Ἡ Ἀθηναϊκή φιλοδοξία εἶχε τελικά ὑιοθετήσει, μέ τόν τρόπο πού προσιδιάζει σ' αὐτήν, τήν ἐπιθυμία τῶν βαρβάρων νά έγκαταστήσουν μιάν Αὐτοκρατορία στίς ὄχθες τοῦ Αιγαίου. Ἤ ταυτότητα τῆς βούλησης τῶν βαρβάρων καί τῶν Ἀθηναίων γιά κυριαρχία ρητά σημειώνεται στήν εἰσήγηση τῶν Κορινθίων πρέσβεων (Α 69) καί ἀργότερα ἀπό τόν Έρμοκράτη στή σύναξη τῶν Σικελιωτών στήν Καμάρινα (Στ' 76 - 80). «Ἔτσι οὔτε οί Ἀθηναῖοι ἀντιστάθηκαν στό Μήδο γιά νά ἐξυπηρετήσουν τήν ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων... Ἀποτέλεσμα ἦταν οί Ἀθηναῖοι νά ύποκαταστήσουν τούς Μήδους στήν ὑποδούλωση τῶν Ἑλλήνων καί οί Ἕλληνες ν' ἀλλάξουν άφέντη καί νά ἔχουν ἕνα δεσπότη ὄχι λιγότερο ἱκανό ἀλλά περισσότερο έπικίνδυνο» (Στ' 76).
Ἡ Σπάρτη, μέ τή σειρά της, θά συρθεῖ σ' αὐτή τήν ξέφρενη ἐπιδίωξη κυριαρχίας. Ἀπό τόν παραλληλισμό τόν τριῶν αὐτῶν πεπρωμένων συνάγεται ἕνα: νόμος πού κατά τόν Θουκυδίδη φαίνεται ὅτι κυβερνᾶ τήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἡ βούληση κυριαρχίας. Αὐτή ἐμφανίζεται σάν ἡ οὐσιώδης διάσταση, πού ἐπιτρέπει συγχρόνως νά κατανοήσουμε τήν έν γένει ἱστορική δράση καί νά φέρουμε σέ φῶς τό βάθος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὁ Πελοποννησιακός πόλεμος, μέ τή διάρκειά του, τό εὖρος του, τά διάφορα καί πολύ χάρακτηριστικά ἐπεισόδιά του καί, τέλος, τή σκληρότητά του εἶναι σάν τό πείραμα χάρη στό ὅποιο ἀνακαλύπτεται σέ ὅλη τήν καθαρότητα του τό ὁδυνηρό πεπρωμένο τοῦ ἱστορικοῦ ἀνθρώπου: Τά ἄστεα ὁδηγοῦνται ν' ἀσκήσουν βίαστά ἄστεα, νά τά τυραννήσουν καί μ' αὐτόν τόν τρόπο τελικά νά χαθοῦν.
Ἡ ἀδυσώπητη αὐτή ἀναγκαιότητα, πού ὁδηγεῖ τό πεπρωμένο τῶν ἀνθρώπων, δέν εἶναι ὡστόσο ξένη πρός τή βούλησή τους. Στήν ἀντίληψη τοῦ Θουκυδίδη δέν ὑπάρχει ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί σέ κάποιο νόμο πού βαραίνει πάνω σ' αὐτήν. Τίποτε δέν μοιάζει λιγότερο πρός ἑτεροκίνητα ὄντα, ὅσο αὐτοί οἱ διορατικοί ἥρωες, στούς ὁποίους έναποτίθεται ἡ τύχη τοῦ πολιτισμοῦ. Δέν ὑπάρχει διάσταση ἀνάμεσα στήν ἱστορική αἰτιοκρατία καί στήν ελευθερία βούλησης τῶν ἀτόμων. Ἡ ἀνθρώπινη βούληση, ὅταν είναι διορατική, δέν μπορεῖ παρά νά ἐπιζητεῖ τό συμφέρον τοῦ ἄστεως. Τό συμφέρον αὐτό ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στήν τυραννία. Ἀπό κεῖ καί πέρα οἱ διάφορες βουλήσεις ἐμπλέκονται κατά τρόπο άναγκαστικό καί συνιστοΰν ἀκριβῶς αὐτή τήν ἀναπότρεπτη καί τραγική ἀλληλουχία. Ὁ Ἀλκιβιάδης παρασύρει τελικά τήν ἐκκλησία νά ἐγκρίνει τή Σικελική ἐκστρατεία μέ τό ἀκόλουθο ἐπιχείρημα: «Δέν μπορούσαμε νά καθορίζουμε αὐστηρά τά ὅρια τῆς ἡγεμονίας μας... Ὁ κίνδυνος γιά μᾶς εἶναι νά ὑπαχθοῦμε ὑπό τήν ἡγεμονία ἄλλων, ἄν δέν τήν άσκούμε ἐμεῖς στούς ἄλλους» (Στ' 18).
Γιά τόν Θουκυδίδη οἱ ἄνθρωποι δημιουργοῦν τήν ἱστορία τους. Ἀλλά ἡ φύση τους τούς ὑποχρεώνει νά οἰκοδομήσουν αὐτή τήν ἱστορία σύμφωνα μέ καθορισμούς, πού ἄν ἄγονται συγχρόνως καί στή φύση τους καί στήν κατάστασή τους σάν ὄντων πολιτικῶν, πού ζοῦν μέσα σ' ἕνα Ἄστυ πού ἐπιθυμεῖ νά ἐπιζήσει. Στήν Ἑλλάδα τοῦ Ε' π.Χ αἰώνα γεννιέται μιά ιστορική σκέψη, ὅπου συναντιοῦνται δύο τύποι καθορισμῶν. Οί καθορισμοί πού άναφέρονται στήν ἀνθρώπινη φύση καί ἐκεῖνοι πού προέρχονται ἀπό τήν καθαρή άλληλουχία τῶν γεγονότων. Γιά τόν Θουκυδίδη τό ἱστορικό συμβάν ἔχει μέν ἀσφαλῶς σάν πηγή του μιάν αἰτιολογία άνθρώπινη, δέν εἶναι ὅμως ἱστορικό γεγονός παρά γιατί έγγράφεται στό πλαίσιο μιᾶς πολιτικής βούλησης, δηλαδή γιατί μετέχει στή δύναμη πού ὁδηγεῖ τά κράτη, τά ἄστεα, σέ δράση.
Ὁ ἱστορικός χρόνος, πού καταλαμβάνεται άπό τίς ἀνθρώπινες πράξεις, κάθε ἰδιαίτερη στιγμή του, ἄν καί διαφορετική ἀπό τίς ἄλλες, ἑνώνεται μ' αὐτές σέ μιά ἀναγκαστική ἀλληλουχία. Δέν εἶναι πιά ὁ χρόνος τοῦ άνέκδοτου, ὅπως αὐτό συχνά συμβαίνει μέ τόν Ἡρόδοτο. Σ' αὐτόν κάθε πράξη ὄχι ἀπλῶς διαρκεῖ ἀλλά άκόμη ἔρχεται ἀπό κάποιο παρελθόν καί πορεύεται πρός κάποιο μέλλον. Αὐτός ὁ χρόνος ἀποκαλύπτεται πρόσθετα σάν μιά διάσταση τῆς πραγματικότητας.
Ἡ ἱστορία τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου φανερώνει μιά βασική ἀπαισιοδοξία. Εἶναι ἡ συστηματική περιγραφή τῆς χρεοκοπίας μιᾶς λύσης. Ἡ ἀποτυχία τῆς φιλοδοξίας τῶν Ἀθηναίων δείχνει, συμβολίζει, τήν άναγκαία ἀποτυχία ὁποιασδήποτε λύσης, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἑνοποίηση τῶν Ἑλλήνων. Ἀποτυχία καί στό πολιτικό καί στό ἠθικό πεδίο.
Στίς ταραγμένες περιόδους οἱ τυχοδιῶκτες καί οἱ ἐγκληματίες, ὅσοι διακρίνονται γιά ἔλλειψη μέτρου, πετυχαίνουν εὐκολότερα παρά στόν καιρό τῆς εἰρήνης νά ἐμφανίσουν τά ἐλαττώματά τους γι' ἀρετές. Γιά τόν Θουκυδίδη ὁ Κλέων εἶναι ὁ τύπος τοῦ τυχοδιώκτη: θαρραλέος, καλός ὁμιλητής, γοητεύει τόν ὄχλο μέ τήν εὐγλωττία του. Αὐτοί ρίχνουν τά ἔθνη σέ ἀπόκοτα ἐγχειρήματα. Κάνοντας νά θεωρηθεῖ ἡ ἀλαζονεία τους σάν θάρρος, ἡ πονηριά τους σάν ἄνεση, ἡ ἔλλειψη μέτρου σάν πολιτική μεγαλοφυία, συντελοῦν στήν πλήρη ἀνατροπή τῶν παραδεδεγμένων ἀξιῶν. Ἐπιπλέον, ἡ κοινωνική ζωή νοθεύεται ἀπό φόβους, κινδύνους, πλεονεξία, φιλοδοξία ἤ άστοχασιά. Ὁ πόλεμος βέβαια μᾶς δείχνει τίς αἰτίες τῆς δράσης τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό εἶναι ἡ ἀξία του. Δίνει ὅμως ταυτοχρόνως μιάν ἀποθαρρυντική ὄψη τῆς άνθρωπότητας. Φιλία, τιμή, πατριωτισμός, οἰκογένεια παύουν νά εἶναι σεβαστά. Δέν εἶναι πιά παρά ἐργαλεῖα πού, ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις, χρησιμοποιοῦνται γιά τό θρίαμβο τῶν φιλοδοξιῶν ἀτόμων ἤ ὁμάδων. Αὐτή ἡ χρεοκοπία τῆς ἠθικῆς συνοδεύεται ἀπό μιά ἱστορική χρεοκοπία. Γιά νά μήν εἶναι ὁ πόλεμος βασικά κακός, θά ἔπρεπε ν' ἀποτελεΐ ἕνα μέσο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ειρήνης. Στήν ἱστορία του ὅμως ὁ Θουκυδίδης δέν ἐμφανίζει αὐτή τήν προοπτική. Ὁ πόλεμος, μιά ὀδυνηρή άναγκαιότητα πού ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση, δέν μπορεῖ παρά νά προκαλεῖ τόν πόλεμο. Ἡ εἰρήνη, ἡ ἡσυχία εἶναι ἐξαιρετικά συμβάντα, πού προορισμό ἔχουν νά προετοιμάσουν νέες πράξεις βίας. Τελικά, βρίσκεται κανείς μπρός στήν ἀκόλουθη τραγική ἀντινομία: Τά κράτη δέν μποροῦν παρά νά ἐπιδιώκουν τή δύναμη καί τήν κυριαρχία καί προσκρούουν στήν παρόμοια βούληση τῶν ἄλλων κρατῶν. Σύμφωνα μέ τήν Jacqueline de Romilly, ὁ Θουκυδίδης θεωροῦσε τήν αὐτοκρατορική πολιτική, τόν ἰμπεριαλισμό τῆς Ἀθήνας σάν στοιχεῖο τῆς εξωτερικής της πολιτικῆς. Ἄν ἡ Ἀθήνα νικηθεῖ καί μαζί νικηθεῖ ἡ δημοκρατία, θά τήν ὑποκαταστήσει ἡ ὀλιγαρχική Σπάρτη.
Ἀπό τούς τρεῖς ἡγέτες τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ὁ Θουκυδίδης ἐξαίρει τόν Περικλῆ, ἐπικρίνει σφοδρά τόν Κλέωνα καί εἶναι γεμάτος ἐπιφυλάξεις γιά τόν Ἀλκιβιάδη. Ἡ παραδοσιακή ἐκτίμηση πρός τόν μεγάλο Περικλῆ ὀφείλεται κυρίως στούς άξιοθαύμαστους λόγους πού ὁ Θουκυδίδης τοῦ ἀποδίδει στά δυό πρῶτα βιβλία του. Οί δυό λόγοι κι ὁ Ἐπιτάφιος φανερώνουν ὑψηλό φρόνημα, μετριοπάθεια καί μιά κατανόηση τῆς ἱστορικῆς θέσης τῆς Ἀθήνας καί τοῦ τί τῆς ἐπιτρέπεται νά ἀξιώνει ἀπό τόν ἑαυτό της καί ἀπό τούς ἄλλους. Ἐκπλήσσεται κανείς πώς, ὕστερ' ἀπό τόν Περικλῆ, ἡ δημοκρατία διάλεξε τόσο ἀνάξιους διαδόχους. Ἡ διαφορά τοῦ πνεύματος ἀνάμεσα σέ Περικλῆ καί σέ Κλέωνα εἶναι ἔκδηλη. Καί οἱ δυό εἶναι ὀπαδοί τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, τῆς αὐτοκρατορικής πολιτικῆς. Ὅμως ὁ Περικλῆς ἐξαίρει τήν ὡραιότητα μιᾶς κυριαρχίας πού ἐγγυᾶται τήν ἀσφάλεια τοῦ κράτους, δίνει στό ἄστυ δόξα ἀντάξια τῶν προγόνων καί κάνει νά συρρέουν στήν Ἀθήνα πλούτη καί τιμές. Ὁ ἄλλος κηρύσσει ὅτι δέν πρέπει ἡ ἰσχύς τῆς Ἀθήνας νά διστάζει μπρός σέ καμιά πράξη βίας. Γιά τόν Περικλῆ πρόκειται νά διατηρηθεῖ μιά αὐτοκρατορία κληροδοτημένη ἀπό τούς προγόνους. Γιά τόν Κλέωνα νά ἐγκαθιδρυθεΐ μιά ἐπιθετική καί ἀνελέητη τυραννία. Ἔτσι ἡ περιεσκεμμένη δράση ἀντιπαραθέτεται στήν πιό ἀκόρεστη βία. Ἡ ἀντίθεση ξεσπάει στή σύγκρουση Νικία - Ἀλκιβιάδη. Ὁ συνετός Νικίας ἐπιμένει: «Πρέπει... νά μήν ἐκθέσουμε σέ κίνδυνο τήν πολιτεία πού βρίσκεται ἀκόμα σέ ἀβεβαιότητα, οὔτε νά ἐπιδιώξουμε νά ἐπεκτείνουμε τήν ἡγεμονία μας προτού ἐξασφαλίσουμε ἐκείνη πού ἀσκοῦμε». (Στ' 10). Ἀντίθετος ὁ Ἀλκιβιάδης ύποστηρίζει: «θεωρῶ ὅτι μιά πολιτεία πού δέν γνωρίζει τήν ἀδράνεια, θά καταστραφεῖ γρήγορα ἄν παραιτηθεῖ άπό τή δράση. Δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι πιό ἀσφαλεῖς ἀπό ἐκείνους πού πολιτεύονται σύμφωνα μέ τά δικά τους ἤθη καί ἔθιμα, κι ἄν ἀκόμα αὐτά δέν εἶναι πολύ καλά» (Στ' 18). Τελικά, ὁ Νικίας παρατηρεῖ: «εἶναι ἀνοησία νά ἐκστρατεύει κανείς ἐναντίον ἐκείνων πού δέν θά μπορέσει νά ὑποτάξει κι ἄν ἀκόμα νικήσει, ἐνῶ ἄν νικηθεῖ δέν θά βρίσκεται πιά στήν κατάσταση ὅπου ἦταν πρίν. (Στ' 11).
Ἀπ' αὐτή τή συμπαραβολή Περικλῆ - Κλέωνος - Ἀλκιβιάδη δέν προκύπτει καμιά καταδίκη τῆς γενικῆς πολιτικῆς τῶν Ἀθηναίων, τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, ἀλλά τοῦ τρόπου μέ τόν ὅποιον ἀσκεῖται. Ἡ Ἀθήνα εἶναι αὐτόματα ἰμπεριαλιστική. Ἐνῶ ὅμως ὁ Περικλῆς συγκρατεῖ τίς φιλοδοξίες τοῦ κράτους μέσα στά ὅρια πού ἐπιβάλλει ἡ σύνεση, οἱ διάδοχοί του συγχέουν φιλοδοξία καί ἄμετρη ἀλαζονεία, θάρρος καί ἀποκοτιά.
Μιά λύση θά εἶναι ἡ ἐφαρμογή τῆς ἔξυπνης καί ρεαλιστικῆς πολιτικῆς τοῦ Περικλῆ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ὅμως ἀποκλείει νά ἐλπίσουμε ὅτι πάντοτε θά συζητιοῦνται καί θά λαμβάνονται ἀποφάσεις μέ διαύγεια. Οί ἀντίπαλοι τῶν τυχοδιωκτῶν, ὁ Διόδοτος καί ὁ Νικίας, δίνουν τήν ἐντύπωση ὄχι συνετῶν ἀλλά δειλῶν. Πῶς θά μποροῦσε λοιπόν ν' ἀντισταθεῖ κανείς στήν «ὕβριν», στήν ὑπερφίαλη νοοτροπία; Ὅμως ἡ βία καί μόνη δέν μπορεῖ νά λύσει τά προβλήματα πού τίθενται στά κράτη.
Γιά τόν Θουκυδίδη ὁ Πελοποννησιακός πόλεμος μοιάζει σάν μιά ἀπελπισμένη ἔκκληση γιά τήν ἑνοποίηση τῶν Ἑλλήνων, πού ἐπιτέλους θά 'φερνε τήν εἰρήνη. Διαπιστώνει ὅμως, ὅτι τέτοια ἐλπίδα δέν ὑπάρχει, ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἑλλάδας δέν εἶναι πραγματοποιήσιμη. Ἡ Ἀθηναϊκή δημοκρατία κατεῖχε τή δύναμη πού θά ἐπέτρεπε τήν ἵδρυση ἑνός σταθεροῦ συγκεντρωτικού κράτους. Ἀλλά τήν ἔχασε. Λύση δέν ὑπάρχει.
Ἡ ἠθική ἀναστάτωση πού προκλήθηκε ἀπό τόν πόλεμο ἔφερε σέ φῶς τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ πόλεμος εἶναι ἀποθέωση τῆς βίας. Οί ἄνθρωποι ἔχουν τρεῖς ἀποφασιστικές αἰτιολογίες: τήν τιμή, τό φόβο, τό συμφέρον. Ἡ ἐπιθυμία τῆς κυριαρχίας συγκροτεῖ καί τόν προηγούμενο τοῦ Ἀθηναϊκοῦ ἰμπεριαλισμό τῶν Περσῶν, καθώς καί τόν κατοπινό τῶν Λακεδαιμονίων. Ὁ Πλάτων καταδικάζει αὐστηρά τήν ἐξωτερική πολιτική τῆς Ἀθήνας ἐκ τῶν ὑστέρων. Ἡ ἥττα τοῦ 404 τοῦ ἐπιτρέπει ἄνετα νά ἐπικρίνει τίς τρελές φιλοδοξίες τοῦ ιμπεριαλισμοῦ. Ὁ πόλεμος εἶναι ἄσκηση βίας. Πηγή ἔχει τήν ἀχόρταγη ἐπιθυμία τοῦ πλουτισμοῦ, («γιά τήν ἀπόκτηση πλούτου γίνονται ὅλοι οἱ πόλεμοι» Φαίδων 66, βλ. καί Πολιτεία II 273). Ἡγέτες ὅπως ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Κίμων καί ὁ Περικλῆς, μετατρέποντας τόν πολιτικό ὀργανισμό τῆς Ἀθήνας σέ ὄργανο ἡγεμονίας πάνω στό σύνολο τῶν Ἑλλήνων, διέφθειραν τό νόημα τοῦ ἄστεως.
Τόσο ὁ Θουκυδίδης ὅσο καί ὁ Πλάτων διαπιστώνουν ὅτι τό μίσος γεννᾶ τό μίσος καί ὅτι κανείς ἰμπεριαλιστικός πόλεμος δέν μπορεῖ νά τελειώσει στήν πραγματικότητα. Ἡ ἥττα βρίσκεται πάντοτε στό τέρμα τῆς ἐξάπλωσης.
Οἱ πρῶτοι σοφιστές ἀποτελοῦσαν μιάἐκλεπτυσμένη ἔκφραση τοῦ δημοκρατικοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ὅταν ὅμως ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσα σέ ἄτομα καί σέ κράτη κλονιστεῖ, τότε ἡ παίδευση κινδυνεύει νά γίνει πηγή ἀναρχίας. Ἡ σοφιστική διδασκαλία ἀπό κεῖ καί πέρα προπαρασκευάζει τή διάλυση. Ἡ φύση ἀντιπαρατίθεται στό νόμο. Στό Γοργία (482c) ὁ Καλλικλής ὑποστηρίζει ὅτι φύση καί νόμος εἶναι δυό ὅροι πού ἀντιφάσκουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἀλλά οἱ νόμοι δέν ἔχουν καμιά ἀναγκαιότητα, δέν ἔχουν ἱερό χαρακτήρα. Συμμορφώνεται κανείς σ' αὐτούς εἴτε ἄπό συνήθεια, εἴτε ἀπό συμφέρον. Χτυπητή εἶναι ἡ ἀντίθεση μέ τήν παγκοσμιότητα τῶν φυσικῶν νόμων. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν τήν ἡδονή, τή δύναμη, τή δόξα, τή ζωή. Ἔτσι ἡ σοφιστική καταλήγει νά ἀναδειχτεῖ σέ κριτήριο κάθε ἀλήθειας τό ἀτομικό ὄφελος. Τό θεμελιῶδες φυσικό δίκαιο εἶναι ἡ βία. Ἡ πολιτική τῆς Ἀθήνας στήν ὑπόθεση τῆς Μήλου, ἀλλά καί γενικότερα, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ πολιτική τῆς Σπάρτης, δείχνει τήν ὠμότητα πού διέπει ὅλη τή διεξαγωγή τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου.
Πρόμαχοι τῆς ὑπεροχῆς τῆς φύσης ἀπέναντι στό νόμο εἶναι ὁ Πλάτων καί ὁ Καλλικλής στό Γοργία καί ὁ Θρασύμαχος στήν Πολιτεία. Ὁ καθένας πρέπει νά 'ναι ἐλεύθερος μέσα στό ἄστυ νά ἐνεργεῖ ὅπως τοῦ ἀρέσει. Ἔτσι ὅμως ἡ βία γίνεται τό θεμέλιο κάθε ἐξουσίας. Προσωποποίηση αὐτῶν τῶν ἰδεῶν είναι ὁ Ἀρχέλαος, πού, φονιάς καί ἐπίορκος, καταλαμβάνει τό θρόνο τῆς Μακεδονίας καί εὐτυχεῖ.
Γιά τόν Θρασύμαχο (Πολιτεία A 338 c) δικαιοσύνη εἶναι τό «τοῦ κρείττονος συμφέρον», τό ὠφέλιμο στόν ἰσχυρό. Ὅπου ὁ λαός κατέχει τήν ἐξουσία, ἐγκαθιδρύει δημοκρατικό πολίτευμα. Ὅπου ἐπικρατοῦν οἱ εὐγενεῖς ἤ οἱ πλούσιοι, ἐπικρατεῖ τό ὀλιγαρχικό σύστημα. Σέ κάθε πολιτεία, χωρίς καμιά ἐξαίρεση, δίκαιο εἶναι αὐτό πού συμφέρει στήν κρατοῦσα κυβέρνηση (Πολιτεία A 339a). Ἄν ἡ Ἀθήνα ὑπερασπίζει τούς συμμάχους της, αὐτό γίνεται γιά νά μπορεῖ νά ἀπαιτεῖ ἀπ' αὐτούς τό φόρο ὑποτέλειας, πού θά τή συντηρεῖ. Ὁ Πῶλος σκιαγραφεί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπιτυχημένου ἀνθρώπου. Ὁ Θρασύμαχος δικαιολογεῖ τίς ἀντιλήψεις αὐτές μέ μιά ὀξυδερκή ἀνάλυση τῆς πολιτικο-κοινωνικῆς πραγματικότητας. Ὁ Καλλικλής μέ σταθερότητα καί δύναμη, πού δέν εἶχαν οὔτε ὁΠῶώλος οὔτε ὁ Θρασύμαχος, διατυπώνει θέσεις πού πλησιάζουν μέ κεῖνες τοῦ Νίτσε.
Ὁ Σωκράτης λέει γιά τόν Καλλικλή, ὅτι άγαπά τό «δῆμο» ὄχι γιά νά τόν ἐξυπηρετεῖ, ἄλλα γιά νά τόν ὑποδουλώσει ἀποτελεσματικότερα. Ὁ Καλλικλής, στό πρῶτο μέρος τοῦ λόγου του, ἀποδεικνύει ὅτι οί άδύνατοι ἐπιμένουν πώς ὁ Νόμος εἶναι ἱερός γιά τόν ἀκόλουθο λόγο: «Ἐκείνους ἀπό τούς ὅμοιους τους πού εἶναι πιό ἰσχυροί καί πιό ἱκανοί νά ἐπικρατήσουν, καταφέρνουν νά τούς πτοήσουν γιά νά τούς ἐμποδίσουν νά έπιβληθούν, λέγοντας ὅτι εἶναι ἄσκημο («αἰσχρόν») καί ἄδικο νά ἐπικρατεῖ κανείς πάνω στούς ἄλλους καί ὅτι αὐτό ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τήν ἀδικία, τό νά ἐπιδιώκει κανείς νά 'χει περισσότερα ἀπό τούς ἄλλους. Γιατί σάν κατώτεροι πού εἶναι, ἀρκοῦνται στήν ἰσότητα (Γοργίας 483 c). Ἡ δικαιοσύνη ἔχει κατασκευαστεῖ μέ τό σκοπό νά εἰσαγάγει μιάν ἀφηρημένη ισότητα, πού δέν άντιστοιχεϊ στή φυσική ἱεραρχία. Στή φύση ὅμως ὁ ἰσχυρός διευθύνει, καί θεμιτό εἶναι νά ἐπιβάλλει τίς θελήσεις του στούς λιγότερο προικισμένους καί νά ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες του ὅπως τοῦ ἀρέσει. Ξανάρχεται λοιπόν ὁ Καλλικλής στήν ἀντίθεση φύση-νόμος (στό ζωικό βασίλειο βλέπουμε ὅτι χαρακτηρίζεται σάν δίκαιο τό νά διατάσσει ὁ ἰσχυρός τόν ἀδύνατο καί νά 'χει περισσότερα ἀπό αὐτόν, Γοργίας 483 d). Οἱ δυό ἰδέες, νόμος καί φύση, ἀντιφάσκουν καί ἀλληλοαναιροῦνται. Ἔτσι ὁ Καλλικλής ἀναγνωρίζει τήν πραγματική ἰσχύ τῶν θετικῶν νόμων, τό κύρος, στήν πράξη, τῆς συλλογικής γνώμης, ἀλλά καταγγέλλει τήν ἀδικία τους. Ὁ νόμος εἶναι ἡ θέληση τοῦ ἰσχυρότερου. Πρέπει λοιπόν νά γίνει κανείς ἰσχυρότερος καί νά νικήσει τούς μέτριους, πού εἶναι συνασπισμένοι γιά νά διατηρήσουν τίς διατάξεις πού τούς εὐνοοῦν. Ὅποιος τό πετύχει ἀποκτά ἐκεῖνο στό ὁποῖο συνίσταται ἡ ἀρετή καί ἡ εὐτυχία («τρυφήν, ἀκολασίαν, ἐλευθερίαν» Γοργίας 492 c). Ὁ Καλλικλής διακηρύσσει πώς ἡ φιλοσοφία πού ἀξιώνει νά βασίσει τή δικαιοσύνη πάνω σέ ἄλλη βάση παρά τή φύση εἶναι ἀνοησία.
Ἔτσι ἡ σοφιστική πού εἶχε ξεκινήσει σάν ἐκδήλωση τοῦ δημοκρατικού κοινοῦ λόγου, φτάνει στίς ἀρχές τοῦ Δ' αἰώνα νά εἶναι ἕνα δόγμα πού δικαιώνει κάθε ἀνατρεπτική κίνηση τῶν ὀλιγαρχικῶν.Ὅπως παρατηρεῖ ὅ Τ.Α. Sinclair (καθηγητής στό βασιλικό κολλέγιο τοῦ Belfast, στήν ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς πολιτικῆς σκέψης, τόμ. Ἀ', Ἀθήνα 1969, μέ πρόλογο Γ. Κ. Βλάχου):«Οί ἰδέες τῶν φιλοσόφων κι ὅταν άκόμη δέν ἔχουν ἄμεση πρακτική ἀξία βρίσκονται συχνά πίσω ἀπό τίς μεγάλες πολιτικές καί κοινωνικές ἀναστατώσεις».
Τελικά, εἶχαν κακή τύχη καί οί δυό ὀλιγαρχικές ἀπόπειρες (τοῦ 411 καί τοῦ 404) γιά ἀνατροπή. Τό σύνολο τῶν πολιτῶν ἦταν ἰσχυρότατα προσηλωμένο στό κοινωνικό καθεστώς τῆς δημοκρατίας. Πιό σημαντικό ρόλο ἔπαιξε κατά τή διάρκεια τῶν συγκρούσεων μιά μαχητική μάζα ἀγροτῶν ἤ άγροτικών μικροίδιοκτητών τῆς Ἀττικῆς. Στόν ἀγώνα γιά τήν ἰσονομία ἡ «άγροτική δημοκρατία» συμμάχησε μέ τούς δημοκράτες τοῦ ἄστεως καί ἐξασφάλισε τήν ἐπιτυχία τῆς. Πατριῶτες μικρῆς μόρφωσης, προσηλωμένοι στίς παλιές θεότητες, ὀπαδοί τῆς ἡσυχίας, πού ἀγωνίζονται νά πραγματοποιήσουν τά φτωχικά εἰσοδήματά τους, οἱ χωρικοί αὐτοί ὑπέφεραν πολύ ἀπό τόν πόλεμο καί ἰδίως ἀπό τή στρατηγική τοῦ Περικλῆ, πού τοποθέτησε ὅλες του τίς έλπίδες στή θάλασσα κι ἐγκατέλιπε τή στεριά στούς Πελοποννήσιους. Ἔτσι, τό άστν κατέστρεφε τήν άγροτιά. «Μέ θλίψη βαριά ἐγκαταλείπαν τά σπίτια τους καί τούς ναούς τους, πού ἦσαν, ἀπό τα’ άρχαῖϊα χρόνια, πατροπαράδοτη κληρονομιά κι ἔπρεπε τώρα ν' άλλάξουν τρόπο ζωῆς. Εἶχαν ὁ καθένας τό αἴσθημα ὅτι ἐγκατέλειπε τήν πραγματική του πατρίδα» (Θουκ. Β 16). Ὅσο λοιπόν ἡ δημοκρατία νικούσε, τό πράγμα ύποφερόταν. Ὅταν ὅμως ἄρχισαν οἱ ἀποτυχίες καί δυνάμωνε ὁ φόβος γιά μιά ἄτυχη ἔκβαση, ἡ «ἀγροτική δημοκρατία» ἀποσπάστηκε ὅλο καί πιό πολύ ἀπό τούς παλιούς συμμάχους της καί, σέ ἀρκετά σημεία, συγκρότησε κοινό μέτωπο με τήν «ἀντίδραση». Οἱ ἀστοί τῆς Ἀθήνας καί τοῦΰ Πειραιᾶ, κάτω από τά κηρύγματα τῶν λεγόμενων «δημαγωγῶν», εἶχαν συνείδηση τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ὑλική τους ὑπόσταση εἶναι δεμένη μέ τή δημοκρατία καί με τή φιλοπόλεμη πολιτική, ἐνῶ οἱ χωρικοί, ἤδη ἀπό τά πρῶτα χρόνια τοῦ πολέμου, μολονότι αὐθόρμητα μισοῦσαν τούς ἀντιπάλους τῆς πατρίδας τους, καταλάβαιναν ὅτι τό τέλος τοῦ πολέμου θά τούς ἀπέδιδε τήν περιουσία τους καί τόν τρόπο ζωῆς πού ἀγαποῦσαν. Ἄρχισαν νά μισοῦν τούς φιλοπόλεμους. Νοσταλγοῦν τόν παλιό καιρό, ὅπου μποροῦσε κανείς μέ ἡσυχία νά ἀπολαύσει τά προϊόντα τοῦ μόχθου του. Ἔτσι σχηματίζονται δυό ρεύματα. Χρειάστηκε ἡ μεγάλη κρίση τοῦ 404 - 403 γιά νά συναισθανθοῦν τήν ἀπειλή πού τό ὀλιγαρχικό σύστημα ἔκανε νά βαραίνει πάνω στό σύνολο. Ἐπακολουθοῦν οἱ προστριβές Σπάρτης - Θήβας. Ἡ κονιορτοποίηση τῆς Ἑλλάδας φτάνει στό ἀποκορύφωμά της. Ἡ τάση γιά ἑνότητα προσκρούει στήν ἀνανεωμένη βία. Ἡ Ἀνταλκίοειος εἰρήνη ἀναμιγνύει στά ἐσωτερικά της Ἑλλάδας τό βασιλιά τῶν Περσῶν. Τά ἄστεα εἶναι πολύ ταραγμένα, οἱ πολίτες ἐκνευρισμένοι. Σημειώνονται βιαιότητες, πολιτικές ἐξεγέρσεις, μαζικές ὑπερορίες, φόνοι, δηώσεις, καταστροφή ὁλόκληρων οἰκισμῶν. Πυρετός δραστηριότητας τῶν ἀτόμων ποῦ ξεκόβονται ἀπό τήν ὁμάδα. Περιουσίες σωρεύονται ἤ χάνονται ξαφνικά. Εὐρύνεται τό χάσμα ἀνάμεσα σέ πλούσιους καί φτωχούς. Οἱ ξεπεσμένοι γίνονται ὁλοένα πολυαριθμότεροι. Πλῆθος μισθοφόροι στήν Ἑλλάδα καί στήν Ἰωνία εἶναι ἕτοιμοι νά πουληθοῦν στόν πλειοδότη, διψασμένοι γιά λάφυρα καί γιά περιπέτεια. Τό ἐμπόριο ἀναπτύσσεται, εἶναι ἡ πηγή τῶν μεγάλων κερδῶν. Ἀπεναντίας ἡ κτηματική περιουσία χάνει τή σημασία της, οἱ μικροϊδιοκτῆτες ἐξαθλιώνονται. Τό ἄστυ δείχνει πόσο εἶναι εὔθραυστο. Στήν Ἀθήνα τήν ἰδέα τῆς αὐτοκρατορίας ἀντικαθιστᾶ μιά μετριοφρονέστερη ἀλλά πιό πραγματοποιήσιμη. Ἐπάνοδος, μέ μεγαλύτερη εὐλυγισία, στήν ‘σρχική γραμμή τῆς ἵδρυσης τῆς συμμαχίας τῆς Δήλου. Προσπαθοῦν ν’ ἀποφύγουν τά λάθη ποῦ προκάλεσαν τήν ἥττα.
Ὁ Θουκυδίδης κατορθώνει νά συνδέσει κάθε μικρότερη πράξη πρός τό γενικότερο πρόβλημα μέ μαθηματική ἀκρίβεια. Ἀλλά οἱ μεταγενέστεροι, ὅπως ὁ Ξενοφῶν, δίνουν στήν ἐξιστόρησή τους ἀνεκδοτική ὄψη καί συνάμα ἀφθονία ἠθικολογίας. Βλέπουν τήν ἱστορία σάν βοήθημα γιά τή διδασκαλία τῆς ἀρετῆς.
Γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ὀλιγαρχία δέν γεννιέται ἀναγκαστικά ἀπό τήν ἀπληστία τῶν ἀρχόντων, ἀλλά μᾶλλον ἀπό τήν αἴσθηση ποῦ ἔχουν οἱ πλούσιοι ὅτι εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό τούς ἄλλους πολίτες.
Ὁ Ἰσοκράτης στή διάρκεια ὅλης της ζωῆς του, σέ μιά θαρραλέα δραστηριότητα ποῦ κράτησε μισόν αἰώνα, μέσα σέ ἀντιφατικές συνθῆκες, ἀγωνίστηκε γιά τήν ἑνότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου. Ἤθελε νά προτείνει κάθε στιγμή πραγματοποιήσιμες λύσεις, γι’ αὐτό τοῦ βρίσκουν σέ πολλά σημεῖα ἀσυνέπειες. Ὁ Ἰσοκράτης εἶδε πιό μακριά ἀπό τόν Δημοσθένη. Μετά τή Χαιρώνεια, τούς πρώτους μῆνες τοῦ 337, μέ πρωτοβουλία τῆς Κορίνθου πραγματοποιεῖται μιά ἐνοποίηση τῆς Ἑλλάδας σέ ὁμοσπονδία κρατῶν ποῦ ἀναθέτει τήν ἡγεσία στό βασιλιά τῆς Μακεδονίας. Κάθε ἄστυ, μέσα στά ὅριά του, διαχειρίζεται τίς ὑποθέσεις τοῦ ὅπως θέλει, δέν εἶναι ὅμως ἀνεκτή ἡ τυραννία. Τό θαλάσσιο ἐμπόριο καί ἡ ναυσιπλοΐα εἶναι ἐλεύθερα. Κανένα ἀπό τά ὁμόσπονδα κράτη δέν ἐπιτρέπεται νά δέχεται ξένες φρουρές ἐκτός ἀπό τίς φρουρές Μακεδόνων στίς ἀκροπόλεις τῶν ὁμόσπονδων. Ἐπίσης δέν ὀφείλουν φόρο ἤ συνεισφορά. Μοναδική τους ὑποχρέωση εἶναι νά παρέχουν τήν ἀναλογία τους στόν Πανελλήνιο στρατό. Γιά νά μήν τοῦ ξεφύγει ἡ ἐξουσία, ὁ Φίλιππος τοποθέτησε, δίπλα στούς πληρεξούσιους τῶν πόλεων, δικούς τους «ἐπιτετραμμένους». Ἀπαγορεύεται ἡ διανομή τῆς γῆς ἤ ἡ μαζική ἀπελευθέρωση σκλάβων. Πολλοί πανηγυρίζουν τήν ἐπιτυχῆ λύση ποῦ δόθηκε ἔτσι στό πρόβλημα τῆς ἑνότητας τῆς Ἑλλάδας. Κυρίαρχη ἰδέα τῆς συμφωνίας τῆς Κορίνθου εἶναι ἡ κοινή εἰρήνη, πού ἐπιτέλους φέρνει αὐτήν τή σταθερότητα, τήν ὁποία οἱ πιό ὀξυδερκεῖς Σπαρτιάτες, Ἀθηναῖοι καί Θηβαῖοι πολιτικοί εἶχαν ἐπιδιώξει. Γιά τίς μάζες τῶν Ἑλλήνων, πού εἶχαν ἐξαντληθεῖ οἰκονομικά ἀπό τούς πολέμους, μιά ἐλπίδα χαράζει, νά ξαναρχίσουν τήν κατακτητική τους πορεία πρός ἀνατολᾶς καί νά ξαναβροΰν τά κέρδη ἀπό τόν ἀποικισμό καί ἀπό τή δήωση τῶν πληθυσμῶν τῆς Ἀσίας. Ὁ Θουκυδίδης εἶχε ὑπογραμμίσει τήν κακή ἐντύπωση πού ἔκαναν στά μέλη τῆς ἀττικο-δηλιακής συμμαχίας οἱ Ἀθηναῖοι εἰσπράκτορες, πού σέ λίγο δέν ἔκρυβαν πιά ὅτι μέ τούς φόρους ἐπιδίωκαν τό δυνάμωμα τῆς μητρόπολης. Ἐνῶ ὁ Μακεδόνας βασιλιάς ἀρκεῖται νά ζητάει στρατιῶτες καί ξέρει ὅτι αὐτούς μπορεῖ νά τούς ἱκανοποιήσει μέ τίς ἐλπίδες λεηλασίας πού τούς προσφέρει. Ξέρει ἐπίσης ὅτι οἱ «δῆμοι» δέν θά ἦταν δυσαρεστημένοι, ἄν ἁπαλλαγοῦν ἀπό τούς ταραχοποιούς πολίτες, στέλνοντάς τους σέ μακρινά μέτωπα.
Ἡ ἑνότητα τῶν Ἑλλήνων, μέ τήν προοπτική εἰρήνης, ἐσωτερικῆς ἀσφάλειας καί οἰκονομικῆς δραστηριότητας εἶναι μιά ἔννοια ἀγαπητή στούς Ἕλληνες. Στόν Δ' αἰώνα, μετά τήν ἀποτυχία τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, τά διορατικά πνεύματα κατανόησαν ὅτι καμιά ἡγεμονική ἐπιχείρηση δέν εἶχε πιθανότητα ἐπιτυχίας. Ἤδη ὁ Ἀριστοφάνης περιγελοῦσε τήν ἀνοησία τῶν πολέμων ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους μέ κοινή πολιτιστική παράδοση. Ὁ Φίλιππος λοιπόν πραγματοποιεῖ μέ τή βία, ἄλλα καί μέ μεγάλη διπλωματική ἱκανότητα, τή λύση πού τό Ἑλληνικό πνεῦμα εἶχεν ἤδη συλλάβει καί πού, φυσιολογικά, θά ἔβρισκε τήν ὑποστήριξη ὅλων τῶν μετριοπαθῶν.
Ὁ Ἰσοκράτης, πάλι, ὑπογραμμίζει μαζί μέ τόν Πλάτωνα ὅτι ἡ βία εἶναι ἀνήθικη, καί μέ τόν Ἀριστοτέλη κατακρίνει τούς κακούς συμβούλους πού ἀπό φιλοδοξία διεγείρουν τούς λαούς σέ ἀλληλοεξόντωση. Ἑπομένως, πᾶμε στίς ὑλικές ὄψεις τοῦ πολέμου, στήνἀπελπισία ὅλων τῶν Ἑλλήνων, στή γενική πτώχευση τοϋ πληθυσμοῦ πού ρίχνει στό δρόμο χιλιάδες ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἄλλους πόρους παρά νά γίνουν μισθοφόροι σ' ὅποιον προσφέρει τά περισσότερα. Εἶναι φανερό ὅτι καμιά στρατιωτική λύση δέν μποροῦσε νά δοθεῖ οὔτε ἀπό τούς Σπαρτιάτες, οὔτε ἀπό τούς Ἀθηναίους, οὔτε ἀπό τούς Θηβαίους. Ὁ πόλεμος ἀνάμεσα σέ Ἕλληνες ἐμφανίζεται σάν ἱστορικά ἀνόητος. Χρειάζεται νά βρεθεῖ ἡ θεραπεία τῶν δεινῶν του πολέμου - κι αὐτή εἶναι ἡ εἰρήνη. Πιστεύει ὁ Ἰσοκράτης ὅτι ἄν, μέ ὁποιοδήποτε διακανονισμό, σταματήσει ὁ ἀντα- γωνισμός μέ τά ἄλλα κράτη τῆς Ἑλλάδας, τότε τό ἐμπόριο καί ἡ βιοτεχνία θά μποροῦν, νά δώσουν σταθερά εἰσοδήματα, οἱ μεταφορές νά εἶναι ἐλεύθερες καθώς καί οἱ ἀπό θαλάσσης ἐξαγωγές.
Στήν Ἀθήνα ἡ μεσαία τάξη ἀπαρνιέται τά ἰδανικά τοῦ προηγούμενου αἰώνα γιά αὐτοκρατορία. Ἡ ἐλπίδα νά κυριαρχήσει στήν Ἑλλάδα εἶναι πιά ἀδιανόητη καί ὁ ἰμπεριαλισμός πρέπει νά ἀποδοκιμαστεῖ στό ὄνομα τῆς φρονήσεως.
Ὁ συσχετισμός ἀνάμεσα στά ἔργα τοῦ Θουκυδίδη καί τοῦ Ἰσοκράτη εἶναι γόνιμος. Ὁ Θουκυδίδης ἀφιέρωνε πολύ μέρος ἀπό τό ἔργο του στίς δημηγορίες. Στόν Ἰσοκράτη, ποῦ δέν εἶναι ἱστορικός, ἡ πραγματικότητα γίνεται ρητορική καί πολεμική. Λίγο ἐνδιαφέρεται ὁ Ἰσοκράτης γιά τήν αὐθεντικότητα τῶν ἀφηγήσεών του. Δέν νομίζει ὅτι τό ἱστορικό ἀφήγημα ἔχει ἀνάγκη ἀπό πλήρη πιστότητα. Πιστεύει ὅτι ἀρκεῖ στήν Ἑλλάδα ὁλόκληρη ἡ τάξη τῶν ἐμπόρων, τῶν βιοτεχνῶν καί τῶν γαιοκτημόνων ν' ἀποφύγει τά σφάλματα τοῦ παρελθόντος, τά σφάλματα τοῦ στενοῦ ἀποικισμοῦ καί τοῦ ἀνόητου ἰμπεριαλισμοῦ. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι δυνατό, γιατί τά συμφέροντα ποῦ συγκρούονται ὄχι μόνο δέν μποροῦν νά συγκροτήσουν μιάν ὁλότητα, παρά διαμελίζονται σέ ἐχθρικές ἀναμεταξύ τους παρατάξεις. Ὁ Φίλιππος μέ ὑπομονή αὔξησε τήν ἐδαφική του κυριαρχία, τά εἰσοδήματά του καί, μέ τήν προπαγάνδα του, τήν ἐσωτερική ἀδυναμία τῶν ἄστεων, ὑποθάλποντας τίς ἀντιζηλίες τους καί τίς συγκρούσεις συμφερόντων. Χρειάστηκε ὅμως καί νά πολεμήσει, ὅπως στή Χαιρώνεια.
Ἔχουμε ἐξάρει, στό κεφάλαιο πού εἶναι ἀφιερωμένο στό Θουκυδίδη, τή θαυμαστή αὐστηρότητα πού κυριαρχεῖ στήν ἐπεξεργασία τῆς ἀφήγησης, τόν βαθιά ἐπιστημονικό χαρακτήρα τῆς ἔρευνας καί τήν καταπλήσσουσα ἀκρίβεια τῶν ἀναλύσεων.
Ἡ οἰκονομία τοῦ ἄστεως στηρίζεται πάνω στήν ὕπαρξη μίας ἐξαιρετικά πολυάριθμης τάξης δούλων πού δέν ἔχουν, μπορεῖ νά λεχθεῖ, κανένα δικαίωμα, πού τούς μεταχειρίζονται σάν ἔμψυχα ἐργαλεῖα καί τῶν ὁποίων ἡ γεωργική, μεταποιητική καί οἰκιακή δραστηριότητα εἶναι ἡ πηγή τῶν καταναλωτικῶν ἀγαθῶν. Ὅλοι οἱ πολίτες ἀποτελοῦν μιά μοναδική τάξη πού ἐκμεταλλεύεται τήν ἐργασία τῶν δούλων. Στήν ἐποχή τοῦ Περικλῆ ὅλοι οἱ πολίτες ἀπό κοινοῦ ἐπωφελοῦνται ἀπό τή μάζα τῶν δούλων κι ἔτσι ἀποτελοῦν μιά ὁμοιογενῆ ὁμάδα. Οἱ οἰκονομικές διαφορές ἀνάμεσα στόν κτηματία, τόν στρατιώτη ἤ τόν ὑπάλληλο τοῦ ἄστεως ὑπάρχουν βέβαια, ἄλλα δέν ἀποτελοῦν παρά δευτερεύουσες ἀντιθέσεις. Χάρη στήν ἰμπεριαλιστική πολιτική τοῦ Περικλῆ κάθε πολίτης γίνεται κι ἕνας μέτοχος, πού δουλειά του εἶναι νά συζητᾶ, ν’ ἀποφασίζει καί νά πολεμᾶ. Γιατί τό κέρδος ἀπό τους δούλους κι ἀπό τά ὑποτελῆ ἄστεα συνενώνει μέ σιγουριά τό σύνολο τῶν πολιτῶν σ' ἕνα κοινό συμφέρον. Τό ἄστυ ἐμφανίζεται σάν ἑνιαία πράγματικότης. Ὁ ὀρθολογισμός τοῦ Θουκυδίδη συνδέεται μέ τή γενική ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, μέ τήν ἄνθιση τοῦ ἄρ- χαιοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ.
Ἀλλά μέ τίς πρῶτες ἀναποδιές ἡ ἀριστοκρατία τῶν γαιοκτημόνων ἱδρύει μυστικές ἐταιρίες καί προσπαθεῖ νά ξεσηκώσει μιάν ἀντίδραση κατά τῆς δημοκρατίας. Ὁ λίβελος τοῦ παλιοῦ ὀλιγαρχικοῦ καί οἱ κωμωδίες τοῦ Ἀριστοφάνη ἐκφράζανε αὐτό τό πνεῦμα. Βέβαια, τήν ἐποχή πού οἱ εἰσφορές τῶν συμμάχων εἰσπράττονταν κανονικά καί τό κέρδος τῆς αὐτοκρατορίας ξεπερνάει τά βάρη πού ἐπιβάλλει ἡ στρατιωτική δύναμη, τό σύνολο τῶν πολιτῶν βρίσκει ὅτι τό δημοκρατικό πολίτευμα συμφέρει. Ὅταν ὅμως ἡ πελοποννησιακή συμμαχία γίνεται κυρία τῶν κατά ξηράν ἐπιχειρήσεων καί κάθε ἄνοιξη οἱ στρατιῶτες τῆς Σπάρτης ξαναεμφανίζονται στούς κάμπους τῆς Ἀττικῆς καί λεηλατοῦν, καταστρέφουν, δενδροκοποῦν, τότε ἡ «ἀγροτική δημοκρατία» στερεῖται ἀπό τά σταθερότερα εἰσοδήματά της. Ἡ μεσαία τάξη τῶν χωρικῶν καί οἱ «μεσαῖοι κατέχοντες» διαπιστώνουν ὅτι ἡ συνέχιση τοῦ πολέμου τούς ζημιώνει. Ἀπαγκιστρώνονται ἀπό τήν ἀλληλεγγύη πρός τούς ἄλλους πολίτες καί τάσσονται στό πλευρό τῶν ὀλιγαρχικῶν.
Τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη ἐπιτρέπει νά εἰσδύσομε στίς γενικότερες ἀρχές πού κυβερνοῦν τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Θουκυδίδης ὑπογραμμίζει ἰδιαίτερα τό φόβο πού προκαλοῦσε ὁ ἰμπεριαλισμός τῆς Ἀθήνας, δέν παραγνωρίζει οὔτε τά πολιτικά οὔτε τά οἰκονομικά αἴτια τῆς συγκρούσεως καί συμπεραίνει ὅτι ἡ ἱστορία εἶναι γιά τούς ἰσχυρούς τό ἔδαφος πάνω στό ὁποῖο ἀναπτύσσεται ἡ βία.
Ἀποκεΐ καί πέρα οἱ συγκρούσεις Κλέωνα-Διοδότου καί Ἀλκιβιάδη-Νικία γιά τήν Ἀθήνα, Ἀρχιδάμου-Σθενελαΐδα γιά τή Σπάρτη, Ἑρμοκράτη-Ἄθηναγορα γιά τίς Συρακοῦσες, εἶναι στήν οὐσία συγκρούσεις ἀνάμεσα σέ ἐξτρεμιστές καί μετριοπαθεῖς. Ό Chatelet (σέλ. 124) πιστεύει ὅτι ἡ Ἀθήνα εἶχε, κατά τή διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, ἐκείνους τούς κυβερνῆτες πού τῆς ταίριαζαν κάθε φορά. Στήν ἀρχή τόν συνετό Περικλῆ (Α 144), ἀργότερα τόν παράφορο δημαγωγό Κλέωνα καί στό τέλος τόν τυχοδιώκτη Ἀλκιβιάδη.
Ὁ καθηγητής τοϋ Cambridge John Β. Bury πάλι (Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἱστορικοί, ἔκδ. Δ. Παπαδήμα, 1970), στή σέλ. 73, διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἀναγγέλλει μιά καινούρια ἀντίληψη γιά τή συγγραφή τῆς ἱστορίας, ἕνα καινούριο ἰδανικό γιά τήν ἱστορική ἔρευνα. Καταδικάζει τόν Ἡρόδοτο καί τούς Ἴωνες ἱστοριογράφους, ὅτι στόχος τους ἦταν νά προσφέρουν πιό πολύ ἕνα εὐχάριστο ἀκρόαμα, ὅτι ἀφηγοῦνται ἱστορίες πού δέν ἦταν δυνατό νά ἐλεγχθοῦν, ἐνῶ αὐτός δέν ἐπεδίωκε νά προσφέρει ψυχαγωγία ἀλλά νά γράψει ἱστορία μέ αἰώνια ἀξία (κτῆμα ἐς αἰεί) καί προειδοποιεῖ ὅτι οἱ ἀναγνῶστες του δέν θά βροῦν στήν ξυγγραφή του τίποτε τό μυθῶδες - ὅπως κάνει ὁ Ἡρόδοτος καί ὁ Ὅμηρος. Ἀπό τήν προσωπική του ἐμπειρία εἶχε μάθει πόσο εὔκολα τά γεγονότα περνοῦν τά σύνορά του μύθου κι αὐτό τόν δίδαξε νά εἶναι σκεπτικιστής καί νά μήν παραδέχεται τίποτα χωρίς ἐνδελεχῆ ἔρευνα.
Ἡ ἀναστροφή μου μέ τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη, λιγότερο ἤ περισσότερο, (αὐτό ἦταν συνάρτηση τῶν ἄλλων μου ἀσχολιῶν) δέν εἶχε σταματήσει ἀπό τήν ἐποχή τῶν γυμνασιακῶν μου σπουδῶν. Ὅταν ὅμως ἡ χούντα μ’ ἔκλεισε γιά τριάμισι χρόνια στό νοσοκομεῖο τῶν φυλακῶν Ἀβέρωφ (1967-1970), τόν πιό πολύ καιρό σέ ἀπόλυτη ἀπομόνωση, ἀποφάσισα ν’ ἀσχοληθῶ μέ τή μελέτη τοῦ Θουκυδίδη καθώς καί τῆς ἐποχῆς του. Ἑκατοντάδες βιβλία καί ἄλλες συντομότερες μελέτες μέ βοήθησαν. Ὁ ὄγκος τῶν σημειώσεων, τῶν δελτίων της ἀπό- δελτίωσής μου καί τῶν ἐπί μέρους μελετῶν μου ἔγινε σημαντικότατος. Ἐλπίζω ὅτι, στρώνοντας (καί πάλι σέ συνάρτηση μέ τίς ἄλλες ἀσχολίες μου καί ὑποχρεώωσεις μου) στό χαρτί τό ὑλικό αὐτό, θά δώσω ἐκεῖνο πού εἶναι ὁ στόχος τοῦ δοκιμίου μου. Τό νά ἀνιχνεύσω μέσα στό πυκνό καί σκολιό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη τήν ἰδέα πού τό διέπει, νά ταξινομήσω, νά ἀξιολογήσω, νά συναγάγω συμπεράσματα, εἶναι, γιά μένα, τόσες συναρπαστικές πλευρές τοῦ δοκιμίου μου αὐτοῦ.
Ἡ ἰδέα πού κυριαρχεῖ στό Θουκυδίδη εἶναι κατά τή γνώμη μου ἡ ἀκολουθη: Ἡ ἱστορία εἶναι χρήσιμη στούς μεταγενέστερους. Γιατί μέσα στή ροή τοῦ χρόνου ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια. Περιοδικά ἐμφανίζονται παραπλήσια ἤ ἀνάλογά ἐλατήρια που καθορίζουν τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, ὁμάδων καί κοινωνιῶν. Σέ μιά στιγμή τῶν ἀναζητήσεών μου εἶδα καθαρά τήν Ἰδέα, πού ἐκθέτω σ’ αὐτό μου τό δοκίμιο.
Ὁ Θουκυδίδης στήν ἐξιστόρηση τῶν ὅσων ἔγιναν στόν Πελοποννησιακό πόλεμο - καί, συνοπτικότερα, πρίν ἀπ’ αὐτόν - ἀνακάλυψε ὅτι ὑπάρχουν ὁρισμένοι νόμοι πού κινοῦν τήν ἱστορία. Τά πορίσματά του, πού γι' αὐτόν ἀποτελοῦν ἀρχές τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης πιό πολύ ὑπαινικτικά, παρά σά ρητή, ἀξιωματική, διατύπωση, ὁ Θουκυδίσης τά καταλείπει στούς ἐπερχόμενους «κτῆμα ἐς αἰεί». Αὐτό εἶναι τό μήνυμα τοῦ Θουκυδίδη πρός τούς αἰῶνες.
Διαδηλώνει μέ ἐπισημότητα, στήν ἀρχή τῶν Ἱστοριῶν του (Ἅ 22), ὅτι κάποιο μήνυμα ἐπιδιώκει ν’ ἀφήσει στούς μεταγενέστερους. «Κτῆμα ἐς αἰεί μᾶλλον ἤ ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν». Ἔγραψα, λέει, γιά νά ‘ναι τό ἔργο μου ἕνα θησαύρισμα παντοτινά χρήσιμο στούς ἐπιγενομένους «ὅσοι θελήσουν νά ἔχουν ἀκριβῆ γνῶσιν τῶν γεγονότων, ὅσα ἤδη ἔχουν λάβει χώραν, καί ἐκείνων πού κατά τήν ἀνθρώπινην φύσιν μέλλουν νά συμβοῦν περίπου ὅμοια. Διότι τήν ἱστορίαν μου ἔγραψα ὡς θησαυρόν παντοτινόν καί ὄχι ὡς ἔργον προορισμένον νά ὑποβληθῆ εἰς διαγωνισμόν καί ν’ ἀναγνωσθῆ εἰς ἐπῆκοον πολλῶν διά νά λησμονηθῆ μετ’ ὀλίγον».
Καί ἀπό τότε πού μέ ἀπέλυσε ἡ χούντα, ἐνῶ, φανερά ἄλλα καί πολλαπλά εἶναι τά θέματα πού μέ ἀπασχολοῦν τόν περισσότερο καιρό, δέν παύω νά ἐπεξεργάζομαι γραπτά, ἤ ἐστω καί μόνο νά συλλογίζομαι, τό θέμα, τό μήνυμά του.
Σήμερα ἀποφάσισα πιά νά δώσω στή δημοσιότητα ὅ,τι νομίζω ὅτι μπορεῖ νά ἀποτελέσει μιάν ἐπαρκῆ ἐμφάνιση τοῦ δοκιμίου. Φυσικά, ἔχω στό νοῦ μου μιά πληρέστερη ἐργασία. Ἴσως μπορέσω σέ δεύτερη ἔκδοση νά τήν παρουσιάσω. Ἀλλά «βραχύς ὁ βίος» καί σωστό εἶναι νά ἐγκαρτερεῖϊ κανείς νά δώσει, ἔστω καί κομματιαστά, μιά ἐργασία γιά τήν ὁποία ἔχει ἀμφιβολίες ἄν θά τοῦ δοθεῖ ὁ χρόνος καί ἡ εὐκαιρία νά τήν ὁλοκληρώσει. Πρέπει ἐξάλλου ν' ἀναγνωρίσουμε ὅτι κι ἄν ἀκόμη ἀπομακρύνουμε κάθε ἰδέα πολύ πιστῆς ἐπανάληψης καί ἀντιγραφῆς τῶν ἱστορικῶν συμβάντων, πάντοτε εἶναι πλεονέκτημα νά τά γνωρίζουμε, γιατί μποροῦμε νά διακρίνουμε κάποιες συμπεριφορές, κάποιες ἀντιμετωπίσεις πού ἀνήκουν σέ ὅλες τίς ἐποχές. Ἡ ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων μπορεῖ νά συνεπιφέρει μαθήματα πού ἰσχύουν γιά τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν.