Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Είναι η γνώση που δεν αφομοιώνεται, δεν γίνεται κατανοητή και άρα δεν εφαρμόζεται από μία προσωπικότητα που συρρικνώνεται, διαστρεβλώνεται κι εκφυλίζεται και η έκφραση που αδυνατεί να εκδηλωθεί και να παράγει αποτελέσματα. Με την λέξη «λειτουργικός» νοείται αυτός που διαθέτει όχι γνώση, αλλά ΕΠΙΓΝΩΣΗ της γνώσης, είναι ικανός να ενεργεί και να αναλαμβάνει έλεγχο κι ευθύνη του ελέγχου, αυτός που είναι ικανός να χειρίζεται καταστάσεις και πράγματα. Εύκολα διαφοροποιεί ανομοιότητες, δεν ταυτοποιεί ανόμοιους συσχετισμούς και κατανοεί αφηρημένες έννοιες.
Είναι φανερό, ακόμη κι αν ελάχιστα εξασκείς την τέχνη της παρατήρησης, ότι γύρω μας κυριαρχούν σε όλους τους χώρους των επιστημών οι μορφωμένοι – αμόρφωτοι, ενώ είναι σταθερό δεδομένο πως οι ταγοί των θρησκειών είναι καθολικά όλοι τους μορφωμένοι-αμόρφωτοι. Είναι φαινομενική αντίφαση να αποκαλείται κάποιος ως «μορφωμένος-αμόρφωτος» γιατί κάποιος που είναι μορφωμένος δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα κι αμόρφωτος.
Στην πραγματικότητα (σε αντίθεση με την φαινομενικότητα) αυτό ακριβώς συμβαίνει, γιατί αυτός που έχει σπουδάσει αλλά δεν χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για να δημιουργεί αποτελέσματα, βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς επίπεδο με αυτόν που δεν διαθέτει την γνώση, τον αμόρφωτο, τον αναλφάβητο. Δηλαδή ένας γιατρός που έχει σπουδάσει αλλά δεν χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για να θεραπεύει ανθρώπους κι ένας αμόρφωτος που δεν γνωρίζει να θεραπεύει ανθρώπους έχουν αμφότεροι την ίδια μηδενική αξία στο περιβάλλον και στην κοινωνία που αλληλοεπιδρούν, μάλιστα αυτός που κατέχει την γνώση αν δεν την χρησιμοποιεί, είναι ακόμη πιο κάτω στην αξιακή κλίμακα από αυτόν που δεν την κατέχει.
Μια γνώση αποκτά αξία όταν γίνεται πράξη (δημιουργεί δηλ. αποτελέσματα, από θέση αιτίας) η γνώση που δεν δημιουργεί αποτελέσματα είναι μια άχρηστη γνώση. Σκέψου μια τεράστια βιβλιοθήκη σε γλώσσα άγνωστη για ανθρώπους, δυνητικά εμπεριέχει πολύτιμη γνώση αλλά δεν έχει καθόλου αξία. Ξαφνικά κάποιος μαθαίνει την γλώσσα κι αρχίζει να διαβάζει τα βιβλία της και να μεταδίδει αυτά που μαθαίνει σε άλλους ανθρώπους, αλλά και πάλι δεν έχει καμία αξία η γνώση που αποκομίζει κι αναμεταδίδει.
Με τον καιρό κάποιος παίρνει μια γνώση από τον σωρό πληροφορίας, την εφαρμόζει στον φυσικό κόσμο κι αρχίζει να παράγει κάτι, ένα κατασκεύασμα που θεραπεύει τους ανθρώπους, που τους παρέχει ασφάλεια ή δυνατότητα αυξημένης επιβίωσης. Μόνο τότε η γνώση αρχίζει να αποκτά αξία, όχι όλη, μα μόνο η συγκεκριμένη.
Η ίδια η βιβλιοθήκη δεν έχει καμιά αξία, μόνο η μεταστοιχείωση της γνώσης με την δράση και την εφαρμογή αποκτά μια συγκεκριμένη αξία. Πως όμως θα αποφασίσει κάποιος ποιά είναι η γνώση που έχει αξία και θα την ξεχωρίσει από τον σωρό των σκουπιδιών; Γιατί η πλειονότητα των μορφωμένων ανθρώπων είναι μη λειτουργικοί σε σχέση με την γνώση τους; Πως μπορείς να ξεχωρίζεις με την υπερπληθώρα πληροφορίας γύρω σου τι διαθέτει αξία (φιλοεπιβιωτικό, ευδαιμονικό) για να του δώσεις την προσοχή σου; Μα είναι απλό. Αξία διαθέτει ότι είναι ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ, ότι παράγει αποτελέσματα, ότι συνεισφέρει στην ευδαιμονία και την επιβίωση κι επιπλέον είναι απλό, (το ξυράφι του Όκαμ). Έτσι μπορούμε να δούμε γύρω μας (αφού απομονώσουμε τους φύση και θέση αναλφάβητους) ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις πληγές του Φαραώ που έρχονται καταπάνω στην λογική μας σαν σμήνος ακρίδων από τους μορφωμένους-αμόρφωτους. Όμως από τους μορφωμένους έχουμε απαιτήσεις, όχι από τους αμόρφωτους.
Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Είναι η γνώση που δεν αφομοιώνεται, δεν γίνεται κατανοητή και άρα δεν εφαρμόζεται από μία προσωπικότητα που συρρικνώνεται, διαστρεβλώνεται κι εκφυλίζεται και η έκφραση που αδυνατεί να εκδηλωθεί και να παράγει αποτελέσματα. Με τη λέξη «λειτουργικός» νοείται αυτός που διαθέτει όχι γνώση, αλλά ΕΠΙΓΝΩΣΗ της γνώσης, είναι ικανός να ενεργεί και να αναλαμβάνει έλεγχο κι ευθύνη του ελέγχου, αυτός που είναι ικανός να χειρίζεται καταστάσεις και πράγματα. Εύκολα διαφοροποιεί ανομοιότητες, δεν ταυτοποιεί ανόμοιους συσχετισμούς και κατανοεί αφηρημένες έννοιες.
Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός δεν είναι απλά πρόβλημα αλλά μάστιγα των σύγχρονων κλειστών κοινωνιών, υπό την έννοια ότι έχουν αποκοπεί από την φύση κι άρα δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν οι πολίτες της, αν η γνώση τους είναι λειτουργική σε αυτήν. Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός είναι διαφορετικός από αυτόν που ονομάζουμε οργανικό αναλφαβητισμό. Ο δεύτερος δηλώνει αυτούς που δεν φοίτησαν ποτέ σε σχολείο και συνεπώς δεν διδάχθηκαν ποτέ γραφή κι ανάγνωση. Κατά συνέπεια, ο γενικός/οργανικός αναλφαβητισμός δηλώνει την παντελή άγνοια γνώσης και γραφής. Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός όμως αναφέρεται στην έλλειψη της ικανότητας να χρησιμοποιεί το ον τις γνώσεις που έχει αποκτήσει έτσι ώστε να είναι ικανό να παράγει αποτελέσματα. Με άλλα λόγια ο λειτουργικά αναλφάβητος έχει φοιτήσει σε ανώτατη σχολή, αλλά είναι απολύτως ανίκανος να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του για να λειτουργήσει με αυτάρκεια.
Ο ορισμός της UNESCO (27.11.1978) που αποδέχεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1987) κατατάσσει ως «αναλφάβητα τα άτομα που δεν είναι ικανά να διαβάσουν και να γράψουν κατανοώντας μια απλή και σύντομη έκθεση γεγονότων σχετική με την καθημερινή τους ζωή». Δεν έχουν δυνατότητα να γράψουν μία επιστολή, να συμπληρώσουν ένα έντυπο, να διαβάσουν ένα λογαριασμό ή έναν τηλεφωνικό κατάλογο. Μορφές αναλφαβητισμού είναι: α. Ο οργανικός αναλφαβητισμός ορίζεται ως πλήρη στέρηση στοιχειωδών γνώσεων γραφής, ανάγνωσης, βασικών αριθμητικών πράξεων και κατανόησης απλών μορφών προφορικού λόγου σε θέματα της καθημερινής ζωής. β. Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός ορίζεται ως απώλεια της ικανότητας ενός ατόμου, που έχει παρακολουθήσει την υποχρεωτική εκπαίδευση, να κατανοεί με επάρκεια τον προφορικό και γραπτό λόγο, να διατυπώνει με σαφήνεια την σκέψη του, να κάνει αφαιρετικούς συνειρμούς, να αναπτύσσει κριτική σκέψη, να εκμεταλλεύεται ευκαιρίες για βελτίωση των γνωστικών του δεξιοτήτων κ.λ.π. (ΕΕΚ, UNESCO, 1987).
Ψευδό-κουλτουριάρηδες, είναι, οι δήθεν διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην γνώση και την (παρά) πληροφόρηση και καθόλου στην επίγνωση και στην πληροφόρηση, στο αίσθημα και το βίωμα. Ότι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από την σκέψη και την ανάλογη δράση. Κούφιοι ψευδό-κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ’ όλες τις εποχές. Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων, είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ’ ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δεν βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»; Αυτοί είναι οι ευέλικτοι ψευτοδιανοούμενοι που διαθέτουν την ικανότητα να λένε πολλά και να μην λένε τίποτε. Άλλωστε η γλώσσα έχει γίνει ένα εργαλείο που δεν δηλώνει μόνο, αλλά μπορεί, και αυτό είναι μεγαλύτερο επίτευγμα της, να κρύβει την σκέψη του ανθρώπου.
Η μη αποφυγή ατυχημάτων από την μη χρήση, των οδηγιών χρήσης συσκευών και μηχανημάτων, η μη φροντίδα της υγείας και η αλόγιστη λήψη φαρμάκων, οι ανασφαλείς μετακινήσεις, οι ατακτοποίητες εκκρεμότητες, η έλλειψη επικοινωνίας, η κακή ανατροφή και υποστήριξη των παιδιών, η ελλιπής άσκηση των δικαιωμάτων, η ανικανότητα εύρεσης, διατήρησης κι αναβάθμισης εργασίας, οι ανύπαρκτες εκτιμήσεις και υπολογισμοί εσόδων – εξόδων, ο μηδενικός έλεγχος των καταναλωτικών προϊόντων, οι ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες, ο εκφυλισμός της ψυχικής καλλιέργειας, η ανυπαρξία κοινωνικής αγωγής, η υποβαθμισμένη πολιτιστική παραδημιουργία και πολλές άλλες αντιεπιβιωτικές δραστηριότητες εμποδίζονται από τον Λειτουργικό Αναλφαβητισμό. Γενικά είτε η έλλειψη πληροφοριών και γνώσεων, είτε η πληθώρα πληροφοριών με την ανικανότητα διάκρισης των σημαντικών και η ταυτόχρονη αδράνεια τρόπων αναζήτησης και αξιοποίησης τους, τιμωρεί με τυχαιότητα και αποκλεισμό κάθε όν που δραστηριοποιείται στη σύγχρονη κοινωνία της πληροφορίας. Συγχρόνως, οι λειτουργικά αναλφάβητοι δημιουργούν ανεξέλεγκτες παράπλευρες επιπτώσεις και υπερβολική τυχαιότητα στο ευρύτερο περιβάλλον τους.
Βασικό και κύριο γνώρισμα τους πέρα από την ανικανότητα Διάκρισης είναι επίσης και η ανικανότητα να θέσουν φιλοεπιβιωτικές προτεραιότητες, όπως και ανικανότητα Αντιμετώπισης. Με αποτέλεσμα να έχουν και μειωμένη ικανότητα επικοινωνίας. Εκεί ξεκινούν τα χιλιάδες προβλήματα, τόσο των ιδίων όσο και του περιβάλλοντος τους.
Όταν ο άνθρωπος με τις γνώσεις αποκτάει συνείδηση της ενότητας του κόσμου, μέσα από την ενότητα των φυσικών νόμων και του εαυτού του, όταν αποκτάει εμπιστοσύνη στην δύναμη του λογικού του, σε πείσμα όλων των προσπαθειών που καταβάλλονται για να κλονίσουν αυτή την εμπιστοσύνη του ανθρώπου σ’ αυτό, όταν με την οργάνωση της ζωής του αποχτάει κοινωνική συνείδηση και αναπτύσσει το αίσθημα (κι όχι συναίσθημα) της στοργής, της φιλότητας, της συντροφικότητας, του θαυμασμού και της κοινωνικής λειτουργικής οντότητας, όταν μαθαίνει να συν-εργάζεται, (κι όχι να δουλεύει) τότε είναι πιο ενδιαφέρουσα η ζωή, μέσα στο κοινωνικό πεδίο, όπου τα συμφέροντα διαπλέκονται και συμπαρασύρουν το ον στην δίνη που δημιουργεί ο αυταρχισμός του συστήματος. Τότε το στρες δεν παίρνει τις επικίνδυνες διαστάσεις, δεν γίνεται πράξη άμυνας, αλλά μετατρέπεται σε βουλητική ενέργεια που αποκτάει σκοπούς.
Ο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΟΣ ΕΧΕΙ ΕΝΤΟΝΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ
Διά– < αρχ. δι(α)- <πρόθ. διά- «μέσα από, προς διάφορες κατευθύνσεις» ως α’ συνθ. δια-βαίνω, διά-μετρος, δια-νέμω, διά-κρίνω. / Κρίνω: 1. διαμορφώνω άποψη, σχηματίζω γνώμη για κπ. ή για κτ. ύστερα από μία λογική διεργασία. 2 α. εκφέρω λογική και τεκμηριωμένη άποψη για ένα θέμα ως ειδικός. β. εκθέτω αναλυτικά και με επιχειρήματα την άποψη την οποία έχω σχηματίσει για κπ. ή για κτ. / Διακρίνω: Αντιλαμβάνομαι την διαφορά που χωρίζει κπ. ή κτ. από κπ. ή κτ. άλλο, τον αναγνωρίζω ως διαφορετικό, δεν τον συγχέω με κπ. ή με κτ. άλλο· ξεχωρίζω. Με απλά λόγια ΔΙΑΚΡΙΝΩ σημαίνει ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΩ. Αντώνυμο είναι το ΤΑΥΤΟΠΟΙΩ. Διέκρινε διαφορές (διαφοροποίηση) και ομοιότητες (ταυτοποίηση) ανάμεσα στις έννοιες: «μηχανιστικός λειτουργισμός και «λειτουργικός μηχανισμός» και δώσε παραδείγματα αποτελεσμάτων. Η ευκολία που θα το κάνεις δείχνει σε ποιόν βαθμό είσαι λειτουργικά αναλφάβητος.
H ανθρώπινη σκέψη σε μια δεδομένη στιγμή δεν μπορεί να ξεπεράσει ορισμένα όρια, αυτό είναι λογικό κι αναμενόμενο. Το ακατανόητο είναι γιατί η ανθρώπινη σκέψη δεν σταματά σ’ αυτό το σημείο και να πει: «Ως εδώ καταλαβαίνω για τώρα. Ας περιμένω μέχρι να ανοίξουν καινούργιες προοπτικές». Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης είναι ορθολογικός, κατανοητός και χρήσιμος. Εκείνο που εκπλήσσει είναι η ξαφνική μεταστροφή από την ορθολογική σκέψη στην ανορθολογική αυταπάτη, στον μυστικισμό.
Η ανορθολογικότητα και η αυταπάτη προδίδονται από την αδιαλλαξία και την ωμότητα με την οποία εκδηλώνονται. Παρατηρούμε ότι τα ανθρώπινα συστήματα σκέψης δείχνουν ανοχή για όσο διάστημα διατηρούν την επαφή τους με την πραγματικότητα. Όσο περισσότερο απομακρύνεται η σκέψη από την πραγματικότητα, τόσο περισσότερο χρειάζεται την αδιαλλαξία και την ωμότητα για να εγγυηθούν την συνέχεια της ύπαρξής της, π.χ. θρησκευτικός, πολιτικός, οπαδικός φανατισμός.
Ο λειτουργικά αναλφάβητος δυσκολεύεται να παρακολουθήσει την ροή της ενημέρωσης, δεν επιθυμεί να κατανοεί πολυπαραγοντικά προβλήματα, αδιαφορεί για τις δυνατότητες της γλώσσας και απαξιώνει τις δυνατότητες της τεχνολογίας, εκτός και αν πρόκειται για εργαλεία καταναλωτισμού. Το πιο επικίνδυνο όμως, είναι πως απορρίπτει την λογική ως το βασικότερο εργαλείο αξιολόγησης της πραγματικότητας γιατί κουράζεται από τις επαγωγές. Γενικότερα, ο λειτουργικά αναλφάβητος είναι το κακομαθημένο παιδί της καταναλωτικής κοινωνίας και του πελατειακού πολιτικού συστήματος (είσαι πελάτης και δεν θέλω να μου κουράζεσαι) και η νωθρότητα των λογικών αντιδράσεών του εξυπηρετεί όλες τις εξουσίες. Το παράγωγο όλων αυτών είναι ο θρασύς, εξαιτίας της ημιμάθειάς του, ψηφοφόρος-δούλος.
Ο Έλληνας είναι περισσότερο Λειτουργικά Αναλφάβητος από άλλους λαούς στην Δύση, λόγω του κακού εκπαιδευτικού, θεοκρατικού συστήματος και κυρίως εξαιτίας του μεταπρατικού χαρακτήρα της αγοράς και της κοινωνίας του, αφού εισάγει, διαθέτει κι εφαρμόζει ξένα αγαθά ή υπηρεσίες (άρα δεν παράγει αποτελέσματα) και μένει αδρανής κι αντιπαραγωγικός ο ίδιος.
Η καταδυνάστευση του κράτους (κρατισμός) η επιρροή της εκκλησίας στην κοινωνία (θεοκρατία κι όχι δημοκρατία) τα δανεικά κι αγύριστα, η ευκολία στην βίωση χωρίς ευθύνες και η διαστρέβλωση της παιδείας (αναξιοκρατία και πτυχίο για όλους χωρίς αντίκρισμα) δημιούργησαν τεράστια ποσοστά λειτουργικά αναλφάβητων που δεν τους ενδιαφέρει η ενεργής συνάφεια κι αλληλεπίδραση με την καθημερινότητα αλλά η υποταγή τους σε αυτήν κι έτσι εκφυλίστηκαν σε υποτελείς υπηκόους του κράτους και της εκκλησίας.
Αν δεν επέμβει ο άνθρωπος δραστικά να αλλάξει τον εαυτό του και την κοινωνία του σύντομα θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει μια δυστοπική οργουελική κοινωνία. Η αντίστροφη μέτρηση αυξημένης εντροπίας ήδη τρέχει με ταχύτητα φωτός.
Ο πρώτος που χρησιμοποίησε την έννοια «Λειτουργικός» σε αντιδιαστολή με το «Μηχανιστικός» είναι ο Βίλχελμ Ράιχ.
Η φύση μέσα και έξω από μας δεν είναι προσιτή στην διάνοια μας παρά μόνο μέσα από τις αισθητηριακές μας εντυπώσεις. Οι αισθητηριακές εντυπώσεις είναι στην ουσία αισθήσεις οργάνων. Τον κόσμο που μας περιβάλλει τον αντιλαμβανόμαστε με τις κινήσεις των οργάνων μας (πρωτοπλασματικές κινήσεις). Οι συγκινήσεις μας είναι απαντήσεις στις εντυπώσεις από τον κόσμο γύρω μας. Τόσο στην επίγνωση όσο και στην αυτεπίγνωση, η αισθητηριακή εντύπωση και η συγκίνηση συγχωνεύονται σχηματίζοντας μια λειτουργική ενότητα. Συνεπώς, οι αισθήσεις των οργάνων είναι το σημαντικότερο εργαλείο του λειτουργικού ανθρώπου. Ο ζωντανός λειτουργικός οργανισμός αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του και τον εαυτό του μόνο μέσω των αισθήσεών του. Από το είδος των αισθήσεων εξαρτώνται οι κρίσεις του, οι αντιδράσεις που βασίζονται σε αυτές τις διακρίσεις και η γενικότερη εικόνα του κόσμου. Ο μυστικισμός έχει τις ρίζες του σε μια ανάσχεση των άμεσων αισθήσεων των οργάνων και στην επανεμφάνιση αυτών των αισθήσεων με την παθολογική αντίληψη «υπερφυσικών δυνάμεων». Ο λειτουργιστής ρυθμίζει πάντα την διανοητική του δραστηριότητα ώστε να είναι εναρμονισμένη με τις αισθήσεις του. Αυτή η καλή κατάσταση δεν είναι ούτε χάρισμα ούτε ταλέντο, αλλά συνεχής προσπάθεια, συνεχής άσκηση αυτοκριτικής κι αυτοελέγχο. -Βίλχελμ Ράιχ “Η Βιοπάθεια του καρκίνου”
Λειτουργικός Αναλφαβητισμός
Ο Λειτουργικός Αναλφαβητισμός, μια κατάσταση διαφορετική απ’ αυτήν που ονομάζουμε αναλφαβητισμό γενικά. Αντίστοιχος, στο μέτρο που χρησιμοποιείται, είναι ο Γερμανικός όρος Funktionales Analphabetentum, απ’ τον οποίο, αν δεν κάνω λάθος, πέρασε στα ελληνικά. Ο Ιταλικός όρος είναι funzionale analfabetismo και ο Γαλλικός και Αγγλικός όρος illiteration fonctionelle και functional Illiteracy αντίστοιχα. Το πρόβλημα του λειτουργικού αναλφαβητισμού έχει συνδεθεί και με τα προγράμματα της δια βίου κατάρτισης, η οποία αντιπροσωπεύει μια τεχνοκρατική απάντηση στα προβλήματα της κοινωνικής ζωής της εποχής μας. Νοείται οίκοθεν ότι η χρησιμοποίηση των διαφορετικών όρων σηματοδοτεί διαφορετικές καταστάσεις.
Τον πρώτο ας τον ονομάσουμε Γενικό ή Απόλυτο Αναλφαβητισμό, είτε είναι πρωτογενής είτε όχι, που δηλώνει την παντελή, άγνοια γνώσης και γραφής, για να τον αντιδιαστείλουμε από τον άλλο, τον Λειτουργικό Αναλφαβητισμό, που δεν σημαίνει άγνοια των γραμμάτων (γραφής κι ανάγνωσης), αλλά έλλειψη της ικανότητας να χρησιμοποιεί το άτομο τις γνώσεις που του παρέχει η κοινωνική ζωή και να τις μεταχειρίζεται, να αξιοποιεί δηλαδή τις γνώσεις που αποκτάει μέσω της γραπτής και της προφορικής αποτύπωσης του λόγου και μέσω αυτού των πληροφοριών που κατέχει.
Ο Λειτουργικός Αναλφαβητισμός είναι κάτι ποιοτικά διάφορο από τον απόλυτο αναλφαβητισμό. Ο πρώτος είναι μια έλλειψη, μια αδυναμία και παραπέμπει σε καταστάσεις αντιφατικές, για την εποχή μας, σε καταστάσεις δηλαδή πριν από την εμφάνιση της γραφής και την γενίκευση, της εκπαίδευσης. Σήμερα, όμως, που όχι μόνο η συμβατική αλφαβητική γραφή έχει γίνει καθημερινό και απαραίτητα εργαλείο επικοινωνίας και ζωής, αλλά και άλλες προχωρημένες γραφές έχουν επινοηθεί, προέκταση σ’ αυτή την συμβατική αλφαβητική γραφή, και η εκπαίδευση, είτε σαν κοινωνική παροχή είτε σαν αίτημα, είναι θεσμοθετημένη πραγματικότητα, επισημαίνεται μια καινούργια μορφή αναλφαβητισμού. Η ειδοποιός, όμως, διαφορά που οριοθετεί ο όρος λειτουργικός αναλφαβητισμός, σηματοδοτεί και μια εντελώς διάφορη κατάσταση, που πηγαίνει πέρα από την απλή άγνοια των γραμματικών στοιχείων.
Ο γενικός ή απόλυτος αναλφαβητισμός, είτε πρωτογενής είτε δευτερογενής, είναι ενδεικτικός της πολιτιστικής πολιτικής που ασκείται από το αντίστοιχο κράτος, και του ενδιαφέροντος του κράτους αυτού για την παροχή εκπαίδευσης. Από μια άλλη πλευρά εκφράζει το επίπεδο του πολιτισμού κάποιας χώρας ή κάποιας περιοχής. Ο λειτουργικός όμως αναλφαβητισμός, αποτελεί την έκφραση μιας όχι φυσιολογικής γλωσσικής (και στο βάθος ψυχολογικής και κοινωνικής προέλευσης) κατάστασης.
Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός δεν είναι μια απλή έλλειψη που σε κάποια στιγμή μπορεί να αναπληρώνεται σε κάποιο βαθμό, αλλά μια έλλειψη λειτουργικότητας σε κάποια στοιχεία της προσωπικότητας του ανθρώπου. Είναι δηλαδή μια συνθήκη κατά την οποία το άτομο δεν έχει την δυνατότητα να επικοινωνεί άνετα με το περιβάλλον του, χρησιμοποιώντας την δυναμική της προσωπικότητάς του. Όταν ο άνθρωπος εκφράζεται με οποιοδήποτε τρόπο, αποκαλύπτεται ο ίδιος ο ψυχισμός του, που δεν αποτελεί βέβαια καμιά μεταφυσική οντότητα, αλλά είναι η συνισταμένη μιας σειράς επιδράσεων που διαμορφώνεται και εκφράζεται μέσα σε μια δοσμένη κοινωνική πραγματικότητα και κάτω από ορισμένες συνθήκες.
Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός είναι μια πολύ σύνθετη πραγματικότητα, που καλύπτει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Και της συναισθηματικής και της διανοητικής και της πρακτικής δραστηριότητας. Και οπωσδήποτε αποκαλύπτει όχι μια λεπτομέρεια, αλλά το σύνολο της ανθρώπινης σύνθεσης.
Από τους μελετητές του θέματος δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην γνώσης της μητρικής ή της γλώσσας του περιβάλλοντος, που η άγνοιά της εμποδίζει τον άνθρωπο να λειτουργήσει μέσα στην κοινωνική του ομάδα. Κι αυτό είναι σωστό στο μέτρο που αναφέρεται σε μετανάστες η παλιννοστούντα άτομα. Όμως, κατά τη γνώμη μας, ο ένοχος αυτής της αυτόχρημα μειονεκτικής κατάστασης, δεν είναι μόνο η άγνοια της γλώσσας, αλλά κυρίως η δόμηση του περιεχομένου της συνείδησης και η ποιότητα των πληροφοριών με τις οποίες αυτή έχει οικοδομηθεί.
Οριοθέτηση της έννοιας λειτουργικός αναλφαβητισμός
Λειτουργικά αναλφάβητος είναι όχι εκείνος που δεν ξέρει, ή δεν μπορεί να συλλαβίσει και πίσω από τους φθόγγους να αναγνωρίσει τις λέξεις και το σώμα του έναρθρου λόγου, αλλά εκείνος που μολονότι γνωρίζει γραφή και ανάγνωση δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει, για να λειτουργήσει με αυτάρκεια μέσα στην κοινωνική ομάδα στην οποία είναι ενταγμένος. Πρακτικά ένα άτομο είναι λειτουργικά αναλφάβητο: Είναι άνθρωπος που έχει αποφοιτήσει από την τυπική βασική εκπαίδευση με ικανοποιητική και πολλές φορές και με εξαιρετική σχολική επίδοση. Δεν μπορεί όμως:
1) Να επαρκέσει στην εξυπηρέτησή του σε προβλήματα και απλά ακόμη, όχι από έλλειψη χρόνου, αλλά από αδυναμία να προσεγγίσει το ζητούμενο του προβλήματός του, να το αναλύσει και να κάμει τις πράξεις που χρειάζονται για να το φέρει σε πέρας. Και γι΄ αυτό χρειάζεται τη μεσολάβηση κάποιου άλλου.
2) Δεν μπορεί να αρθρώσει συνεχή λόγο προκειμένου να παρουσιάσει στο μέτρο που κατέχει κάποιο πρόβλημα ή προκειμένου να επικοινωνήσει με τους άλλους του χρειάζεται η ερωταπόκριση, η ανακριτική, η ερβαρτιανή μέθοδος σαν μέσο επικοινωνίας και συνεννόησης.
3) Δεν έχει την ικανότητα να ελέγξει και να λογικοποιήσει τις σκέψεις του που είναι γεμάτες χάσματα και αντιφάσεις. Δεν μπορεί να δικαιολογήσει σωστά τη συλλογιστική του και να την αντιστοιχίσει με την αντικειμενική πραγματικότητα.
Τα χαρακτηριστικά αυτά λίγο – πολύ παρουσιάζονται σε όλες τις περιπτώσεις, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε όλα τα λειτουργικά αναλφάβητα άτομα.
Φυσικά δεν πρέπει να συγχέουμε φαινόμενα που προέρχονται από κούραση ή ατελή γνώση, ή βιολογικές ατέλειες και βλάβες. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα όν με πλήρεις τις βιολογικές του λειτουργίες αλλά με μειωμένες τις λειτουργικές του δυνατότητες μέσα στην κοινωνική ομάδα. Θα τολμούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε κοινωνικό και ψυχολογικό τύπο ανθρώπου, (σε μια τυπολογική διάταξη ανθρώπων με μειωμένες ικανότητες), που προέρχονται είτε από άγνοια, είτε από οργανική βλάβη είτε από στρεβλή ανάπτυξη, και να τον τοποθετήσουμε στην τελευταία κατηγορία. Φυσικά μέσα στους λειτουργικά αναλφάβητους δεν μπορούμε, νομίζω, να συγκαταλέξουμε άτομα με δυσλεκτικότητα ή δυσλεξία, δυσορθογραφία κ.α., που στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν την βάση τους σε οργανικές δυσλειτουργίες ή άλλες αδυναμίες, όπως π.χ. της ακοής, της όρασης κτλ.
Ποιος είναι ο ένοχος και ποια η συνευθύνη, αν υπάρχει.
Είναι ο λειτουργικός αναλφαβητισμός προϊόν της σχολικής ζωής;
Η απάντηση μπορεί να προκύψει από την ανάλυση αυτής της ίδιας της σχολικής λειτουργίας. Η μεθοδολογική ανάγκη μας υποχρεώνει να απομονώσουμε την διαπαιδαγωγητική διαδικασία του σχολείου, μια πράξη που εντάσσεται στη γενικότερη διαδικασία της κοινωνικοποίησης του ατόμου, η οποία συντελείται και από μια σειρά άλλους παράγοντες εκτός από το σχολείο, την οικογένεια, τους κύκλους των ομηλίκων και την κοινωνική ομάδα γενικότερα.
Και θα περιοριστούμε σε ό,τι ονομάζεται σχολική πράξη, στο γνωστικό περιεχόμενο του σχολείου, που είναι άλλωστε μια από τις βασικότερες όχι μόνο λειτουργίες του σχολείου, αλλά και της διαδικασίας κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, με την έννοια ότι με τις γνώσεις τοποθετείται το άτομο στο επίπεδο και το πλαίσιο της κοινωνικής ζωής. Άλλωστε βασική κινητήρια δύναμη του ανθρώπου ως κοινωνικής μονάδας είναι η γνώση, με την έννοια της πληροφορίας και της ανταπόκρισης με το περιβάλλον.
Η διερεύνηση του προβλήματος πρέπει να γίνει ποσοτικά και ποιοτικά. Το ποσοτικά αναφέρεται στο τι δίνει το σχολείο σαν γνωστική καλλιέργεια. Αν δει κανείς το “Αναλυτικό πρόγραμμα” δίνει πολλά και μάλιστα με την πρόοδο του χρόνου προσπαθεί να τα αυξήσει, στην αγωνιώδη του προσπάθεια να παρακολουθήσει την έκρηξη των γνώσεων της εποχής μας. Δεν θα σταθούμε σε λεπτομέρειες. Η τάση είναι πασιφανής. Ποιοτικά όμως η κατάσταση δεν είναι αισιόδοξη.
Γιατί εκτός του ότι ένα μεγάλο μέρος των γνώσεων είναι απαρχαιωμένες (αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι το σχολείο μας σε όλους τους τομείς είναι ιστορικό-φιλολογικό) και η προσαύξηση των γνώσεων, που κάθε φορά επιχειρείται είτε εξ ανάγκης είτε ως ένδειξη εκσυγχρονισμού, ή σκοντάφτει στην ανελαστικότητα του χρόνου διδασκαλίας και συνεπώς η διδακτέα ύλη ποτέ δεν εξαντλείται (και για άλλους βέβαια λόγους) ή οδηγεί σε αποσπασματικότητα κατά την πολλαπλή του αντικειμένου αποψίλωση.
Ακόμα τα διαφορετικά γνωστικά πεδία, που θα έπρεπε να συλλειτουργούν, πορεύονται ανεξάρτητα σαν αυτόνομες λειτουργίες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η σύστοιχη και αρμονική επίδραση στην καλλιέργεια και την διαμόρφωση της προσωπικότητας και φυσικά της συνείδησης. Αυτό είναι εκείνο που υποστηρίζουμε, όχι μόνον εμείς, ότι στην εκπαίδευσή μας ο αμέσως κατώτερος κύκλος αποτελεί περίληψη του γνωστικού περιεχομένου του ανώτερου, αρχής γενομένης από τα πανεπιστημιακά αντικείμενα διδασκαλίας (εγκύκλιες σπουδές, τις λέγαμε κάποτε) και με το αιτιολογικό της σπειροειδούς πορείας κατά την ανάπτυξη της γνώσης.
Αλλά και η μεθοδολογική βάση της εργασίας στο σχολείο δεν διαμορφώνει λειτουργική αντίληψη των εμπειριών και των γνώσεων. Δεν είναι μόνο ότι οι γνώσεις παρουσιάζονται αποσπασματικές και αυτόνομες από το σύνολο, επί πλέον μένουν σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο και δεν συνδέονται με την πραγματικότητα, την πρακτική ζωή και την παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας, έτσι ώστε και εμπέδωση και δημιουργική αφομοίωση της γνώσης.
Αυτό με τη σειρά του έχει σαν αποτέλεσμα να μένει μόνος δρόμος για τη μάθηση η αποστήθιση των γνώσεων, αυτό που στην καθημερινή γλώσσα ονομάζουμε παπαγαλία. Εδώ θα πρέπει να κάμουμε μια παρατήρηση που την θεωρούμε αναγκαία, γιατί παρουσιάζονται ακρότητες. Δεν μπορούμε να διαγράφουμε την αξία των γνώσεων. Η γνώση είναι αναγκαία συνθήκη, επειδή είναι η δημιουργική αντανάκλαση της πραγματικότητας στην συνείδηση του ανθρώπου. Χωρίς αυτές δεν υπάρχει διάνοια, δεν υπάρχει λειτουργία όχι μονάχα γνωστική, αλλά ούτε και συναισθηματική και βουλητική. Το πρόβλημα είναι ΤΙ είδους γνώσεις και ΠΩΣ τις αποκτάμε.
Η απομνημόνευση και ο αποθησαυρισμός των γνώσεων δεν είναι κακό, είναι η προϋπόθεση της διανόησης, είναι οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις απάνω στις οποίες θεμελιώνεται και κάθε καινούργια γνώση και κάθε προσπάθεια, ενώ το κατευθείαν αρνητικό είναι η αποστήθιση, που και άγονη είναι και σπατάλη δυνάμεων συνιστά, γιατί δεν έχει την μονιμότητα της αφομοιωμένης γνώσης και σύνδεση με τις γνώσεις άλλων πεδίων. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι είμαστε αντίθετοι στην αποστήθιση και θεωρούμε ότι το σχολείο των γνώσεων έχει εξαντλήσει τα όρια του.
Το σχολείο δεν μπορεί πια να καλύψει το σύνολο του γνωστικού πλούτου της ανθρώπινης κοινωνίας και από λόγους αντικειμενικούς έπαψε να είναι ο μοναδικός δίαυλος του γνωστικού περιεχομένου, ενώ οι γνώσεις που παρέχει, όσο επιστημονικά κι αν είναι διατυπωμένες, δεν εξασφαλίζουν το εφαλτήριο για την πιο πέρα αυτόνομη δημιουργική προσπάθεια του νέου ανθρώπου. Αυτό σημαίνει πως όλες οι παρεμβάσεις, που συντελούνται στην ανάπτυξη του γνωστικού περιεχομένου του σχολείου, είναι μηχανικές, γιατί δεν πραγματοποιούνται με βάση κάποιες προοπτικές, και επομένως δύσκολη η χρήση τους.
Το επακόλουθο συμπέρασμα αυτής της συλλογιστικής είναι ότι από το σχολείο “το γε νυν έχων” βγαίνουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτομα που διαθέτουν περιορισμένο και αποσπασματικό αριθμό γνώσεων, οι οποίες δεν έχουν οργανική σύνθεση μεταξύ τους, αλλά είναι χασματικές και χαοτικές.
Το στρες που διακατέχει το μέσο άνθρωπο της εποχής μας.
Ανήκει πράγματι το φαινόμενο αυτό στον κύκλο των ενόχων; Στο σημείο αυτό και πριν επιχειρήσουμε κάποια προσέγγιση στο πρόβλημα, ας προσπαθήσουμε να ορίσουμε το περιεχόμενο της λέξης στρες (stress), επειδή στην ψυχολογία χρησιμοποιούμε με μεγάλη ελαστικότητα τους όρους. Δυο πλευρές έχει σημασιολογικά η λέξη.
Η μια ανήκει στη σφαίρα της Ιατρικής-Ψυχολογίας και η άλλη στη σφαίρα της Κοινωνιολογίας – Διαπαιδαγώγησης. Στην Ιατρική δηλώνει την διαταραχή των λειτουργιών του ανθρώπινου οργανισμού και την ψυχική ένταση, η οποία προέρχεται από μεγάλη στενοχώρια, δυνατή χαρά και υπερκόπωση. Όταν εξάλλου στην Κοινωνιολογία χρησιμοποιούμε τον όρο στρες, υπονοούμε επίσης την ψυχική ένταση, το άγχος, την αγωνία που διακατέχει τον άνθρωπο μπροστά σε δύσκολες ή καταλυτικές καταστάσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει στην καθημερινή του ζωή. Είναι κι αυτό μια απόδειξη του τόξου “βιολογική κατάσταση του οργανισμού και επίδραση του περιβάλλοντος” που ρυθμίζει τον ψυχισμό του ανθρώπου.
Δεν χρειάζεται να κάμουμε περισπούδαστες αναλύσεις για το ρόλο του στρες στην καθημερινή ζωή. Καθημερινά σκοντάφτουμε απάνω του και ζούμε μ’ αυτό. Εκείνο που θεωρούμε απαραίτητο να επισημάνουμε είναι ότι το στρες έχει καταλυτική επίδραση στην συμπεριφορά του ανθρώπου. Έχει γίνει μόνιμο και σταθερό (χωρίς ίχνος υπερβολής) φαινόμενο της ζωής μας. Όταν εμφανίζεται η διαταραχή του οργανισμού μας και η ψυχική ένταση κυριαρχεί, τότε και η συμπεριφορά του ανθρώπου τροποποιείται αντίστοιχα προς την διαταραχή του οργανισμού.
Η διαταραχή και η ένταση εκφράζεται και στον λόγο, που είναι μια από τις βασικές μορφές συμπεριφοράς και καθρέφτης των ψυχικών καταστάσεων του ανθρώπου. Απ’ αυτή εμείς διαπιστώνουμε ποια είναι η ψυχική κατάσταση και γιατί εκφράζεται ο άνθρωπος μ’ αυτόν τρόπο.
Και σε τελευταία ανάλυση πληροφορούμαστε πως ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά και μέσα σε μια κατάσταση που τον συντρίβει. Κι αυτό είναι η αιτία για την οποία και η λειτουργία της συνείδησής του δεν είναι “φυσιολογική” και η επικοινωνιακή του πράξη λειψή, ασταθής και ατελής.
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη πλευρά του stress, η οποία δεν θα μας απασχολήσει εδώ, γιατί για μας το πρόβλημα μένει στο επίπεδο της επικοινωνιακής ικανότητας και δυνατότητας. Η άλλη αυτή πλευρά σχετίζεται με τη συντήρηση της λειτουργικής κατάστασης του οργανισμού. Το stress σε κάποιο βαθμό έντασης κρατάει τη συνείδηση και κατά συνέπεια το βιολογικό οργανισμό σε εγρήγορση. Η προσπάθεια να διατηρηθεί μια συνεχής επαφή με το περιβάλλον, ενισχύει τις βιολογικές λειτουργίες και την ισορροπία της βιολογικής του κατάστασης σαν συνέπεια της ανταπόκρισης με το περιβάλλον. Και ποτέ δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινη οντότητα (συνείδηση) δεν είναι παρά η συνισταμένη φυσικών σχέσεων και κοινωνικών παραμέτρων.
Μπορούμε να θεωρήσουμε το στρες ως ένα από τους ενόχους του λειτουργικού αναλφαβητισμού. Κατά τη γνώμη μας το βασικό αίτιο του λειτουργικού αναλφαβητισμού καθρεφτίζει την σύγχυση της συνείδησης του κοινωνικού ανθρώπου μπροστά στα αδιέξοδα που δημιουργεί η κρίση του συστήματος. Μέσα από τις αντιφάσεις και την ένταση των αντιθέσεων του σημερινού κόσμου η συνείδηση του ανθρώπου δεν μπορεί να κατασκευάσει ενιαίο, οργανικά συγκροτημένο σύστημα ιδεών που να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές και τις υπαρξιακές του ανάγκες, αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα του κόσμου μέσα από την ενότητα της φυσικής και της κοινωνικής ζωής.
Μετεωρίζεται ανάμεσα στην προσωπική του εμπειρία και στις κατασκευές του συστήματος (στερεότυπα, απαγορεύσεις κτλ.).
Ο ρόλος του σχολείου τώρα, εκτός από την θετική του πλευρά στην ανάπτυξη της κοινωνικής ομάδας, στο σημείο αυτό είναι διπλός, είναι και αρνητικός. Από την μια μεριά, ως θεσμός του συστήματος το υπηρετεί σκόπιμα και συνειδητά, και από την άλλη, καλλιεργώντας όσα στοιχεία είναι αναγκαία στο να διαμορφώσουν τον άνθρωπο σε αυτόνομη προσωπικότητα, τα προσαρμόζει στα μέτρα του συστήματος, περνώντας του μόνο όσα στοιχεία θεωρούνται αναγκαία γι’ αυτό το σκοπό.
Η διαδικασία αυτή βέβαια είναι αναποτελεσματική στο μέτρο που αντιστρατεύεται την αντικειμενική πραγματικότητα. Γιατί η ζωή είναι ισχυρότερη από τα λογικά σχήματα της αυθαιρεσίας και την προσπάθεια της να ακινητοποιήσει την εξέλιξη του κόσμου. Το σχολείο εκ προοιμίου, εξ αιτίας της θέσης του, δεν βοηθάει στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Απλά με την χρησιμοποίηση κάποιων υλικών προσπαθεί να καλλιεργήσει ανθρώπους που να έχουν αφομοιωθεί με τις ανάγκες της λειτουργίας του συστήματος.
Η άλλη αρνητική πλευρά είναι η ίδια κατάσταση του σχολείου. Αλλού μεθοδευμένα και σκόπιμα κι αλλού σαν αποτέλεσμα των λειτουργικών της ανωμαλιών και ελλείψεων, που σχετίζονται με την μεταχείριση της εκπαίδευσης από το ίδιο το σύστημα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες της ανάπτυξης και διατήρησης του λειτουργικού αναλφαβητισμού.
Ο ρόλος τώρα του στρες ποιος είναι; Εφόσον δεχόμαστε πως είναι ψυχικό και κοινωνικό φαινόμενο, παράγωγο της κοινωνικής διγλωσσίας, αυτό παίζει ρόλο γέφυρας, ανάμεσα στις παράγωγες αιτίες και τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του ατόμου, αντιπροσωπεύει και εκφράζει το αδιέξοδο, που με τη σειρά το εντείνει, επειδή μπλοκάρει τους διαύλους επικοινωνίας και εκτόνωσης.
Δεν ξέρω αν οι επιστήμονες που κάμανε αυτή την διάκριση ανάμεσα στον γενικό και τον λειτουργικό αναλφαβητισμό είχαν συνειδητοποιήσει την διάσταση του προβλήματος που άνοιγαν. Υποθέτω, ναι. Εμείς όμως που δεχτήκαμε τον όρο με κάποια έκπληξη και μαζί με μια περιέργεια καλοπροαίρετη, βρήκαμε στον ορισμό την επιβεβαίωση μιας παρατήρησής μας, δηλαδή πως δεν αρκεί ούτε το καλό σχολείο ούτε και η επιμέλεια των μαθητών και των εκπαιδευτικών, για να έχουμε εξασφαλισμένη την επιτυχία της μόρφωσης, δηλαδή να αξιοποιούν οι άνθρωποι σε ατομική και κοινωνική βάση τις ικανότητές τους. Γιατί το πρόβλημα δεν ήταν θέμα άγνοιας, το αποτέλεσμα είναι τελικά στάση ζωής. Και συνεπώς άλλη πρέπει να είναι η αντιμετώπισή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου