Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 7. ΤΑ ΑΚΛΙΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ


§7.1. Τα επιρρήματα είναι μια μεγάλη κατηγορία άκλιτων λέξεων, αρκετά ετερόκλητων ως προς τη μορφή, τη λειτουργία και την προέλευση, που μερικές φορές συμπλέκονται με τα υπόλοιπα άκλιτα μέρη του λόγου, με τις προθέσεις, τα μόρια, τις αρνήσεις, τους συνδέσμους, σε βαθμό που είναι δύσκολο να τα οριοθετήσουμε αυστηρά. Ο όρος επίρρημα μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ομπρέλα για τις περισσότερες από τις άκλιτες λέξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αναγνωρίσιμα, αρχετυπικά επιρρήματα με μια στενότερη έννοια (π.χ. δικαίως). Η ρευστότητα αυτή στην περιοχή των άκλιτων λέξεων και η δυσκολία της αυστηρής οριοθέτησης, όπως και η συνακόλουθη ορολογική σύγχυση, που ανάγεται στους πρώτους γραμματικούς της αρχαιότητας και παρατηρείται μέχρι σήμερα, οφείλεται κυρίως στην πρωτεϊκότητα των στοιχείων αυτών και στην πολλαπλότητα των λειτουργιών τους.

§7.2. Ορισμός - Λειτουργίες

Τα επιρρήματα είναι κατ’ αρχήν προσδιορισμοί του ρήματος (π.χ. εὖ ποιῶ), όπως μαρτυρεί η ετυμολογία τού όρου, με τον τρόπο που τα επίθετα είναι προσδιορισμοί του ουσιαστικού (π.χ. ἀγαθὸς ἀνήρ). Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο όροι, όπως συμβαίνει και με τους αντίστοιχους λατινικούς (adjectivum, adverbium), έχουν ως πρώτο συνθετικό την ίδια πρόθεση, επί, που δηλώνει ακριβώς την ιδιότητα του προσαρτήματος. Ωστόσο, το επίρρημα είναι δυνατόν να τροποποιεί και επίθετα (π.χ. πολύ μείζω), άλλα επιρρήματα (π.χ. μάλα χαλεπῶς), ακόμη και ουσιαστικά (ἡ Ἀθήνησι στάσις/ ἡ ξυσταδὸν μάχη: η εξέγερση στην Αθήνα/ μάχη εκ του πλησίον) ή και ολόκληρη πρόταση (π.χ. ΘΟΥΚ 1.77.5 ἡ δὲ ἡμετέρα αρχὴ χαλεπὴ δοκεῖ εἶναι· εἰκότως || η δική μας εξουσία τους φαίνεται, φυσικά, πιεστική). Αυτή η ποικιλία των συντάξεων του επιρρήματος δείχνει τη στενότητα και αστοχία του παραδοσιακού όρου.

Τα επιρρήματα δηλώνουν κυρίως τόπο, χρόνο, τρόπο και ποσό. Όταν εκφράζουν βεβαίωση, άρνηση και δισταγμό μπορούν να προσδιορίζουν ολόκληρη την πρόταση και όχι μόνο ειδικά το ρήμα. Αυτές οι επιρρηματικές σχέσεις, όπως εξάλλου και όλες οι υπόλοιπες (αιτία, σκοπός, αποτέλεσμα, αναφορά, μέσο, όργανο, προϋπόθεση, εναντίωση κ.λπ.), εκφράζονται και με άλλες γραμματικές κατηγορίες, είτε μονολεκτικά, με πλάγιες πτώσεις ουσιαστικών και μετοχές, είτε περιφραστικά, με εμπρόθετα και προτάσεις. Παρά την κατηγορική πολυμορφία τους, όλα αυτά τα στοιχεία επιτελούν την ίδια συντακτική λειτουργία, που είναι γενικά η πλαισίωση του ρήματος και η σύνδεσή του με λογικές κατηγορίες (τόπος, χρόνος, αιτία κ.λπ.). Η λειτουργία αυτή, που παραδοσιακά ονομάζεται επιρρηματικός προσδιορισμός, είναι μια κεντρική συντακτική έννοια με πολύ μεγαλύτερο εύρος από τη γραμματική κατηγορία του επιρρήματος, από την οποία απορρέει και με την οποία συχνά συγχέεται.

§7.3. Προέλευση

Η μελέτη της προέλευσης των επιρρημάτων αποκαλύπτει τη μεγάλη ανομοιογένεια στους κόλπους αυτής της κατηγορίας. Επιρρήματα κάθε είδους (τοπικά, χρονικά, τροπικά, ποσοτικά) προέρχονται από κάθε άλλο μέρος του λόγου, από αντωνυμίες (ἄλλοθι, αὐτόθι, ὁσάκις), ουσιαστικά, άναρθρα ή έναρθρα, τα οποία έχασαν τα ονοματικά τους χαρακτηριστικά (οἴκοι, θύρασι), από επίθετα, με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων (ἱκανῶς, εὐγενῶς, σαφῶς), από μετοχές (ὁμολογουμένως, ἐσκεμμένως), από άλλα επιρρήματα (ἐκεῖθεν, ἄνωθεν), ακόμη και από υπολείμματα προτάσεων. Από την άλλη, μερικά δεικτικά, τοπικά και αόριστα αντωνυμικά επιρρήματα γέννησαν αντωνυμίες (ἐκεῖνος, αὐτός) ή τράπηκαν τα ίδια αργότερα σε μόρια, συνδέσμους, προθέσεις κ.λπ (καί, ὅμως, ἵνα, πρός). Επίσης, πολλά επιρρήματα αποτελούν τη βάση παραγωγής άλλων λέξεων, κυρίως επιθέτων (ὀπίσθιος, πρόσθιος, ὄψιμος, χθεσινός) και ρημάτων (διχάζω, ἐγγίζω, χωρίζω). Αυτή η κατηγορική ποικιλία που συναντούμε όταν εξετάζουμε τον τρόπο σχηματισμού των επιρρημάτων οφείλεται στο γεγονός, ακριβώς, ότι ποικίλες γραμματικές κατηγορίες λειτουργούν, όπως είδαμε, ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί.

§7.4. Αντωνυμικά επιρρήματα

Τα αντωνυμικά επιρρήματα παρουσιάζουν μεγάλη σημασιοσυντακτική πολυπλοκότητα. Δηλώνουν τις κυριότερες επιρρηματικές σχέσεις, δηλαδή τόπο, χρόνο, τρόπο και ποσό. Καθένα από τα αντωνυμικά επιρρήματα εμφανίζεται με αντίστοιχα σε πολλές εκδοχές, ερωτηματική, δεικτική, αόριστη, αναφορική, που έχουν συνήθως έναν κοινό μορφολογικό πυρήνα. Έτσι, μια μεγάλη κατηγορία τους αναφέρονται ως συσχετικά, όπως και οι αντίστοιχες αντωνυμίες.

Το ερωτηματικό τοπικό ποῦ συσχετίζεται με τα δεικτικά αὐτοῦ, ἐδῶ, ἐκεῖ, ἐνθάδε, ἐνταῦθα, με το αόριστο που και με τα αναφορικά οὖ, ὅπου, ἔνθα, ὅθι· το χρονικό ερωτηματικό πότε συσχετίζεται με το δεικτικό τότε, το αόριστο ποτέ και τα αναφορικά ὅτε, ὁπότε, ἡνίκα, ὁπηνίκα· το τροπικό ερωτηματικό πῶς συσχετίζεται με τα δεικτικά οὕτως, ὧδε, με το αόριστο πως και με τα αναφορικά ὡς, ὥσπερ, ὅπως· το ποσοτικό πόσον συσχετίζεται με τα δεικτικά τόσον, τοσόνδε, τοσοῦτον, με τα αναφορικά ὅπου και ὁπόσον κ.λπ.

§7.5. Τοπικά - Χρονικά - Τροπικά - Ποσοτικά

Η έκφραση του τόπου από τα επιρρήματα γίνεται με μια σειρά παραγωγικών καταλήξεων οι οποίες εξειδικεύονται ανάλογα με τη συγκεκριμένη σημασία του τοπικού προσδιορισμού και διακρίνονται σε αυτές που δηλώνουν στάση σε τόπο, από τόπου κίνηση, κατεύθυνση προς τόπο και διαμέσου κίνηση.

Οι παραγωγικές καταλήξεις -θι, -σι -ου δηλώνουν τη στάση (όπως και τα ἐδῶ, ἐκεῖ, ἐνταῦθα, ἔνδον κ.λπ.), π.χ. ἄλλοθι, αὐτόθι, Ἀθήνησι, Ὀλυμπίασι, οἴκοι· οι παραγωγικές καταλήξεις -θεν και -όθεν δηλώνουν την από τόπου κίνηση, π.χ. ἐκεῖθεν, οἴκοθεν, ἄλλοθεν, ἀμφοτέρωθεν, ἄνωθεν, ἑκατέρωθεν· οι παραγωγικές καταλήξεις -ω, -σε, -δε, -ζε δηλώνουν την κίνηση προς τόπο, π.χ. ἄνω, κάτω, ἔσω, πόρρω, οἴκαδε, Ἀθήναζε· η κατάληξη -ῃ δηλώνει τη διαμέσου κίνηση και έχει ως αφετηρία μια δοτική (ἄλλῃ, ἐκείνῃ).

Οι καταλήξεις αυτές μπορούν να συνάπτονται και σε ορισμένα ουσιαστικά, ιδιαίτερα κύρια ονόματα, τα οποία αποκτούν έτσι επιρρηματική σημασία (Ὀλυμπίασι, Πλαταιᾶσι, Ἰσθμοῖ, Μεγαροῖ, Πυθοῖ κ.λπ.). Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει για κάθε ουσιαστικό, π.χ. δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε το επίρρημα Λακεδαίμονι. Ισχύει μόνο για λίγα ουσιαστικά, των οποίων η ονοματική φύση κατά κάποιο τρόπο εκφυλίζεται και έτσι χαρακτηρίζονται από την επιρρηματική ακαμψία, η οποία ανακλάται στη μορφολογική τους σταθερότητα.

Επίσης, τόπο εκφράζουν και πολλά αρχαία επιρρήματα που συνάφθηκαν σε ρήματα και ουσιαστικά και μεταλλάχθηκαν σε προθέσεις και συνδέσμους. Ουσιαστικά, σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν όλες οι αρχαίες προθέσεις, οι οποίες συνάπτονται και στα ρήματα ως προρρηματικά κατά τη σύνθεση (βλ. κεφάλαιο προθέσεων).

Τα χρονικά επιρρήματα παρουσιάζουν μεγάλη μορφολογική ποικιλία. Πολλά έχουν την κατάληξη -τε, πβ. πότε, τότε, ὅτε, ἄλλοτε, ἑκάστοτε κ.λπ., αλλά πολλά άλλα έχουν ποικίλες μορφές (νῦν, ἀεί, πρίν, ἔπειτα, πάλαι, χθές, σήμερον, αὔριον, αὖ, αὖθις κ.λπ.).

Τα περισσότερα τροπικά επιρρήματα παράγονται με την προσθήκη της παραγωγικής κατάληξης -ως, στο αντίστοιχο επίθετο (ο Αριστοτέλης τα θεωρούσε "πτώση", δηλαδή φθορά, του επιθέτου). Είναι, ανάμεσα στα επιρρήματα, η πολυπληθέστερη τάξη, και αυτό γιατί προέρχονται ετυμολογικά από τα επίθετα, που είναι μια ανοιχτή, εύκολα εμπλουτιζόμενη, κατηγορία (καλῶς, κακῶς, σωφρόνως, χαλεπῶς, βαρέως κ.λπ.).

Επίσης, πολλά τροπικά επιρρήματα έχουν τις καταλήξεις -δην, -ίνδην, -δόν, -ηδόν -ί, -τα, -εί, -ς (ἄρδην, κρύβδην, φύρδην, μείγδην, τροχάδην, ἀριστίνδην, ἀναφανδόν, ἀγεληδόν, ἀμισθί, ἀπνευστί, ἑλληνιστί, βαρβαριστί, νηποινεί, πανδημεί, πύξ, λὰξ κ.λπ.).

Τέλος, τα ποσοτικά επιρρήματα έχουν πολύ συχνά τις καταλήξεις -ς, -κις -άκις (δίς, τρίς, ποσάκις, τοσάκις, πολλάκις, τετράκις κ.λπ.), αλλά υπάρχουν και πολλά χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό (πολύ, μάλα, ἄγαν, λίαν, πάνυ, σφόδρα, ὀλίγον κ.λπ.).

§7.6. Προτασιακά επιρρήματα

Το επίρρημα μπορεί επίσης να λειτουργεί ως πρόταση και να ισοδυναμεί με το υπόλειμμα μιας παρενθετικής πρότασης, που συνήθως επιτάσσεται. Αυτή τη λειτουργία επιτελούν μερικές φορές τα μάλιστα, αὐτίκα, πολλάκις κ.λπ. Π.χ. το αὐτίκα είναι δυνατόν να ισοδυναμεί με την πρόταση "για να δώσουμε ένα παράδειγμα", το πολλάκις με την πρόταση "όπως συμβαίνει πολλές φορές", οπότε καταλήγει να σημαίνει "πιθανόν κ.λπ.:

ΠΛ Θεαγ 122a ἡγοῦμαι κράτιστον εἶναι πείθεσθαι αὐτῷ, ἵνα μὴ πολλάκις ἄνευ ἐμοῦ συγγενόμενός τῳ διαφθαρῇ || θεωρώ ότι είναι πολύ καλό να πειστώ σε αυτόν, για να μην τυχόν καταστραφεί με τη συναναστροφή κάποιου χωρίς εμένα.

ΠΛ Πολ 584b Ἰδὲ τοίνυν, ἔφην ἐγώ, ἡδονὰς, αἳ οὐκ ἐκ λυπῶν εἰσίν, ἵνα μὴ πολλάκις οἰηθῇς ἐν τῶ παρόντι οὕτω τοῦτο πεφυκέναι, ἡδονὴν μὲν παῦλαν λύπης εἶναι, λύπην δὲ ἡδονῆς || δες λοιπόν, είπα εγώ, τις ηδονές, που δεν προέρχονται από λύπες, για να μη θεωρήσεις, ενδεχομένως, στην προκειμένη περίπτωση ότι αυτό είναι από τη φύση του έτσι, ότι δηλαδή η ηδονή είναι παύση της λύπης, ενώ η λύπη είναι παύση της ηδονής.

ΞΕΝ Απομν 4.7.2 ἐδίδασκε δὲ καὶ μέχρι ὅτου δέοι ἔμπειρον εἶναι ἑκάστου πράγματος τὸν ὀρθῶς πεπαιδευμένον. Αὐτίκα γεωμετρίαν μέχρι μὲν τούτου ἔφη δεῖν μανθάνειν, ἕως ὅτου ἱκανός τις γένοιτο || Δίδασκε λοιπόν και μέχρι ποιου σημείου χρειάζεται να έχει την εμπειρία κάθε πράγματος εκείνος που είναι σωστά εκπαιδευμένος. Έλεγε, για παράδειγμα, ότι τη γεωμετρία πρέπει κανείς να τη μαθαίνει έως ότου γίνει αρκετά καλός γνώστης.

Η συντακτική θεωρία διακρίνει δύο κατηγορίες επιρρημάτων, αυτά που έχουν στενό πεδίο και προσδιορίζουν ένα ρήμα και εκείνα που έχουν ευρύτερο πεδίο προσδιορίζοντας ολόκληρη πρόταση, τα λεγόμενα προτασιακά επιρρήματα, τα οποία παραδοσιακά χαρακτηρίζονται μερικές φορές μόρια. Ας σκεφτούμε τη νεοελληνική πρόταση "Σιγά, δεν βρέχει σιγά!": το δεύτερο σιγά προσδιορίζει το ρήμα τροπικά, το πρώτο όμως αναφέρεται σε όλη την πρόταση δηλώνοντας ειρωνεία απέναντι στο προτασιακό περιεχόμενο της κύριας πρότασης και με αυτή την έννοια θα ισοδυναμούσε και το ίδιο με ολόκληρη πρόταση (π.χ. Δεν συμφωνώ/ Δεν ισχύει αυτό/ Αμφιβάλλω, δεν βρέχει σιγά!).

Τα βεβαιωτικά (π.χ. ναί), αρνητικά (οὐκ) ή διστακτικά (π.χ. ἴσως, ἆρα, κ.λπ.), όπως και ορισμένα τροπικά (π.χ. εἰκότως) επιρρήματα φαίνεται ότι αναφέρονται συχνά σε όλη την πρόταση και όχι μόνο στο ρήμα, όπως συμβαίνει μερικές φορές με τα νεοελληνικά "καλά, σιγά, ασφαλώς, βεβαίως” κ.λπ.:

ΠΛ Αλκ1 110d Ἀλλ’ ἴσως τοῦτό σοι οὐκ ὀρθῶς ἀπεκρινάμην || αλλά, ίσως, δεν σου αποκρίθηκα σωστά σε αυτό.

ΠΛ Φαιδρ 64c ἆρα μὴ ἄλλο τι ᾖ ὁ θάνατος ἢ τοῦτο; || Είναι, άραγε, ο θάνατος κάτι άλλο πέρα από αυτό;

ΠΛ Πολ 441b Ναὶ μὰ Δί’, ἦν δ’ ἐγώ, καλῶς γε εἶπες. || Ναι, μα τον Δία, είπα εγώ, σωστά απάντησες.

ΙΣΟΚΡ 1.48 πάντες γὰρ μισοῦσιν οὐχ οὕτω τοὺς ἐξαμαρτάνοντας ὡς τοὺς ἐπιεικεῖς μὲν φήσαντας εἶναι μηδὲν δὲ τῶν τυχόντων διαφέροντας, εἰκότως || όλοι, φυσικά, μισούν όχι τόσο αυτούς που διαπράττουν αδικήματα όσο αυτούς που ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι, ενώ δεν διαφέρουν καθόλου από τους τυχαίους.

§7.7. Γενίκευση - Σημασιακή επέκταση

Πολλά επιρρήματα παράγονται από ουσιαστικά, π.χ. το τοπικό θύραζε, το χρονικό ἀκμήν, τα τροπικά ἄγαν, πάλιν, δωρεάν, τα δοτικοφανή σπουδῇ, σχολῇ, κομιδῇ, εἰκῇ. Άλλα προέρχονται από επίθετα (μέγα, πολύ, τυχόν (ἴσως), πολλά, σφόδρα, μάλα, τάχα, ἴσως, ὅμως κ.λπ). Τα δοτικοφανή επιρρήματα, και γενικότερα τα επιρρήματα που προέρχονται από ουσιαστικά και επίθετα, αποτελούν σε σχέση με αυτά υπεργενικεύσεις: π.χ. ενώ το ουσιαστικό θύρα δηλώνει ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου, πολύ συγκεκριμένο, το αντίστοιχο επίρρημα θύρασι, που σημαίνει κατά λέξη στην πόρτα, εκτείνεται σημασιολογικά πολύ μέχρι του σημείου "έξω από το σπίτι", μια ιδιαίτερα ευρεία και γενική έννοια.

Το επίρρημα έχει αυτό το χαρακτηριστικό της γενίκευσης περισσότερο από άλλες κατηγορίες (π.χ. το επίθετο). Η μορφική ακαμψία του, δηλαδή η γυμνότητά του από μορφολογικά χαρακτηριστικά, επιτρέπει μια αρκετά γενικόλογη αναφορά στα πράγματα (σε σχέση π.χ. με το επίθετο, που δεσμεύεται μορφολογικά ως προς γένος και αριθμό από το ουσιαστικό που το ίδιο περιορίζει). Έτσι, χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να περιγράψει περιληπτικά τον τρόπο εκτέλεσης μιας πράξης, τα παράλληλα συμβάντα, τα επακόλουθα, τον σκοπό και την αιτία: π.χ. στην πρόταση ΘΟΥΚ 2.33.3 βιαιότερον ἀναγαγόμενοι ἐκομίσθησαν ἐπ’ οἴκου (:αφού αντιμετώπισαν πιο ισχυρές πολεμικές δραστηριότητες, αναχώρησαν), το επίρρημα βιαιότερον χρωματίζει τροπικά δηλώνοντας με έναν πολύ γενικό τρόπο/ προσδιορισμό όλα τα παραπάνω στοιχεία.

Πολλά επιρρήματα, όπως και οι άλλες λέξεις, εκτείνονται σημασιολογικά και πέραν της πρωταρχικής σημασίας τους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα απ’ όλα είναι πολλά τοπικά επιρρήματα που εξελίχθηκαν σε προθέσεις αποκτώντας και πολλές νέες, μεταφορικές σημασίες (π.χ. το ὑπὲρ με αρχική τοπική σημασία "υπεράνω" καταλήγει αργότερα ως πρόθεση να δηλώνει και την υπεράσπιση, μια μεταφορική σημασία που προκύπτει από την εικόνα του πολεμιστή με τα όπλα του πάνω από τον προστατευόμενο)

Ερωτικός σύντροφος και η ενσάρκωση ενός ασυνείδητου πόθου

Στις αρχές του 1907 ο Φρόιντ δημοσιεύει μία ανάλυση που έγραψε ο ίδιος πάνω στο μυθιστόρημα του Βίλχελμ Γιένσεν «Γκραντίβα – Μία Πομπηιανή Φαντασία» και, την οποία ονόμασε «Το Παραλήρημα και τα Όνειρα στην Γκραντίβα του Β. Γιένσεν».

Το μυθιστόρημα πραγματέυεται την ιστορία ενός νεαρού αρχαιολόγου, ο οποίος ερωτεύεται ένα αρχαίο αγαλματίδιο, το οποίο αναπαριστά μία νεαρή κοπέλα, μάλλον ελληνικής προέλευσης. Η φαντασία του φτάνει σε τέτοιο σημείο, όπου αρχίζει να πιστεύει πως η κοπέλα ήταν αληθινό πρόσωπο, ελληνικής καταγωγής, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με πατέρα Πατρίκιο, η οποία έζησε στην Πομπηία και πέθανε μέσα στην πήρινη λαίλαπα του ηφαιστείου Βεζούβιου, το οποίο εκρήγνηκε το 79 μχ. Συνεπαρμένος από την ιστορία αυτή, την οποία ο ίδιος δημιούργησε μέσα στο μυαλό του, χάνει κάθε ενδιαφέρον για την παρούσα ζωή του και αποφασίζει να ταξιδέψει στην Πομπηία, με σκοπό να ανακαλύψει κάποια σημάδια, τα οποία άφησε η Γκραντίβα στο πέρασμά της.

Έχουμε μεγαλώσει με την πεποίθηση, πως οι πράξεις, σκέψεις και συναισθήματά μας είναι προϊόντα της ελεύθερής μας βούλησης. Παρ’ όλα αυτά, όπως ο ίδιος ο Φρόιντ μας διδάσκει – «είναι καθημερινό φαινόμενο, ακόμη και υγιή άτομα να απατώνται για τα κίνητρα των πράξεών τους και να το συνειδητοποιούν πολύ αργότερα, όταν η αντίφαση μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων μέσα τους, τούς δείξει την αιτιολογική σχέση του σφάλματός τους. Η απωθημένη παρόρμηση είναι αρκετά δυνατή για να μπορέσει να εκδικηθεί της κατασταλτικής της δύναμης, μέσω ενός συναισθήματος μη ικανοποίησης και ανημπορίας».

Ο Ρόμπιν Σκίννερ, στο βιβλίο του «Η οικογένεια και πώς να επιβιώσουμε μέσα σ’ αυτήν», παραθέτει ένα πείραμα (μελέτη των οικογενειακών συστημάτων), όπου μία ομάδα ατόμων, άγνωστων μεταξύ τους, επιλέγουν από ένα σύντροφο, ο οποίος είτε τους θυμίζει κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, είτε τους εμπνέει τη σιγουριά πως θα μπορούσε να γεμίσει το «κενό» που βρίσκεται μέσα τους. Όταν μαζευτούν σε ζευγάρια, αρχίζουν να συζητούν μεταξύ τους, για το ποιοί θα μπορούσαν να είναι οι πιθανοί λόγοι και κίνητρα για αυτή την επιλογή και όχι για κάποια άλλη, συγκρίνοντας τις οικογένειές τους. Μετά το κάθε ζευγάρι επιλέγει κάποιο άλλο ζευγάρι και το κάθε μέλος της τετραμελούς ομάδας ταυτίζεται με ένα οικογενειακό ρόλο. Στο τέλος συζητάνε μεταξύ τους για τα κίνητρα του καθενός να επιλέξει τον οικογενειακό ρόλο που επέλεξε μέσα στην ομάδα, σε σχέση πάντοτε με τις δικές τους οικογένειες. Αυτό που ανακάλυψαν, ήταν πως υπήρχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των οικογενειών – είτε στον τρόπο έκφρασης κάποιων συναισθημάτων, είτε στη γενικότερη φύση των σχέσεων μεταξύ κάποιων μελών της οικογενείας, είτε στις προσδοκίες που είχαν οι γονείς τους προς αυτούς, είτε στη θέση που είχε το κάθε μέλος μέσα στην οικογένεια, είτε σε κάποια σημαντική απώλεια ή αλλαγή κτλ. Στο μεταξύ, υπήρχαν μερικά άτομα, τα οποία δεν είχαν επιλεγεί ή επιλέξει κανένα. Όταν τους ζητήθηκε να μιλήσουν για τις δικές τους οικογένειες, ανακάλυψαν πως όλοι τους, είτε μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία, είτε σε ξένες οικογένειες, είτε ήταν υιοθετημένοι, είτε βίωσαν με έντονο τρόπο στην πρώιμη παιδική τους ηλικία την απόρριψη.

Η ψυχολογία και σε μεγαλύτερο βαθμό η ψυχανάλυση, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην υποκειμενική πραγματικότητα, παρά στην αντικειμενική. Οι ερωτικές σχέσεις υπάρχουν ως κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο λίγο ή πολύ όλοι μας έχουμε βιώσει. Εντούτοις, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο, είναι ο τρόπος με τον οποίο το κάθε συγκεκριμένο άτομο βιώνει το αίσθημα του έρωτα. Αντικείμενο της έρευνάς μας είναι οι προσδοκίες, πόθοι, επιθυμίες, φαντασιώσεις, όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν την ατομικότητα του καθενός μέσα στις σχέσεις του με τους άλλους και οι οποίοι είναι προϊόντα της προσωπικής του ιστορίας.

Η προσωπική αλήθεια του καθενός, διαμορφώνεται μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες. Η αλήθεια, δηλαδή η αλησμόνητη λήθη, απαιτεί την αναγνώρισή της. Επιζητεί κάποιο δυνατό τρόπο έκφρασής της, μέσω της ανάδυσής της στο συνειδητό πεδίο του μυαλού μας. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του ότι η αλήθεια είναι πάντοτε φορτισμένη με έντονα συναισθήματα, τα οποία το άτομο πολλές φορές δεν μπορεί να χειριστεί, η συνείδηση τα απωθεί στο ασυνείδητο πεδίο του ψυχισμού του. Ο ψυχισμός, όμως, στην ολότητά του, έχει τη δική του δυναμική, ό,τι προϋπάρχει ή εισχωρεί μέσα του, συνεχίζει να λειτουργεί, ανεξαρτήτως αν βρίσκεται στο συνειδητό ή ασυνείδητο πεδίο του. Το γεγονός αυτό, παρουσιάζεται ως πρόβλημα για το συνειδητό, το οποίο στην προσπάθειά του να κρατήσει την αλήθεια στο χώρο του ασυνειδήτου, καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ψυχικής ενέργειας. Γι΄ αυτόν τον λόγο, τα δύο πεδία «βρίσκουν» μία συμβιβαστική λύση, χρησιμοποιώντας δύο βασικούς μηχανισμούς: την μετάθεση και την συμπύκνωση.

Μετάθεση, είναι η διοχέτευση του ασυνείδητου υλικού σε διαφορετική, από την πρωταρχική του κατεύθυνση, ή σε διαφορετικό από το πρωταρχικό του αντικείμενο. Η μετάθεση πραγματοποιείται μέσω αντικατάστασης ενός στοιχείου με κάποιο άλλο, ή μέσω ανταλλαγής των λεκτικών μορφών των δύο στοιχείων. Όπως ανέφερα και πιο πάνω, οι άνθρωποι τείνουν να κοινωνικοποιούνται με άτομα, τα οποία φέρουν κάποια κοινά ή αντίθετα χαρακτηριστικά με οικία τους πρόσωπα. Ο λόγος έγκειται στο εξής γεγονός – αφού δεν μπορώ να έχω το άτομο που τόσο πολύ αγάπησα, τότε θα βρώ κάποιο που να του μοιάζει. Από την άλλη όμως, αν ο ψυχικός πόνος ήταν τόσο δυνατός που η αγάπη μετατράπηκε σε μίσος, τότε μπορεί να ψάχνω κάποιο άτομο με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από το προηγούμενο, λές και με αυτό τον τρόπο θα αποτρέψω κάποια παρόμοια, μελλοντική κατάληξη της σχέσης μου.

Συμπύκνωση, είναι η χρησιμοποίηση ενός αντικειμένου, με διττή η πολλαπλή σημασία. Μία παράσταση ή ένα αντικείμενο, μπορούν να συμπυκνωθούν με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα μέσω παράληψης κάποιου στοιχείου τους, μέσω συγχώνευσής τους με άλλες παραστάσεις ή αντικείμενα ή μέσω κάποιου νεολογισμού.

Στην ψυχανάλυση υπάρχει επίσης ο όρος μετουσίωση. Η μετουσίωση είναι η μετατροπή της ουσίας ενός πράγματος σε κάτι άλλο. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για ασυνείδητο υλικό, το οποίο πολλές φορές λόγω του περιεχομένου και της φύσης του, αναγκαζόμαστε να το διοχετεύσουμε σε κοινωνικά αποδεκτές ενασχολήσεις, ακριβώς λόγω των περιορισμών που η ίδια η κοινωνία μας επιβάλλει.

Στόχος και των τριών μηχανισμών είναι η ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, έστω και με κάποιο υποκατάστατο αντικείμενο ή έμμεσο τρόπο.

Η τέχνη είναι η προσωποποίηση της μετουσίωσης. Είναι ο χώρος όπου μεταθέτουμε όλες μας τις επιθυμίες, δίνοντας τους καλλιτεχνική μορφή. Τα όνειρα είναι ένας άλλος τρόπος ικανοποίησης των ασυνείδητων επιθυμιών μας. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται όπως στην τέχνη, έτσι και στα όνειρα, με σκοπό την ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, είναι η μετάθεση και η συμπύκνωση. Απ΄ αυτή την άποψη, ένα έργο τέχνης, δεν είναι λιγότερο αληθινό, από μία πραγματική ιστορία πάθους, ακριβώς γι΄ αυτό τον λόγο. Ο καλλιτέχνης, προβάλλει πάνω στο έργο του τον εσωτερικό του κόσμο και μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος αντιλαμβάνεται και βιώνει το ερωτικό πάθος.

Η ερωτική συνάντηση, είτε αυτή είναι μυθιστορηματική, είτε είναι πραγματική, πραγματοποιείται στη σφαίρα του φαντασιακού. Ο ένας ταυτίζεται με τις προσδοκίες του άλλου. Αυτό που τους ενώνει είναι οι προσδοκίες που έχει ο ένας για τον άλλο. Δηλαδή, υπάρχει μία αμφίδρομη σχέση φαντασιακής προβολής, ή αν θέλετε αμφίδρομης προβολικής ταύτισης, όπου και τα δύο άτομα φέρουν μέσα τους από τη μιά μεριά τις προσδοκίες τους και, από την άλλη κάποια προδιάθεση να ταυτιστούν με τις προσδοκίες του άλλου. Όταν το μυστήριο που κρύβεται πίσω από το πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου και, το οποίο τροφοδοτεί τη φαντασία και τις προσδοκίες, διαλευκανθεί, τότε ξαφνικά βρισκόμαστε ενώπιον κάποιου άγνωστου, ακόμη και ανεπιθύμητου προσώπου. Αυτό που ερωτευόμαστε δεν είναι το άτομο, αλλά την εικόνα που προβάλλουμε πάνω σ’ αυτό, βάσει των δικών μας προσωπικών βιωμάτων και εν συνεχεία προσδοκιών. «Μία επιτυχημένη και ευτυχής σχέση, λέει η Μέλανι Κλάιν, έγκειται στο βαθμό σύγκλισης μεταξύ του ασυνειδήτου των δύο συντρόφων».

Όπως γράφει ο Έριχ Φρόμ, στο βιβλίο του «Η Τέχνη της Αγάπης», «ο έρωτας είναι εκείνη η έλξη που βιώνουμε μέσα μας προς πλήρη συγχώνευση με κάποιο άλλο άτομο. Αυτό το εκρηκτικό βίωμα ερωτικού πάθους με κάποιο άτομο οδηγεί προς μια ξαφνική κατεδάφιση των υφιστάμενων φραγμών που υπάρχουν μεταξύ των δύο συντρόφων, ξένων μέχρι τώρα ο ένας για τον άλλο. Όταν όλοι οι φραγμοί μεταξύ των δύο συντρόφων κατεδαφιστούν, τότε χάνεται η κάθε πιθανή δυνατότητα για την επίτευξη κάποιας άλλης ξαφνικής εγγύτητας με τον ερωτικό σύντροφο.»

Ο Χοσέ Ορτέγκα Υ Γκασέτ, στο βιβλίο του «Μελέτες για τον έρωτα», γράφει «ο έρωτας είναι μία παθιασμένη συγκέντρωση της προσοχής μας πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος και πράγματα σταδιακά αντικαθιστούνται μέσα στη συνείδηση του ερωτευμένου μόνο από ένα άτομο. Όπου κι αν βρίσκεται ο ερωτευμένος, ό,τι κι αν βρίσκεται μπρόστα στο πεδίο όρασής του, η προσοχή του θα έλκεται συνεχώς από το ερωτικό του αντικείμενο. Η κάθε του προσπάθεια να μετατοπίσει την προσοχή του σε κάθε τι άλλο, θα αποβαίνει μοιραία. Τα όρια της συνείδησης στενεύουν σε τέτοιο βαθμό, που πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια για περισσότερα από ένα αντικείμενα. Ο Πλάτωνας ονομάζει αυτή την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, «Θεία Μανία».

Οι συμπεριφορές, που θυμίζουν τα ελαττώματά μας μας απωθούν

Η ευκολία να κρίνουμε και να αναγνωρίζουμε λάθη, ελαττώματα και «χαλασμένες πτυχές» στους άλλους είναι ίσως η πιο τρανταχτή ένδειξη της αδυναμίας μας να τα αποτινάξουμε εμείς οι ίδιοι από μέσα μας.

Το να κριτικάρουμε και να βάζουμε στον τοίχο ανθρώπους, συμπεριφορές και γεγονότα που κατά τα λεγόμενά μας μας ενοχλούν, είναι μια κάθαρση που επιτελείται εκ του ασφαλούς, αφού ουσιαστικά κάνουμε καθρέπτισμα των σφαλμάτων ή των χαρακτηριστικών που έχουμε και εμείς οι ίδιοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.

Δεν ανεχόμαστε και δε συγχωρούμε προσωπικότητες ίδιας εμβέλειας της δικής μας, γιατί ασυνείδητα εντοπίζουμε τις άσχημες ομοιότητες μεταξύ τους και τις μεταφράζουμε ως διαφορές, για να είμαστε ηθικά καλυμμένοι την ώρα της κρίσης μας προς εκείνους και φυσικά για να μη περάσουμε ποτέ στο άχαρο στάδιο της κρίσης του ίδιου μας του εαυτού, αφού στη πραγματικότητα εκείνον πρέπει να διορθώσουμε.

Επειδή η φράση «μη κάνεις όσα δε θες να σου κάνουν», τείνει να χάσει τη παιδευτική της ισχύ -εφόσον οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε δια-χειριστεί κάποιον ή κάτι με τρόπο του οποίου δε θα θέλαμε να είμαστε αποδέκτες-, πρέπει να δούμε και τη συνέχεια ή μάλλον τη συνέπεια που έχει το δεύτερο σκέλος που θα είχε η φράση αυτή.

Το δεύτερο σκέλος, λοιπόν, αφορά στη περίπτωση που παθαίνεις -ή βρίσκεσαι μπροστά ως έμμεσος αποδέκτης-, μιας κατάστασης που είχες και εσύ στο παρελθόν δημιουργήσει και δεν είχες σκεφτεί και υπολογίσει τα κατάλοιπά που είχε αφήσει.

Μη θέλοντας να παραφράσω το παρακάτω γνωμικό, το παραθέτω αυτούσιο, χωρίς να είμαι σύμφωνη, βέβαια, με την απόλυτη έννοια που φέρει η λέξη μίσος:

«Όταν μισούμε έναν άνθρωπο, τον μισούμε για κάτι που μας θυμίζει τον εαυτό μας. Κάτι που δεν έχουμε εμείς μέσα μας, δεν μπορεί ποτέ να μας συγκινήσει...» – Herman Hesse

Ο λόγος που το παρέθεσα, ήταν για να καταστήσω σαφή τη δύναμη που έχει ο εγκέφαλος μας να αναγνωρίζει και ταυτόχρονα να αμύνεται ψευδώς, έναντι γνώριμων εδαφών που του προκαλούν δυσφορία, όταν αντιληφθεί το μερίδιο ευθύνης που του αντιστοιχεί.

Μπορεί να μη μισούμε, ακριβώς, αλλά εκνευριζόμαστε και ψάχνουμε αιώνια ένα «γιατί» εκεί που δεν υπάρχει «επειδή», χάριν της απέλπιδης προσπάθειάς μας να βάλουμε σε τάξη την αδικία που νιώθουμε πως έχουμε υποστεί.

Για παράδειγμα, αν δεν έχεις πει ποτέ στη ζωή σου ψέμα σε κάποιον, δε θα νιώσεις ριγμένος όταν τύχεις αποδέκτης, ούτε θα τον κατηγορήσεις, απλά θα τον αφαιρέσεις από τη ζωή σου με συνοπτικές διαδικασίες.

Όταν, όμως, η συμπεριφορά αυτή θυμίζει τη δική σου –χωρίς να το καταλαβαίνεις άμεσα-, επιμένεις να κινείσαι γύρω από την τροχιά του και να προσπαθείς να βρεις την αιτία, σε ένα κλίμα απόλυτης σύγχυσης και αναπάντητων ρητορικών ερωτημάτων, αφού στη πραγματικότητα τα ερωτήματα πρέπει να διαβαστούν σε ένα εσωτερικό επίπεδο.

Η ανοσογνωσία που διακατέχει τον κόσμο σε τέτοιες περιπτώσεις, υπερκαλύπτει και θολώνει τοπία στους εγκεφαλικούς του υποθαλάμους και οδηγεί σε αναγνώριση σφαλμάτων, μονάχα όταν τα εντοπίσει σε τρίτους.

Οι πάσχοντες αυτού του συνδρόμου, νιώθουν βαθειά αδικία και αισθάνονται έκπληκτοι, που κάποιος μπόρεσε να τους φερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Στην ουσία δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα, συμπεριφορές ή χαρακτηριστικά που μας επηρεάζουν και μας απωθούν ή έλκουν στους άλλους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα αναγνωρίζουμε και τα αντιμετωπίζουμε με ωμή ειλικρίνεια ως οικεία ή ξένα στοιχεία της δικής μας ψυχομετρίας.

Οι κάθε τελευταίες φορές

Σχεδόν ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία φορά.

Τις ζούμε ή τις ξοδεύουμε σαν να είναι άπειρες. Δεν ξέρω τι διαφορετικό θα κάναμε αν το γνωρίζαμε. Μπορεί τίποτα. Μπορεί να μη θέλουμε να ξέρουμε πως είναι η τελευταία φορά. Αλλά μπορεί και να φέρναμε τον κόσμο ανάποδα αν το γνωρίζαμε.

Στο «Τσάι στη Σαχάρα», στην τελευταία σκηνή της ταινίας του Μπερτολούτσι εμφανίζεται ο συγγραφέας του βιβλίου Πολ Μπόουλς να λέει στην Ντέμπρα Γουίνγκερ:

«Πόσες φορές ακόμα θα θυμάσαι ένα συγκεκριμένο απόγευμα της παιδικής σου ηλικίας, ένα απόγευμα που είναι τόσο βαθιά συνυφασμένο με την ύπαρξή σου, που δεν μπορείς να διανοηθείς τη ζωή σου χωρίς αυτό; Ίσως τέσσερις, πέντε φορές, ίσως ούτε τόσες. Πόσες φορές ακόμα θα δεις την πανσέληνο και ανατολή ταυτόχρονα; Ίσως 20. Κι όμως, όλα ακόμα φαίνονται τόσο απεριόριστα».

Το παράδοξο, να γνωρίζουμε το πεπερασμένο του βίου μας αλλά να λειτουργούμε σαν να είναι όλα τα επί μέρους κομμάτια του άπειρα, ίσως να είναι η δύναμη της ζωής. Το να τα ζεις όλα σαν να είναι ανεξάντλητα μπορεί να ερμηνευτεί και ως μοναδικός τρόπος να τα εκτιμήσεις πραγματικά. Βέβαια, όταν δεν μιλάμε για πανσελήνους και καλοκαίρια αλλά για ανθρώπους, τα πράγματα χάνουν λίγο τη λάμψη της λογοτεχνικής τους υπόστασης. Γίνονται βίαια. Όταν ακούς όλο και συχνότερα να λένε πως δεν πρόλαβαν να πούνε στους γονείς τους αυτά που τους χρωστούσαν, τότε η φιλοσοφία δίνει τη θέση της σε μία δύσκολα διαχειρίσιμη, βαριά λύπη.

Υπάρχουν τόσα πράγματα που θα γίνουν για τελευταία φορά αυτό το καλοκαίρι. Ακόμη και μία συγκεκριμένη παρέα σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Νομίζουμε πως θα ξαναβρεθούμε αλλά δεν θα υπάρξει επόμενη φορά. Τουλάχιστον όχι με τις συγκεκριμένες συνθήκες. Από την άλλη, μεγάλο και το δίκιο του Ηράκλειτου στη ρήση του για το ότι δεν μπορείς να μπεις δύο φορές στο ίδιο ποτάμι, άρα είναι αδύνατον να ζήσεις το ίδιο πράγμα δύο φορές. Όλα μία και μοναδική. Όμως δεν χωράνε τα πάντα μέσα στην απολυτότητα μιας αλήθειας σχεδόν επιστημονικής.

Είναι τόσο πολλά εκείνα που αν τα δεις μέσα σε ένα λιγότερο αυστηρό πλαίσιο, δίχως τη διάκριση των παραμέτρων που κάνει όλες τις στιγμές μοναδικές, τα ζούμε πολλές φορές και ορισμένα θα σκοτώναμε να τα ζούμε συχνότερα. Οι ζωές των περισσότερων είναι η επανάληψη δέκα βασικών μοτίβων, άλλων καλών και άλλων όχι. Και αυτή η επανάληψη, η ρουτίνα, προσφέρει μία αίσθηση ασφάλειας, ακριβώς όπως στα μικρά παιδιά.

Θα θέλαμε να επιστρέψουμε στις τελευταίες φορές μας – τουλάχιστον σε όσες δεν γνωρίζαμε πως ήταν οι τελευταίες. Θα θέλαμε να πειράξουμε μια-δυο παραμέτρους τους, να τις κάνουμε πιο υποφερτές ως μνήμες αργότερα. Γιατί υπάρχουν ενοχές και απωθημένα και πολλή εμποδισμένη ευτυχία σε πολλές από αυτές.

Μια πρόποση στις τελευταίες φορές αυτής της Άνοιξης: Να μην περιλαμβάνουν ανθρώπους.

Η Ευγνωμοσύνη

Αίφνης, νιώθω ότι έχω μια ξεκάθαρη εστίαση και αντίληψη των πραγμάτων. Δεν υπάρχει χρόνος για οτιδήποτε ασήμαντο. Πρέπει να εστιάσω στον εαυτό μου, στη δουλειά μου και στους φίλους μου. Δεν θα παρακολουθώ πια τις βραδινές ειδήσεις στην τηλεόραση. Δεν θα δίνω πια σημασία στην πολιτική ή στην επιχειρηματολογία γύρω από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Η στάση αυτή δεν είναι απόρροια αδιαφορίας, αλλά αποστασιοποίησης -εξακολουθούν να με νοιάζουν βαθιά η Μέση Ανατολή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η αυξανόμενη ανισότητα, αλλά όλα αυτά δεν είναι πια δική μου δουλειά. Ανήκουν στο μέλλον. Εγώ πλέον χαίρομαι όταν γνωρίζω προικισμένους νέους ανθρώπους. Και νιώθω ότι το μέλλον βρίσκεται σε καλά χέρια.

Τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου, βιώνω με αυξανόμενη επίγνωση τους θανάτους συνομηλίκων μου. Η γενιά μου αποχωρεί σιγά σιγά και τον κάθε θάνατο τον νιώθω μέσα μου σαν ρήξη, σαν να μου αποσπάται βίαια ένα κομμάτι του εαυτού μου. Κανείς δεν θα 'ναι σαν κι εμάς όταν πια χαθούμε, αλλά και πάλι κανείς ποτέ δεν είναι σαν οποιονδήποτε άλλο. Αυτοί που πεθαίνουν είναι αναντικατάστατοι. Αφήνουν πίσω τους κενά που δεν μπορούν να γεμίσουν, γιατί η μοίρα -η γενετική και νευρωνική μοίρα- κάθε ανθρώπου είναι να είναι μοναδικός, να ακολουθεί το δικό του μονοπάτι, να ζει τη δική του ζωή, να βιώνει τον δικό του θάνατο.

Δεν προσποιούμαι ότι δεν φοβάμαι. Αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα μέσα μου είναι η ευγνωμοσύνη. Αγάπησα κι αγαπήθηκα. Μου έδωσαν πολλά κι έδωσα κάτι κι εγώ με τη σειρά μου. Διάβασα και ταξίδεψα και στοχάστηκα και έγραψα. Συνευρέθηκα με τον κόσμο, μέσα απ’ αυτή την ιδιαίτερη συνεύρεση μεταξύ συγγραφέων και αναγνωστών.

Μα, πάνω απ' όλα, υπήρξα ένα συνειδητό ον, ένα σκεπτόμενο ον, σε τούτο τον όμορφο πλανήτη, κι αυτό από μόνο του αποτελεί τεράστιο προνόμιο και σπουδαία περιπέτεια.

Να την ψάχνεις την ομορφιά στον χαρακτήρα

Είναι μεγάλο πράγμα να σε αγαπούν για αυτό που είσαι στην πραγματικότητα και όχι για αυτό που φαίνεσαι. Είναι ωραίο να σε αναγνωρίζει κάποιος για την ποιότητα του χαρακτήρα σου και τις λεπτές γραμμές που σε διατρέχουν. Είναι μεγάλη υπόθεση να εισχωρεί κάποιος μέσα στα ύδατα της ψυχής σου και να σε εκτιμάει για την ιστορία που έχεις γραμμένη στην καρδιά σου. Είναι όμορφο γενικά να σε σέβεται κάποιος για τα όσα τρέφεις μέσα σου, να ξεπερνά τις επιφάνειές σου, αναζητώντας τους πραγματικούς θησαυρούς που κρύβεις.

Δεν λέω, καλή και η εξωτερική εμφάνιση, καλό και το στυλ που προβάλει κάποιος, αλλά τι να το κάνεις αν δεν ξέρεις το τι επιφυλάσσει το μέσα του; Τι να το κάνεις αν δεν μπορείς να διαβάσεις τις αλήθειες και τις απόψεις που κρύβει; Τι να το κάνεις αν δεν μπορείς να διακρίνεις το ποιόν του σαν άνθρωπο για να είσαι σε θέση να διαμορφώσεις μια σφαιρική εικόνα γι’ αυτόν, παραμένοντας μόνο στα όσα θέλει να σου δείχνει;

Πολλές φορές οι άνθρωποι, προκειμένου να μην αποκαλυφθούν οι αδυναμίες τους, προτιμούν να κρύβονται πίσω από ψεύτικες μάσκες. Προτιμούν να υποδύονται κάτι άλλο από αυτό που είναι στην ουσία. Ο φόβος της απόρριψης τους οδηγεί σ’ αυτό το σημείο και για να μην χάσουν τους γύρω τους προσπαθούν όσο το δυνατόν να μην ανοίγονται. Έτσι εστιάζουν κι επικεντρώνονται περισσότερο στην εξωτερική τους εμφάνιση, στην προβολή του εαυτού τους, η οποία όμως είναι απαλλαγμένη από όσα δεν θέλουν να δείξουν και να φανερώσουν και όλα αυτά για να γίνουν αρεστοί και αποδεκτοί από τους άλλους.

Προβάλουν προσωπικότητες και χαρακτήρες που άμα τις σκάψει κάποιος πιο βαθιά θα δει πως δεν υπάρχουν και ότι απλά αποτελούν επινοήσεις του μυαλού και της φαντασίας τους. Όλοι όμως οι άνθρωποι κρύβουμε μια μοναδική ιστορία στην ψυχή μας, μια ιστορία που για άλλους μπορεί να ακούγεται όμορφη και για άλλους όχι. Όλοι μας έχουμε κάτι το διαφορετικό, κάτι το οποίο δεν το έχει κανένας άλλος, και αυτό είναι που μας καθιστά ξεχωριστούς και μοναδικούς. Αυτό είναι που πρέπει να μας χαρακτηρίζει και να μας εκφράζει.

Γι’ αυτό θα πρέπει να δείχνουμε στους άλλους αυτό που στην πραγματικότητα είμαστε. Δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από τίποτα, γιατί η αλήθεια πάντα θα μας βρίσκει στο τέλος. Πρέπει να αγαπάμε τον εαυτό μας και να μην ντρεπόμαστε για αυτόν. Δεν υπάρχουν μέτρα σύγκρισης ανάμεσα στους ανθρώπους κι όσο γρήγορα το κατανοήσουμε αυτό, τόσο πιο γρήγορα θα εκτιμήσουμε αυτό που είμαστε.

Όλοι μας έχουμε συγκριθεί ενίοτε με κάποιον φίλο μας, με κάποιον γνωστό μας. Όλοι μας έχουμε ζυγίσει τις δικές μας καταστάσεις με των άλλων και τα έχουμε αντιπαραβάλει μεταξύ τους. Ωστόσο στην πορεία σίγουρα όλοι έχουμε καταλήξει στην ματαιότητα όλων αυτών των συγκρίσεων και έχουμε συνειδητοποιήσει ότι δεν είμαστε σαν εκείνους, ότι δεν έχουμε την ίδια πορεία και τα ίδια στάνταρ στη ζωή μας για να μπορούμε να συγκριθούμε.

Και όλα αυτά γιατί; Γιατί ο καθένας από εμάς έχει έναν δικό του χαρακτήρα, ο οποίος και καθορίζει το πως θα είναι η ζωή του. Σύμφωνα με τον χαρακτήρα πορεύονται οι άνθρωποι, καθώς αυτός είναι η πραγματική απεικόνιση της ψυχής τους.

Έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις απαιτούν χαρακτήρα, απαιτούν ψυχή και όλες τις αλήθειες που έχουν χαραγμένα πάνω. Δεν θέλουν ψεύτικα πρόσωπα και χαμόγελα. Δεν θέλουν επιφανειακές θάλασσες που αν πέσει κάποιος μέσα σ’ αυτές θα πνιγεί από το ψέμα και την υποκρισία. Δεν θέλουν στολισμένες μορφές με πολύχρωμα φωτάκια που όταν σβήσουν θα ξεπροβάλει μια κενή γύμνια.

Οι ανθρώπινες σχέσεις θέλουν καθαρά και φωτεινά πρόσωπα, θέλουν ειλικρίνεια που λάμπει. Αναζητούν το σεβασμό και την εκτίμηση στον χαρακτήρα του άλλου. Θέλουν να είσαι ο εαυτός σου και μόνο αυτόν να αντιπροσωπεύεις, δίχως μεταμφιέσεις. Θέλουν να μπορούν να διαβάζουν την ιστορία σου και να σε αξιολογούν σύμφωνα με αυτήν. Θέλουν να αγαπούν την ξαστεριά σου και να διώχνουν τα σύννεφα που σε καλύπτουν.

Έτσι σε ένα κόσμο μασκαρεμένων, ο χαρακτήρας φίλε μου, αυτός μετράει μόνο.

Εκεί ψάξε την ομορφιά.

Είμαστε πλασμένοι για κοινωνική συμβίωση

Ο Adler έχει πυρήνα της Ατομικής ψυχολογίας του το «κοινωνικό συναίσθημα», που είναι η έκφραση της ικανοποίησης της υποσυνείδητης τάσης προς κοινωνική συμβίωση. Χαιρόμαστε όταν ικανοποιείται και λυπούμαστε για το αντίθετο. Το κοινωνικό συναίσθημα είναι ο συνδετικός ιστός των ατόμων μιας ομάδας, ώστε να μην τη διαλύει η σύγκρουση των ατόμων που την απαρτίζουν. Μοιάζει με την παγκόσμια έλξη που συγκρατεί τα ουράνια σώματα. 

Στον Σοφοκλή η Αντιγόνη φωνάζει: «Δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ»! Το κοινωνικό συναίσθημα είναι έμφυτο. Είμαστε πλασμένοι για κοινωνική συμβίωση, για να μην πεθάνουμε.

Η κατασκευή του σωματικού μας οργανισμού αποδεικνύει την ανάγκη της συμβίωσης, γιατί είναι τόσο μειονεκτική σχετικά με τα άλλα ζώα, ώστε μπορεί να καταστραφεί από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, εάν αφεθεί μόνος χωρίς τη βοήθεια των συνανθρώπων. Η γενική υγεία του και η μεγάλη διάρκεια της παιδικής ηλικίας (και εφηβικής) ηλικίας του είναι το ένα τέταρτο της όλης ζωής του, συνήγορεί για την ανάγκη της κοινωνικής συμβίωσης.

Ο άνθρωπος ο σοφός (homo sapiens) είναι ένας τραγικός «βασιλιάς» του ζωικού βασιλείου. Στην Ιλιάδα του Ομήρου πρωτοσυναντούμε τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό του.

«Από όσα πλάσματα ζούνε και σέρνονται πάνω στη γης κανένα άλλο πλάσμα πιο αδύναμο δεν βρίσκεται απ’ τον θνητό άνθρωπο».

Οὐδὲν ἀκινδότερον τρέφει ἀνθρώποιο πάντων ὅσα τε γαίαν ἔπι πνέειτε καί έρπει) Ιλιάς Σ 130-131.

Η ευτυχία είναι πάντα επιλογή

Εκπλήσσομαι με τον τεράστιο αριθμό ενηλίκων που δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της στάσης τους απέναντι στη ζωή. Αν είναι κακόκεφοι και κάποιος ζητήσει να μάθει γιατί, απαντούν, “Σήμερα ξύπνησα στραβά”. Όταν η αποτυχία χτυπάει την πόρτα τους, λένε, “Γεννήθηκα για να βασανίζομαι. Όταν η ζωή τους δεν πάει καλά ενώ άλλα άτομα της οικογένειας βρίσκονται σε άνοδο, λένε, “Λοιπόν, εγώ ήμουν ο άτυχος της οικογένειας”. Όταν οι γάμοι τους αποτυγχάνουν, πιστεύουν ότι παντρεύτηκαν λάθος άτομο. Όταν κάποιος άλλος παίρνει την προαγωγή που ήθελαν, είναι γιατί δε βρέθηκαν στον κατάλληλο τόπο τον κατάλληλο χρόνο. 

Παρατηρείτε κάτι; Πάντοτε οι άλλοι ευθύνονται για τα προβλήματά τους. Η μεγαλύτερη μέρα στη ζωή σας, όπως και στη δική μου, είναι η μέρα που αναλαμβάνετε πλήρως την ευθύνη της στάσης σας. Είναι η μέρα της ουσιαστικής ενηλικίωσης. Ένας σύμβουλος του Προέδρου Λίνκολν τού πρότεινε ένα συγκεκριμένο υποψήφιο για το Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Λίνκολν όμως αρνήθηκε, λέγοντας, “Δε μου αρέσει η φάτσα αυτού του ανθρώπου”. “Μα, κύριε, δεν ευθύνεται αυτός για τα χαρακτηριστικά του προσώπου του”, επέμεινε ο σύμβουλος. “Κάθε άνδρας πάνω από τα σαράντα ευθύνεται για το πρόσωπό του”, απάντησε ο Λίνκολν, και το θέμα θεωρήθηκε τελειωμένο.

Ανεξάρτητα από το τι πιστεύετε εσείς για τη στάση σας, η έκφρασή σας σας προδίδει!
Τις προάλλες, είδα ένα αυτοκόλλητο που έγραφε “Η δυστυχία είναι επιλογή”.
  • Δεν αποφασίζουμε εμείς πόσα χρόνια θα ζήσουμε, αλλά μπορούμε να αποφασίσουμε πόση ζωή θα περιέχεται μέσα στα χρόνια αυτά.
  • Δεν εξαρτάται από μας η ομορφιά του προσώπου μας, αλλά από μας εξαρτάται η έκφρασή του.
  • Δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποφύγουμε τις δύσκολες στιγμές της ζωής, αλλά μπορούμε να επιλέξουμε να μην κάνουμε δύσκολη τη ζωή μας.
  • Δεν μπορούμε να ελέγξουμε την αρνητική ατμόσφαιρα του κόσμου που ζούμε, μπορούμε όμως να ελέγξουμε την ατμόσφαιρα που επικρατεί στο μυαλό μας.
Πολύ συχνά προσπαθούμε να επιλέξουμε και να ελέγξουμε πράγματα που δεν περνούν από το χέρι μας.
Πολύ σπάνια επιλέγουμε να ελέγξουμε αυτό που περνάει από το χέρι μας …τη στάση ζωής μας.

Ο Hugh Downs υποστηρίζει ότι ευτυχισμένος δεν είναι τόσο ο άνθρωπος που βρίσκει τις κατάλληλες συνθήκες, αλλά ο άνθρωπος με την κατάλληλη στάση ζωής. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η ευτυχία είναι μια κατάσταση. Όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά, είναι ευτυχισμένοι. Όταν τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα, είναι δυστυχείς. Μερικοί άνθρωποι πάσχουν από αυτό που εγώ αποκαλώ “ασθένεια προορισμού”. Νομίζουν ότι μπορούν να βρουν την ευτυχία σε κάποια θέση ή σε κάποιο τόπο. Άλλοι υποφέρουν από αυτό που αποκαλώ “η ασθένεια του κάποιου”. Νομίζουν ότι η ευτυχία κερδίζεται αν γνωρίζεις ή είσαι με κάποιο συγκεκριμένο άτομο.

Με εντυπωσιάζει η φιλοσοφία που κρύβεται στα παρακάτω λόγια: “Ο Θεός επιλέγει αυτά που θα υποστούμε. Εμείς επιλέγουμε τον τρόπο που θα τα υποστούμε.” Περιγράφει απόλυτα τη στάση του Viktor Frankl την περίοδο που κακοποιήθηκε βάναυσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί. Τα λόγια που απηύθυνε στους διώκτες του έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για εκατομμύρια ανθρώπους. Είπε, “Το μοναδικό πράγμα που δεν μπορείτε να μου αφαιρέσετε είναι ο τρόπος που επιλέγω να αντιδράσω σε αυτά που μου κάνετε. Το τελευταίο οχυρό της ελευθερίας του ατόμου είναι η επιλογή της στάσης του μπροστά σε κάθε δεδομένη κατάσταση.”

Η Clara Barton, ιδρύτρια του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, κατανόησε τη σημασία της επιλογής της κατάλληλης στάσης ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Ποτέ δεν τη θυμάται κανείς να κρατάει κακία σε κάποιον. Μια φορά, ένας φίλος της της θύμισε κάποιο δυσάρεστο γεγονός που είχε συμβεί μερικά χρόνια νωρίτερα, αλλά η Κλάρα έδειχνε να μη θυμάται το περιστατικό. “Μα δε θυμάσαι το κακό που σου έκανε;” ρώτησε ο φίλος της. “Όχι”, απάντησε ήρεμα η Κλάρα, “Θυμάμαι καθαρά ότι το έχω ξεχάσει”.

Πολύ συχνά, άτομα που έχουν αντιμετωπίσει αντίξοες καταστάσεις στη ζωή τούς αισθάνονται πικρία και θυμό. Άλλες φορές, στη ζωή τους αποδεικνύονται άτομα αρνητικά και σκληρά απέναντι στους άλλους. ‘Έχουν την τάση να αναφέρονται στις δύσκολες στιγμές του παρελθόντος και να λένε, “Εκείνο το γεγονός με κατέστρεψε”. Αυτό που δε συνειδητοποιούν είναι πως το γεγονός εκείνο απαιτούσε μια επιλογή στάσης — μια αντίδραση. Η λανθασμένη επιλογή στάσης τούς κατέστρεψε, και όχι οι συνθήκες.

Ο C. S. Lewis είπε, “Κάθε φορά που κάνετε μια επιλογή, μεταλλάσσετε το προσωπικό σας κέντρο ελέγχου, το κομμάτι που αποφασίζει, σε κάτι λίγο διαφορετικό από αυτό που ήταν ως εκείνη τη στιγμή. Και αν πάρετε τη ζωή σας ως σύνολο, με όλες τις αναρίθμητες επιλογές σας, σταδιακά εξελίσσεστε μέσω αυτού του κέντρου ελέγχου είτε σε ένα αγγελικό είτε σε ένα διαβολικό πλάσμα.”.

Αν είσαι καταδικασμένος να κρύβεις την αλήθεια σου

Για να ορίσει την νευρωσική συμπεριφορά ο Φρόιντ χρησιμοποιούσε μια εικόνα που περιγράφει πολύ ωραία αυτό που θέλω να πω.

Φαντάσου να είσαι καταδικασμένος να κρύβεις την αληθινή σου κλίση σε κάτι. Πες ότι, επειδή σε “συμφέρει”, πρέπει να ζεις κολακεύοντας με δουλικότητα έναν φωνακλά προϊστάμενο. Φαντάσου ότι, επειδή αυτό αποφάσισαν οι γονείς σου, είσαι αναγκασμένος να σπουδάσεις σε μια σχολή που δεν σου αρέσει. Μπες στη θέση κάποιου που δεν έχει άλλη εναλλακτική παρά να περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του δίπλα σ’ έναν άνθρωπο, με τον οποίο δεν έχει τίποτα κοινό…

Ας πούμε τώρα ότι για να μπορέσεις να πας παρακάτω και να μην αναγκαστείς να δείξεις ό,τι πραγματικά αισθάνεσαι, αποφασίζεις να κρύψεις τα πραγματικά σου αισθήματα σε ένα ξύλινο βαρέλι και να σφραγίσεις το καπάκι. Καθώς δεν έχεις την πολυτέλεια, σ’ αυτήν τη φανταστική ιστορία, ν’ αφήσεις να υποψιαστεί κανείς ότι έχεις κρύψει κάτι στο βαρέλι, αποφασίζεις να το βυθίσεις βαθιά στο νερό.

Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, θα πρέπει να έχεις συνεχώς κατά νου να κρατάς το βαρέλι κρυμμένο, γιατί αν δεν πατάς γερά πάνω του σπρώχνοντάς το στον πάτο, θα βγει στην επιφάνεια και θα το δουν όλοι.

Μπορεί να μη σου φαίνεται πολύ δύσκολο να το κρατάς εκεί, σε σύγκριση με το όφελος που έχεις ή τη ζημιά που αποφεύγεις, για σκέψου όμως… Ούτε ν’ απομακρυνθείς απ’ αυτό το σημείο μπορείς, ούτε να ξεχαστείς, ούτε να ξεκουραστείς, ούτε να κάνεις κάτι άλλο. Το μόνο που μπορείς, είναι να ζεις υποταγμένος σ’ αυτήν την καταδίκη που – κατά κάποιον τρόπο -, διάλεξες μοναχός σου.

Αυτό συμβαίνει με τα προσωπεία. Την ενέργεια που ξοδεύουμε για να κρύψουμε την αλήθεια δεν μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για να ζήσουμε τη ζωή μας – πόσο μάλλον για να ζήσουμε ευτυχείς. Αυτή η φθορά προκαλεί τη χρόνια ενόχληση του ανικανοποίητου και οδηγεί πάντα σε μια συμπεριφορά τοξική και αυτοκαταστροφική, που πολλές φορές παίρνει τη μορφή ασθένειας (σωματικής ή ψυχικής), η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με μια βίαιη έκρηξη, ακατανόητη για όλους.

Είναι πολύ δύσκολο – σχεδόν αδύνατον – να παραμείνουμε υγιείς όταν ζούμε “ανειλικρινώς”, κι αν αυτό ισχύει για το πνευματικό επίπεδο, ισχύει ακόμη περισσότερο για το ψυχικό. Η ψυχή μας ανοίγει, μας αποδέχεται και βρίσκει γιατρειά όταν κάνει πέρα, μια προς μια τις τεχνητές πόζες και τους ψεύτικους ρόλους

Τι είναι η επιτυχία

Να ξέρεις ότι κάποια ζωή ανάσανε καλύτερα επειδή έζησες εσύ.
Αυτό σημαίνει θρίαμβος.

Να γελάς πολύ και συχνά.

Να αξίζεις τον σεβασμό των ευφυών ανθρώπων και την αγάπη των παιδιών.

Να κερδίζεις την επιδοκιμασία των τίμιων κριτών και να υπομένεις την προδοσία των ψεύτικων φίλων .

Να εκτιμάς την ομορφιά.

Να βρίσκεις το καλύτερο στους άλλους.

Να δίνεσαι στους άλλους.

Να αφήσεις τον κόσμο λίγο καλύτερο απ΄ όσο τον βρήκες: Μένα υγιές παιδί, μ΄ έναν κήπο ή με μια καλύτερη κοινωνία.

Να έχεις παίξει και γελάσει με ενθουσιασμό και να έχεις τραγουδήσει με πάθος.

Να ξέρεις ότι κάποια ζωή ανάσανε καλύτερα επειδή έζησες εσύ. Αυτό σημαίνει θρίαμβος!

Πόσα πραγματικά χρειαζόμαστε;

Αυτό που επιθυμούμε να γίνει πραγματικότητα είναι η αύξηση της σχόλης, μιας κατηγορίας η οποία – ορθά νοούμενη – όχι μόνο δε συμπίπτει με την αδράνεια αλλά βρίσκεται σχεδόν στους αντίποδές της. Η σχόλη, με την πραγματική, λησμονημένη σχεδόν έννοια του όρου, συνιστά δραστηριότητα δίχως εξωτερική επιδίωξη, “σκοπιμότητα χωρίς σκοπό” κατά τον Kant. Ο γλύπτης που είναι απορροφημένος στην κοπή του μαρμάρου, ο δάσκαλος που επιδιώκει να μεταδώσει μια δύσκολη έννοια στους μαθητές του, ο μουσικός που παλεύει με μια παρτιτούρα, ο επιστήμονας που εξερευνά τα μυστήρια του χώρου και του χρόνου είναι άνθρωποι που επιδιώκουν κάτι άλλο πέραν του να κάνουν αυτό που γνωρίζουν να κάνουν καλά. Μπορεί οι προσπάθειές τους να τους αποφέρουν κάποιο εισόδημα, αλλά αυτό δεν αποτελεί το κίνητρό τους.

Σύμφωνα με τη δική μας θεώρηση, αυτοί μετέχουν της σχόλης και όχι του μόχθου. Πρόκειται, φυσικά, για εξιδανίκευση. Στον πραγματικό κόσμο, οι εξωτερικές ανταμοιβές, μεταξύ των οποίων και τα οικονομικά οφέλη, δεν μπορούν να εξαλειφθούν ποτέ εντελώς από το μυαλό των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, εφόσον η δράση προχωρά όχι από ανάγκη αλλά από κλίση, εφόσον είναι αυθόρμητη και όχι επιβεβλημένη και μηχανική, επιφέρει το τέλος του μόχθου και την έναρξη της σχόλης. Αυτό – και όχι η αδράνεια – είναι το ιδανικό μας. Ο πολιτισμός μας, με τη φαντασιωτική ένδεια που τον διακρίνει, πιστεύει ότι σε κάθε έκφανση δημιουργικότητας και καινοτομίας – σε αντιδιαστολή με το είδος εκείνο που στοχεύει στη βελτίωση των οικονομικών διαδικασιών – οφείλει να έχει ως γνώμονα το χρήμα.

“Ωραία όλα αυτά” θα μπορούσε να αντιτείνει ένας επικριτής μας, “αλλά μάλλον μοιάζει εντελώς απίθανο η μείωση της εξωγενώς παρακινούμενης δραστηριότητας να οδηγήσει σε αύξηση της σχόλης, με τη μεγαλόπνοη έννοια που αποδίδετε στον όρο. Άνθρωποι φυγόπονοι όπως εμείς χρειάζονται το χρηματικό κίνητρο για να κάνουν οτιδήποτε. Χωρίς το χρήμα, η τεμπελιά – που μας χαρακτηρίζει εκ φύσεως – έρχεται στην επιφάνεια, οδηγώντας μας όχι στο ευ ζην, αλλά στην πλήξη , τη νεύρωση και τον αλκοολισμό. Διαβάστε μερικά ρωσικά μυθιστορήματα και θα δείτε τι εννοώ.”

Σε μια τέτοια ένσταση δεν μπορούμε παρά να αντιπαραθέσουμε μια δήλωση πίστης. Καθώς ποτέ δεν έχει επιχειρηθεί η μείωση της εργασίας σε τόσο ευρεία βάση, δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις πιθανές συνέπειες. Δεν μπορούμε όμως να πιστέψουμε ότι αυτές θα ήταν τόσο ολέθριες όσο υποστηρίζει ο επικριτής μας, ειδάλλως το κύριο εγχείρημα του νεωτερικού ευρωπαϊκού πολιτισμού να βελτιώσει την ευημερία των ανθρώπων θα ήταν ανούσιο και μάταιο. Αν ο τελικός σκοπός της εργατικότητας είναι η οκνηρία, αν εργαζόμαστε και δημιουργούμε απλώς και μόνο για να μπορούν οι απόγονοί μας να παρακολουθούν ολημερίς τηλεόραση, τότε η πρόοδος στην ολότητά της δεν είναι, κατά τον Orwell, παρά “ένας ξέφρενος αγώνας για μια επιδίωξη που ευελπιστούμε και προσευχόμαστε να μην επιτευχθεί ποτέ”. Βρισκόμαστε στην παράδοξη κατάσταση να ωθούμε τον εαυτό μας συνεχώς σε νέα εγχειρήματα, όχι επειδή πιστεύουμε ότι αυτά αξίζουν τον κόπο, αλλά επειδή κάθε δραστηριότητα, όσο άσκοπη κι αν είναι, είναι καλύτερη από το τίποτα. Πρέπει να πιστέψουμε στη δυνατότητα της πραγματικής σχόλης – ειδάλλως θα βρεθούμε πράγματι σε απελπιστική κατάσταση.

Θα ήταν ελπιδοφόρο να δούμε τα πράγματα από μια διαφορετική συλλογιστική γραμμή. Η αντίληψη του ανθρώπου ως εκ γενετής τεμπέλη που ωθείται να δράσει μονάχα από την προοπτική του κέρδους χαρακτηρίζει αποκλειστικά τους νεότερους χρόνους. Οι οικονομολόγοι, ειδικότερα, βλέπουν τους ανθρώπους σαν υποζύγια τα οποία, για να κάνουν το παραμικρό, χρειάζονται το κίνητρο του καρότου ή του μαστιγίου. Ο William Stanley Jevons, πρωτοπόρος της νεότερης οικονομικής θεωρίας, ορίζει το ανθρώπινο πρόβλημα ως το “να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας στο έπακρο με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια”. Στην αρχαιότητα η αντίληψη των πραγμάτων ήταν διαφορετική. Οι πολίτες της Αθήνας και της Ρώμης, αν και οικονομικά αντιπαραγωγικοί, ήταν ενεργοί στον υπέρτατο βαθμό – στην πολιτική, τον πόλεμο, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.

Γιατί να μην παραδειγματιστούμε από αυτούς και γιατί πρέπει να δουλεύουμε σαν γαϊδούρια; Φυσικά, οι Αθηναίοι και οι Ρωμαίοι πολίτες, είχαν εκπαιδευτεί από νεαρή ηλικία στη συνετή χρήση της σχόλης. Το εγχείρημα που έχουμε κατά νου συνεπάγεται ανάλογη εκπαιδευτική προσπάθεια. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μια κοινωνία που έχει εκπαιδευτεί σε επιβεβλημένες και μηχανικές χρήσεις του χρόνου να γίνει εν μια νυκτί κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων. Δεν πρέπει όμως να έχουμε καμιά αμφιβολία ότι το έργο αυτό είναι θεωρητικά εφικτό. Ο Bertrand Russell, σε ένα δοκίμιο που γράφτηκε δύο μόλις χρόνια μετά τις “Οικονομικές δυνατότητες”, προβαίνει σε μια πιο διεξοδική εικονογράφηση των προωθητικών αποτελεσμάτων της οικονομικής κρίσης και θέτει το ζήτημα με τη σαφήνεια που τον χαρακτηρίζει συνήθως:

Θα ισχυριστούν κάποιοι ότι, ενώ ο λιγοστός ελεύθερος χρόνος είναι ευχάριστος, οι άνθρωποι δεν θα ήξεραν πώς να γεμίσουν τις μέρες τους, αν εργάζονταν μονάχα τέσσερις από τις είκοσι τέσσερις ώρες. Στον όποιο βαθμό αυτό ισχύει στον σύγχρονο κόσμο, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μομφή προς τον πολιτισμό μας, και δεν θα μπορούσε να ισχύει σε καμιά προγενέστερη περίοδο. Κατά το παρελθόν οι άνθρωποι διέθεταν ακόμη την ικανότητα για ξεγνοιασιά και παιχνίδι, αυτή όμως έχει σε κάποιο βαθμό ανασταλεί από τη λατρεία της αποδοτικότητας… Οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες των αστικών πληθυσμών έχουν γίνει κατά βάση παθητικές: βλέπουν κινηματογραφικές ταινίες, παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες, ακούνε ραδιόφωνο και ούτω καθεξής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ενεργητικότητά τους διοχετεύεται πλήρως στην εργασία, αν διέθεταν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θα ξανάβρισκαν ικανοποίηση σε δραστηριότητες στις οποίες θα λάμβαναν ενεργό μέρος.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως ο βασικός λόγος για τον οποίο πέφτουμε με τα μούτρα στη δουλειά – ως το μη χείρον βέλτιστον – είναι ακριβώς επειδή η σχόλη έχει χάσει το αληθινό νόημά της, της αυθόρμητης δραστηριότητας, και έχει εκφυλιστεί σε παθητική κατανάλωση. “ Πρέπει να δουλεύει κανείς” γράφει ο Baudelaire στο έργο του Journaux Intimes, “αν όχι από επιθυμία, τουλάχιστον από απελπισία. Γιατί, για να πούμε την αλήθεια, η εργασία είναι λιγότερο βαρετή από τη διασκέδαση”.

Οι Άγνωστες ιστορίες του Τρωικού Πολέμου

Πώς ένας πόλεμος, για τα μάτια μιας ωραίας Ελένης στοίχισε στον Ελληνισμό τόσες πολύχρονες θυσίες και μάλιστα από άγνωστα περιστατικά;

Ένα μονάχα: Και μόνο το γεγονός ότι υπήρξε μία Ελληνίδα, η Επιπόλη, που πήγε να πολεμήσει στην Τροία, αλλά είχε τραγικό τέλος, όπως αναφέρει ο Φώτιος, αρκεί για να αναφερθούμε στα άγνωστα αυτά γεγονότα!

Η ιστορία του Αγαμέμνονα (Αγαμέμνων, -όνος)

Ίσως είναι άγνωστο στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, ότι ο Αγαμέμνονας εμφανίζεται στη μυθική πα­ράδοση ως ο κατεξοχήν βασιλιάς που στην Ιλιά­δα ανέλαβε τη γενική διοίκηση του στρατού των Αχαιών! Ανάλογα με τα ονόματα των προγόνων του ονομάζεται άλλοτε Ατρείδης, άλλοτε Πελοπίδης και άλλοτε Τανταλίδης.

Στην Ιλιάδα είναι βασιλιάς του Άργους και μερικές φορές των Μυκηνών και τότε δίνει το θρόνο του ‘Αργους στον Διομήδη (αυτή η παραλλαγή βρίσκεται στον Κατάλογο των πλοίων, τμήμα παρέμβλητο, που είναι νεότερο από το υπόλοιπο ποίημα). Τέλος, στη μεταγενέ­στερη παράδοση, ο Αγαμέμνονας θεωρείται βα­σιλιάς της χώρας των Λακεδαιμονίων με πρω­τεύουσα τις Αμυκλές (!!)

Ο Αγαμέμνονας ήταν παντρεμένος με την Κλυταιμνήστρα, η οποία παίζει σπουδαίο ρόλο στην ιστορία του. Η Κλυταιμνήστρα, αδελφή της Ελένης, κόρη και αυτή της Λήδας και του Τυνδάρεου, είχε αρχικά παντρευτεί τον Τάνταλο, το γιο του Θυέστη· ο Αγαμέμνο­νας όμως σκότωσε τον Τάνταλο και ταυτόχρονα και ένα νεογέννητο, γιο του Τάνταλου και της Κλυταιμνήστρας.

Έπειτα από αυτή τη διπλή δο­λοφονία και το γάμο με τον Αγαμέμνονα, που η Κλυταιμνήστρα τον δέχτηκε με βαριά καρδιά, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης, τα αδέλφια της Κλυταιμνήστρας, καταδίωξαν τον Αγαμέμνονα, ο οποίος βρήκε άσυλο κοντά στον πεθερό του Τυνδάρεο. Στο τέλος ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης συγκατένευσαν να συμφιλιω­θούν με τον Αγαμέμνονα. Ο γάμος όμως της Κλυταιμνήστρας, που άρχισε με ένα έγκλημα, ήταν καταραμένος, όπως το δείχνει η συνέχεια του μύθου.

Από την Κλυταιμνήστρα ο Αγαμέμνονας απο­κτά τρεις κόρες, τη Χρυσόθεμη, τη Λαοδίκη και την Ιφιάνασσα, και ένα γιο, το στερνοπαίδι του, τον Ορέστη. Αυτή είναι η πρώτη μορφή του μύ­θου. Έπειτα εμφανίζεται μία κόρη, η Ιφιγένεια, που είναι άλλη από την Ιφιάνασσα, και τέλος στη θέση της Λαοδίκης οι τραγικοί ποιητές ανα­φέρουν την Ηλέκτρα, που είναι τελείως άγνω­στη στον ποιητή της Ιλιάδας. Από τα παιδιά αυ­τά οι τραγικοί γνωρίζουν κυρίως την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα και τον Ορέστη.

Τι ξέρουμε για τα θεϊκά σημάδια στον Τρωϊκό πόλεμο;

Τη στιγμή που ένα πλή­θος μνηστήρες ζητούσαν για γυναίκα την Ελέ­νη, ο Τυνδάρεος, με συμβουλή του Οδυσσέα, τους δέσμευσε με όρκο, σύμφωνα με τον οποίο υπόσχονταν να σεβαστούν την απόφαση της Ελένης και να μην αμφισβητήσουν από το μνη­στήρα που αυτή θα διάλεγε το δικαίωμα να την έχει γυναίκα του. Και μάλιστα, αν κινδύνευε από κάποια επίθεση, οι άλλοι θα έπρεπε να τον βοηθήσουν.

Όταν ο Πάρης έκλεψε την Ελένη, ο Μενέλαος ήρθε να ζητήσει τη βοήθεια του Αγα­μέμνονα. Αυτός θύμισε στους αρχηγούς τον όρ­κο τους και έτσι σχηματίστηκε ο πυρήνας του στρατού, που επρόκειτο να εκστρατεύσει στην Τροία. Όλοι διάλεξαν αρχιστράτηγο τον Αγα­μέμνονα είτε λόγω της προσωπικής του αξίας είτε ύστερα από επιδέξια προεκλογική εκστρα­τεία.

Tα στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα. Στην Ιλιάδα ο Δίας στέλνει αμέσως ευ­νοϊκό οιωνό’ έπειτα από θυσία στον Απόλλωνα, ένα φίδι όρμησε από το βωμό σε ένα διπλανό δέντρο και έφαγε στη φωλιά τους οκτώ μικρά σπουργίτια και τη μάνα τους, στο σύνολο δηλα­δή εννιά πουλιά. Ύστερα το φίδι μεταμορφώθη­κε σε πέτρα.

Ο Κάλχας τότε είπε πως ο Δίας ήθελε να δείξει έτσι ότι η Τροία θα έπεφτε ύστε­ρα από διάστημα δέκα χρόνων. Ο Αισχύλος γνωρίζει έναν άλλο οιωνό· μια κουνέλα έγκυα που την ξεσχίζουν δύο αετοί. Ο Κάλχας ερμή­νευσε το σημάδι αυτό λέγοντας ότι η Τροία θα χανόταν, η Άρτεμη όμως θα ήταν εχθρική στους Έλληνες!

Σύμφωνα με ένα ποίημα μεταγενέστερο από την Ιλιάδα (προφανώς τα Κύπρια έπη), οι Έλλη­νες, που δε γνώριζαν το δρόμο για την Τροία, προσάραξαν την πρώτη φορά στη Μυσία και έπειτα από διάφορες συμπλοκές σκορπίστηκαν από θαλασσοταραχή και ο καθένας τους γύρισε πίσω στην πατρίδα του.

Οκτώ χρόνια αργότερα από την αποτυχία αυτή οι Έλ­ληνες συγκεντρώνονται και πάλι στην Αυλίδα. Η θάλασσα όμως δεν είναι ανοιχτή για τα ελλη­νικά πλοία, επειδή επικρατεί επίμονη άπνοια. Ο μάντης Κάλχας, όταν ρωτήθηκε, απάντησε πως η άπνοια οφειλόταν στο θυμό της Άρτεμης. Ο θυμός αυτός είχε πολλές αιτίες· είτε γιατί ο Αγα­μέμνονας, σκοτώνοντας ένα ελάφι, καυχήθηκε ότι η Άρτεμη δε θα τα κατάφερνε καλύτερα είτε γιατί παλαιότερα ο Ατρέας δε θυσίασε στη θεά το χρυσό αρνί· είτε ακόμη γιατί ο Αγαμέμνονας είχε υποσχεθεί στη θεά να της προσφέρει θυσία το καλύτερο προϊόν της χρονιάς, κατά την οποία γεννήθηκε η κόρη του Ιφιγένεια, και δε θυσίασε την κοπέλα.

Για όλους αυτούς τους λόγους η θεά ζητούσε μια θυσία, τη θυσία της Ιφιγένειας. Ο Αγαμέμνονας συγκατένευσε από φιλοδοξία ή από έγνοια για το κοινό καλό· το γεγονός όμως αυτό μεγάλωσε ακόμη περισσότερο τα παράπο­να της Κλυταιμνήστρας εναντίον του.

Όταν επιτέλους άρχισε η εκστρατεία, ο στό­λος αγκυροβόλησε στην Τένεδο και εκεί, για πρώτη φορά, φάνηκε η κρυφή έχθρα ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα σε μια φιλο­νικία που προοιωνίζει εκείνη που θα ακολουθή­σει μπροστά στην Τροία και που θα θέσει τους Έλληνες σε κίνδυνο. Τον ίδιο περίπου καιρό ο Αγαμέμνονας θα εγκαταλείψει στη Λήμνο τον Φιλοκτήτη, γιατί η πληγή του σκόρπιζε φοβερή δυσοσμία και οι κραυγές του τάραζαν τις θυσίες!

Έπειτα πέρασαν τα εννιά χρόνια της πολιορ­κίας. Στο δέκατο ο Αγαμέμνονας συμμετέχει με τον Αχιλλέα σε διάφορες ληστρικές επιδρομές στις γύρω πόλεις της περιοχής. Από τα λάφυρα που κέρδισαν ο Αχιλλέας πήρε τη Βρισηίδα και ο Αγαμέμνονας τη Χρυσηίδα, την κόρη του ιε­ρέα του Απόλλωνα Χρύση.

Ο Χρύσης πρόσφερε λύτρα και ζητούσε την κόρη του. Ο Αγαμέμνο­νας αρνήθηκε και ο Απόλλωνας, για να τον τι­μωρήσει, έστειλε θανατηφόρα επιδημία στο στρατό των Ελλήνων. Από το σημείο αυτό αρχί­ζει η αφήγηση της Ιλιάδας.

Η συνέλευση των στρατιωτών υποχρεώνει τον Αγαμέμνονα να δώσει πίσω τη Χρυσηίδα, ο βασιλιάς όμως ζητά­ει για αντάλλαγμα από τον Αχιλλέα τη Βρισηί­δα. Αυτό αποτελεί την αιτία του θυμού του Αχιλ­λέα· αρνιέται και αποσύρεται στη σκηνή του. Ο Αγαμέμνονας τότε ζητεί επίσημα τη Βρισηίδα με δύο κήρυκες, τον Ταλθύβιο και τον Ευρυβάτη. Ο Αχιλλέας δεν μπορεί να κάμει διαφορετι­κά και δίνει πίσω την κόρη, αρνιέται όμως να πολεμήσει. Με παράκληση της Θέτιδας ο Δίας στέλνει στον Αγαμέμνονα ένα παραπλανητικό όνειρο, που τον κάνει να πιστέψει ότι θα μπορέ­σει να πάρει την Τροία χωρίς τον Αχιλλέα. Άλ­λωστε ένας παλιός χρησμός είχε κάμει γνωστό στον Αγαμέμνονα ότι η Τροία θα έπεφτε, μόλις επικρατούσε η διχόνοια στο στρατόπεδο των Αχαιών.

Ο αγώνας αρχίζει!

Ο Αγαμέμνονας επεμβαίνει προσωπικά και πραγματοποιεί λαμπρά κατορ­θώματα. Τραυματίζεται όμως και υποχρεώνεται να αποσυρθεί από τη μάχη. Ακολουθεί επίθεση στο στρατόπεδο των Ελλήνων βλέποντας ότι όλα ήταν χαμένα, αν δεν ξαναγύριζε ο Αχιλλέας να πολεμήσει, συμφιλιώνεται μαζί του, του στέλνει πίσω τη Βρισηίδα και του υπόσχεται για γυναίκα μια από τις κόρες του και πολύτιμα δώ­ρα. Από το σημείο αυτό δε γίνεται πια λόγος για τον Αγαμέμνονα στην Ιλιάδα, ενώ όλο το ενδια­φέρον συγκεντρώνεται στον Αχιλλέα.

Tα μεταγενέστερα έπη διηγούνται και άλλες επεμβάσεις του Αγαμέμνονα στα γεγονότα που ακολούθησαν το θάνατο του Έκτορα και του Αχιλλέα, συγκεκριμένα στις μάχες που έγιναν γύρω από το πτώμα του Αχιλλέα και τις φιλονι­κίες για το ποιος θα πάρει τα όπλα του ήρωα. Η Οδύσσεια διηγείται πως ύστερα από την άλω­ση της Τροίας πήρε στο μερίδιο του την κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα, τη μάντισσα. Αυτή του έδωσε δύο παιδιά δίδυμα, τον Τηλέδαμο και τον Πέλοπα.

Η αναχώρηση του Αγαμέμνονα από την Τρω­άδα και η επιστροφή του στην πατρίδα είχαν αποτελέσει θέμα επικών αφηγήσεων. Στην Οδύσσεια γίνεται ήδη υπαινιγμός σε μια φιλονι­κία ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και το Μενέλαο, όταν ο Μενέλαος θέλησε να φύγει, μόλις τελεί­ωσε ο πόλεμος, ενώ ο Αγαμέμνονας επιθυμούσε να μείνει ακόμη, όσο του χρειαζόταν, για να συμφιλιωθεί με την Αθηνά προσφέροντας δώρα. Οι Νόστοι αφηγούνταν επίσης πώς, τη στιγμή που πήγαινε να μπει στο καράβι, φάνηκε μπρο­στά του η σκιά του Αχιλλέα και προσπάθησε να τον συγκρατήσει προμαντεύοντάς του όλα τα δεινά που θα επακολουθούσαν. Ταυτόχρονα η σκιά του ζήτησε να θυσιάσει την Πολυξένη, μια από τις κόρες του Πρίαμου (!).

Το τέλος του Αγαμέμνονα

Τον Αγαμέμνονα, όταν έφτασε στην πατρίδα του, τον παραμόνευε ένας κατάσκοπος, τον οποίο είχε βάλει ο Αίγισθος, ο εραστής της γυ­ναίκας του. Ο Αίγισθος προσκαλεί τον Αγαμέ­μνονα σε μεγάλο συμπόσιο και τον σκοτώνει μαζί με τους συντρόφους του με τη βοήθεια εί­κοσι αντρών, που είχαν κρυφτεί στην αίθουσα της γιορτής. ‘Αλλες παραλλαγές του μύθου δεί­χνουν την Κλυταιμνήστρα να συμμετέχει στη δολοφονία και να σκοτώνει επίσης την Κασ­σάνδρα, την αντίπαλο της.

Ο Πίνδαρος προσθέ­τει ότι μέσα στο μίσος για το σόι του άντρα της ήθελε να σκοτώσει και τον Ορέστη, τον ίδιο της το γιο.

Στους τραγικούς ποιητές τα περιστατικά ποικίλλουν ο Αγαμέμνονας άλλοτε, όπως και στον Όμηρο, δέχεται τα χτυπήματα στο τραπέ­ζι, άλλοτε σκοτώνεται στο λουτρό, τη στιγμή που δεν μπορούσε να αμυνθεί, εμποδισμένος από το πουκάμισο που του είχε δώσει η γυναίκα του και του οποίου είχε ραμμένα τα μανίκια. Ο Υγίνος λέει πως παρακινητής του φόνου στάθη­κε ο Οίακας, ο αδελφός του Παλαμήδη, που ζη­τούσε έτσι να πάρει εκδίκηση για το λιθοβολι­σμό του αδελφού του, τον οποίο είχε διατάξει ο Αγαμέμνονας.

Ο Οίακας ίσως είπε στην Κλυ­ταιμνήστρα ότι ο Αγαμέμνονας ετοιμαζόταν να δώσει τη θέση της στην Κασσάνδρα, πράγμα που έκαμε την Κλυταιμνήστρα να αποφασίσει το έγκλημα. Πιθανότατα να τον χτύπησε με τσε­κούρι την ώρα που θυσίαζε και να σκότωσε ταυ­τόχρονα και την Κασσάνδρα. Αυτή η παραλλα­γή θυμίζει πολύ την ιστορία της Αιγιαλείας και του Διομήδη.

Είναι γνωστό με ποιο τρόπο αργότερα εκδική­θηκε το θάνατο του Αγαμέμνονα ο γιος του ο Ορέστης.

Ο Αριστοτέλης και η διερεύνηση της ηδονής σε σχέση με την κίνηση και τη γένεση

Για τoν Αριστοτέλη η κίνηση έχει να κάνει με το σύνολο των επιμέρους ενεργειών που θα συναποτελέσουν την ολοκλήρωση μιας πράξης: «κάθε κίνηση διεκπεραιώνεται μέσα στο χρόνο, και έχει έναν τελικό στόχο (όπως, επιπαραδείγματι, η οικοδομική διαδικασία), και είναι τέλεια, όταν έχει πραγματοποιήσει αυτό που επιδιώκει» (1174a 4, 22-24).

Από αυτή την άποψη, κάθε επιμέρους ενέργεια (από μόνη της) δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί αυτόνομα. Όπως μία ψηφίδα (όσο τέλεια κι αν είναι) δεν μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως αποκομμένη από το υπόλοιπο ψηφιδωτό, έτσι και κάθε επιμέρους ενέργεια της κίνησης είναι καταδικασμένη στο ατελές, εφόσον η κίνηση δεν ολοκληρώσει όλα τα στάδιά της, ώστε να καταδειχθεί συνολικά: «Οι επιμέρους όμως κινήσεις που συναποτελούν τα μέρη της συνολικής διάρκειας της κίνησης είναι όλες τους ατελείς, και διαφέρουν –ως προς το είδος– από τη συνολική κίνηση αλλά και η μία από την άλλη» (1174a 4, 25-26).

Το παράδειγμα που θα τεθεί θα λειτουργήσει διαφωτιστικά: «Η συνένωση των λίθων, επιπαραδείγματι, είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή των ραβδώσεων σε μια κολόνα, και αυτά πάλι είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή ολόκληρου του ναού· και η μεν κατασκευή του ναού είναι κάτι το τέλειο (γιατί δεν υπάρχει καμιά έλλειψη ως προς το στόχο που τέθηκε από την αρχή), ενώ η κατασκευή της κρηπίδας ή των τριγλύφων είναι πράγματα ατελή (γιατί και η μία και η άλλη αναφέρονται σε ένα μόνο μέρος από το σύνολο)» (1174a 4, 25-31).

Μέχρι, λοιπόν, την πλήρη ολοκλήρωση του ναού δεν υπάρχει τίποτε συνολικό παρά μόνο ατελείς μεμονωμένες ενέργειες. Όλες οι χρονικές στιγμές που εκτυλίσσονται μέχρι την αποπεράτωσή του καταδεικνύουν ακριβώς την ατέλεια του μεμονωμένου, που αποτελεί ψηφίδα της κίνησης, η οποία όμως δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Το τέλειο θα αναδειχθεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που ο ναός θα έχει τελειώσει: «Διαφέρουν λοιπόν ως προς το είδος» (εννοείται οι μεμονωμένες επιμέρους πράξεις – κρηπίδα, τρίγλυφα κλπ), «και δεν είναι δυνατό να έχει κανείς σε μια οποιαδήποτε στιγμή του συνολικού χρόνου της κατασκευής μια κίνηση τέλεια ως προς το είδος· αυτό είναι δυνατό μόνο σε σχέση προς το συνολικό χρόνο που απαιτεί η κατασκευή» (1174a 4, 31-33).

Το ίδιο συμβαίνει και με το βάδισμα: «Το ίδιο και στην περίπτωση της βάδισης, όπως και όλων των άλλων κινήσεων της ίδιας κατηγορίας. Γιατί αν η μετακίνηση είναι μια κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλον, υπάρχουν και σ’ αυτή την περίπτωση διαφορές ως προς το είδος: πέταγμα, βάδιση, πήδημα κ.ο.κ. Και όχι μόνο έτσι, αλλά και στην ίδια τη βάδιση υπάρχουν διαφορές· γιατί η κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλο δεν είναι η ίδια κατά μήκος όλου του σταδίου και σε ένα μέρος του· δεν είναι επίσης το ίδιο να περάσει κανείς αυτή τη γραμμή και να περάσει εκείνη τη γραμμή· γιατί δεν περνάει κανείς απλώς μια γραμμή, αλλά και μια γραμμή που βρίσκεται σε κάποιον τόπο, και αυτή βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο από αυτόν στον οποίο βρίσκεται εκείνη» (1174a 4, 33-39 και 1174b 4, 1-3).

Πέρα από το γεγονός ότι όλες οι κινήσεις δεν είναι ίδιες (άλλο το βάδισμα κι άλλο το πέταγμα) και ότι ακόμη κι αν γίνεται λόγος για κάποια συγκεκριμένη κίνηση και πάλι οι συνθήκες διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο ή το χρόνο (άλλο να βαδίζει κανείς στην πεδιάδα κι άλλο στο βουνό, όπως άλλο να βαδίζει χειμώνα κι άλλο καλοκαίρι), θα πρόσθετε κανείς ότι και η πάσης φύσεως κίνηση είναι η τελική πράξη που καθορίζεται από την αρμονία και το συγχρονισμό των επιμέρους που τη συναποτελούν. Για να βαδίσει κανείς πρέπει να συγχρονίζονται όλα τα μέλη του σώματος και ταυτόχρονα να βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση, ώστε να τη φέρουν σε πέρας.

Αν κάποιος έχει χτυπήσει στον αστράγαλο και δεν μπορεί να βαδίσει η ακεραιότητα που μπορεί να έχει το γόνατο δε βοηθά ως προς την επιτέλεση της κίνησης. Για να περπατήσει κανείς πρέπει να βρίσκονται σε καλή κατάσταση και το γόνατο και ο αστράγαλος και (θα έλεγε κανείς) ολόκληρο το σώμα που θα λειτουργήσει υποστηρικτικά. Πολύ περισσότερο για να τρέξει: «Για την κίνηση μιλήσαμε με πολλές λεπτομέρειες σε άλλη μας πραγματεία δεν φαίνεται όμως να είναι τέλεια σε μια οποιαδήποτε στιγμή της, αλλά οι πολλές κινήσεις είναι ατελείς και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος, αν βέβαια το “από πού προς τα πού” είναι αυτό που δίνει στην καθεμιά τους την ξεχωριστή της μορφή» (1174b 4, 3-6).

Ενώ, λοιπόν, η κίνηση συναποτελείται από πολλά επιμέρους και είναι τέλεια μόνο τη στιγμή που ολοκληρώνονται όλα, ώστε να λειτουργήσει ως σύνολο, η ηδονή είναι τέλεια κάθε στιγμή καθιστώντας σαφές ότι δε χρειάζεται την ολοκλήρωση των επιμέρους. Είναι, δηλαδή, ένα ενιαίο όλο που ή συμβαίνει ή δε συμβαίνει. Οι προϋποθέσεις που την προξενούν δεν αποτελούν το επιμέρους (όπως στην περίπτωση της κίνησης), γιατί σχετίζονται με την ευρύτερη διαπαιδαγώγηση του καθενός (ηδονή αντλεί κανείς από αυτά που έχει μάθει) και λειτουργούν ακαριαία ως προς τη διέγερσή της. Για παράδειγμα, αυτός που έχει μάθει να εκτιμά τη μουσική νιώθει ηδονή κάθε φορά που την ακούει χωρίς να χρειάζεται να ολοκληρωθεί κάτι επιμέρους, ώστε να φτάσει σ’ αυτήν.

Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Είναι λοιπόν φανερό ότι η ηδονή και η κίνηση πρέπει να διαφέρουν η μια από την άλλη, και ότι η ηδονή πρέπει να ανήκει στα πράγματα που αποτελούν ένα ενιαίο όλο και είναι τέλεια. Αυτό μπορεί κανείς να το συμπεράνει και από το ότι, ενώ δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση παρά μόνο σε συνάρτηση προς το χρόνο, ηδονή μπορεί. Γιατί ό,τι πραγματώνεται εδώ και τώρα, είναι ένα ενιαίο όλο» (1174b 4, 7-11).

Για τη διαφοροποίηση της ηδονής από την κίνηση ο Αριστοτέλης θα προσθέσει: «… όπως είναι γνωστό, το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε κίνησης είναι η ταχύτητα και η βραδύτητα, και αν μια κίνηση δεν είναι γρήγορη ή αργή καθαυτή (παράδειγμα η κίνηση του ουρανού), είναι πάντως σε σχέση προς κάτι άλλο· στην ηδονή όμως δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γιατί, ενώ είναι δυνατό να ευχαριστηθούμε γρήγορα, όπως είναι δυνατό να οργισθούμε γρήγορα, δεν είναι δυνατό να ευχαριστούμαστε γρήγορα, ούτε και σε σχέση προς κάποιον άλλο, ενώ είναι δυνατό να βαδίζουμε γρήγορα, να μεγαλώνουμε γρήγορα και όλα τα παρόμοια. Ενώ λοιπόν είναι δυνατό να αλλάζει κανείς και να περνάει γρήγορα ή αργά στην ηδονή, δεν είναι δυνατό να ενεργεί γρήγορα κατά την ηδονή, θέλω να πω: να αισθάνεται την ηδονή γρήγορα» (1173a 3, 37-39 και 1173b 3,1-5).

Κι εδώ βέβαια δε γίνεται λόγος στο πόσο γρήγορα μπορεί να οργιστεί κάποιος ή αν κάποιος οργίζεται γρηγορότερα από κάποιον άλλο. Εξάλλου, αυτό έχει ήδη απαντηθεί, αφού ο οργίλος εξάπτεται πάντα ευκολότερα και γρηγορότερα. Το ζήτημα είναι το ακαριαίο (θα έλεγε κανείς άχρονο) της ηδονής, αφού όλοι οι άνθρωποι, όταν βρίσκονται στις συνθήκες που τους την προκαλούν (ασχέτως με το χρόνο που τους χρειάζεται για να μπουν στην ουσία της), την αισθάνονται αστραπιαία. Το αστραπιαίο, όμως, της πρόκλησής της δεν την καθιστά στιγμιαία. Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται μέσα στην επήρειά της, τότε η απόλαυση που εισπράττουν τους κάνει να λειτουργούν αργά, ώστε να την παρατείνουν όσο το δυνατό περισσότερο. Ανυπομονησία τη στιγμή της άντλησης της ηδονής δεν υπάρχει.

Ανυπομονησία μπορεί να υπάρχει (ενδεχομένως) για τη στιγμή της κορύφωσής της, με την έννοια της παρόρμησης προς την κατεύθυνση της πλήρους ευχαρίστησης. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, όταν δηλαδή φτάνει η στιγμή της ολοκληρωτικής ευχαρίστησης, κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ταχύτητα. Ο άνθρωπος που απολαμβάνει τη συμφωνική μουσική αισθάνεται την ηδονή και θέλει αυτό να κρατήσει όσο το δυνατό περισσότερο. Ακόμη κι αν ανυπομονεί να φτάσει η ορχήστρα σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, που κατά τη γνώμη του η απόλαυση κορυφώνεται, αυτό δε σημαίνει ότι επιδιώκει την επιτάχυνση των πραγμάτων. Κι όταν φτάσει εκείνη η στιγμή της κορύφωσης, θα ήθελε η διάρκεια να παραταθεί όσο περισσότερο γίνεται.

Γι’ αυτό και η φράση: «δεν είναι δυνατό να ενεργεί γρήγορα κατά την ηδονή», δηλαδή «να αισθάνεται την ηδονή γρήγορα». Το δεδομένο ότι «είναι δυνατό να αλλάζει κανείς και να περνάει γρήγορα ή αργά στην ηδονή» καθιστά σαφές ότι μπορεί κάποιος να αισθάνεται την ηδονή γρηγορότερα από κάποιον άλλο μέσα στο πλαίσιο των προϋποθέσεων που την προξενούν. Άλλος μπορεί να νιώθει ρίγος από την πρώτη νότα της συμφωνικής κι άλλος να θέλει περισσότερο χρόνο. Το σίγουρο είναι ότι και για τους δύο θα φτάσει η στιγμή του ακαριαίου της κομμένης ανάσας, που καθιστά την ηδονή σχεδόν άχρονη. Κι όταν έρθει αυτή η στιγμή κανείς δε θέλει να περάσει γρήγορα.

Η ηδονή εκλαμβάνεται ως κάτι ακαριαίο, ως μια κορύφωση η οποία δεν τίθεται μέσα στο ίδιο χρονικό πλαίσιο για όλους, που όμως δεν είναι στιγμιαία και που, όταν συμβαίνει, είναι κάτι το τέλειο που πρέπει να παραταθεί. Οι συνθήκες αυτές τη διαφοροποιούν από την κίνηση καθιστώντας τη ένα ενιαίο όλο τέλειο κάθε στιγμή: «Η ηδονή είναι, πράγματι, ένα ενιαίο όλο, και σε καμιά χρονική στιγμή δε θα μπορούσε κανείς να έχει μια ηδονή που η ουσία της θα τελειοποιούνταν, αν διαρκούσε περισσότερο χρόνο. Αυτός είναι και ο λόγος που η ηδονή δεν είναι κίνηση» (1174a 4, 19-22).

Το ότι η ηδονή αποτελεί ένα ενιαίο όλο αποκλείει και την περίπτωση να πρόκειται για γένεση: «δεν είναι σωστό αυτό που λένε ότι η ηδονή είναι κίνηση ή, πολύ περισσότερο, “γένεση”. Γιατί αυτά δε λέγονται για όλα τα πράγματα, αλλά μόνο για τα μεριστά και γι’ αυτά που δεν είναι ένα ενιαίο όλο· δεν υπάρχει, πράγματι, γένεση ούτε της όρασης ούτε του μαθηματικού σημείου ούτε της μονάδας, και ούτε οποιοδήποτε από αυτά είναι κίνηση ή γένεση· ούτε, επομένως, και ενσχέσει με την ηδονή μπορεί κανείς να μιλήσει για κίνηση ή γένεση· γιατί η ηδονή είναι ένα ενιαίο όλο» (1174b 4, 11-16).

Η έννοια του ενιαίου όλου είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη γένεση που αφορά τα «μεριστά», δηλαδή αυτά που μπορούν να διαιρεθούν σε επιμέρους. Όπως δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει γένεση της όρασης ή της μονάδας, έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε και για τη γένεση της ηδονής, αφού τίθεται με τρόπο αδιάσπαστο, όπως τα μαθηματικά σημεία. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη γένεση μέσα από την οπτική της σύνθεσης των στοιχείων που θα γεννήσουν κάτι καινούργιο. Το ενιαίο όλο δεν προέρχεται από καμία σύνθεση ακριβώς λόγω της ακαμψίας του ενιαίου του.

Κι όχι μόνο αυτό: «Γένεση από την άλλη, πώς θα μπορούσε να είναι; Γιατί, κατά την κοινή αντίληψη, δε γεννιέται το οτιδήποτε από το οτιδήποτε, αλλά το καθετί διαλύεται σ’ αυτό από το οποίο έχει γεννηθεί. Και τότε η λύπη θα ήταν η φθορά αυτού του οποίου η ηδονή είναι η γένεση» (1173b 3, 5-8).

Με δυο λόγια, αν η ηδονή ήταν γένεση, ποια είναι τα επιμέρους στοιχεία που τη συνέθεσαν; Ή, για να το πούμε αλλιώς, αν πρέπει να τη διαλύσουμε σ’ αυτά που την έχουν συνθέσει, που θα καταλήγαμε; Πάντως τα στοιχεία που γέννησαν την ηδονή, όποια κι αν είναι, δεν μπορεί παρά να φθείρονται από τη λύπη. Γιατί η λύπη είναι το αντίθετο της ηδονής, οπότε θα αντιτίθεται και σε ό,τι την έχει γεννήσει. Τέτοιες σκέψεις, όμως, είναι προφανώς αδιέξοδες. Η ηδονή δεν είναι ούτε κίνηση ούτε γένεση.

Υπάρχει όμως και μια τρίτη άποψη, που επίσης δε φαίνεται να ευσταθεί: «Λένε, επίσης, ότι η λύπη είναι έλλειψη της φυσικής μας κατάστασης, ενώ η ηδονή η επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση. Όμως τα δύο αυτά, είναι πράγματα που έχουν να κάνουν με το σώμα. Αν λοιπόν η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση, τότε την ηδονή πρέπει να την αισθάνεται αυτό στο οποίο συμβαίνει αυτή η επάνοδος στη φυσική κατάσταση, άρα το σώμα· αυτό όμως από κανέναν δε θεωρείται σωστό, και ούτε άρα η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική κατάσταση, αλλά τη στιγμή που συντελείται αυτή η επάνοδος, αισθάνεται κανείς την ηδονή, ακριβώς όπως αισθάνεται κανείς λύπη τη στιγμή που υφίσταται μια χειρουργική επέμβαση» (1173b 3, 8-15).

Το δεδομένο της λύπης σε μια χειρουργική επέμβαση, ασχέτως αν αυτή συντελεί στην επάνοδο της φυσικής λειτουργίας του σώματος, καταδεικνύει ότι η ηδονή δε σχετίζεται με την αναπλήρωση μιας έλλειψης από τη φύση. Εξάλλου, οι ηδονές δεν είναι μόνο σωματικές. Είναι και πνευματικές και διανοητικές. Σχετίζονται και με το πνεύμα και με τις αισθήσεις. Αλήθεια, ποια φυσική έλλειψη αναπληρώνει ο άνθρωπος που απολαμβάνει μια συμφωνική ορχήστρα;

Για τον Αριστοτέλη η αντίληψη αυτή έχει να κάνει περισσότερο με τη λύπη που προκαλεί οποιαδήποτε στέρηση του σώματος: «Η γνώμη αυτή φαίνεται ότι έχει την αρχή της στις λύπες και στις ηδονές που σχετίζονται με την τροφή· αν, πράγματι, οι άνθρωποι νιώσουν τη σχετική έλλειψη και αισθανθούν πρώτα λύπη γι’ αυτό, ευχαριστιούνται με την αναπλήρωση. Αυτό όμως δε συμβαίνει με όλες τις ηδονές: δεν προϋποθέτουν καμιά προηγούμενη λύπη οι ηδονές που σχετίζονται με τη μάθηση και τη γνώση, και από τις ηδονές που σχετίζονται με τις αισθήσεις, αυτές που σχετίζονται με την όσφρηση· το ίδιο και πολλά ακούσματα και θεάματα, μνήμες και προσδοκίες. Τίνος λοιπόν πράγματος οι ηδονές αυτές θα είναι η γένεση; Δεν υπήρξε, πράγματι, εδώ κανενός πράγματος η έλλειψη, ώστε να μπορούν αυτές να είναι η αναπλήρωσή του» (1173b 3, 15-24).

Ότι οι ηδονές σχετίζονται και με τις αισθήσεις και με το πνεύμα είναι αναμφισβήτητο. Ο Αριστοτέλης θα καταδείξει τη δική του οπτική: «Δεδομένου ότι κάθε αίσθηση ενεργεί ενσχέσει προς αυτό που είναι το αντικείμενό της· δεδομένου επίσης ότι μια αίσθηση που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί με τέλειο τρόπο ενσχέσει προς το ωραιότερο από τα αντικείμενά της (γιατί αυτό κατά κύριο λόγο είναι, κατά την κοινή αντίληψη, η τέλεια ενέργεια της αίσθησης – και δεν κάνει καμιά απολύτως διαφορά αν πούμε ότι ενεργεί η αίσθηση ή αυτό στο οποίο η αίσθηση έχει την έδρα της), πρέπει να συνάγουμε ότι στην κάθε επιμέρους περίπτωση η καλύτερη ενέργεια είναι όταν το όργανο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί ενσχέσει με το πιο εξαιρετικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της. Και αυτή η ενέργεια πρέπει να είναι η πιο τέλεια και η πιο ευχάριστη. Γιατί κάθε αίσθηση έχει την αντίστοιχή της ηδονή –το ίδιο ισχύει και για τη νόηση και για το στοχασμό–, τη μεγαλύτερη όμως ηδονή τη χαρίζει η πιο τέλεια ενέργεια, και πιο τέλεια είναι αυτή που προέρχεται από το ευρισκόμενο σε καλή κατάσταση όργανο και σχετίζεται με το πιο σημαντικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της· και η ηδονή κάνει τέλεια την ενέργεια» (1174b 4, 17-28).

Η ηδονή παρουσιάζεται ως η καλύτερη ενασχόληση των αισθήσεων ή του πνεύματος, όταν βρίσκονται σε ακμαία κατάσταση. Είναι το πάντρεμα ανάμεσα στην ποιότητα των αισθήσεων (ή του πνεύματος) και των ενασχολήσεών τους. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο εθισμός θα παίξει ξανά τον καταλυτικό του ρόλο. Γιατί η άριστη αίσθηση απαιτεί και την κατάλληλη παιδεία, ώστε να στραφεί προς τις πράγματι αξιόλογες ενασχολήσεις.

Ο ακροατής που απολαμβάνει τη συμφωνική μουσική δε διαθέτει μόνο την οξύτητα της ακοής (ένας κουφός έχει εκ των προτέρων αποκλειστεί από αυτή την απόλαυση), αλλά και την παιδεία, δηλαδή το σωστό εθισμό, ώστε να ασχοληθεί με αυτό που πραγματικά αξίζει. Ο ακροατής που εισπράττει ηδονή από μουσική ευτελούς ποιότητας είναι ο απαίδευτος, ο οποίος είναι καταδικασμένος στις κατώτερες ηδονές.

Όμως, οι κατώτερες ηδονές δεν μπορούν παρά να οδηγούν στις κατώτερες απολαύσεις. Η ευτελής μουσική δεν αποτελεί πραγματική απόλαυση της ακρόασης, αλλά περισσότερο λειτουργεί ως εκτονωτικός μηχανισμός. Ο λάτρης της υψηλής ποιότητας μουσικής είναι σε θέση να την απολαμβάνει σε καθημερινό επίπεδο μέσα στο σπίτι του με τις συνθήκες και την ένταση που επιθυμεί. Η απόλαυση που εισπράττει καθιστά τη μουσική σύντροφο που πλουτίζει τη ζωή του.

Ο ακροατής της ευτελούς ποιότητας δεν είναι σε θέση να το κάνει αυτό, αφού στην ουσία δεν έχει μάθει να το απολαμβάνει. Η μουσική γι’ αυτόν έχει νόημα μόνο μέσω της παρέας που θα συμβάλει στη διασκέδαση. Δεν είναι σύντροφος, αλλά μια υπόκρουση προκειμένου να κάνει κάτι άλλο. Μοιραία, η ζωή του (ως προς το ζήτημα της μουσικής) είναι φτωχότερη.

Με δεδομένο ότι η ηδονή αντλείται από την τέλεια ενέργεια γίνεται αντιληπτό ότι η έλλειψη της τέλειας ενέργειας δεν επιφέρει την ηδονή, αλλά ένα είδος υποκατάστατου που εισπράττεται εσφαλμένα ως ηδονή. Ο απαίδευτος, ως προς τα μουσικά, άνθρωπος αγνοεί την ηδονή της ακρόασης, ακόμη κι αν επιμένει για το αντίθετο.

Το βέβαιο είναι ότι η ηδονή είναι αλληλένδετη με την ίδια την ύπαρξη, αφού ο άνθρωπος θέλει να κάνει αυτά που δίνουν ευχαρίστηση: «Είναι εύλογο λοιπόν που οι άνθρωποι επιδιώκουν και την ηδονή, αφού η ηδονή κάνει τέλεια τη ζωή κάθε ανθρώπου, η οποία είναι κάτι το επιθυμητό και πολύτιμο για τον καθένα. Το ερώτημα, ωστόσο, αν θέλουμε τη ζωή για χάρη της ηδονής ή την ηδονή για χάρη της ζωής, ας το αφήσουμε προς το παρόν έξω από την έρευνά μας· γιατί τα δύο αυτά πράγματα είναι φανερό πως είναι στενά δεμένα μεταξύ τους και δεν επιδέχονται διαχωρισμό, αφού χωρίς ενέργεια δεν υπάρχει ηδονή, και αφού την κάθε ενέργεια την κάνει τέλεια η ηδονή» (1175a 4, 19-26).

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΞΕΝ Απομν 2.3.9.–2.3.14

Ανακτώντας την αδελφική αγάπη

Ο Σωκράτης υποδεικνύει στον Χαιρεκράτη, που βρισκόταν σε φιλονικία με τον αδελφό του, τον Χαιρεφώντα, τον τρόπο για την αναθέρμανση των σχέσεών τους.


[2.3.9] καὶ ὁ Σωκράτης
ἔφη· Θαυμαστά γε λέγεις, ὦ Χαιρέκρατες, εἰ κύνα μέν, εἴ
σοι ἦν ἐπὶ προβάτοις ἐπιτήδειος ὢν καὶ τοὺς μὲν ποιμένας
ἠσπάζετο, σοὶ δὲ προσιόντι ἐχαλέπαινεν, ἀμελήσας ἂν
τοῦ ὀργίζεσθαι ἐπειρῶ εὖ ποιήσας πραΰνειν αὐτόν, τὸν δὲ
ἀδελφὸν φὴς μὲν μέγα ἀγαθὸν εἶναι ὄντα πρὸς σὲ οἷον δεῖ,
ἐπίστασθαι δὲ ὁμολογῶν καὶ εὖ ποιεῖν καὶ εὖ λέγειν οὐκ
ἐπιχειρεῖς μηχανᾶσθαι ὅπως σοι ὡς βέλτιστος ᾖ. [2.3.10] καὶ ὁ
Χαιρεκράτης, Δέδοικα, ἔφη, ὦ Σώκρατες, μὴ οὐκ ἔχω ἐγὼ
τοσαύτην σοφίαν ὥστε Χαιρεφῶντα ποιῆσαι πρὸς ἐμὲ οἷον
δεῖ. Καὶ μὴν οὐδέν γε ποικίλον, ἔφη ὁ Σωκράτης, οὐδὲ
καινὸν δεῖ ἐπ’ αὐτόν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, μηχανᾶσθαι, οἷς δὲ
καὶ σὺ ἐπίστασαι αὐτὸς οἴομαι ἂν αὐτὸν ἁλόντα περὶ πολλοῦ
ποιεῖσθαί σε. [2.3.11] Οὐκ ἂν φθάνοις, ἔφη, λέγων, εἴ τι ᾔσθησαί
με φίλτρον ἐπιστάμενον ὃ ἐγὼ εἰδὼς λέληθα ἐμαυτόν. Λέγε
δή μοι, ἔφη, εἴ τινα τῶν γνωρίμων βούλοιο κατεργάσασθαι,
ὁπότε θύοι, καλεῖν σε ἐπὶ δεῖπνον, τί ἂν ποιοίης; Δῆλον
ὅτι κατάρχοιμ’ ἂν τοῦ αὐτός, ὅτε θύοιμι, καλεῖν ἐκεῖνον. [2.3.12] Εἰ
δὲ βούλοιο τῶν φίλων τινὰ προτρέψασθαι, ὁπότε ἀποδημοίης,
ἐπιμελεῖσθαι τῶν σῶν, τί ἂν ποιοίης; Δῆλον ὅτι πρότερος
ἂν ἐγχειροίην ἐπιμελεῖσθαι τῶν ἐκείνου, ὁπότε ἀποδημοίη.
[2.3.13] Εἰ δὲ βούλοιο ξένον ποιῆσαι ὑποδέχεσθαι σεαυτόν, ὁπότε
ἔλθοις εἰς τὴν ἐκείνου, τί ἂν ποιοίης; Δῆλον ὅτι καὶ τοῦτον
πρότερος ὑποδεχοίμην ἄν, ὁπότε ἔλθοι Ἀθήναζε· καὶ εἴ γε
βουλοίμην αὐτὸν προθυμεῖσθαι διαπράττειν μοι ἐφ’ ἃ ἥκοιμι,
δῆλον ὅτι καὶ τοῦτο δέοι ἂν πρότερον αὐτὸν ἐκείνῳ ποιεῖν.
[2.3.14] Πάντ’ ἄρα σύγε τὰ ἐν ἀνθρώποις φίλτρα ἐπιστάμενος πάλαι
ἀπεκρύπτου· ἢ ὀκνεῖς, ἔφη, ἄρξαι, μὴ αἰσχρὸς φανῇς, ἐὰν
πρότερος τὸν ἀδελφὸν εὖ ποιῇς; καὶ μὴν πλείστου γε δοκεῖ
ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος εἶναι, ὃς ἂν φθάνῃ τοὺς μὲν πολεμίους
κακῶς ποιῶν, τοὺς δὲ φίλους εὐεργετῶν. εἰ μὲν οὖν ἐδόκει
μοι Χαιρεφῶν ἡγεμονικώτερος εἶναι σοῦ πρὸς τὴν φιλίαν
ταύτην, ἐκεῖνον ἂν ἐπειρώμην πείθειν πρότερον ἐγχειρεῖν τῷ
σὲ φίλον ποιεῖσθαι· νῦν δέ μοι σὺ δοκεῖς ἡγούμενος μᾶλλον
ἂν ἐξεργάσασθαι τοῦτο.

***
Και ο Σωκράτης είπε· Παράδοξα βέβαια πράγματα λέγεις, ω Χαιρεκράτη, αν τον μεν σκύλλον σου, αν είχες σκύλλον διά τα πρόβατα κατάλληλον και τους μεν ποιμένας σου ηγάπα, εναντίον σου δε, όταν επλησίαζες, αγρίευε, παραμελών την οργήν σου θα προσεπάθεις, αφού τον καλοπιάσης, να τον καταπραΰνης, ο δε αδελφός σου, λέγεις μεν, ότι είναι μέγα αγαθόν, όταν είναι προς σε αληθινός αδελφός ομολογών δε, ότι ηξεύρεις καλά να ευεργετής και να επαινής, δεν επιχειρείς να μεταχειρισθής κάθε μέσον, διά να σου είναι όσον το δυνατόν ωφελιμώτατος. Και ο Χαιρεκράτης· φοβούμαι, είπεν, ω Σωκράτη, μήπως δεν έχω εγώ τόσην πολλήν επιτηδειότητα, ώστε να κάμω τον Χαιρεφώντα να διάκειται προς εμέ όπως πρέπει. ― Και όμως τίποτε πανούργον, είπεν ο Σωκράτης, ούτε καινοφανές πρέπει να επινοήσης δι' αυτόν, καθώς μου φαίνεται, νομίζω δε, ότι αυτός ελκυσθείς από τα όσα και συ ο ίδιος γνωρίζεις, πολύ θα ήθελε σε τιμά. ― Λέγε ταχέως, είπεν, εάν με έχης αντιληφθή, ότι ηξεύρω κανένα μέσον ελκυστικόν, το οποίον εγώ έχω λησμονήσει, ότι το γνωρίζω. ― Λέγε μου λοιπόν, είπεν, εάν κανένα εκ των γνωστών σου ήθελες να τον αναγκάσης, οσάκις θυσιάζει, να σε καλή εις δείπνον, τι θα έκαμνες; ― Είναι φανερόν, ότι θα έκαμνα αρχήν από το να καλώ εκείνον εγώ ο ίδιος οσάκις θυσιάζω. ― Εάν δε θα ήθελες να προτρέψης κανένα εκ των φίλων σου, οσάκις ήθελες αποδημεί, να φροντίζη διά τους ιδικούς σου, τι θα έκαμνες; ― Είναι φανερόν, ότι πρώτος θα επεχείρουν να φροντίζω διά τους ιδικούς του, οσάκις ήθελεν αποδημεί αυτός. ― Εάν δε θα ήθελες να κάμης ένα ξένον να σε υποδέχεται, οσάκις ήθελες μεταβή εις την πόλιν του, τι θα έκαμνες; ― Είναι φανερόν, ότι και αυτόν πρώτος θα τον υπεδεχόμην, οσάκις ήθελεν έλθει εις τας Αθήνας· και αν βέβαια θα ήθελον να προθυμήται αυτός να με βοηθή να φέρνω εις πέρας εκείνα, διά τα οποία θα μετέβαινα εις την πόλιν του, είναι φανερόν, ότι και αυτό θα έπρεπε πρώτος εγώ να το κάμω εις εκείνον. ― Πάντα λοπόν συ τα εις τους ανθρώπους ελκυστικά μέσα γνωρίζων ανέκαθεν τα απέκρυπτες· ή φοβείσαι, είπε, να κάμης την αρχήν, μήπως εξευτελισθής, εάν πρώτος τον αδελφόν σου ευεργετής; Και όμως μεγίστου επαίνου τουλάχιστον άξιος νομίζεται, ότι είναι εκείνος, ο οποίος προλαμβάνει τους μεν εχθρούς του να κακοποιή τους δε φίλους του να ευεργετή. Εάν μεν λοιπόν μου εφαίνετο ότι ο Χαιρεφών είναι επιτηδειότερος από σε δι' αυτήν την συμφιλίωσιν, εκείνον θα προσεπάθουν να πείσω πρώτος να επιχειρή να σε καταστήση φίλον του· τώρα δε μου φαίνεσαι συ, ότι, αν κάμης την αρχήν, περισσότερον θα το κατορθώσης.