Έχουμε ακούσει για καταχραστές του Δημοσίου, για μιζαδόρους και για μεγαλοαπατεώνες. Για εκατομμύρια που εξαφανίστηκαν με αριστοτεχνικό τρόπο, για μυθιστορηματικές κομπίνες και εξωφρενικές υπεξαιρέσεις. Ωστόσο, ό,τι και αν έχει αναφερθεί και γραφτεί ωχριά μπροστά σε έναν πρόγονό μας, τον Άρπαλο, γιο του Μαχάτα.
Η αρχή για την υλοποίηση ενός από τα μεγαλύτερα οικονομικά εγκλήματα στους αιώνες των αιώνων εντοπίζεται χρονικά στη δολοφονία του Φιλίππου από έναν εραστή του και ακολούθως στην ανάρρηση στον μακεδονικό θρόνο του 20χρονου τότε Αλέξανδρου, ο οποίος επενδύει στους συνομήλικους παιδικούς του φίλους για την εδραίωσή του στην εξουσία.
Παιδικός φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αυτός, ο Άρπαλος δεν δυσκολεύτηκε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μακεδόνα στρατηλάτη. Τον ακολούθησε στην εκστρατεία του στην Ασία, αλλά, επειδή είχε μια αναπηρία η οποία δεν του επέτρεπε να συμμετέχει στις πολεμικές επιχειρήσεις, ο βασιλιάς τον όρισε υπουργό επί των Οικονομικών.
Το 333 π.Χ., πριν από τη μάχη της Ισσού, έχοντας την πεποίθηση πως οι Πέρσες θα νικούσαν, λιποτάκτησε, όμως ο Αλέξανδρος, δείχνοντας έλεος, του έδωσε χάρη και τον ξαναέκανε διαχειριστή. Το 330 π.Χ. στα Εκβάτανα αναλαμβάνει την οικονομική διαχείριση του θησαυρού της πόλης, καθώς και εκείνου που μεταφέρεται από τις Πασαργάδες και την Περσέπολη, ενώ λίγο αργότερα προβιβάζεται σε βασιλικό θησαυροφύλακα - αμύθητα πλούτη είναι υπό την εποπτεία του. Και όλα αυτά ενώ είχε εγγράψει ήδη μια υπεξαίρεση στο ενεργητικό του, όταν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αίγυπτο, αφού παρασύρθηκε από κάποιον ονόματι Ταυρίσκο, εξαφανίστηκε έχοντας πάρει ένα μεγάλο ποσό από το βασιλικό ταμείο. Όμως, ο Αλέξανδρος έδειχνε πάντα ανοχή στον παιδικό του φίλο.
Κάποια στιγμή, ο Αλέξανδρος φεύγει για την Ινδία, αφήνοντας τον Άρπαλο να διαχειρίζεται όλο το χρήμα κατά βούληση. Τότε, πιστεύοντας ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν θα επέστρεφε από το παράτολμο εγχείρημα της εκστρατείας στη χώρα του Γάγγη, επιδίδεται με τρόπο εξωφρενικό σε ένα όργιο κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος. Φαίνεται δε πως βασιλικός θησαυροφύλακας, αν και αναξιοπαθών, ήταν αχόρταγος ερωτικά, με αποτέλεσμα να προκαλέσει με τις ακολασίες του την κατακραυγή των συμπατριωτών του. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος και ενημερώθηκε και επέστρεψε.
Ο Άρπαλος αντιλήφθηκε ότι αυτήν τη φορά δεν θα τη γλίτωνε, και αφού φρόντισε να πάρει ένα μέρος του θησαυρού που διαχειριζόταν, γύρω στα 7.000 τάλαντα, αλλά και μια διάσημη εταίρα της εποχής, με ένα μισθοφορικό σώμα 6.000 στρατιωτών αφίχθη στην Αθήνα, όπου ζήτησε την προστασία των Αθηναίων και τους προέτρεψε να πολεμήσουν εναντίον του παιδικού του φίλου και ευεργέτη του. Μάλιστα, προσέλαβε τους καλύτερους ρήτορες («λάδωσε» ακόμα και τον Δημοσθένη, ο οποίος ήταν διαβόητος για τη φιλαργυρία του) για να υποστηρίξουν το αίτημά του.
Για να καταλάβουμε το ποσό που υπεξαίρεσε ο μεγαλοαπατεώνας Άρπαλος, πρέπει να ανατρέξουμε στον Πλούταρχο. Ο αρχιερέας των Δελφών, μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του καιρού του, αλλά και διαχρονικά, αναφέρει πως πήρε μαζί του 1.200 μουλάρια φορτωμένα ως επάνω με χρυσό και ασήμι. Στην Αθήνα, βέβαια, έφτασε έχοντας στην κατοχή του μόλις 700 τάλαντα – τα υπόλοιπα χρήματα παραμένει άγνωστο πού τα κατασπατάλησε.
Τελικά, οι Αθηναίοι αποφάσισαν την απέλαση του Άρπαλου και τη διενέργεια έρευνας για τους πολιτικούς που έλαβαν από αυτόν χρήματα. Η αθηναϊκή δημοκρατία έδειξε αντανακλαστικά – είτε επειδή φοβήθηκαν την οργή του Αλέξανδρου είτε επειδή δεν θέλησαν να δεχθούν στους κόλπους τους έναν καταχραστή.
Ο Άρπαλος πρόλαβε να δραπετεύσει. Πήρε τους μισθοφόρους του και πήγε στην Κρήτη, όπου όμως τον δολοφόνησε ο Θίβρων, ένας από τους φίλους του.
Η αρχή για την υλοποίηση ενός από τα μεγαλύτερα οικονομικά εγκλήματα στους αιώνες των αιώνων εντοπίζεται χρονικά στη δολοφονία του Φιλίππου από έναν εραστή του και ακολούθως στην ανάρρηση στον μακεδονικό θρόνο του 20χρονου τότε Αλέξανδρου, ο οποίος επενδύει στους συνομήλικους παιδικούς του φίλους για την εδραίωσή του στην εξουσία.
Παιδικός φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αυτός, ο Άρπαλος δεν δυσκολεύτηκε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μακεδόνα στρατηλάτη. Τον ακολούθησε στην εκστρατεία του στην Ασία, αλλά, επειδή είχε μια αναπηρία η οποία δεν του επέτρεπε να συμμετέχει στις πολεμικές επιχειρήσεις, ο βασιλιάς τον όρισε υπουργό επί των Οικονομικών.
Το 333 π.Χ., πριν από τη μάχη της Ισσού, έχοντας την πεποίθηση πως οι Πέρσες θα νικούσαν, λιποτάκτησε, όμως ο Αλέξανδρος, δείχνοντας έλεος, του έδωσε χάρη και τον ξαναέκανε διαχειριστή. Το 330 π.Χ. στα Εκβάτανα αναλαμβάνει την οικονομική διαχείριση του θησαυρού της πόλης, καθώς και εκείνου που μεταφέρεται από τις Πασαργάδες και την Περσέπολη, ενώ λίγο αργότερα προβιβάζεται σε βασιλικό θησαυροφύλακα - αμύθητα πλούτη είναι υπό την εποπτεία του. Και όλα αυτά ενώ είχε εγγράψει ήδη μια υπεξαίρεση στο ενεργητικό του, όταν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αίγυπτο, αφού παρασύρθηκε από κάποιον ονόματι Ταυρίσκο, εξαφανίστηκε έχοντας πάρει ένα μεγάλο ποσό από το βασιλικό ταμείο. Όμως, ο Αλέξανδρος έδειχνε πάντα ανοχή στον παιδικό του φίλο.
Κάποια στιγμή, ο Αλέξανδρος φεύγει για την Ινδία, αφήνοντας τον Άρπαλο να διαχειρίζεται όλο το χρήμα κατά βούληση. Τότε, πιστεύοντας ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν θα επέστρεφε από το παράτολμο εγχείρημα της εκστρατείας στη χώρα του Γάγγη, επιδίδεται με τρόπο εξωφρενικό σε ένα όργιο κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος. Φαίνεται δε πως βασιλικός θησαυροφύλακας, αν και αναξιοπαθών, ήταν αχόρταγος ερωτικά, με αποτέλεσμα να προκαλέσει με τις ακολασίες του την κατακραυγή των συμπατριωτών του. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος και ενημερώθηκε και επέστρεψε.
Ο Άρπαλος αντιλήφθηκε ότι αυτήν τη φορά δεν θα τη γλίτωνε, και αφού φρόντισε να πάρει ένα μέρος του θησαυρού που διαχειριζόταν, γύρω στα 7.000 τάλαντα, αλλά και μια διάσημη εταίρα της εποχής, με ένα μισθοφορικό σώμα 6.000 στρατιωτών αφίχθη στην Αθήνα, όπου ζήτησε την προστασία των Αθηναίων και τους προέτρεψε να πολεμήσουν εναντίον του παιδικού του φίλου και ευεργέτη του. Μάλιστα, προσέλαβε τους καλύτερους ρήτορες («λάδωσε» ακόμα και τον Δημοσθένη, ο οποίος ήταν διαβόητος για τη φιλαργυρία του) για να υποστηρίξουν το αίτημά του.
Για να καταλάβουμε το ποσό που υπεξαίρεσε ο μεγαλοαπατεώνας Άρπαλος, πρέπει να ανατρέξουμε στον Πλούταρχο. Ο αρχιερέας των Δελφών, μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του καιρού του, αλλά και διαχρονικά, αναφέρει πως πήρε μαζί του 1.200 μουλάρια φορτωμένα ως επάνω με χρυσό και ασήμι. Στην Αθήνα, βέβαια, έφτασε έχοντας στην κατοχή του μόλις 700 τάλαντα – τα υπόλοιπα χρήματα παραμένει άγνωστο πού τα κατασπατάλησε.
Τελικά, οι Αθηναίοι αποφάσισαν την απέλαση του Άρπαλου και τη διενέργεια έρευνας για τους πολιτικούς που έλαβαν από αυτόν χρήματα. Η αθηναϊκή δημοκρατία έδειξε αντανακλαστικά – είτε επειδή φοβήθηκαν την οργή του Αλέξανδρου είτε επειδή δεν θέλησαν να δεχθούν στους κόλπους τους έναν καταχραστή.
Ο Άρπαλος πρόλαβε να δραπετεύσει. Πήρε τους μισθοφόρους του και πήγε στην Κρήτη, όπου όμως τον δολοφόνησε ο Θίβρων, ένας από τους φίλους του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου