Όσα ποτέ δε συνέβησαν, αλλά ανέκαθεν υπήρχαν. (Σαλλούστιος, Περί Θεών και Κόσμου)
Σε ό,τι αφορά τους Ολύμπιους, μπορεί να ειπωθεί, πρώτα απ’ όλα, πως ήταν θεοί καινοφανείς. Διέθεταν ένα όνομα και μια μορφή. Όμως ο Ηρόδοτος μας διαβεβαιώνει ότι «μέχρι εχθές» ήταν άγνωστο «πού είχε γεννηθεί καθένας τους, αν υπήρχαν από πάντα και ποια η όψη τους». Για τον Ηρόδοτο «εχθές» σήμαινε Όμηρος και Ησίοδος, οι οποίοι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, είχαν ζήσει πριν από τέσσερις αιώνες. Ακριβώς αυτοί, κατά την άποψή του, «ονομάτισαν τους θεούς, φανερώνοντας τα προνόμια, τις τέχνες και την όψη τους». Στον Ησίοδο διαφαίνεται ακόμη o κοσμογονικός άθλος και ο αργός διαχωρισμός των μορφών απ’ ό,τι είναι πολύ αφηρημένο ή πολύ συγκεκριμένο. Μόνο στο τέλος, αφού ο κόσμος σείστηκε πλείστες φορές, ο Δίας «μοίρασε μεταξύ τους τα προνόμια».
Ωστόσο, σκάνδαλο πραγματικό αποτελεί ο Όμηρος, η αδιαφορία του για τις απαρχές, η παντελής έλλειψη κομπασμού, η αξίωσή του να ξεκινήσει όχι απ’ την αρχή, αλλά απ’ τον τελευταίο των δέκα ολέθριων χρόνων του πολέμου κάτω από τα τείχη της Τροίας, που χρησίμευσαν κατά κύριο λόγο στο να αφανισθούν ολάκερες γενιές ηρώων. Και οι ήρωες, που την εξολόθρευσή τους εξυμνούσαν, ήταν φαινόμενο πρόσφατο. Οι Ολύμπιοι είχαν ήδη καθορίσει μια σταθερή πορεία στη ζωή τους κι έδειχναν πως επιθυμούσαν να τη διατηρήσουν για πάντα, σαν κάτι τ ’αυτονόητο και φυσιολογικό. Η γη τους χρησίμευε για επιδρομές, εφήμερες ερωτικές περιπέτειες, δολοπλοκίες, ετερομορφισμούς. Τι είχε συμβεί όμως πριν την εμφάνιση των Ολύμπιων θεών; Για τα γεγονότα εκείνα στον Όμηρο έχουμε σποραδικούς και φευγαλέους υπαινιγμούς. Κανένας δεν έχει τη διάθεση να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Αντιθέτως η μοίρα ενός Τρώα πολεμιστή μπορεί πολύ να καθηλώσει!
Στον Όμηρο παρουσιάζονται ενδείξεις χωρίς όμως συγκεκριμένες αναφορές όπου πάνω τους στηρίζεται και η σιωπή και η ευλαλία. Είναι η ιδέα της τελειότητας. Το τέλειο εμπεριέχει την απαρχή του και δεν αρέσκεται να μακρηγορεί ως προς τη διαμόρφωσή του. Όποιος είναι τέλειος κόβει τους δεσμούς με καθετί που τον περιβάλλει, διότι είναι αυτάρκης. Η τελειότητα δεν αφηγείται την ιστορία της, αλλά προσφέρει την τελείωσή της. Για πρώτη φορά στις θεϊκές υποθέσεις οι κάτοικοι του Ολύμπου πασχίζουν περισσότερο να είναι τέλειοι, παρά ισχυροί. Σαν μια λάμα οψιδιανού, το αισθητικό για πρώτη φορά κόβει δεσμούς, συνοχές και ευλάβειες. Αυτό που μένει είναι ένα σύνολο μορφών, απομονωμένο στην ατμόσφαιρα, έτοιμο, μυημένο, τελειωμένο: τρεις λέξεις που ο Έλληνας τις λέει με μια: τέλειος. Αν και το άγαλμα εμφανίζεται αργότερα, αυτό θα αποτελέσει την απαρχή, τον τρόπο που παρουσιάζονται τα καινοφανή όντα.
Όταν οι Έλληνες έπρεπε να επικαλεστούν μια έσχατη πηγή αυθεντίας, δεν αναφέρονταν στα ιερά τους κείμενα, αλλά στον Όμηρο. Στην Ιλιάδα είχε τα θεμέλιά της η Ελλάδα. Και η Ιλιάδα θεμελιωνόταν σε ένα λεκτικό παιχνίδι, στην αντικατάσταση δυο γραμμάτων.
Χρυσηίδα και Βρισηίδα. Το αντικείμενο της διαμάχης, όπου έχει τις ρίζες του το έπος, είναι η καλλιπάρηος Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές» ·ο Αγαμέμνονας θέλει να την ανταλλάξει, να την αντικαταστήσει με την καλλιπάρηο Χρυσηίδα. Δύο γράμματα χωρίζουν τις δύο νέες, ο Αχιλλέας επαναλαμβάνει παιδιάστικα ότι η διένεξη ξέσπασε όχι «εξαιτίας της κόρης», αλλά εξαιτίας της αντικατάστασης, σαν ο ήρωας να μάντευε ότι μ ’εκείνη την πράξη σφιγγόταν ένας κόμπος, ένα δεσμός που κανένας ήρωας και ουδείς από τις μεταγενέστερες γενιές δεν θα μπορούσε να λύσει.
Είναι η ανταλλαγή που συμπυκνώνεται δυναμικά στην αρχή της Ιλιάδας: η γυναίκα, μάλλον οι δύο γυναίκες με τις ωραίες παρειές, πανομοιότυπες σχεδόν, σαν νομίσματα ίδιας κοπής· τα λόγια του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα αντιτάσσουν βία στη βία (αντιβίοισι επέεσσιν)· με «λύτρα αρίφνητα», το «περίλαμπρο ξαντίμεμα» που προσφέρεται από τον ιερέα Χρύση για την κόρη του, «η ιερή εκατόμβη» που προσφέρουν οι Αχαιοί στον ιερέα. Κάθε φορά σε ζεύγος παρουσιάζονται οι δυνάμεις της ανταλλαγής: οι γυναίκες, οι λέξεις, οι προσφορές. Απουσιάζει μόνο το χρήμα, που είναι ο συγκερασμός εκείνων των δυνάμεων. Αλλά για να γεννηθεί το χρήμα στην πιο καθαρή μορφή του, πρέπει πρώτα να εξολοθρευθούν οι ήρωες. Ο Θουκυδίδης ήδη παρατηρεί ότι η μόνη δύναμη που έλειπε κατά την εκστρατεία στην Τροία ήταν ακριβώς το χρήμα. Εκείνη η «έλλειψη χρημάτων» (αχρηματία), από όσα θα ακολουθούσαν, έκανε καθετί λιγότερο ισχυρό, αλλά πολύ πιο ένδοξο.
«Η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα στον Όμηρο που έχει ξεκάθαρα, ιδιόμορφα επίθετα, που αρμόζουν μόνο σ ’εκείνη», παρατηρεί ο Milman Parry. Η Καλλιπάρηος «με τις ωραίες παρειές» αποδίδεται σε οχτώ γυναίκες, είναι το γυναικείο επίθετο που χρησιμοποιείται περισσότερο. Η Ιλιάδα είναι η ιστορία μιας διπλής διαμάχης: για την Ελένη, τη μοναδική, που κανείς δεν θα τολμούσε να αντικαταστήσει και για τη Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές», που ο Αγαμέμνονας θα ήθελε να την αντικαταστήσει με τη Χρυσηίδα, επίσης «με τις ωραίες παρειές». Ανάμεσα στην απρόσβλητη μοναδικότητα και στην απρόσβλητη αντικατάσταση, ξεσπά στις πεδιάδες της Τροίας ένας πόλεμος που δεν μπορούσε να βρει τέλος.
Αν πιστέψουμε τις μαρτυρίες της Ήρας, συζύγου και αδελφής, ο Δίας «άλλη ασχολία δεν είχε παρά να πλαγιάζει μ ’αθάνατες και θνητές». Αλλά μια γυναίκα του αντιστάθηκε, και συν τοις άλλοις ήταν αθάνατη: η Θέτις. Πεισματωμένος, ο Δίας συνέχιζε «παρά τη θέλησή της να την κατασκοπεύει από ψηλά». Και εφόσον εκείνη δεν ενέδιδε, ο Δίας απαίτησε από τη Θέτιδα βαρύ όρκο, να καταστεί αδύνατη η ένωσή της με άλλον αθάνατο σύντροφο. Σύμφωνα με την Ήρα, η Θέτιδα δεν ενέδωσε «από σέβας και εσωτερικό φόβο» προς την ουράνια σύζυγο. Έτσι έγιναν φίλες. Αλλά η άποψη της Ήρας και εδώ, όπως και σ’ άλλες περιστάσεις, επικεντρώνεται πολύ στον εαυτό της. Πίσω από την άρνηση της Θέτιδας υπάρχει ένας πιο σοβαρός λόγος, ή μάλλον ο σοβαρότερος: από την ένωσή της με τον Δία θα γεννιόταν ο γιος που θα εκτόπιζε τον πατέρα, ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα», λένε με πανομοιότυπη διατύπωση και ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος.
Αυτό φανέρωσε στον Δία και στους σε σύσκεψη Ολύμπιους θεούς η αρχέγονη Θέμιδα. Μόνο τότε ο Δίας αποφάσισε να αρνηθεί τη Θέτιδα, θέλοντας να «διατηρήσει την εξουσία του για πάντα». Ίσως η Θέτιδα να γνώριζε το μεγάλο μυστικό, ίσως γι’ αυτό αρνήθηκε τον κυρίαρχο των θεών. Ή τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε, γιατί η Θέτιδα σε άλλη περίσταση θα είναι και η μοναδική γυναίκα που θα υπεραμυνθεί της κυριαρχίας του Δία, την στιγμή που υπόλοιποι Ολύμπιοι -ανάμεσά τους και η Αθηνά που είχε γεννηθεί από το κεφάλι του- ήθελαν να τον αλυσοδέσουν. Τότε λοιπόν η Θέτιδα, εκείνη η θαλάσσια θεά που δεν σύχναζε στον Όλυμπο, κάλεσε σε βοήθεια τον Βριάρεω, τον Τιτάνα με τα εκατό κεφάλια, ο οποίος γλίτωσε τον Δία. Η Θέτιδα περίμενε μιαν ανταπόδοση από τον Δία για την πολύτιμη βοήθειά της «με λόγους και με πράξεις», κι εκείνη ακριβώς την ανταπόδοση θα χρησιμοποιούσε για να προστατέψει το γιο της Αχιλλέα.
Ο Όμηρος ωστόσο αποσιωπά τις αιτίες της Ολύμπιας συνωμοσίας να αιχμαλωτιστεί ο Δίας με άλυτα δεσμά. Αλλά ένας θεός δεμένος, είναι θεός εκθρονισμένος: κι εκείνη τη φορά τούτο είχαν επιδιώξει οι Ολύμπιοι θεοί. Η γυναικεία βοήθεια ήταν αποτελεσματική όχι μόνο για τους ήρωες, αλλά και για τον κυρίαρχο των Θεών. Και ο Δίας ακόμη, στην άθικτη σταθερότητα του Ολύμπου, γνώριζε ότι η βασιλεία του είχε ένα τέλος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τα ομηρικά κιόλας χρόνια η κυριαρχία του Δία οφειλόταν σε ένα τέχνασμα. επειδή για πρώτη φορά είχε αποδιώξει την επιθυμία του για κάποια γυναίκα- και τότε είχε γλιτώσει γιατί αυτά ή ίδια η γυναίκα φώναξε σε βοήθεια τον Βριάρεω, ένα από τα αρχέγονα, ισχυρά και ατελή, πλάσματα για τα οποία δεν άρεσε στους Ολύμπιους να μιλούν. Ο Δίας είχε συμπεριφερθεί με πονηριά ακόμη και στη μοίρα και είχε αναβάλει ο ίδιος το τέλος του. Το παιχνίδι όμως δεν είχε ακόμη τελειώσει.
Πριν το αποκαλύψει στους Ολύμπιους, η Θέμιδα το εκμυστηρεύτηκε στο γιο της Προμηθέα. ο Προμηθέας, αλυσοδεμένος στο βράχο, σκεφτόταν τον Δία να καταστρώνει δίχως ανάπαυλα τα ερωτικά «μάταια σχέδιά» του, μη γνωρίζοντας ποια από τις κατακτήσεις του θα αποδεικνυόταν η μοιραία. Υπάρχει κάτι σ ’εκείνες τις ερωτικές περιπέτειες του ολύμπιου θεού που ομοιάζει με τη ρωσική ρουλέτα. Ο Προμηθέας όμως σιωπούσε.
Οι έρωτες του Δία μας παρουσιάζονται κάτω από ένα διαφορετικό φως. Εκεί κρυβόταν ο υπέρτατος κίνδυνος. Κάθε φορά που πλησίαζε μια γυναίκα ο Δίας, ήξερε ότι αυτό μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή του. Μέχρι αυτό το σημείο φτάνουν οι ιστορίες αλλά για κάθε μύθο που έχει ειπωθεί, υπάρχει ένας άλλος ανείπωτος και ακατονόμαστος, που μόλις διαφαίνεται από τις σκιές, αναδύεται μέσα από υπαινιγμούς, θραύσματα. συμπτώσεις, χωρίς ποτέ κανένας συγγραφέας να τολμήσει να τον διηγηθεί σαν μια ξεχωριστή ιστορία. Κι εδώ ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα» δεν πρόκειται να γεννηθεί, γιατί είναι ήδη παρών: ο Απόλλωνας. Στην αιώνια ολύμπια συμβίωση, πατέρας και γιος αλληλοκοιτάζονταν κι ανάμεσά τους, αόρατο στους άλλους αλλά ορατό σ ’εκείνους, έλαμπε το οδοντωτό δρεπάνι με το οποίο ο Κρόνος είχε κόψει τους όρχεις του Ουρανού.
Όταν η ζωή άναβε από επιθυμία ή αγωνία ή απ’ το συλλογισμό, οι ομηρικοί ήρωες ήξεραν ότι κάποιος θεός ήταν η αιτία. Τον υφίσταντο και τον παρατηρούσαν, αλλά αυτό που συνέβαινε ήταν πάντα μια έκπληξη, ειδικά γι’ αυτούς. Έτσι, εξαντλημένοι από τα πάθη, τις αισχύνες, αλλά και τις δόξες τους, στάθηκαν επιφυλακτικοί στον προσδιορισμό της προέλευσης των πράξεων. «Εσύ δε μου ‘φταιξες, οι αθάνατοι μου φταίξαν», λέει ο Πρίαμος κοιτάζοντας την Ελένη στις Σκαιές Πύλες. Δεν κατάφερνε να τη μισήσει, ούτε να δει σ’ αυτή την υπαίτιο εννιά αιματηρών χρόνων πολέμου, μολονότι το κορμί της ήταν το είδωλο του πολέμου που ετοιμαζόταν να τελειώσει με μια ολοκληρωτική σφαγή.
Από τότε καμία ψυχολογία δεν έκανε ούτε βήμα παραπέρα, παρά μόνον επινόησε για τις δυνάμεις που μας επηρεάζουν, άλλες ονομασίες, μακρόσυρτες, πολυάριθμες, πιο άχαρες και αναποτελεσματικές, λιγότερο συναφείς με την εσωτερική δομή του γεγονότος, είτε αυτό είναι ηδονή είτε τρόμος. Οι σύγχρονοι είναι ιδιαίτερα περήφανοι για την υπευθυνότητά τους, αλλά έτσι έχουν την αξίωση να απαντούν μ’ ένα λόγο που δεν ξέρουν, ούτε καν αν τους ανήκει. Οι ομηρικοί ήρωες δεν γνώριζαν μια τόσο άβολη λέξη όπως «η υπευθυνότητα» και δεν θα την πίστευαν. Γι’ αυτούς κάθε έγκλημα συνέβαινε σαν σε κατάσταση ψυχικής διαταραχής.
Όμως εκείνη η διαταραχή σημαίνει ενεργή παρουσία κάποιου θεού. Αυτό που για μας είναι διαταραχή για κείνους ήταν «σύγχυση του λογικού προερχόμενη από τους θεούς» (ἄτη). Γνώριζαν ότι η παρεμβολή, του αόρατου (μη αισθητού) συχνά έφερνε μαζί της την καταστροφή τόσο που, με την πάροδο του χρόνου η λέξη ἄτη κατέληξε να σημαίνει «όλεθρος». Επίσης, γνώριζαν, μας το λέει και ο Σοφοκλής, ότι «στη ζωή των θνητών τίποτα δεν αγγίζει το μεγαλείο δίχως την ἄτη».
Ο βασανισμένος λαός από την «αλαζονεία» (ύβρις) κοίταξε με τη μέγιστη δυσπιστία την αξίωση που έχει το υποκείμενο να πράξει κάτι. Αυτό που οπωσδήποτε πράττει το υποκείμενο είναι η μετριότητα· μόλις μια πνοή μεγαλείου, κάθε είδους, αισχρή ή ενάρετη, απλά ψαύει, δεν είναι πια το υποκείμενο που ενεργεί. Μετά το υποκείμενο σωριάζεται σαν ένα οποιοδήποτε μέντιουμ μόλις οι φωνές το εγκαταλείψουν. Για τους ομηρικούς ήρωες δεν υφίσταται ο ένοχος αλλά η αβάσταχτη ενοχή. Είναι το μίασμα που εμποτίζει το αίμα, τη σκόνη και τα δάκρυα. Οι αρχαίοι, αφότου ξεκόπηκαν από την ἄτη, δεν είχαν τη διορατικότητα, την οποία ούτε οι σύγχρονοι έχουν κατακτήσει ακόμη, να διακρίνουν το κακό του πνεύματος από το κακό του αντικειμένου, τη δολοφονία και το θάνατο.
Η ενοχή είναι σαν εμπόδιο που φράζει το δρόμο· είναι απτή, άμεση. Ίσως ο ένοχος να την υφίσταται στον ίδιο βαθμό ή και περισσότερο από το θύμα. Απέναντι στην ενοχή το μόνο που αξίζει είναι ο αμείλικτος υπολογισμός των δυνάμεων. Απέναντι στον ένοχο υπάρχει πάντα ένα ύστατο θέλγητρο. Ποτέ δεν στάθηκε δυνατό να επιβεβαιωθεί ίσαμε ποιο σημείο είναι αληθινό τούτο, καθώς ο ένοχος γίνεται ένα με την ενοχή και μετά ακολουθεί ο μηχανισμός της. Ίσως εκμηδενισμένος, εγκαταλελειμμένος ή απελευθερωμένος. Τούτα ενώ η ενοχή κυλάει μπροστά σε όλους, ώστε να διαμορφώσει νέες ιστορίες και άλλα θύματα.
Κάθε απροσδόκητη αύξηση της έντασης υπεισερχόταν στη σφαίρα επιρροής κάποιου θεού. Και σ’ εκείνη τη σφαίρα ο ίδιος ο θεός μαχόταν ή συμμαχούσε με άλλους θεούς σε μια άλλη σκηνή που της έδιναν ζωή οι μορφές. Εφεξής κάθε γεγονός, κάθε σύγκρουση συνέβαινε παράλληλα σε δύο τόπους. Η αφήγηση μιας ιστορίας συνίσταται στην πλοκή των δύο αλληλουχιών από παράλληλα γεγονότα, αποκαλύπτοντας έτσι και τις δυο.
Ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας συγκρούονται για το γέρας, δηλαδή το κομμάτι των λαφύρων του πολέμου που διαμοιράζεται ανισομερώς σε όσους διαθέτουν κύρος. Ο Δίας, μιλώντας στους άλλους θεούς για τις συγκομιδές στο χρυσαφένιο πλάτωμα τον Ολύμπου, θυμάται ότι οι Τρώες του είναι αγαπητοί γιατί ποτέ δεν παρέλειψαν να του προσφέρουν το γέρας, το κομμάτι που αφιερώνεται στο θεό μετά τις θυσίες. Και τα λέει αυτά καθώς συζητάει για τη μοίρα του Αγαμέμνονα, του Αχιλλέα και των αντιπάλων τους.
Κάθε ανθρώπινο όριο διχάζεται σε μια απώτερη θεϊκά έννοια, μόνο που οι λέξεις παραμένουν συχνά ταυτόσημες και κάθε ιστορία συμβαίνει ταυτόχρονα: στη γη και στον ουρανό. Η οφθαλμαπάτη του Ολύμπου καταφέρνει να δείξει μερικές φορές ότι η σκηνή είναι μόνο μία. Όταν η Ελένη επισκέπτεται τον Πάρη στην κρεβατοκάμαρά του, που έχει γυρίσει απ’ το πεδίο της μάχης «σα να γύρισε μόλις από χορό», η Αφροδίτη της βρίσκει καρέκλα. Όμως η επαφή και η οικειότητα δεν μειώνουν με κανέναν τρόπο την απόσταση. Τα όντα που αρθρώνουν λόγο γνωρίζουν πως, ορισμένες στιγμές, κατέχουν ομορφιά ή δύναμη ή θεϊκή χάρη, κι όμως κάθε φορά κάτι θα τους λείπει: το ανυπόστατο βάθος όπως το «ακατάσβεστο γέλιο» των Ολύμπιων θεών σαν βλέπουν τον Ήφαιστο να προχωράει κουτσαίνοντας στην αίθουσα του συμποσίου, η αξιοσύνη των «τρισεύτυχων θεών», χαρακτηριστικό εκείνων των ελάχιστων μορφών που γνωρίζουν ότι θα ζουν για πάντα.
Σε ό,τι αφορά τους Ολύμπιους, μπορεί να ειπωθεί, πρώτα απ’ όλα, πως ήταν θεοί καινοφανείς. Διέθεταν ένα όνομα και μια μορφή. Όμως ο Ηρόδοτος μας διαβεβαιώνει ότι «μέχρι εχθές» ήταν άγνωστο «πού είχε γεννηθεί καθένας τους, αν υπήρχαν από πάντα και ποια η όψη τους». Για τον Ηρόδοτο «εχθές» σήμαινε Όμηρος και Ησίοδος, οι οποίοι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, είχαν ζήσει πριν από τέσσερις αιώνες. Ακριβώς αυτοί, κατά την άποψή του, «ονομάτισαν τους θεούς, φανερώνοντας τα προνόμια, τις τέχνες και την όψη τους». Στον Ησίοδο διαφαίνεται ακόμη o κοσμογονικός άθλος και ο αργός διαχωρισμός των μορφών απ’ ό,τι είναι πολύ αφηρημένο ή πολύ συγκεκριμένο. Μόνο στο τέλος, αφού ο κόσμος σείστηκε πλείστες φορές, ο Δίας «μοίρασε μεταξύ τους τα προνόμια».
Ωστόσο, σκάνδαλο πραγματικό αποτελεί ο Όμηρος, η αδιαφορία του για τις απαρχές, η παντελής έλλειψη κομπασμού, η αξίωσή του να ξεκινήσει όχι απ’ την αρχή, αλλά απ’ τον τελευταίο των δέκα ολέθριων χρόνων του πολέμου κάτω από τα τείχη της Τροίας, που χρησίμευσαν κατά κύριο λόγο στο να αφανισθούν ολάκερες γενιές ηρώων. Και οι ήρωες, που την εξολόθρευσή τους εξυμνούσαν, ήταν φαινόμενο πρόσφατο. Οι Ολύμπιοι είχαν ήδη καθορίσει μια σταθερή πορεία στη ζωή τους κι έδειχναν πως επιθυμούσαν να τη διατηρήσουν για πάντα, σαν κάτι τ ’αυτονόητο και φυσιολογικό. Η γη τους χρησίμευε για επιδρομές, εφήμερες ερωτικές περιπέτειες, δολοπλοκίες, ετερομορφισμούς. Τι είχε συμβεί όμως πριν την εμφάνιση των Ολύμπιων θεών; Για τα γεγονότα εκείνα στον Όμηρο έχουμε σποραδικούς και φευγαλέους υπαινιγμούς. Κανένας δεν έχει τη διάθεση να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Αντιθέτως η μοίρα ενός Τρώα πολεμιστή μπορεί πολύ να καθηλώσει!
Στον Όμηρο παρουσιάζονται ενδείξεις χωρίς όμως συγκεκριμένες αναφορές όπου πάνω τους στηρίζεται και η σιωπή και η ευλαλία. Είναι η ιδέα της τελειότητας. Το τέλειο εμπεριέχει την απαρχή του και δεν αρέσκεται να μακρηγορεί ως προς τη διαμόρφωσή του. Όποιος είναι τέλειος κόβει τους δεσμούς με καθετί που τον περιβάλλει, διότι είναι αυτάρκης. Η τελειότητα δεν αφηγείται την ιστορία της, αλλά προσφέρει την τελείωσή της. Για πρώτη φορά στις θεϊκές υποθέσεις οι κάτοικοι του Ολύμπου πασχίζουν περισσότερο να είναι τέλειοι, παρά ισχυροί. Σαν μια λάμα οψιδιανού, το αισθητικό για πρώτη φορά κόβει δεσμούς, συνοχές και ευλάβειες. Αυτό που μένει είναι ένα σύνολο μορφών, απομονωμένο στην ατμόσφαιρα, έτοιμο, μυημένο, τελειωμένο: τρεις λέξεις που ο Έλληνας τις λέει με μια: τέλειος. Αν και το άγαλμα εμφανίζεται αργότερα, αυτό θα αποτελέσει την απαρχή, τον τρόπο που παρουσιάζονται τα καινοφανή όντα.
Όταν οι Έλληνες έπρεπε να επικαλεστούν μια έσχατη πηγή αυθεντίας, δεν αναφέρονταν στα ιερά τους κείμενα, αλλά στον Όμηρο. Στην Ιλιάδα είχε τα θεμέλιά της η Ελλάδα. Και η Ιλιάδα θεμελιωνόταν σε ένα λεκτικό παιχνίδι, στην αντικατάσταση δυο γραμμάτων.
Χρυσηίδα και Βρισηίδα. Το αντικείμενο της διαμάχης, όπου έχει τις ρίζες του το έπος, είναι η καλλιπάρηος Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές» ·ο Αγαμέμνονας θέλει να την ανταλλάξει, να την αντικαταστήσει με την καλλιπάρηο Χρυσηίδα. Δύο γράμματα χωρίζουν τις δύο νέες, ο Αχιλλέας επαναλαμβάνει παιδιάστικα ότι η διένεξη ξέσπασε όχι «εξαιτίας της κόρης», αλλά εξαιτίας της αντικατάστασης, σαν ο ήρωας να μάντευε ότι μ ’εκείνη την πράξη σφιγγόταν ένας κόμπος, ένα δεσμός που κανένας ήρωας και ουδείς από τις μεταγενέστερες γενιές δεν θα μπορούσε να λύσει.
Είναι η ανταλλαγή που συμπυκνώνεται δυναμικά στην αρχή της Ιλιάδας: η γυναίκα, μάλλον οι δύο γυναίκες με τις ωραίες παρειές, πανομοιότυπες σχεδόν, σαν νομίσματα ίδιας κοπής· τα λόγια του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα αντιτάσσουν βία στη βία (αντιβίοισι επέεσσιν)· με «λύτρα αρίφνητα», το «περίλαμπρο ξαντίμεμα» που προσφέρεται από τον ιερέα Χρύση για την κόρη του, «η ιερή εκατόμβη» που προσφέρουν οι Αχαιοί στον ιερέα. Κάθε φορά σε ζεύγος παρουσιάζονται οι δυνάμεις της ανταλλαγής: οι γυναίκες, οι λέξεις, οι προσφορές. Απουσιάζει μόνο το χρήμα, που είναι ο συγκερασμός εκείνων των δυνάμεων. Αλλά για να γεννηθεί το χρήμα στην πιο καθαρή μορφή του, πρέπει πρώτα να εξολοθρευθούν οι ήρωες. Ο Θουκυδίδης ήδη παρατηρεί ότι η μόνη δύναμη που έλειπε κατά την εκστρατεία στην Τροία ήταν ακριβώς το χρήμα. Εκείνη η «έλλειψη χρημάτων» (αχρηματία), από όσα θα ακολουθούσαν, έκανε καθετί λιγότερο ισχυρό, αλλά πολύ πιο ένδοξο.
«Η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα στον Όμηρο που έχει ξεκάθαρα, ιδιόμορφα επίθετα, που αρμόζουν μόνο σ ’εκείνη», παρατηρεί ο Milman Parry. Η Καλλιπάρηος «με τις ωραίες παρειές» αποδίδεται σε οχτώ γυναίκες, είναι το γυναικείο επίθετο που χρησιμοποιείται περισσότερο. Η Ιλιάδα είναι η ιστορία μιας διπλής διαμάχης: για την Ελένη, τη μοναδική, που κανείς δεν θα τολμούσε να αντικαταστήσει και για τη Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές», που ο Αγαμέμνονας θα ήθελε να την αντικαταστήσει με τη Χρυσηίδα, επίσης «με τις ωραίες παρειές». Ανάμεσα στην απρόσβλητη μοναδικότητα και στην απρόσβλητη αντικατάσταση, ξεσπά στις πεδιάδες της Τροίας ένας πόλεμος που δεν μπορούσε να βρει τέλος.
Αν πιστέψουμε τις μαρτυρίες της Ήρας, συζύγου και αδελφής, ο Δίας «άλλη ασχολία δεν είχε παρά να πλαγιάζει μ ’αθάνατες και θνητές». Αλλά μια γυναίκα του αντιστάθηκε, και συν τοις άλλοις ήταν αθάνατη: η Θέτις. Πεισματωμένος, ο Δίας συνέχιζε «παρά τη θέλησή της να την κατασκοπεύει από ψηλά». Και εφόσον εκείνη δεν ενέδιδε, ο Δίας απαίτησε από τη Θέτιδα βαρύ όρκο, να καταστεί αδύνατη η ένωσή της με άλλον αθάνατο σύντροφο. Σύμφωνα με την Ήρα, η Θέτιδα δεν ενέδωσε «από σέβας και εσωτερικό φόβο» προς την ουράνια σύζυγο. Έτσι έγιναν φίλες. Αλλά η άποψη της Ήρας και εδώ, όπως και σ’ άλλες περιστάσεις, επικεντρώνεται πολύ στον εαυτό της. Πίσω από την άρνηση της Θέτιδας υπάρχει ένας πιο σοβαρός λόγος, ή μάλλον ο σοβαρότερος: από την ένωσή της με τον Δία θα γεννιόταν ο γιος που θα εκτόπιζε τον πατέρα, ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα», λένε με πανομοιότυπη διατύπωση και ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος.
Αυτό φανέρωσε στον Δία και στους σε σύσκεψη Ολύμπιους θεούς η αρχέγονη Θέμιδα. Μόνο τότε ο Δίας αποφάσισε να αρνηθεί τη Θέτιδα, θέλοντας να «διατηρήσει την εξουσία του για πάντα». Ίσως η Θέτιδα να γνώριζε το μεγάλο μυστικό, ίσως γι’ αυτό αρνήθηκε τον κυρίαρχο των θεών. Ή τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε, γιατί η Θέτιδα σε άλλη περίσταση θα είναι και η μοναδική γυναίκα που θα υπεραμυνθεί της κυριαρχίας του Δία, την στιγμή που υπόλοιποι Ολύμπιοι -ανάμεσά τους και η Αθηνά που είχε γεννηθεί από το κεφάλι του- ήθελαν να τον αλυσοδέσουν. Τότε λοιπόν η Θέτιδα, εκείνη η θαλάσσια θεά που δεν σύχναζε στον Όλυμπο, κάλεσε σε βοήθεια τον Βριάρεω, τον Τιτάνα με τα εκατό κεφάλια, ο οποίος γλίτωσε τον Δία. Η Θέτιδα περίμενε μιαν ανταπόδοση από τον Δία για την πολύτιμη βοήθειά της «με λόγους και με πράξεις», κι εκείνη ακριβώς την ανταπόδοση θα χρησιμοποιούσε για να προστατέψει το γιο της Αχιλλέα.
Ο Όμηρος ωστόσο αποσιωπά τις αιτίες της Ολύμπιας συνωμοσίας να αιχμαλωτιστεί ο Δίας με άλυτα δεσμά. Αλλά ένας θεός δεμένος, είναι θεός εκθρονισμένος: κι εκείνη τη φορά τούτο είχαν επιδιώξει οι Ολύμπιοι θεοί. Η γυναικεία βοήθεια ήταν αποτελεσματική όχι μόνο για τους ήρωες, αλλά και για τον κυρίαρχο των Θεών. Και ο Δίας ακόμη, στην άθικτη σταθερότητα του Ολύμπου, γνώριζε ότι η βασιλεία του είχε ένα τέλος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τα ομηρικά κιόλας χρόνια η κυριαρχία του Δία οφειλόταν σε ένα τέχνασμα. επειδή για πρώτη φορά είχε αποδιώξει την επιθυμία του για κάποια γυναίκα- και τότε είχε γλιτώσει γιατί αυτά ή ίδια η γυναίκα φώναξε σε βοήθεια τον Βριάρεω, ένα από τα αρχέγονα, ισχυρά και ατελή, πλάσματα για τα οποία δεν άρεσε στους Ολύμπιους να μιλούν. Ο Δίας είχε συμπεριφερθεί με πονηριά ακόμη και στη μοίρα και είχε αναβάλει ο ίδιος το τέλος του. Το παιχνίδι όμως δεν είχε ακόμη τελειώσει.
Πριν το αποκαλύψει στους Ολύμπιους, η Θέμιδα το εκμυστηρεύτηκε στο γιο της Προμηθέα. ο Προμηθέας, αλυσοδεμένος στο βράχο, σκεφτόταν τον Δία να καταστρώνει δίχως ανάπαυλα τα ερωτικά «μάταια σχέδιά» του, μη γνωρίζοντας ποια από τις κατακτήσεις του θα αποδεικνυόταν η μοιραία. Υπάρχει κάτι σ ’εκείνες τις ερωτικές περιπέτειες του ολύμπιου θεού που ομοιάζει με τη ρωσική ρουλέτα. Ο Προμηθέας όμως σιωπούσε.
Οι έρωτες του Δία μας παρουσιάζονται κάτω από ένα διαφορετικό φως. Εκεί κρυβόταν ο υπέρτατος κίνδυνος. Κάθε φορά που πλησίαζε μια γυναίκα ο Δίας, ήξερε ότι αυτό μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή του. Μέχρι αυτό το σημείο φτάνουν οι ιστορίες αλλά για κάθε μύθο που έχει ειπωθεί, υπάρχει ένας άλλος ανείπωτος και ακατονόμαστος, που μόλις διαφαίνεται από τις σκιές, αναδύεται μέσα από υπαινιγμούς, θραύσματα. συμπτώσεις, χωρίς ποτέ κανένας συγγραφέας να τολμήσει να τον διηγηθεί σαν μια ξεχωριστή ιστορία. Κι εδώ ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα» δεν πρόκειται να γεννηθεί, γιατί είναι ήδη παρών: ο Απόλλωνας. Στην αιώνια ολύμπια συμβίωση, πατέρας και γιος αλληλοκοιτάζονταν κι ανάμεσά τους, αόρατο στους άλλους αλλά ορατό σ ’εκείνους, έλαμπε το οδοντωτό δρεπάνι με το οποίο ο Κρόνος είχε κόψει τους όρχεις του Ουρανού.
Όταν η ζωή άναβε από επιθυμία ή αγωνία ή απ’ το συλλογισμό, οι ομηρικοί ήρωες ήξεραν ότι κάποιος θεός ήταν η αιτία. Τον υφίσταντο και τον παρατηρούσαν, αλλά αυτό που συνέβαινε ήταν πάντα μια έκπληξη, ειδικά γι’ αυτούς. Έτσι, εξαντλημένοι από τα πάθη, τις αισχύνες, αλλά και τις δόξες τους, στάθηκαν επιφυλακτικοί στον προσδιορισμό της προέλευσης των πράξεων. «Εσύ δε μου ‘φταιξες, οι αθάνατοι μου φταίξαν», λέει ο Πρίαμος κοιτάζοντας την Ελένη στις Σκαιές Πύλες. Δεν κατάφερνε να τη μισήσει, ούτε να δει σ’ αυτή την υπαίτιο εννιά αιματηρών χρόνων πολέμου, μολονότι το κορμί της ήταν το είδωλο του πολέμου που ετοιμαζόταν να τελειώσει με μια ολοκληρωτική σφαγή.
Από τότε καμία ψυχολογία δεν έκανε ούτε βήμα παραπέρα, παρά μόνον επινόησε για τις δυνάμεις που μας επηρεάζουν, άλλες ονομασίες, μακρόσυρτες, πολυάριθμες, πιο άχαρες και αναποτελεσματικές, λιγότερο συναφείς με την εσωτερική δομή του γεγονότος, είτε αυτό είναι ηδονή είτε τρόμος. Οι σύγχρονοι είναι ιδιαίτερα περήφανοι για την υπευθυνότητά τους, αλλά έτσι έχουν την αξίωση να απαντούν μ’ ένα λόγο που δεν ξέρουν, ούτε καν αν τους ανήκει. Οι ομηρικοί ήρωες δεν γνώριζαν μια τόσο άβολη λέξη όπως «η υπευθυνότητα» και δεν θα την πίστευαν. Γι’ αυτούς κάθε έγκλημα συνέβαινε σαν σε κατάσταση ψυχικής διαταραχής.
Όμως εκείνη η διαταραχή σημαίνει ενεργή παρουσία κάποιου θεού. Αυτό που για μας είναι διαταραχή για κείνους ήταν «σύγχυση του λογικού προερχόμενη από τους θεούς» (ἄτη). Γνώριζαν ότι η παρεμβολή, του αόρατου (μη αισθητού) συχνά έφερνε μαζί της την καταστροφή τόσο που, με την πάροδο του χρόνου η λέξη ἄτη κατέληξε να σημαίνει «όλεθρος». Επίσης, γνώριζαν, μας το λέει και ο Σοφοκλής, ότι «στη ζωή των θνητών τίποτα δεν αγγίζει το μεγαλείο δίχως την ἄτη».
Ο βασανισμένος λαός από την «αλαζονεία» (ύβρις) κοίταξε με τη μέγιστη δυσπιστία την αξίωση που έχει το υποκείμενο να πράξει κάτι. Αυτό που οπωσδήποτε πράττει το υποκείμενο είναι η μετριότητα· μόλις μια πνοή μεγαλείου, κάθε είδους, αισχρή ή ενάρετη, απλά ψαύει, δεν είναι πια το υποκείμενο που ενεργεί. Μετά το υποκείμενο σωριάζεται σαν ένα οποιοδήποτε μέντιουμ μόλις οι φωνές το εγκαταλείψουν. Για τους ομηρικούς ήρωες δεν υφίσταται ο ένοχος αλλά η αβάσταχτη ενοχή. Είναι το μίασμα που εμποτίζει το αίμα, τη σκόνη και τα δάκρυα. Οι αρχαίοι, αφότου ξεκόπηκαν από την ἄτη, δεν είχαν τη διορατικότητα, την οποία ούτε οι σύγχρονοι έχουν κατακτήσει ακόμη, να διακρίνουν το κακό του πνεύματος από το κακό του αντικειμένου, τη δολοφονία και το θάνατο.
Η ενοχή είναι σαν εμπόδιο που φράζει το δρόμο· είναι απτή, άμεση. Ίσως ο ένοχος να την υφίσταται στον ίδιο βαθμό ή και περισσότερο από το θύμα. Απέναντι στην ενοχή το μόνο που αξίζει είναι ο αμείλικτος υπολογισμός των δυνάμεων. Απέναντι στον ένοχο υπάρχει πάντα ένα ύστατο θέλγητρο. Ποτέ δεν στάθηκε δυνατό να επιβεβαιωθεί ίσαμε ποιο σημείο είναι αληθινό τούτο, καθώς ο ένοχος γίνεται ένα με την ενοχή και μετά ακολουθεί ο μηχανισμός της. Ίσως εκμηδενισμένος, εγκαταλελειμμένος ή απελευθερωμένος. Τούτα ενώ η ενοχή κυλάει μπροστά σε όλους, ώστε να διαμορφώσει νέες ιστορίες και άλλα θύματα.
Κάθε απροσδόκητη αύξηση της έντασης υπεισερχόταν στη σφαίρα επιρροής κάποιου θεού. Και σ’ εκείνη τη σφαίρα ο ίδιος ο θεός μαχόταν ή συμμαχούσε με άλλους θεούς σε μια άλλη σκηνή που της έδιναν ζωή οι μορφές. Εφεξής κάθε γεγονός, κάθε σύγκρουση συνέβαινε παράλληλα σε δύο τόπους. Η αφήγηση μιας ιστορίας συνίσταται στην πλοκή των δύο αλληλουχιών από παράλληλα γεγονότα, αποκαλύπτοντας έτσι και τις δυο.
Ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας συγκρούονται για το γέρας, δηλαδή το κομμάτι των λαφύρων του πολέμου που διαμοιράζεται ανισομερώς σε όσους διαθέτουν κύρος. Ο Δίας, μιλώντας στους άλλους θεούς για τις συγκομιδές στο χρυσαφένιο πλάτωμα τον Ολύμπου, θυμάται ότι οι Τρώες του είναι αγαπητοί γιατί ποτέ δεν παρέλειψαν να του προσφέρουν το γέρας, το κομμάτι που αφιερώνεται στο θεό μετά τις θυσίες. Και τα λέει αυτά καθώς συζητάει για τη μοίρα του Αγαμέμνονα, του Αχιλλέα και των αντιπάλων τους.
Κάθε ανθρώπινο όριο διχάζεται σε μια απώτερη θεϊκά έννοια, μόνο που οι λέξεις παραμένουν συχνά ταυτόσημες και κάθε ιστορία συμβαίνει ταυτόχρονα: στη γη και στον ουρανό. Η οφθαλμαπάτη του Ολύμπου καταφέρνει να δείξει μερικές φορές ότι η σκηνή είναι μόνο μία. Όταν η Ελένη επισκέπτεται τον Πάρη στην κρεβατοκάμαρά του, που έχει γυρίσει απ’ το πεδίο της μάχης «σα να γύρισε μόλις από χορό», η Αφροδίτη της βρίσκει καρέκλα. Όμως η επαφή και η οικειότητα δεν μειώνουν με κανέναν τρόπο την απόσταση. Τα όντα που αρθρώνουν λόγο γνωρίζουν πως, ορισμένες στιγμές, κατέχουν ομορφιά ή δύναμη ή θεϊκή χάρη, κι όμως κάθε φορά κάτι θα τους λείπει: το ανυπόστατο βάθος όπως το «ακατάσβεστο γέλιο» των Ολύμπιων θεών σαν βλέπουν τον Ήφαιστο να προχωράει κουτσαίνοντας στην αίθουσα του συμποσίου, η αξιοσύνη των «τρισεύτυχων θεών», χαρακτηριστικό εκείνων των ελάχιστων μορφών που γνωρίζουν ότι θα ζουν για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου