“Τίποτα δε συμβαίνει στη ζωή. Το τοπίο αλλάζει, άνθρωποι πάνε κι έρχονται, αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχουν ξεκινήματα. Οι μέρες διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς ομοιοκαταληξία ή λογική – μια ατέρμονα, μονότονη συσσώρευση”. -ΖΑΝ – ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ, ΓΑΛΛΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΥΠΑΡΞΙΣΤΗΣ
Το άκρως σοβαρό ύφος του νεότερου εαυτού μου στο σχόλιο που ακολουθεί, που το έγραψα τότε κάτω από τη ρήση του Σαρτρ, μου προκαλεί συγκίνηση, αλλά συνάμα ντρέπομαι γι’ αυτό:
Το έχω βιώσει, Ζαν – Πωλ. Έχω ζήσει αυτή την έσχατη μελαγχολία, τη μελαγχολία του “Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από το φως του ήλιου”, τη μελαγχολία του “Όλο τα ίδια και τα ίδια”. Την Υπαρξιακή Μελαγχολία. Έχω νιώσει να πνίγομαι μέσα σε όλη αυτή τη μονοτονία. Έχω απελπιστεί μην μπορώντας να βρω τίποτα καινούργιο και σημαντικό.
Φαντάζομαι εκείνο τον μακρινό, νεαρό εαυτό μου να κάθεται μόνος σε ένα παγκάκι του πάρκου, με σηκωμένο τον γιακά του σακακιού του, με ένα άφιλτρο τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλια του, ρίχνοντας λοξές ματιές εδώ κι εκεί, καταπλακωμένος από τη θλίψη της προβλεψιμότητας που του προκαλούσαν όλα όσα έβλεπε γύρω του. Αντιδρούσα με μορφασμούς απέχθειας στη θέα των επίπλαστα καλοσυνάτων μεσήλικων ζευγαριών που κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Κι έφριττα βλέποντας νέους εραστές να σφιχταγκαλιάζονται, όντας εντελώς ανυποψίαστοι για το γεγονός ότι συν τω χρόνω η σχέση τους αναπόδραστα θα καταντούσε απλώς μια αφορμή αμοιβαίας περιφρόνησης ή, ακόμη χειρότερα, πλήξης.
Δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Όμως, εκείνη την περίοδο της ζωής μου, όταν ένιωθα την εν λόγω υπαρξιακή ανία, το βίωνα όλο αυτό ως απόλυτα πραγματικό. Αναρωτιόμουν γιατί να μπαίνω καν στον κόπο να κάνω οτιδήποτε, όπως το να σηκώνομαι το πρωί από το κρεβάτι.
Αν αισθανόμουν και λειτουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο σήμερα, θα με πήγαιναν άρον άρον σε ψυχίατρο.
Ζούμε σε μια ψυχολογική εποχή στο πλαίσιο της οποίας λίγοι άνθρωποι αναγνωρίζουν ή εκτιμούν τη φιλοσοφική θέαση των πραγμάτων. Σπάνια θα βρεθεί κάποιος στην εποχή μας που να θεωρεί ότι η απελπισία που νιώθει ένα άτομο επειδή δεν βρίσκει νόημα στη ζωή μπορεί να απορρέει από την αυθεντική κοσμοθεωρητική στάση του απέναντι στη ζωή· όχι, πρόκειται για ασθένεια που χρειάζεται θεραπεία. Αν έλεγα σε έναν ψυχίατρο ότι πίσω από το γεγονός ότι αντιμετωπίζει την υπαρξιακή ανία ως ασθένεια κρύβεται η αυθαίρετη υπόθεση ότι ζει κανείς σωστά μόνο εφόσον βιώνει χαρά κι αισιοδοξία, θα με κοιτούσε σαν να μου είχε σαλέψει. Οι περισσότεροι ψυχίατροι ενστερνίζονται το αξίωμα ότι ο στόχος μας στη ζωή είναι η αισιοδοξία και η ευτυχία και ότι δεν είναι υγιές να αισθανόμαστε ή να σκεφτόμαστε διαφορετικά.
Όμως, τι γίνεται αν ένας άνθρωπος το φιλοσοφήσει και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ζωή δεν έχει νόημα; Τι γίνεται αν δεν καταφέρει να νιώσει “γεμάτος”, είτε ακολουθώντας μια ορθολογική συλλογιστική είτε ανασκάπτοντας διαισθητικά το βαθύτερο είναι του;
Η παραπάνω ρήση του Σαρτρ προέρχεται από το πρώτο μυθιστόρημά του, που έχει τίτλο Ναυτία. Γράφτηκε το 1938 και αποτελεί μια φιλοσοφική πραγματεία σε λογοτεχνική μορφή.
Κεντρικός ήρωας είναι ένας άντρας που βαθμιαία χάνει την επαφή του με όλα όσα είχαν κάποτε νόημα και αξία στη ζωή του· εξού και η “ναυτία” της αέναης απουσίας νοήματος που τον κυριεύει. Προς το τέλος του μυθιστορήματος ο άντρας αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι μόνο ο ίδιος μπορεί να δημιουργήσει το νόημα της ζωής του. Αυτή η ελευθερία είναι τρομακτική εξαιτίας της αυθαιρεσίας και της προσωπικής ευθύνης που τη στοιχειοθετούν, αλλά συγχρόνως είναι συναρπαστική. Το μοτίβο που διέπει το μυθιστόρημα, ότι η οδύνη οδηγεί στην αφύπνιση της συνείδησης – “Η ζωή αρχίζει στην άλλη πλευρά της απελπισίας” -, κατέστησε τη Ναυτία βασικό κείμενο του υπαρξιακού κινήματος.
Το γεγονός ότι οι πιο επιβλητικές διατυπώσεις της υπαρξιακής απελπισίας ήταν γαλλικής κοπής σαφώς συνέβαλλε σε αυτόν τον ρομαντισμό. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι Γάλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Σαρτρ και ο Καμύ, εξέφραζαν αυτή την απελπισία καλύτερα από κάθε άλλο φιλόσοφο· η συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ήταν διάχυτη και στη γαλλική γλώσσα και τέχνη. Τα φιλμ της νουβέλ βαγκ παρουσίαζαν αντιήρωες που κατατρύχονταν από ένα αίσθημα απουσίας νοήματος και την αδράνεια που γεννιέται από αυτό το αίσθημα.
Οι ελκυστικές φοιτήτριες της Σορβόννης στα παρισινά καφέ να αποπνέουν έναν αέρα παραίτησης από τη ζωή, ανασηκώνοντας τους ώμους κι επαναλαμβάνοντας με καημό “Je m’ en fous”, μια μοδάτη έκφραση της εποχής που σήμαινε, κατά προσέγγιση, “ Όχι μόνο δε μου καίγεται καρφάκι, αλλά και να μου καιγόταν δε θα άλλαζε τίποτα”. Πολύ γαλλικό και πολύ ρομαντικό, λέμε.
Το άκρως σοβαρό ύφος του νεότερου εαυτού μου στο σχόλιο που ακολουθεί, που το έγραψα τότε κάτω από τη ρήση του Σαρτρ, μου προκαλεί συγκίνηση, αλλά συνάμα ντρέπομαι γι’ αυτό:
Το έχω βιώσει, Ζαν – Πωλ. Έχω ζήσει αυτή την έσχατη μελαγχολία, τη μελαγχολία του “Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από το φως του ήλιου”, τη μελαγχολία του “Όλο τα ίδια και τα ίδια”. Την Υπαρξιακή Μελαγχολία. Έχω νιώσει να πνίγομαι μέσα σε όλη αυτή τη μονοτονία. Έχω απελπιστεί μην μπορώντας να βρω τίποτα καινούργιο και σημαντικό.
Φαντάζομαι εκείνο τον μακρινό, νεαρό εαυτό μου να κάθεται μόνος σε ένα παγκάκι του πάρκου, με σηκωμένο τον γιακά του σακακιού του, με ένα άφιλτρο τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλια του, ρίχνοντας λοξές ματιές εδώ κι εκεί, καταπλακωμένος από τη θλίψη της προβλεψιμότητας που του προκαλούσαν όλα όσα έβλεπε γύρω του. Αντιδρούσα με μορφασμούς απέχθειας στη θέα των επίπλαστα καλοσυνάτων μεσήλικων ζευγαριών που κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Κι έφριττα βλέποντας νέους εραστές να σφιχταγκαλιάζονται, όντας εντελώς ανυποψίαστοι για το γεγονός ότι συν τω χρόνω η σχέση τους αναπόδραστα θα καταντούσε απλώς μια αφορμή αμοιβαίας περιφρόνησης ή, ακόμη χειρότερα, πλήξης.
Δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Όμως, εκείνη την περίοδο της ζωής μου, όταν ένιωθα την εν λόγω υπαρξιακή ανία, το βίωνα όλο αυτό ως απόλυτα πραγματικό. Αναρωτιόμουν γιατί να μπαίνω καν στον κόπο να κάνω οτιδήποτε, όπως το να σηκώνομαι το πρωί από το κρεβάτι.
Αν αισθανόμουν και λειτουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο σήμερα, θα με πήγαιναν άρον άρον σε ψυχίατρο.
Ζούμε σε μια ψυχολογική εποχή στο πλαίσιο της οποίας λίγοι άνθρωποι αναγνωρίζουν ή εκτιμούν τη φιλοσοφική θέαση των πραγμάτων. Σπάνια θα βρεθεί κάποιος στην εποχή μας που να θεωρεί ότι η απελπισία που νιώθει ένα άτομο επειδή δεν βρίσκει νόημα στη ζωή μπορεί να απορρέει από την αυθεντική κοσμοθεωρητική στάση του απέναντι στη ζωή· όχι, πρόκειται για ασθένεια που χρειάζεται θεραπεία. Αν έλεγα σε έναν ψυχίατρο ότι πίσω από το γεγονός ότι αντιμετωπίζει την υπαρξιακή ανία ως ασθένεια κρύβεται η αυθαίρετη υπόθεση ότι ζει κανείς σωστά μόνο εφόσον βιώνει χαρά κι αισιοδοξία, θα με κοιτούσε σαν να μου είχε σαλέψει. Οι περισσότεροι ψυχίατροι ενστερνίζονται το αξίωμα ότι ο στόχος μας στη ζωή είναι η αισιοδοξία και η ευτυχία και ότι δεν είναι υγιές να αισθανόμαστε ή να σκεφτόμαστε διαφορετικά.
Όμως, τι γίνεται αν ένας άνθρωπος το φιλοσοφήσει και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ζωή δεν έχει νόημα; Τι γίνεται αν δεν καταφέρει να νιώσει “γεμάτος”, είτε ακολουθώντας μια ορθολογική συλλογιστική είτε ανασκάπτοντας διαισθητικά το βαθύτερο είναι του;
Η παραπάνω ρήση του Σαρτρ προέρχεται από το πρώτο μυθιστόρημά του, που έχει τίτλο Ναυτία. Γράφτηκε το 1938 και αποτελεί μια φιλοσοφική πραγματεία σε λογοτεχνική μορφή.
Κεντρικός ήρωας είναι ένας άντρας που βαθμιαία χάνει την επαφή του με όλα όσα είχαν κάποτε νόημα και αξία στη ζωή του· εξού και η “ναυτία” της αέναης απουσίας νοήματος που τον κυριεύει. Προς το τέλος του μυθιστορήματος ο άντρας αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι μόνο ο ίδιος μπορεί να δημιουργήσει το νόημα της ζωής του. Αυτή η ελευθερία είναι τρομακτική εξαιτίας της αυθαιρεσίας και της προσωπικής ευθύνης που τη στοιχειοθετούν, αλλά συγχρόνως είναι συναρπαστική. Το μοτίβο που διέπει το μυθιστόρημα, ότι η οδύνη οδηγεί στην αφύπνιση της συνείδησης – “Η ζωή αρχίζει στην άλλη πλευρά της απελπισίας” -, κατέστησε τη Ναυτία βασικό κείμενο του υπαρξιακού κινήματος.
Το γεγονός ότι οι πιο επιβλητικές διατυπώσεις της υπαρξιακής απελπισίας ήταν γαλλικής κοπής σαφώς συνέβαλλε σε αυτόν τον ρομαντισμό. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι Γάλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Σαρτρ και ο Καμύ, εξέφραζαν αυτή την απελπισία καλύτερα από κάθε άλλο φιλόσοφο· η συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ήταν διάχυτη και στη γαλλική γλώσσα και τέχνη. Τα φιλμ της νουβέλ βαγκ παρουσίαζαν αντιήρωες που κατατρύχονταν από ένα αίσθημα απουσίας νοήματος και την αδράνεια που γεννιέται από αυτό το αίσθημα.
Οι ελκυστικές φοιτήτριες της Σορβόννης στα παρισινά καφέ να αποπνέουν έναν αέρα παραίτησης από τη ζωή, ανασηκώνοντας τους ώμους κι επαναλαμβάνοντας με καημό “Je m’ en fous”, μια μοδάτη έκφραση της εποχής που σήμαινε, κατά προσέγγιση, “ Όχι μόνο δε μου καίγεται καρφάκι, αλλά και να μου καιγόταν δε θα άλλαζε τίποτα”. Πολύ γαλλικό και πολύ ρομαντικό, λέμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου