Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο Μίδας είχε αφιερώσει έναν θρόνο στους Δελφούς πριν από τον Γύγη, δηλαδή λίγο πριν ή λίγο μετά το 700 π.Χ. Ήταν γιος του Γόρδιου, ενός φτωχού αγρότη, απογόνου του μακεδονικού βασιλικού γένους των Βριγών που μετανάστευσε στη Μικρά Ασία και έγινε βασιλιάς του Γορδίου ή Γορδίειου, παλιάς πρωτεύουσας της Φρυγίας στον άνω ρου στον ποταμού Σαγγάριου. Ανέβηκε στον θρόνο επειδή επιβεβαίωσε το χρησμό του Μαντείου, που έλεγε ότι ο μελλοντικός βασιλιάς θα ερχόταν πάνω σε ένα κάρο. Στο ζυγό του κάρου αυτού υπήρχε ένα σχοινί δεμένο σε κόμπο το οποίο έκοψε ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν πήγε στο Γόρδιο.
Γυναίκα του Μίδα ήταν η Ερμοδίκη ή Δημοδίκη, κόρη του Αγαμέμνονα, βασιλιά της αιολικής Κύμης.
Ο Μίδας φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του. Ήταν μεταξύ εκείνων που θέσπισαν τη λατρεία της θεάς Κυβέλης. Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. οι Κιμμέριοι εισέβαλαν στη Φρυγία και κατέλυσαν το βασίλειο του Μίδα, ο οποίος από τη λύπη του αυτοκτόνησε. Όταν οι Φρύγες εξεδίωξαν τους Κιμμέριους, έφτιαξαν τον τάφο του Μίδα ανάμεσα στον Πρυμνησό και το Μίδαιο. Πάνω στον τάφο υπάρχει μία επιγραφή σε γλώσσα συγγενή με την ελληνική όπου αναφέρεται το όνομα του Μίδα. Επίσης τον λάτρευαν ως γιό της θεάς Κυβέλης.
Ο Σειληνός ήταν ένας πιστός σύντροφος του Διονύσου, θεού τού οίνου. Κάποτε ο βασιλιάς φιλοξένησε τον Σειληνό στο παλάτι του και όταν ο Διόνυσος το έμαθε, ρώτησε τον βασιλιά τί ήθελε σε αντάλλαγμα για την καλή του πράξη. Ο βασιλιάς απάντησε ότι ήθελε να γίνεται χρυσάφι, οτιδήποτε και εάν άγγιζε με τα χέρια του.
Ο Μίδας χωρίς να έχει καταλάβει τι ακριβώς ζήτησε, πίστευε ότι θα γινόταν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Όμως διεπίστωσε πολύ σύντομα πώς ό,τι και εάν άγγιζε γινόταν χρυσάφι, ακόμη και το φαγητό του. Πεινασμένος και απελιπσμένος, αγκάλιασε τη νεαρή θυγατέρα του για να παρηγορηθεί, αλλά και αυτή έγινε χρυσάφι.
Ο βασιλιάς, ευρισκόμενος σε απόγνωση, ζήτησε από τον Διόνυσο να τον απαλλάξει από το άγγιγμα και ο θεός τού είπε ότι για να απαλλαγεί από αυτό, θα πρέπει να πλυθεί στον ποταμό Πακτωλό. Ο Μίδας πλύθηκε στον ποταμό και έτσι ακριβώς επανέφερε στην ζωή και τη νεαρή θυγατέρα του.
Από τότε, τα σημαντικά αποθέματα χρυσού τού ποταμού Πακτωλού, ήταν η πηγή τού πλούτου του βασιλιά Κροίσου, ο οποίος βασίλευσε από το 546 έως το 500 π.χ.
Το «Χρυσό άγγιγμα» είναι ένας μύθος που διδάσκει ένα σημαντικό μήνυμα. Ο άνδρας που είχε τα πάντα – μία οικογένεια που τον αγαπούσε, ένα πανέμορφο κάστρο και όλα τα χρήματα που θα μπορούσε ποτέ να χρειαστεί, τι έπαθε όταν ζήτησε περισσότερα; Το ότι απέκτησε «περισσότερα» του έφερε την ευτυχία;
ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΟΡΙΟ ΕΞΑΘΛΙΩΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΟΡΙΟ ΑΠΟΚΤΗΝΩΝΕΙ . ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή