Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὄρνυτ᾽ ἄρ᾽ ἐξ εὐνῆς ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,
ἂν δ᾽ ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς.
τοῖσιν δ᾽ ἡγεμόνευ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο
5 Φαιήκων ἀγορήνδ᾽, ἥ σφιν παρὰ νηυσὶ τέτυκτο.
ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοισι
πλησίον· ἡ δ᾽ ἀνὰ ἄστυ μετῴχετο Παλλὰς Ἀθήνη,
εἰδομένη κήρυκι δαΐφρονος Ἀλκινόοιο,
νόστον Ὀδυσσῆϊ μεγαλήτορι μητιόωσα,
10 καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον·
«Δεῦτ᾽ ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
εἰς ἀγορὴν ἰέναι, ὄφρα ξείνοιο πύθησθε,
ὃς νέον Ἀλκινόοιο δαΐφρονος ἵκετο δῶμα
πόντον ἐπιπλαγχθείς, δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος.»
15 Ὣς εἰποῦσ᾽ ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
καρπαλίμως δ᾽ ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί τε καὶ ἕδραι
ἀγρομένων· πολλοὶ δ᾽ ἄρα θηήσαντο ἰδόντες
υἱὸν Λαέρταο δαΐφρονα. τῷ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνη
θεσπεσίην κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις,
20 καί μιν μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι,
ὥς κεν Φαιήκεσσι φίλος πάντεσσι γένοιτο
δεινός τ᾽ αἰδοῖός τε, καὶ ἐκτελέσειεν ἀέθλους
πολλούς, τοὺς Φαίηκες ἐπειρήσαντ᾽ Ὀδυσῆος.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾽ ἐγένοντο,
25 τοῖσιν δ᾽ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε·
«Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
ξεῖνος ὅδ᾽, οὐκ οἶδ᾽ ὅς τις, ἀλώμενος ἵκετ᾽ ἐμὸν δῶ,
ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων·
30 πομπὴν δ᾽ ὀτρύνει, καὶ λίσσεται ἔμπεδον εἶναι.
ἡμεῖς δ᾽, ὡς τὸ πάρος περ, ἐποτρυνώμεθα πομπήν.
οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος, ὅτις κ᾽ ἐμὰ δώμαθ᾽ ἵκηται,
ἐνθάδ᾽ ὀδυρόμενος δηρὸν μένει εἵνεκα πομπῆς.
ἀλλ᾽ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν
35 πρωτόπλοον, κούρω δὲ δύω καὶ πεντήκοντα
κρινάσθων κατὰ δῆμον, ὅσοι πάρος εἰσὶν ἄριστοι.
δησάμενοι δ᾽ εὖ πάντες ἐπὶ κληῗσιν ἐρετμὰ
ἔκβητ᾽· αὐτὰρ ἔπειτα θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα
ἡμέτερόνδ᾽ ἐλθόντες· ἐγὼ δ᾽ εὖ πᾶσι παρέξω.
40 κούροισιν μὲν ταῦτ᾽ ἐπιτέλλομαι· αὐτὰρ οἱ ἄλλοι
σκηπτοῦχοι βασιλῆες ἐμὰ πρὸς δώματα καλὰ
ἔρχεσθ᾽, ὄφρα ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φιλέωμεν·
μηδέ τις ἀρνείσθω· καλέσασθε δὲ θεῖον ἀοιδόν,
Δημόδοκον· τῷ γάρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν
45 τέρπειν, ὅππῃ θυμὸς ἐποτρύνῃσιν ἀείδειν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο
σκηπτοῦχοι· κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν.
κούρω δὲ κρινθέντε δύω καὶ πεντήκοντα
βήτην, ὡς ἐκέλευσ᾽, ἐπὶ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο.
50 αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν,
ἐν δ᾽ ἱστόν τ᾽ ἐτίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ,
ἠρτύναντο δ᾽ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισι,
πάντα κατὰ μοῖραν· παρὰ δ᾽ ἱστία λευκὰ πέτασσαν.
55 ὑψοῦ δ᾽ ἐν νοτίῳ τήν γ᾽ ὅρμισαν· αὐτὰρ ἔπειτα
βάν ῥ᾽ ἴμεν Ἀλκινόοιο δαΐφρονος ἐς μέγα δῶμα.
πλῆντο δ᾽ ἄρ᾽ αἴθουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶν
ἀγρομένων· πολλοὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἔσαν νέοι ἠδὲ παλαιοί.
τοῖσιν δ᾽ Ἀλκίνοος δυοκαίδεκα μῆλ᾽ ἱέρευσεν,
60 ὀκτὼ δ᾽ ἀργιόδοντας ὕας, δύο δ᾽ εἰλίποδας βοῦς·
τοὺς δέρον ἀμφί θ᾽ ἕπον, τετύκοντό τε δαῖτ᾽ ἐρατεινήν.
Κῆρυξ δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθεν ἄγων ἐρίηρον ἀοιδόν,
τὸν περὶ Μοῦσ᾽ ἐφίλησε, δίδου δ᾽ ἀγαθόν τε κακόν τε·
ὀφθαλμῶν μὲν ἄμερσε, δίδου δ᾽ ἡδεῖαν ἀοιδήν,
65 τῷ δ᾽ ἄρα Ποντόνοος θῆκε θρόνον ἀργυρόηλον
μέσσῳ δαιτυμόνων, πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας.
κὰδ δ᾽ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν
αὐτοῦ ὑπὲρ κεφαλῆς καὶ ἐπέφραδε χερσὶν ἑλέσθαι
κῆρυξ· πὰρ δ᾽ ἐτίθει κάνεον καλήν τε τράπεζαν,
70 πὰρ δὲ δέπας οἴνοιο, πιεῖν ὅτε θυμὸς ἀνώγοι.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
Μοῦσ᾽ ἄρ᾽ ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι κλέα ἀνδρῶν,
οἴμης τῆς τότ᾽ ἄρα κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε,
75 νεῖκος Ὀδυσσῆος καὶ Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος,
ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ
ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, ἄναξ δ᾽ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
χαῖρε νόῳ, ὅ τ᾽ ἄριστοι Ἀχαιῶν δηριόωντο.
ὣς γάρ οἱ χρείων μυθήσατο Φοῖβος Ἀπόλλων
80 Πυθοῖ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθ᾽ ὑπέρβη λάϊνον οὐδὸν
χρησόμενος· τότε γάρ ῥα κυλίνδετο πήματος ἀρχὴ
Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι Διὸς μεγάλου διὰ βουλάς.
***
Χάραζε ροδοδάχτυλη τη νέα μέρα η Χαραυγή,όταν από την κλίνη του σηκώθηκε ο Αλκίνοος μεγαλόπνοος·
ορθός πετάχτηκε κι ο θείος Οδυσσέας, αυτός που πάτησε
της Τροίας το κάστρο.
Μαζί ξεκίνησαν, πήγαινε πρώτος ο γενναίος Αλκίνοος,
στην αγορά βαδίζοντας, χτισμένη από τους Φαίακες προς το λιμάνι,
πλάι στα καράβια.
Φτάνοντας κάθησαν στα πέτρινα, καλοξυσμένα σκαλοπάτια
παραπλήσιοι, ενώ η Αθηνά Παλλάδα κατεβαίνει
στην τειχισμένη πόλη, την όψη παίρνοντας του κήρυκα,
που υπηρετούσε τον γενναίο Αλκίνοο. Δεν είχε άλλο στον νου της
πάρεξ τον νόστο του μεγαλόψυχου Οδυσσέα,
10 γι᾽ αυτό κι έναν προς έναν τους πλησίαζε και τους μιλούσε:
«Ελάτε, σύμβουλοι των Φαιάκων κι αρχηγοί, στην αγορά,
να δείτε και να μάθετε για κάποιον ξένο
που μόλις έφτασε στο αρχοντικό του βασιλιά Αλκινόου,
παραδαρμένος στα πελάγη, κι όμως στην όψη σαν θεός.»
Μιλώντας κι ερεθίζοντας την όρεξη του καθενός, τους συγκινούσε
κι ευθύς της αγοράς τα σκαλοπάτια γέμισαν από το πλήθος
που συνέρρεε· έκθαμβοι οι πολλοί παρατηρούσαν τον πολύπειρο γιο
του Λαέρτη, που η Αθηνά τον περιέβαλε, ώμους και κεφαλή,
με τη θεσπέσια χάρη της, τον έκανε να φαίνεται
20 σαν πιο ψηλός και πιο μεστός.
Ήθελε όλοι τους να τον δεχτούν σαν φίλο,
δέος και σέβας να αισθανθούν μπροστά του, κι αυτός να φέρει
άθλους πολλούς σε πέρας, μ᾽ όσους οι Φαίακες,
μαζί του παραβγαίνοντας, θα τον δοκίμαζαν τον Οδυσσέα.
Κι όταν πια συναθροίστηκαν και βρέθηκαν συγκεντρωμένοι,
πήρε αγορεύοντας τον λόγο ο Αλκίνοος, να πει:
«Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι,
όσα μου παραγγέλλει η ψυχή στα στήθη· αυτός ο ξένος
(ποιος είναι δεν τον ξέρω) έφτασε στο παλάτι μου περιπλανώμενος,
μπορεί απ᾽ της ανατολής τα μέρη, ίσως κι από της δύσης.
30 Επιθυμεί να τον ξεπροβοδίσουμε, παρακαλεί για την ασφάλειά του·
εμείς (δεν είναι η πρώτη μας φορά) προτείνω να επισπεύσουμε
την προπομπή του. Γιατί ποιος άλλος, δυστυχής και μόνος,
έφτασε σπίτι μου κι έμεινε περιμένοντας καιρό
με τον καημό της προπομπής του;
Ας ρίξουμε λοιπόν στην άγια θάλασσα μαύρο καράβι
πρωτοτάξιδο· να ξεχωρίσουν και πενήντα δύο αγόρια
διαλεχτά στην πόλη, άριστοι και δοκιμασμένοι ναυτικοί.
Δέσετε πρώτα τα κουπιά σας στους σκαρμούς με τάξη,
ύστερα βγείτε στη στεριά κι ελάτε κατευθείαν σπίτι μου,
σας περιμένει γεύμα· αναλαμβάνω εγώ το χρέος να προσφέρω
πλούσιο δείπνο σ᾽ όλους —
40 αυτή είναι η εντολή μου για τα νέα παιδιά.
Οι άλλοι, που το χέρι σας κρατεί ραβδί βασιλικό,
είστε προσκαλεσμένοι τώρα αμέσως στο παλάτι,
να υποδεχτούμε στη μεγάλη αίθουσα τον ξένο επίσημα —
παρακαλώ μην αρνηθεί κανείς.
Καλέσετε και τον Δημόδοκο, τον θείο αοιδό, που ένας θεός
του χάρισε του τραγουδιού τη χάρη, να μας τέρπει
όπου και όπως τον παρακινεί ο πόθος του να τραγουδήσει.»
Μιλώντας, πρώτος κίνησε κι ακολουθούσαν όσοι
κρατούν ραβδί βασιλικό· στο μεταξύ τρέχοντας έφυγε κι ο κήρυκας
να βρει τον θείο τραγουδιστή.
Τότε ξεχώρισαν πενήντα δύο έφηβοι και, καταπώς τους είχε
παραγγείλει ο Αλκίνοος, προχώρησαν στο ακροθαλάσσι
του ατρύγητου πελάγου. Κι όταν κατέβηκαν στη θάλασσα,
50 όπου και βρήκαν το καράβι,
το μαύρο πλοίο σέρνουν στα άπατα νερά,
στο μαύρο πλοίο στήνουν κατάρτι κι άρμενα, πέρασαν
στις δερμάτινες θηλιές κουπιά, όλα τους στη σειρά, σήκωσαν
τα λευκά πανιά, κι εκεί που το νερό βαθαίνει
αραξοβόλησαν.
Ύστερα κίνησαν για το λαμπρό παλάτι του σοφού Αλκινόου·
είχε γεμίσει ο μαζεμένος κόσμος κλειστές αυλές,
αίθουσες σκεπαστές, μεγάλες κάμαρες·
κι ήσαν πολλοί οι γεροντότεροι κι οι νέοι που έσμιξαν.
Για χάρη τους ο Αλκίνοος παράγγειλε να σφάξουν
δώδεκα αρνιά, δυο βόδια με τα πόδια τους στριφτά,
60 κι οχτώ θρεμμένους χοίρους με δόντια κάτασπρα.
Κι όπως τα γδάραν και τα φρόντισαν, στρώθηκε πλούσιο
τραπέζι για το γεύμα.
Πάνω στην ώρα φάνηκε κι ο κήρυκας, τον τιμημένο οδηγώντας
αοιδό, που τον εσφράγισε η Μούσα με την εύνοιά της,
αντιχαρίζοντας ωστόσο με το καλό μαζί και το κακό·
του στέρησε το φως των ομματιών, για να του δώσει
το γλυκό τραγούδι.
Τότε τον έβαλε ο Ποντόνοος σ᾽ άνετο κάθισμα, συναρμοσμένο
μ᾽ αργυρά καρφιά, στο μέσο των συνδαιτυμόνων,
αφού το στήριξε σε μια ψηλή κολόνα.
Ύστερα τη μελωδική κιθάρα κρέμασε ο κήρυκας σε ξύλινο καρφί,
πάνω από το κεφάλι του αοιδού, και του εξήγησε πώς να τη φτάσει,
έπειτα έσυρε μπροστά του τραπέζι όμορφο μ᾽ ένα πανέρι,
του πρόσφερε μια κούπα με κρασί,
70 να πιει όσο τραβούσε η όρεξή του.
Άπλωσαν τότε όλοι τους τα χέρια στο έτοιμο φαγητό·
κι όταν ο πόθος τους κορέστηκε για το φαΐ, για το πιοτό,
η Μούσα παρακίνησε τον αοιδό να ψάλει κατορθώματα
γενναίων ανδρών, απ᾽ το τραγούδι εκείνο που ανέβηκεν η δόξα του
στα ύψη του ουρανού:
Πώς φιλονίκησαν ο Οδυσσέας κι ο Πηλείδης Αχιλλέας,
το πώς αντάλλαξαν σε γιορτινό τραπέζι με θυσίες θεών
λόγια βαριά· και πώς εντούτοις ο Αγαμέμνων, πρώτος στρατηγός,
χάρηκε μέσα του, που οι άριστοι των Αχαιών τώρα φιλονικούσαν·
τέτοιο χρησμό τού είχε δώσει ο Φοίβος, έτσι του μίλησε
80 στην ιερή Πυθώ ο Απόλλων, τότε που πάτησε το πέτρινο κατώφλι
χρησμό γυρεύοντας· ήταν ακόμη στην αρχή του το κακό
που κύλησε σε Δαναούς και Τρώες, όπως ο μέγας Δίας
το όρισε με τη βουλή του.