Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - μύθοι (131.1-135.1)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΙΣΩΠΟΣ - μύθοι131. ΚΟΛΟΙΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΙ [131.1] κολοιὸς ἰδὼν περιστερὰς ἔν τινι περιστεροτροφείῳ καλῶς τρεφομένας λευκάνας ἑαυτὸν ἧκεν ὡς τῆς αὐτῆς διαίτης μεταληψόμενος. αἱ δέ, μέχρι μὲν ἡσύχαζεν, οἰόμεναι περιστερὰν αὐτὸν εἶναι προσίεντο· ἐπειδὴ δέ ποτέ ἐκλαθόμενος ἐφθέγξατο, τηνικαῦτα γνωρίσασαι αὐτοῦ τὴν φωνὴν ἐξήλασαν αὐτόν. καὶ ὃς ἀποτυχὼν τῆς ἐνταῦθα τροφῆς ἐπανῆλθε πάλιν πρὸς τοὺς κολοιούς· κἀκεῖνοι οὐ γνωρίζοντες αὐτὸν διὰ τὸ χρῶμα τῆς μετ᾽ αὐτῶν διαίτης ἀπεῖρξαν αὐτόν. οὕτω δὲ δυοῖν ἐπιτυχεῖν ζητῶν οὐδὲ μιᾶς ἔτυχεν.
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῖς ἑαυτῶν ἀρκεῖσθαι λογιζομένους, ὅτι ἡ πλεονεξία πρὸς τῷ μηδὲν ὠφελεῖν καὶ τὰ προσόντα ἀφαιρεῖται.

132. ΚΟΙΛΙΑ ΚΑΙ ΠΟΔΕΣ
[132.1] κοιλία καὶ πόδες περὶ δυνάμεως ἤριζον. παρ᾽ ἕκαστα δὲ τῶν ποδῶν λεγόντων, ὅτι τοσοῦτον προέχουσι τῇ ἰσχύι ὡς καὶ αὐτὴν τὴν γαστέρα βαστάζειν, ἐκείνη ἀπεκρίνατο· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτοι, ἐὰν μὴ ἐγὼ τροφὴν προσλάβωμαι, οὐδὲ ὑμεῖς βαστάζειν δυνήσεσθε».
οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν στρατευμάτων μηδέν ἐστι τὸ πολὺ πλῆθος, ἐὰν μὴ οἱ στρατιῶται ἄριστα φρονῶσι.

133. ΚΟΛΟΙΟΣ ΦΥΓΑΣ
[133.1] κολοιόν τις συλλαβὼν καὶ δήσας αὐτοῦ τὸν πόδα λίνῳ τῷ ἑαυτοῦ παιδὶ ἔδωκεν. ὁ δὲ οὐχ ὑπομείνας τὴν μετὰ ἀνθρώπων δίαιταν ὡς πρὸς ὀλίγον ἀδείας ἔτυχε, φυγὼν ἧκε εἰς τὴν ἑαυτοῦ καλιάν. περιειληθέντος δὲ τοῦ δεσμοῦ τοῖς κλάδοις ἀναπτῆναι μὴ δυνάμενος, ἐπειδὴ ἀποθνῄσκειν ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δείλαιος, ὅστις τὴν παρὰ ἀνθρώπων δουλείαν μὴ ὑπομείνας ἔλαθον ἐμαυτὸν καὶ σωτηρίας στερήσας».
οὗτος ὁ λόγος ἁρμόσειεν ἂν ἐπ᾽ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες μετρίων ἑαυτοὺς κινδύνων ῥύσασθαι βουλόμενοι ἔλαθον εἰς μείζονα δεινὰ πεσόντες.

134. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΡΟΣ
[134.1] κύων εἴς τι μαγειρεῖον εἰσελθοῦσα τοῦ μαγείρου ἀσχολουμένου καρδίαν ἁρπάσασα ἔφυγεν. ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς ὡς ἐθεάσατο αὐτήν, ἔφη· «ἀλλ᾽, ὦ αὕτη, ὅπου ἂν ᾖς, φυλάξομαί σε. ‹οὐ γὰρ ἀπ᾽ ἐμοῦ καρδίαν εἴληφας, ἀλλ᾽ ἔμοιγε καρδίαν δέδωκας».›
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνονται.

135. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[135.1] κύων θηρευτικὸς λέοντα ἰδὼν τοῦτον ἐδίωκεν· ὡς δὲ ἐπιστραφεὶς ἐκεῖνος ἐβρυχήσατο, φοβηθεὶς εἰς τοὐπίσω ἔφυγεν. ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν ἔφη· «ὦ κακὴ κεφαλή, σὺ λέοντα ἐδίωκες, οὗ οὐδὲ τὸν βρυχηθμὸν ὑπέμεινας;»
ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾽ ἀνδρῶν αὐθάδων, οἳ κατὰ πολὺ δυνατωτέρων συκοφαντεῖν ἐπιχειροῦντες, ὅταν ἐκεῖνοι ἀντιστῶσιν, εὐθέως ἀναχαιτίζουσιν.


***
131. Η καλιακούδα και τα περιστέρια.
[131.1] Μια φορά η καλιακούδα παρακολουθούσε κάτι περιστέρια, που έμεναν σε κάποιον περιστερώνα και τρώγανε καλά. Μια και δυο, λοιπόν, βάφτηκε και η ίδια άσπρη και πήγε να ανακατευτεί μαζί τους, θαρρώντας πως έτσι θα περάσει και αυτή το ίδιο πλουσιοπάροχα. Και όσο κρατούσε τη γλώσσα της, βέβαια, τα περιστέρια νόμιζαν πως είναι και αυτή δικιά τους και την έκαναν παρέα. Μια μέρα, όμως, ξεχάστηκε και έβγαλε ένα κρώξιμο· τότε τα περιστέρια την αναγνώρισαν αμέσως από τη φωνή της και την πέταξαν έξω. Τί να κάνει λοιπόν η καλιακούδα; Αφού στερήθηκε μια και καλή τη δυνατότητα να καλοπερνάει εκεί πέρα, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω κοντά στις άλλες του είδους της. Έλα όμως που εκείνες δεν μπορούσαν να την αναγνωρίσουν λόγω του χρώματός της· γι᾽ αυτό την εμπόδισαν και αυτές να ζήσει ανάμεσά τους. Έτσι η καλιακούδα μας, εκεί που γύρευε να πετύχει δύο πράγματα, δεν κέρδισε κανένα τους.
Το ίδιο ισχύει βέβαια και για εμάς: Πρέπει να αρκούμαστε στα δικά μας και να θυμόμαστε ότι η απληστία όχι μόνο δεν μας ωφελεί καθόλου, αλλά απεναντίας μας στερεί κιόλας όσα έχουμε.

132. Η κοιλιά και τα πόδια.
[132.1] Μια φορά και έναν καιρό μάλωναν τα πόδια με την κοιλιά, ποιός είναι ο πιο δυνατός. Τα πόδια, που λέτε, αράδιαζαν διάφορα επιχειρήματα. Μεταξύ άλλων ισχυρίζονταν ότι είναι τόσο ανώτερα σε δύναμη που βαστάνε και την ίδια την κοιλιά. Εκείνη όμως τους αποκρίθηκε: «Τί λέτε, βρε ηλίθια; Γιά να σταματήσω εγώ να δέχομαι τροφή, και θα δούμε αν θα μπορείτε μετά να με βαστάξετε».
Έτσι συμβαίνει και με τον στρατό: Το μεγάλο πλήθος είναι τελείως άχρηστο, αν δεν έχουν μυαλό οι στρατιώτες.

133. Η καλιακούδα που δραπέτευσε.
[133.1] Ήταν μια καλιακούδα που κάποιος την αιχμαλώτισε. Αυτός, που λέτε, της έδεσε το ποδάρι με λινό σπάγκο και τη χάρισε στο παιδί του για παιχνίδι. Όμως η καλιακούδα δεν μπορούσε να αντέξει τη ζωή με τους ανθρώπους. Μόλις λοιπόν βρήκε για λίγο την ευκαιρία, ξέφυγε και πέταξε μακριά για την παλιά φωλιά της. Έλα όμως που ο σπάγκος στο πόδι της μπουρδουκλώθηκε ανάμεσα στα κλαδιά και δεν την άφηνε να πετάξει ψηλά. Τότε, καθώς τη ζύγωνε ο θάνατος, συλλογίστηκε από μέσα της: «Αχ βαριά μου μοίρα! Δεν άντεχα που δεν άντεχα να είμαι δούλα των ανθρώπων, μα να χάσω και τη σωτηρία μου έτσι από απροσεξία!».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για ορισμένο είδος ανθρώπων: εννοώ όσους πασχίζουν να γλιτώσουν από μικροκινδύνους και δίχως να το καταλάβουν πέφτουν σε πολύ μεγαλύτερα δεινά.

134. Η σκύλα και ο χασάπης.
[134.1] Ήταν μια σκύλα που τρύπωσε μέσα σε ένα χασάπικο, και καθώς ο μαγαζάτορας ήταν απασχολημένος, άρπαξε μια καρδιά και πήρε δρόμο. Πάνω στην ώρα, όμως, ο χασάπης γύρισε το κεφάλι του και την είδε, οπότε της φώναξε: «Βρε κοπρόσκυλο, όπου και να πας, εγώ θα σε παραφυλάω. ‹Τί θαρρείς; Κλέβοντας την καρδιά, το μόνο που κατάφερες είναι να σκληρύνεις τη δικιά μου».›
Το δίδαγμα του μύθου: Συχνά στους ανθρώπους το πάθημα τους γίνεται μάθημα.

135. Ο σκύλος και η αλεπού.
[135.1] Ήταν κάποτε ένα κυνηγόσκυλο που πήρε το μάτι του ένα λιοντάρι και βάλθηκε να το καταδιώκει. Ξάφνου όμως το λιοντάρι γύρισε προς το μέρος του διώκτη του και βρυχήθηκε, οπότε ο σκύλος έκανε έντρομος μεταβολή και το έβαλε στα πόδια. Τον είδε τότε η αλεπού και τον περιγέλασε: «Βρε χαμένο κορμί, τί πήρες από πίσω το λιοντάρι, άμα δεν μπορούσες να αντέξεις ούτε καν το μουγκρητό του;».
Ο μύθος αυτός μπορεί να ειπωθεί για θρασύδειλα υποκείμενα, που έχουν την αναίδεια να συκοφαντούν ανθρώπους πολύ πιο ισχυρούς· πλην όμως όταν εκείνοι υψώσουν το ανάστημά τους, αμέσως οι θρασύδειλοι βάζουν την ουρά στα σκέλια.

Ορφέας, τα ορφικά μυστήρια και το σύμπαν

Ο Ορφεύς, τα Ορφικά Μυστήρια αλλά και οι Ορφικοί Ύμνοι, αποτελούν μέγιστες Γνώσεις για να κατανοήσουμε το Σύμπαν αλλά και να σκεφτούμε με ποια μέσα κατάφεραν να αναλύσουν τόσο πολύ το Διάστημα οι πρόγονοί μας. Διότι οι Ορφικοί είναι ύμνοι με υπόβαθρο δεκάδων χιλιάδων χρόνων. Ούτε τυχαία γράφτηκαν ούτε πρόχειρα. Είναι έρευνες και Γνώσεις που δεν συμβαδίζουν με τα όσα μας μαθαίνουν ως «Ιστορία» σήμερα.

Κάθε ύμνος και κάθε χειρόγραφό τους σηκώνει τεράστια ανάλυση γιατί κρύβουν κωδικοποιημένα μηνύματα και αποτελεί το ερέθισμα στον καθένα να εξετάσει από πολλές οπτικές γωνίες τους Ορφικούς και θα μείνει έκπληκτος μ’ αυτά που θα ανακαλύψει.
Ειδικά αν τα ταυτίσει με τις σύγχρονες έρευνες…

O Ορφέας
 Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Ορφέας γεννήθηκε στην περιοχή της Θράκης και καταγόταν κατά απ’ τους Κίκονες ενώ σύμφωνα με την ιστορία από τους Οδρύσες Θράκες. Ήταν του Οιάγρου βασιλιά της Θράκης και της Μούσας Καλλιόπης. Γεννήθηκε σε μια σπηλιά όρος Ελικών στα Λείβηθρα στην Πίμπλεια της Πιερίας και από νήπιο ακόμα έδειξε την αγάπη του και την κλίση του στην μουσική.
Αδελφός του ήταν ο τραγουδιστής Λίνος που δίδαξε τον Ηρακλή τραγούδι και μουσική (κατά την μυθολογία, ο νεαρός Ηρακλής θύμωσε κάποτε με τον Λίνο και τον σκότωσε άθελά του χτυπώντας τον πολύ στο κεφάλι με την λύρα του).

Ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας του δίδαξε την μουσική και του χάρισε την λύρα του. Ο Ορφέας έπαιζε τόσο αρμονικά τη λύρα και τραγουδούσε τόσο γλυκά, που λένε ότι και τα αγρίμια ακόμη του δάσους μαζεύονταν γύρω του για να τον ακούσουν. Ακόμα και τα δένδρα και οι βράχοι μετακινούνται για να έρθουν να ακούσουν τη μουσική του.

Το όνομα Ορφέας δεν συναντάται ούτε στον Όμηρο ούτε στον Ησίοδο, αλλά ήταν γνωστό την εποχή του Ιβυκού (περ. 530 π.Χ.). Ο Πίνδαρος (522-442 π.Χ) αναφέρεται σ' αυτόν ως «ο πατέρας των τραγουδιών».

Ο Ορφέας πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία με τον Ιάσονα και τους άλλους μυθικούς ήρωες. Με τη μουσική της λύρας του κοίμησε το δράκο που φύλαγε το χρυσόμαλο δέρας και έτσι μπόρεσε να το κλέψει ο Ιάσονας. Στον δρόμο της επιστροφής, γλίτωσε τους Αργοναύτες από τις Σειρήνες και την παγίδα τους παίζοντας τόσο δυνατά και αρμονικά που ξεπέρασε σε ομορφιά, δύναμη και μαγεία το τραγούδι των Σειρήνων.

Πολύ νέος ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου σπούδασε τη θεολογία και τη φιλοσοφία. Αιγύπτιοι ιερείς, πολλά χρόνια αργότερα, πληροφόρησαν τον Πλάτωνα ότι ο Ορφέας είχε περάσει από τα σχολεία τους όπως ο Λυκούργος και ο Σόλωνας.

Αυτή η μυθική προσωπικότητα έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη θρησκευτική ζωή των αρχαίων προγόνων μας γιατί όπως μας λέει ο Απολλόδωρος, ο αρχαίος ιστορικός και μυθογράφος, ο Ορφέας είναι αυτός που καθιέρωσε τα Μυστήρια του Διόνυσου. «Εύρε δε Ορφεύς και τα Διονυσίου Μυστήρια, και τέθαπται περί την Πιερίαν, διασπασθείς υπό των Μαινάδων».

Επίσης παροιμιώδης έμεινε ο έρωτας του για την Ευρυδίκη. Η Ευρυδίκη, η αγαπημένη σύζυγος του Ορφέα, μια μέρα που έτυχε να ξεφύγει από την ερωτική καταδίωξη του βοσκού Αρισταίου, τσιμπήθηκε από ένα φίδι που ήταν κρυμμένο στα χόρτα. Το τσίμπημα ήταν θανατηφόρο.

Ο Ορφέας μη μπορώντας να απαλύνει τον πόνο του αποφάσισε να κατέβει στον Άδη να την αναζητήσει. Ο Πλούτωνας δέχτηκε να του την επιστρέψει με έναν όρο, να μη γυρίσει να την κοιτάξει μέχρι να ανεβούν στην επιφάνεια της γης. Ο Ορφέας δεν κρατήθηκε όμως, και λίγο πριν φτάσουν στη γη του φωτός γυρίζει γρήγορα να δει αν τον ακολουθούσε και τότε αυτή χάθηκε για πάντα από τα μάτια του. Η ιστορία με αυτή τη μορφή ανήκει στην εποχή του Βιργιλίου, ο οποίος πρώτος εισάγει το όνομα του Αρισταίου. Και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, ωστόσο, μιλούν για την επίσκεψη του Ορφέα στον κάτω κόσμο.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι καταχθόνιοι θεοί του «παρουσίασαν μία εμφάνιση» της Ευρυδίκης. Ο Οβίδιος λέει πως ο θάνατος της Ευρυδίκης δεν προκλήθηκε από την δραπέτευσή της από τον Αρισταίο αλλά από τον χορό της με τις Ναϊάδες τη μέρα του γάμου της.

Σύμφωνα με μία περίληψη της Ύστερης Αρχαιότητας ενός χαμένου έργου του Αισχύλου, ο Ορφέας στο τέλος της ζωής του περιφρόνησε την λατρεία όλων των θεών εκτός από του ήλιου, τον οποίο αποκαλούσε Απόλλωνα. Ένα πρωινό ανέβηκε το όρος Παγγαίον (όπου ο Διόνυσος είχε ένα μαντείο) για να χαιρετήσει τον θεό κατά την ανατολή, αλλά σκοτώθηκε από Θρακικές Μαινάδες επειδή δεν τιμούσε τον πρώην προστάτη του, τον Διόνυσο. Είναι σημαντικό πως ο θάνατός του είναι ανάλογος με το θάνατο του Διονύσου.

Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις XI) επίσης αφηγείται πως οι Θρακικές Μαινάδες, ακόλουθοι του Διονύσου, περιφρονημένες από τον Ορφέα, αρχικά του έριξαν ραβδιά και πέτρες ενώ έπαιζε, αλλά η μουσική του ήταν τόσο όμορφη που ακόμα και οι πέτρες και τα κλαδιά αρνιόντουσαν να τον χτυπήσουν. Εξαγριωμένες, οι Μαινάδες τον έσκισαν σε κομμάτια κατά τη φρενίτιδα των Βακχικών τους οργίων.

Ο διαμελισμός του Ορφέα, από τις Μαινάδες και ειδικότερα του ταξίδι του κεφαλιού του διαμέσου των υδάτων στη Λέσβο δημιουργούν μια ιερή γεωγραφία, γιατί βλέπουμε ότι εκεί δημιουργείται ένα ιερό και το κεφάλι συνεχίζει να δίνει χρησμούς για αρκετό καιρό.

Μία άλλη παράδοση μας λέει ότι τον Ορφέα κατακεραύνωσε ο Δίας επειδή αποκάλυπτε τα ιερά μυστικά στους ανθρώπους.

Η συνολική θεώρηση των Ορφικών αποδεικνύει πως ο Ορφέας ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο και όχι απλά το αποκύημα της φαντασίας ορισμένων.

Ο Ορφέας είναι ιδρυτής μιας θρησκείας που στη συνέχεια ίδρυσε τα Ορφικά Μυστήρια. Συνδέεται άμεσα με τον Απόλλωνα και αυτό δείχνει τον Ηλιακό χαρακτήρα του Θεού. Βλέπουμε τον Ορφέα να συμβολίζει τον Ήλιο, ο οποίος όταν είναι στον ουρανό γίνεται ζωοδότης για όλα τα όντα. Η σύζυγός του Ευρυδίκη, που το όνομά της ήταν ένα από τα ονόματα που δίνουν στην Αυγή, επιβεβαιώνει την Ηλιακή προέλευση του Μύθου. Η κάθοδος στον Άδη συμβολίζει την νυχτερινή πορεία του Ήλιου που σ’ αυτό το μύθο φαίνεται σαν την αναζήτηση της αγαπημένης του Ευρυδίκης (Αυγή) που όταν βγαίνει ο Ήλιος αυτή χάνεται. Το ότι ο Ορφέας μπορούσε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει στον Άδη, χωρίς τρομερές μάχες και εμπόδια, μας δηλώνει ότι ήταν μυημένος σε μεγάλα μυστήρια και ότι μπορούσε να κυριαρχεί στον θάνατο. Η δύναμη που είχε το παίξιμο της λύρας του μας δηλώνει την αρμονία που μπορεί να εκδηλωθεί με τη μουσική και πώς αυτή μπορεί να επηρεάζει όλα τα Όντα.

Ο Ορφέας ήταν μία από τις πιο σημαντικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Σ’ αυτόν ο μύθος αποδίδει τη μεταρρύθμιση των Ελευσινίων Μυστηρίων, την επιπρόσθεση της λατρείας του Διονύσου στο αρχαίο τελετουργικό. Σε ολόκληρη την ιστορία του εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στις υψηλές σφαίρες του Πνεύματος και στις σφαίρες της ύλης, ανάμεσα στον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Αντιπροσωπευτική μορφή του ήρωα, σημαίνει ότι έχει κάποια υπεράνθρωπη διάσταση. Τραγουδάει πάνω απ’ όλα τη ζωή και το νόημά της.

Σ’ ένα απόσπασμα που διασώθηκε από τον Πρόκλο (Εις Τίμαιον 38,7) αναφέρεται: «Ου μόνον οι μαθηματικοί λέγουσι περί του μη παν κλίμα προς ανθρώπων οίκησιν σύμμετρον (κατάλληλο) αλλά και ο Ορφεύς ουτωσί διορίζων».

Η Ορφική θεολογία κυριάρχισε για αιώνες στον Ελληνικό χώρο και άσκησε τεράστια επίδραση «Άπασα γαρ παρ' Έλλησι θεολογία της Ορφικής εστί μυσταγωγία έκγονος» όπως λέει ο Πρόκλος.

Πλήξη

Αν γίνεις σαν τα ζώα, η πλήξη θα εξαφανιστεί.
Αν κοιτάξεις τους ανθρώπους που ζουν σαν τα ζώα, θα δεις ότι δεν νιώθουν πλήξη. Τρώνε, πίνουν, ζευγαρώνουν και δεν βαριούνται ποτέ. Δεν είναι όμως ευαίσθητοι. Ζουν με τόση συνειδητότητα, όση χρειάζεται για την καθημερινή ρουτίνα της ζωής τους.
Θα δεις ότι οι διανοούμενοι, οι άνθρωποι που σκέφτονται πολύ, βαριούνται περισσότερο, ακριβώς επειδή σκέφτονται. Και επειδή σκέφτονται, μπορούν να δουν ότι κάτι είναι επανάληψη.
Η ζωή σου είναι επανάληψη. Κάθε πρωί, σηκώνεσαι με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που σηκώνεσαι σε όλη σου τη ζωή.
Παίρνεις το πρωινό σου με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Ύστερα πηγαίνεις στο γραφείο – το ίδιο γραφείο, οι ίδιοι άνθρωποι, η ίδια δουλειά. Έπειτα έρχεσαι στο σπίτι, στην ίδια γυναίκα.
Αν βαριέσαι, είναι φυσικό. Σου είναι πολύ δύσκολο να δεις κάτι καινούργιο εδώ. Όλα μοιάζουν παλιά, γεμάτα σκόνη.
Η ίδια σύζυγος κάθε μέρα…
Και αν σου πουν να κλείσεις τα μάτια σου και να θυμηθείς το πρόσωπο της γυναίκας σου, θα βρεις ότι είναι αδύνατον να το θυμηθείς. Θα έρθουν στο νου σου τα πρόσωπα πολλών άλλων γυναικών, ολόκληρης της γειτονιάς σου, της γυναίκας σου, όμως, όχι!
Η όλη σχέση έχει γίνει μια επανάληψη. Αγκαλιάζεις τη γυναίκα σου, τη φιλάς, μα αυτές είναι κενές χειρονομίες. Η λάμψη και η μεγαλοπρέπεια έχουν εξαφανιστεί εδώ και καιρό.
Ο γάμος έχει τελειώσει από τότε που τελείωσε το ταξίδι του μέλιτος. Από τότε απλώς προσποιείσαι. Πίσω από αυτήν την προσποίηση όμως, συσσωρεύεται βαθιά πλήξη.
Παρατήρησε τους ανθρώπους στο δρόμο και θα δεις πόσο πολύ βαριούνται. Όλοι βαριούνται, βαριούνται μέχρι θανάτου.
Κοίταξε τα πρόσωπά τους. Δεν υπάρχει καμία αύρα απόλαυσης.
Κοίταξε τα μάτια τους. Είναι καλυμμένα από σκόνη, χωρίς καμία ακτίνα εσωτερικής ευτυχίας. Πηγαίνουν από το σπίτι στο γραφείο κι από το γραφείο στο σπίτι και σιγά – σιγά ολόκληρη η ζωή τους γίνεται μια συνεχής επανάληψη, μια μηχανική ρουτίνα.
Και μια μέρα πεθαίνουν. Οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να έχουν ζήσει.
Λέγεται ότι ο Μπέρτραντ Ράσελ είπε: “Απ’ ότι θυμάμαι, δεν μπορώ να βρω παρά ελάχιστες στιγμές στη ζωή μου, που να ήμουν στ’ αλήθεια ζωντανός, σε έξαψη.”
Μπορείς να θυμηθείς εσύ, πόσες στιγμές στη ζωή σου ήσουν αληθινά ζωντανός, σε έξαψη; Σπάνια συμβαίνει. Ονειρεύεσαι εκείνες τις στιγμές, φαντάζεσαι εκείνες τις στιγμές, ελπίζεις για εκείνες τις στιγμές, μα δεν συμβαίνουν ποτέ.
Ακόμη κι αν συμβούν, αργά ή γρήγορα θα γίνουν επανάληψη. Όταν ερωτεύεσαι, νιώθεις ότι σου συμβαίνει ένα θαύμα. Σιγά – σιγά όμως, το θαύμα εξαφανίζεται και όλα γίνονται ρουτίνα.
Πλήξη είναι η επίγνωση της επανάληψης.
Επειδή τα ζώα δεν θυμούνται το παρελθόν, δεν μπορούν να νιώσουν πλήξη. Επειδή δεν μπορούν να θυμηθούν το παρελθόν, δεν έχουν αίσθηση της επανάληψης, οπότε δεν μπορούν να νιώσουν πλήξη.
Το βόδι τρώει το ίδιο χορτάρι κάθε μέρα, με την ίδια απόλαυση. Εσύ δεν μπορείς. Πώς μπορείς να τρως το ίδιο χορτάρι και να νιώθεις την ίδια απόλαυση; Θα μπουχτίσεις.
Γι’ αυτό οι άνθρωποι προσπαθούν να αλλάξουν. Μετακομίζουν σε καινούριο σπίτι, αγοράζουν καινούριο αυτοκίνητο, χωρίζουν τον παλιό σύζυγο, βρίσκουν καινούριο εραστή, αργά ή γρήγορα όμως θα νιώσουν την επανάληψη και θα αρχίσουν να βαριούνται.
Το να αλλάζεις σπίτια, πόλεις, ανθρώπους, συντρόφους, δεν πρόκειται να σε οδηγήσει πουθενά. Και όποτε μια κοινωνία νιώθει μεγάλη πλήξη, οι άνθρωποι αρχίζουν να μετακινούνται από την μια πόλη στην άλλη, από την μια δουλειά στην άλλη, από τη μια σύζυγο στην άλλη, αλλά αργά ή γρήγορα αντιλαμβάνονται την ανοησία του πράγματος, γιατί το ίδιο πράγμα πρόκειται να συμβεί ξανά και ξανά με κάθε γυναίκα, με κάθε άντρα, με κάθε σπίτι, με κάθε αυτοκίνητο.
Τι να κάνεις λοιπόν;
Να γίνεις περισσότερο συνειδητός. Το ζήτημα δεν είναι να αλλάξεις τις στάσεις, αλλά να μεταλλάξεις την ύπαρξή σου, να γίνεις περισσότερος συνειδητός.

Με επιλέγω

Κανείς δεν είναι σε θέση να αισθανθεί και να καταλάβει τα «ταξίδια» της ψυχής, την ανάγκη της καρδιάς του καθενός μας ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί.

Απόρροια της ανάγκης αυτής είναι πολλές φορές οι τρέλες, οι επιπολαιότητες, οι λάθος επιλογές.

Η δίψα για ζωή, μας κάνει αδύναμους να σκεφτούμε λογικά, ανίσχυρους σε έντονα πάθη που υπνωτίζουν το νου και βάζουν οδηγό την καρδιά, «όνομα» θηλυκό με τσαχπινιά και χάρη.

Επιλέγουμε τότε με μάτια κλειστά έχοντας ανεπτυγμένες τις υπόλοιπες μόνο αισθήσεις. Και τότε έρχονται συχνά τα λάθη, αυτά που οι άλλοι γύρω μας αποκαλούν σφάλματα, επιλογές χαμένες.

Κι αρχίζουν οι νουθεσίες, οι μακροσκελείς μονόλογοι με κανόνες, επιχειρήματα, ιδέες ηθικές.

Πνιγόμαστε, ασφυκτιούμε να βλέπουμε γύρω μας να βγαίνουν απ’ το πουθενά εμπόδια και «φράχτες».

Πόσο δυνατοί είμαστε τότε να στηρίξουμε τις επιλογές μας, να κλείσουμε τ’ αυτιά μας στην κριτική και την υπόδειξη; Θα μπορούσαμε άραγε να γκρεμίσουμε τα τείχη των «πρέπει» που ορθώνονται συνεχώς μπροστά μας, κλείνοντας δρόμους, εμποδίζοντας όνειρα;

Θα έπρεπε όμως, γιατί κανείς δεν μπορεί να πορευτεί τη ζωή μας, να μπει στη θέση μας.

Ο καθένας μόνος του φτιάχνει τον Παράδεισο και την Κόλασή του, μόνος αυτός «υψώνεται» ή «θάβεται».
 

Αστραπές με ίχνη αντιύλης

Σύμφωνα με ερευνητές της NASA, οι κεραυνοί δεν είναι αποκλειστικά γήινο φαινόμενο, καθώς παρατηρούνται στην ατμόσφαιρα κι άλλων πλανητών, συγκεκριμένα του Δία, του Κρόνου και της Αφροδίτης. Πρόσφατη έρευνα, επίσης, από επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Κιότο, υποστηρίζει ότι οι αστραπές αλληλεπιδρούν με τα μόρια του αέρα και παράγουν αντιύλη στην ατμόσφαιρα.
 
Ερευνητές του Πανεπιστημίου Κιότο αποκάλυψαν το μυστήριο της εκπομπής των ακτίνων-γ από κεραυνούς

Μία μέση αστραπή μεταφέρει ενέργεια πάνω από μισό δισεκατομμύριο joule, όση περίπου παράγει ένας σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε ένα δευτερόλεπτο. Η θερμοκρασία στην περιοχή όπου δημιουργείται η αστραπή αγγίζει θερμοκρασίες υψηλότερες κι από αυτές που επικρατούν στην επιφάνεια του ήλιου. Τα μόρια του αέρα διαστέλλονται, λόγω αυτής της ξαφνικής αύξησης της θερμοκρασίας, και η βροντή ξεκινάει το ηχητικό ταξίδι της. Η λάμψη που βλέπουμε στον ουρανό οφείλεται στην εκπομπή φωτονίων από τα άτομα του αέρα, τα οποία «επιστρέφουν» μ’ αυτόν τον τρόπο την επιπλέον ενέργεια που απορρόφησαν. Ωστόσο, αυτή η λάμψη είναι μικρό μόνο ποσοστό της ακτινοβολίας που εκπέμπεται, η οποία εκτείνεται από ραδιοκύματα μέχρι ακτίνες Χ και ακτίνες-γ, συχνότητες που δεν είναι ορατές από το ανθρώπινο μάτι.
 
Ακτίνες-γ
Οι επιστήμονες έχουν από καιρό ανιχνεύσει την ύπαρξη ακτίνων-γ στην ατμόσφαιρα, οι οποίες είναι αρκετά ισχυρές ώστε να προκαλέσουν πυρηνικές αντιδράσεις. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν σε θέση να περιγράψουν επακριβώς την αλληλεπίδρασή τους με τα μόρια των στοιχείων της ατμόσφαιρας. «Γνωρίζαμε ήδη ότι οι αστραπές εκπέμπουν ακτίνες-γ και υποθέταμε ότι με κάποιον τρόπο αντιδρούν με τους πυρήνες των στοιχείων της ατμόσφαιρας. Καθώς οι παράκτιες περιοχές της Ιαπωνίας είναι ιδανικές για την παρατήρηση ισχυρών καταιγίδων και κεραυνών, το 2015 αποφασίσαμε να εγκαταστήσουμε μια σειρά από ανιχνευτές ακτινοβολίας-γ σε διάφορα σημεία, κοντά στην ακτή», δήλωσε ο δρ Teruaki Enoto, επικεφαλής της έρευνας.
 
Από την ανάλυση των δεδομένων μιας καταιγίδας που «χτύπησε» την περιοχή τον περασμένο Φεβρουάριο, η ομάδα του δρος Ενότο ανίχνευσε τρεις ξεχωριστές «εκρήξεις» ακτινοβολίας-γ, ύστερα από την εμφάνιση ενός κεραυνού. Η πρώτη προερχόταν άμεσα από την αστραπή, ενώ η δεύτερη ήταν αποτέλεσμα της αντίδρασης της αστραπής με το άζωτο που υπάρχει στην ατμόσφαιρα. Ουσιαστικά, οι ακτίνες-γ προκάλεσαν απώλεια νετρονίων από τα μόρια του αζώτου και η επαναπορρόφηση αυτών των νετρονίων από άλλα ατμοσφαιρικά σωματίδια ήταν αυτή που προκάλεσε τη δεύτερη εκπομπή ακτίνων-γ. Το τρίτο επεισόδιο εκπομπής ακτινοβολίας-γ προκλήθηκε από τη διάσπαση των ασταθών πλέον ατόμων του αζώτου και την απελευθέρωση ποζιτρονίων. Τα ποζιτρόνια, που είναι το αντισωματίδιο του ηλεκτρονίου, αλληλοεξουδετερώθηκαν με τα ηλεκτρόνια, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση ακτινοβολίας-γ.
 
Κατά τον Teruaki Enoto, η έρευνά τους απέδειξε για πρώτη φορά ότι η αντιύλη είναι κάτι που μπορεί να υπάρξει στη φύση, λόγω κοινών μηχανισμών. «Είχαμε την εντύπωση ότι η αντιύλη είναι κάτι που υπάρχει μόνο στην επιστημονική φαντασία», δήλωσε. «Ποιος να το φανταζόταν ότι βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια μας, μια βροχερή ημέρα;».
 
Όταν τα αεροπλάνα συναντούν κεραυνούς…
Τα σύγχρονα αεροσκάφη είναι ειδικά κατασκευασμένα, ώστε να μην επηρεάζονται σε περίπτωση που χτυπηθούν από κεραυνό. Γενικά, οι πιλότοι φροντίζουν να αποφεύγουν τις καταιγίδες, όμως ορισμένες φορές η συνάντηση αεροπλάνου και κεραυνού είναι αναπόφευκτη. Συνήθως, ο κεραυνός χτυπά κάποιο από τα άκρα του αεροπλάνου, όπως τα πτερύγια ή τη μύτη. Το ρεύμα ταξιδεύει μέσω του μεταλλικού κελύφους του αεροπλάνου και εξέρχεται από κάποιο άλλο σημείο – για παράδειγμα, την ουρά. Το κέλυφος περιβάλλεται από λεπτό στρώμα μετάλλου, το οποίο, στην περίπτωση «συνάντησης» με κεραυνό, λειτουργεί ως αγωγός, που «οδηγεί» το ρεύμα εκτός του αεροσκάφους. Οι επιβάτες και το πλήρωμα ενδεχομένως να αντιληφθούν κάποια λάμψη, όμως δεν διατρέχουν κίνδυνο, καθώς η καμπίνα των επιβατών προστατεύεται από το ηλεκτρικό ρεύμα. Επιπλέον, οι δεξαμενές καυσίμων, το μεταλλικό περίβλημα του αεροσκάφους και οι αεραγωγοί είναι όλα κατάλληλα σχεδιασμένα και μονωμένα, ώστε να αντέχουν το οποιονδήποτε χτύπημα από κεραυνό.

Ποιος είναι ο πλανητικός Άνθρωπος;

Το τέλος της ιστορίας και το τέλος του ανθρώπου — σαν προορισμός και εξάντληση — που με τόση ένταση διακήρυξαν ο Χέγκελ, ο Ρεμπώ κι ο Νίτσε, ζουν σήμερα τις επιγονικές τους υποτροπές: επιστημολογικές και πανεπιστημιακές, επιφυλλιδογραφικές και δημοσιογραφικές.

Αυτός ο άνθρωπος, ο προορισμένος να κυβερνήσει τον πλανήτη γη, είναι ο «πλανητικός άνθρωπος», ο καθολικός και περιπλανώμενος πάνω σ’ έναν αστέρα ενοποιημένο και πλάνητα. Η πορεία προς το τέλος του ανθρώπου, του εκμηδενιστή, εκμηδενιζόμενου κι εκμηδενισμένου μέσα και από τα θετικά του έργα που συνεπάγονται την αρνητικότητα, του ανθρώπου που δεν έχει άστρο-οδηγό σαν ξεκινά για την κατάχτηση των άστρων, πρόκειται να διαρκέσει πολύ, να γνωρίσει σωρό θανάτους κι επιμέρους αναγεννήσεις, να περάσει μέσα από πολλούς αγώνες στο θέατρο της ποικιλίας του κόσμου.
 
Ο άνθρωπος εξακολουθεί να βρίσκεται σφιγμένος στη μέγγενη της ανθρωπολογίας και του ανθρωπισμού. Ακόμα κι αυτοί που κάτι διακρίνουν από την πλανητική μοίρα – δηλαδή από το μέρος – που μας φανερώθηκε, παραμένουν σαν άνθρωποι γατζωμένοι στον άνθρωπο, λες και δεν μπορεί ακόμα να γίνει διαφορετικά. Είναι ανθρώπινο: αντιλαμβάνονται αυτό που φοβούνται.
 
Το κάλεσμα της πλανητικής σκέψης παραμένει για την ώρα ανήκουστο μέσα σ’ έναν αιώνα που έχει άλλα ολοκληρωτικά ή επιμέρους θέματα να ασχοληθεί. Ο άνθρωπος, στο μεταξύ, — με ολη του την απέραντη ικανότητα να βαυκαλίζεται, να απωθεί και να μην αναγνωρίζει — διαβλέπει όσο πάει τον περιπλανώμενο κι αποσπασματικό χαρακτήρα του· είναι ένα απόσπασμα της αποσπασματικής και διασπασμένης κοσμικής ολότητας, με τη γνώση και τη δράση του – που τις περισσότερες φορές βασίζονται σε αντιφάσεις και παραποιήσεις, αιχμάλωτες του παιχνιδιού των τμημάτων του τεμαχισμένου χρόνου.
 
Κάθε θεωρία και κάθε πρακτική παραμένει, κατά συνέπεια, υπό γωνία· προσβλέπει στην ολότητα αλλα μένει καρφωμένη στη γωνία που της προορίστηκε. Πιεσμένος να τελειώνει πια με το πρόβλημα της ελευθερίας (του), εκλεγμένος παρά εκλέγων – αν και με μεγάλη δυσκολία το παραδέχεται —, ο πλανητικός άνθρωπος (είτε το θέλει, είτε όχι) δοκιμάζει την αλήθεια σαν το θριαμβικό πρόσωπο της περιπλάνησης, που αντιστοιχεί στην περιπλάνηση, χωρίς όμως ν’ αναγνωρίζει αυτό που συμβαίνει. Δεν ξέρει λοιπόν τι να σκεφτεί και τι να χάνει με τη γοητεία, τη γοητεία που εξασκεί ο άνθρωπος στον άνθρωπο.

Ο πλανητικός άνθρωπος, έχοντας εξαντλήσει τόσο το ego όσο και το cogito, το υποκείμενο και τη σκέψη – αποτελειώνοντας το μοντερνισμό και γενικεύοντάς τον κι ενώ πρέπει ταυτόχρονα ν’ ανοιχτεί στη σχεδόν καινούργια πλανητική εποχή – βρίσκεται ριγμένος στον τεθλασμένο αγώνα δρόμου που τον οδηγεί προς το συλλογικό και την πράξη. Η συλλογικότητα όμως δεν είναι παρά μία γενίκευση της υποκειμενικότητας και δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που άφησε εκκρεμή η τελευταία. Κι ακόμα περισσότερο, η πράξη – φαίνεται — δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς σκέψη – χωρίς σκέψη κι όχι χωρίς φιλοσοφία, η διαλογισμό, η θεωρητική δραστηριότητα και τεχνοεπιστημονική πρακτική – και η σκέψη παραμένει το ένα μισό όσο είναι διαζευγμένη από τη δράση.
Έτσι στην καρδιά της προβληματικης ενότητας – της πλανητικής ενότητας -προβάλλει η διαφορά και μαζί της τα προβλήματα της πολλαπλότητας, της πολυμορφίας, της διαφορετικότητας και της ποικιλίας. Στον κόσμο σαν ολότητα πολυδιάστατη κι αποσπασματική, ανοιχτή στο παιχνίδι του χρόνου, αντιστοιχεί, χωρίς ν’ αντιστοιχεί απόλυτα, η πολύκεντρη κι αποσπασματική ολότητα που είναι ο άνθρωπος, προσηλωμένος — μέσα απο τη ρωγμή και το άνοιγμα, την πληγή και το κλείσιμο – στη ζωή και κυριως στην επιβίωση της ανθρωπότητας, μέσα στο χρόνο κι όχι στην αιωνιότητα, όπως αποχαλούμε ακόμα ελαστικά την πανχρονικότητα.
 
Αυτή η χρονική και πρόσκαιρη επιβίωση δεν ξεπερνά την ανθρώπινη περατότητα και την περατότητα, για τον άνθρωπο, της σφαίρας των σφαιρών που είναι κι η ίδια σπασμένη. Άνθρωπος πλανητικός και κόσμος πλανητικός αποτελούν κάτι σαν πρελούδιο ήδη παιγμένο κι αποδιαρθρωμένο. Αυτός ο παίχτης-παίγνιο που είναι ο άνθρωπος — κι ο κόσμος ο ίδιος δεν είναι παιχνίδι ενός παίκτη —, πάντα ανάμεσα σε δύο πράξεις, χάνει μια ύστατη απόπειρα να παρουσιάσει στον εαυτό του ένα μυστικιστικό ή εκλαϊκευμένο θεό που θα ήταν κύριος του παιχνιδιού και θα ξέφευγε από την περατότητα-αυτή όμως η έκκληση για βοήθεια δεν προσφέρει καταφύγιο όσο κι αν παρακινεί και παρακινείται εξ ίσου από το θεϊσμό και το υποκατάστατο του, τον αθεϊσμό.
 
Ούτε ο θεός βασιλιάς του κόσμου και του ανθρώπου, ούτε ο άνθρωπος, μικρός η μεγάλος θεός, μπορούν ν’ αποφύγουν το αναπόφευκτο: το παιχνίδι της περατότητας που περιέχει όλα τα παιχνίδια και την απεριόριστη αν και περατωμένη συνδυαστική τους. Η συμπληρωματικότητα των αντιθέτων χαι των αντιφατικών, η αυτών που θεωρούνται σαν τέτοια, πρέπει πάντα, ξανά και ξανά, ν’ αποκαλυφθεί ερωτηματικά και παραγωγικά χωρίς να είναι δυνατόν να αποφευχθεί το σχίσιμο, το σχίσιμο της τροχιάς του πλανητη που διασχίζει τον ενωτικό ορίζοντα.
 
Υποκείμενα κι αντικείμενα, μαζί στην πορεία προς το ξεπέρασμά τους -που δεν αποφεύγει ούτε τις στερεοποιήσεις, ούτε τις ρευστοποιήσεις — στερούνται γης και ουρανού γιατί κάθε γη κι ουρανός γίνονται αυτό που πράγματι είναι: περιπλανώμενα, πλανητικά. Τίποτα δεν είναι τοσο θεμελιακό αφού χαι το ον το ίδιο δεν είναι παρά η άλλη όψη του μηδενός, δεν έχει θεμέλιο και το ίδιο το ον δεν είναι τέτοιο. Έτσι όλα παραμένουν παράδοξα και τα αντιθετικά παράδοξα είναι συνδεδεμένα με το ζυγό της ίδιας πλάστιγγας.
 
Το να δεχτεί κανείς τον κόσμο όπως είναι κι όπως μεταβάλλεται, μεταβάλλοντας τις θελήσεις και τα όνειρα των αναμορφωτών, δεν είναι τόσο απλό. Να τον αρνηθεί πάλι, μπορεί να οδηγήσει στη θέσπιση ενός από τα πολλά φολκλόρ που συναπαρτίζουν τον κόσμο που οδηγείται σε μία ενότητα, που δεν ενσωματώνει απαραίτητα ολα οσα είναι και γίνονται. Το ημιτελές αποτυπώνει το σημάδι του πάνω στην καθε στιγμή και τον κάθε χώρο του χωροχρονικού γίγνεσθαι, όλα τα παιχνίδια – πετυχημένα ή και αποτυχημένα – παραμένουν ημιτελή μέσα και δια μέσου των επιτυχιών και των αποτυχιών της συγχρονικότητας ή της επαλληλίας τους.

Αν οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις οι μυθολογικές και θεωρητικές κι ύστερα οι μεταφυσικές και ιδεολογικές έχουν υποχωρήσει – αν και διατηρούνται μέσα από τις μεταλλαγές και τις μεταμφιέσεις τους -, οι ερωτήσεις κι απαντήσεις που αποκαλούνται θετικές και είναι τεχνοεπιστημονικές δεν είναι περισσότερο ανθεκτικές· η πλανητική εποχή πρεπει να το δοκιμασει με το σταθερό ταρακούνημα όλων των θεωριών και των πρακτικών που επικρατούν.
 
Αφού όλα τα ολοκληρωτικά απόλυτα αποδεικνύονται αποσπασματικά, τετμημένα και υπό γωνία, η ανθρώπινη οξύτητα, θέλοντας να πιαστεί απ’ όλα, απ’ ό,τι είναι κι απ’ ό,τι δεν είναι, θα πρέπει ίσως, μέσα στον αγώνα της για επιβίωση, να ζήσει αντίστροφα το προμηθέΐκό σχέδιο επανασυνδέοντας θνητούς κι αθάνατους που ανταλλάσσουν τα πρόσωπα και τις μάσκες τους στον αγώνα δρόμου του χρονου που εμπαίζει τους ανώνυμους ή επώνυμους, εξατομικευμένους η συλλογικούς πρωταγωνιστές του.
 
Η λογική και το συναίσθημα των ανθρώπων πλανώνται πλανητικά. Ο άνθρωπος, τελευταία και πρόσκαιρη εικόνα του απολύτου, θα πρέπει να ζήσει μέσα στην εφήμερη επιστροφή του ίδιου με τη μορφή του διαφορετικού, αυτό που ένας κατακτητικός και συντριμμένος ορθολογισμός και μια κακοπαθημένη κι ονειροπόλα αισθαντικοτητα του επιβάλλουν — μέσα στο συνταιριασμένο κι ασύμφωνο παιχνίδι τους — σαν επανάληψη του παιχνιδιού και παιχνίδι της επανάληψης.
 
Το υποκείμενο, ο άνθρωπος, αναγκασμένος να υπερβεί το ρόλο του — που έτσι κι αλλιώς δεν είναι ικανοποιητικός -, γυρεύει να παρεμβληθεί στο είδος, σ ολόκληρο τ’ ανθρώπινο γένος. Αλλά κι εδώ, όπως κι αλλού, μερικό και γενικό αναποδογυρίζουν τα σημάδια τους και από «αλήθειες» υπο γωνία δεν απορρέει καμιά γενική αλήθεια που κι αυτή να μην είναι υπό γωνία κι αποσπασματική. Το εμπειρικό κι ό,τι δεν είναι τέτοιο παραμένουν δέσμια της ταλάντωσης που τα συνδέει: δύο διασπασμένα μισά μιας διασπασμένης ολότητας.
 
Κατα συνέπεια, ακόμα κι η αποκάλυψη και η αναπαραγωγή της ολότητας – μέσα από τις διάφορες ειδικές, διαμεσολαβητικές οπτικές – παραμένουν μεροληπτικές και μερικές και κάθε θέση γεννά μια αντίθεση στους κόλπους της πιό απέραντης σύνθεσης που είναι όχι μόνον η ενότητα των αντιθέτων, αλλά ο κόσμος ο γεμάτος αντιθέσεις που συζεύγνυνται και διαζεύγνυνται. Καμιά πλανητική χορωδία δεν μπορεί να κάνει το τραγούδι του κόσμου να ακουστεί χωρίς αρμονία και δυσαρμονία, συμφωνίες και παραφωνίες – πολυφωνικές κι ατονικές.
 
Ο άνθρωπος, αγωνιζόμενος να ξεπεράσει την ατομικότητα και την υποκειμενικότητά του μέσα στη συλλογικότητα και το γένος, δεν ξεφεύγει παρ όλα αυτά τον (ακρωτηριασμό και την περατότητά του· ο αγώνας δρόμου κάθε ανθρώπου, ο αγώνας του ανθρώπου, των ανθρώπων – η σκυταλοδρομία – οδηγούν στο ίδιο τέλος. Ώρες χαράς κι ώρες λύπης, στιγμές έντασης και στιγμές χαλάρωσης, ευτυχία και δυστυχία συνδυάζονται, εναλλάσσονται, αναμειγνύονται στη διάρχεια αυτής της επιχείρησης, ανήμπορες να περιγράφουν το απερίγραπτο.
 
Καμία γλώσσα και καμία σημαντική δεν είναι ικανές να πετυχουν την ανάληψη του πλανητικού ανθρώπου και οι διάφορες κρίσεις – οντολογικες, λογικές, ηθικές, νομικές, ιστορικές και πολιτικές – γίνονται μπροστά σ’ ένα δικαστήριο που, οσο κι αν έχει βαρύτητα, λάμπει με την απουσία του. Ο πλανητικός άνθρωπος, αν και δεν ξέρει και δεν μπορεί ακόμα να πει ποιος είναι, τι είναι και τι είναι αυτό που δεν είναι — τείνοντας μάλιστα προς την καταργηση αυτών των ενοχλητικών ερωτήσεων —, αρχίζει να καταλαβαίνει την απεραντοσύνη του κοσμικού και γενικού του ρόλου, την απεραντοσύνη των καθηκοντων του και θα πρέπει να γνωρίσει την απεραντοσύνη της ανίας και της περατοτητάς του.
 
Για να συνεχίσει το δρόμο του έχει ανάγκη ν’ ακούει τραγούδια εύθυμα κι αισιόδοξα τραγουδισμένα από παιδικές χορωδίες — χωρίς να λείπουν κι οι απαισιόδοξες, θλιμμένες φωνές — κι αυτοί που σκύβουν πάνω στην ερώτηση για, και από, τον πλανητικό άνθρωπο μένουν συχνά περιορισμένοι στη στενή συνδυαστική των παραδοσιακων κατηγοριών και των αρχαίων σκοπών.

Ποιός είναι λοιπόν ο «πλανητικός άνθρωπος» που έχει ήδη κατά κάποιο τρόπο προηγηθεί της «πλανητικής σκέψης» έχοντας όμως προβλεφθεί απ’ αυτήν;
Πώς ν’ απαντηθεί αυτή η ερώτηση αφού το κάλεσμα από, και προς, την πλανητική σκέψη παραμένει ανήκουστο; Αυτό το κάλεσμα παραμένει ασύλληπτο, τα σημάδια που ήδη έχουν σταλεί προς την κατεύθυνσή του δεν έχουν καταγραφεί από την επικαιρότητα, ή μεταφράζονται αμέσως στη λεπτολόγο και τετριμμένη τρέχουσα γλώσσα· με τον ίδιο τρόπο συνεχίζουμε να μιλάμε για τη γλώσσα και τη σημαντική – ποιανού και για ποιό; — και για την ανέκαθεν σύγχρονη προβληματική του κοινωνικοποιημένου ανθρώπου, μεταθέτοντας το κέντρο του ενδιαφέροντος προς τον τρίτο κόσμο, σαν να μπορούσε αυτός να γεννήσει κάτι νέο, όταν το μόνο που χάνει είναι να προσπαθεί να προφτάσει τον καπιταλοσοσιαλιστικό μοντερνισμό.
 
Σχολαστικός ή μπαρόκ και ανανεωμένος μαρξισμός, λαχανιασμένος υπαρξισμός, ταξινομικός χαι ιμπεριαλιστικός στρουκτουραλισμός και διάφοροι νεοεπιστημονισμοί καταλαμβάνουν το μπροστινό μέρος της σκηνής, που είναι ορατό από τους ειδικούς και τον κόσμο και ανάγουν όλα τα καινούργια ερωτήματα στο δικο τους ήδη πεπαλαιωμένο σύμπαν.
 
Τεχνικές έρευνας, οσμοθεωρήσεις και κυρίαρχες ιδεολογίες παράγουν αποτελέσματα που φαίνονται σημαντικά στα προηγμένα βιομηχανικά κράτη και τραβούν την προσοχή των υπανάπτυκτων κρατών προς τα οποία εξάγονται. Στο μεταξύ αποκλειουν ο,τι τις υπερβαίνει και το καταδικάζουν, ή το αποσιωπούν με το πρόσχημα πως είναι υπερβολικό. Ο,τι δεν τους ταιριάζει έχει ωθηθεί στο εσωτερικό των συμβάσεών τους σαν ανάρμοστο. Ετσι το απαιτούν, όχι οι δικές τους προσταγές, αλλά αυτές της εποχής που απωθεί και απορρίπτει ό,τι δεν της είναι αποδεκτό.
 
Η τροχιά, του πλανητικού ανθρώπου, που υπακούει και δεν υπακούει στην πλανητική σκέψη του παιχνιδιού του κόσμου, θα είναι αργή και εξαντλητική· έχει πολλά πράγματα να εξαντλήσει μέχρι να εξαντληθεί κι η ίδια. Ο,τι εχει συλλάβει η σκέψη δεν καθίσταται ενεργό παρά πολύ αργα, με τη βοήθεια πολλών ματωμένων παιχνιδιών, χρήσιμων η και ανώφελών.
 
Ο πλανητικός άνθρωπος «γενικός» και κοσμικός είναι «κάτι» που δε γνωρίζει πιά τι είναι ο άνθρωπος ούτε ακόμα σε τι ο ίδιος είναι πλανητικός. Πέρα απ’ αυτό η γνώση και η δράση του τον ρίχνουν -αυτόν, όργανο της πλανητικής τεχνικής – στη θεωρητική κατάκτηση και την πρακτική μεταβολή του εαυτού του και των υπολοίπων. Πιστεύουμε συχνά, όχι βέβαια αναίτια, αλλά συνάμα και με μιά αναντίρρητη αφέλεια, πως, μετά το στάδιο άνθρωπος, στη διάδοχη των όντων θα (ακολουθήσει η εποχή των μηχανών.
 
Ονειρευόμαστε υπολογιστές που θα φέρνουν σε πέρας μια δουλειά «αντικειμενική», γενική, συλλογική, παγκόσμια, πλανητική, λαμβάνοντας υπ’ όψιν αμέτρητα «υποκειμενικά», προσωπικά, ατομικά, ειδικά (κι όχι λιγότερο πλανημένα) δεδομένα. Οι μηχανές και οι υπερμηχανές – παιχνίδια της πλανητικης τεχνικής – θα φτάσουν άραγε να θέσουν, να λύσουν, η να εξαλείψουν την ερώτηση: Ποιός είναι ο πλανητικός άνθρωπος του οποίου αυτές είναι τα παιχνίδια κι αυτός είναι παιχνίδι τους;

Η απλή και η σύνθετη καθολικοποίηση όλων όσων συνέβη-σαν μέσα στο χρόνο πάνω και γύρω από τον πλανήτη γη, το μέτρημα κι ο υπολογισμός της τροχιάς αυτού του πλανήτη, του «κατοικημένου» αν όχι στοιχειωμένου από τα ανθρώπινα όντα, θα μπορέσουν να κλείσουν, ή να εκκαθαρίσουν το πρόβλημα που τίθεται από, και προς, τον άνθρωπο — μέσα απ’ αυτόν, μια που ό,τι υπάρχει, φαίνεται και είναι ταυτόχρονα και για τον άνθρωπο, ο οποίος όμως είναι μία στέρηση του «είναι»;
 
Με τα παλιά απόλυτα – λόγος ή φύση, θεός ή άνθρωπος ή κοινωνία (και σύντομα το τεχνολογικό κατασκεύασμα) — καταβαραθρωμένα, θα υπάρξει χώρος για κάποιο άλλο, καινούριο απόλυτο; «Νέα» απόλυτα τείνουν ν αντικαταστήσουν τα παλιά, τα εξαργυρώνουν — σε μια εποχή που ταυτόχρονα σχετικοποιεί τα απόλυτα και παραμένει εξαρτημένη απ’ αυτά -, κατακλύζουν την παγκόσμια αγορά.
 
Κυκλοφορούν σαν νομίσματα συνηθισμένα και φθαρμένα, συγκεφαλαιωτικά κι όμως αποσπασμένα από το ολο κι από τα υπόλοιπα· προσφέρονται στην παραγωγή και την κατανάλωση του ανθρώπου που όντας πολυκεντρικός και πολύπλευρος — που ζει τη ζωή του σε πολλαπλά επίπεδα — έγινε, κύρια, άνθρωπος μονοδιάστατος χάρις στην τεχνική που ανάγει τις κατακτήσεις και την ικανοποίησή του στα όρια του κύκλου: παραγωγή-κατανάλωση.
 
Κάθε απόλυτο μένει αποκλεισμένο τοσο για τον άνθρωπο — μέσα στον κόσμο των σχέσεων και των συμπληραματικοτήτων – όσο και για τον κόσμο – όπως εκδηλώνεται και κρύβεται απο τον άνθρωπο — και δεν μπορεί να υπάρξει ούτε για τον εαυτό του. Μήπως το απόλυτο θα μπορούσε να είναι το παιχνίδι του κοσμου αυτό καθ εαυτό; Απόλυτο από τι; Το παιχνίδι του κόσμου είναι διαφορετικό από τα παιχνίδια μέσα στον κόσμο αλλά, αν και μοναδικό -αν αληθεύει ότι πραγματικά είναι —, δεν είναι γι’ αυτό απόλυτο.
 
Ποιος είναι λοιπόν ο πλανητικός άνθρωπος, ούτε ηρωας ειδυλλιακός, ούτε ηρωικός, αλλά πολίτης κι αστός, κοινωνός κι εταίρος της «πλανητικής εποχής» η οποία, αποτελειώνοντας τον μοντερνισμό, αφήνει ανοικτό το ερώτημα: παράγει άραγε αυτή κάτι νεο και τι φύσης είναι αυτό που δημιουργεί; Είναι ο άνθρωπος του πάντοτε και του πουθενά, του ποτέ και του πάντοτε; Στην περιπλάνηση του, ανοίγεται στο διάστημα και μένει κλεισμένος στο πρόβλημα του χρόνου; Και τι θα απογίνει; Είναι η γίνεται ο ικανός η ανίκανος να παίξει με την αυτοκριτική του, να κάνει χώρο στα αντίθετα επιχειρήματα;
 
Τα επιχειρήματα, παρ’ όλα αυτά, δε συνιστούν σκέψεις ούτε για τα άτομα, ούτε για τους λαούς. Ο πλανητικός άνθρωπος θα γεφυρώσει τα χάσματα, θα τα βαθύνει, η θα πέσει μέσα; Περνώντας απο το ατομικό στο ιστορικοκοσμικό — μέσα στην προβληματική προοπτική του τέλους του ανθρώπου και της ιστορίας — θα ξέρει, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, ποιος είναι, προς τα πού πάει, η θα υπερπηδήσει με λίγη τόλμη αυτά τα προβλήματα;
 
Θα είναι εκείνος μέσα από τον οποίο το ερώτημα της διάστασης ανάμεσα σέ άνθρωπο και κόσμο καταργείται μέσα στη γενικευμένη αδιαφορία, είτε αυτή έχει αναχθεί σ’ ενα «ανώτερο» επίπεδο, είτε όχι; Εκείνος για τον οποίο δεν πρόκειται πιά για ζωη αλλα γιά επιβίωση; Ο πλανητικός αυτός άνθρωπος, ο εξεταζόμενος παρά εξεταστής, θα είναι λοιπόν εκείνος που ανοίγει η εκείνος που κλείνει το ερώτημα του ερωτήματος του; Κι αυτό που ξεπερνά το κλείσιμο;

Ηράκλειτος: Η τραγικότητα της καθημερινής μας ύπαρξης

Ηράκλειτος ο Εφέσιος

§1 Κείμενο

«οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκοίοις ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι» (απ. 17).

§2 Μετάφραση

Πράγματι, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν κατανοούν τέτοια πράγματα (που αποκαλύπτει ο λόγος), σαν αυτά που συναντούν τυχαία, ούτε τα γνωρίζουν, όταν τους τα διδάξουν άλλοι, πιστεύουν όμως ότι τα γνωρίζουν.

§3 Ερμηνεία ‒ κατανόηση

Η πυρηνική σκέψη του αποσπάσματος σχετίζεται με την κριτική του Ηράκλειτου, από τη σκοπιά του καθολικού Λόγου, στον τρόπο με τον οποίο οι πιο πολλοί άνθρωποι σκέφτονται και γνωρίζουν τα πράγματα:

α) οὐ … φρονέουσι … ἐγκυρεῦσιν:

1. Ο Ηράκλειτος φαίνεται πως με τις εν λόγω προτάσεις του παρακολουθεί από κοντά αντίστοιχες λεκτικές ρήσεις του Αρχίλοχου, για να αναιρέσει στοχαστικά το περιεχόμενό τους. Οι πολλοί, κοινοί θνητοί ως προς την σκέψη, για τους οποίους στο απ. 1 λέει πως δεν καταλαβαίνουν τι λέει ο Λόγος, παρουσιάζονται κι εδώ να μην μπορούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα. Στο ίδιο απόσπασμα, όπως και στα απ. 34 και 72 τους διακρίνει από τον μυημένο στον καθολικό Λόγο, δηλαδή από τον φιλόσοφο, από τον φίλο της σοφίας (απ. 35). Ο τελευταίος, ακριβώς επειδή επιζητεί τη μύησή του στον καθολικό Λόγο, ψάχνει να βρει τον εαυτό του (απ.101): στοχάζεται βαθιά, μελετά προσεκτικά, με βάση τις επιταγές αυτού του λόγου, κάθε πράγμα που συναντά μπροστά του και επιχειρεί να το κατανοήσει στην ενδότερη αλήθεια του Είναι του, της φύσης του.

2. Απεναντίας, οι άλλοι (απ.1), οι μη φιλόσοφοι, δεν αντιμετωπίζουν με τη δέουσα προσοχή τα πράγματα που βρίσκουν μπροστά τους, με την ιδιάζουσα στη φύση των πραγμάτων σκέψη/εννόηση, αλλά τα προσπερνούν βιαστικά και έτσι τα εγκαταλείπουν ανερεύνητα, αποσυρόμενοι οι ίδιοι μέσα στον κύκλο-κύκλωμα της άσκεφτης υποκειμενικότητάς τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο συσκοτίζουν την πραγματικότητα.

3. Μέσα στην καθολική, συμπαντική ροή, το πράγμα έχει θέση ως μέρος της φύσης, του Είναι ως τέτοιου. Το να αφηνόμαστε λοιπόν στη σκέψη του πράγματος σημαίνει να επιχειρούμε να κατανοούμε τη φύση του και σε άρρηκτη διασύνδεση με τούτη την κατανόηση να διανοιγόμαστε σ’ αυτό που είναι καθολικό, που υπάρχει συμπαντικά, και να απελευθερωνόμαστε από τη γεμάτη ψευδαισθήσεις υποκειμενικότητα.

4. Αυτή-εδώ μας αποκόπτει, μας απομονώνει από την καθολική φύση, από το Είναι, ενώ η σκέψη μας αποκαλύπτει ότι το πράγμα συνυφαίνεται με τα άλλα πράγματα και δεν είναι κάτι που αρέσκεται απλώς να προσκολλάται στον εαυτό του. Επομένως μας επιτρέπει να το λαμβάνουμε, στην καθεαυτότητά του, θεμελιωδώς υπόψη ως κριτήριο, ως μέτρο για την ελευθερία του υποκειμένου, για την αλήθεια της φύσης, του Είναι του τελευταίου και της καθολικής φύσης. Το Είναι λοιπόν είναι αναφορική σχέση και ο κόσμος συναφώς Άνοιγμα: είναι αυτό τούτο το Άνοιγμα, όπου όλα συνδέονται με όλα. Το έργο της σκέψης, ως εκ τούτου, έγκειται στο να μας οδηγεί σε τούτο το Άνοιγμα.

β) οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν:

το γιγνώσκειν διαφέρει από το φρονεῖν, καθώς είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας μάθησης: πληροφόρησης και σταθερής γνώσης, που καθιστά το πράγμα αντικείμενο. Οι άνθρωποι αυτής της πληροφοριακής, της καθιδρυμένης ορισμένως γνώσης ‒με σημερινούς όρους: οι εξειδικευμένοι επιστήμονες, αλλά και όσοι εικοτολογούν‒ ακολουθούν μια αντικειμενική, επιστημονική στάση, που είναι κι αυτή στάση συγκάλυψης του πράγματος, καθώς το θεωρούν από τη σκοπιά της δικής τους υποκειμενικότητας, των δικών τους αρχών και μόνο με βάση αυτές τις αρχές το κρίνουν άξιο να γίνεται αντικείμενο της γνώμης-γνώσης τους. έτσι το εγκλείουν στον κύκλο-κύκλωμα της υποκειμενικότητάς τους.

γ) ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι:

Κάθε υποκειμενικότητα, αλλά και η υποκειμενικότητα καθόλου, τουτέστι οι άλλοι άνθρωποι, πλην των φίλων της σοφίας, των ακολουθούντων τον καθολικό λόγο, έχουν ως μέτρο της ερμηνευτικής τους πράξης τον εαυτό τους και επιχειρούν να προσεγγίσουν το πράγμα με βάση την κατ’ αίσθηση αντίληψή τους, την αισθητηριακή τους γνώμη. Στερούνται έτσι τη δυνατότητα να σκέπτονται τα πολλά μέσα από την ενδοσυνάφεια των τελευταίων με το Έν, με την εννοιολογική τους Εν-ότητα, κατά τον Χέγκελ, ακόμη κι αν κανείς επιχειρήσει να τους την διδάξει.

Βέβαια, εδώ δεν πρέπει να ερμηνεύεται ο Ηράκλειτος, σαν να θέλει να θυσιάσει την υποκειμενικότητα στο βωμό της αντικειμενικότητας ή μιας αλλότριας πραγμότητας, αλλά από τη σκοπιά της ερμηνευτικής διαλεκτικής του πνεύματος, της έννοιας, του συμπαντικά εννοιολογικού Ενός.