Ζούμε σε μια εποχή όπου τα πάντα γύρω μας – αλλά κι εμείς οι ίδιοι – είναι αλλοιωμένα. Ας αναφερθώ πιο συγκεκριμένα.
Στον χώρο της Τέχνης αρχικά… Όταν ο Μαρσέλ Ντυσάμπ επενέβη στην εικόνα της Τζόκοντα και της έβαλε μουστάκι, όλοι μειδίασαν και το θεώρησαν ως ένα ακόμη εικαστικό του αστείο, μια ακόμη δράση τής εν γένει συνολικής του καλλιτεχνικής στάσης, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας, μεταξύ άλλων, ήταν η ειρωνεία. Δεν μπορούσε κανείς, απλά εκπαιδευμένος με την κλασική παιδεία, άνθρωπος να φανταστεί ότι, κάποτε, αυτό που έκανε ο Ντυσάμπ θα γινόταν φυσιολογικό και θα ’λεγα, μάλιστα, ένα στυλ Τέχνης που πάει πλέον σήμερα να γίνει ο βασικός κανόνας. Κι όμως η σημερινή εικαστική πραγματικότητα το επιβεβαιώνει. Το nft, η digital art, όλα αυτά τα παιχνίδια με τη σύγχρονη τεχνολογία και Τεχνική το επικυρώνουν.
Φτάνει κάποιος να κάνει έστω κι ελάχιστη ή ανεπαίσθητη παρέμβαση στην εικόνα ενός άλλου έργου για να το κάνει δικό του βάζοντας κωδικό και μάλιστα να το πουλήσει σαν τέτοιο. Έχει πάρει μάλιστα τέτοιες διαστάσεις το θέμα αυτό στη νέα γενιά, ώστε, κοιτώντας τις καλλιτεχνικές τους προτάσεις, νομίζεις ότι γι’ αυτούς η δημιουργία περνά υποχρεωτικά από τη χρήση της Τεχνικής και των τεχνολογικών εξελίξεων ή κατ’ άλλους ευφυολογημάτων και παιχνιδιών.
Όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της μοντέρνας και της σύγχρονης αντίληψης. Οι μοντέρνες “αλλοιώσεις” είχαν ως αιτία ύπαρξής τους την προσπάθειά τους ν’ αλλάξουν και να διευρύνουν την παραδοσιακή καλλιτεχνική έκφραση και τον εν γένει παραδοσιακό τρόπο ζωής. Υπήρχε όμως ένα, ας το ονομάσουμε αρχέτυπο ή πρωτότυπο, από το οποίο ήθελαν να απομακρυνθούν ή να το μεταβάλουν. Ή, για να το πω αλλιώς, υπήρχαν οι ρίζες της καλλιτεχνικής κι αισθητικής παράδοσης που ακόμη κι αν υφίσταντο αλλοιώσεις δεν έπαυαν να υπάρχουν ως σημεία αναφοράς, ως μια παραστατικότητα που χαρακτηριζόταν από χώρο και χρόνο. Κοντολογίς, υπήρχε η αίσθηση (έστω κι αν για κάποιους είναι ψευδαίσθηση) του “πραγματικού”, της ιστορίας. Κάτι που δεν υπάρχει στις αλλοιώσεις του σύγχρονου κόσμου, ο οποίος θα μπορούσα να πω κάπως απλά, για να γίνω κατανοητός, είναι η αλλοίωση της αλλοίωσης, είναι οι συνεχόμενες αλλεπάλληλες αλλοιώσεις.
Και βέβαια θα μπορούσα να τονίσω αμέσως ότι δε θα μπορούσε να είναι κάτι ανησυχητικό αυτό κι ίσως κάποιος να ’λεγε ότι είναι μια μορφή έρευνας και προόδου. Όμως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Γιατί στην πρώτη περίπτωση, αυτήν των μοντέρνων αλλοιώσεων, υπήρχε το σημείο αναφοράς το πραγματικό, το ιστορικό σημείο, υπήρχε η ρίζα, η ταυτότητα, ο εαυτός. Στη σύγχρονη εποχή, που όλα τείνουν να ’ναι προϊόντα μιας digital ζωής, μιας digital ύπαρξης, όλα ξεκινούν από την απουσία προτύπου, ιστορίας, ριζών, παραδόσεων, από την απουσία της ταυτότητας και του εαυτού μας, την απουσία του “πραγματικού” ως αναφορά. Μοιάζει η σύγχρονη εποχή σαν ένα δέντρο χωρίς ρίζες. Και πιο ακόμη ανησυχητικό είναι ότι δεν ενδιαφέρει το να ’ναι το δέντρο δίχως ρίζες, γιατί η Φύση, ο άνθρωπος, η ιστορία, ο εαυτός μας, όλα αυτά θεωρούν κι έχουν αποδεχτεί την ψηφιακή τους ζωή, την ψηφιακή τους αναπνοή, θεωρούνται πλέον digital υπάρξεις, digital όντα, δηλαδή όντα ψηφιακά. Προτιμούμε πλέον το ψηφιακό από το φυσικό, που ως τώρα ήταν το πρότυπο του πραγματικού.
Ζούμε με τα δεδομένα μιας ψηφιακής ζωής. Η ρίζα μας είναι ψηφιακή. Η ταυτότητά μας, η ιστορία μας, ο χρόνος κι ο χώρος μας το ίδιο. Άρα η όποια απώλειά τους δε μας ενοχλεί γιατί δεν έχουμε συναισθηματικές σχέσεις μαζί τους. Στον ψηφιακό κόσμο ο εαυτός, η Τέχνη, η ζωή είναι μεταβαλλόμενα, είναι τεχνητά ως μόνιμα αλλοιωμένα τεχνοπροϊόντα. Για συναισθήματα κι ανθρώπινες αντιδράσεις θα μιλάμε τώρα; Είμαστε ελεύθεροι (sic) από φυσικές αναφορές. Γι’ αυτό δε μας πειράζει η αλλοίωση ως καταστροφή του περιβάλλοντος (κι ας φωνάζουν ευτυχώς κάποιες εξαιρέσεις), γι’ αυτό και δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τη γονιδιακή αλλοίωση ή και να αλλοιώσουμε το πρόσωπο ή το σώμα μας, όπως γίνεται στην περίπτωση της σημερινής τάσης του transhumanisme (πιστεύοντας ακράδαντα ότι ακολουθούμε τα ψηφιακά μοντέλα των φαντασιακών αλλοιώσεών μας), γι’ αυτό και προτιμούμε συχνά τα greeklish, γι’ αυτό και προστίθενται τεχνητές λέξεις, μη φυσικές (όπως γράμματα που δεν υπάρχουν στο αλφάβητο, γράμματα που προέρχονται από την επιθυμία για ουδέτερο γένος, όπως η θεωρία του genre, του κοινωνικού είδους), αδιαφορώντας κι αγνοώντας τη γλώσσα. Γι’ αυτό και φτάνουμε σε κάποια π.χ. πανεπιστημιακά ιδρύματα της Αμερικής να θέλουμε αλλάξουμε, άρα ν’ αλλοιώσουμε, τα κλασικά κείμενα, γι’ αυτό κι έχουμε μπερδέψει τις ανθρώπινες σχέσεις σε σημείο να μη γνωρίζουμε ποιος είναι τι, κάνει τι… Γι’ αυτό και δεν αποδεχόμαστε τον εαυτό μας παρά σαν διασκεδαστική ως κλαυσίγελη μεταμφίεση κ.λπ. Κι όλα αυτά γίνονται αλλά και κυρίως γίνονται αποδεκτά χωρίς αντίδραση. Κάποιες μικρομουρμούρες είναι για μικροεκτόνωση. Όλοι μοιάζουν παρατημένοι στη λαίλαπα της αλλοίωσης που αγγίζει όλη τη ζωή μας, την Τέχνη, την πολιτική, το περιβάλλον, την οικονομία, τον πολιτισμό, κ.λπ.
Ζούμε στις fake υπάρξεις μας, στον digital εαυτό μας. Γι’ αυτό και όλα τ’ αποδεχόμαστε κατά θλιβερό τρόπο και το μόνο που κάνουμε (εκτός πάντα κάποιων εξαιρέσεων) είναι να κοιτάμε αυτά τα φαινόμενα γύρω μας, την ίδια μας τη ζωή, σαν βιντεάκι, συνεχόμενα διαδικτυακά βιντεάκια, και να γελάμε, να γελάμε, να γελάμε σαν χάχες, φτιάχνοντας ανέκδοτα, μετατρέποντας τη ζωή μας σ’ ανέκδοτο, ένα τραγελαφικό ανέκδοτο μιας ηττημένης και καθ’ όλα ψηφιακής (δηλαδή ανεξέλεγκτα μεταβαλλόμενης και κατασκευαζόμενης) τεχνητής ύπαρξης, ανήμποροι να βγούμε από αυτήν την κατάσταση της αυτοαλλοίωσής μας, ζώντας μόνο ως αναπαραγωγή, ως νομάδες της ψευδαισθησιακής διαρκούς μας μεταμφίεσης, ως κόπια της τραβεστί εικόνας μας και μόνο. Μισούμε κατά βάθος, χωρίς να το ξέρουμε, τον εαυτό μας και αφηνόμαστε στον ψηφιακό τεχνοεαυτό μας. Μισούμε την εικόνα μας στον καθρέφτη κι αρνούμαστε να τη δούμε, αλλοιώνοντάς την μόνιμα ώστε να μας γίνει «μια ξένη φορτική» όπως λέει κι ο Κ. Καβάφης.
Μοιάζουμε να ’χουμε χάσει κάθε επαφή με τη φωνή μας και να ευχαριστιόμαστε με τις αλλοιώσεις του αντίλαλου της ηχούς της, όπως αυτή αλλοιώνεται στο ξεδίπλωμά της στον χώρο. Είμαστε η αλλοιωμένη ηχώ του αλλοιωμένου εαυτού μας. Όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, δε βλέπουμε εμάς αλλά εμάς αυτοαλλοιωμένους. Κι αυτό το βρίσκουμε διασκεδαστικό κι ας είναι μια κακόγουστη τραβεστί εικόνα μας.
Η λέξη “αλλοίωση” εμπεριέχει το “άλλος”. Το “άλλος” όμως που ισοδυναμεί με το “άλλοι” που εννοούσε ο Αρθούρος Ρεμπώ. Δηλαδή με τους άλλους μας εαυτούς, τις άλλες μας δυνατότητες, αυτές που έχουμε μέσα μας και μπορούμε να τις ανακαλύψουμε για να γίνουμε καλύτεροι και πιο δημιουργικοί. Έχουμε όμως τόσο γοητευτεί από το εξωτερικό κι όχι εσωτερικό “αλλοι”-ώτικο και το διαφορετικό, ώστε γινόμαστε ανεύθυνοι με το όμοιο, με τον ίδιο τον εαυτό μας. Προτιμούμε κι έχουμε αιχμαλωτιστεί τυραννικά από το διαφορετικό και τη διαφορετικότητα, ξεχνώντας ότι για να τα πάμε καλά κι ισορροπημένα με το “Άλλο” θα πρέπει να τα ’χουμε τουλάχιστον κάπως βρει με τον εαυτό μας. Αλλά έτσι όπως είναι αλλοιωμένος και χαμένος στις τεχνητές του μεταμφιέσεις, έτσι όπως είναι ως τεχνητό έμβρυο μιας επερχόμενης ασταμάτητα τεχνοζωής, ίσως θα ’πρεπε ν’ ασχοληθούμε πρώτα να τον βρούμε, αν μπορούμε, αν δεν είναι ανεπίστρεπτα πλέον αργά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου