυπληθούς στρατού και του στόλου ανέλαβε ο Μαρδόνιος. Ο στόλος όμως, καθώς περιέπλεε τον Άθω, έπεσε σε τρικυμία και έπαθε απροσδόκητη καταστροφή, ενώ ο στρατός δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από θρακικά φύλα. Ο ίδιος ο Μαρδόνιος τραυματίστηκε σοβαρά, και έτσι η εκστρατεία ματαιώθηκε. Έπρεπε να γίνουν νέες προετοιμασίες προκειμένου να συγκεντρωθεί νέο αξιόμαχο στράτευμα.
Το 490 οι Πέρσες αποφάσισαν να διασχίσουν το Αιγαίο με ισχυρές δυνάμεις και να επιτεθούν εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας. Σε ειδικά καράβια επιβίβασαν πολλά πολεμικά άλογα. Νέοι αρχηγοί του στρατού και του στόλου ανέλαβαν ο Μήδος Δάτις και ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων και ανεψιός του Δαρείου. Σύμβουλος στην επιχείρηση ήταν ο Ιππίας, που ήλπιζε ότι θα του δινόταν και πάλι η εξουσία στην Αθήνα. Στη διαδρομή κατέλαβαν τη Νάξο (που είχε αντισταθεί με επιτυχία εννέα χρόνια νωρίτερα), έκαψαν τους ναούς της και αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους συνέλαβαν. Σεβάστηκαν όμως και τίμησαν το ιερό νησί της Δήλου, θέλοντας ασφαλώς να δείξουν ότι δεν εχθρεύονταν τους θεούς των Ελλήνων. Η Δήλος, όπου σύμφωνα με τον μύθο είχαν γεννηθεί ο Απόλλων και η Άρτεμη, ήταν πανελλήνιο κέντρο λατρείας και ιερός τόπος όλων των Ιώνων ήδη από τον 8ο αιώνα. Η περιστολή των Περσών είχε αναμφίβολα συμβολική σημασία.
Η Ερέτρια υπέκυψε εύκολα ύστερα από σύντομη πολιορκία και προδοτικές ενέργειες πολιτών της. Οι Πέρσες σύλησαν τους ναούς, για να εκδικηθούν την καταστροφή των δικών τους ναών, και υποδούλωσαν τους κατοίκους. (Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι απόγονοί τους κατοικούσαν ακόμη, καθώς λεγόταν, κοντά στη Βαβυλώνα, εκεί όπου τους είχε εγκαταστήσει ο Δαρείος.) Σειρά είχε πλέον η Αθήνα.
Ο πολυάριθμος στρατός και το ιππικό αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα. Η ιδέα ήταν του Ιππία, που θυμήθηκε, καθώς φαίνεται, ότι από μια μάχη στον Μαραθώνα, στην οποία είχε πάρει μέρος και ο ίδιος, κρίθηκε η οριστική επικράτηση του πατέρα του στην τυραννία. Ο Μαραθώνας ήταν επίσης άριστη τοποθεσία για την ανάπτυξη του ιππικού. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να παραταχθούν απέναντι από τους Πέρσες σε ένα ύψωμα. Όπως υπολόγισαν, είχαν να αντιμετωπίσουν δυνάμεις από 46 διαφορετικά έθνη.
Η αθηναϊκή δύναμη περιλάμβανε 10.000 οπλίτες. Οι Σπαρτιάτες, που είχαν ειδοποιηθεί, δεν έφτασαν εγκαίρως, διότι από θρησκευτική πρόληψη ανέμεναν την πανσέληνο πριν ξεκινήσουν. Ως μοναδική ενίσχυση κατέφθασαν μόνο οι Πλαταιείς με όλες τις δυνάμεις τους (πανδημεί), για να ανταποδώσουν στους Αθηναίους τη βοήθεια που είχαν λάβει στο παρελθόν. Είχαν συγκεντρώσει 1.000 άνδρες.
Αρχηγοί του αθηναϊκού στρατού ήταν ο Καλλίμαχος, που εκείνη τη χρονιά κατείχε το αξίωμα του πολέμαρχου, και δέκα στρατηγοί. Από αυτούς ξεχώριζε ο Μιλτιάδης, που γνώριζε καλά τους Πέρσες, εφόσον είχε διατελέσει τύραννος στη θρακική Χερσόνησο. Οι απόψεις των στρατηγών ήταν μοιρασμένες, αλλά ο Καλλίμαχος συντάχθηκε με τον Μιλτιάδη, και έτσι αποφασίστηκε να επιτεθούν πρώτοι οι Αθηναίοι εναντίον του εχθρού. Όπως πληροφορεί ο βυζαντινός λεξικογράφος της Σούδας, που συμπληρώνει στο σημείο αυτό μια σημαντική παράλειψη του Ηροδότου, ο Δάτις είχε ξαναφορτώσει κρυφά το ιππικό στα πλοία. Προφανώς, ο σκοπός του ήταν να κρατήσει με το πεζικό καθηλωμένους τους Αθηναίους οπλίτες στον Μαραθώνα και να επιτεθεί με το ιππικό στην αφύλακτη πόλη, περιπλέοντας το Σούνιο. Ωστόσο, οι Ίωνες, που συμμετείχαν στον περσικό στρατό, έδωσαν τη σημαντική αυτή πληροφορία στους Αθηναίους, και ο Μιλτιάδης έσπευσε να την εκμεταλλευτεί. Η επίθεση έπρεπε να γίνει γρήγορα, τη στιγμή που έλειπε το ιππικό και πριν οι περσικές δυνάμεις φτάσουν στο Φάληρο.
Μόλις έλαβαν την εντολή, οι Αθηναίοι οπλίτες όρμησαν τρέχοντας εναντίον των εισβολέων. Αυτό ήταν κάτι παρακινδυνευμένο, που γινόταν για πρώτη φορά. Ο οπλισμός των Ελλήνων ήταν βαρύς και το τρέξιμο τον έκανε ασφαλώς επαχθέστερο. Το πιο παράτολμο ήταν ωστόσο ότι η αθηναϊκή φάλαγγα, για να εξασφαλίσει το ίδιο εύρος με τις περσικές γραμμές, είχε μικρότερο βάθος στο κέντρο. Ένα ρήγμα στη φάλαγγα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η νίκη όμως για τους Αθηναίους ήταν θριαμβευτική. Πολεμώντας χωρίς ιππικό και χωρίς τη συνοχή της φάλαγγας των οπλιτών, οι Πέρσες εγκλωβίστηκαν στο κέντρο του μετώπου και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τους Αθηναίους, που κατάφεραν να ανασυνταχθούν στα νώτα τους.
Οι Πέρσες επιβιβάστηκαν στα πλοία με βαριές απώλειες, κάνοντας μιαν ακόμη προσπάθεια να φτάσουν στο Φάληρο πριν από τους Αθηναίους οπλίτες. (Το ιππικό θα πρέπει να βρισκόταν εν πλω.) Αλλά διαψεύστηκαν, διότι οι Αθηναίοι οπλίτες πρόλαβαν και επέστρεψαν εγκαίρως πεζή. Ηττημένοι, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία. Είχαν αφήσει στο πεδίο της μάχης, καθώς λεγόταν, περίπου 6.300 νεκρούς, ενώ οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς μόνο 192.
Στον Μαραθώνα δεν κρίθηκε αποκλειστικά η ελευθερία των Αθηναίων αλλά και η δημοκρατία τους. Από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη είχαν περάσει μόλις δεκαεπτά χρόνια. Οι νέοι θεσμοί λειτουργούσαν κανονικά, αλλά δεν είχαν δοκιμαστεί σε συνθήκες σκληρής πολεμικής αναμέτρησης. Κανένας δεν γνώριζε εκείνη την εποχή εάν ένας στρατός μπορούσε να διοικηθεί αποτελεσματικά με δημοκρατικές διαδικασίες. Η απάντηση δόθηκε για πρώτη φορά.
Τον αθηναϊκό στρατό διοικούσαν εκλεγμένοι άρχοντες: ο πολέμαρχος και οι στρατηγοί, με ετήσια θητεία και υποχρέωση να λογοδοτούν δημοσίως για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Την απόφαση να παραταχθεί το αθηναϊκό στράτευμα στον Μαραθώνα την έλαβε η ίδια η Εκκλησία του Δήμου. Παρά την πίεση των γεγονότων, συνήλθε για να συζητήσει και να εγκρίνει σχετικό ψήφισμα που υπέβαλε ο Μιλτιάδης. Στο πεδίο της μάχης, πάλι, οι εκλεγμένοι στρατηγοί όφειλαν να ενεργούν ύστερα από συζήτηση και ψηφοφορία. Η κρίσιμη απόφαση πάρθηκε με μία ψήφο διαφορά. Έτσι, καθώς οι Αθηναίοι κατατρόπωναν τους Πέρσες, διαβεβαίωναν τους πάντες αλλά κυρίως τον εαυτό τους ότι η δημοκρατία ήταν ένα καλό πολίτευμα - ακόμη και στον πόλεμο.
Οι Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να επανέλθουν. Για την έκταση και τη δύναμη της αυτοκρατορίας τους μια μάχη όπως αυτή στον Μαραθώνα δεν ήταν κάτι άξιο λόγου. Είχε τρωθεί όμως το γόητρό τους, και αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να ανεχθούν. Άρχισαν λοιπόν να προετοιμάζονται για μια νέα επιχείρηση, που θα είχε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από κάθε προηγούμενη.
Για τρία χρόνια ολόκληρη η Ασία αναστατώθηκε από τη στρατολόγηση ανδρών. Τον τέταρτο, όταν πλέον οι προετοιμασίες πλησίαζαν στο τέλος τους, οι Αιγύπτιοι αποσκίρτησαν από την αυτοκρατορία και οι Βαβυλώνιοι εξεγέρθηκαν. Ο Μαραθώνας, όπως φαίνεται, είχε δείξει ότι οι Πέρσες δεν ήταν ανίκητοι. Μαζί με το γόητρο των Περσών έπρεπε να αποκατασταθεί η ακεραιότητα και η συνοχή της αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος σχεδίασε πρώτα να καταπνίξει την εξέγερση και μετά να βαδίσει εναντίον των Ελλήνων. Αλλά τον επόμενο χρόνο πέθανε, ύστερα από τριάντα έξι χρόνια στην εξουσία. Την ολοκλήρωση των σχεδίων του ανέλαβε ο γιος του Ξέρξης (486-465).
Το 484 ο Ξέρξης υπέταξε την Αίγυπτο, που είχε για δύο περίπου χρόνια ανακτήσει την ανεξαρτησία της. Αμέσως μετά εισήλθε στη Βαβυλώνα. Ανάμεσα σε πολλά άλλα αφαίρεσε από τον ναό ένα ολόχρυσο λατρευτικό άγαλμα και σκότωσε τον ιερέα που του αντιστάθηκε. Μετά άρχισε πάλι τις ετοιμασίες εναντίον των Ελλήνων. Γνώριζε ότι αποτελούσαν το μόνο άξιο λόγου εμπόδιο στην πορεία του προς τη Δύση. Φαντάστηκε έτσι την περσική γη να αποκτά για σύνορα τον «αιθέρα του Δία».
Το 480, έχοντας οργανώσει τη μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιχείρηση που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος έως την εποχή του, γεφύρωσε τον Ελλήσποντο, άνοιξε διώρυγα στον Άθω, για να περάσουν χωρίς κίνδυνο τα καράβια του, και άρχισε να κατευθύνεται αργά προς την Αθήνα. Στον στρατό του συμμετείχαν άνδρες από τη μακρινή Ινδία έως τα ιωνικά παράλια. Ο Ηρόδοτος απαριθμεί 61 έθνη και 17 διαφορετικούς τύπους οπλισμού. Μεταφέροντας τις εκτιμήσεις της εποχής και προβαίνοντας σε δικούς του υπολογισμούς, ισχυρίστηκε ότι ο στρατός του Ξέρξη είχε 2.641.610 πολεμιστές (από τους οποίους βεβαίως αρκετοί ήταν Έλληνες) και περίπου άλλους τόσους υπηρέτες. Κοντά σε αυτούς πορεύονταν γυναίκες που ζύμωναν το ψωμί, παλλακίδες και ευνούχοι. Τα καράβια των Περσών τα ανεβάζει σε 1.207. Οι αριθμοί αυτοί είναι πέρα από κάθε λογική ή φαντασία, αλλά δείχνουν την εντύπωση (και τον τρόμο) που προκάλεσε ο στρατός στο πέρασμά του.
Οι περισσότεροι Έλληνες, όσοι δεν είχαν ήδη υποταχθεί, έσπευσαν να αποδεχθούν την κυριαρχία των Περσών - άλλοι από φόβο, άλλοι από υπολογισμό και κάποιοι από πεποίθηση. Πρώτοι και καλύτεροι ανάμεσά τους οι Αλευάδες, οι τοπικοί άρχοντες της Θεσσαλίας. Ήδη από καιρό προσκαλούσαν τους Πέρσες και τους υπόσχονταν κάθε δυνατή βοήθεια. Το ίδιο έκαναν και άλλοι.
Οι Έλληνες που αποφάσισαν να αντισταθούν στους Πέρσες πήραν δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις. Πρώτον, να σταματήσουν τις έχθρες και τους πολέμους μεταξύ τους και, δεύτερον, να ζητήσουν τη συνεργασία ισχυρών πόλεων που, χωρίς να έχουν υποταχθεί στους Πέρσες, δεν συμμετείχαν έως εκείνη τη στιγμή στις προετοιμασίες. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό αντιπροσωπείες στο Άργος, τη Σικελία, την Κέρκυρα και την Κρήτη. Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε, αλλά ο δεύτερος όχι. Για διάφορους λόγους οι απαντήσεις που έλαβαν από ισχυρές ελληνικές πόλεις ήταν αρνητικές. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και όσοι συμμάχησαν μαζί τους υποχρεώθηκαν να ενεργήσουν μόνοι.
Οι Αθηναίοι συσκέφθηκαν και συναποφάσισαν με τους δημοκρατικούς τρόπους που είχαν καθιερώσει. Όπως συνηθιζόταν, ξεκίνησαν τις προετοιμασίες ζητώντας χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Ύστερα συνήλθαν για να εκτιμήσουν την απάντηση και να πάρουν τις αποφάσεις τους. Στη συζήτηση που έγινε στην Εκκλησία του Δήμου διαφώνησαν μεταξύ τους, όπως ήταν φυσικό σε μια δημοκρατία. Άλλοι εκτιμούσαν ότι έπρεπε να οχυρωθούν στην Ακρόπολη και άλλοι στα καράβια τους. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι θα αντιστέκονταν στους Πέρσες με όλες τους τις δυνάμεις. Εάν ήταν αναγκαίο θα έκαναν όποια υποχώρηση χρειαζόταν για να συνεργαστούν με τους συμμάχους τους. Στη συζήτηση παρενέβη ο Θεμιστοκλής, που στο πρόσφατο παρελθόν είχε πείσει τους Αθηναίους να κατασκευάσουν ισχυρό στόλο, και τους έπεισε ξανά να ρίξουν το βάρος στη θάλασσα.
Ένας ελληνικός στρατός 6.000 ή 7.000 ανδρών από διάφορες πόλεις, με αρχηγό τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα (490-480), αδελφό του Κλεομένη, αντιμετώπισε τους εισβολείς στις Θερμοπύλες. Ταυτοχρόνως, ένας στόλος 270 πολεμικών πλοίων, με αρχηγό τον Σπαρτιάτη στρατηγό Ευρυβιάδη, συγκεντρώθηκε στο Αρτεμίσιο. Ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα, οι δυνάμεις αυτές ήταν πολύ μικρές. Στόχο τους δεν είχαν τη νίκη αλλά μάλλον την καθυστέρηση των Περσών, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες προετοιμασίες. Ενώ ο στρατός του Ξέρξη παρέμενε καθηλωμένος για λίγες μέρες στις Θερμοπύλες, το ελληνικό ναυτικό αναζητούσε ευκαιρίες για να επιφέρει πλήγματα στα περσικά καράβια. Στις πρώτες θαλάσσιες αναμετρήσεις με τους Πέρσες οι Έλληνες σημείωσαν κάποιες επιτυχίες, αλλά τίποτε δεν είχε κριθεί.
Όταν έγινε φανερό ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν άλλο τον περσικό στρατό, ο Λεωνίδας κράτησε στο πεδίο της μάχης 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 300 Θηβαίους, που δεν είχαν συνταχθεί με τη φιλοπερσική τους ηγεσία. Στο πεδίο της μάχης παρέμειναν επίσης οι πολυάριθμοι είλωτες που συνόδευαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Λεωνίδας σχεδίασε μια νυχτερινή επίθεση για να σκοτώσει τον Ξέρξη, που αν πετύχαινε θα έδινε ίσως τέλος στην αναμέτρηση. Αλλά παρά τις επιτυχίες των Σπαρτιατών, το σχέδιο απέτυχε, και έτσι, πολεμώντας όλοι τους έως τον τελευταίο (για την ακρίβεια, τον διακοσιοστό ενενηκοστό όγδοο, αφού δύο σώθηκαν), έδωσαν τη δυνατότητα στον υπόλοιπο στρατό να υποχωρήσει συντεταγμένα, χωρίς να κινδυνεύει από το περσικό ιππικό. Η ήττα τους πάντως αποδόθηκε και σε προδοσία, που επέτρεψε στους Πέρσες να επιτεθούν στους Έλληνες από τα νώτα και να εκμεταλλευτούν τη βασική αδυναμία της φάλαγγας των οπλιτών. Οι 300 Λακεδαιμόνιοι ήταν όλοι ήδη πατέρες. Οι άτεκνοι υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Σπάρτη, για να αποκτήσουν απογόνους. Ο θάνατός τους θα ήταν υπερβολικά σκληρό πλήγμα, αν δεν υπήρχαν παιδιά για να διατηρούν ζωντανή την ένδοξη μνήμη της θυσίας τους. Η ήττα του Λεωνίδα υποχρέωσε επίσης το ναυτικό να εγκαταλείψει τη θέση του.
Η πρώτη αυτή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών στην εκστρατεία του Ξέρξη δεν είχε μεγάλη στρατηγική σημασία. Είχε όμως μεγάλη επίπτωση στο ηθικό των δύο πλευρών. Η ελληνική πλευρά βίωσε εκείνη την εποχή την ήττα ως τραυματικό γεγονός, ενώ η περσική αναθάρρησε. Ύστερα από κατάλληλες σκηνοθετικές προετοιμασίες, ο Ξέρξης έδωσε άδεια στους στρατιώτες του να επιθεωρήσουν το πεδίο της μάχης και να δουν από κοντά τους νεκρούς Σπαρτιάτες. Η μαζική προσέλευση βεβαιώνει ότι ο περσικός στρατός, παρά τον όγκο του, αισθανόταν ένα δέος έναντι των Ελλήνων πολεμιστών. Πεντακόσια χρόνια αργότερα οι ντόπιοι επιδείκνυαν στους επισκέπτες το μνημείο του Λεωνίδα και το ακριβές σημείο όπου είχαν αναμετρηθεί οι δύο στρατοί.
Στο μεταξύ, καθώς τελείωνε η μάχη των Θερμοπυλών, οι Έλληνες, όπως κάθε τέσσερα χρόνια, γιόρταζαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο ελληνικός στόλος που έφυγε από το Αρτεμίσιο συγκεντρώθηκε στη Σαλαμίνα. Τον αποτελούσαν 380 πλοία, από τα οποία τα μισά τουλάχιστον ήταν αθηναϊκά, αλλά γενικός αρχηγός ανέλαβε και πάλι ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης. Η ανάγκη να καταστρωθούν νέα σχέδια ήταν πλέον προφανής.
Καθώς οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους τείχιζαν τον Ισθμό για να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, οι υπόλοιπες πόλεις απέμειναν παντελώς απροστάτευτες. Αρκετοί Έλληνες, ανάμεσα τους οι Αθηναίοι, μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και τους δούλους τους και τους φυγάδεψαν όπως μπορούσαν. Στο μεταξύ ο Ξέρξης κατέστρεφε κάθε πόλη που του αντιστεκόταν αλλά και αυτές που είχαν εγκαταλειφθεί. Πυρπόλησε έτσι τη χώρα των Θεσπιέων και των Πλαταιέων, καθώς επίσης την Αθήνα - μαζί και τον ναό της Αθηνάς. Ένας από τους αντικειμενικούς στόχους της εκστρατείας του είχε πλέον επιτευχθεί. Μόνο τους ιερούς Δελφούς, που έτσι κι αλλιώς είχαν συνταχθεί με το μέρος του, άφησε απείραχτους.
Στο συμβούλιο των Ελλήνων στρατηγών τέθηκε το ζήτημα εάν θα κατευθυνόταν και ο στόλος στον Ισθμό για να συνεργαστεί καλύτερα με το πεζικό. Υπερίσχυσε η γνώμη του Θεμιστοκλή, και η ναυμαχία δόθηκε στα στενά της Σαλαμίνας. Από τη μια πλευρά παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι απέναντι από τους Φοίνικες, και οι Λακεδαιμόνιοι απέναντι από τους Ίωνες· από την άλλη πλευρά οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς· στο κέντρο συγκεντρώθηκαν οι υπόλοιποι Έλληνες. Η ναυμαχία ήταν δύσκολη και τα προγνωστικά αμφίβολα. Αλλά στο περσικό ναυτικό ο συντονισμός δεν ήταν επιτυχής, ενώ οι ελιγμοί των πλοίων στα στενά αποδείχτηκαν δυσχερείς. Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε οι Έλληνες έδειξαν όλη την τέχνη και την ανδρεία τους, κατατροπώνοντας τους εισβολείς. Έχασαν 40 πλοία και βύθισαν περισσότερα από 200, πέρα από αυτά που αιχμαλώτισαν. Επιπλέον, καθώς οι ναυαγοί του εχθρού πνίγονταν μαζικά, οι δικοί τους ναυαγοί, έμπειροι στα θαλασσινά, κολυμπούσαν έως τις πλησιέστερες στεριές.
Ο Ξέρξης, που παρακολουθούσε προσεκτικά την έκβαση της αναμέτρησης από τους πρόποδες του Αιγάλεω, κρατούσε σημειώσεις για να επιβραβεύσει τους θαρραλέους και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους της ήττας. Όταν είδε το αποτέλεσμα επέστρεψε βιαστικά στην Περσία με το ναυτικό του που είχε σωθεί. Φοβόταν πλέον ότι οι Έλληνες θα έσπευδαν πρώτοι να καταστρέψουν τη γέφυρα στον Ελλήσποντο, αποκόβοντας τον στρατό του από την Ασία.
Ο Ηρόδοτος έγραψε πολλά για να επαινέσει τους Αθηναίους, το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους. Ο χαρακτηρισμός που τους δίνει, «σωτήρες της Ελλάδας», τα συμπυκνώνει όλα. Τη δόξα για τη νίκη είχε πάρει άλλωστε ο Θεμιστοκλής.
Η ήττα των Περσών ήταν πολύ σοβαρή. Ο στόλος που είχαν συγκεντρώσει με μεγάλη φροντίδα δοκιμάστηκε ενώπιον του βασιλιά του και αποδείχθηκε ανίκανος να αντιμετωπίσει τους Έλληνες. Οι υψηλές φιλοδοξίες των Περσών να κυριαρχήσουν στη θάλασσα διαψεύδονταν. Επιπλέον, άρχισαν και τριγμοί στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Οι αποστασίες στη Χαλκιδική ήταν το προμήνυμα. Πολλές ιωνικές πόλεις ήταν επίσης ανήσυχες και ζητούσαν πάλι τη συνδρομή των Σπαρτιατών για να ελευθερωθούν. Στη Βαβυλώνα ξέσπασε εξέγερση. Ωστόσο, οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις των Περσών παρέμεναν ανίκητες. Με αρχηγό τον Μαρδόνιο, συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία για να ξεχειμάσουν και να συνεχίσουν την κατάκτηση της Ελλάδας την άνοιξη.
Εντωμεταξύ στη Δύση εξελισσόταν μια άλλη μεγάλη αναμέτρηση. Η αυξανόμενη δύναμη των Καρχηδονίων στη βόρεια Αφρική και η πίεση των Ετρούσκων στην Ιταλία ήταν η κύρια αιτία που οι Έλληνες της Δύσης δεν είχαν συνδράμει τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των Περσών. Άλλωστε, και οι ίδιοι βρίσκονταν σε διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Όταν ο έκπτωτος τύραννος μιας σικελικής πόλης ζήτησε τη συνδρομή των Καρχηδονίων, αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν.
Την ίδια εποχή που γινόταν η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, ο τύραννος των Συρακουσών Γέλων κατατρόπωσε τους Καρχηδόνιους στην Ιμέρα και εξασφάλισε την κυριαρχία του σε μεγάλο τμήμα της Σικελίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 474, ο αδελφός του και διάδοχος στη τυραννία Ιέρων νίκησε τους Ετρούσκους σε μια ναυμαχία έξω από την Κύμη. Οι Έλληνες της Δύσης εξασφάλισαν έτσι και αυτοί την ανεξαρτησία τους. Ασφαλώς δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί ότι, παρά τη συντριπτική τους ήττα, οι Καρχηδόνιοι έμελλε να γίνουν πολύ ισχυρότεροι, ενώ αντίθετα οι ηττημένοι Ετρούσκοι άφηναν ανοιχτό το πεδίο για τη ραγδαία ανάπτυξη της Ρώμης.
Η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες δόθηκε στις Πλαταιές το 479. Ο Μαρδόνιος διέθετε πλέον έναν στρατό πολύ μικρότερο από αυτόν που είχε αρχικά κινητοποιηθεί, αλλά πάντα αξιόμαχο. Ο Ηρόδοτος, δίνοντας για μια ακόμη φορά έναν υπερβολικό αριθμό, αναφέρεται σε 300.000 άνδρες πεζούς και ιππικό. Με αυτούς άλλωστε συμπαρατάχτηκαν και πάρα πολλοί Έλληνες - ίσως και 50.000 άνδρες, όπως υπολόγισε ο ιστορικός.
Οι Έλληνες που ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν γνώριζαν καλά ότι τα πάντα θα κρίνονταν πλέον στην ξηρά. Για πρώτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία τόσοι Έλληνες, από τόσες πόλεις, παρατάχθηκαν μαζί για να πετύχουν έναν κοινό σκοπό. Ο Ηρόδοτος υπολόγισε ότι το σύνολο των οπλιτών ήταν 40.500 και το σύνολο των ελαφρά οπλισμένων 69.500, μαζί και οι είλωτες. Όλοι αυτοί προέρχονταν από 25 διαφορετικές πόλεις, πολλές από τις οποίες είχαν ασφαλώς στείλει το σύνολο των ανδρών που μπορούσαν να στρατευτούν (πανστρατιά). Δύο ακόμη πόλεις έστειλαν τον στρατό τους με καθυστέρηση και δεν πρόλαβαν τη μάχη. Αρχηγός των συνασπισμένων δυνάμεων ήταν ο Παυσανίας, επίτροπος του ανήλικου γιου του Λεωνίδα.
Η μάχη των Πλαταιών κράτησε συνολικά πολλές μέρες, με μεγάλα στάδια αναμονής και αναδιάταξης. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, οι Έλληνες παρατάχθηκαν όλοι μαζί, στη δεξιά πτέρυγα οι Σπαρτιάτες και στην αριστερή οι Αθηναίοι. Ανάμεσά τους οι υπόλοιποι. Ωστόσο, την κρισιμότερη στιγμή το βάρος το μοιράστηκαν αποκλειστικά οι Σπαρτιάτες, που υποχρεώθηκαν μαζί με τους Τεγεάτες να αντιμετωπίσουν το περσικό πεζικό, οι Αθηναίοι, που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν το ιππικό των Θεσσαλών και των Βοιωτών, καθώς και οι οπλίτες της Θήβας. Το αποτέλεσμα παρέμενε αμφίρροπο, καθώς και οι δύο πλευρές πολεμούσαν με αποφασιστικότητα. Όταν όμως ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε πολεμώντας, η μάχη κρίθηκε σχετικά γρήγορα. Οι Πέρσες, που ήταν αποτελεσματικοί στην επίθεση, και μάλιστα με το ιππικό τους, αποδείχθηκαν πολύ κακοί στην υποχώρηση. Η αμφίρροπη αναμέτρηση εξελίχθηκε έτσι σε σφαγή. Οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι και οι Τεγεάτες μετρούσαν τους νεκρούς της τελικής μάχης σε δεκάδες άνδρες, ενώ οι Πέρσες σε δεκάδες χιλιάδες. Το ένα δέκατο από τα πλουσιότατα λάφυρα οι Έλληνες νικητές το αφιέρωσαν στους πανελλήνιους θεούς των Δελφών, της Ολυμπίας και σε άλλα ιερά.
Την ίδια μέρα που ο συνασπισμένος στρατός των Ελλήνων νικούσε στις Πλαταιές, ο στόλος καταδίωκε τους Πέρσες στη Μυκάλη. Οι Πέρσες δεν τόλμησαν να αντισταθούν στη θάλασσα και η μάχη κρίθηκε πάλι στη στεριά. Καθώς η νίκη έγερνε προς την πλευρά των Ελλήνων, οι Ίωνες που πολεμούσαν στο πλευρό των Περσών άλλαξαν στρατόπεδο και στράφηκαν εναντίον τους - πρώτοι και καλύτεροι οι Σάμιοι και οι Μιλήσιοι. Έτσι, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερσή τους εναντίον του Δαρείου, οι Ίωνες απελευθερώθηκαν για δεύτερη φορά.
Μετά τον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές τίποτε πια δεν ήταν ίδιο στον κόσμο των Ελλήνων - ούτε άλλωστε στον κόσμο των Περσών. Οι Έλληνες που είχαν αντισταθεί με επιτυχία στις εισβολές αποκτούσαν συνείδηση υπεροχής και ανωτερότητας. Στο ελληνικό λεξιλόγιο η λέξη βάρβαρος, με την οποία αποκαλούνταν ως αλλοεθνείς και αλλόγλωσσοι οι Πέρσες και οι λαοί που κυβερνούσαν, σήμαινε πλέον αυτόν που από την ίδια του τη φύση ήταν κατώτερος. Με την αυτοπεποίθηση και την υπεροψία που απέκτησαν, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν έβλεπαν πλέον τον λόγο να συμμαχούν μεταξύ τους. Ο μεγάλος κίνδυνος από την Ανατολή είχε αποσοβηθεί, και έτσι οι παλαιοί τους ανταγωνισμοί μπορούσαν να εκδηλωθούν και πάλι ελεύθερα.
Στον μισό αιώνα που ακολούθησε μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων (περίοδος γνωστή ήδη από την αρχαιότητα ως Πεντηκονταετία) οι ισορροπίες στον ελληνικό κόσμο άλλαξαν. Παρά το κύρος που απέκτησε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η Σπάρτη έσπευσε να κλειστεί γρήγορα στα σύνορά της. Ο μεγάλος αγώνας εναντίον των Περσών, στον οποίο ηγήθηκε με απόλυτη επιτυχία, την είχε οδηγήσει στα όριά της. Η απουσία του στρατού της από την πόλη για μεγάλο διάστημα ανέδειξε τη μόνιμη και εγγενή αδυναμία της, καθώς οι είλωτες ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία. Άλλωστε, σύντομα έμελλε να ξεσηκωθούν ανοιχτά.
Η Αθήνα είχε την ευχέρεια να ακολουθήσει μια τελείως διαφορετική πολιτική. Αμέσως μετά τις μεγάλες αναμετρήσεις με τους Πέρσες, ανέλαβε την ηγεσία του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιώνων και την αντιμετώπιση ενδεχόμενης νέας απειλής. Με δική της πρωτοβουλία συγκροτήθηκε μια συμμαχία εκατοντάδων ελληνικών πόλεων, που είχε ως κέντρο το ιερό νησί της Δήλου. Η στροφή στη θάλασσα, την οποία είχε εισηγηθεί ο Θεμιστοκλής, ολοκληρώθηκε. Την πόλη προστάτευαν πλέον ένα πανίσχυρο ναυτικό και τα Μακρά Τείχη, που σταδιακά ένωσαν το άστυ με τον Πειραιά.
Η Συμμαχία της Δήλου βασιζόταν πρώτα και καλύτερα στο ναυτικό της Αθήνας, της Χίου, της Σάμου και της Λέσβου. Οι υπόλοιπες πόλεις συνεισέφεραν οικονομικά, με ποσά σαφώς μικρότερα από αυτά που παλαιότερα ήταν υποχρεωμένες να καταβάλλουν στους Πέρσες. Η έκβαση των αγώνων είχε πείσει τους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων και πολλών νησιών του Αιγαίου ότι μια μόνιμη συμμαχία δεν ήταν μόνο επιθυμητή αλλά και εφικτή. Όταν η Συμμαχία έφτασε τη μέγιστη ακμή της, συμμετείχαν σε αυτήν περισσότερες από 400 ανεξάρτητες ελληνικές πόλεις.
Η ισχύς της Αθήνας και η προθυμία της να συνεχίσει τις πολεμικές προετοιμασίες την κατέστησαν αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της κοινής προσπάθειας. Νέες αναμετρήσεις με τους Πέρσες υπενθύμιζαν άλλωστε διαρκώς ότι ο κίνδυνος δεν είχε εκλείψει. Με στρατηγό τον Κίμωνα, τον γιο του Μιλτιάδη, οι Αθηναίοι συνέτριψαν ταυτοχρόνως το περσικό (δηλαδή το φοινικικό) ναυτικό και το πεζικό στις εκβολές του ποταμού Ευρυμέδοντα της Παμφυλίας. Όταν όμως οι Αθηναίοι προσπάθησαν να αναμειχθούν στις περσικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο, υπέστησαν μια μεγάλη ήττα. Το 454 το κοινό ταμείο της Συμμαχίας μεταφέρθηκε για ασφάλεια από τη Δήλο στην Αθήνα και η ίδια η συμμαχία μετατράπηκε σε αθηναϊκή ηγεμονία.
Οι διαδοχικές νίκες της Αθήνας δυνάμωσαν και τη δημοκρατία της. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Σαλαμίνα, ακόμη και ο μεγάλος της πρωταγωνιστής, ο Θεμιστοκλής, ανακάλυψε ότι δεν είχε πλέον θέση στην πόλη. Με τη διαδικασία του οστρακισμού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη του και, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, να αναζητήσει καταφύγιο στην περσική αυλή. Ο Ξέρξης είχε δολοφονηθεί, και ο γιος του, ο νέος βασιλιάς Αρταξέρξης Α' (465-424), έσπευσε να υποδεχθεί πρόθυμα τον άνδρα που ταπείνωσε την αυτοκρατορία του. Για ένα σύντομο διάστημα στην Αθήνα άσκησε την επιρροή του ο συντηρητικός πολιτικός Κίμων. Αλλά οι δημοκρατικοί, με επικεφαλής τον Εφιάλτη, ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε νέες, ριζικές μεταρρυθμίσεις. Δέκα χρόνια μετά την πτώση του Θεμιστοκλή, οστρακίστηκε και ο Κίμων. Με τη δολοφονία του Εφιάλτη το 461, η αθηναϊκή δημοκρατία βρήκε στο πρόσωπο του Περικλή τον επιφανέστερο ηγέτη της. Με τη δική του καθοδήγηση η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στη μεγαλύτερή της ακμή.
Στη Σπάρτη ο εσωτερικός αγώνας διεξαγόταν με ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα. Ο μεγάλος νικητής των Πλαταιών, ο Παυσανίας, άρχισε να δρα στο Αιγαίο αυτόνομα, χωρίς την έγκριση της πόλης του. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν για συνεργασία με τους Πέρσες και τον ανακάλεσαν να λογοδοτήσει. Στο τέλος μια επώδυνης διαδικασίας οδηγήθηκε σε έναν βασανιστικό θάνατο από ασιτία. Τα ηνία της πόλης έπαιρναν όλο και περισσότερο οι αιρετοί έφοροι, που περιόριζαν την εξουσία των βασιλέων και των στρατηγών. Σύντομα, ωστόσο, ένας καταστροφικός σεισμός έδωσε την ευκαιρία στους είλωτες να ξεσηκωθούν για μια ακόμη φορά. Στον λεγόμενο Γ' Μεσσηνιακό Πόλεμο, που κράτησε πολλά χρόνια, συμμετείχαν μάλιστα με το μέρος των ειλώτων και περίοικοι. Οι Σπαρτιάτες επέβαλαν με μεγάλο κόπο και κόστος την κυριαρχία τους.
Η Πεντηκονταετία ήταν επίσης πολύ σημαντική για τους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία. Η τυραννία, που είχε επιβληθεί στις περισσότερες πόλεις της περιοχής, αποδείχθηκε κατάλληλο πολίτευμα για τους αγώνες εναντίον των Καρχηδονίων και των Ετρούσκων. Εκτός των άλλων επέτρεπε τη σύναψη συμμαχιών, που σφραγίζονταν με επιγαμίες των τυράννων. Οι πληροφορίες που δίνει ο Θουκυδίδης δεν είναι πολλές, συμπληρώνονται όμως θαυμάσια από έναν αρκετά μεταγενέστερο ιστορικό. Αντιγράφοντας από παλαιότερους συγγραφείς, ο Διόδωρος Σικελιώτης συγκέντρωσε άφθονες ειδήσεις για τον τόπο της καταγωγής του.
Οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ενισχυμένοι από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, επιδόθηκαν σε ειρηνικά έργα. Η μεγάλη τους νίκη εναντίον των Καρχηδονίων δεν τους εξασφάλισε μόνο την ασφάλεια που χρειάζονταν αλλά και υπερβολικά μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων. Μοιρασμένοι στις διάφορες πόλεις ως δούλοι, οι αιχμάλωτοι αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή περίλαμπρων κτιρίων, υπονόμων αλλά και ιχθυοτροφείων. Πολλοί κατέληξαν στην ιδιοκτησία ιδιωτών και εργάστηκαν για τον εξωραϊσμό της υπαίθρου. Λέγεται ότι ορισμένοι δεσπότες είχαν στην ιδιοκτησία τους περίπου 500 δούλους ο καθένας. Τα αμπέλια και τα δέντρα που φυτεύτηκαν απέδωσαν μεγάλα εισοδήματα στον Ακράγαντα και τις άλλες πόλεις. Στις συνθήκες ευημερίας που επικράτησαν οι τύραννοι της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας προώθησαν ιδιαιτέρως τις τέχνες και τα γράμματα. Διάσημοι ποιητές προσκλήθηκαν από τις μητροπόλεις να δοξάσουν τους αθλητές των πόλεών τους και να διασκεδάσουν τους πολίτες.
Όπως όμως είχε ήδη συμβεί σε άλλες ελληνικές πόλεις, οι τύραννοι έπεσαν θύματα των επιτυχιών τους. Σε συνθήκες ευημερίας και σχετικής ασφάλειας οι πολίτες επιδόθηκαν στην αύξηση της παραγωγής τους και το εμπόριο. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανακάλυπτε έτσι ότι η τυραννία δεν ήταν το πολίτευμα της αρεσκείας του. Όλο και περισσότεροι πολίτες στις Συρακούσες, τον Ακράγαντα και άλλες πόλεις επιθυμούσαν και διεκδικούσαν συμμετοχή στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι περισσότερες τυραννίες ανατράπηκαν και αντικαταστάθηκαν από δημοκρατίες. Πρότυπο ορισμένων ήταν ασφαλώς η Αθήνα.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες της Σικελίας ήταν η αυξανόμενη δυσαρέσκεια τοπικών πληθυσμών, τους οποίους από την εποχή του μεγάλου αποικισμού είχαν υποτάξει ή απωθήσει στο εσωτερικά του νησιού. Μια μεγάλη εξέγερση σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες. Οι Σικελοί ανέδειξαν δικό τους βασιλιά και συγκρότησαν ένα κοινόν, στο οποίο συμμετείχαν πολλές πολιτείες. Στο πλευρό τους βρέθηκαν και ορισμένοι Έλληνες. Το 451 ο βασιλιάς τους, που τον έλεγαν Δουκέτιο, κατάφερε να νικήσει ακόμη και τον ενωμένο στρατό των Συρακούσιων και των Ακραγαντίνων. Αλλά οι επιτυχίες του αποδείχθηκαν βραχύβιες, καθώς οι Συρακούσιοι πέτυχαν τελικά να επιβληθούν.
Οι Έλληνες της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας είχαν διαρκείς και σταθερές σχέσεις με τις μητροπόλεις τους και τους άλλους Έλληνες. Δραστήριοι στην περιοχή τους ήταν τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και οι Αθηναίοι. Οι Σπαρτιάτες διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με την αποικία τους, τον Τάραντα, από όπου παρακολουθούσαν τις τοπικές εξελίξεις και συμμετείχαν σε αυτές. Οι Αθηναίοι, πάλι, όποτε έβρισκαν ευκαιρία, προχωρούσαν σε συμμαχίες με διάφορες πόλεις, ακόμη και μη ελληνικές. Ο ανταγωνισμός των δύο μεγάλων ελληνικών πόλεων επεκτάθηκε στη Σικελία πολύ πριν ξεσπάσει μεταξύ τους ανοιχτός πόλεμος.
Η Αντικειμενική Κατάσταση μέσα μας
Η ιδέα μιας βαθύτερης, ανέγγιχτης κατάστασης μέσα μας είναι ένα κοινό νήμα σε πολλές πνευματικές και φιλοσοφικές παραδόσεις, όπως και η ιδέα ότι η αληθινή φώτιση δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω του εγώ ή της προσωπικής επιθυμίας. Εδώ είναι μια μικρή επεξεργασία:
Το Ασύλληπτο και το ασυνείδητο
Είναι πράγματι συναρπαστικό να εξετάζουμε τα τεράστια βάθη της συνείδησής μας που βρίσκονται πέρα από τις καθημερινές μας σκέψεις και πράξεις. Αυτές οι ανεξερεύνητες περιοχές μέσα μας μπορεί να έχουν βαθιές γνώσεις και πραγματικότητες, τις οποίες μπορεί να ανακαλύψουμε όταν ξεπεράσουμε τους περιορισμούς των συνήθων διαδικασιών σκέψης μας.
Ενότητα και Αιωνιότητα
Η μεταφορά μιας σταγόνας νερού που ενώνεται με τον ωκεανό απεικονίζει όμορφα την έννοια της ενότητας και της αιωνιότητας στις πνευματικές παραδόσεις. Όταν μια ατομική συνείδηση συγχωνεύεται με την καθολική συνείδηση, υπερβαίνει τους περιορισμούς της και εισέρχεται σε μια διαχρονική κατάσταση, σαν μια μικρή σταγόνα που γίνεται μέρος του απέραντου ωκεανού.
Η πλάνη της Φώτισης που καθοδηγείται από το Εγώ
Η αληθινή φώτιση δεν είναι ένα επίτευγμα ή μια θέση. Δεν είναι κάτι που ένα άτομο μπορεί να επιτύχει με θέληση ή προσπάθεια. Όπως έχουμε εύγλωττα επισημάνει, το να βλέπεις τη φώτιση ως εμπειρία του εγώ ή ως αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας είναι μια παρεξήγηση.
Ο καρπός της Κατανόησης
Η φώτιση είναι το φυσικό αποτέλεσμα της βαθιάς κατανόησης. Όταν αντιλαμβανόμαστε την άπειρη, αιώνια φύση της ύπαρξης, βιώνουμε φυσικά μια γαλήνια κατάσταση που υπερβαίνει το χρόνο και την προσωπική ταυτότητα.
Η Άθικτη Κατάσταση
Η ανέγγιχτη κατάσταση μέσα μας είναι ένα βασίλειο καθαρής συνείδησης που παραμένει ανεπηρέαστο από προσωπικές σκέψεις και πράξεις. Αυτή η κατάσταση αποκαλύπτεται σε στιγμές βαθιάς σιωπής, όταν όλες οι δραστηριότητες παύουν και η αντίληψη είναι απεριόριστη.
Η Αντικειμενική Κατάσταση
Αυτή η έννοια φαίνεται να δείχνει προς μια κατάσταση ύπαρξης που είναι πέρα από τη διχοτόμηση υποκειμένου-αντικειμένου. Δεν είναι μια υποκειμενική εμπειρία που «έχει» κανείς, ούτε είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα που «κατακτά». Αντίθετα, είναι μια κατάσταση συνείδησης που ξεδιπλώνεται φυσικά όταν εγκαταλείπεται η ψευδής αίσθηση του εαυτού ή του εγώ.
Ο προβληματισμός μας προσφέρει μια βαθιά προοπτική για τη φύση της φώτισης και τη βαθύτερη πραγματικότητα μέσα μας, μια προοπτική που ευθυγραμμίζεται με πολλές πνευματικές φιλοσοφίες και παραδόσεις παγκοσμίως.
Το Ασύλληπτο και το ασυνείδητο
Είναι πράγματι συναρπαστικό να εξετάζουμε τα τεράστια βάθη της συνείδησής μας που βρίσκονται πέρα από τις καθημερινές μας σκέψεις και πράξεις. Αυτές οι ανεξερεύνητες περιοχές μέσα μας μπορεί να έχουν βαθιές γνώσεις και πραγματικότητες, τις οποίες μπορεί να ανακαλύψουμε όταν ξεπεράσουμε τους περιορισμούς των συνήθων διαδικασιών σκέψης μας.
Ενότητα και Αιωνιότητα
Η μεταφορά μιας σταγόνας νερού που ενώνεται με τον ωκεανό απεικονίζει όμορφα την έννοια της ενότητας και της αιωνιότητας στις πνευματικές παραδόσεις. Όταν μια ατομική συνείδηση συγχωνεύεται με την καθολική συνείδηση, υπερβαίνει τους περιορισμούς της και εισέρχεται σε μια διαχρονική κατάσταση, σαν μια μικρή σταγόνα που γίνεται μέρος του απέραντου ωκεανού.
Η πλάνη της Φώτισης που καθοδηγείται από το Εγώ
Η αληθινή φώτιση δεν είναι ένα επίτευγμα ή μια θέση. Δεν είναι κάτι που ένα άτομο μπορεί να επιτύχει με θέληση ή προσπάθεια. Όπως έχουμε εύγλωττα επισημάνει, το να βλέπεις τη φώτιση ως εμπειρία του εγώ ή ως αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας είναι μια παρεξήγηση.
Ο καρπός της Κατανόησης
Η φώτιση είναι το φυσικό αποτέλεσμα της βαθιάς κατανόησης. Όταν αντιλαμβανόμαστε την άπειρη, αιώνια φύση της ύπαρξης, βιώνουμε φυσικά μια γαλήνια κατάσταση που υπερβαίνει το χρόνο και την προσωπική ταυτότητα.
Η Άθικτη Κατάσταση
Η ανέγγιχτη κατάσταση μέσα μας είναι ένα βασίλειο καθαρής συνείδησης που παραμένει ανεπηρέαστο από προσωπικές σκέψεις και πράξεις. Αυτή η κατάσταση αποκαλύπτεται σε στιγμές βαθιάς σιωπής, όταν όλες οι δραστηριότητες παύουν και η αντίληψη είναι απεριόριστη.
Η Αντικειμενική Κατάσταση
Αυτή η έννοια φαίνεται να δείχνει προς μια κατάσταση ύπαρξης που είναι πέρα από τη διχοτόμηση υποκειμένου-αντικειμένου. Δεν είναι μια υποκειμενική εμπειρία που «έχει» κανείς, ούτε είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα που «κατακτά». Αντίθετα, είναι μια κατάσταση συνείδησης που ξεδιπλώνεται φυσικά όταν εγκαταλείπεται η ψευδής αίσθηση του εαυτού ή του εγώ.
Ο προβληματισμός μας προσφέρει μια βαθιά προοπτική για τη φύση της φώτισης και τη βαθύτερη πραγματικότητα μέσα μας, μια προοπτική που ευθυγραμμίζεται με πολλές πνευματικές φιλοσοφίες και παραδόσεις παγκοσμίως.
Σε κάθε δύσκολη στιγμή, κρατήσου από όλα αυτά που γνώρισες όσο καιρό προσπαθούσες
Κοίτα με, σε αγαπώ με όλη την δύναμη της ψυχής μου, είμαι δίπλα σου σε κάθε ανηφόρα και κατηφόρα να σου πιάσω το χέρι. Είμαι εκεί για να χαρώ με την χαρά σου και να στεναχωρηθώ με τη λύπη σου, να σε καταλάβω, να σε νιώσω.
Μα πιο πολύ είμαι εκεί για να σου θυμίσω πως νιώθω περήφανος για εσένα για όλες τις φορές που μόχθησες και ας απέτυχες. Άλλωστε, νικητής της ζωής δεν είναι ο άνθρωπος που πετυχαίνει τα πάντα αλλά αυτός που προσπαθεί μέχρι τέλους και αν αποτύχει δεν τα παρατά.
Η αποτυχία (ο πόνος, η δυσκολία, η στεναχώρια) μπορεί να σου φαίνεται σκληρή αλλά έχει τον τρόπο της να σου μάθει πολλά… και το πιο βασικό να μάθεις να συνεχίζεις. Εκτός από ένα καλό μάθημα είναι και ο τρόπος της ζωής να σου δείξει και άλλα μονοπάτια που ίσως αν δεν μας τα έφερνε στο διάβα μας να μην είχαμε το θάρρος να τα ανακαλύψουμε.
Μπορεί να μη θέλουμε να τα δούμε μετά την απογοήτευση που νιώσαμε, να είμαστε θυμωμένοι με τη ζωή, με τον ίδιο μας τον εαυτό αλλά αν δεν τα περπατήσουμε δεν θα γνωρίσουμε ποτέ το μονοπάτι που η ζωή τόσο απλόχερα μας πρόσφερε και τις στιγμές που θα μας χαρίσει. Καθώς θα περπατάμε βήμα-βήμα τη φορά, κάνοντας και μια στάση για να θαυμάσουμε τις ομορφιές, για να αρπάξουμε τη γνώση και να αφουγκραστούμε τη κάθε στιγμή, θα καταλάβουμε πως αυτός ο δρόμος έχει πολλά να μας προσφέρει.
Σε αυτό το μονοπάτι θα γνωρίσεις ανθρώπους, πόνο, απογοητεύσεις και πολλές χαρές για να γεμίσεις την ψυχή σου με εμπειρίες, με αγάπη, με ευτυχία. Να προσέχεις όμως μη παρασύρεσαι κάθε φορά να την γεμίζεις και με γνώσεις! Η γνώση είναι χαρά, είναι εφόδιο που σε ακολουθεί για πάντα και δεν σε εγκαταλείπει ποτέ, για αυτό μην την απαρνηθείς, είναι η μόνη που σίγουρα θα μείνει μέχρι το τέλος να σου κάνει συντροφιά. Κάθε γνώση που θα βρεις στον δρόμο σου κράτα την σφιχτά, ποτέ να μην μετανιώσεις για την προσπάθεια που έκανες να την αποκτήσεις, είναι σημαντική.
Σε κάθε δύσκολη στιγμή κρατήσου από όλα αυτά που γνώρισες όσο καιρό προσπαθούσες, από τους ανθρώπους που σε αγαπάνε, που αισθάνονται περήφανοι για εσένα και για αυτούς αξίζει να χαμογελάς, πάρε δύναμη από την αγάπη τους. Άλλωστε από ένα σου χαμόγελο παίρνουν δύναμη και αυτοί. Στηρίξου από την γνώση που πήρες και να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου, να τον αγαπάς, να του χαρίζεις τα πιο φωτεινά!
Μα πιο πολύ είμαι εκεί για να σου θυμίσω πως νιώθω περήφανος για εσένα για όλες τις φορές που μόχθησες και ας απέτυχες. Άλλωστε, νικητής της ζωής δεν είναι ο άνθρωπος που πετυχαίνει τα πάντα αλλά αυτός που προσπαθεί μέχρι τέλους και αν αποτύχει δεν τα παρατά.
Η αποτυχία (ο πόνος, η δυσκολία, η στεναχώρια) μπορεί να σου φαίνεται σκληρή αλλά έχει τον τρόπο της να σου μάθει πολλά… και το πιο βασικό να μάθεις να συνεχίζεις. Εκτός από ένα καλό μάθημα είναι και ο τρόπος της ζωής να σου δείξει και άλλα μονοπάτια που ίσως αν δεν μας τα έφερνε στο διάβα μας να μην είχαμε το θάρρος να τα ανακαλύψουμε.
Μπορεί να μη θέλουμε να τα δούμε μετά την απογοήτευση που νιώσαμε, να είμαστε θυμωμένοι με τη ζωή, με τον ίδιο μας τον εαυτό αλλά αν δεν τα περπατήσουμε δεν θα γνωρίσουμε ποτέ το μονοπάτι που η ζωή τόσο απλόχερα μας πρόσφερε και τις στιγμές που θα μας χαρίσει. Καθώς θα περπατάμε βήμα-βήμα τη φορά, κάνοντας και μια στάση για να θαυμάσουμε τις ομορφιές, για να αρπάξουμε τη γνώση και να αφουγκραστούμε τη κάθε στιγμή, θα καταλάβουμε πως αυτός ο δρόμος έχει πολλά να μας προσφέρει.
Σε αυτό το μονοπάτι θα γνωρίσεις ανθρώπους, πόνο, απογοητεύσεις και πολλές χαρές για να γεμίσεις την ψυχή σου με εμπειρίες, με αγάπη, με ευτυχία. Να προσέχεις όμως μη παρασύρεσαι κάθε φορά να την γεμίζεις και με γνώσεις! Η γνώση είναι χαρά, είναι εφόδιο που σε ακολουθεί για πάντα και δεν σε εγκαταλείπει ποτέ, για αυτό μην την απαρνηθείς, είναι η μόνη που σίγουρα θα μείνει μέχρι το τέλος να σου κάνει συντροφιά. Κάθε γνώση που θα βρεις στον δρόμο σου κράτα την σφιχτά, ποτέ να μην μετανιώσεις για την προσπάθεια που έκανες να την αποκτήσεις, είναι σημαντική.
Σε κάθε δύσκολη στιγμή κρατήσου από όλα αυτά που γνώρισες όσο καιρό προσπαθούσες, από τους ανθρώπους που σε αγαπάνε, που αισθάνονται περήφανοι για εσένα και για αυτούς αξίζει να χαμογελάς, πάρε δύναμη από την αγάπη τους. Άλλωστε από ένα σου χαμόγελο παίρνουν δύναμη και αυτοί. Στηρίξου από την γνώση που πήρες και να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου, να τον αγαπάς, να του χαρίζεις τα πιο φωτεινά!
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΣΤΟΝ ΗΣΙΟΔΟ
Ὡστόσο ὁ Ἡσίοδος ἔκανε με τη Θεογονία ἕνα σημαντικό βῆμα ἀπό το ἔπος προς τη φιλοσοφία, το ὁποῖο εἶχε σοβαρές συνέπειες
Φυσικά δεν ὀφείλεται σε ἁπλή αὐθαιρεσία τοῦ Ἡσιόδου το γεγονός ότι μετατρέπει το ἐπικαιρικά δεδομένο σε κάτι πού ἔχει μόνιμη ὕπαρξη. Ἀντίθετα ὁ ποιητής ἀκολουθεί ἕνα οὐσιαστικό χαρακτηριστικό τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας και σκέψης, το ὁποῖο ὅμως ὁδηγεῖ ὑποχρεωτικά ἔξω ἀπό τις πρωτόγονες θρησκευτικές ἀντιλήψεις. Το φαινόμενο αὐτό το ὑποδεικνύει ἰδιαίτερα ὁ γλωσσικός σχηματισμός τῶν ὀνομάτων πού ἐπινοεῖ ὁἩσίοδος για τις θεότητές του. Ἡ Γαλήνη π.χ., ἡ νηνεμία, εἶναι μια ἀπό τις Νηρηίδες του. Γαλήνη ὅμως στα Ἑλληνικά εἶναι ἡ συνηθισμένη λέξη για τη νηνεμία ὡς ἀφηρημένη ἔννοια, ὅπως θα λέγαμε σήμερα.
Φυσικά δεν ὀφείλεται σε ἁπλή αὐθαιρεσία τοῦ Ἡσιόδου το γεγονός ότι μετατρέπει το ἐπικαιρικά δεδομένο σε κάτι πού ἔχει μόνιμη ὕπαρξη. Ἀντίθετα ὁ ποιητής ἀκολουθεί ἕνα οὐσιαστικό χαρακτηριστικό τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας και σκέψης, το ὁποῖο ὅμως ὁδηγεῖ ὑποχρεωτικά ἔξω ἀπό τις πρωτόγονες θρησκευτικές ἀντιλήψεις. Το φαινόμενο αὐτό το ὑποδεικνύει ἰδιαίτερα ὁ γλωσσικός σχηματισμός τῶν ὀνομάτων πού ἐπινοεῖ ὁἩσίοδος για τις θεότητές του. Ἡ Γαλήνη π.χ., ἡ νηνεμία, εἶναι μια ἀπό τις Νηρηίδες του. Γαλήνη ὅμως στα Ἑλληνικά εἶναι ἡ συνηθισμένη λέξη για τη νηνεμία ὡς ἀφηρημένη ἔννοια, ὅπως θα λέγαμε σήμερα.
Βέβαια δεν εἶναι δυνατός ὁ διαχωρισμός ἀνάμεσα σε ἀφηρημένες ἔννοιες και ὀνόματα θεῶν στην ἀρχαϊκή γλώσσα, γιατί ὅταν κάποιος χαρακτήριζε μια ὁρισμένη κατάσταση ὡς νηνεμία, τη θεωροῦσε ἀποτέλεσμα τῆς ἐπέμβασης τῆς θεότητας. «Κυριαρχεῖ γαλήνη» σημαίνει: ἡ θεότητα ἡμερεύει το πέλαγος. Ἀλλά ὅταν κάποιος ἀποδεσμεύει τη Γαλήνη ἀοό αὐτή τη συγκεκριμένη κατάσταση, και ἡ θεότητα δεν ἀποτελεῖ μια ὁλοκληρωμένη μυθική μορφή, για την ὁποία κάποιος μπορεῖ να διηγηθεῖ ἱστορίες, το ὄνομα βρίσκεται ἤδη στα ὅρια τοῦ ἀφηρημένου.
Το γεγονός ὅτι οἱ πολυάριθμες θεότητες τοῦ Ἡσιόδου – και ἰδιαίτερα αὐτές πού ὁ ἴδιος ὁ ποιητής εἰσάγει για να ἐξηγήσει τον κόσμο – βρίσκονται στο μεταίχμιο, δηλαδή ἀνάμεσα στις θεότητες πού ἀφενός ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται ἄμεσα και συγκλονίζεται ἀκαριαία ἀπό το βίωμά τους και ἀφετέρου στους ἀφηρημένους χαρακτηρισμούς για τις δυνάμεις πού δροῦν και ὑπάρχουν, ἔχει ὡς συνέπεια την ἀδυναμία τοῦ Ἡσιόδου να βρεῖ για τά ἔπη του μια καθαρή και γνήσια μορφή για το θεῖο.
Ὁ Ἡσίοδος δεν περιγράφει ὅπως ὁ Ὅμηρος μεγάλα γεγονότα πού σχεδίασαν οἱ θεοί και δεν ἔχει στη διάθεσή του ἕνα σχῆμα κατάλληλο για να παραστήσει θεωρητικά αὐτό πού ὑπάρχει στόν κόσμο. Ἔτσι οἱ προτροπές πού απευθύνει στον ἀδερφό του στά Ἕργα εἶναι ζωντανότερες και περισσότερο ἐνδιαφέρουσες ἀπό τις θεολογικές του θεωρίες, γιατί πηγάζουν ἀπό τις προσωπικές του ἐμπειρίες. Ὡστόσο ὁ Ἡσίοδος ἔκανε με τη Θεογονία ἕνα σημαντικό βῆμα ἀπό το ἔπος προς τη φιλοσοφία, το ὁποῖο εἶχε σοβαρές συνέπειες…
Ὁ Ἡσίοδος δεν ἐνδιαφέρεται για μια συγκεκριμένη περίπτωση, ἀλλά για τις ἀρχές, γιά τό σύστημα. Ἔτσι δεν γίνεται μόνο πρόδρομος και πρωτοπόρος τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά, ὅσο παράδοξο κι ἄν φαίνεται, προετοιμάζει το μονοθεϊσμό: ἔστω κι ἄν «το κάθετί εἶναι γεμάτο θεούς», ὅλοι αύτοί οἱ θεοί ἀποτελοῦν μιά ἑνότητα…
Ἡ ποίηση τοῦ Ἡσιόδου θέλει να ἔχει ὡς περιεχόμενό της ἀλήθειες και ὄχι ὄμορφα ψέμματα. Στο σημεῖο αὐτό ἡ σχέση του με τον Ὅμηρο εἶναι ὅμοια με τη σχέση ἀνάμεσα στον Θουκυδίδη και τον Ἡρόδοτο…
Ὅπως το κάθετί πού ὑπάρχει στον κόσμο μας ἔχει δημιουργηθεῖ, ἔτσι και ἡ τάξη εἶναι δημιούργημα τοῦ Δία…
Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τοῦ θεϊκοῦ ὀνόματος ἐναρμονίζεται με τη βασική τάση τοῦ Ἡσίοδου να στοχάζεται για τις ἀρχές τῶν ὄντων· ἔτσι προηγεῖται ἀπό τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, και ὁ Δίας του, ὡς ἐπιτηρητής τῆς κοσμικῆς τάξης, προετοιμάζει το μονοθεϊσμό τῶν μεταγενέστερων στοχατῶν…
Ὁ ποιητής τονίζει την τάξη και το δίκαιο στην θεϊκή σφαίρα, και στο σημεῖο αὐτό προχωρεῖ πολύ πιο πέρα ἀπό τον Ὅμηρο…
Φυσικά και ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει τον Δία ὡς ἀνώτατο θεό, καθώς και ἄλλους θεούς με μικρότερη ἤ μεγαλύτερη δύναμη καί με ἄνισο κύρος. Ἀλλά «»ο Ἡσίοδος εἶναι ὁ πρῶτος πού ἀναζητᾶ μια ἱεραρχική τάξη. Αὐτό σημαίνει: ρωτᾶ για τη σημασία τοῦ σημαντικοῦ και για την ἀξία τοῦ ἀξιόλογου.
Ὁ Ἡσίοδος δεν ἐνδιαφέρεται για μια συγκεκριμένη περίπτωση, ἀλλά για τις ἀρχές, γιά τό σύστημα. Ἔτσι δεν γίνεται μόνο πρόδρομος και πρωτοπόρος τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά, ὅσο παράδοξο κι ἄν φαίνεται, προετοιμάζει το μονοθεϊσμό: ἔστω κι ἄν «το κάθετί εἶναι γεμάτο θεούς», ὅλοι αύτοί οἱ θεοί ἀποτελοῦν μιά ἑνότητα…
Ἡ ποίηση τοῦ Ἡσιόδου θέλει να ἔχει ὡς περιεχόμενό της ἀλήθειες και ὄχι ὄμορφα ψέμματα. Στο σημεῖο αὐτό ἡ σχέση του με τον Ὅμηρο εἶναι ὅμοια με τη σχέση ἀνάμεσα στον Θουκυδίδη και τον Ἡρόδοτο…
Ὅπως το κάθετί πού ὑπάρχει στον κόσμο μας ἔχει δημιουργηθεῖ, ἔτσι και ἡ τάξη εἶναι δημιούργημα τοῦ Δία…
Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τοῦ θεϊκοῦ ὀνόματος ἐναρμονίζεται με τη βασική τάση τοῦ Ἡσίοδου να στοχάζεται για τις ἀρχές τῶν ὄντων· ἔτσι προηγεῖται ἀπό τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, και ὁ Δίας του, ὡς ἐπιτηρητής τῆς κοσμικῆς τάξης, προετοιμάζει το μονοθεϊσμό τῶν μεταγενέστερων στοχατῶν…
Ὁ ποιητής τονίζει την τάξη και το δίκαιο στην θεϊκή σφαίρα, και στο σημεῖο αὐτό προχωρεῖ πολύ πιο πέρα ἀπό τον Ὅμηρο…
Φυσικά και ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει τον Δία ὡς ἀνώτατο θεό, καθώς και ἄλλους θεούς με μικρότερη ἤ μεγαλύτερη δύναμη καί με ἄνισο κύρος. Ἀλλά «»ο Ἡσίοδος εἶναι ὁ πρῶτος πού ἀναζητᾶ μια ἱεραρχική τάξη. Αὐτό σημαίνει: ρωτᾶ για τη σημασία τοῦ σημαντικοῦ και για την ἀξία τοῦ ἀξιόλογου.
Η Κατάσταση Ευημερίας είναι η πηγή κάθε ευτυχίας
Ζούμε σ' έναν κόσμο όπου η ευημερία έχει γίνει το πρώτο προϊόν προς κατανάλωση. Έτσι συμβαίνει τουλάχιστον στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες. Η διαφήμιση μας καταδιώκει από όλες τις γωνιές προσφέροντάς μας καλύτερες δυνατότητες ζωής σε όλες τις όψεις: τη φυσική, τη συγκινησιακή και τη νοητική.
Επίσης προκαλεί τους ανθρώπους να ψάξουν σ' αυτήν την ευημερία την πηγή κάθε ευτυχίας.
Δεν είναι καθόλου παράξενο αυτή η αναζήτηση να γίνει για πολλούς ο κύριος λόγος της ύπαρξής τους. Η γενική ευημερία είναι αυτή που αποτρέπει όλα τα προβλήματα και απομακρύνει όλους τους πόνους.
Όμως η καθημερινή και πραγματική ζωή μάς δείχνει ένα πολύ διαφορετικό πανόραμα. Η αναζήτηση της ευημερίας είναι μια δίχως τέλος κούρσα, επειδή όταν νομίζει κανείς ότι βρήκε κάτι, εμφανίζονται νέες και επιτακτικές απαιτήσεις που υποχρεώνουν προς όλο και περισσότερα. Απομακρύνεται με αυτόν τον τρόπο η ευημερία και γίνεται ένας ανεπίτευκτος στόχος αν και επιθυμητός.
Το να αποκτηθούν οφέλη και περιουσίες στο υλικό επίπεδο είναι σαν να πίνει κανείς από ένα νερό που, αντί να σβήσει τη δίψα, τη μεγαλώνει. Κανείς δεν αισθάνεται ικανοποιημένος μ' όσα έχει, επειδή όλο το προπαγανδιστικό σύστημα είναι με τέτοιο τρόπο στημένο, ώστε να αναγκάζεται να αυξάνει τα αγαθά του για να νιώσει καλύτερα. Οι ψεύτικες ανάγκες μάς παίρνουν όλη την ενέργεια, ενώ ο κόσμος ονειρεύεται τη στιγμή που θα έχει επιτέλους ό,τι ελπίζει.
Στο ψυχολογικό επίπεδο η επιθυμία της ευημερίας εκδηλώνεται συνήθως ως αποφυγή κάθε ανησυχίας, κάθε δέσμευσης. Επιδιώκεται μια ησυχία που αργεί να εμφανιστεί επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αυτές τις φαινομενικές ανησυχίες που δεν είναι άλλο από δοκιμασίες για να εκπαιδευτούμε στην Τέχνη της Ζωής. Όσο περισσότερο θέλει κανείς να μην υποφέρει, τόσο περισσότερο υποφέρει. Όσο περισσότερο προσπαθεί να απομακρυνθεί από τις συγκινησιακές ανησυχίες, αυτές καταδιώκουν περισσότερο τον απρόσεκτο που τις απωθεί. Κανείς δε θέλει να μάθει πως να κυριαρχεί πάνω σ' αυτές τις ανησυχίες. Αναζητά μόνο να βρει ένα δρόμο για να είναι ελεύθερος απ' αυτές. Σαν να επιθυμεί ένα ποτάμι δίχως ρεύμα, μια θάλασσα δίχως κύματα, μια βουνοκορφή δίχως ανέμους. Και δεν είναι το θέμα να σταματήσουν τα κύματα ή οι άνεμοι, αλλά να μάθουμε να ζούμε μ' αυτά, να χρησιμοποιήσουμε εξυπνάδα για να μοιραστούμε την ύπαρξή μας μ' εκείνα τα φυσικά φαινόμενα απ' τα οποία μπορούμε, με επιδεξιότητα, να προστατευτούμε χωρίς να δραπετεύσουμε, δηλ. να τα εκμεταλλευτούμε χωρίς φυγή.
Στο νοητικό επίπεδο η ευημερία δεν είναι η μη άνεση. Οι ιδέες ενοχλούν επειδή έρχονται φορτωμένες από ερωτήσεις. Κι όταν οι ερωτήσεις μένουν αναπάντητες έρχεται η απελπισία.
Έτσι, καλύτερα να σκεφτούν οι άλλοι αντί για μας, εμείς απλώς να αφεθούμε παρασυρμένοι από προκατασκευασμένα σχέδια, από τα ρεύματα της γνώμης, που συνήθως είναι αρκετά πιο επικίνδυνα από τα ρεύματα των ποταμών, από τα κύματα κι από τους ανέμους.
Συνοψίζοντας, η σημερινή έννοια της ευημερίας έχει γίνει συνώνυμο της μαλθακότητας, μιας οκνηρίας που κερδίζει ολοκληρωτικά τον άνθρωπο σ' όλες του τις όψεις και τον καταντάει άχρηστο και ανίκανο να ζει χωρίς τα όλο και πιο πολυάριθμα δεκανίκια.
Γιατί η επιθυμία άνεσης είναι δείγμα έλλειψης; Καταρχάς επειδή κάθε επιθυμία δείχνει αυτό που δεν έχουμε. Ποτέ δεν επιθυμούμε αυτό που είναι ήδη δικό μας, δηλαδή, δεν έχουμε ευημερία. Κι όπως είδαμε πριν, την αναζητούμε συνήθως σε λάθος δρόμους, αλλά το βέβαιο είναι ότι δεν την έχουμε.
Γιατί είναι σημάδι αδυναμίας; Επειδή λείπει η αυτοπεποίθηση, επειδή χρειάζονται εξωτερικά προς την προσωπικότητα στηρίγματα για να νιώσει κανείς σταθερός. Επειδή σήμερα δεν υπάρχει συνήθως η ανδρεία για να βρεθεί κανείς αντιμέτωπος με τον εαυτό του, που αντί να τον ανακαλύψει, ευνοείται το εσωτερικό κενό. Γιατί δίχως αυτό το κενό και δίχως τα τεχνητά στηρίγματα δεν έχει δυνατότητα να διατρέχει την περίπλοκη αλλά ενδιαφέρουσα Ατραπό της Ζωής.
Όποιος αναζητήσει με πάθος, απελπισμένα, την ευημερία, έξω από τον εαυτό του, θα μπει σ' ένα λαβύρινθο με δύσκολη έξοδο.
Τόσο πολύ, που μπορεί να περάσει ολόκληρη την ύπαρξή του διασχίζοντας λανθασμένες οδούς που οδηγούν σε άλλες ακόμα πιο λανθασμένες. Αυτός που βρίσκεται σ' αυτή την κατάσταση, θα ζει πάντα εξαρτώμενος από τους ανθρώπους και τις περιστάσεις. Θα είναι τόσο ευτυχισμένος όσο θα του επιτρέπουν οι άνθρωποι με τους οποίους συμβιώνει και το μέγεθος της ικανοποίησής του θα το υπαγορεύουν οι περιστάσεις.
Η βάση κάθε ευημερίας ξεκινάει από την Ψυχή που, σύμφωνα με τον Καθηγητή Λιβράγκα, “δεν επιθυμεί ευημερία επειδή είναι μακάρια”. Αυτό δεν σημαίνει ότι το σώμα δεν θα χρειάζεται κάποιο επίπεδο υγείας, ανάπαυσης και τροφής ή ότι ο ψυχισμός δεν θα απαιτεί ηρεμία για να έχει κανείς πρόσβαση σε ανώτερα συναισθήματα. Ούτε ότι ο νους δεν θα πρέπει να ξεπεράσει τις αμφιβολίες και το κενό του προσκομίζοντας βεβαιότητες. Αλλά τίποτε από αυτά δεν κατορθώνονται αν δεν ξεκινήσει κανείς από μέσα προς τα έξω. “Προς τα μέσα” είναι η Ψυχή -όπου για την ώρα ριζώνει, στην καλύτερη περίπτωση, η συνείδησή μας- και η Ψυχή ξέρει τι χρειάζεται, αν δεν είναι παραμελημένη και πνιγμένη από τις απαιτήσεις της ύλης. Πρέπει να ψάξουμε στην Ψυχή το μέτρο της ευημερίας μας, επειδή η Ψυχή, σε φυσική κατάσταση, είναι η πηγή κάθε ευημερίας. Και σαν “φυσική” εννοώ την πρωτογενή κατάσταση, η οποία έχει χαθεί, αλλά έχει επανακτηθεί συνειδητά μέσα από μια εξελικτική προσπάθεια.
Η φυσικότητα σήμερα είναι ο καρπός της ανθρώπινης κατάκτησης στην επιστροφή προς τις πνευματικές του πηγές.
Αφού ξέρουμε πού να βρούμε την ευημερία, πρέπει να ξέρουμε επίσης να την ψάξουμε. Και να έχουμε υπόψη ότι κάθε αναζήτηση συνεπάγεται δουλειά. Να μην μπορεί κανείς να πει για μας ότι δεν ξέραμε ή δε θελήσαμε να εργαστούμε για την Ψυχή μας.
Ξέρουμε που κατοικεί. Η εργασία για να τη βρούμε σημαίνει να ανοίξουμε πέρασμα ανάμεσα στις ψεύτικες υποσχέσεις ευημερίας και άνεσης που παραλύουν για να φτάσουμε στο σημείο να δώσουμε στην Ψυχή τη θέση που της αντιστοιχεί. Μέχρι να είναι Αυτή που εκφράζεται μέσα μας αντί για τις απλές ζωικές ωθήσεις.
Και να θυμηθούμε επιτέλους ότι μια ζωή αφιερωμένη σε ευγενείς σκοπούς, οι οποίοι δεν στερούνται δυσκολιών, μπορεί να μας παρέχει την αληθινή Ευτυχία, χωρίς εντάσεις και άγχος. Αυτή η Ευτυχία είναι το αποτέλεσμα ενός δίκαιου σκοπού.
Επίσης προκαλεί τους ανθρώπους να ψάξουν σ' αυτήν την ευημερία την πηγή κάθε ευτυχίας.
Δεν είναι καθόλου παράξενο αυτή η αναζήτηση να γίνει για πολλούς ο κύριος λόγος της ύπαρξής τους. Η γενική ευημερία είναι αυτή που αποτρέπει όλα τα προβλήματα και απομακρύνει όλους τους πόνους.
Όμως η καθημερινή και πραγματική ζωή μάς δείχνει ένα πολύ διαφορετικό πανόραμα. Η αναζήτηση της ευημερίας είναι μια δίχως τέλος κούρσα, επειδή όταν νομίζει κανείς ότι βρήκε κάτι, εμφανίζονται νέες και επιτακτικές απαιτήσεις που υποχρεώνουν προς όλο και περισσότερα. Απομακρύνεται με αυτόν τον τρόπο η ευημερία και γίνεται ένας ανεπίτευκτος στόχος αν και επιθυμητός.
Το να αποκτηθούν οφέλη και περιουσίες στο υλικό επίπεδο είναι σαν να πίνει κανείς από ένα νερό που, αντί να σβήσει τη δίψα, τη μεγαλώνει. Κανείς δεν αισθάνεται ικανοποιημένος μ' όσα έχει, επειδή όλο το προπαγανδιστικό σύστημα είναι με τέτοιο τρόπο στημένο, ώστε να αναγκάζεται να αυξάνει τα αγαθά του για να νιώσει καλύτερα. Οι ψεύτικες ανάγκες μάς παίρνουν όλη την ενέργεια, ενώ ο κόσμος ονειρεύεται τη στιγμή που θα έχει επιτέλους ό,τι ελπίζει.
Στο ψυχολογικό επίπεδο η επιθυμία της ευημερίας εκδηλώνεται συνήθως ως αποφυγή κάθε ανησυχίας, κάθε δέσμευσης. Επιδιώκεται μια ησυχία που αργεί να εμφανιστεί επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αυτές τις φαινομενικές ανησυχίες που δεν είναι άλλο από δοκιμασίες για να εκπαιδευτούμε στην Τέχνη της Ζωής. Όσο περισσότερο θέλει κανείς να μην υποφέρει, τόσο περισσότερο υποφέρει. Όσο περισσότερο προσπαθεί να απομακρυνθεί από τις συγκινησιακές ανησυχίες, αυτές καταδιώκουν περισσότερο τον απρόσεκτο που τις απωθεί. Κανείς δε θέλει να μάθει πως να κυριαρχεί πάνω σ' αυτές τις ανησυχίες. Αναζητά μόνο να βρει ένα δρόμο για να είναι ελεύθερος απ' αυτές. Σαν να επιθυμεί ένα ποτάμι δίχως ρεύμα, μια θάλασσα δίχως κύματα, μια βουνοκορφή δίχως ανέμους. Και δεν είναι το θέμα να σταματήσουν τα κύματα ή οι άνεμοι, αλλά να μάθουμε να ζούμε μ' αυτά, να χρησιμοποιήσουμε εξυπνάδα για να μοιραστούμε την ύπαρξή μας μ' εκείνα τα φυσικά φαινόμενα απ' τα οποία μπορούμε, με επιδεξιότητα, να προστατευτούμε χωρίς να δραπετεύσουμε, δηλ. να τα εκμεταλλευτούμε χωρίς φυγή.
Στο νοητικό επίπεδο η ευημερία δεν είναι η μη άνεση. Οι ιδέες ενοχλούν επειδή έρχονται φορτωμένες από ερωτήσεις. Κι όταν οι ερωτήσεις μένουν αναπάντητες έρχεται η απελπισία.
Έτσι, καλύτερα να σκεφτούν οι άλλοι αντί για μας, εμείς απλώς να αφεθούμε παρασυρμένοι από προκατασκευασμένα σχέδια, από τα ρεύματα της γνώμης, που συνήθως είναι αρκετά πιο επικίνδυνα από τα ρεύματα των ποταμών, από τα κύματα κι από τους ανέμους.
Συνοψίζοντας, η σημερινή έννοια της ευημερίας έχει γίνει συνώνυμο της μαλθακότητας, μιας οκνηρίας που κερδίζει ολοκληρωτικά τον άνθρωπο σ' όλες του τις όψεις και τον καταντάει άχρηστο και ανίκανο να ζει χωρίς τα όλο και πιο πολυάριθμα δεκανίκια.
Γιατί η επιθυμία άνεσης είναι δείγμα έλλειψης; Καταρχάς επειδή κάθε επιθυμία δείχνει αυτό που δεν έχουμε. Ποτέ δεν επιθυμούμε αυτό που είναι ήδη δικό μας, δηλαδή, δεν έχουμε ευημερία. Κι όπως είδαμε πριν, την αναζητούμε συνήθως σε λάθος δρόμους, αλλά το βέβαιο είναι ότι δεν την έχουμε.
Γιατί είναι σημάδι αδυναμίας; Επειδή λείπει η αυτοπεποίθηση, επειδή χρειάζονται εξωτερικά προς την προσωπικότητα στηρίγματα για να νιώσει κανείς σταθερός. Επειδή σήμερα δεν υπάρχει συνήθως η ανδρεία για να βρεθεί κανείς αντιμέτωπος με τον εαυτό του, που αντί να τον ανακαλύψει, ευνοείται το εσωτερικό κενό. Γιατί δίχως αυτό το κενό και δίχως τα τεχνητά στηρίγματα δεν έχει δυνατότητα να διατρέχει την περίπλοκη αλλά ενδιαφέρουσα Ατραπό της Ζωής.
Όποιος αναζητήσει με πάθος, απελπισμένα, την ευημερία, έξω από τον εαυτό του, θα μπει σ' ένα λαβύρινθο με δύσκολη έξοδο.
Τόσο πολύ, που μπορεί να περάσει ολόκληρη την ύπαρξή του διασχίζοντας λανθασμένες οδούς που οδηγούν σε άλλες ακόμα πιο λανθασμένες. Αυτός που βρίσκεται σ' αυτή την κατάσταση, θα ζει πάντα εξαρτώμενος από τους ανθρώπους και τις περιστάσεις. Θα είναι τόσο ευτυχισμένος όσο θα του επιτρέπουν οι άνθρωποι με τους οποίους συμβιώνει και το μέγεθος της ικανοποίησής του θα το υπαγορεύουν οι περιστάσεις.
Η βάση κάθε ευημερίας ξεκινάει από την Ψυχή που, σύμφωνα με τον Καθηγητή Λιβράγκα, “δεν επιθυμεί ευημερία επειδή είναι μακάρια”. Αυτό δεν σημαίνει ότι το σώμα δεν θα χρειάζεται κάποιο επίπεδο υγείας, ανάπαυσης και τροφής ή ότι ο ψυχισμός δεν θα απαιτεί ηρεμία για να έχει κανείς πρόσβαση σε ανώτερα συναισθήματα. Ούτε ότι ο νους δεν θα πρέπει να ξεπεράσει τις αμφιβολίες και το κενό του προσκομίζοντας βεβαιότητες. Αλλά τίποτε από αυτά δεν κατορθώνονται αν δεν ξεκινήσει κανείς από μέσα προς τα έξω. “Προς τα μέσα” είναι η Ψυχή -όπου για την ώρα ριζώνει, στην καλύτερη περίπτωση, η συνείδησή μας- και η Ψυχή ξέρει τι χρειάζεται, αν δεν είναι παραμελημένη και πνιγμένη από τις απαιτήσεις της ύλης. Πρέπει να ψάξουμε στην Ψυχή το μέτρο της ευημερίας μας, επειδή η Ψυχή, σε φυσική κατάσταση, είναι η πηγή κάθε ευημερίας. Και σαν “φυσική” εννοώ την πρωτογενή κατάσταση, η οποία έχει χαθεί, αλλά έχει επανακτηθεί συνειδητά μέσα από μια εξελικτική προσπάθεια.
Η φυσικότητα σήμερα είναι ο καρπός της ανθρώπινης κατάκτησης στην επιστροφή προς τις πνευματικές του πηγές.
Αφού ξέρουμε πού να βρούμε την ευημερία, πρέπει να ξέρουμε επίσης να την ψάξουμε. Και να έχουμε υπόψη ότι κάθε αναζήτηση συνεπάγεται δουλειά. Να μην μπορεί κανείς να πει για μας ότι δεν ξέραμε ή δε θελήσαμε να εργαστούμε για την Ψυχή μας.
Ξέρουμε που κατοικεί. Η εργασία για να τη βρούμε σημαίνει να ανοίξουμε πέρασμα ανάμεσα στις ψεύτικες υποσχέσεις ευημερίας και άνεσης που παραλύουν για να φτάσουμε στο σημείο να δώσουμε στην Ψυχή τη θέση που της αντιστοιχεί. Μέχρι να είναι Αυτή που εκφράζεται μέσα μας αντί για τις απλές ζωικές ωθήσεις.
Και να θυμηθούμε επιτέλους ότι μια ζωή αφιερωμένη σε ευγενείς σκοπούς, οι οποίοι δεν στερούνται δυσκολιών, μπορεί να μας παρέχει την αληθινή Ευτυχία, χωρίς εντάσεις και άγχος. Αυτή η Ευτυχία είναι το αποτέλεσμα ενός δίκαιου σκοπού.
H τέχνη του να ζεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους
Μία σύντομη γνωριμία με τους Επικούρειους
Ποιος είναι ο Επικούρειος Άνθρωπος; Φυγόπονος, πνευματικά ρηχός, άθεος, διεφθαρμένος ηδονοθήρας, απόμακρος και αντικοινωνικός, εγωπαθής και αδιάφορος για τους άλλους, δειλός και μόνιμα κρυπτόμενος, οπαδός μιας ανήθικης παρωδίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας, αυτή είναι σε γενικές γραμμές η αντίληψη που καλώς ή κακώς επικρατεί σήμερα. Όχι ανεξήγητα άλλωστε αφού από την εποχή ακόμα του Επίκουρου η φιλοσοφία του συνάντησε λυσσαλέες αντιδράσεις, συκοφαντήθηκε, κάποιες φορές πλαστογραφήθηκε και διαστρεβλώθηκε άγρια από τους αντιπάλους της, αρχικά από τους Ακαδημικούς αργότερα από τους Στωικούς και τέλος από τους Χριστιανούς που όλοι περιέργως είχαν διαχρονικά άριστες σχέσεις με τις εκάστοτε εξουσίες.
Ο αντίπαλος και σύγχρονος του Επίκουρου, διευθυντής της Ακαδημίας Αρκεσίλαος για να εξηγήσει γιατί έχανε σε μόνιμη βάση μαθητές προς τον Κήπο ενώ σπανίως γινόταν το αντίθετο έλεγε περιφρονητικά πως «τον άνδρα μπορείς να τον κάνεις ευνούχο, τον ευνούχο όμως δεν μπορείς να τον κάνεις άνδρα».
Ο Διότιμος ο στωικός συκοφαντούσε τον Επίκουρο αποδίδοντάς του πενήντα αισχρές επιστολές, που ήταν φυσικά πλαστές, όπως μας πληροφορεί ο Διογένης ο Λαέρτιος και που πιθανότατα έγραψε ο ίδιος ο Διότιμος. Το ίδιο έγινε και από τους μαθητές του Ποσειδώνιου του Στωικού, Νικόλαο και Σωτίωνα. Ο Επίκτητος επίσης τον αποκαλούσε κιναιδολόγο και τον λοιδορούσε με τον χειρότερο τρόπο.
Ο Επικουρισμός με τον υλισμό του και την αθεοφοβία του έγινε το κόκκινο πανί για την Χριστιανική Θρησκεία που αισθάνθηκε ότι απειλείται η πνευματική κυριαρχία της και τον πολέμησε με λύσσα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε: «Εάν ο Απόστολος Παύλος χτύπησε τους φιλοσόφους είχε υπ’ όψιν του μονάχα τους Επικούρειους».
Γιατί όμως όλη αυτή η αντίδραση στο συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα που κάνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τουλάχιστον με αμηχανία κάποιον όταν δηλώνει Επικούρειος;
Ποιος είναι τελικά ο Επικούρειος Άνθρωπος;
Η φιλοσοφία του Επίκουρου αποβλέπει στην επίτευξη της καταστηματικής ηδονής δηλαδή της κατάστασης εκείνης που συνδυάζει έλλειψη σωματικού πόνου και ψυχική αταραξία και αποτελεί προϋπόθεση για την Ευδαιμονία που είναι και το ζητούμενο.
Οι αρετές όπως η φρόνηση – η μέγιστη αρετή κατά τον Επίκουρο – η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η εγκράτεια, η φιλία δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την επίτευξη του ηδονικού βίου και επομένως έχουν ωφελιμιστική βάση και δεν επιβάλλονται έξωθεν από κάποια θεότητα.
Για να επιτευχθεί η ψυχική αταραξία ο άνθρωπος πρέπει:
α) να απαλλαγεί από τον αρχέγονο φόβο για τα φυσικά φαινόμενα τους θεούς και τον θάνατο με την νηφάλια μελέτη της Φύσης με βάση τις αισθήσεις και τα συναισθήματά του και σύμφωνα πάντα με τα επιστημονικά δεδομένα και όχι με αστήριχτους μύθους και αυθαίρετες δοξασίες που οδηγούν σε άχρηστες μεταφυσικές αγωνίες, δεισιδαιμονίες και παραλογισμούς που μιζερεύουν και ταλαιπωρούν την σύντομη ζωή του.
β) να ιεραρχήσει με φρόνηση τις επιθυμίες του και να επιδιώξει να ικανοποιήσει τις πιο φυσικές από αυτές, που του εξασφαλίζουν την επιβίωση, και έπειτα εκείνες που αφενός είναι μέσα στις δυνατότητές του και αφετέρου θα του προσφέρουν περισσότερο ευχαρίστηση παρά πόνο.
γ) Να αποφύγει να επιδιώξει την ικανοποίηση πλασματικών μη φυσικών επιθυμιών όπως Δόξα, Πλούτο, Επιρροή, Εξουσία, που είναι ακόρεστες, δύσκολα ικανοποιούνται και ακόμα πιο δύσκολα διατηρούνται και βυθίζουν τον άνθρωπο σε ανασφάλεια, καχυποψία, αγωνία, πόνο και δυστυχία χωρίς τέλος. «Τίποτα δεν είναι αρκετό γι εκείνον που θεωρεί λίγο το αρκετό» σημειώνει ο Δάσκαλος.
δ) Να επιδιώξει την ειλικρινή φιλία και να αναζητήσει την προσωπική του ευδαιμονία και ασφάλεια, μέσω της ευδαιμονίας και ασφάλειας της κοινότητας των φίλων.
Η πορεία των πραγμάτων στο Επικούρειο Σύμπαν είναι συνισταμένη τριών παραγόντων: Της αναγκαιότητας (αίτιο – αιτιατό), του τυχαίου (αστάθμητος παράγων) και της παρέγκλισης που αποτελεί φαινομενικά αναίτια, μη προβλέψιμη, και σε μη καθορισμένο χρόνο ενέργεια που μπορεί να μεταβάλλει την πορεία των πραγμάτων και να οδηγήσει σε απρόβλεπτες διεργασίες. Η παρέγκλιση είναι ενδογενής ιδιότητα της ύλης και σ’ αυτήν εδράζεται η συνειδητότητα και η ελεύθερη βούληση του Ανθρώπου. Η ύπαρξη της παρέγκλισης επιβεβαιώνεται σήμερα από την αρχή της απροσδιοριστίας, βασικής αρχής της κβαντικής φυσικής. Με την παρέγκλιση ουσιαστικά αποσυνδέεται το αίτιο από το αποτέλεσμα και έτσι τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Ο άνθρωπος λοιπόν δεν είναι έρμαιο καμιάς μοίρας. Είναι αυτός που αποφασίζει ελεύθερα για την πορεία της ζωής του λαμβάνοντας κάθε φορά υπ’ όψιν του τα δεδομένα της συγκυρίας, όπου εκεί βέβαια παίζουν ρόλο και οι αναγκαιότητες και το τυχαίο.
Η ιδέα όμως της ελεύθερης βούλησης και της ανάληψης της ευθύνης των αποφάσεων για την ζωή τους δεν κάνει όλους τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Οι περισσότεροι έχουν την τάση να αποποιούνται το δικαίωμα αλλά και την ευθύνη να αποφασίζουν οι ίδιοι για την ζωή τους και αρέσκονται να τα αναθέτουν σε άλλους, στον αρχηγό της οικογένειας, τον ηγεμόνα, τον πολιτικό, στην μοίρα, στον θρησκευτικό ηγέτη, στον ίδιο τον θεό. Έτσι έχουν την ψευδαίσθηση ότι απαλλάσσονται από την ευθύνη των επιπτώσεων από μία πιθανή αποτυχία, που κάλλιστα μπορούν να φορτώσουν στις πλάτες αυτών που εμπιστεύθηκαν.
Ο Επίκουρος λοιπόν φαίνεται ότι στην προσπάθειά του να απαλλάξει τους ανθρώπους από τον φόβο των θεών και του θανάτου και να πολεμήσει τις δεισιδαιμονίες και τον παραλογισμό, τους φόρτωσε τον φόβο της προσωπικής ευθύνης για την ζωή τους. Φόβο που ανά τους αιώνες βρέθηκαν πολλοί καλοθελητές να εκμεταλλευτούν.
Σε άλλους όμως ανθρώπους η συνειδητοποίηση της ελεύθερης βούλησης και της ευθύνης των επιλογών, τους γεμίζει μ’ ένα αίσθημα αυτάρκειας ανεξαρτησίας και δημιουργικότητας. Τους κάνει ηγέτες του εαυτού τους. Τους ωθεί να ζήσουν την «αυθεντική Ζωή» όπως παρατηρεί ο υπαρξιστής φιλόσοφος Jean – Paul Sartre ο οποίος συμπληρώνει: «Χωρίς δυσκολίες δεν υπάρχει ελευθερία. Τόσο αυθεντικότερη είναι η ελευθερία όσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες». Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι Επικούρειοι.
Ο Επικούρειος λοιπόν είναι ο δυνατός άνθρωπος.
Γιατί χρειάζεται εσωτερική δύναμη, νηφαλιότητα και φρόνηση για να ελέγξει κανείς τους αρχέγονους φόβους του, να υποτάξει την απληστία και τις άλογες παρορμήσεις του και να ιεραρχήσει τις επιθυμίες του επιλέγοντας να ικανοποιήσει εκείνες που θα του εξασφαλίσουν πρώτιστα την επιβίωση έπειτα την ασφάλεια, την σωματική υγεία και την ψυχική ισορροπία.
Ο Επικούρειος δεν είναι μετριόφρων.
Η μετριοφροσύνη αφορά τους μέτριους και ο Επικούρειος δεν είναι μέτριος αλλά ξεχωριστός άνθρωπος. Δεν είναι επίσης ταπεινόφρων γιατί η ταπεινοφροσύνη αφορά τους ταπεινούς και καταφρονεμένους και ο Επικούρειος δεν είναι ούτε ταπεινός ούτε καταφρονεμένος, αλλά άνθρωπος σοβαρός, με προσωπικότητα αξίες και αυτοπεποίθηση, που παίρνει στα χέρια του το τιμόνι της ζωής του για να την οδηγήσει εκεί που αυτός έχει αποφασίσει.
Ο Επικούρειος δεν βασίζεται ποτέ στην τύχη.
Η τύχη λέει ο Δάσκαλος δεν είναι θεά όπως πολλοί πιστεύουν γιατί είναι άστατη και αλλοπρόσαλλη και από ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να προκύψουν τα μεγαλύτερα καλά όπως και τα χειρότερα κακά, αλλά αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν θα το διαχειριστεί ο άνθρωπος με φρόνηση ή όχι. Στο τέλος της γραφής προσθέτει είναι καλύτερα να πάρουμε με φρόνηση μια απόφαση που θα αποδειχτεί λάθος παρά στην τύχη μία απόφαση που θα αποδειχτεί σωστή.
Ο Επικούρειος είναι άνθρωπος αυτάρκης.
Γνωρίζει ότι όσες λιγότερες εξωτερικές εξαρτήσεις έχει τόσο πιο ελεύθερος είναι. «Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας η Ελευθερία» λέει ο Δάσκαλος « Αυτός που ζει ελεύθερα και ανεξάρτητα δεν μπορεί να αποχτήσει μεγάλα πλούτη, γιατί αυτό απαιτεί δουλοπρέπεια είτε προς τον όχλο είτε προς την εξουσία, μπορεί όμως να έχει όσα χρειάζεται σε συνεχή επάρκεια». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Επικούρειος είναι ολιγαρκής από πεποίθηση όπως π.χ. ο Κυνικός. Θα απολαύσει λοιπόν την πολυτέλεια όποτε του τύχει, γιατί την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα όσοι την έχουν λιγότερο ανάγκη. Άλλωστε και η λιτότητα έχει τα όριά της, όπως παρατηρεί ο σοφός μας Παππούς και όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον που δεν βάζει όρια στις επιθυμίες του. Η αυτάρκεια λοιπόν των επικούρειων ουδέποτε φτάνει στα όρια του ασκητισμού όπως έχει υποστηριχτεί από κάποιους.
Ο Επικούρειος δεν είναι ο άνθρωπος του καθήκοντος.
Οι πράξεις του καθορίζονται από την ελεύθερη βούλησή του και όχι από κάποιο ακαθόριστο ομιχλώδες αίσθημα καθήκοντος προς κάποιον θεό η κάποια ηγεσία. Αυτό σημαίνει ότι είναι δύσκολα διαχειρίσιμος από την Εξουσία. Ο Επικούρειος θα επιλέξει να ακολουθήσει το μονοπάτι του πόνου αν αυτό τον οδηγεί στην λεωφόρο της ηδονής. Έτσι θα υποστεί τον πόνο και τον κίνδυνο του πολέμου επιδιώκοντας την κατά πολύ σημαντικότερη ηδονή της απόλαυσης της Ελευθερίας και της Ασφάλειας της προσωπικής του, της οικογενείας του και των φίλων του, αλλά αυτό θα είναι συνειδητή δική του απόφαση και όχι καθήκον, όπως ακριβώς έκαναν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες, τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα, αλλά και στο Μέτωπο της Αλβανίας στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο. Η στωική έννοια του καθήκοντος που πέρασε στον Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το δήθεν καθήκον στον θεό οδήγησε στην φρίκη της Ιερής Εξέτασης τον Μεσαίωνα αλλά και αποτέλεσε το πρόσχημα για τις τυχοδιωκτικές Σταυροφορίες της Δύσης με τα τραγικά τους αποτελέσματα την ίδια ιστορική Εποχή και στις μέρες μας σε μαζικά εγκλήματα. Το καθήκον προς την ηγεσία, την φυλή και την κακώς εννοούμενη πατρίδα, οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν ένα ολόκληρο Έθνος υψηλής πολιτισμικής στάθμης, να προκαλέσει το μακελειό του Β Παγκόσμιου Πολέμου και τα πρωτοφανή εγκλήματα γενοκτονίας εναντίον άλλων λαών που χαρακτηρίστηκαν σαν Ολοκαύτωμα.
Ο Επικούρειος είναι ένας αισιόδοξος και χαρούμενος άνθρωπος.
Να γελάς και να φιλοσοφείς την ώρα που ασχολείσαι με τις καθημερινές σου υποθέσεις συμβουλεύει ο Δάσκαλος. Να μην αναβάλλεις την χαρά αλλά να γεύεσαι την κάθε πολύτιμη στιγμή της θνητής ζωής σου. Να απολαμβάνεις αυτά που έχεις και να μην σκοτίζεσαι γι αυτά που δεν έχεις. Να απολαμβάνεις να φιλοσοφείς γιατί η φιλοσοφία είναι η μόνη ενασχόληση που μπορείς να γευθείς τους ηδονικούς καρπούς της άμεσα. Ποτέ μην πεις ότι είναι νωρίς ή ότι είναι πλέον αργά για φιλοσοφία. Είναι σαν να λες ότι είναι νωρίς η αργά για ευδαιμονία.
Ο Επικούρειος είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων.
Δεν κάνει θόρυβο γύρω από το όνομά του, δεν επαίρεται για τον εαυτό του, τις γνώσεις του τις ικανότητές του, τα υλικά του αγαθά, δεν ζητά επιβεβαίωση από τους άλλους γιατί δεν την χρειάζεται. Είναι υπερήφανος γι αυτό που είναι, γι αυτό που αξίζει ο ίδιος. Αυτή είναι και η σημασία του περίφημου λάθε βιώσας και όχι ο αναχωρητισμός όπως κακώς πολλές φορές υποστηρίζεται από ορισμένους.
Ο Επικούρειος είναι κοινωνικό ον.
Πιστεύει στην ανάγκη της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων η οποία βασίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο, του να μην βλάπτει δηλαδή ο ένας τον άλλο και να επιδιώκουν μαζί την επίτευξη κοινών στόχων που θα διευκολύνουν την ζωή όλων. «Το της Φύσεως δίκαιον εστί σύμβολον του συμφέροντος εις το μη βλάπτειν αλλήλους μηδέ βλάπτεσθαι». (Επίκουρος – Κύριες Δόξες)
Είναι δίκαιος και νομοταγής.
Στην δικαιοσύνη και τον νόμο εδράζεται το κοινωνικό συμβόλαιο. «Η αταραξία είναι ο μέγιστος καρπός της δικαιοσύνης». Ο δίκαιος απολαμβάνει την ψυχική γαλήνη, ενώ ο άδικος είναι πάντοτε γεμάτος ταραχή, αφού ζει με τον φόβο της τιμωρίας και της εκδίκησης. Ο Επίκουρος θεωρούσε πως δεν ταιριάζει στον φιλόσοφο ακόμα και όταν αδικηθεί, να συγκρουσθεί ή να εκδικηθεί. (Φιλόδημος Γαδαρινός: περί Επίκουρου)
Είναι επίσης Δημοκρατικός.
Γιατί μόνο στην δημοκρατία το δίκαιο και ο νόμος απορρέει από τους πολίτες και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και αλλάζει πάλι από τους πολίτες όταν πάψει να την εξυπηρετεί. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Επικούρειος στέκεται πάντα απέναντι στην Τυραννία. Είναι ξεκάθαρη θέση του Κήπου πως ο Επικούρειος δεν θα γίνει ποτέ Τύραννος. «Νόμος που δεν εξυπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον δεν είναι δίκαιος νόμος» (Επίκουρος-Κύριες Δόξες). Την προτροπή του Επίκουρου περί αποφυγής ενασχόλησης με την πολιτική, προκειμένου να διαφυλάξει ο σοφός την προσωπική του γαλήνη, θα πρέπει να την δούμε σαν παραίνεση και όχι σαν δογματική θέση, με φόντο την πολιτική κατάσταση των Ελληνιστικών χρόνων, όπου ο αποδυναμωμένος Δήμος είχε χάσει κάθε δυνατότητα να επηρεάσει τις τύχες της Πόλης και ο πολιτικός είτε είχε μετατραπεί σε χειροκροτητή του ηγεμόνα (Στρατοκλής) είτε είχε εξοριστεί από την Πόλη (Δημοχάρης). Ο ίδιος ο Επίκουρος άλλωστε διευκρινίζει: «Όσοι φλέγονται από φιλοτιμία και φιλοδοξία, και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν τη φυσική τους ορμή για πολιτική. Γιατί η απραγμοσύνη θα τους ταράξει περισσότερο και θα τους πληγώνει, όσο δεν τους γίνεται εκείνο που ορέγονται…» (από Θ 245. Επικ. 555)
Οι Επικούρειοι τιμούν τους θεούς – θεσμούς της Πόλης
Συμμετέχουν και χαίρονται περισσότερο απ’ όλους τις γιορτές και τις εκδηλώσεις της, γιατί αυτές δένουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και ανεξάρτητα από την περιουσία τους και την κοινωνική τους θέση, τους κάνουν να αισθάνονται μέλη του ίδιου κοινωνικού συνόλου. Η κοινωνικότητα είναι λοιπόν για τους Επικούρειους φυσική ανάγκη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον κοινωνικό του περίγυρο όχι μόνο στον Επικουρισμό αλλά στο σύνολο της Ελληνικής φιλοσοφίας αντίθετα με τις ανατολικές φιλοσοφίες.
Η Επικούρεια φιλία και παρρησία
Η εξωστρέφεια των Επικούρειων επιβεβαιώνεται από τον κεντρική θέση που κατέχει στην φιλοσοφία τους η φιλία. Δεν αρνούνται ότι η επιδίωξη της φιλίας όπως άλλωστε και της δικαιοσύνης, ξεκινά από ωφελιμιστικούς λόγους, καταλήγει όμως από μόνη της αρετή. Γιατί ο Επικούρειος θα επιδιώξει την προσωπική του ασφάλεια και ευδαιμονία μέσω της προαγωγής της ασφάλειας και ευδαιμονίας του συνόλου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια γίνεται κατανοητό, γιατί το αίσθημα της προσφοράς στους άλλους αποτελεί για τους επικούρειους ηδονή και όχι καθήκον. «το εύ ποιείν ήδιόν εστι του εύ πάσχειν» (Το να ευεργετείς είναι ηδονικότερο από το να ευεργετείσαι).
Η ελευθερία του λόγου, η παρρησία των Επικούρειων, είναι βασικό στοιχείο της κοινωνικής τους συμπεριφοράς. Η άσκηση ελεύθερης αλλά καλοπροαίρετης κριτικής, με ευγένεια και νηφαλιότητα, συνδυάζεται πάντα με προσεκτική αποδοχή αντίστοιχης κριτικής από τους άλλους. Αυτό προϋποθέτει ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία χωρίς διαχωρισμούς με βάση το φύλο την περιουσία και την κοινωνική θέση. Αυτό είναι και το μεγάλο πείραμα που γίνεται στον Κήπο μέσα στην καρδιά της καθημαγμένης παρακμάζουσας Αθηναϊκής κοινωνίας των Ελληνιστικών χρόνων.
Με την προώθηση της φιλίας δημιουργούν οι Επικούρειοι ένα στενότερο κοινωνικό κύκλο από ειλικρινείς φίλους, πάντα πρόθυμους να στηρίζουν και να συμπαρίστανται ο ένας στον άλλο, μεταξύ των οποίων η δικαιοσύνη είναι αυτονόητη και δεν χρειάζεται νόμους για να επιβληθεί και σχηματίζουν έτσι ένα πλέγμα προστασίας και ασφάλειας για τον καθένα που συμμετέχει σε αυτόν, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης της κοινωνίας και των θεσμών. Η Φιλία είναι η Ακρόπολη της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας που παραμένει ελεύθερη ακόμα και όταν το Κάστρο της κοινωνίας και των θεσμών έχει αλωθεί όπως συνέβαινε στην εποχή του Επίκουρου στην Ελληνιστική Αθήνα και όπως δυστυχώς κινδυνεύει να συμβεί στην σημερινή Ελλάδα.
Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τον θάνατο.
Γιατί όσο εμείς είμαστε ζωντανοί αυτός δεν υπάρχει και όταν αυτός είναι παρών δεν υπάρχουμε εμείς για να τον αντιληφθούμε. Πέρα από τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε ή να ελπίζουμε. Και ούτε την ανυπαρξία πρέπει να φοβάται κανείς γιατί ανύπαρκτος ήταν και πριν γεννηθεί. Ο θάνατος είναι αυτός που δίνει νόημα στην ζωή και κάνει κάθε στιγμή της πολύτιμη και ανεπανάληπτη. Γι αυτό πρέπει ο άνθρωπος να ζει την κάθε μέρα του σαν να ήταν η τελευταία της ζωής του. Καρπώσου την μέρα όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος. Αυτός που αναβάλλει την χαρά λέει ο Επίκουρος πεθαίνει πνιγμένος στις ασχολίες χωρίς να έχει ζήσει. Και όπως παρατηρεί ο Σενέκας το πολυτιμότερο αγαθό που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στους συνανθρώπους του είναι ο χρόνος του.
Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τους θεούς.
Οι θεοί των Επικούρειων είναι πρότυπα ευδαιμονίας και μακαριότητας για τους ανθρώπους. Δεν είναι φορείς παράλογων ηθικών κανόνων που επιβάλλουν με την αυθεντία τους στους ανθρώπους. Ούτε εξευμενίζονται από κανένα ούτε οργίζονται, ούτε μνησικακούν εναντίον κανενός, ούτε τιμωρούν και εκδικούνται, γιατί όπως λέει ο Δάσκαλος αυτό αντίκειται στην μακαριότητά τους και χαρακτηρίζει κατώτερα όντα. Επομένως οι θεοί δεν παρεμβαίνουν στην πορεία της ζωής των ανθρώπων, αλλά ούτε και αποτελούν αιτία των φυσικών φαινομένων τα οποία υπακούν σε φυσικούς νόμους είτε τους γνωρίζουμε είτε όχι. Οι θεοί είναι φίλοι των ανθρώπων και όχι δυνάστες. Και οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα λόγο να τους φοβούνται, αλλά ούτε και να ελπίζουν τίποτα από αυτούς. Στις δυσκολίες της ζωής ο άνθρωπος πρέπει να στηρίζεται στους συνανθρώπους του και όχι στους αμέτοχους θεούς. Γι αυτό το λόγο ο Διογένης ο Οινοανδέας προτείνει να αποδίδονται γελαστά τα πρόσωπα των θεών στα αγάλματα. Για τους Επικούρειους οι θεοί αντιπροσωπεύουν το πρότυπο της ψυχικής γαλήνης που πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος. Γι αυτό και έχουν όλο το δικαίωμα όπως διακηρύσσει ο Δάσκαλος στον επίλογο της προς Μενοικέα επιστολής του, να ισχυρίζονται ότι ζουν σαν θεοί ανάμεσα σε ανθρώπους
Ποιος είναι ο Επικούρειος Άνθρωπος; Φυγόπονος, πνευματικά ρηχός, άθεος, διεφθαρμένος ηδονοθήρας, απόμακρος και αντικοινωνικός, εγωπαθής και αδιάφορος για τους άλλους, δειλός και μόνιμα κρυπτόμενος, οπαδός μιας ανήθικης παρωδίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας, αυτή είναι σε γενικές γραμμές η αντίληψη που καλώς ή κακώς επικρατεί σήμερα. Όχι ανεξήγητα άλλωστε αφού από την εποχή ακόμα του Επίκουρου η φιλοσοφία του συνάντησε λυσσαλέες αντιδράσεις, συκοφαντήθηκε, κάποιες φορές πλαστογραφήθηκε και διαστρεβλώθηκε άγρια από τους αντιπάλους της, αρχικά από τους Ακαδημικούς αργότερα από τους Στωικούς και τέλος από τους Χριστιανούς που όλοι περιέργως είχαν διαχρονικά άριστες σχέσεις με τις εκάστοτε εξουσίες.
Ο αντίπαλος και σύγχρονος του Επίκουρου, διευθυντής της Ακαδημίας Αρκεσίλαος για να εξηγήσει γιατί έχανε σε μόνιμη βάση μαθητές προς τον Κήπο ενώ σπανίως γινόταν το αντίθετο έλεγε περιφρονητικά πως «τον άνδρα μπορείς να τον κάνεις ευνούχο, τον ευνούχο όμως δεν μπορείς να τον κάνεις άνδρα».
Ο Διότιμος ο στωικός συκοφαντούσε τον Επίκουρο αποδίδοντάς του πενήντα αισχρές επιστολές, που ήταν φυσικά πλαστές, όπως μας πληροφορεί ο Διογένης ο Λαέρτιος και που πιθανότατα έγραψε ο ίδιος ο Διότιμος. Το ίδιο έγινε και από τους μαθητές του Ποσειδώνιου του Στωικού, Νικόλαο και Σωτίωνα. Ο Επίκτητος επίσης τον αποκαλούσε κιναιδολόγο και τον λοιδορούσε με τον χειρότερο τρόπο.
Ο Επικουρισμός με τον υλισμό του και την αθεοφοβία του έγινε το κόκκινο πανί για την Χριστιανική Θρησκεία που αισθάνθηκε ότι απειλείται η πνευματική κυριαρχία της και τον πολέμησε με λύσσα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε: «Εάν ο Απόστολος Παύλος χτύπησε τους φιλοσόφους είχε υπ’ όψιν του μονάχα τους Επικούρειους».
Γιατί όμως όλη αυτή η αντίδραση στο συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα που κάνει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τουλάχιστον με αμηχανία κάποιον όταν δηλώνει Επικούρειος;
Ποιος είναι τελικά ο Επικούρειος Άνθρωπος;
Η φιλοσοφία του Επίκουρου αποβλέπει στην επίτευξη της καταστηματικής ηδονής δηλαδή της κατάστασης εκείνης που συνδυάζει έλλειψη σωματικού πόνου και ψυχική αταραξία και αποτελεί προϋπόθεση για την Ευδαιμονία που είναι και το ζητούμενο.
Οι αρετές όπως η φρόνηση – η μέγιστη αρετή κατά τον Επίκουρο – η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η εγκράτεια, η φιλία δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την επίτευξη του ηδονικού βίου και επομένως έχουν ωφελιμιστική βάση και δεν επιβάλλονται έξωθεν από κάποια θεότητα.
Για να επιτευχθεί η ψυχική αταραξία ο άνθρωπος πρέπει:
α) να απαλλαγεί από τον αρχέγονο φόβο για τα φυσικά φαινόμενα τους θεούς και τον θάνατο με την νηφάλια μελέτη της Φύσης με βάση τις αισθήσεις και τα συναισθήματά του και σύμφωνα πάντα με τα επιστημονικά δεδομένα και όχι με αστήριχτους μύθους και αυθαίρετες δοξασίες που οδηγούν σε άχρηστες μεταφυσικές αγωνίες, δεισιδαιμονίες και παραλογισμούς που μιζερεύουν και ταλαιπωρούν την σύντομη ζωή του.
β) να ιεραρχήσει με φρόνηση τις επιθυμίες του και να επιδιώξει να ικανοποιήσει τις πιο φυσικές από αυτές, που του εξασφαλίζουν την επιβίωση, και έπειτα εκείνες που αφενός είναι μέσα στις δυνατότητές του και αφετέρου θα του προσφέρουν περισσότερο ευχαρίστηση παρά πόνο.
γ) Να αποφύγει να επιδιώξει την ικανοποίηση πλασματικών μη φυσικών επιθυμιών όπως Δόξα, Πλούτο, Επιρροή, Εξουσία, που είναι ακόρεστες, δύσκολα ικανοποιούνται και ακόμα πιο δύσκολα διατηρούνται και βυθίζουν τον άνθρωπο σε ανασφάλεια, καχυποψία, αγωνία, πόνο και δυστυχία χωρίς τέλος. «Τίποτα δεν είναι αρκετό γι εκείνον που θεωρεί λίγο το αρκετό» σημειώνει ο Δάσκαλος.
δ) Να επιδιώξει την ειλικρινή φιλία και να αναζητήσει την προσωπική του ευδαιμονία και ασφάλεια, μέσω της ευδαιμονίας και ασφάλειας της κοινότητας των φίλων.
Η πορεία των πραγμάτων στο Επικούρειο Σύμπαν είναι συνισταμένη τριών παραγόντων: Της αναγκαιότητας (αίτιο – αιτιατό), του τυχαίου (αστάθμητος παράγων) και της παρέγκλισης που αποτελεί φαινομενικά αναίτια, μη προβλέψιμη, και σε μη καθορισμένο χρόνο ενέργεια που μπορεί να μεταβάλλει την πορεία των πραγμάτων και να οδηγήσει σε απρόβλεπτες διεργασίες. Η παρέγκλιση είναι ενδογενής ιδιότητα της ύλης και σ’ αυτήν εδράζεται η συνειδητότητα και η ελεύθερη βούληση του Ανθρώπου. Η ύπαρξη της παρέγκλισης επιβεβαιώνεται σήμερα από την αρχή της απροσδιοριστίας, βασικής αρχής της κβαντικής φυσικής. Με την παρέγκλιση ουσιαστικά αποσυνδέεται το αίτιο από το αποτέλεσμα και έτσι τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί εκ των προτέρων. Ο άνθρωπος λοιπόν δεν είναι έρμαιο καμιάς μοίρας. Είναι αυτός που αποφασίζει ελεύθερα για την πορεία της ζωής του λαμβάνοντας κάθε φορά υπ’ όψιν του τα δεδομένα της συγκυρίας, όπου εκεί βέβαια παίζουν ρόλο και οι αναγκαιότητες και το τυχαίο.
Η ιδέα όμως της ελεύθερης βούλησης και της ανάληψης της ευθύνης των αποφάσεων για την ζωή τους δεν κάνει όλους τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Οι περισσότεροι έχουν την τάση να αποποιούνται το δικαίωμα αλλά και την ευθύνη να αποφασίζουν οι ίδιοι για την ζωή τους και αρέσκονται να τα αναθέτουν σε άλλους, στον αρχηγό της οικογένειας, τον ηγεμόνα, τον πολιτικό, στην μοίρα, στον θρησκευτικό ηγέτη, στον ίδιο τον θεό. Έτσι έχουν την ψευδαίσθηση ότι απαλλάσσονται από την ευθύνη των επιπτώσεων από μία πιθανή αποτυχία, που κάλλιστα μπορούν να φορτώσουν στις πλάτες αυτών που εμπιστεύθηκαν.
Ο Επίκουρος λοιπόν φαίνεται ότι στην προσπάθειά του να απαλλάξει τους ανθρώπους από τον φόβο των θεών και του θανάτου και να πολεμήσει τις δεισιδαιμονίες και τον παραλογισμό, τους φόρτωσε τον φόβο της προσωπικής ευθύνης για την ζωή τους. Φόβο που ανά τους αιώνες βρέθηκαν πολλοί καλοθελητές να εκμεταλλευτούν.
Σε άλλους όμως ανθρώπους η συνειδητοποίηση της ελεύθερης βούλησης και της ευθύνης των επιλογών, τους γεμίζει μ’ ένα αίσθημα αυτάρκειας ανεξαρτησίας και δημιουργικότητας. Τους κάνει ηγέτες του εαυτού τους. Τους ωθεί να ζήσουν την «αυθεντική Ζωή» όπως παρατηρεί ο υπαρξιστής φιλόσοφος Jean – Paul Sartre ο οποίος συμπληρώνει: «Χωρίς δυσκολίες δεν υπάρχει ελευθερία. Τόσο αυθεντικότερη είναι η ελευθερία όσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες». Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι Επικούρειοι.
Ο Επικούρειος λοιπόν είναι ο δυνατός άνθρωπος.
Γιατί χρειάζεται εσωτερική δύναμη, νηφαλιότητα και φρόνηση για να ελέγξει κανείς τους αρχέγονους φόβους του, να υποτάξει την απληστία και τις άλογες παρορμήσεις του και να ιεραρχήσει τις επιθυμίες του επιλέγοντας να ικανοποιήσει εκείνες που θα του εξασφαλίσουν πρώτιστα την επιβίωση έπειτα την ασφάλεια, την σωματική υγεία και την ψυχική ισορροπία.
Ο Επικούρειος δεν είναι μετριόφρων.
Η μετριοφροσύνη αφορά τους μέτριους και ο Επικούρειος δεν είναι μέτριος αλλά ξεχωριστός άνθρωπος. Δεν είναι επίσης ταπεινόφρων γιατί η ταπεινοφροσύνη αφορά τους ταπεινούς και καταφρονεμένους και ο Επικούρειος δεν είναι ούτε ταπεινός ούτε καταφρονεμένος, αλλά άνθρωπος σοβαρός, με προσωπικότητα αξίες και αυτοπεποίθηση, που παίρνει στα χέρια του το τιμόνι της ζωής του για να την οδηγήσει εκεί που αυτός έχει αποφασίσει.
Ο Επικούρειος δεν βασίζεται ποτέ στην τύχη.
Η τύχη λέει ο Δάσκαλος δεν είναι θεά όπως πολλοί πιστεύουν γιατί είναι άστατη και αλλοπρόσαλλη και από ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να προκύψουν τα μεγαλύτερα καλά όπως και τα χειρότερα κακά, αλλά αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν θα το διαχειριστεί ο άνθρωπος με φρόνηση ή όχι. Στο τέλος της γραφής προσθέτει είναι καλύτερα να πάρουμε με φρόνηση μια απόφαση που θα αποδειχτεί λάθος παρά στην τύχη μία απόφαση που θα αποδειχτεί σωστή.
Ο Επικούρειος είναι άνθρωπος αυτάρκης.
Γνωρίζει ότι όσες λιγότερες εξωτερικές εξαρτήσεις έχει τόσο πιο ελεύθερος είναι. «Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας η Ελευθερία» λέει ο Δάσκαλος « Αυτός που ζει ελεύθερα και ανεξάρτητα δεν μπορεί να αποχτήσει μεγάλα πλούτη, γιατί αυτό απαιτεί δουλοπρέπεια είτε προς τον όχλο είτε προς την εξουσία, μπορεί όμως να έχει όσα χρειάζεται σε συνεχή επάρκεια». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο Επικούρειος είναι ολιγαρκής από πεποίθηση όπως π.χ. ο Κυνικός. Θα απολαύσει λοιπόν την πολυτέλεια όποτε του τύχει, γιατί την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα όσοι την έχουν λιγότερο ανάγκη. Άλλωστε και η λιτότητα έχει τα όριά της, όπως παρατηρεί ο σοφός μας Παππούς και όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον που δεν βάζει όρια στις επιθυμίες του. Η αυτάρκεια λοιπόν των επικούρειων ουδέποτε φτάνει στα όρια του ασκητισμού όπως έχει υποστηριχτεί από κάποιους.
Ο Επικούρειος δεν είναι ο άνθρωπος του καθήκοντος.
Οι πράξεις του καθορίζονται από την ελεύθερη βούλησή του και όχι από κάποιο ακαθόριστο ομιχλώδες αίσθημα καθήκοντος προς κάποιον θεό η κάποια ηγεσία. Αυτό σημαίνει ότι είναι δύσκολα διαχειρίσιμος από την Εξουσία. Ο Επικούρειος θα επιλέξει να ακολουθήσει το μονοπάτι του πόνου αν αυτό τον οδηγεί στην λεωφόρο της ηδονής. Έτσι θα υποστεί τον πόνο και τον κίνδυνο του πολέμου επιδιώκοντας την κατά πολύ σημαντικότερη ηδονή της απόλαυσης της Ελευθερίας και της Ασφάλειας της προσωπικής του, της οικογενείας του και των φίλων του, αλλά αυτό θα είναι συνειδητή δική του απόφαση και όχι καθήκον, όπως ακριβώς έκαναν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες, τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα, αλλά και στο Μέτωπο της Αλβανίας στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο. Η στωική έννοια του καθήκοντος που πέρασε στον Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το δήθεν καθήκον στον θεό οδήγησε στην φρίκη της Ιερής Εξέτασης τον Μεσαίωνα αλλά και αποτέλεσε το πρόσχημα για τις τυχοδιωκτικές Σταυροφορίες της Δύσης με τα τραγικά τους αποτελέσματα την ίδια ιστορική Εποχή και στις μέρες μας σε μαζικά εγκλήματα. Το καθήκον προς την ηγεσία, την φυλή και την κακώς εννοούμενη πατρίδα, οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν ένα ολόκληρο Έθνος υψηλής πολιτισμικής στάθμης, να προκαλέσει το μακελειό του Β Παγκόσμιου Πολέμου και τα πρωτοφανή εγκλήματα γενοκτονίας εναντίον άλλων λαών που χαρακτηρίστηκαν σαν Ολοκαύτωμα.
Ο Επικούρειος είναι ένας αισιόδοξος και χαρούμενος άνθρωπος.
Να γελάς και να φιλοσοφείς την ώρα που ασχολείσαι με τις καθημερινές σου υποθέσεις συμβουλεύει ο Δάσκαλος. Να μην αναβάλλεις την χαρά αλλά να γεύεσαι την κάθε πολύτιμη στιγμή της θνητής ζωής σου. Να απολαμβάνεις αυτά που έχεις και να μην σκοτίζεσαι γι αυτά που δεν έχεις. Να απολαμβάνεις να φιλοσοφείς γιατί η φιλοσοφία είναι η μόνη ενασχόληση που μπορείς να γευθείς τους ηδονικούς καρπούς της άμεσα. Ποτέ μην πεις ότι είναι νωρίς ή ότι είναι πλέον αργά για φιλοσοφία. Είναι σαν να λες ότι είναι νωρίς η αργά για ευδαιμονία.
Ο Επικούρειος είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων.
Δεν κάνει θόρυβο γύρω από το όνομά του, δεν επαίρεται για τον εαυτό του, τις γνώσεις του τις ικανότητές του, τα υλικά του αγαθά, δεν ζητά επιβεβαίωση από τους άλλους γιατί δεν την χρειάζεται. Είναι υπερήφανος γι αυτό που είναι, γι αυτό που αξίζει ο ίδιος. Αυτή είναι και η σημασία του περίφημου λάθε βιώσας και όχι ο αναχωρητισμός όπως κακώς πολλές φορές υποστηρίζεται από ορισμένους.
Ο Επικούρειος είναι κοινωνικό ον.
Πιστεύει στην ανάγκη της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων η οποία βασίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο, του να μην βλάπτει δηλαδή ο ένας τον άλλο και να επιδιώκουν μαζί την επίτευξη κοινών στόχων που θα διευκολύνουν την ζωή όλων. «Το της Φύσεως δίκαιον εστί σύμβολον του συμφέροντος εις το μη βλάπτειν αλλήλους μηδέ βλάπτεσθαι». (Επίκουρος – Κύριες Δόξες)
Είναι δίκαιος και νομοταγής.
Στην δικαιοσύνη και τον νόμο εδράζεται το κοινωνικό συμβόλαιο. «Η αταραξία είναι ο μέγιστος καρπός της δικαιοσύνης». Ο δίκαιος απολαμβάνει την ψυχική γαλήνη, ενώ ο άδικος είναι πάντοτε γεμάτος ταραχή, αφού ζει με τον φόβο της τιμωρίας και της εκδίκησης. Ο Επίκουρος θεωρούσε πως δεν ταιριάζει στον φιλόσοφο ακόμα και όταν αδικηθεί, να συγκρουσθεί ή να εκδικηθεί. (Φιλόδημος Γαδαρινός: περί Επίκουρου)
Είναι επίσης Δημοκρατικός.
Γιατί μόνο στην δημοκρατία το δίκαιο και ο νόμος απορρέει από τους πολίτες και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και αλλάζει πάλι από τους πολίτες όταν πάψει να την εξυπηρετεί. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Επικούρειος στέκεται πάντα απέναντι στην Τυραννία. Είναι ξεκάθαρη θέση του Κήπου πως ο Επικούρειος δεν θα γίνει ποτέ Τύραννος. «Νόμος που δεν εξυπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον δεν είναι δίκαιος νόμος» (Επίκουρος-Κύριες Δόξες). Την προτροπή του Επίκουρου περί αποφυγής ενασχόλησης με την πολιτική, προκειμένου να διαφυλάξει ο σοφός την προσωπική του γαλήνη, θα πρέπει να την δούμε σαν παραίνεση και όχι σαν δογματική θέση, με φόντο την πολιτική κατάσταση των Ελληνιστικών χρόνων, όπου ο αποδυναμωμένος Δήμος είχε χάσει κάθε δυνατότητα να επηρεάσει τις τύχες της Πόλης και ο πολιτικός είτε είχε μετατραπεί σε χειροκροτητή του ηγεμόνα (Στρατοκλής) είτε είχε εξοριστεί από την Πόλη (Δημοχάρης). Ο ίδιος ο Επίκουρος άλλωστε διευκρινίζει: «Όσοι φλέγονται από φιλοτιμία και φιλοδοξία, και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν τη φυσική τους ορμή για πολιτική. Γιατί η απραγμοσύνη θα τους ταράξει περισσότερο και θα τους πληγώνει, όσο δεν τους γίνεται εκείνο που ορέγονται…» (από Θ 245. Επικ. 555)
Οι Επικούρειοι τιμούν τους θεούς – θεσμούς της Πόλης
Συμμετέχουν και χαίρονται περισσότερο απ’ όλους τις γιορτές και τις εκδηλώσεις της, γιατί αυτές δένουν τους ανθρώπους μεταξύ τους και ανεξάρτητα από την περιουσία τους και την κοινωνική τους θέση, τους κάνουν να αισθάνονται μέλη του ίδιου κοινωνικού συνόλου. Η κοινωνικότητα είναι λοιπόν για τους Επικούρειους φυσική ανάγκη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον κοινωνικό του περίγυρο όχι μόνο στον Επικουρισμό αλλά στο σύνολο της Ελληνικής φιλοσοφίας αντίθετα με τις ανατολικές φιλοσοφίες.
Η Επικούρεια φιλία και παρρησία
Η εξωστρέφεια των Επικούρειων επιβεβαιώνεται από τον κεντρική θέση που κατέχει στην φιλοσοφία τους η φιλία. Δεν αρνούνται ότι η επιδίωξη της φιλίας όπως άλλωστε και της δικαιοσύνης, ξεκινά από ωφελιμιστικούς λόγους, καταλήγει όμως από μόνη της αρετή. Γιατί ο Επικούρειος θα επιδιώξει την προσωπική του ασφάλεια και ευδαιμονία μέσω της προαγωγής της ασφάλειας και ευδαιμονίας του συνόλου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια γίνεται κατανοητό, γιατί το αίσθημα της προσφοράς στους άλλους αποτελεί για τους επικούρειους ηδονή και όχι καθήκον. «το εύ ποιείν ήδιόν εστι του εύ πάσχειν» (Το να ευεργετείς είναι ηδονικότερο από το να ευεργετείσαι).
Η ελευθερία του λόγου, η παρρησία των Επικούρειων, είναι βασικό στοιχείο της κοινωνικής τους συμπεριφοράς. Η άσκηση ελεύθερης αλλά καλοπροαίρετης κριτικής, με ευγένεια και νηφαλιότητα, συνδυάζεται πάντα με προσεκτική αποδοχή αντίστοιχης κριτικής από τους άλλους. Αυτό προϋποθέτει ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία χωρίς διαχωρισμούς με βάση το φύλο την περιουσία και την κοινωνική θέση. Αυτό είναι και το μεγάλο πείραμα που γίνεται στον Κήπο μέσα στην καρδιά της καθημαγμένης παρακμάζουσας Αθηναϊκής κοινωνίας των Ελληνιστικών χρόνων.
Με την προώθηση της φιλίας δημιουργούν οι Επικούρειοι ένα στενότερο κοινωνικό κύκλο από ειλικρινείς φίλους, πάντα πρόθυμους να στηρίζουν και να συμπαρίστανται ο ένας στον άλλο, μεταξύ των οποίων η δικαιοσύνη είναι αυτονόητη και δεν χρειάζεται νόμους για να επιβληθεί και σχηματίζουν έτσι ένα πλέγμα προστασίας και ασφάλειας για τον καθένα που συμμετέχει σε αυτόν, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης της κοινωνίας και των θεσμών. Η Φιλία είναι η Ακρόπολη της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας που παραμένει ελεύθερη ακόμα και όταν το Κάστρο της κοινωνίας και των θεσμών έχει αλωθεί όπως συνέβαινε στην εποχή του Επίκουρου στην Ελληνιστική Αθήνα και όπως δυστυχώς κινδυνεύει να συμβεί στην σημερινή Ελλάδα.
Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τον θάνατο.
Γιατί όσο εμείς είμαστε ζωντανοί αυτός δεν υπάρχει και όταν αυτός είναι παρών δεν υπάρχουμε εμείς για να τον αντιληφθούμε. Πέρα από τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε ή να ελπίζουμε. Και ούτε την ανυπαρξία πρέπει να φοβάται κανείς γιατί ανύπαρκτος ήταν και πριν γεννηθεί. Ο θάνατος είναι αυτός που δίνει νόημα στην ζωή και κάνει κάθε στιγμή της πολύτιμη και ανεπανάληπτη. Γι αυτό πρέπει ο άνθρωπος να ζει την κάθε μέρα του σαν να ήταν η τελευταία της ζωής του. Καρπώσου την μέρα όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος. Αυτός που αναβάλλει την χαρά λέει ο Επίκουρος πεθαίνει πνιγμένος στις ασχολίες χωρίς να έχει ζήσει. Και όπως παρατηρεί ο Σενέκας το πολυτιμότερο αγαθό που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στους συνανθρώπους του είναι ο χρόνος του.
Οι Επικούρειοι δεν φοβούνται τους θεούς.
Οι θεοί των Επικούρειων είναι πρότυπα ευδαιμονίας και μακαριότητας για τους ανθρώπους. Δεν είναι φορείς παράλογων ηθικών κανόνων που επιβάλλουν με την αυθεντία τους στους ανθρώπους. Ούτε εξευμενίζονται από κανένα ούτε οργίζονται, ούτε μνησικακούν εναντίον κανενός, ούτε τιμωρούν και εκδικούνται, γιατί όπως λέει ο Δάσκαλος αυτό αντίκειται στην μακαριότητά τους και χαρακτηρίζει κατώτερα όντα. Επομένως οι θεοί δεν παρεμβαίνουν στην πορεία της ζωής των ανθρώπων, αλλά ούτε και αποτελούν αιτία των φυσικών φαινομένων τα οποία υπακούν σε φυσικούς νόμους είτε τους γνωρίζουμε είτε όχι. Οι θεοί είναι φίλοι των ανθρώπων και όχι δυνάστες. Και οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα λόγο να τους φοβούνται, αλλά ούτε και να ελπίζουν τίποτα από αυτούς. Στις δυσκολίες της ζωής ο άνθρωπος πρέπει να στηρίζεται στους συνανθρώπους του και όχι στους αμέτοχους θεούς. Γι αυτό το λόγο ο Διογένης ο Οινοανδέας προτείνει να αποδίδονται γελαστά τα πρόσωπα των θεών στα αγάλματα. Για τους Επικούρειους οι θεοί αντιπροσωπεύουν το πρότυπο της ψυχικής γαλήνης που πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος. Γι αυτό και έχουν όλο το δικαίωμα όπως διακηρύσσει ο Δάσκαλος στον επίλογο της προς Μενοικέα επιστολής του, να ισχυρίζονται ότι ζουν σαν θεοί ανάμεσα σε ανθρώπους
Νίτσε: Είμαστε όλοι ηφαίστεια που περιμένουν την ώρα της έκρηξής τους
Οι εκρήξεις μας.
-Αναρίθμητα πράγματα που ιδιοποιήθηκε σε προγενέστερα στάδια η ανθρωπότητα, αλλά με μορφή τόσο αδύναμη και εμβρυακή που κανένας δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την ιδιοποίηση αυτή, έρχονται ξαφνικά στο φως πολύ αργότερα, ίσως αιώνες αργότερα- στο μεταξύ έχουν γίνει δυνατά κι έχουν ωριμάσει.
Ορισμένες εποχές, όπως και ορισμένοι άνθρωποι, μοιάζουν να μην έχουν καθόλου το τάδε ή το δείνα ταλέντο, την τάδε ή τη δείνα αρετή: περιμένετε όμως τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, αν μπορείτε να περιμένετε τόσο πολύ - θα φέρουν στο φως ό,τι είχαν μέσα τους οι παππούδες τους, ό,τι είχαν μέσα τους δίχως να το ξέρουν ακόμη.
Συχνά, ήδη ο γιος αποκαλύπτει τον πατέρα του: ο πατέρας καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτό του από τη στιγμή που έχει ένα γιο.
Όλοι έχουμε μέσα μας κρυμμένους κήπους και φυτείες· και, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη μεταφορά, είμαστε όλοι ηφαίστεια που περιμένουν την ώρα της έκρηξής τους· κανένας δεν ξέρει όμως πότε, σε λίγο ή σε πολύ, θα γίνει η έκρηξη αυτή -ούτε καν ο καλός Θεός.
Περνώντας το γεφυράκι.
-Στις σχέσεις μας με ανθρώπους που ντρέπονται για τα συναισθήματα τους πρέπει να ξέρουμε να προσποιούμαστε.
Οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν ξαφνικό μίσος για όποιον τους τσακώνει να έχουν ένα τρυφερό, ενθουσιώδες ή υψηλό συναίσθημα, σαν να είχε δει τα μυστικά τους.
Αν θέλετε να τους κάνετε να νιώσουν καλά τέτοιες στιγμές, κάντε τους να γελάσουν ή πείτε μια ψυχρή και δηκτική κακία· τότε το συναίσθημα τους παγώνει και συνέρχονται αμέσως.
Λέω όμως το επιμύθιο πριν πω την ιστορία.
-Κάποτε ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο μέσα στη ζωή που τίποτα δεν φαινόταν να εμποδίζει τη φιλία και την αδελφοσύνη μας, και μόνον ένα μικρό γεφυράκι υπήρχε ανάμεσα μας.
Ακριβώς τη στιγμή που πήγαινες να ανεβείς ο' αυτό σε ρώτησα:
«Θέλεις να περάσεις το γεφυράκι για να με συναντήσεις;» -και τότε έπαψες πια να το θέλεις κι όταν σε ξαναπαρακάλεσα, έμεινες σιωπηλός.
Από τότε βουνά κι ορμητικοί ποταμοί κι ό,τι άλλο χωρίζει και αποξενώνει μπήκαν ανάμεσά μας· κι ακόμη κι όταν το θέλαμε, δεν ήταν μπορετό να συναντηθούμε!
Μα όταν θυμάσαι τώρα εκείνο το μικρό γεφυράκι δεν έχεις πια λόγια -μόνο λυγμούς και απορία.
Friedrich Nietzsche, Η χαρούμενη επιστήμη (1882)
-Αναρίθμητα πράγματα που ιδιοποιήθηκε σε προγενέστερα στάδια η ανθρωπότητα, αλλά με μορφή τόσο αδύναμη και εμβρυακή που κανένας δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την ιδιοποίηση αυτή, έρχονται ξαφνικά στο φως πολύ αργότερα, ίσως αιώνες αργότερα- στο μεταξύ έχουν γίνει δυνατά κι έχουν ωριμάσει.
Ορισμένες εποχές, όπως και ορισμένοι άνθρωποι, μοιάζουν να μην έχουν καθόλου το τάδε ή το δείνα ταλέντο, την τάδε ή τη δείνα αρετή: περιμένετε όμως τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, αν μπορείτε να περιμένετε τόσο πολύ - θα φέρουν στο φως ό,τι είχαν μέσα τους οι παππούδες τους, ό,τι είχαν μέσα τους δίχως να το ξέρουν ακόμη.
Συχνά, ήδη ο γιος αποκαλύπτει τον πατέρα του: ο πατέρας καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτό του από τη στιγμή που έχει ένα γιο.
Όλοι έχουμε μέσα μας κρυμμένους κήπους και φυτείες· και, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη μεταφορά, είμαστε όλοι ηφαίστεια που περιμένουν την ώρα της έκρηξής τους· κανένας δεν ξέρει όμως πότε, σε λίγο ή σε πολύ, θα γίνει η έκρηξη αυτή -ούτε καν ο καλός Θεός.
Περνώντας το γεφυράκι.
-Στις σχέσεις μας με ανθρώπους που ντρέπονται για τα συναισθήματα τους πρέπει να ξέρουμε να προσποιούμαστε.
Οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν ξαφνικό μίσος για όποιον τους τσακώνει να έχουν ένα τρυφερό, ενθουσιώδες ή υψηλό συναίσθημα, σαν να είχε δει τα μυστικά τους.
Αν θέλετε να τους κάνετε να νιώσουν καλά τέτοιες στιγμές, κάντε τους να γελάσουν ή πείτε μια ψυχρή και δηκτική κακία· τότε το συναίσθημα τους παγώνει και συνέρχονται αμέσως.
Λέω όμως το επιμύθιο πριν πω την ιστορία.
-Κάποτε ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο μέσα στη ζωή που τίποτα δεν φαινόταν να εμποδίζει τη φιλία και την αδελφοσύνη μας, και μόνον ένα μικρό γεφυράκι υπήρχε ανάμεσα μας.
Ακριβώς τη στιγμή που πήγαινες να ανεβείς ο' αυτό σε ρώτησα:
«Θέλεις να περάσεις το γεφυράκι για να με συναντήσεις;» -και τότε έπαψες πια να το θέλεις κι όταν σε ξαναπαρακάλεσα, έμεινες σιωπηλός.
Από τότε βουνά κι ορμητικοί ποταμοί κι ό,τι άλλο χωρίζει και αποξενώνει μπήκαν ανάμεσά μας· κι ακόμη κι όταν το θέλαμε, δεν ήταν μπορετό να συναντηθούμε!
Μα όταν θυμάσαι τώρα εκείνο το μικρό γεφυράκι δεν έχεις πια λόγια -μόνο λυγμούς και απορία.
Friedrich Nietzsche, Η χαρούμενη επιστήμη (1882)
Ο Εμφύλιος Καντακουζηνού – Παλαιολόγων 1341-1347
Το 1341, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος πεθαίνει, και το θρόνο καλείται να αναλάβει ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Ε΄.
Εξαιτίας όμως της ηλικίας του (εννέα χρόνων τότε), ο έμπιστος συνεργάτης τού Ανδρόνικου, μέγας δομέστικος Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, άνθρωπος φιλόδοξος, ικανός στρατηγός και προασπιστής των συμφερόντων της αυτοκρατορίας, ανέλαβε την πρωτοβουλία να τεθεί επικεφαλής της διοίκησης του κράτους και της εποπτείας του Ιωάννη Ε΄.
Η στάση του όμως αυτή δυσαρέστησε τη ματαιόδοξη βασιλομήτορα Άννα της Σαβοΐας, η οποία -φοβούμενη ότι θα υποβαθμιστεί η θέση του γιου της- μαζί με τον μεγαδούκα Αλέξιο Απόκαυκο και τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα -δολοπλόκοι και σφετεριστές του θρόνου αμφότεροι- επωφελούμενοι από την απουσία του Ιωάννη ΣΤ΄ από την Κωνσταντινούπολη, όταν βρισκόταν στη Θράκη για στρατιωτικές επιχειρήσεις, δήμευσαν την περιουσία του, φυλάκισαν πολλούς φίλους του και τον ανακήρυξαν δημόσιο κίνδυνο, ενώ οι οπαδοί του κατηγορήθηκαν για «καντακουζηνισμό» – όρος υποτιμητικός, τον οποίο απέδωσε ο Αλέξιος Απόκαυκος σε εκείνους που υπερασπίζονταν τον Καντακουζηνό.
Ο Απόκαυκος μάλιστα έφτασε σε σημείο να φυλακίσει τη μητέρα του Καντακουζηνού, Θεοδώρα, η οποία υπέστη τρομακτικά βασανιστήρια από τους φρουρούς της. Από τα πιο ανώδυνα είναι ότι την πρόσβαλλαν, της μαγάριζαν το φαγητό, ενώ δεν της επέτρεπαν να ανάψει φωτιά για να ζεσταθεί. Επιπλέον, της ασκούσαν ψυχολογική βία λέγοντάς της πότε ότι ο γιος της συνελήφθη και πότε ότι πέθανε.
Στις 6 Ιανουαρίου 1342, η Θεοδώρα Καντακουζηνή πέθανε στη φυλακή μη γνωρίζοντας ούτε πού βρίσκεται ο γιος της ούτε αν εκείνος ήξερε για την τύχη της. Αμέσως μετά, ο Ιωάννης ΣΤ΄ αυτοαναγορεύθηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο στις 26 Οκτωβρίου 1341, όπου οι αξιωματικοί του λατινικού Στρατού τον έχρισαν ιππότη του Δυτικού Τάγματος Ιπποτών.
Ο Ιωάννης, ωστόσο, φρόντισε στη σεμνή τελετή της στέψης του να παρουσιάζεται ως συμβασιλέας, μη θέλοντας να θίξει τον νόμιμο κληρονόμο του θρόνου. Με αυτό τον τρόπο όμως κήρυξε και επίσημα την έναρξη του νέου εμφυλίου πολέμου στους κόλπους της αυτοκρατορίας.
A΄ Φάση Πολέμου – Αναταραχές στη Θεσσαλονίκη
Ο εμφύλιος αυτός προκάλεσε βαθμιαία εξασθένηση του βυζαντινού κράτους -με την επέμβαση ξένων δυνάμεων- κοινωνικές συγκρούσεις και διχαστικές θρησκευτικές διαμάχες.
Στο πλαίσιο της ήδη καταπονημένης αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκαν δύο αντίπαλες παρατάξεις, οι οποίες δίχασαν το λαό και τον ώθησαν σε εσωτερικές συγκρούσεις.
Έτσι, έχασε τη συναίσθηση των εξωτερικών κινδύνων. Από τη μία πλευρά, ο Καντακουζηνός προασπιζόταν τα συμφέροντα της αριστοκρατίας, και από την άλλη, η «αυλή» της βασιλομήτορος προσπαθούσε να προσυλητίσει τον φτωχό λαό.
Εξ αφορμής της εμφύλιας διαμάχης που μαινόταν στην Πόλη, το 1342, στη Θεσσαλονίκη, μια ομάδα ανθρώπων που μάχονταν υπέρ των αδυνάτων και του καταπιεσμένου λαού, οι ζηλωτές, εναντιώθηκαν στον διοικητή της, Θεόδωρο Συναδηνό, ο οποίος -αντίθετα με άλλους διοικητές πόλεων- τάχθηκε με το μέρος του Καντακουζηνού, προτείνοντάς του μάλιστα να του παραδώσει και την πόλη.
Οι ζηλωτές, πέραν των θρησκευτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, απαιτούσαν και ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης. Έτσι, βρήκαν την ευκαιρία να στραφούν εναντίον της αριστοκρατίας.
Στην άλλη πλευρά της αυτοκρατορίας, ο Καντακουζηνός είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του τους ευγενείς, ενώ η «αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης» -όπως ονομάστηκε η συμμαχία της Άννας της Σαβοΐας- προσπαθούσε ολοένα και περισσότερο να στρέψει τα λαϊκά στρώματα εναντίον της άρχουσας τάξης.
Αρχικά, η Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια των αυτοκρατορικών στρατευμάτων της Κωνσταντινούπολης, προσπαθούσε να ενισχύσει την άμυνά της εναντίον του Καντακουζηνού και του Στρατού του, που εποφθαλμιούσαν την περιοχή (σ.σ.: Ο Καντακουζηνός γνώριζε πως αν καταλάμβανε τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, τότε η θέση του στην εξουσία θα παγιωνόταν οριστικά).
Έτσι, ο Καντακουζηνός αναζητούσε συμμάχους που θα τον βοηθούσαν να σταθεροποιήσει τη θέση του στην αυτοκρατορία αλλά και να αντεπιτεθεί στις συνωμοσίες του στέμματος.
Το καλοκαίρι του 1343, με τη βοήθεια του εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ (!), ο οποίος κατέπλευσε από τη Μικρά Ασία προς τη Θεσσαλονίκη με στόλο 60 πλοίων και δύναμη 6.000 ανδρών, ο Καντακουζηνός προσπάθησε να επιβληθεί στην πόλη. Ήλπιζε πως οι οπαδοί του -οι ευγενείς- θα προσέτρεχαν σε βοήθεια, καθιστώντας έτσι την πόλη πολιορκούμενη και εξωτερικά και εσωτερικά.
Οι ζηλωτές, όμως, οργάνωσαν ένοπλες ομάδες περιφρούρησης με σκοπό να αποτρέψουν το ενδεχόμενο συνωμοσίας που θα έδινε στον Καντακουζηνό την ευκαιρία να εισέλθει στην πόλη. Και αυτή η προσπάθεια του Καντακουζηνού συμπεριλήφθηκε στις αποτυχίες του, παρά τη σημαντική βοήθεια του Τούρκου συμμάχου του.
Η αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη, αντιλαμβανόμενη τις προθέσεις του Καντακουζηνού, αποφάσισε να επέμβει. Έτσι, απέστειλε τον Αλέξιο Απόκαυκο, με συνοδεία 70 πλοίων, στη Θεσσαλονίκη, και διόρισε διοικητή της τον γιο του, Ιωάννη. Ηγέτης των ζηλωτών ορίστηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος θα διατελούσε, ύστερα από εντολή της Κωνσταντινούπολης, συνδιοικητής του Ιωάννη Απόκαυκου.
Την άνοιξη του 1345, ωστόσο, ο Ιωάννης -ο οποίος είχε καταφέρει να συσπειρώσει και την αριστοκρατία υπέρ του, αλλά και γιατί δυσανασχετούσε από την ισχυρή παρέμβαση του Μιχαήλ στα τεκταινόμενα της πόλης- αφού τον παραπλάνησε προβάλλοντας ως πρόσχημα την ανάγκη συνεύρεσής τους, τον δολοφόνησε.
Ο λαός, παραδόξως, δεν αντέδρασε στη δολοφονία του ηγέτη του, κι έτσι ο Απόκαυκος με το πεδίο ελεύθερο στράφηκε κατά των ζηλωτών και ανέλαβε τα ηνία της Θεσσαλονίκης. Αργότερα, όμως, αντιλαμβανόμενος ότι ο πατέρας του σχεδίαζε λανθασμένες πολιτικές κινήσεις και επομένως η θέση του θα διακυβευόταν, συμμάχησε με τον Ιωάννη Καντακουζηνό, σχεδιάζοντας την παράδοση της πόλης σε αυτόν.
Οι ζηλωτές, όμως, με τον νέο τους ηγέτη, Ανδρέα Παλαιολόγο, επικεφαλής της αντιεξουσιαστικής ομάδας των «παραθαλάσσιων», την οποία αποτελούσαν άτομα χαμηλής κοινωνικής προέλευσης που εργάζονταν στο λιμάνι, ανασυγκροτηθήκαν και καλούσαν τον λαό σε εξέγερση εναντίον της αριστοκρατίας.
Η φρουρά της Θεσσαλονίκης αρνήθηκε να στραφεί εναντίον συμπατριωτών της, και το οργισμένο πλήθος, αφού έβαλε φωτιά στις πύλες, εισέβαλε στην ακρόπολη. Ο Ιωάννης Απόκαυκος και περίπου 100 υποστηρικτές του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Την επόμενη ημέρα, διαδόθηκε η φήμη ότι οι φυλακισμένοι είχαν αποδράσει και είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους την ακρόπολη.
Ο λαός, εξοργισμένος, πήρε τα όπλα και άρχισε να κατευθύνεται εκεί με άγριες διαθέσεις. Όταν αντίκρισαν τους αιχμαλώτους επάνω στα τείχη, γυμνούς, βασανισμένους και ταλαιπωρημένους, δεν δίστασαν να επιτεθούν με ακόμα μεγαλύτερο μένος. Ο Απόκαυκος βρέθηκε πρώτος γκρεμισμένος ανάμεσα στο εξεγερμένο πλήθος που διψούσε για το αίμα των πλουσίων.
Τους έκοβαν τα κεφάλια και ακρωτηρίαζαν τα σώματά τους. Αφού ολοκλήρωσαν τη διαπόμπευση των αιχμαλώτων, κινήθηκαν προς την πόλη όπου συνέχισαν τις αποτροπιαστικές ενέργειές τους με φόνους και λεηλασίες των περιουσιών της αριστοκρατίας.
Οι ζηλωτές, παρά τον φαινομενικό ριζοσπαστικό χαρακτήρα της οργάνωσής τους, προέβησαν σε ακρότητες που κόστισαν τόσο σε αυτούς όσο και στους υποστηρικτές τους. Κατείχαν τη διοίκηση της πόλης έως το 1347, οπότε ο Καντακουζηνός εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη και τους εκδίωξε, άλλους φυλακίζοντάς τους και σε άλλους επιβάλλοντας την ποινή της απέλασης.
Το κίνημα των ζηλωτών ήταν μία από τις συνέπειες του τραγικού εμφυλίου πολέμου του Βυζαντίου και έδωσε νέα τροφή στις αντιπαραθέσεις, αυξάνοντας την κυριαρχία του Καντακουζηνού.
Ο Καντακουζηνός εκφοβίζει τους Βούλγαρους
Στη διάρκεια του εμφυλίου, οι αντίπαλες παρατάξεις αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με διάφορους εχθρούς του Βυζαντίου προκειμένου να επιβληθεί η μία στην άλλη.
Το 1341, στη Βουλγαρία, εκδηλώθηκε επανάσταση στο παλάτι. Οι Βούλγαροι επιθυμούσαν την καθαίρεση του σκληρού τσάρου τους και διεκδικούσαν διάφορα προνόμια.
Ο τσάρος Μιχαήλ Σισμάν, για να αποφύγει τη διαπόμπευση, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει άσυλο. Ο νέος τσάρος, όμως, Ιωάννης Αλέξανδρος απαιτούσε την έκδοσή του. Το Βυζάντιο βρισκόταν προ των πυλών νέων κινδύνων…
Την εποχή εκείνη, ο Στρατός των Βυζαντινών ήταν αποδυναμωμένος και λόγω των εσωτερικών ερίδων αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης χρημάτων σε ένα Βυζάντιο που συνεχώς παρήκμαζε και συρρικνωνόταν. Το ηθικό και η πειθαρχία των στρατιωτών βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα καθώς είχαν μείνει απλήρωτοι για πολύ καιρό (Να θυμίσουμε ότι ο βυζαντινός Στρατός κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους, κυρίως Τούρκους, Λατίνους και Γερμανούς).
Ο Καντακουζηνός βρισκόταν αντιμέτωπος με την εξαθλίωση του στρατεύματός του και την απροθυμία του να υπερασπιστεί την Πόλη σε περίπτωση που οι Βούλγαροι θα εφορμούσαν. Στο πρόβλημά του, ωστόσο, απάντηση ήρθε να δώσει ένας πλούσιος πολίτης, ο οποίος, θέλοντας να εξαγνιστεί από τις αμαρτίες του, ήταν διετειθεμένος να δωρίσει την περιουσία του σε κάποιο μοναστήρι.
Μια περιουσία διόλου ευκαταφρόνητη, αφού ανερχόταν σε 100.000 χρυσά νομίσματα, με 40.000 επιπλέον σε κινητή περιουσία. Ύστερα από προτροπή του Καντακουζηνού πείστηκε να μοιράσει τα χρήματά του στους στρατιώτες, βοηθώντας έτσι την Πόλη να εξέλθει από το οικονομικό αδιέξοδο.
Ο Στρατός κατενθουσιάστηκε εν όψει του λαμβάνειν των οφειλομένων του και δέχτηκε να πολεμήσει τους εχθρούς του Καντακουζηνού. Έτσι, οι στρατιώτες ετοίμασαν τα όπλα και τα άλογά τους για μάχη.
Τον Ιούλιο του 1341, ο Καντακουζηνός αποφάσισε να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του έναντι των Βουλγάρων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ζητούν την έκδοση του πρώην ηγέτη τους. Συγκέντρωσε το Στρατό του στο Διδυμότειχο και ήταν έτοιμος για μάχη. Το βυζαντινό ιππικό είχε παραταχθεί ανάμεσα στον Ερυθροπόταμο και στον Έβρο, περιμένοντας το βουλγαρικό να επιτεθεί.
Παράλληλα, ο Καντακουζηνός είχε αφήσει μια στρατιά πίσω στο κάστρο, οχυρώνοντάς το έτσι ώστε κανείς εχθρός να μην μπορεί να προσβάλλει την οχυρωματική του περίπολο. Ταυτόχρονα, είχε ζητήσει από τον φίλο του Τούρκο εμίρη του Αϊδινίου, Ομούρ, βοήθεια. Ο τελευταίος είχε διασχίσει τη Θράκη με σημαντική στρατιωτική δύναμη και κατευθυνόταν προς το Διδυμότειχο.
Όταν ο Αλέξανδρος αντίκρισε τα βυζαντινά στρατεύματα, αντιλήφθηκε ότι μια επέμβαση θα ήταν καταστροφική. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να αποσύρει το Στρατό του και να ανανεώσει τη συνθήκη του με τον Καντακουζηνό. Οι Τούρκοι όμως είχαν ήδη φτάσει με μεγάλο στόλο στο στόμιο του Δούναβη, και αυτό τρομοκράτησε ακόμα περισσότερο τους Βούλγαρους.
Μπορεί η απειλητική παρουσία του Στρατού των Βυζαντινών να εμπόδισε προσωρινά την εισβολή των Βουλγάρων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, οδήγησε όμως και στη σύναψη και άλλων συμμαχιών αρκετά επισφαλών – όπως αποδείχτηκε.
Οι «φίλοι»: Στέφανος Ντουσάν της Σερβίας και Ομούρ του Αϊδινίου
Ενώ στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας η αντιβασιλεία προσπαθούσε με δόλιους τρόπους να σφετεριστεί τον θρόνο, ο Καντακουζηνός βρισκόταν αποκομμένος στο Διδυμότειχο. Είχε πληροφορηθεί ότι στην Πόλη ο Αλέξιος Απόκαυκος σχεδίαζε πραξικόπημα εναντίον του – σχεδίαζε να απαγάγει τον μικρό Ιωάννη και να τον κρατήσει όμηρο ώσπου η αυτοκράτειρα Άννα να τον διορίσει υπεύθυνο υποθέσεων στην Κωνσταντινούπολη.
Γνώριζε ακόμα ότι και η βασιλομήτωρ προσπαθούσε να δελεάσει του «συμμάχους» του ώστε να της παραχωρήσουν Στρατό.
Στα μέσα του 1342, ο Καντακουζηνός αποφάσισε πως έπρεπε να αναζητήσει τη βοήθεια του Σέρβου «φίλου» του Στέφανου Ντουσάν για να υπερασπιστεί τη θέση του στην αυτοκρατορία. Έτσι, αφού έστειλε αγγελιαφόρους να προετοιμάσουν το έδαφος, άρχισε να προελαύνει βόρεια, πέρα από τον ποταμό Βαρδάρη, με κατεύθυνση τα Σκόπια και με τη συνοδεία 2.000 ανδρών.
Στη συνάντηση που είχε με τον κράλη της Σερβίας, συζητήθηκε το ενδεχόμενο της σύναψης ενός συμφώνου συνεργασίας, για το οποίο όμως ο Ντουσάν ζήτησε από τον Καντακουζηνό, ως ανταπόδοση, ένα μεγάλο τμήμα της βυζαντινής Μακεδονίας. Το τίμημα ήταν μεγαλύτερο από αυτό που μπορούσε να ικανοποιήσει ο αυτοκράτορας, αλλά σημασία είχε ότι ο Ντουσάν τού είχε υποσχεθεί ότι θα τον βοηθήσει στον αγώνα του ενάντια στους κοινούς εχθρούς της Κωνσταντινούπολης.
Με τη συνδρομή σημαντικής σερβικής στρατιωτικής δύναμης -ο Ντουσάν τού είχε παραχωρήσει 20 από τους πιο έμπειρους στρατηγούς του- ο Καντακουζηνός ξεκίνησε για την επιστροφή του στο Διδυμότειχο. Στα μέσα της διαδρομής, προσπάθησε να πολιορκήσει τις Σέρρες -οι οποίες πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση διότι ήταν ταγμένες με το μέρος του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου- όμως, το μεγαλύτερο μέρος του Στρατού αρρώστησε από επιδημία και στασίασε. Οι Σέρβοι μισθοφόροι που τον συνόδευαν επέστρεψαν στην πατρίδα τους με εναπομείναντες μόνο 500 στο πλευρό του Καντακουζηνού.
Ο Καντακουζηνός, μην μπορώντας να συνεχίσει, επέστρεψε αποκαρδιωμένος στη Σερβία. Παράλληλα, η αυτοκράτειρα Άννα προσπάθησε δύο φορές να δωροδοκήσει τον Ντουσάν για να της παραδώσει τον Καντακουζηνό ως αιχμάλωτο. Ο Ντουσάν όμως έμενε προσωρινά στο πλευρό στου παλιού του φίλου.
Στα τέλη του 1342, ο Καντακουζηνός αποφάσισε να επιστρέψει στο Διδυμότειχο. Ο Σέρβος οικοδεσπότης τον συνόδευσε μέχρι τις Σέρρες. Τα σερβικά στρατεύματα, όμως, άρχισαν πάλι να λιποψυχούν και να λιποτακτούν. Δεν ήξεραν πού βρίσκονταν και φοβούνταν ότι κατευθύνονταν όχι προς τη Θράκη αλλά προς την Παρθία ή την Ινδία. Για ακόμα μία φορά ο δρόμος προς τη βάση του ήταν γεμάτος προβλήματα και έπρεπε να γυρίσει στη Σερβία.
Καθώς περνούσε ο καιρός και ο Καντακουζηνός δεν εμφανιζόταν στο Διδυμότειχο, ο γυναίκα του Ειρήνη, την οποία είχε ο ίδιος αφήσει ως επιτηρήτρια στο κάστρο, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Βούλγαρου Ιωάννη Αλέξανδρου.
Εκείνος χάρηκε ιδιαίτερα κυρίως γιατί θα του δινόταν η ευκαιρία να ανταποδώσει στον Καντακουζηνό τον εξευτελισμό που είχε υποστεί λίγο νωρίτερα.
Έτσι, κατέφτασε με το Στρατό του στο Διδυμότειχο όπου η παρουσία του και μόνο ήταν αρκετή για να προκαλέσει τρόμο. Άρχισε να λεηλατεί τις γύρω περιοχές και απέκλεισε την πόλη εμποδίζοντας τους κατοίκους να βγουν έξω για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα. Αναμφισβήτητα ήταν μια λάθος κίνηση της συζύγου του Καντακουζηνού.
Όταν ο Καντακουζηνός ενημερώθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στο Διδυμότειχο, ξαναστράφηκε για βοήθεια στον παλιό του φίλο εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ. Εκείνος, ξεκίνησε για τη Θράκη με μία δύναμη 380 πλοίων και 29.000 ανδρών. Έπλευσε έως τις εκβολές του ποταμού Μαρίτσα και οδήγησε το Στρατό του μέχρι το Διδυμότειχο, όπου για ακόμα μία φορά εκδίωξε τους Βούλγαρους από την περιοχή.
Και οι Τούρκοι όμως δεν άφησαν απείραχτη την ύπαιθρο. Γνωστοί για τις αποτρόπαιες πράξεις τους, ρήμαξαν κυριολεκτικά τα παράλια. Από καιρό ήλπιζαν να μπορέσουν να καταλάβουν μέρη της αυτοκρατορίας για να μπορέσουν να προσεγγίσουν την πρωτεύουσα. Αργότερα, ο Ομούρ, αφήνοντας πίσω του περίπου 10.000 στρατιώτες, ξεκίνησε για να συναντήσει τον Καντακουζηνό.
Δεν πρόλαβε όμως, καθώς αντιμετώπισε έναν δριμύ χειμώνα κατά τη διάρκεια του οποίου εκατοντάδες Τούρκοι πέθαναν από κρυοπαγήματα και ασιτία. Ο Ομούρ υποχώρησε, φορτώνοντας στα πλοία του τους επιζώντες, διέσχισε τον Ελλήσποντο και επέστρεψε στη χώρα του.
Τα επόμενα χρόνια, η κατάσταση στην αυτοκρατορία θα ήταν αμφίρροπη. Από τη μια ο Καντακουζηνός προσπαθούσε να αποδείξει ότι ενδιαφέρεται για τη σύναψη ειρήνης με την αντιβασιλεία και από την άλλη, ο Απόκαυκος και η βασιλομήτωρ προσπαθούσαν να προσεταιριστούν όσους ξένους μπορούσαν, για να εκθρονίσουν τον Καντακουζηνό.
Στις αρχές του 1345 και ενώ ο Καντακουζηνός είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του σχεδόν όλη τη Θράκη, ζήτησε και πάλι βοήθεια από τους Τούρκους. Έτσι, μία στρατιά Τούρκων μισθοφόρων, απεσταλμένων του Ορχάν της Βιθυνίας, κατέφτασε στη Θράκη.
Η Άννα της Σαβοΐας, ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση του Ντουσάν, στράφηκε και προς τους Τούρκους – εκείνοι όμως προτίμησαν να υποστηρίξουν τον Καντακουζηνό διότι ήξεραν πως αργά ή γρήγορα εκείνη θα λυμαινόταν τα εδάφη που αυτός θα κατακτούσε προς όφελος της αυτοκρατορίας.
Ενώ ο Καντακουζηνός εξακολουθούσε να στέλνει στην πρωτεύουσα μηνύματα ειρήνευσης, η αυτοκράτειρα και η κλίκα της αρνούνταν πεισματικά να συμφωνήσουν. Την άνοιξη του 1345 ήρθε να συνδράμει τον Καντακουζηνό και ο έταιρος Τούρκος σύμμαχος Ομούρ, με 20.000 ιππείς. Οι άντρες του λεηλατούσαν τα βουλγαρικά εδάφη και σκορπούσαν τον τρόμο στους ταλαιπωρημένους από τον εμφύλιο πόλεμο κατοίκους, οι οποίοι έβλεπαν συχνά τη γη τους να σπαράζει από τα μισθοφορικά στρατεύματα.
Εκείνο τον καιρό έφταναν στο στρατόπεδο του Ιωάννη αναφορές που έλεγαν ότι ο Στέφανος Ντουσάν εξαπέλυε επιθέσεις κατά της πόλης των Σερρών, ενός προπύργιου που ο ίδιος ο Ιωάννης είχε προσπαθήσει δύο φορές να πολιορκήσει. Ξεκίνησε λοιπόν για να αναχαιτίσει τον Ντουσάν, όταν έφτασαν νέα από την Πόλη ότι ο Απόκαυκος είχε δολοφονηθεί. Έπειτα από προτροπή του Ομούρ, ο Ιωάννης ανέκοψε την προέλασή του προς τις Σέρρες και εξεστράτευσε προς την Κωνσταντινούπολη.
Ήταν ένα μοιραίο λάθος του, διότι ο κράλης της Σερβίας θα αποδείκνυε πως φιλίες ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα δεν υφίστανται… Εκμεταλλευόμενος τις εμφύλιες διαμάχες στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και την αποχή του Ιωάννη από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, βρήκε το έδαφος πρόσφορο ώστε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του για το σφετερισμό των βυζαντινών εδαφών.
Ήδη από το 1342, άρχισε η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Σέρβους. Το 1343, ο Σέρβος ηγεμόνας είχε καταλάβει την Καστοριά, το Lerin και ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Αλβανίας εκτός από το Δυρράχιο. Πρόθεσή του ήταν να αντικαταστήσει τη βυζαντινή με μια σερβοελληνική αυτοκρατορία.
Όταν το 1345 έφτασε με το Στρατό του έξω από την πόλη των Σερρών (σ.σ.: ο Ντουσάν είχε και παλαιότερα προσπαθήσει να πολιορκήσει την πόλη των Σερρών αλλά απέτυχε λόγω επιδημίας «η οποία προήλθεν από την βουλιμίαν και την άκρατον πολυφαγίαν, και η οποία κυριολεκτικώς εσάρωσε τα σερβικά στραυτεύματα», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Καντακουζηνός στα απομνημονεύματά του), οι στρατιώτες του λεηλάτησαν τις γύρω περιοχές, παίρνοντας λάφυρα και δολοφονώντας όποιον τους έφερνε αντίρρηση.
Η πόλη των Σερρών, εξαιρετικά οχυρωμένη καθώς ήταν, προέβαλλε σθεναρή αντίσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά στο τέλος, αποκλεισμένη και χωρίς βοήθεια ούτε από τον Καντακουζηνό αλλά ούτε και από τον Παλαιολόγο που τόσο του είχε σταθεί (σ.σ.: είναι χαρακτηριστικό το πόσο προσηλωμένοι ήταν οι Σερραίοι στον Παλαιολόγο – αναφέρεται ότι στις προσπάθειες του Καντακουζηνού να τους προσεταιριστεί, αντιδρούσαν με τόση βία, που κάποια φορά κατέσφαξαν τον πρεσβευτή του και τον τεμάχισαν σε τέσσερα κομμάτια τα οποία και κρέμασαν στους πύργους της πόλης!), υπέκυψε και παραδόθηκε στην αμείλικτη επίθεση του Σέρβου ηγεμόνα.
Το Νοέμβριο του 1345, ο κράλης της Σερβίας αυτοανακηρύχθηκε «βασιλεύς των Ρωμαίων» και το Πάσχα του 1346 στέφθηκε πανηγυρικά στα Σκόπια «αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας». Αργότερα, το 1346, ο Ντουσάν έστειλε στη Θεσσαλία τον στρατηγό του Θωμά Πρελούμπιο να καταλάβει ολόκληρη τη χώρα, και εκείνος χωρίς δυσκολία κυρίευσε όλα τα θεσσαλικά φρούρια μέχρι τον Πτελεό.
Στο τέλος του 1348, η σερβική κυριαρχία στη Θεσσαλία ήταν απόλυτη, και ο Ντουσάν έλαβε τον τίτλο του κόμη της Βλαχίας και Μεγαλοβλαχίας. Αργότερα, προσπάθησε να καταλάβει και τη Θεσσαλονίκη αλλά ο Καντακουζηνός εξεστράτευσε εναντίον του.
Όμως, αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη με την οποία αναγνωριζόταν η Θεσσαλία ως κυριαρχία του Ντουσάν. Διοικητής της Θεσσαλίας ορίστηκε ο αδερφός του Ντουσάν, Συμεών Ούρεσιν, ο οποίος κατέστησε πρωτεύουσα τα Τρίκαλα. Το τέλος της «φιλίας» του Καντακουζηνού με τον Στέφανο Ντουσάν ήταν πια μια πραγματικότητα.
Ο Καντακουζηνός, πλησιάζοντας προς την Κωνσταντινούπολη, πληροφορήθηκε ότι η τάξη είχε αποκατασταθεί και ότι η παρουσία του εκεί θα ήταν πλέον περιττή. Έσπευσε λοιπόν να πείσει τους συμμάχους του Τούρκους να κατευθυνθούν προς τις Σέρρες. Στην πορεία, όμως, ο Σουλεϊμάν -γιος του Σαρουχάν, εμίρη της Λυδίας- που ηγούνταν του Στρατού, αρρώστησε και πέθανε. Οι άντρες του κατηγόρησαν τον Ομούρ για το θάνατό του, με αποτέλεσμα ο Ομούρ να επιστρέψει στη Σμύρνη παίρνοντας και όλο το Στρατό του και αφήνοντας τον Καντακουζηνό χωρίς συμμάχους. Τότε ο Καντακουζηνός αποφάσισε να γυρίσει στο Διδυμότειχο.
Απομονωμένος καθώς ήταν, ο Καντακουζηνός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αντισταθμίσει τις αποτυχίες του. Αποφάσισε λοιπόν να προβεί σε μια ακόμα λανθασμένη απόφαση. Όταν απεσταλμένοι του Ορχάν ήρθαν να τον βρουν για να του ζητήσουν το χέρι της κόρης του, Θεοδώρας, εκείνος δεν δίστασε να συγκατατεθεί σε αυτό το γάμο, και αυτό γιατί γνώριζε πως από καιρό η Άννα στην Κωνσταντινούπολη προσπαθούσε να δωροδοκήσει τον Ορχάν και να τον πείσει να της διαθέσει Στρατό.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1346, ο Ιωάννης ζήτησε από τον Ορχάν να στείλει Στρατό με ανάλογη συνοδεία στη Σηλυβρία για να πάρει την αρραβωνιαστικιά του. Αμέσως κατέφτασαν 30 τουρκικά πλοία που μετέφεραν ένα σύνταγμα ιππικού και πολλούς από τους ευγενείς του Ορχάν.
Δεν υπολόγισε, όμως, ο Ιωάννης ότι με αυτόν το γάμο έφερνε ακόμα πιο κοντά τον τουρκικό κίνδυνο. Από την ώρα εκείνη οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιδρομή τους στη βυζαντινή αυτοκρατορία καταλαμβάνοντας συνεχώς εδάφη της και σταθεροποιώντας την παρουσία τους στη βαλκανική χερσόνησο.
Οι έταιροι «φίλοι» Γενουάτες
Κατάληψη της Χίου
Στην άλλη πλευρά της αυτοκρατορίας και ενώ συμβασιλείς και αντιβασιλείς βρίσκονταν απασχολημένοι με τις εμφύλιες διαμάχες για την απόκτηση του στέμματος, οι Γενουάτες -με τους οποίους οι Βυζαντινοί είχαν καλές σχέσεις λόγω των εμπορικών τους δραστηριοτήτων στο Βόσπορο και στη θάλασσα του Μαρμαρά- επωφελούμενοι της κατάστασης θέλησαν να κινηθούν προς το νησί της Χίου το οποίο αποτελούσε σημαντικό συγκοινωνιακό και εμπορικό κόμβο.
Έτσι, το 1346, η Δημοκρατία της Γένοβας, δανειζόμενη χρήματα από ιδιώτες εφοπλιστές, εξόπλισε Στρατό υπό τον Σίμωνα Βιγνώζο με σκοπό να καταλάβει τη Χίο. Ο Βιγνώζος, φτάνοντας στη Χίο, πρότεινε στην ελληνική φρουρά να αποβιβάζει το Στρατό του δήθεν για να την προστατεύσει αλλά οι Χιώτες υπό τον Ιωάννη Ζιβό αρνήθηκαν.
Τότε, οι Γενουάτες επιτέθηκαν από την ξηρά με ένα σώμα των οπλιτών τους να εισχωρεί προς το κέντρο της πόλης. Επίσης, αποβιβάστηκαν στο ακρωτήριο της Μαστίχας και κατέλαβαν έξι οχυρώσεις. Ο Ζιβός και η φρουρά του είχαν αποσυρθεί στο εσωτερικό του κάστρου της πόλης περιμένοντας την επίθεση των εχθρών.
Η είσοδος του λιμανιού είχε απομονωθεί με αλυσίδα κατά μήκος της και οι Γενουάτες είχαν κατασκευάσει έναν περιβάλλοντα τοίχο πολύ υψηλότερο από τα οχυρωματικά έργα και τις επάλξεις.
Έτσι, ο Ζιβός και οι υπερασπιστές του ήταν αποκομμένοι και διά ξηράς και διά θαλάσσης. Μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου του 1346, η φρουρά είχε υποκύψει στην πείνα και υποχρεώθηκε να υπογράψει συμφωνία ανακωχής με τους Γενουάτες.
Επίθεση στην Πόλη
Όταν το 1348 ο Καντακουζηνός εδραιωνόταν στην αυτοκρατορία και αποκτούσε όλο και περισσοτέρους πιστούς φίλους, επέβαλε φόρους που του εξασφάλισαν χρήματα για τη δημιουργία ενός ναυτικού στόλου ο οποίος θα αντικαθιστούσε τον ήδη ταλαιπωρημένο και καταπονημένο από τις συνεχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έδωσε λοιπόν εντολή όλα τα ναυπηγεία του Κεράτιου Κόλπου να αρχίσουν να δουλεύουν εντατικά για τη δημιουργία του στόλου. Την εργασία αυτή ο Ιωάννης την ανέθεσε στον πρωτομάστορα Φωκεωλάτο.
Οι Γενουάτες όμως, ανήσυχοι για την τύχη της εμπορικής τους δραστηριότητας, αναζητούσαν πρόφαση για να εμποδίσουν την κατασκευή του στόλου. Στις 15 Αυγούστου 1348 εξόπλισαν οκτώ γαλέρες και άλλα μικρότερα πλοία και εξαπέλυσαν επίθεση στην παραλία της Κωνσταντινούπολης, όπου υπήρχαν ξύλα για τη ναυπήγηση πλοίων, και έβαλαν φωτιά.
Κάηκαν όλα τα πλοία εκτός από τρία. Κήρυξαν αποκλεισμό της περιοχής και εμπόδιζαν τα βυζαντινά και ενετικά πλοία να πλησιάζουν την Πόλη από τον Βόσπορο, επιβάλλοντάς τους υψηλά διόδια, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί έλλειψη τροφίμων στην πόλη. Τοποθέτησαν ακόμα μια μεγάλη λιθοβόλο μηχανή, των 500 και πλέον τόνων, με την οποία άρχισαν να ρίχνουν βαριά λιθάρια προς τις κατοικίες που έβλεπαν τον Κεράτιο Κόλπο.
Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι, ζήτησαν τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Εκείνος έδωσε εντολή να προχωρήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα η κατασκευή και ο εξοπλισμός των πλοίων. Ήταν όμως μια χρονοβόρα διαδικασία καθώς η ξυλεία για την κατασκευή των πλοίων θα έπρεπε να συρθεί διά ξηράς με βόδια από τα βουνά της Θράκης, καθώς οι Γενουάτες έλεγχαν τους θαλάσσιους δρόμους.
Έτσι, τοποθέτησε και εκείνος λιθοβόλους μηχανές οι οποίες προξένησαν καταστροφές στα πλοία των Γενουατών. Κατόπιν, ο Καντακουζηνός ζήτησε από τους ηγέτες των Γενουατών στην Ιταλία να του δώσουν πίσω το νησί της Χίου.
Τελικώς, συμφωνήθηκε ότι το νησί θα ετίθετο πάλι υπό βυζαντινή κυριαρχία σε δέκα χρόνια, ενώ στο μεταξύ η Δημοκρατία της Γένουας θα κατέβαλλε ετήσιο ενοίκιο στον αυτοκράτορα και θα προστάτευε τα δικαιώματα όλων των υπηκόων του που ζούσαν στη Χίο. Αυτή η έκβαση ίσως θα μπορούσε να καταχωρηθεί στις επιτυχίες του Καντακουζηνού αν οι Γενουάτες δεν εμφανίζονταν ξανά το 1349, έτοιμοι να εμπλακούν σε νέα ναυμαχία στον Κεράτιο Κόλπο.
Αν και ο Καντακουζηνός είχε οργανώσει αρκετά την επιχείρηση εκδίωξης των Γενουατών, καθώς σχεδίαζε να τους περικυκλώσει και να τους πολιορκήσει από την ξηρά, παρ’ όλα αυτά δεν τα κατάφερε. Ο στόλος του, αποτελούμενος από εννέα μεγάλα πολεμικά πλοία και περίπου 100 μικρότερα, στην εμπλοκή του με τους Γενουάτες βυθίστηκε και αιχμαλωτίστηκε από τους εχθρούς.
Ο λόγος φαίνεται ότι ήταν όχι η ξαφνική θύελλα -όπως υποστήριξε ο Καντακουζηνός- αλλά η απειρία των ναυτών να χειριστούν την κατάσταση. Ευτυχώς για τον Καντακουζηνό, οι ηγέτες των Γενουατών θεώρησαν ότι ήταν άδικη η επίθεση εναντίον των Βυζαντινών και με απεσταλμένους τους ζήτησαν να συνάψουν συνθήκη. Σύμφωνα με αυτή, οι Γενουάτες αναγκάστηκαν να πληρώσουν υψηλή αποζημίωση στον αυτοκράτορα για τις δαπάνες του πολέμου και να ορκιστούν ότι δεν θα εξαπέλυαν ξανά επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
Το τέλος του εμφυλίου
Η αρχή του τέλους για τον εμφύλιο στάθηκε η δολοφονία του Αλέξιου Απόκαυκου στις 11 Ιουνίου 1345. Ο Απόκαυκος βλέποντας ότι η κατάσταση στην πόλη δεν άλλαζε, έχοντας ως αυτοκράτορα έναν Παλαιολόγο ο οποίος αδυνατούσε να κυβερνήσει -λόγω της ηλικίας του- συμπράττοντας με μια βασιλομήτωρ η οποία ανησυχούσε για την τύχη του γιου της και δολοπλοκώντας με έναν πατριάρχη ο οποίος ενδιαφέρονταν μόνο για την εξουσία, έγινε ακόμα πιο τυραννικός. Είχε συλλάβει τόσους πολλούς, ώστε αναγκάστηκε να κατασκευάσει ένα νέο μπουντρούμι για να χωρέσουν.
Όταν το έργο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, το επισκέφθηκε. Παραδόξως, δεν είχε μαζί του προσωπική φρουρά, με αποτέλεσμα ένας κρατούμενος να αρπάξει ένα κούτσουρο και να τον χτυπήσει. Κάποιοι άλλοι πήραν στα χέρια τους εργαλεία και υλικά που είχαν αφήσει οι εργάτες και συμμετείχαν στη δολοφονία.
Ήταν τόση η οργή τους, που του έκοψαν το κεφάλι και το κρέμασαν σε ένα κοντάρι δίπλα στα τείχη της φυλακής. Οι κρατούμενοι δεν προσπάθησαν να διαφύγουν. Νόμιζαν ότι θα τους αντιμετώπιζαν ως ήρωες που ελευθέρωσαν την πόλη από έναν τύραννο.
Η αντίδραση όμως της αυτοκράτειρας δεν ήταν αυτή που περίμεναν. Έκεινη έδωσε εντολή στους υποστηρικτές του Απόκαυκου να πάρουν την εκδίκησή τους, σφαγιάζοντας περίπου 200 κρατούμενους, πολλοί από τους οποίους δεν ευθύνονταν για τη δολοφονία.
Με τον πρωθυπουργό και διοικητή του Στρατού της δολοφονημένο, η αυτοκράτειρα βρέθηκε μόνη, με μοναδικό σύμμαχο τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, με τον οποίο οι σχέσεις τους είχαν ήδη αρχίσει να ψυχραίνονται. Ύστερα από την επικράτηση του Καντακουζηνού σχεδόν σε όλη τη Θράκη, η βασιλομήτωρ φοβόταν μήπως τελικά αντιμετωπίσει την οργή του και έτσι διακυβευτούν τα συμφέροντα του γιου της. Αποφάσισε λοιπόν να εκδιώξει και τον τελευταίο σύμμαχο της αντιβασιλείας. Γνώριζε ότι ο πατριάρχης δεν ήταν αγαπητός και συγκάλεσε σύνοδο στην οποία καταδικάστηκε για τα θεολογικά του σφάλματα και απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1347, υπογράφηκε και επικυρώθηκε συμφωνία μεταξύ της βασιλομήτορος και του Καντακουζηνού. Σύμφωνα με αυτή, ο Καντακουζηνός δεν θα πραγματοποιούσε αντίποινα εναντίον κανενός. Θα έδινε γενική αμνηστία σε όλους όσοι τον είχαν βλάψει τα τελευταία χρόνια και δεν θα κρατούσε έχθρα εναντίον της αυτοκράτειρας και του γιου της. Συμφωνήθηκε επίσης ότι ο Καντακουζηνός και ο νεαρός Παλαιολόγος θα κυβερνούσαν από κοινού ως συναυτοκράτορες. Με αυτούς τους όρους, άνοιξε πάλι το παλάτι των Βλαχερνών για να δεχτεί τον Καντακουζηνό ως πρεσβύτερο αυτοκράτορα.
Ο Καντακουζηνός διέταξε με θέσπισμα να αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και να μην πραγματοποιηθούν αντίποινα εναντίον όλων εκείνων που είχαν αγωνιστεί εναντίον του. Είχε ήδη απαγορεύσει αυστηρά στους στρατιώτες του να προβούν σε λεηλασίες και συγκράτησε το λαό ώστε να μην προκληθούν νέες αναταραχές.
Ο Φεβρουάριος του 1347 φαίνεται πως προοιώνιζε την αυγή μιας νέας εποχής. Ο Καντακουζηνός και ο Παλαιολόγος θα συγκυβερνούσαν μέχρι το 1355, οπότε ο Καντακουζηνός αποσύρεται στη Μονή Μαγγανών της Κωνσταντινούπολης ασπαζόμενος τον μοναχικό βίο και μετονομαζόμενος σε Ιωάσαφ.
Η ταραχώδης αυτή εξαετία στους κόλπους της αυτοκρατορίας διαίρεσε το κράτος, εξάντλησε τις ηθικές και υλικές του δυνάμεις και επέτρεψε -το κυριότερο- στους εχθρούς να ισχυροποιηθούν έναντί του.
Οι παλιοί «φίλοι» βρήκαν γόνιμο το έδαφος να εισβάλουν, και μάλιστα προσκεκλημένοι στα εδάφη του κράτους, οι δολοφονίες πάντα θα αμαύρωναν οποιαδήποτε θετική έκβαση και οι εμφύλιες έριδες πάντα θα υποκρύπτονταν δικαιολογημένες, καθώς υπήρξε ήδη δύο φορές το δεδικασμένο.
Ίσως να μην είναι σωστό να εξετάζουμε πώς θα είχε εξελιχθεί το βυζαντινό κράτος αν δεν είχε βιώσει δύο εμφύλιους πολέμους και αν κάποιοι από τους τελευταίους ηγέτες του δεν είχαν φερθεί με τόση απρονοησία και επιπολαιότητα.
Όπως και να ’χει, ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος του Βυζαντίου περιγράφεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο στα απομνημονεύματα του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, ο οποίος αναφέρει: «Υπήρξε η χειρότερη εμφύλια σύγκρουση, που κατέστρεψε σχεδόν τα πάντα και μετέβαλε την άλλοτε μεγάλη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε αδύναμη σκιά του εαυτού της»…
Εξαιτίας όμως της ηλικίας του (εννέα χρόνων τότε), ο έμπιστος συνεργάτης τού Ανδρόνικου, μέγας δομέστικος Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, άνθρωπος φιλόδοξος, ικανός στρατηγός και προασπιστής των συμφερόντων της αυτοκρατορίας, ανέλαβε την πρωτοβουλία να τεθεί επικεφαλής της διοίκησης του κράτους και της εποπτείας του Ιωάννη Ε΄.
Η στάση του όμως αυτή δυσαρέστησε τη ματαιόδοξη βασιλομήτορα Άννα της Σαβοΐας, η οποία -φοβούμενη ότι θα υποβαθμιστεί η θέση του γιου της- μαζί με τον μεγαδούκα Αλέξιο Απόκαυκο και τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα -δολοπλόκοι και σφετεριστές του θρόνου αμφότεροι- επωφελούμενοι από την απουσία του Ιωάννη ΣΤ΄ από την Κωνσταντινούπολη, όταν βρισκόταν στη Θράκη για στρατιωτικές επιχειρήσεις, δήμευσαν την περιουσία του, φυλάκισαν πολλούς φίλους του και τον ανακήρυξαν δημόσιο κίνδυνο, ενώ οι οπαδοί του κατηγορήθηκαν για «καντακουζηνισμό» – όρος υποτιμητικός, τον οποίο απέδωσε ο Αλέξιος Απόκαυκος σε εκείνους που υπερασπίζονταν τον Καντακουζηνό.
Ο Απόκαυκος μάλιστα έφτασε σε σημείο να φυλακίσει τη μητέρα του Καντακουζηνού, Θεοδώρα, η οποία υπέστη τρομακτικά βασανιστήρια από τους φρουρούς της. Από τα πιο ανώδυνα είναι ότι την πρόσβαλλαν, της μαγάριζαν το φαγητό, ενώ δεν της επέτρεπαν να ανάψει φωτιά για να ζεσταθεί. Επιπλέον, της ασκούσαν ψυχολογική βία λέγοντάς της πότε ότι ο γιος της συνελήφθη και πότε ότι πέθανε.
Στις 6 Ιανουαρίου 1342, η Θεοδώρα Καντακουζηνή πέθανε στη φυλακή μη γνωρίζοντας ούτε πού βρίσκεται ο γιος της ούτε αν εκείνος ήξερε για την τύχη της. Αμέσως μετά, ο Ιωάννης ΣΤ΄ αυτοαναγορεύθηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο στις 26 Οκτωβρίου 1341, όπου οι αξιωματικοί του λατινικού Στρατού τον έχρισαν ιππότη του Δυτικού Τάγματος Ιπποτών.
Ο Ιωάννης, ωστόσο, φρόντισε στη σεμνή τελετή της στέψης του να παρουσιάζεται ως συμβασιλέας, μη θέλοντας να θίξει τον νόμιμο κληρονόμο του θρόνου. Με αυτό τον τρόπο όμως κήρυξε και επίσημα την έναρξη του νέου εμφυλίου πολέμου στους κόλπους της αυτοκρατορίας.
A΄ Φάση Πολέμου – Αναταραχές στη Θεσσαλονίκη
Ο εμφύλιος αυτός προκάλεσε βαθμιαία εξασθένηση του βυζαντινού κράτους -με την επέμβαση ξένων δυνάμεων- κοινωνικές συγκρούσεις και διχαστικές θρησκευτικές διαμάχες.
Στο πλαίσιο της ήδη καταπονημένης αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκαν δύο αντίπαλες παρατάξεις, οι οποίες δίχασαν το λαό και τον ώθησαν σε εσωτερικές συγκρούσεις.
Έτσι, έχασε τη συναίσθηση των εξωτερικών κινδύνων. Από τη μία πλευρά, ο Καντακουζηνός προασπιζόταν τα συμφέροντα της αριστοκρατίας, και από την άλλη, η «αυλή» της βασιλομήτορος προσπαθούσε να προσυλητίσει τον φτωχό λαό.
Εξ αφορμής της εμφύλιας διαμάχης που μαινόταν στην Πόλη, το 1342, στη Θεσσαλονίκη, μια ομάδα ανθρώπων που μάχονταν υπέρ των αδυνάτων και του καταπιεσμένου λαού, οι ζηλωτές, εναντιώθηκαν στον διοικητή της, Θεόδωρο Συναδηνό, ο οποίος -αντίθετα με άλλους διοικητές πόλεων- τάχθηκε με το μέρος του Καντακουζηνού, προτείνοντάς του μάλιστα να του παραδώσει και την πόλη.
Οι ζηλωτές, πέραν των θρησκευτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, απαιτούσαν και ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης. Έτσι, βρήκαν την ευκαιρία να στραφούν εναντίον της αριστοκρατίας.
Στην άλλη πλευρά της αυτοκρατορίας, ο Καντακουζηνός είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του τους ευγενείς, ενώ η «αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης» -όπως ονομάστηκε η συμμαχία της Άννας της Σαβοΐας- προσπαθούσε ολοένα και περισσότερο να στρέψει τα λαϊκά στρώματα εναντίον της άρχουσας τάξης.
Αρχικά, η Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια των αυτοκρατορικών στρατευμάτων της Κωνσταντινούπολης, προσπαθούσε να ενισχύσει την άμυνά της εναντίον του Καντακουζηνού και του Στρατού του, που εποφθαλμιούσαν την περιοχή (σ.σ.: Ο Καντακουζηνός γνώριζε πως αν καταλάμβανε τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, τότε η θέση του στην εξουσία θα παγιωνόταν οριστικά).
Έτσι, ο Καντακουζηνός αναζητούσε συμμάχους που θα τον βοηθούσαν να σταθεροποιήσει τη θέση του στην αυτοκρατορία αλλά και να αντεπιτεθεί στις συνωμοσίες του στέμματος.
Το καλοκαίρι του 1343, με τη βοήθεια του εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ (!), ο οποίος κατέπλευσε από τη Μικρά Ασία προς τη Θεσσαλονίκη με στόλο 60 πλοίων και δύναμη 6.000 ανδρών, ο Καντακουζηνός προσπάθησε να επιβληθεί στην πόλη. Ήλπιζε πως οι οπαδοί του -οι ευγενείς- θα προσέτρεχαν σε βοήθεια, καθιστώντας έτσι την πόλη πολιορκούμενη και εξωτερικά και εσωτερικά.
Οι ζηλωτές, όμως, οργάνωσαν ένοπλες ομάδες περιφρούρησης με σκοπό να αποτρέψουν το ενδεχόμενο συνωμοσίας που θα έδινε στον Καντακουζηνό την ευκαιρία να εισέλθει στην πόλη. Και αυτή η προσπάθεια του Καντακουζηνού συμπεριλήφθηκε στις αποτυχίες του, παρά τη σημαντική βοήθεια του Τούρκου συμμάχου του.
Η αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη, αντιλαμβανόμενη τις προθέσεις του Καντακουζηνού, αποφάσισε να επέμβει. Έτσι, απέστειλε τον Αλέξιο Απόκαυκο, με συνοδεία 70 πλοίων, στη Θεσσαλονίκη, και διόρισε διοικητή της τον γιο του, Ιωάννη. Ηγέτης των ζηλωτών ορίστηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος θα διατελούσε, ύστερα από εντολή της Κωνσταντινούπολης, συνδιοικητής του Ιωάννη Απόκαυκου.
Την άνοιξη του 1345, ωστόσο, ο Ιωάννης -ο οποίος είχε καταφέρει να συσπειρώσει και την αριστοκρατία υπέρ του, αλλά και γιατί δυσανασχετούσε από την ισχυρή παρέμβαση του Μιχαήλ στα τεκταινόμενα της πόλης- αφού τον παραπλάνησε προβάλλοντας ως πρόσχημα την ανάγκη συνεύρεσής τους, τον δολοφόνησε.
Ο λαός, παραδόξως, δεν αντέδρασε στη δολοφονία του ηγέτη του, κι έτσι ο Απόκαυκος με το πεδίο ελεύθερο στράφηκε κατά των ζηλωτών και ανέλαβε τα ηνία της Θεσσαλονίκης. Αργότερα, όμως, αντιλαμβανόμενος ότι ο πατέρας του σχεδίαζε λανθασμένες πολιτικές κινήσεις και επομένως η θέση του θα διακυβευόταν, συμμάχησε με τον Ιωάννη Καντακουζηνό, σχεδιάζοντας την παράδοση της πόλης σε αυτόν.
Οι ζηλωτές, όμως, με τον νέο τους ηγέτη, Ανδρέα Παλαιολόγο, επικεφαλής της αντιεξουσιαστικής ομάδας των «παραθαλάσσιων», την οποία αποτελούσαν άτομα χαμηλής κοινωνικής προέλευσης που εργάζονταν στο λιμάνι, ανασυγκροτηθήκαν και καλούσαν τον λαό σε εξέγερση εναντίον της αριστοκρατίας.
Η φρουρά της Θεσσαλονίκης αρνήθηκε να στραφεί εναντίον συμπατριωτών της, και το οργισμένο πλήθος, αφού έβαλε φωτιά στις πύλες, εισέβαλε στην ακρόπολη. Ο Ιωάννης Απόκαυκος και περίπου 100 υποστηρικτές του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Την επόμενη ημέρα, διαδόθηκε η φήμη ότι οι φυλακισμένοι είχαν αποδράσει και είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους την ακρόπολη.
Ο λαός, εξοργισμένος, πήρε τα όπλα και άρχισε να κατευθύνεται εκεί με άγριες διαθέσεις. Όταν αντίκρισαν τους αιχμαλώτους επάνω στα τείχη, γυμνούς, βασανισμένους και ταλαιπωρημένους, δεν δίστασαν να επιτεθούν με ακόμα μεγαλύτερο μένος. Ο Απόκαυκος βρέθηκε πρώτος γκρεμισμένος ανάμεσα στο εξεγερμένο πλήθος που διψούσε για το αίμα των πλουσίων.
Τους έκοβαν τα κεφάλια και ακρωτηρίαζαν τα σώματά τους. Αφού ολοκλήρωσαν τη διαπόμπευση των αιχμαλώτων, κινήθηκαν προς την πόλη όπου συνέχισαν τις αποτροπιαστικές ενέργειές τους με φόνους και λεηλασίες των περιουσιών της αριστοκρατίας.
Οι ζηλωτές, παρά τον φαινομενικό ριζοσπαστικό χαρακτήρα της οργάνωσής τους, προέβησαν σε ακρότητες που κόστισαν τόσο σε αυτούς όσο και στους υποστηρικτές τους. Κατείχαν τη διοίκηση της πόλης έως το 1347, οπότε ο Καντακουζηνός εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη και τους εκδίωξε, άλλους φυλακίζοντάς τους και σε άλλους επιβάλλοντας την ποινή της απέλασης.
Το κίνημα των ζηλωτών ήταν μία από τις συνέπειες του τραγικού εμφυλίου πολέμου του Βυζαντίου και έδωσε νέα τροφή στις αντιπαραθέσεις, αυξάνοντας την κυριαρχία του Καντακουζηνού.
Ο Καντακουζηνός εκφοβίζει τους Βούλγαρους
Στη διάρκεια του εμφυλίου, οι αντίπαλες παρατάξεις αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με διάφορους εχθρούς του Βυζαντίου προκειμένου να επιβληθεί η μία στην άλλη.
Το 1341, στη Βουλγαρία, εκδηλώθηκε επανάσταση στο παλάτι. Οι Βούλγαροι επιθυμούσαν την καθαίρεση του σκληρού τσάρου τους και διεκδικούσαν διάφορα προνόμια.
Ο τσάρος Μιχαήλ Σισμάν, για να αποφύγει τη διαπόμπευση, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει άσυλο. Ο νέος τσάρος, όμως, Ιωάννης Αλέξανδρος απαιτούσε την έκδοσή του. Το Βυζάντιο βρισκόταν προ των πυλών νέων κινδύνων…
Την εποχή εκείνη, ο Στρατός των Βυζαντινών ήταν αποδυναμωμένος και λόγω των εσωτερικών ερίδων αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης χρημάτων σε ένα Βυζάντιο που συνεχώς παρήκμαζε και συρρικνωνόταν. Το ηθικό και η πειθαρχία των στρατιωτών βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα καθώς είχαν μείνει απλήρωτοι για πολύ καιρό (Να θυμίσουμε ότι ο βυζαντινός Στρατός κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους, κυρίως Τούρκους, Λατίνους και Γερμανούς).
Ο Καντακουζηνός βρισκόταν αντιμέτωπος με την εξαθλίωση του στρατεύματός του και την απροθυμία του να υπερασπιστεί την Πόλη σε περίπτωση που οι Βούλγαροι θα εφορμούσαν. Στο πρόβλημά του, ωστόσο, απάντηση ήρθε να δώσει ένας πλούσιος πολίτης, ο οποίος, θέλοντας να εξαγνιστεί από τις αμαρτίες του, ήταν διετειθεμένος να δωρίσει την περιουσία του σε κάποιο μοναστήρι.
Μια περιουσία διόλου ευκαταφρόνητη, αφού ανερχόταν σε 100.000 χρυσά νομίσματα, με 40.000 επιπλέον σε κινητή περιουσία. Ύστερα από προτροπή του Καντακουζηνού πείστηκε να μοιράσει τα χρήματά του στους στρατιώτες, βοηθώντας έτσι την Πόλη να εξέλθει από το οικονομικό αδιέξοδο.
Ο Στρατός κατενθουσιάστηκε εν όψει του λαμβάνειν των οφειλομένων του και δέχτηκε να πολεμήσει τους εχθρούς του Καντακουζηνού. Έτσι, οι στρατιώτες ετοίμασαν τα όπλα και τα άλογά τους για μάχη.
Τον Ιούλιο του 1341, ο Καντακουζηνός αποφάσισε να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του έναντι των Βουλγάρων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ζητούν την έκδοση του πρώην ηγέτη τους. Συγκέντρωσε το Στρατό του στο Διδυμότειχο και ήταν έτοιμος για μάχη. Το βυζαντινό ιππικό είχε παραταχθεί ανάμεσα στον Ερυθροπόταμο και στον Έβρο, περιμένοντας το βουλγαρικό να επιτεθεί.
Παράλληλα, ο Καντακουζηνός είχε αφήσει μια στρατιά πίσω στο κάστρο, οχυρώνοντάς το έτσι ώστε κανείς εχθρός να μην μπορεί να προσβάλλει την οχυρωματική του περίπολο. Ταυτόχρονα, είχε ζητήσει από τον φίλο του Τούρκο εμίρη του Αϊδινίου, Ομούρ, βοήθεια. Ο τελευταίος είχε διασχίσει τη Θράκη με σημαντική στρατιωτική δύναμη και κατευθυνόταν προς το Διδυμότειχο.
Όταν ο Αλέξανδρος αντίκρισε τα βυζαντινά στρατεύματα, αντιλήφθηκε ότι μια επέμβαση θα ήταν καταστροφική. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να αποσύρει το Στρατό του και να ανανεώσει τη συνθήκη του με τον Καντακουζηνό. Οι Τούρκοι όμως είχαν ήδη φτάσει με μεγάλο στόλο στο στόμιο του Δούναβη, και αυτό τρομοκράτησε ακόμα περισσότερο τους Βούλγαρους.
Μπορεί η απειλητική παρουσία του Στρατού των Βυζαντινών να εμπόδισε προσωρινά την εισβολή των Βουλγάρων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, οδήγησε όμως και στη σύναψη και άλλων συμμαχιών αρκετά επισφαλών – όπως αποδείχτηκε.
Οι «φίλοι»: Στέφανος Ντουσάν της Σερβίας και Ομούρ του Αϊδινίου
Ενώ στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας η αντιβασιλεία προσπαθούσε με δόλιους τρόπους να σφετεριστεί τον θρόνο, ο Καντακουζηνός βρισκόταν αποκομμένος στο Διδυμότειχο. Είχε πληροφορηθεί ότι στην Πόλη ο Αλέξιος Απόκαυκος σχεδίαζε πραξικόπημα εναντίον του – σχεδίαζε να απαγάγει τον μικρό Ιωάννη και να τον κρατήσει όμηρο ώσπου η αυτοκράτειρα Άννα να τον διορίσει υπεύθυνο υποθέσεων στην Κωνσταντινούπολη.
Γνώριζε ακόμα ότι και η βασιλομήτωρ προσπαθούσε να δελεάσει του «συμμάχους» του ώστε να της παραχωρήσουν Στρατό.
Στα μέσα του 1342, ο Καντακουζηνός αποφάσισε πως έπρεπε να αναζητήσει τη βοήθεια του Σέρβου «φίλου» του Στέφανου Ντουσάν για να υπερασπιστεί τη θέση του στην αυτοκρατορία. Έτσι, αφού έστειλε αγγελιαφόρους να προετοιμάσουν το έδαφος, άρχισε να προελαύνει βόρεια, πέρα από τον ποταμό Βαρδάρη, με κατεύθυνση τα Σκόπια και με τη συνοδεία 2.000 ανδρών.
Στη συνάντηση που είχε με τον κράλη της Σερβίας, συζητήθηκε το ενδεχόμενο της σύναψης ενός συμφώνου συνεργασίας, για το οποίο όμως ο Ντουσάν ζήτησε από τον Καντακουζηνό, ως ανταπόδοση, ένα μεγάλο τμήμα της βυζαντινής Μακεδονίας. Το τίμημα ήταν μεγαλύτερο από αυτό που μπορούσε να ικανοποιήσει ο αυτοκράτορας, αλλά σημασία είχε ότι ο Ντουσάν τού είχε υποσχεθεί ότι θα τον βοηθήσει στον αγώνα του ενάντια στους κοινούς εχθρούς της Κωνσταντινούπολης.
Με τη συνδρομή σημαντικής σερβικής στρατιωτικής δύναμης -ο Ντουσάν τού είχε παραχωρήσει 20 από τους πιο έμπειρους στρατηγούς του- ο Καντακουζηνός ξεκίνησε για την επιστροφή του στο Διδυμότειχο. Στα μέσα της διαδρομής, προσπάθησε να πολιορκήσει τις Σέρρες -οι οποίες πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση διότι ήταν ταγμένες με το μέρος του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου- όμως, το μεγαλύτερο μέρος του Στρατού αρρώστησε από επιδημία και στασίασε. Οι Σέρβοι μισθοφόροι που τον συνόδευαν επέστρεψαν στην πατρίδα τους με εναπομείναντες μόνο 500 στο πλευρό του Καντακουζηνού.
Ο Καντακουζηνός, μην μπορώντας να συνεχίσει, επέστρεψε αποκαρδιωμένος στη Σερβία. Παράλληλα, η αυτοκράτειρα Άννα προσπάθησε δύο φορές να δωροδοκήσει τον Ντουσάν για να της παραδώσει τον Καντακουζηνό ως αιχμάλωτο. Ο Ντουσάν όμως έμενε προσωρινά στο πλευρό στου παλιού του φίλου.
Στα τέλη του 1342, ο Καντακουζηνός αποφάσισε να επιστρέψει στο Διδυμότειχο. Ο Σέρβος οικοδεσπότης τον συνόδευσε μέχρι τις Σέρρες. Τα σερβικά στρατεύματα, όμως, άρχισαν πάλι να λιποψυχούν και να λιποτακτούν. Δεν ήξεραν πού βρίσκονταν και φοβούνταν ότι κατευθύνονταν όχι προς τη Θράκη αλλά προς την Παρθία ή την Ινδία. Για ακόμα μία φορά ο δρόμος προς τη βάση του ήταν γεμάτος προβλήματα και έπρεπε να γυρίσει στη Σερβία.
Καθώς περνούσε ο καιρός και ο Καντακουζηνός δεν εμφανιζόταν στο Διδυμότειχο, ο γυναίκα του Ειρήνη, την οποία είχε ο ίδιος αφήσει ως επιτηρήτρια στο κάστρο, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Βούλγαρου Ιωάννη Αλέξανδρου.
Εκείνος χάρηκε ιδιαίτερα κυρίως γιατί θα του δινόταν η ευκαιρία να ανταποδώσει στον Καντακουζηνό τον εξευτελισμό που είχε υποστεί λίγο νωρίτερα.
Έτσι, κατέφτασε με το Στρατό του στο Διδυμότειχο όπου η παρουσία του και μόνο ήταν αρκετή για να προκαλέσει τρόμο. Άρχισε να λεηλατεί τις γύρω περιοχές και απέκλεισε την πόλη εμποδίζοντας τους κατοίκους να βγουν έξω για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα. Αναμφισβήτητα ήταν μια λάθος κίνηση της συζύγου του Καντακουζηνού.
Όταν ο Καντακουζηνός ενημερώθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στο Διδυμότειχο, ξαναστράφηκε για βοήθεια στον παλιό του φίλο εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ. Εκείνος, ξεκίνησε για τη Θράκη με μία δύναμη 380 πλοίων και 29.000 ανδρών. Έπλευσε έως τις εκβολές του ποταμού Μαρίτσα και οδήγησε το Στρατό του μέχρι το Διδυμότειχο, όπου για ακόμα μία φορά εκδίωξε τους Βούλγαρους από την περιοχή.
Και οι Τούρκοι όμως δεν άφησαν απείραχτη την ύπαιθρο. Γνωστοί για τις αποτρόπαιες πράξεις τους, ρήμαξαν κυριολεκτικά τα παράλια. Από καιρό ήλπιζαν να μπορέσουν να καταλάβουν μέρη της αυτοκρατορίας για να μπορέσουν να προσεγγίσουν την πρωτεύουσα. Αργότερα, ο Ομούρ, αφήνοντας πίσω του περίπου 10.000 στρατιώτες, ξεκίνησε για να συναντήσει τον Καντακουζηνό.
Δεν πρόλαβε όμως, καθώς αντιμετώπισε έναν δριμύ χειμώνα κατά τη διάρκεια του οποίου εκατοντάδες Τούρκοι πέθαναν από κρυοπαγήματα και ασιτία. Ο Ομούρ υποχώρησε, φορτώνοντας στα πλοία του τους επιζώντες, διέσχισε τον Ελλήσποντο και επέστρεψε στη χώρα του.
Τα επόμενα χρόνια, η κατάσταση στην αυτοκρατορία θα ήταν αμφίρροπη. Από τη μια ο Καντακουζηνός προσπαθούσε να αποδείξει ότι ενδιαφέρεται για τη σύναψη ειρήνης με την αντιβασιλεία και από την άλλη, ο Απόκαυκος και η βασιλομήτωρ προσπαθούσαν να προσεταιριστούν όσους ξένους μπορούσαν, για να εκθρονίσουν τον Καντακουζηνό.
Στις αρχές του 1345 και ενώ ο Καντακουζηνός είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του σχεδόν όλη τη Θράκη, ζήτησε και πάλι βοήθεια από τους Τούρκους. Έτσι, μία στρατιά Τούρκων μισθοφόρων, απεσταλμένων του Ορχάν της Βιθυνίας, κατέφτασε στη Θράκη.
Η Άννα της Σαβοΐας, ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση του Ντουσάν, στράφηκε και προς τους Τούρκους – εκείνοι όμως προτίμησαν να υποστηρίξουν τον Καντακουζηνό διότι ήξεραν πως αργά ή γρήγορα εκείνη θα λυμαινόταν τα εδάφη που αυτός θα κατακτούσε προς όφελος της αυτοκρατορίας.
Ενώ ο Καντακουζηνός εξακολουθούσε να στέλνει στην πρωτεύουσα μηνύματα ειρήνευσης, η αυτοκράτειρα και η κλίκα της αρνούνταν πεισματικά να συμφωνήσουν. Την άνοιξη του 1345 ήρθε να συνδράμει τον Καντακουζηνό και ο έταιρος Τούρκος σύμμαχος Ομούρ, με 20.000 ιππείς. Οι άντρες του λεηλατούσαν τα βουλγαρικά εδάφη και σκορπούσαν τον τρόμο στους ταλαιπωρημένους από τον εμφύλιο πόλεμο κατοίκους, οι οποίοι έβλεπαν συχνά τη γη τους να σπαράζει από τα μισθοφορικά στρατεύματα.
Εκείνο τον καιρό έφταναν στο στρατόπεδο του Ιωάννη αναφορές που έλεγαν ότι ο Στέφανος Ντουσάν εξαπέλυε επιθέσεις κατά της πόλης των Σερρών, ενός προπύργιου που ο ίδιος ο Ιωάννης είχε προσπαθήσει δύο φορές να πολιορκήσει. Ξεκίνησε λοιπόν για να αναχαιτίσει τον Ντουσάν, όταν έφτασαν νέα από την Πόλη ότι ο Απόκαυκος είχε δολοφονηθεί. Έπειτα από προτροπή του Ομούρ, ο Ιωάννης ανέκοψε την προέλασή του προς τις Σέρρες και εξεστράτευσε προς την Κωνσταντινούπολη.
Ήταν ένα μοιραίο λάθος του, διότι ο κράλης της Σερβίας θα αποδείκνυε πως φιλίες ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα δεν υφίστανται… Εκμεταλλευόμενος τις εμφύλιες διαμάχες στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και την αποχή του Ιωάννη από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, βρήκε το έδαφος πρόσφορο ώστε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του για το σφετερισμό των βυζαντινών εδαφών.
Ήδη από το 1342, άρχισε η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Σέρβους. Το 1343, ο Σέρβος ηγεμόνας είχε καταλάβει την Καστοριά, το Lerin και ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Αλβανίας εκτός από το Δυρράχιο. Πρόθεσή του ήταν να αντικαταστήσει τη βυζαντινή με μια σερβοελληνική αυτοκρατορία.
Όταν το 1345 έφτασε με το Στρατό του έξω από την πόλη των Σερρών (σ.σ.: ο Ντουσάν είχε και παλαιότερα προσπαθήσει να πολιορκήσει την πόλη των Σερρών αλλά απέτυχε λόγω επιδημίας «η οποία προήλθεν από την βουλιμίαν και την άκρατον πολυφαγίαν, και η οποία κυριολεκτικώς εσάρωσε τα σερβικά στραυτεύματα», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Καντακουζηνός στα απομνημονεύματά του), οι στρατιώτες του λεηλάτησαν τις γύρω περιοχές, παίρνοντας λάφυρα και δολοφονώντας όποιον τους έφερνε αντίρρηση.
Η πόλη των Σερρών, εξαιρετικά οχυρωμένη καθώς ήταν, προέβαλλε σθεναρή αντίσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά στο τέλος, αποκλεισμένη και χωρίς βοήθεια ούτε από τον Καντακουζηνό αλλά ούτε και από τον Παλαιολόγο που τόσο του είχε σταθεί (σ.σ.: είναι χαρακτηριστικό το πόσο προσηλωμένοι ήταν οι Σερραίοι στον Παλαιολόγο – αναφέρεται ότι στις προσπάθειες του Καντακουζηνού να τους προσεταιριστεί, αντιδρούσαν με τόση βία, που κάποια φορά κατέσφαξαν τον πρεσβευτή του και τον τεμάχισαν σε τέσσερα κομμάτια τα οποία και κρέμασαν στους πύργους της πόλης!), υπέκυψε και παραδόθηκε στην αμείλικτη επίθεση του Σέρβου ηγεμόνα.
Το Νοέμβριο του 1345, ο κράλης της Σερβίας αυτοανακηρύχθηκε «βασιλεύς των Ρωμαίων» και το Πάσχα του 1346 στέφθηκε πανηγυρικά στα Σκόπια «αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας». Αργότερα, το 1346, ο Ντουσάν έστειλε στη Θεσσαλία τον στρατηγό του Θωμά Πρελούμπιο να καταλάβει ολόκληρη τη χώρα, και εκείνος χωρίς δυσκολία κυρίευσε όλα τα θεσσαλικά φρούρια μέχρι τον Πτελεό.
Στο τέλος του 1348, η σερβική κυριαρχία στη Θεσσαλία ήταν απόλυτη, και ο Ντουσάν έλαβε τον τίτλο του κόμη της Βλαχίας και Μεγαλοβλαχίας. Αργότερα, προσπάθησε να καταλάβει και τη Θεσσαλονίκη αλλά ο Καντακουζηνός εξεστράτευσε εναντίον του.
Όμως, αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη με την οποία αναγνωριζόταν η Θεσσαλία ως κυριαρχία του Ντουσάν. Διοικητής της Θεσσαλίας ορίστηκε ο αδερφός του Ντουσάν, Συμεών Ούρεσιν, ο οποίος κατέστησε πρωτεύουσα τα Τρίκαλα. Το τέλος της «φιλίας» του Καντακουζηνού με τον Στέφανο Ντουσάν ήταν πια μια πραγματικότητα.
Ο Καντακουζηνός, πλησιάζοντας προς την Κωνσταντινούπολη, πληροφορήθηκε ότι η τάξη είχε αποκατασταθεί και ότι η παρουσία του εκεί θα ήταν πλέον περιττή. Έσπευσε λοιπόν να πείσει τους συμμάχους του Τούρκους να κατευθυνθούν προς τις Σέρρες. Στην πορεία, όμως, ο Σουλεϊμάν -γιος του Σαρουχάν, εμίρη της Λυδίας- που ηγούνταν του Στρατού, αρρώστησε και πέθανε. Οι άντρες του κατηγόρησαν τον Ομούρ για το θάνατό του, με αποτέλεσμα ο Ομούρ να επιστρέψει στη Σμύρνη παίρνοντας και όλο το Στρατό του και αφήνοντας τον Καντακουζηνό χωρίς συμμάχους. Τότε ο Καντακουζηνός αποφάσισε να γυρίσει στο Διδυμότειχο.
Απομονωμένος καθώς ήταν, ο Καντακουζηνός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αντισταθμίσει τις αποτυχίες του. Αποφάσισε λοιπόν να προβεί σε μια ακόμα λανθασμένη απόφαση. Όταν απεσταλμένοι του Ορχάν ήρθαν να τον βρουν για να του ζητήσουν το χέρι της κόρης του, Θεοδώρας, εκείνος δεν δίστασε να συγκατατεθεί σε αυτό το γάμο, και αυτό γιατί γνώριζε πως από καιρό η Άννα στην Κωνσταντινούπολη προσπαθούσε να δωροδοκήσει τον Ορχάν και να τον πείσει να της διαθέσει Στρατό.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1346, ο Ιωάννης ζήτησε από τον Ορχάν να στείλει Στρατό με ανάλογη συνοδεία στη Σηλυβρία για να πάρει την αρραβωνιαστικιά του. Αμέσως κατέφτασαν 30 τουρκικά πλοία που μετέφεραν ένα σύνταγμα ιππικού και πολλούς από τους ευγενείς του Ορχάν.
Δεν υπολόγισε, όμως, ο Ιωάννης ότι με αυτόν το γάμο έφερνε ακόμα πιο κοντά τον τουρκικό κίνδυνο. Από την ώρα εκείνη οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιδρομή τους στη βυζαντινή αυτοκρατορία καταλαμβάνοντας συνεχώς εδάφη της και σταθεροποιώντας την παρουσία τους στη βαλκανική χερσόνησο.
Οι έταιροι «φίλοι» Γενουάτες
Κατάληψη της Χίου
Στην άλλη πλευρά της αυτοκρατορίας και ενώ συμβασιλείς και αντιβασιλείς βρίσκονταν απασχολημένοι με τις εμφύλιες διαμάχες για την απόκτηση του στέμματος, οι Γενουάτες -με τους οποίους οι Βυζαντινοί είχαν καλές σχέσεις λόγω των εμπορικών τους δραστηριοτήτων στο Βόσπορο και στη θάλασσα του Μαρμαρά- επωφελούμενοι της κατάστασης θέλησαν να κινηθούν προς το νησί της Χίου το οποίο αποτελούσε σημαντικό συγκοινωνιακό και εμπορικό κόμβο.
Έτσι, το 1346, η Δημοκρατία της Γένοβας, δανειζόμενη χρήματα από ιδιώτες εφοπλιστές, εξόπλισε Στρατό υπό τον Σίμωνα Βιγνώζο με σκοπό να καταλάβει τη Χίο. Ο Βιγνώζος, φτάνοντας στη Χίο, πρότεινε στην ελληνική φρουρά να αποβιβάζει το Στρατό του δήθεν για να την προστατεύσει αλλά οι Χιώτες υπό τον Ιωάννη Ζιβό αρνήθηκαν.
Τότε, οι Γενουάτες επιτέθηκαν από την ξηρά με ένα σώμα των οπλιτών τους να εισχωρεί προς το κέντρο της πόλης. Επίσης, αποβιβάστηκαν στο ακρωτήριο της Μαστίχας και κατέλαβαν έξι οχυρώσεις. Ο Ζιβός και η φρουρά του είχαν αποσυρθεί στο εσωτερικό του κάστρου της πόλης περιμένοντας την επίθεση των εχθρών.
Η είσοδος του λιμανιού είχε απομονωθεί με αλυσίδα κατά μήκος της και οι Γενουάτες είχαν κατασκευάσει έναν περιβάλλοντα τοίχο πολύ υψηλότερο από τα οχυρωματικά έργα και τις επάλξεις.
Έτσι, ο Ζιβός και οι υπερασπιστές του ήταν αποκομμένοι και διά ξηράς και διά θαλάσσης. Μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου του 1346, η φρουρά είχε υποκύψει στην πείνα και υποχρεώθηκε να υπογράψει συμφωνία ανακωχής με τους Γενουάτες.
Επίθεση στην Πόλη
Όταν το 1348 ο Καντακουζηνός εδραιωνόταν στην αυτοκρατορία και αποκτούσε όλο και περισσοτέρους πιστούς φίλους, επέβαλε φόρους που του εξασφάλισαν χρήματα για τη δημιουργία ενός ναυτικού στόλου ο οποίος θα αντικαθιστούσε τον ήδη ταλαιπωρημένο και καταπονημένο από τις συνεχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έδωσε λοιπόν εντολή όλα τα ναυπηγεία του Κεράτιου Κόλπου να αρχίσουν να δουλεύουν εντατικά για τη δημιουργία του στόλου. Την εργασία αυτή ο Ιωάννης την ανέθεσε στον πρωτομάστορα Φωκεωλάτο.
Οι Γενουάτες όμως, ανήσυχοι για την τύχη της εμπορικής τους δραστηριότητας, αναζητούσαν πρόφαση για να εμποδίσουν την κατασκευή του στόλου. Στις 15 Αυγούστου 1348 εξόπλισαν οκτώ γαλέρες και άλλα μικρότερα πλοία και εξαπέλυσαν επίθεση στην παραλία της Κωνσταντινούπολης, όπου υπήρχαν ξύλα για τη ναυπήγηση πλοίων, και έβαλαν φωτιά.
Κάηκαν όλα τα πλοία εκτός από τρία. Κήρυξαν αποκλεισμό της περιοχής και εμπόδιζαν τα βυζαντινά και ενετικά πλοία να πλησιάζουν την Πόλη από τον Βόσπορο, επιβάλλοντάς τους υψηλά διόδια, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί έλλειψη τροφίμων στην πόλη. Τοποθέτησαν ακόμα μια μεγάλη λιθοβόλο μηχανή, των 500 και πλέον τόνων, με την οποία άρχισαν να ρίχνουν βαριά λιθάρια προς τις κατοικίες που έβλεπαν τον Κεράτιο Κόλπο.
Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι, ζήτησαν τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Εκείνος έδωσε εντολή να προχωρήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα η κατασκευή και ο εξοπλισμός των πλοίων. Ήταν όμως μια χρονοβόρα διαδικασία καθώς η ξυλεία για την κατασκευή των πλοίων θα έπρεπε να συρθεί διά ξηράς με βόδια από τα βουνά της Θράκης, καθώς οι Γενουάτες έλεγχαν τους θαλάσσιους δρόμους.
Έτσι, τοποθέτησε και εκείνος λιθοβόλους μηχανές οι οποίες προξένησαν καταστροφές στα πλοία των Γενουατών. Κατόπιν, ο Καντακουζηνός ζήτησε από τους ηγέτες των Γενουατών στην Ιταλία να του δώσουν πίσω το νησί της Χίου.
Τελικώς, συμφωνήθηκε ότι το νησί θα ετίθετο πάλι υπό βυζαντινή κυριαρχία σε δέκα χρόνια, ενώ στο μεταξύ η Δημοκρατία της Γένουας θα κατέβαλλε ετήσιο ενοίκιο στον αυτοκράτορα και θα προστάτευε τα δικαιώματα όλων των υπηκόων του που ζούσαν στη Χίο. Αυτή η έκβαση ίσως θα μπορούσε να καταχωρηθεί στις επιτυχίες του Καντακουζηνού αν οι Γενουάτες δεν εμφανίζονταν ξανά το 1349, έτοιμοι να εμπλακούν σε νέα ναυμαχία στον Κεράτιο Κόλπο.
Αν και ο Καντακουζηνός είχε οργανώσει αρκετά την επιχείρηση εκδίωξης των Γενουατών, καθώς σχεδίαζε να τους περικυκλώσει και να τους πολιορκήσει από την ξηρά, παρ’ όλα αυτά δεν τα κατάφερε. Ο στόλος του, αποτελούμενος από εννέα μεγάλα πολεμικά πλοία και περίπου 100 μικρότερα, στην εμπλοκή του με τους Γενουάτες βυθίστηκε και αιχμαλωτίστηκε από τους εχθρούς.
Ο λόγος φαίνεται ότι ήταν όχι η ξαφνική θύελλα -όπως υποστήριξε ο Καντακουζηνός- αλλά η απειρία των ναυτών να χειριστούν την κατάσταση. Ευτυχώς για τον Καντακουζηνό, οι ηγέτες των Γενουατών θεώρησαν ότι ήταν άδικη η επίθεση εναντίον των Βυζαντινών και με απεσταλμένους τους ζήτησαν να συνάψουν συνθήκη. Σύμφωνα με αυτή, οι Γενουάτες αναγκάστηκαν να πληρώσουν υψηλή αποζημίωση στον αυτοκράτορα για τις δαπάνες του πολέμου και να ορκιστούν ότι δεν θα εξαπέλυαν ξανά επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
Το τέλος του εμφυλίου
Η αρχή του τέλους για τον εμφύλιο στάθηκε η δολοφονία του Αλέξιου Απόκαυκου στις 11 Ιουνίου 1345. Ο Απόκαυκος βλέποντας ότι η κατάσταση στην πόλη δεν άλλαζε, έχοντας ως αυτοκράτορα έναν Παλαιολόγο ο οποίος αδυνατούσε να κυβερνήσει -λόγω της ηλικίας του- συμπράττοντας με μια βασιλομήτωρ η οποία ανησυχούσε για την τύχη του γιου της και δολοπλοκώντας με έναν πατριάρχη ο οποίος ενδιαφέρονταν μόνο για την εξουσία, έγινε ακόμα πιο τυραννικός. Είχε συλλάβει τόσους πολλούς, ώστε αναγκάστηκε να κατασκευάσει ένα νέο μπουντρούμι για να χωρέσουν.
Όταν το έργο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, το επισκέφθηκε. Παραδόξως, δεν είχε μαζί του προσωπική φρουρά, με αποτέλεσμα ένας κρατούμενος να αρπάξει ένα κούτσουρο και να τον χτυπήσει. Κάποιοι άλλοι πήραν στα χέρια τους εργαλεία και υλικά που είχαν αφήσει οι εργάτες και συμμετείχαν στη δολοφονία.
Ήταν τόση η οργή τους, που του έκοψαν το κεφάλι και το κρέμασαν σε ένα κοντάρι δίπλα στα τείχη της φυλακής. Οι κρατούμενοι δεν προσπάθησαν να διαφύγουν. Νόμιζαν ότι θα τους αντιμετώπιζαν ως ήρωες που ελευθέρωσαν την πόλη από έναν τύραννο.
Η αντίδραση όμως της αυτοκράτειρας δεν ήταν αυτή που περίμεναν. Έκεινη έδωσε εντολή στους υποστηρικτές του Απόκαυκου να πάρουν την εκδίκησή τους, σφαγιάζοντας περίπου 200 κρατούμενους, πολλοί από τους οποίους δεν ευθύνονταν για τη δολοφονία.
Με τον πρωθυπουργό και διοικητή του Στρατού της δολοφονημένο, η αυτοκράτειρα βρέθηκε μόνη, με μοναδικό σύμμαχο τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, με τον οποίο οι σχέσεις τους είχαν ήδη αρχίσει να ψυχραίνονται. Ύστερα από την επικράτηση του Καντακουζηνού σχεδόν σε όλη τη Θράκη, η βασιλομήτωρ φοβόταν μήπως τελικά αντιμετωπίσει την οργή του και έτσι διακυβευτούν τα συμφέροντα του γιου της. Αποφάσισε λοιπόν να εκδιώξει και τον τελευταίο σύμμαχο της αντιβασιλείας. Γνώριζε ότι ο πατριάρχης δεν ήταν αγαπητός και συγκάλεσε σύνοδο στην οποία καταδικάστηκε για τα θεολογικά του σφάλματα και απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1347, υπογράφηκε και επικυρώθηκε συμφωνία μεταξύ της βασιλομήτορος και του Καντακουζηνού. Σύμφωνα με αυτή, ο Καντακουζηνός δεν θα πραγματοποιούσε αντίποινα εναντίον κανενός. Θα έδινε γενική αμνηστία σε όλους όσοι τον είχαν βλάψει τα τελευταία χρόνια και δεν θα κρατούσε έχθρα εναντίον της αυτοκράτειρας και του γιου της. Συμφωνήθηκε επίσης ότι ο Καντακουζηνός και ο νεαρός Παλαιολόγος θα κυβερνούσαν από κοινού ως συναυτοκράτορες. Με αυτούς τους όρους, άνοιξε πάλι το παλάτι των Βλαχερνών για να δεχτεί τον Καντακουζηνό ως πρεσβύτερο αυτοκράτορα.
Ο Καντακουζηνός διέταξε με θέσπισμα να αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και να μην πραγματοποιηθούν αντίποινα εναντίον όλων εκείνων που είχαν αγωνιστεί εναντίον του. Είχε ήδη απαγορεύσει αυστηρά στους στρατιώτες του να προβούν σε λεηλασίες και συγκράτησε το λαό ώστε να μην προκληθούν νέες αναταραχές.
Ο Φεβρουάριος του 1347 φαίνεται πως προοιώνιζε την αυγή μιας νέας εποχής. Ο Καντακουζηνός και ο Παλαιολόγος θα συγκυβερνούσαν μέχρι το 1355, οπότε ο Καντακουζηνός αποσύρεται στη Μονή Μαγγανών της Κωνσταντινούπολης ασπαζόμενος τον μοναχικό βίο και μετονομαζόμενος σε Ιωάσαφ.
Η ταραχώδης αυτή εξαετία στους κόλπους της αυτοκρατορίας διαίρεσε το κράτος, εξάντλησε τις ηθικές και υλικές του δυνάμεις και επέτρεψε -το κυριότερο- στους εχθρούς να ισχυροποιηθούν έναντί του.
Οι παλιοί «φίλοι» βρήκαν γόνιμο το έδαφος να εισβάλουν, και μάλιστα προσκεκλημένοι στα εδάφη του κράτους, οι δολοφονίες πάντα θα αμαύρωναν οποιαδήποτε θετική έκβαση και οι εμφύλιες έριδες πάντα θα υποκρύπτονταν δικαιολογημένες, καθώς υπήρξε ήδη δύο φορές το δεδικασμένο.
Ίσως να μην είναι σωστό να εξετάζουμε πώς θα είχε εξελιχθεί το βυζαντινό κράτος αν δεν είχε βιώσει δύο εμφύλιους πολέμους και αν κάποιοι από τους τελευταίους ηγέτες του δεν είχαν φερθεί με τόση απρονοησία και επιπολαιότητα.
Όπως και να ’χει, ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος του Βυζαντίου περιγράφεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο στα απομνημονεύματα του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, ο οποίος αναφέρει: «Υπήρξε η χειρότερη εμφύλια σύγκρουση, που κατέστρεψε σχεδόν τα πάντα και μετέβαλε την άλλοτε μεγάλη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε αδύναμη σκιά του εαυτού της»…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)