Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (460-395 π.Χ.) διαμόρφωσε τις πολιτικές του αντιλήψεις σε μια περίοδο άνθισης της Σοφιστικής κίνησης. Στη διανόησή του ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π. Χ.) υπήρξε το αποτέλεσμα μιας συστηματικής αλλαγής, η οποία επήλθε εξαιτίας της αυξανόμενης δύναμης της αθηναϊκής ηγεμονίας. Ο Θουκυδίδης ανέδειξε στο έργο του το γεγονός ότι οι πολίτες ως πλήθος ανθρώπων είναι ανίκανοι να αντιμετωπίσουν ορθολογικά τα πολιτικά ζητήματα και άγονται από ανεξέλεγκτα συναισθήματα, τα οποία συχνά είναι και βίαια. Παράλληλα προσδιόρισε επίμονα το γεγονός αυτό τονίζοντας ότι η έξαψη της πλειοψηφίας παραλύει ή παρασύρει και τους συνετούς. Επί πλέον στο έργο του διαμορφώνει μια αντίθεση ανάμεσα στον Περικλή και τους διαδόχους του και από τη μια επαινεί τον Περικλή, επειδή μπόρεσε να συγκρατήσει το λαό στο δρόμο της σύνεσης και από την άλλη μέμφεται τους διαδόχους του για τη δημαγωγική τους συμπεριφορά. Στην παρούσα εργασία επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στις συνθήκες εκείνες, οι οποίες συνέβαλαν στην εμφάνιση του φαινομένου της δημαγωγίας και επιχειρούμε να αναδείξουμε το είδος των σχέσεων, οι οποίες αναπτύχθηκαν και καλλιεργήθηκαν μεταξύ των δημαγωγών και του δημοκρατικού πλήθους. Παράλληλα εστιάζουμε την προσοχή μας στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν τόσο από τον ιστορικό Θουκυδίδη όσο και από τον κωμικό ποιητή Αριστοφάνη οι πολιτικοί ηγέτες της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ.
Η Σοφιστική κίνηση ως αιτία γέννησης της δημαγωγίας
Οι απαρχές της Ρητορικής συμπίπτουν με τις προόδους της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π. Χ., όπου οι πολιτικές και δικαστικές αποφάσεις δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο μιας περιορισμένης ομάδας, αλλά λαμβάνονταν από όλους τους πολίτες και η ικανότητα να απευθύνεται κανείς με τρόπο πειστικό στην Εκκλησία του Δήμου[1] ή τα δικαστήρια αποδεικνυόταν ολοένα περισσότερο ως μια πολύτιμη δεξιότητα. Πρώιμη αντιπροσωπευτική περίπτωση της τέχνης αυτής στην αρχαία Αθήνα υπήρξε ο πολιτικός Θεμιστοκλής, ο οποίος έπεισε τη συνέλευση να αναπτύξει τη ναυτική δύναμη της πόλης και στη συνέχεια να τη χρησιμοποιήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα στη Σαλαμίνα[2].
Η ανάγκη για ρητορική εκπαίδευση, ιδιαίτερα με τη μορφή εγχειριδίων, καθίσταται επιτακτική μετά τις ριζοσπαστικές αλλαγές του Εφιάλτη (462 π. Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε τον Θεμιστοκλή ως ηγετική πολιτική μορφή της δημοκρατικής μερίδας στην Αθήνα και αυτή η ανάγκη άρχισε να ικανοποιείται πλήρως ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου η δημοκρατία είχε διαδεχθεί την τυραννία το 467 π. Χ. Το corpus της αττικής ρητορικής είναι εξαιρετικά σημαντικό όχι μόνο ως μαρτυρία για την ανάπτυξη των τεχνικών της ρητορικής και του ύφους του πεζού λόγου, αλλά και ως πηγή υλικού για την κοινωνική, πολιτική, οικονομική και νομική ιστορία της αρχαίας Αθήνας.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. παρατηρούμε την εμφάνιση των Σοφιστών[3], οι οποίοι ήταν διανοούμενοι και αμειβόμενοι δάσκαλοι, οι οποίοι παρουσιαζόμενοι ως πρωταγωνιστές μιας νέας μορφής διδασκαλίας, η οποία βασίζεται στην ανάγκη να πείθει ο πολίτης και γενικά ο πολιτικός δια του λόγου του. Στην αθηναϊκή πολιτική κοινωνία του 5ου αιώνα π. Χ. οι πολίτες διαθέτουν πολιτικό λόγο και τη δυνατότητα να μπορούν να αναλαμβάνουν δημόσια αξιώματα. Όμως για να κατακτήσει κανείς το αξίωμα του άρχοντα ή του στρατηγού θα έπρεπε να γνωρίζει εκτός των άλλων και πώς να κερδίζει την εύνοια των πολιτών και να γοητεύει το πλήθος. Έτσι η διαμόρφωση της προσωπικότητας άρχισε να εστιάζει στην κατάκτηση της αίγλης του λόγου, της ικανότητας να ομιλεί κανείς για οποιοδήποτε ζήτημα και στην απόκτηση κάθε είδους γνώσης[4]. Η μόρφωση, λοιπόν, την οποία παρείχαν οι Σοφιστές στους νέους αποσκοπούσε στο να καταστούν αυτοί δεινοί ρήτορες και εύστροφοι συζητητές. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν να διοικήσουν άριστα τα του οίκου τους, να αγορεύουν ικανοποιητικά στο δικαστήριο και κυρίως να μπορούν να ανέλθουν στα ανώτατα αξιώματα της πόλης κράτους. Επομένως, η σοφιστική παιδεία αποσκοπούσε στην κοινωνική προβολή και επιτυχία των νέων στον κοινωνικοπολιτικό στίβο.
Με την εμφάνιση της Σοφιστικής τον 5ο αι. π. Χ., η έννοια της αρετής αρχίζει να σχετίζεται με τη γνώση και με τις δεξιότητες, τις οποίες έχουν οι άνθρωποι και που δύναται να αποκτήσουν. Οι Σοφιστές επαγγέλλονται τη διδασκαλία της αρετής και ειδικότερα της πολιτικής αρετής ή της πολιτικής τέχνης. Ο Πρωταγόρας διατυπώνει το νόημα της πολιτικής αγωγής που έχει ως εξής: «Τό δέ μάθημά ἐστιν εὐβουλία περί, τῶν οἰκείων, ὅπως ἄν ἄριστα τήν αὐτοῦ οἰκίαν διοικοῖ, καί περί τῶν τῆς πολεως, ὅπως τά τῆς πολεως δυνατώτατος ἄν εἴη καί πράττειν καί λέγειν[5]». Η εμπλοκή των Σοφιστών στην κοινωνική, παιδευτική και πολιτική ζωή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες[6] οδήγησε με την πρόοδο του χρόνου στην ανάπτυξη της Σοφιστικής, αλλά λίγο αργότερα στο βαθμιαίο εκφυλισμό του φαινομένου με αποτέλεσμα η ίδια η λέξη σοφιστής να εκπέσει και από τιμητικός χαρακτηρισμός που ήταν αρχικά να αποκτήσει προσβλητικό περιεχόμενο. Η μόρφωση λοιπόν των Αθηναίων πολιτών τον 5ο αιώνα π. Χ. άρχισε βαθμιαία να δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόκτηση του ορθού χειρισμού του προφορικού λόγου, της ικανότητας δηλαδή να ομιλεί κανείς με ευγλωττία για οποιοδήποτε ζήτημα.
Η αντιμετώπιση των δημαγωγών από τον Θουκυδίδη και τον Αριστοφάνη
Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (460-395 π. Χ.) διαμόρφωσε την κοσμοαντίληψή του κατά την εποχή του Περικλή, όπου ήταν μια περίοδος άνθισης της Σοφιστικής κίνησης. Στη διανόηση του Θουκυδίδη ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν το αποτέλεσμα μιας συστηματικής αλλαγής, η οποία επήλθε εξαιτίας της αυξανόμενης δύναμης της αθηναϊκής ηγεμονίας, η οποία προσπάθησε να υπερβεί τη δύναμη της Σπάρτης. Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει στο ιστορικό του έργο μια αντίθεση ανάμεσα στον Περικλή και τους διαδόχους του. Επαινεί τον Περικλή, επειδή μπόρεσε να συγκρατήσει τους Αθηναίους πολίτες στο δρόμο της σύνεσης και της λογικής και μέμφεται τους διαδόχους του, οι οποίοι δημαγωγούν το λαό. Ο Περικλής αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι ο Θουκυδίδης συγκρατούσε με επιτυχία το λαό και δε παρασυρόταν από αυτόν, αλλά ο ίδιος τον καθοδηγούσε και δεν ανέφερε τίποτα για να τον ευχαριστήσει. Αντίθετα κάθε φορά που παρατηρούσε το πλήθος να δείχνει από αυθάδη αυτοπεποίθηση παράκαιρο θάρρος, μιλώντας σκληρά τους ενέπνεε το φόβο και όταν πάλι, αισθανόταν ότι ήταν παράλογα φοβισμένος, του ξανάδινε θάρρος[7].
Εκείνοι όμως οι οποίοι ανέλαβαν την εξουσία μετά από τον Περικλή, κατά τον Θουκυδίδη, επειδή ήταν σχεδόν ισάξιοι μεταξύ τους και επιθυμούσαν να καταστεί ο καθένας τους πρώτος, άρχισαν να παραδίδουν και την κυβέρνηση ακόμη στο λαό για να τον ευχαριστήσουν (καθ’ ἡδονάς). Εξαιτίας όμως αυτών πραγματοποιήθηκαν όπως είναι φυσικό σε μεγάλο κράτος, το οποίο ασκεί ηγεμονία και άλλα πολλά σφάλματα και η εκστρατεία στη Σικελία απέτυχε[8]. Η έκφραση «καθ’ ἡδονάς» τονίζει τον εντελώς συγκινησιακό χαρακτήρα των λαϊκών προσανατολισμών και ο ίδιος ο συγκινησιακός χαρακτήρας εξηγεί τα πολιτικά σφάλματα[9]. Επομένως κατά τον Θουκυδίδη οι διάδοχοι του Περικλή ανήλθαν στην εξουσία υποστηρίζοντας επεκτατική πολιτική, αλλά και οι ίδιες οι αθηναϊκές μάζες το υποστήριζαν αυτό, μιας και οι ηγέτες αυτοί απλώς αντανακλούσαν τη λαϊκή βούληση[10].
Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει στο έργο του το δημαγωγό Κλέωνα δύο φορές. Την πρώτη φορά τον παρουσιάζει να παρεμβαίνει για να υποστηρίξει την απόφαση που έλαβαν οι Αθηναίοι να εκτελέσουν όλους τους άρρενες της Μυτιλήνης, όταν η πόλη ανακαταλήφθηκε από την αποστασία της. Ο Θουκυδίδης δηλώνει ότι η απόφαση ελήφθη κάτω από την επίδραση της οργής[11]. Στη συνέχεια όμως οι Αθηναίοι ξανασκέφτηκαν και ζύγισαν καλύτερα τη βαρύτητα αυτού του μέτρου και θέλησαν να το επαναφέρουν προς συζήτηση. Ο Κλέων, ο οποίος αρχικά είχε υποστηρίξει την άποψη να θανατωθούν οι Μυτιληναίοι για παραδειγματισμό, έλαβε το λόγο προκειμένου να εμποδίσει την τροποποίηση της απόφασης. Ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει τον Κλέωνα για τη στάση του ως δημαγωγό και ως τον πιο βίαιο απ’ όλους τους Αθηναίους[12]. Τελικά όμως ο Κλέων αποτυγχάνει, διότι οι Αθηναίοι άκουσαν τον Διόδοτο, ο οποίος πρότεινε στους Αθηναίους να κοιτάξουν το αληθινό τους συμφέρον.
Τη δεύτερη φορά, στην υπόθεση της Πύλου, ο Κλέων πετυχαίνει, αλλά ο Θουκυδίδης δείχνει ότι η πολιτική συνέπιπτε με τις παράλογες επιθυμίες του λαού. Έτσι λοιπόν ο Κλέων εξωθεί τους Αθηναίους να αποστείλουν ενισχύσεις στην Πύλο, διότι αυτή ήταν η επιθυμία του λαού[13]. Παρατηρούμε στο σημείο αυτό τη σχέση του δημαγωγού Κλέωνα με την Εκκλησία του Δήμου, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν γενικά υπό την επίδραση των αντιδράσεων της στιγμής και δεν υποτάσσονταν ποτέ στη στοχαστική θεώρηση του συνόλου[14]. Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο Κλέων παρουσιάζεται από τον Θουκυδίδη ως ο πολιτικός ηγέτης, ο οποίος εγκατέλειψε τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Περικλή που ήταν αφ’ ενός η μετριοπάθεια στα ζητήματα της πολιτικής διοίκησης και αφ’ ετέρου της αποφυγής της μεγάλης κλίμακας κινδύνων. Γενικά ο Κλέων παρουσιάζεται από τον Θουκυδίδη ως δημαγωγός, του οποίου η έκκληση στο συναίσθημα και στο προσωπικό συμφέρον διαίρεσε την πόλη και έβαλε σε κίνδυνο την Αθηναϊκή ηγεμονία. Η αντίληψη ότι οι διάδοχοι του Περικλή χαρακτηρίζονταν για δημαγωγική συμπεριφορά και ήταν υποστηρικτές του επεκτατισμού παρουσιάζεται και από τον Αριστοφάνη[15].
Τα πρώτα ωστόσο χρόνια της ζωής του Αριστοφάνη πέρασαν μέσα σε ένα ειρηνικό περιβάλλον. Η πνευματική παραγωγή των Αθηνών βρισκόταν στο απόγειό της. Ο Αισχύλος είχε πεθάνει το 460 π. Χ., ενώ ο Σοφοκλής βρισκόταν στην περίοδο της ακμής του και ο Ευριπίδης άρχισε να γράφει τις πρώτες του τραγωδίες. Βασικός στόχος της αττικής κωμωδίας ήταν όπως τονίζει ο χορός των Βατράχων να αναφέρει αστεία και λόγια σοβαρά, να παίξει και να σατιρίσει (στ. 389-393). Συνέχισε δηλαδή την παράδοση του αρχαϊκού κώμου, καθώς και την παράδοση του αρχαίου ιάμβου[16]. Είναι η εποχή κατά την οποία οι κωμωδίες του Αριστοφάνη προβάλλονται σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία η αθηναϊκή δημοκρατία είχε γίνει εύθραυστη από τον πόλεμο και τις εσωτερικές ελλείψεις[17]. Η αθηναϊκή λοιπόν δημοκρατία πρόσφερε στους κωμικούς ποιητές το δικαίωμα να διακωμωδούν ελεύθερα και ο Αριστοφάνης τολμά να αναδείξει εκείνο το οποίο είναι δίκαιο για την πόλη[18]. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι κωμωδίες[19] του σημαντικότερου κωμωδιογράφου όλων των εποχών, του Αριστοφάνη, ο οποίος μέσα από την προβολή των κακώς αθηναϊκών κειμένων επεδίωκε να σατιρίσει το πολιτικό σύστημα της εποχής.
Ο Αριστοφάνης (445-385 π. Χ.) το 424 π. Χ. στα Λήναια δίδαξε στο αθηναϊκό κοινό τους Ιππείς[20]. Στο έργο αυτό ο Αριστοφάνης μας παρουσιάζει το λαό σαν αγαθό γέροντα να βρίσκεται ως λεία των κολακειών από τη μια του παφλογόνιου δερματοπώλη, που είναι ο Κλέων και του αλλαντοπώλη, που είναι ακόμη πιο απαίδευτος και αγροίκος από αυτόν. Και οι δύο συναγωνίζονται στην κολακεία και τη μικρότητα απέναντι στο λαό. Προσφέρουν στο Δήμο νόστιμα φαγητά, τον προσφωνούν με κολακευτικά λόγια και ο αγαθός γέροντας παρασύρεται μέχρις ότου στο τέλος ξαναβρίσκει την αντικειμενική του κρίση. Στους Ιππείς καταδικάζεται ο τύπος του πολιτικού ηγέτη ο οποίος χαρακτηρίζεται από την υπερβολική κολακεία προς το δήμο και από τον υπέρμετρο ζήλο στη δίωξη προσώπων που θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για αντιπατριωτική διαγωγή. Παράλληλα ο Αριστοφάνης διακωμωδεί εκείνους που προωθούν μέτρα τα οποία προσφέρουν βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη σε πολλούς ανθρώπους, αλλά δε λαμβάνουν υπόψη τη μακροπρόθεσμη οικονομική εξασφάλιση[21]. Στην αρχαία ελληνική μουσική υπήρχαν επτά αρμονίες, όπως είναι γενικά αποδεκτές: η Δωριστί, η Φρυγιστί, η Λυδιστί, η Μιζολυδιστί, η Αιολιστί, η Ιαστί και η Υπολυδιστί. Σε καθεμιά από τις οποίες οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν και ένα ξεχωριστό ήθος. Η δωρική αρμονία εκφράζει το μεγαλοπρεπές ήθος. Ο Κλέων βέβαια δεν προτιμά το δωρικό τόνο για την ηθική του αξία, διότι θυμίζει το όνομα της θεάς των δημαγωγών Δωρως (στ. 529), τη δωροδοκία. Ο δημαγωγός Κλέων αμφισβητείται ακόμη και ως ικανός ρήτορας και ο χορός τον αποκαλεί στην αρχή του αγώνα «βδελυρέ κρᾶκτα[22]».Ο Αριστοφάνης λοιπόν αντιδρά έντονα στα γεγονότα της πολιτικής ζωής της εποχής του, καταδικάζει τους πολιτικούς- δημαγωγούς[23]και οι κωμωδίες του αποτελούν μια αξιόλογη συμπλήρωση των ιστορικών στοιχείων που αναφέρουν συγγραφείς όπως είναι ο Θουκυδίδης.
Τελικές παρατηρήσεις
Στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνα π. Χ., όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν στην Εκκλησία του Δήμου, η ρητορική δεινότητα του πολιτικού συνιστούσε ένα απαραίτητο εφόδιο για την ανάδειξη και την επιτυχία του. Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον οι Αθηναίοι καλλιέργησαν το λόγο τους και άλλοι αναδείχθηκαν άξιοι ηγέτες και άλλοι δημαγωγοί. Στην πολιτική ζωή των Αθηνών επικρατούν οι δημαγωγοί, ενώ ο λαός εμφανίζεται εξαθλιωμένος και θύμα των υποσχέσεων των πολιτικών. Η κατάπτωση του αθηναϊκού λαού φαίνεται καλύτερα όταν τον συγκρίνουμε με τους παλαιότερους, τη γενιά των μαραθωνομάχων. Τον πατριωτισμό και την αρετή αυτή ο Αριστοφάνης επιδιώκει να αναδείξει με τους Ιππείς, όπου θα συμμαχήσει με τους ευγενείς Ιππείς για να πολεμήσει το δημαγωγό Κλέωνα. Μέσα από το έργο ο Αριστοφάνης θα επιδιώξει να προβληματίσει τους Αθηναίους πολίτες σαρκάζοντας και καυτηριάζοντας τους πλεονέκτες, τους δειλούς, τους κόλακες και τους συκοφάντες, αφού η σάτιρα ενάντια στους κακούς είναι τιμή για τους τίμιους[24]. Στα κείμενα λοιπόν τόσο του Θουκυδίδη όσο και του Αριστοφάνη προβάλλεται ως υγιές πρότυπο πολιτικής διαχείρισης των κοινωνικοστρατιωτικών ζητημάτων ο Περικλής, ο οποίος παρουσιάζεται να αντιστέκεται στις άλογες παρορμήσεις του πλήθους και να αντικαθιστά τα πάθη στα οποία συνήθως υπόκειται ο λαός με τη λογική. Παράλληλα ψέγονται οι δημαγωγοί, όπως ο Κλέων που με την γοητεία των λόγων τους αποδείχτηκαν επικίνδυνοι πολιτικοί για την Αθήνα. Η δημαγωγία ως μια δύσκολα αντιμετωπίσιμη απειλή-ασθένεια της κοινωνίας μισεί τη διάχυτη παιδεία και το δασκαλεμένο πνεύμα, ωστόσο δε θα πρέπει να λησμονούμε ότι η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στους δημαγωγούς, αλλά και σε εκείνους που τους εκλέγουν.
---------------------------------
---------------------------------
[1] Η Εκκλησία του Δήμου ήταν το θεσμικό πολιτειακό όργανο της Αθήνας, όπου πραγματοποιούνταν ανοιχτές συνελεύσεις για όλους τους ελεύθερους πολίτες και αποφάσιζε για τον πόλεμο και την ειρήνη, διόριζε τους πρέσβεις, αποφαίνονταν για τις εκστρατείες και των αριθμό των στρατιωτών, εξέταζε τα πεπραγμένα των αρχόντων και μόνο αυτή είχε τη δύναμη να εκδίδει ψηφίσματα και να επικυρώνει τους νόμους.
[2]Μ. Εdwards, Οι αττικοί ρήτορες., μτφρ. Δ. Γ. Σπαθάρα, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002, σελ. 12.
[3] Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται ως «μια περίοδος βαθιών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, στις οποίες ήταν έντονη η πνευματική και η καλλιτεχνική δραστηριότητα. Τα καθιερωμένα πρότυπα ζωής και εμπειρίας διαλύονταν προς χάριν καινούργιων προτύπων. Οι πίστεις και οι αξίες των προηγούμενων γενεών βρίσκονταν στο κέντρο της επίθεσης. Το σοφιστικό κίνημα έδωσε σε όλα αυτά έκφραση», (G.B.Kerferd, The Sophistic Movement, Cambridge University Press, 1981, p. 15).Ο Καθηγητής Κ. Βουδούρης επισημαίνει ότι η νεωτεριστική τάση των Σοφιστών «ίσως διέλυσε την ενότητα της αρχαίας πόλεως και οπωσδήποτε περιόρισε το πνευματικό εκείνο κλίμα που έθετε ως πρώτο αγαθό το συμφέρον της πολιτείας. Αυτή τουλάχιστον την ιδέα σχηματίζουμε μελετώντας το έργο του Πλάτωνος, του οποίου οι απόψεις είναι σαφώς αντίθετες προς τις κοινωνικοπολιτικές θέσεις της Σοφιστικής» (Κ. Βουδούρη, Φιλοσοφία και μεθοδολογία της πολιτικής, Αθήνα 1979, σελ. 103). Οι πιο σπουδαίοι Σοφιστές όσον αφορά τη ρητορική ήταν ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο οποίος δίδαξε μεθόδους επιχειρηματολογίας υπέρ και κατά μιας και της αυτής υπόθεσης, ο Πρόδικος ο Κείος, ο οποίος ασχολήθηκε με τους ορισμούς εννοιών, αλλά και με την επίκληση στο συναίσθημα, ο Θρασύμαχος από τη Χαλκηδόνα, ο οποίος αναγνώρισε την επίδραση του ύφους στο συναίσθημα και ο Γοργίας ο Λεοντίνος, του οποίου ο λόγος με την υπερβολική χρήση ιδιόμετρων προτάσεων, παρηχήσεων και ποιητικού λεξιλογίου, άσκησε σημαντική επίδραση στην αθηναϊκή συνέλευση του 5ου αιώνα π. Χ.
[4] Α. Jeanniere, Πλάτων, μτφρ. Στ. Βολανάκη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1995, σελ. 28-30.
[5] Πλάτωνος, Πρωταγ., 318 e-319 a.
Η σχετικοκρατία και η υποκειμενικοκρατία φαίνεται οτι είναι απόψεις που σε γενικές γραμμές διαποτίζουν το κλίμα της Σοφιστικής κίνησης.
[7] Θουκ. ΙΙ. 65, 9: «Κατεῖχε τό πλῆθος ἐλευθέρως, καί οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ’ αὐτοῦ ἤ αὐτός ἦγε, διά τό μή κτώμενος ἐξ ού προσηκόντων τήν δύναμιν πρός ἡδονήν τι λέγειν, ἀλλ’ ἔχων ἐπ ἀξιώσει καί πρός ὀργήν τι ἀντειπεῖν. ὁπότε γοῦν αἰσθοιτο τι αὐτούς παρά καιρόν ὕβρει θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπί τό φοβεῖσθαι, καί δεδιότας αὖ ἀλόγως ἀντικαθίστη πάλιν ἐπί τό θαρσεῖν».
[8] Θουκ. ΙΙ. 65, 10: «Οἱ δέ ὕστερον ἴσοι μᾶλλον αὐτοί πρός ἀλλήλους ὄντες καί ὀρεγόμενοι τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι ἐτραποντο καθ’ ἥδονάς τῷ δήμῳ καί τά πράγματα ἐνδιδόναι. ἐξ ὧν ἄλλα τε πολλά, ὡς ἐν μεγαλῃ πολει καί ἀρχήν ἐχούςῃ, ἡμαρτήθη καί ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς».
[9] J. De Romilly, Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, μτφρ. Ν. Αγκαβανάκη, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998, σελ. 64.
[10]J. Finley, Θουκυδίδης, μτφρ. Τ. Κουκουλιού, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2006, σελ. 170.
[11] Θουκ. ΙΙΙ. 36, 2: «Περί δέ τῶν ἀνδρῶν γνώμας ἐποιοῦντο, καί ὑπό ὀργῆς ἔδοξεν αὐτοῖς οὐ τούς παρόντας μόνον ἀποκτεῖναι, ἀλλά καί τούς ἅπαντας Μυτιληναίους ὅσοι ἡβῶσι, παῖδας δέ καί γυναῖκας ἀνδραποδίσαι, ἐπικαλοῦντες τήν τε ἄλλην ἀπόστασιν ὅτι οὐκ ἀρχόμενοι ὥσπερ οἱ ἄλλοι ἐποιήσαντο».
[12] Θουκ. ΙΙΙ. 36, 2: «Κλέων ὁ Κλεαινέτου, ὅσπερ καί τήν προτέραν ἐνενικήκει ὥστε ἀποκτεῖναι, ὤν καί ἐς τά ἄλλα βιαιότατος τῶν πολιτῶν τῷ τε δήμῳ παρά πολύ ἐν τῷ τότε πιθανώτατος, παρελθών αὖθις ἔλεγε τοιάδε».
[13] Θουκ. IV. 27, 4: «Κλέων δέ γνούς αὐτῶν τήν ἐς αὐτόν ὑποψίαν περί τῆς κωλύμης τῆς ξυμβάσεως οὐ ταἀληθῆ ἔφη λέγειν τούς ἐξαγγέλλοντας. παραινούντων δέ τῶν ἀφιγμένων, εἰ μή σφίσι πιστεύουσι, κατασκόπους τινάς πέμψαι, ἡρεθη κατάσκοπος αὐτος μετά Θεαγένους ὑπό Ἀθηναίων. Καί γνούς ὅτι ἀναγκασθήσεται ἤ ταῦτα λέγειν οἷς διέβαλλεν ἤ τἀναντία εἰπών ψευδής φανήσεσθαι, παρᾐνει τοῖς Ἀθηναίοις, ὁρῶν αὐτούς καί ὡρμημένους τι τό πλέον τῇ γνώμῃ στρατεύειν, ὡς χρή κατασκόπους μέν μή πέμπειν μηδέ διαμέλλειν καιρόν παριέντας».
4 Romillyῇ De J., ό. π., σελ. 73.
[15]Αριστ. Ιππείς, 174: «πῶς οὖν οὐ μεγάλως εὐδαιμονεῖς; ἔτι νῦν τόν ὀφθαλμόν παράβαλλ’ ἐς Καρίαν τόν δεξιόν, τόν δ’ ἕτερο ἐς Καρχηδόνα».
[16] Θ. Παππά, «Σάτιρα και πολιτική στην κωμωδία του Αριστοφάνη», Στο Θέατρο και πόλη. Αττικό δράμα, αθηναϊκή δημοκρατία και αρχαία ελληνική θρησκεία, επιμ. Α. Μαρκαντωνάτου, Λ. Πλατυπόλη, εκδ. Gutenberg, σελ. 244.
[17] Al. Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 20065, σελ. 593.
[18] Αριστοφ., Αχαρνείς, στ. 655-658: «ἀλλ’ ὑμεῖς τοι μή ποτ’ ἀφῆσθ’· ὡς κωμωδήσει τά φησίν δ’ ὑμᾶς πολλά διδάξειν ἀγάθ’, ὥστ’ εὐδαίμονας εἶναι, οὐ θωπεύων οὐδ’ ὑποτείνων μισθούς οὐδ’ ἐξαπατύλλων, οὐδέ πανουργῶν οὐδέ κατάρδων, ἀλλά τά βέλτιστα διδάσκων».
[19] Η αρχαία ελληνική κωμωδία προήλθε από τους εύθυμους και πανηγυρικούς κώμους. Η γένεση της κωμωδίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με διάφορες λαϊκές αγροτικές εορτές, θρησκευτικά λατρευτικά έθιμα και την ιαμβική ιδέα. Από τα δρώμενα αυτών των αρχέγονων λαϊκών ιεροτελεστιών προήλθε η πρώτη μορφή κωμωδίας. Στην έντεχνη πλέον μορφή της η κωμωδία αντλεί το υλικό της από τα λαϊκά ήθη και έθιμα της εποχής, την καθημερινή ζωή των Αθηνών, τις πολιτικές και στρατιωτικές δραστηριότητες, τη φιλολογική και πολιτιστική παραγωγή και τέλος από τις ιδιαιτερότητες ορισμένων χαρακτηριστικών τύπων ανθρώπων. Βλ. Θ. Παππά, Ο φιλόγελως Αριστοφάνης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996 , σελ. 135.
[20] Οι Ιππείς είναι το πρώτο έργο, το οποίο ο Αριστοφάνης ανέβασε ο ίδιος. Το όνομα το έλαβε από τη σύνθεση του χορού, που αποτελείται από εικοσιτέσσερις καβαλάρηδες. Οι Ιππείς αποτελούσαν ανώτερο σώμα του αθηναϊκού στρατού, αλλά και συγκεκριμένη κοινωνική τάξη της Αθήνας. Ο Αριστοφάνης χρησιμοποίησε ως χορό αντιπροσώπους της κοινωνικής ελίτ των Ιππέων, προφανώς επειδή ο Κλέων ταυτιζόταν περισσότερο με τους οπλίτες και τους ναύτες και διότι αυτό επέτρεπε να τονίσει δραματικά την αντίθεση μεταξύ της ευγενικής καταγωγής των Ιππέων και ενός βυρσοδέψη, ο οποίος είναι ο Κλέων-Παφλάγων.
[21] Κ. J. Dover, Η κωμωδία του Αριστοφάνη., μετ. Φ. Κακριδή, εκδ. Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα 20035, σελ. 142.
[22] Αριστ. Ιππείς, στ. 304.
[23]Ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί μόνο μια φορά τον όρο «δημαγωγία» και «δημαγωγός» στους Ιππείς στ. 191 και 217 αντίστοιχα. Εκτός αυτού στα σωζομενα έργα του υπάρχει μονο το δημαγωγεῖν, το οποίο χρησιμοποιείται μια φορά Βάτραχοι, στ. 419).
[24]Αριστ. Ιππείς, στ. 1274-1275.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου