Οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες είχαν κοινές δέκα χαρακτηριστικές ιδιότητες στο μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας τους. Από αυτές, οι τέσσερις -που ήταν η ποντοπορία, η καχυποψία απέναντι στην εξουσία, ο σεβασμός στην ατομικότητα και η έρευνα- είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και είναι οι σημαντικότερες. Πέρα από αυτές τις τέσσερις πρωταρχικές ιδιότητες, ήταν επίσης ανοιχτοί σε καινούριες ιδέες ήταν ευφυείς και πνευματώδεις ήταν ανταγωνιστικοί θαύμαζαν την αριστεία στους ταλαντούχους ανθρώπους είχαν ευφράδεια και αγαπούσαν πολύ τις απολαύσεις.
Αλλά ξεκινώντας από αυτές τις δέκα γενικές ιδιότητες, θα βρεθούμε αμέσως αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα που προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν το παρελθόν οι σύγχρονοί μας συγγραφείς. Αρκετοί μελετητές προτιμούν να υποβιβάζουν τον ρόλο της ατομικής αριστείας στη διαμόρφωση της ιστορίας, δίνοντας, αντίθετα, έμφαση στις οικονομικές, κοινωνικές ή πολιτικές τάσεις που εκφράζονται από τους πληθυσμούς ή τα κοινωνικά στρώματα. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης προϋποθέτει πως η ιστορία είναι αρκετά απλή ώστε να μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να αναγνωρίζεται ο ρόλος της ατομικής διάνοιας εξίσου με αυτόν του γενικού κοινωνικού πλαισίου και χωρίς να αναρωτιόμαστε ποια είναι η αλληλεπίδραση αυτών των δύο. Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να εξηγήσω πού διαφέρει η δική μου προσέγγιση. Αν ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, για παράδειγμα, δεν είχε γεννηθεί σε μια οικογένεια ιατρών που απολάμβανε την εύνοια των Μακεδόνων βασιλέων, οι οποίοι πάλι απολάμβαναν μεγάλη δύναμη χάρη στα χρυσωρυχεία, ίσως να μην είχε ποτέ επωφεληθεί από τον ελεύθερο χρόνο, τους πόρους, τα ταξίδια και τη μόρφωση, που όλα τους συνέβαλαν στην ανάπτυξη της διάνοιας του. Σίγουρα, δεν θα είχε συναντήσει ανθρώπους όπως τον Μέγα Αλέξανδρο, που διέθετε τη στρατιωτική ισχύ ώστε να αλλάξει τον κόσμο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα πνευματικά επιτεύγματα του Αριστοτέλη δεν μας εμπνέουν αληθινό δέος.
Μέσα από το άρθρο αυτό προσπαθώ να δείξω τον τρόπο σύνδεσης ανάμεσα στις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν επιφανή άτομα της αρχαίας Ελλάδας -Περικλής και Λεωνίδας, Πτολεμαίος Α' και Πλούταρχος- και στα δέκα χαρακτηριστικά της δομής της σκέψης των αρχαίων Ελλήνων που με πολλούς τρόπους τούς προσδιόρισαν ως εθνική ομάδα. Οι κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που καθόρισαν το πλαίσιο της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας όπως την πραγματευόμαστε εδώ, χωρίζονται κι αυτές με τη σειρά τους σε δέκα περιόδους: ο μυκηναϊκός κόσμος από το 1600 μέχρι περίπου το 1200 π.Χ., η ανάδυση της ελληνικής ταυτότητας ανάμεσα στον δέκατο και τον όγδοο αιώνα· η περίοδος των αποικιών και των τυράννων κατά τον έβδομο και τον έκτο αιώνα, η απαρχή της επιστήμης στην Ιωνία και στις ελληνικές αποικίες της Ιταλίας κατά τον έκτο και πέμπτο αιώνα· η δημοκρατική Αθήνα του πέμπτου αιώνα, η Σπάρτη των αρχών του τέταρτου αιώνα και η Μακεδονία του τέλους του τέταρτου αιώνα, τα ελληνιστικά βασίλεια από τον τρίτο έως τον πρώτο αιώνα, οι Έλληνες υπό τη ρωμαϊκή κατοχή και η σχέση των ειδωλολατρών Ελλήνων με τους πρώτους χριστιανούς ως την τελική επικράτηση της μονοθεϊστικής πίστης κατά το τέλος του τέταρτου αιώνα μ.Χ.. Ξεκινώντας από τους Μυκηναίους και τις ναυτικές τους δεξιότητες, εξετάζω παράλληλα με προσοχή την ελληνικότητα σε σχέση με τις δέκα προαναφερθείσες ιδιότητές της, που θεωρώ πως είναι σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα εμφανείς. Με αυτό δεν εννοώ πως κάποιες από αυτές τις ιδιότητες δεν ήταν κοινές και σε άλλους μεσογειακούς πολιτισμούς, θεωρώ όμως ότι ο συνδυασμός και των δέκα στάθηκε χαρακτηριστικός για τους Έλληνες. Το ότι ο ελληνικός πολιτισμός οφείλει κάτι, λόγου χάρη, στους μορφωμένους Φοίνικες που ταξίδευαν για εμπόριο, είναι ένα θέμα το οποίο πραγματεύομαι σε κάποια έκταση σε αυτήν την εισαγωγή. Αλλά σχεδόν όλα αυτά τα «Ελληνικά» χαρακτηριστικά ήταν παρόντα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, στους περισσότερους Έλληνες και στη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ιστορίας τους.
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ενθουσιώδεις ναυτικοί. Το 490 π.Χ. η σημαντική ελληνική πόλη της Ερέτριας κάηκε συθέμελα και ο πληθυσμός της αιχμαλωτίστηκε από τους Πέρσες εισβολείς για να μην επιστρέψει ποτέ πίσω. Ο Πέρσης βασιλιάς ανάγκασε τους Έλληνες αιχμαλώτους να ιδρύσουν μια αποικία βαθιά στην ηπειρωτική χώρα, ανάμεσα στη Βαβυλώνα και στα Σούσα. Ένα ποίημα το οποίο αποδίδεται στον φιλόσοφο Πλάτωνα, δείχνει πώς φανταζόταν εκείνος την αναγραφή στην ομαδική τους επιτύμβια στήλη, εκεί στην ασιατική εξορία:
Αφήσαμε τον οικείο βρυχηθμό τον πελάγους τον Αιγέα
και κείμεθα τώρα εδώ, στων Εκβατάνων την πλατιά πεδιάδα.
Χαίρε εσύ, ω Ερέτρια, κάποτε ξακουστή γη των πατέρων μας.
Χαίρε κι εσύ, Αθήνα, όμορη φίλη πόλη. Χαίρε, ω θάλασσα πολυαγαπημένη.
Η κατεστραμμένη προγονική πόλη των Ερετριέων ήταν μια πόλη-λιμάνι. Αλλά σε κάθε περίπτωση οι αρχαίοι Έλληνες σπάνια εγκαθίσταντο σε απόσταση μεγαλύτερη των σαράντα χιλιομέτρων -μίας ημέρας πορεία— από τη θάλασσα. Αρχικά οι Έλληνες ζούσαν σε εκατοντάδες μικρές κοινότητες κατά μήκος των ακτών, και οι κοινότητες εκείνες ήταν αυτόνομες και ανεξάρτητες, εφαρμόζοντας έναν τρόπο ζωής ο οποίος αποτελούσε την αναπόφευκτη ανταπόκριση απέναντι στο φυσικό τους περιβάλλον. Το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης στη χερσόνησο και στα νησιά της Ελλάδας είναι απομονωμένο από θάλασσα ή από βουνά ή και από τα δύο. Σήμερα η Ελλάδα δεν καταλαμβάνει παρά εκατόν τριάντα δύο χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, κάτι το οποίο σημαίνει πως είναι μικρότερη από τις περισσότερες πολιτείες των ΗΠΑ, και πολύ μικρότερη από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά την ίδια στιγμή η Ελλάδα περιέχει είκοσι έξι περιοχές στις οποίες το υψόμετρο είναι μεγαλύτερο από εννιακόσια μέτρα, κάνοντας έτσι το ταξίδι στη στεριά ατελείωτα συναρπαστικό. Ακόμη περισσότερο, το πλήθος των ακρωτηρίων, των όρμων και των νησιών κάνει την αναλογία της ακτογραμμής προς την ηπειρωτική χώρα μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου.
Οι Έλληνες ένιωθαν παγιδευμένοι όταν βρίσκονταν στα βάθη μιας ηπειρωτικής περιοχής, και ταξίδευαν εκατοντάδες χιλιόμετρα προκειμένου να βρουν μέρη για να χτίσουν πόλεις με εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα. Γι’ αυτό και οι κοινότητές τους ήταν χτισμένες κατά μήκος πολλών ακτών της Μεσογείου θάλασσας, του Εύξεινου Πόντου και των νησιών τους. Κανείς άλλος από τους λαούς που είδε ποτέ ο πλανήτης δεν κατοίκησε τόσο κοντά στη θάλασσα. Ο αγαπημένος τους τρόπος μεταφοράς ήταν με πλοίο, αν και προτιμούσαν να μην πλέουν πολύ μακριά από τη στεριά. Όπως το έθεσε ο Πλάτωνας, επέλεγαν να ζουν «σαν βάτραχοι ή σαν μυρμήγκια γύρω από το τέλμα». Ήταν πολιτισμικά αμφίβια. Η αντίληψη περί του όντος που νιώθει εξίσου σπίτι του τη στεριά και τη θάλασσα εκφράστηκε μέσα από τον ελληνικό μύθο για τους κατοίκους της θάλασσας, τους οποίους οι Έλληνες φαντάζονταν συχνά ως κατά το ήμισυ ανθρώπους και κατά το ήμισυ κτήνη - λόγου χάρη ο Γλαύκος, κάποτε ψαράς, που έφαγε ένα θαλασσινό βοτάνι και μεταμορφώθηκε σε θαλασσινό δαίμονα, μισό άνθρωπο και μισό ψάρι, με γαλαζοπράσινο δέρμα.
Κατά το τέλος του δέκατου τρίτου αιώνα π.Χ., ο Αιγύπτιος βασιλιάς Μερνεπτά παρήγγειλε να του χαράξουν μια επιγραφή στο ιερό συγκρότημα του Καρνάκ, για να τιμηθεί η νίκη του εναντίον μιας ομάδας ανθρώπων που τους αποκαλούσε «οι Άνθρωποι από τη Θάλασσα» και που σχεδόν σίγουρα περιλάμβαναν και Έλληνες. Η ποντοπορία ήταν βαθιά συνδεδεμένη με το ίδιο το αίσθημα ταυτότητας των Ελλήνων. Στην Ιλιάδα, το επικό ποίημα που γράφτηκε περί τον όγδοο αιώνα π.Χ., ο Όμηρος μας παρουσιάζει τον αρχαιότερο γνωστό κατάλογο των ανθρώπων που αποτελούσαν τους αρχαίους Έλληνες. Είναι ένας κατάλογος των κοινοτήτων των οποίων οι κάτοικοι, κατά τα μέσα του όγδοου π.Χ. αιώνα, αισθάνονταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους επειδή μπορούσαν να απολαύσουν ποίηση στην ελληνική γλώσσα και οι πρόγονοί τους είχαν πριν από πολύ καιρό πολεμήσει μαζί στην πολιορκία της Τροίας. Αυτός ο κατάλογος αποτελούσε ακριβώς τον πυρήνα της ελληνικής ταυτότητας για τουλάχιστον δώδεκα διαδοχικούς αιώνες. Δεν είναι, όμως, δομημένος ως ένας κατάλογος γεωγραφικών περιοχών ή φυλών ή βασιλικών οικογενειών. Έχει τη μορφή ενός καταλόγου πλοίων («νηών κατάλογος»),
Η αίσθηση των Ελλήνων πως είχαν αυτήν την προνομιακή σχέση με τη θάλασσα είναι επίσης έκδηλη στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν την κολύμβηση. Οι Αθηναίοι πίστευαν πως ήταν προσωπικό καθήκον του κάθε πατέρα να διδάξει στον γιο του ανάγνωση και κολύμβηση, έτσι ώστε η φράση η οποία χαρακτήριζε τον πλέον απαίδευτο τύπο ανθρώπου ήταν: «Δεν γνωρίζει ούτε να διαβάζει ούτε να κολυμπά». Μπορεί οι Ασσύριοι και οι Εβραίοι να απεικόνιζαν τους εχθρούς τους να πνίγονται, αλλά η πεποίθηση των Ελλήνων πως ήταν οι καλύτεροι κολυμβητές του κόσμου αποτελούσε στοιχείο του πυρήνα της συλλογικής τους ταυτότητας. Ένιωθαν πως αυτό είχε αποδειχτεί κατά τη διάρκεια των Μηδικών πολέμων, κατά τον πέμπτο αιώνα π.Χ., όταν πολλοί από τους εχθρούς τους πνίγηκαν- επίσης, οι Έλληνες τιμούσαν τον εξαιρετικό άθλο δύο άριστων δυτών -του Σκυλλία και της κόρης του Ύδνας— οι οποίοι σαμποτάρισαν από τον βυθό τον εχθρικό στόλο. Οι Έλληνες είχαν εξελίξει σε ένα ικανοποιητικά υψηλό επίπεδο την τέχνη των καταδύσεων, τόσο ώστε οι δύτες μπορούσαν να μείνουν για αξιοσημείωτα μεγάλο χρονικό διάστημα κάτω από την επιφάνεια του νερού, με τη βοήθεια αναποδογυρισμένων χυτρών που συγκροτούσαν αέρα και που τις έβαζαν πάνω τους.
Πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια, τον Ιούνιο του 1968, μια πανέμορφη απεικόνιση ενός δύτη ανακαλύφθηκε σε έναν τάφο των αρχών του πέμπτου αιώνα π.Χ., τον οποίο βρήκε η αρχαιολογική σκαπάνη στην Ποσειδωνία (λατινική ονομασία: Paestuni), στην περιοχή της νότιας Ιταλίας, που αποτελούσε ελληνική αποικία. Ο δύτης ήταν ζωγραφισμένος στο εσωτερικό μέρος της πλάκας επιστέγασης ενός ορθογώνιου τάφου. Στους τέσσερις τοίχους ήταν ζωγραφισμένες εξίσου όμορφες σκηνές που απεικόνιζαν ανθρώπους να ψυχαγωγούνται στα ανάκλιντρα ενός συμποσίου. Ο άντρας ο οποίος ήταν θαμμένος στον τάφο, περιτριγυρισμένος από τους συνδαιτυμόνες του στο συμπόσιο, θα μπορούσε πια να αντικρίζει για την αιωνιότητα την εικόνα ενός δύτη να αιωρείται μετέωρος ανάμεσα σε μια πέτρινη εξέδρα καταδύσεων και στο γαλαζωπό νερό στο οποίο θα βουτούσε από στιγμή σε στιγμή τα τεντωμένα του χέρια.
Κάποιοι είπαν πως αυτή η κατάδυση κρύβει ένα ερωτικό νόημα. Για κάποιους άλλους, η σκηνή της κατάδυσης είναι ένας μεταφορικός τρόπος για να αποδοθεί ο θάνατος, μέσα από το άλμα από τον γνωστό κόσμο προς τον άγνωστο, ανάμεσα στα πρωταρχικά στοιχεία, ίσως μάλιστα με την απόκρυφη ηχώ του ορφισμού ή της πυθαγόρειας φιλοσοφίας. Αλλά ο ζωγράφος μπήκε ακόμη στον κόπο να προσθέσει ένα ανεπαίσθητο μικρό γένι με ιδιαίτερα αραιωμένη μπογιά στο πιγούνι του δύτη. Ο δύτης είναι συγκινητικά νέος. Να έμοιαζε άραγε με τον αποθανόντα; Μήπως είχε απλώς υπάρξει περίφημος όσο ζούσε για την ικανότητά του στις καταδύσεις;
Οι ήρωες του ελληνικού μύθου, τους οποίους οι νέοι μάθαιναν να θαυμάζουν, ήταν εξέχοντες δύτες και κολυμβητές. Ο Θησέας, γιος του Ποσειδώνα και μυθικός θεμελιωτής της αθηναϊκής δημοκρατίας, απέδειξε το θάρρος του κατά το ταξίδι του στην Κρήτη προτού καν συναντήσει τον Μινώταυρο. Αποδέχτηκε μια πρόκληση να καταδυθεί στα θαλασσινά βάθη και να ξαναφέρει το δαχτυλίδι του Μίνωα, από το παλάτι του πατέρα του, του Ποσειδώνα. Αλλά ακόμη και ένας τέτοιος άθλος σαν του Θησέα ξεπεράστηκε από την πολύωρη κολύμβηση του Οδυσσέα μετά τη συντριβή της σχεδίας του. Χρησιμοποίησε την τραχιά δύναμη των μυών του για να αντισταθεί στην ορμή των κυμάτων που έσκαγαν στην ακτή της Σχερίας, και δεν πλησίασε την ακτή παρά μόνο όταν βρήκε ένα μέρος κατάλληλο για να βγει, χωρίς βράχια και ισχυρούς ανέμους.
Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν που οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν μεταφορές οι οποίες είχαν σχέση με τη θάλασσα, με πλοία και με ναυτικά ταξίδια για σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής τους. Στην Ίλιδα, ο στρατός των Αχαιών ορμά στη μάχη «όμοιος με κύμα που σηκώνεται ανταριασμένο από τη θάλασσα, κάτω απ’ του Ζέφυρου την πνοή». Η γυναίκα του Οδυσσέα, η Πηνελόπη, μετά τις δύο δεκαετίες της μοναξιάς της, βλέπει τον Οδυσσέα που έχει επιστρέψει όπως κοιτά με πόθο τη στεριά ο ναυαγός που κολυμπά στο πέλαγος, γιατί η αφρισμένη θάλασσα του τσάκισε το πλοίο του. Αλλά η ακροθαλασσιά είναι επίσης το μέρος στο οποίο συνηθίζουν να αποσύρονται για να σκεφτούν οι Έλληνες ήρωες, με φυσική συνέπεια ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται η διαδικασία του στοχασμού από τους Έλληνες να δανείζεται εικόνες από τη ναυτική και θαλασσινή ζωή. Ο Νέστορας, ο σοφός γέροντας συμβουλάτορας των Αχαιών στην Ιλιάδα, αντιμέτωπος με ένα στρατηγικό πρόβλημα στο πεδίο της μάχης, συλλογιζόταν σε βάθος τις εναλλακτικές λύσεις, «όμοιος με την απέραντη θάλασσα όταν σκοτεινιάζοντας σε μια στιγμή αθόρυβα φουσκώνει, προτού ακόμα σηκωθούν οι γρήγοροι πολύβουοι άνεμοι, όμως δεν παίρνει να κυλά από τη μια πλευρά ή απ’ την άλλη πριν ο πατέρας Ζευς την ανεμοθύελλα στο κρίσιμο φέρει σημείο». Ο βασιλιάς σε μια τραγωδία του Αισχύλου, αντιμέτωπος με μια πολύ κρίσιμη κατάσταση, δηλώνει ότι πρέπει να βυθιστεί στην περισυλλογή «όπως βυθίζεται ο δύτης στης θάλασσας τα βάθη». Το να διαβάσεις μια φιλοσοφική πραγματεία ήταν σαν να κάνεις ένα θαλασσινό ταξίδι· όταν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης έφτασε στο τέλος ενός μεγάλου και δυσνόητου βιβλίου, αναφώνησε με σαρδόνια ανακούφιση: «Επιτέλους, βλέπω στεριά!»
Η πρώτη γνωστή ελληνική γραμματεία, χρονολογούμενη από τον όγδοο προχριστιανικό αιώνα, ήδη μας παρουσιάζει ηθικά ζητήματα όπως η ενοχή και η υπευθυνότητα, να διερευνούνται σε ένα ιδιαίτερα προχωρημένο, πρωτο-φιλοσοφικό και σίγουρα πολιτικοποιημένο επίπεδο. Το δεύτερο εξέχον χαρακτηριστικό της νοοτροπίας των αρχαίων Ελλήνων που θα το συναντάμε πολύ συχνά είναι η καχυποψία απέναντι στην εξουσία, που βρήκε την έκφρασή της στην προηγμένη πολιτική τους ευαισθητοποίηση. Αυτό το χαρακτηριστικό θα το πραγματευτούμε ιδιαίτερα στο δεύτερο κεφάλαιο, «Η Δημιουργία της Ελλάδας». Στην Ιλιάδα, το δικαίωμα κάποιου -όποιο και να είναι αυτό- ατόμου ή κυρίαρχης ομάδας να καθορίζει τη δράση ολόκληρης της κοινότητας αμφισβητείται περισσότερες από μία φορές, από τα μέλη του στρατού των Αχαιών στην Τροία. Όταν ο Αχαιός οπλίτης Θερσίτης, ο οποίος δεν είναι βασιλιάς, θέλει να πείσει τους συμπατριώτες του που πολεμούν κάτω από τα τείχη της Τροίας να επιστρέψουν στα σπίτια τους, μαθαίνουμε από τον ποιητή ότι χρησιμοποιεί τη συνήθη τακτική του να «τα βάζει με τους βασιλείς». Προσπαθεί να κάνει τους άλλους να γελάσουν με τους αρχηγούς τους. Αλλά ο Οδυσσέας ταπεινώνει τον Θερσίτη κατορθώνοντας να στρέψει τον χλευασμό των οπλιτών εναντίον του αμφισβητία παρά εναντίον του αρχηγού τους, του Αγαμέμνονα. Παρόλο που η ανταρσία του Θερσίτη αποτυγχάνει, από μόνο του το γεγονός ότι η κριτική του στα προνόμια του Αγαμέμνονα συμπεριλαμβάνεται στην Ιλιάδα εξυψώνει το ακροατήριο της επικής αφήγησης στο επίπεδο της πολιτικής συνειδητοποίησης.
Οι ηγέτες αποτελούν κατά κανόνα αντικείμενο διερεύνησης για τους Έλληνες συγγραφείς, και συχνά κρίνονται ανεπαρκείς. Ο Οδυσσέας αντιμετωπίζει μια παραλίγο ανταρσία στην Οδύσσεια, στο νησί της Κίρκης. Έχει στείλει μια αναγνωριστική αποστολή είκοσι δύο άντρων, με αρχηγό τον Ευρύλοχο, ο οποίος επιστρέφει μόνος του για να αναφέρει πως όλα τα άλλα μέλη του αποσπάσματος μεταμορφώθηκαν σε χοίρους. Ο Ευρύλοχος, επαρκώς ορθολογικός ο ίδιος, αποθαρρύνει τους εναπομείναντες του πληρώματος να πάρουν ένα παρόμοιο ρίσκο και απευθύνει μια αυστηρή μομφή στον Οδυσσέα. Ακόμη και οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι είχαν βασιλικό πολίτευμα, στέκονταν καχύποπτοι απέναντι σε άρχοντες που εξασφάλιζαν για τον εαυτό τους μεγάλη εξουσία και προνόμια. Όταν δύο νεαροί Σπαρτιάτες, ο Σπερθίας και ο Βουλές, πήγαν ως ένα είδος πρεσβευτών στον Πέρση μονάρχη, του οποίου η αυλή υπάκουε σε αυστηρή ιεραρχία και εξεζητημένα πρωτόκολλα, οι αυλικοί επιχείρησαν να τους πείσουν να κάνουν μπροστά του το υποχρεωτικό προσκύνημα «salaam». Οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν κατηγορηματικά, εξηγώντας στους Πέρσες ότι οι Έλληνες τόσο μεγάλες τιμές επιφύλασσαν μόνο στους θεούς τους, και ότι σε κάθε περίπτωση δεν ήταν αυτός ο σκοπός της επίσκεψής τους.
Το αναμφισβήτητο ατίθασο στοιχείο στην ελληνική ιδιοσυγκρασία μάς κάνει να αναρωτιόμαστε αν το μοιράζονταν επίσης και οι γυναίκες. Στις κλασικές δημοκρατίες, όπου η επαναστατική τάση ενεργοποιείται και θεσμικά, υπάρχουν ενδείξεις που στηρίζουν μια τέτοια άποψη. Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι στη διάρκεια της στάσης στην Κέρκυρα, οι γυναίκες που ανήκαν στις δημοκρατικές οικογένειες σκαρφάλωναν στις στέγες των σπιτιών τους συνεισφέροντας στον αγώνα και εκσφενδονίζοντας κεραμίδια στα κεφάλια των ολιγαρχικών αντιπάλων τους, από κάτω. Οι λόγοι οι οποίοι σώζονται από τα αρχαία δικαστήρια μας δείχνουν ότι παρόλο που τα δικαιώματά τους ήταν υπερβολικά περιορισμένα, οι γυναίκες επιχειρούσαν με συγκεκριμένους ή πλάγιους τρόπους να αυξήσουν την επιρροή τους. Ίσως οι άντρες στην αρχαία Ελλάδα να είχαν θελήσει τις γυναίκες τους πειθήνιες και αποτραβηγμένες. Αλλά η ένταση και η συχνότητα με τις οποίες διατύπωναν αυτό το ιδεώδες για τις γυναίκες, μαρτυρούν πως εκείνες δεν το συμμερίζονταν πάντοτε.
Το πώς οι Έλληνες συνταίριαζαν την καχυποψία τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία με τη σχεδόν ολοκληρωτική αποδοχή εκ μέρους τους της δουλείας, αποτελεί σίγουρα μια πρόκληση. Ίσως, όμως, και να είναι ακριβώς αυτή η παράδοξη σύνδεση ανάμεσα στην ατίθαση τάση των Ελλήνων και στην κατοχή εκ μέρους τους δούλων που τους οδήγησε στο να εκτιμήσουν τόσο πολύ την ατομική ελευθερία. Η ελληνική λέξη «ελευθερία» σημαίνει το ακριβώς αντίθετο της λέξης «δουλεία». Και δήλωνε εξίσου τη συλλογική ελευθερία από την ηγεμονία κάποιου άλλου λαού, όπως λόγου χάρη των Περσών, αλλά και την ατομική ελευθερία. Ακόμη και οι φτωχότεροι πολίτες των ελληνικών πόλεων κατείχαν τα πολύτιμα δικαιώματα των ελεύθερων ανθρώπων, την ίδια ελευθερία την οποία θα έχαναν αν υποδουλώνονταν. Ακόμη περισσότερο, ο φόβος της υποδούλωσης ήταν μια πάντοτε παρούσα πραγματικότητα για κάθε άνθρωπο της αρχαιότητας· το πρώτο χρονικά σωζόμενο παράδειγμα ιδιωτικής επιστολής γραμμένης από Έλληνα είναι η απελπισμένη ικεσία ενός πατέρα, που κινδυνεύει να χάσει την ελευθερία του και να του αφαιρεθεί η περιουσία του, προς τον γιο του Πρωταγόρα. Γράφτηκε σε μια πλάκα από μόλυβδο από έναν άνθρωπο ο οποίος ζούσε στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου, στις απαρχές του πέμπτου αιώνα π.Χ. Πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο μια κοινωνία η οποία δεν έχει στον πυρήνα της την κατοχή δούλων, θα μπορούσε ποτέ να γεννήσει μια τόσο καθοριστική σύλληψη της ατομικής ελευθερίας.
Η ιδέα της ατομικής ελευθερίας αποτελεί και τη βάση του τρίτου χαρακτηριστικού των αρχαίων Ελλήνων, που υπήρξε οργανικό στοιχείο της πνευματικής προόδου τους: μια ισχυρή αίσθηση της ατομικής ανεξαρτησίας, που ευνοούσε τον ξεχωριστό χαρακτήρα του κάθε ατόμου και την ατομικότητα γενικά, και την οποία διερευνώ στο τρίτο κεφάλαιο, σε συσχετισμό με την περίοδο του αποικισμού και της αντικατάστασης των μοναρχών από τυράννους. Σε μια πραγματεία του με τίτλο Περί Αέρων, Υδάτων, Τόπων, ο ιατρός και συγγραφέας ιατρικών πραγματειών Ιπποκράτης υποστήριζε πως οι διαφορές ως προς τη φυσιολογία μεταξύ των ατόμων μέσα στην Ευρώπη (και κυρίως στον ελλαδικό χώρο) και σε αντίθεση κυρίως με τα άτομα του ασιατικού χώρου, συνδέονταν με τις πιο ακραίες διαφοροποιήσεις μεταξύ των κλιματικών και γεωλογικών συνθηκών. Αυτές οι ακραίες διαφοροποιήσεις, υποστήριζε ο Ιπποκράτης, παράγουν ατίθασα χαρακτηριστικά, σωματική και ψυχολογική αντοχή, ετοιμότητα να παίρνει κανείς ρίσκα για την ατομική του πρόοδο αλλά όχι για λογαριασμό κάποιου άλλου, ανεξαρτησία πνεύματος και έλλειψη ανοχής απέναντι στους βασιλείς.
Το έργο του Ησιόδου Θεογονία, ίσως το αρχαιότερο σωζόμενο ελληνικό ποίημα από τα τέλη του όγδοου ή τις αρχές του έβδομου προχριστιανικού αιώνα, ξεκινά με την προτροπή σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο «αρχώμεθ’ αείδειν» («ας αρχίσουμε να υμνούμε»). Σύντομα, όμως, μαθαίνουμε το όνομα του Ησιόδου, στον οποίο οι Μούσες «δίδαξαν ωραίο άσμα, σαν τα κοπάδια του έβοσκε κάτω από τον ιερό Ελικώνα». Δυο στίχους παρακάτω, το όνομα «Ησίοδος» αντικαθίσταται πια από την προσωπική αντωνυμία: «και αυτόν τον λόγο πρώτα μου είπαν οι θέαινες...» Τα τραγούδια των λυρικών ποιητών του έβδομου και έκτου αιώνα πολύ συχνά αναφέρονται στο όνομα, στην προσωπικότητα και την ατομικότητα του δημιουργού τους. Ο Αρχίλοχος, ο οπλίτης, κάνει ποίημα τις ίδιες τις ατομικές προτιμήσεις του όσον αφορά στον στρατηγό που θα έχει: «Δεν θέλω ψηλός να είναι ο στρατηγός μου οΰτε να περπατά καμαρωτά, ούτε τον θέλω καλοχτενισμένο, στην τρίχα ξυρισμένο, αλλά μικρόσωμος ας είναι και με στραβές τις κνήμες, όμως στα πόδια του γερά να στέκει και γενναία ψυχή να έχει». Η Σαπφώ μας λέει το όνομά της, μας μιλά για όλα όσα νιώθει αντικρίζοντας τον αγαπημένο της, κι ακόμη μας πληροφορεί ότι έχει μια πολυαγαπημένη κόρη που ονομάζεται Κλείς. Η συνειδητή αυτή και εκδηλωμένη θεώρηση του ατομικού «εγώ» αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο στους πλατωνικούς διαλόγους και γενικά μέσω της ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία όλο και πιο έντονα παρότρυνε τους ανθρώπους να αναπτύσσουν τον εσωτερικό τους εαυτό ως ηθικό υποκείμενο της δράσης. Αυτό εν ευθέτω χρόνω παρήγαγε και τα πρώτα σωζόμενα παραδείγματα προσωπικών κειμένων τα οποία συγκροτήθηκαν και διατηρήθηκαν ως τέτοια, όπως είναι, για παράδειγμα, Τα Ες Εαυτόν του Ρωμαίου αυτοκράτορα και στωικού φιλοσόφου Μάρκου Αυρηλίου.
Αυτές οι δύο επιτακτικές αναγκαιότητες, από τη μια να υποβάλλονται οι ηγέτες σε κριτική και από την άλλη να τιμάται η ισχυρή ατομικότητα, μερικές φορές έρχονταν σε αντίθεση μεταξύ τους. Η αντίθεση αυτή εκφράζεται σε μια άλλη από το τεράστιο πλήθος των ναυτικών εικόνων που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης, έτσι όπως μας παρουσιάζεται στα έργα του Πλάτωνα, που είναι ο γενικά αναγνωρισμένος ιδρυτής της δυτικής φιλοσοφίας. Παρόλο που δεν επινόησε αυτός τη μεταφορά, πάντως ο Πλάτωνας αποδίδει στον Σωκράτη το πιο φημισμένο παράδειγμα παρομοίωσης μιας πολιτείας με πλοίο. Αν θέλουμε να αποφύγουμε την ανταρσία, απαιτείται να έχει το πλοίο έναν και μοναδικό καπετάνιο (ένα άτομο) για να το οδηγεί (να το «κυβερνά», όρος από τη ρίζα του οποίου προέρχεται και το «govern» των λατινογενών γλωσσών). Όμως αυτός ο καπετάνιος θα πρέπει να διαθέτει άριστη κατάρτιση σε πολλά γνωστικά πεδία. Όταν οι Έλληνες φαντάζονταν τον Δία να κυβερνά τον κόσμο, μερικές φορές τον σκέφτονταν ως τον «πηδαλιούχο» του Ολυμπου, όπως στον Όμηρο μας παρουσιάζεται να κάθεται «στους μπροστινούς πάγκους», σαν ο Όλυμπος να ήταν πλοίο. Και δεν ήταν μόνο η πολιτική φιλοσοφία που ενέπνεε τέτοιες αναλογίες προς τον ναυτικό βίο: το ίδιο συνέβαινε και με την κοσμολογία και την εσχατολογία αργότερα. Οι Έλληνες φαντάστηκαν το σύμπαν να είναι δομημένο σαν τεράστια τριήρης. Στο πιο κρίσιμο σημείο της πλατωνικής Πολιτείας, ο Σωκράτης αφηγείται την ιστορία του Ηρός, ο οποίος επισκέφθηκε τον τόπο στον οποίο πηγαίνουν οι ψυχές μετά τον θάνατο, προτού με τρόπο θαυμαστό ο ίδιος επιστρέψει στη ζωή. Η περιγραφή που δίνει ο Ηρ για το σύμπαν είναι πως συγκρατείται από μια απολύτως ευθυτενή κολόνα φωτός, η οποία διαπερνά σαν κεντρικός άξονας τον ουρανό και τη γη, και τα δένει στη θέση τους όπως δένουν την τριήρη τα κεντρικά υποζώματά της.
Το ανήσυχο πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων -δηλαδή το τέταρτο καθοριστικό χαρακτηριστικό τους, που θα το πραγματευτούμε σε συσχετισμό με την εμφάνιση των πρώτων επιστημόνων και φιλοσόφων στο τέταρτο κεφάλαιο— ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την εμπειρία τους από τα θαλασσινά ταξίδια. Το ταξίδι με πλοίο δεν αντιπροσωπεύει μόνο την κατανόηση της λειτουργίας μιας στοιχειακής φυσικής δύναμης («καθαρή» επιστήμη) αλλά και την πρακτική εφαρμογή της («εφαρμοσμένη» επιστήμη). Το ταξίδι είναι η αρχαιότερη ανθρώπινη επινόηση που τιθασεύει μια μη ζωική δύναμη η οποία απαντά στη φύση για να εξασφαλίσει ενέργεια, και παρέμεινε έτσι μέχρι την εφεύρεση του νερόμυλου, σχεδόν σίγουρα από έναν Έλληνα περί τα τέλη του τρίτου αιώνα π.Χ. Η ενέργεια χάρη στην οποία μπορούσε ένα πλοίο να πλεύσει ενθάρρυνε τους Έλληνες να πιστέψουν πως επρόκειτο για κάτι ζωντανό, σαν ένα πελώριο ζώο στη ράχη του οποίου ίππευαν και από την οποία είχαν προνομιακή θέα στον παραθαλάσσιο κόσμο που περνούσε από δίπλα τους σαν αστραπή και στις πόλεις κατά μήκος της ακτής. Τα αρχαία ελληνικά πλοία είχαν όλα τους ζωγραφισμένο ένα μάτι -ή και περισσότερα-, έθιμο το οποίο ανάγεται πολύ παλιά, στην ύστερη εποχή του χαλκού. Κατά τον έκτο αιώνα, τα αττικά μελανόμορφα αγγεία απεικονίζουν συχνά ένα πολεμικό πλοίο, εφοδιασμένο στην πλώρη με επιθετικό έμβολο που μοιάζει με αγριόχοιρο. Σε αυτά, το μάτι του πλοίου είναι το μάτι ενός επιτιθέμενου άγριου ζώου το οποίο διασχίζει ορμητικά την τρικυμισμένη θάλασσα σαν να διασχίζει τα χαμόκλαδα του δρυμού για να αποκρούσει τους εχθρούς του με τους απειλητικούς του χαυλιόδοντες. Όμως σε άλλες αγγειογραφίες τα πλοία αναπαρίστανται με δύο τεράστια, καθηλωτικά μάτια εκατέρωθεν της πλώρης, μόλις λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του νερού. Το πλοίο που έχει μάτια και βλέπει είναι ζωντανό, παρατηρεί και επαγρυπνεί, συγκεντρώνοντας, καθώς γλιστρά στα κύματα, πληροφορίες τόσο από τον βυθό όσο και από τον κόσμο επάνω από την επιφάνεια του νερού.
Όμως οι Έλληνες δεν ήταν ούτε οι πρώτοι ούτε οι πιο επιδέξιοι ναυτικοί της Μεσογείου. Θα είχαν δει τα τεράστια κεφάλια αλόγων που κοσμούσαν τις πλώρες των πλοίων με τα οποία ταξίδευαν οι Ανατολικοί και Νότιοι ναυτικοί ανταγωνιστές τους, οι Καναανίτες, και ίσως αυτό ενέπνευσε και τους ίδιους να συνδέσουν τον δικό τους θαλασσινό θεό, τον Ποσειδώνα, με τα άλογα. Οι Φοίνικες είχαν ήδη γίνει πρωτοπόροι στους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου. Ξεκινώντας από την Εγγύς Ανατολή είχαν ιδρύσει λιμάνια-αποικίες ώστε να ασφαλίσουν τους δρόμους από τους οποίους μεταφέρονταν τεράστια φορτία μετάλλων με αργά, καλοζυγισμένα και κοίλα εμπορικά πλοία, τα οποία μπορούσαν έτσι να αράζουν στην Κύπρο, την Καρχηδόνα, τη Σαρδηνία, και πιο δυτικά ως την ατλαντική ακτή της Ισπανίας. Πάντοτε αναζητούσαν καινούριες πηγές ξυλείας για να διατηρούν τον στόλο τους και εξελίχθηκαν σε ατρόμητους εξερευνητές και ναυτικούς μακρινών αποστάσεων: γύρω στο 600 π.Χ., σύμφωνα με μια πηγή που αναφέρει ο κλασικός Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος, οι Φοίνικες είχαν πλεύσει ακόμη και γύρω από την Αφρική.
Το μυστήριο της τόσο μεγάλης και γρήγορης πνευματικής άνθησης των Ελλήνων κατά τον όγδοο αιώνα και έκτοτε ίσως και να κείτεται στα θαλασσινά βάθη, σε φοινικικά ναυάγια τα οποία μένει ακόμα να ανακαλυφθούν. Οι Φοίνικες ήταν εφευρετικοί και επινοητικοί όσον αφορά στην τεχνολογία, οι μόνοι ανάμεσα στους σημιτικούς λαούς που έγιναν εξαιρετικοί ποντοπόροι. Όπως οι Έλληνες, ζούσαν κι εκείνοι σε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη και έχτιζαν πόλεις-λιμάνια κατά μήκος της εύφορης ημισελήνου - Σιδώνα και Τύρος, Βύβλος και Βηρυτός. Όπως και οι Έλληνες, οι Φοίνικες υπήρξαν πάντοτε έμπειροι και εκλεκτικοί στα πολιτισμικά τους δάνεια- τα σωζόμενα έργα τέχνης του πολιτισμού τους —σκαλιστά ελεφαντόδοντα, μεταλλικά μπολ, λίθινα μνημεία, κεραμικές μάσκες— είναι αναγνωρίσιμα ως δικά τους ακριβώς επειδή το στιλ είναι μια τόσο εκλεκτική ανάμειξη ελληνικών, ασσυριακών και κυρίως αιγυπτιακών ιδιαίτερων στοιχείων.
Παράλληλα με τον Βάαλ, η προεξέχουσα θεότητά τους ήταν ο Μελκάρθ, ένας θηρευτής με ιδιαίτερη ισχύ επάνω στη θάλασσα, τον οποίο οι Έλληνες ταύτιζαν μερικές φορές με τον δικό τους Ηρακλή. Ο Ηρόδοτος αποκαλεί μάλιστα έναν ναό που επισκέφθηκε στην Τύρο και ήταν αφιερωμένος στον Μελκάρθ, «ναό του Ηρακλή». Μέσα στον ναό ο Ηρόδοτος είδε δυο ιερούς κίονες από χρυσό και σμαράγδι, και μερικοί μελετητές υποστηρίζουν πως οι διπλοί κίονες αποτελούν ένα διακριτικό σύμβολο της φοινικικής θρησκείας, που το μιμήθηκε ο Σολόμωντας στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ. Ο Ιουδαίος μονάρχης κάλεσε τον Χιράμ από την Τύρο, αρχιτέκτονα και κτίστη, ο οποίος «έφτιαξε δύο κίονες από μπρούντζο, με ύψος δεκαοκτώ πήχεις ο καθένας», για να τους στήσει στα προπύλαια του ναού (I Βασιλείς 7:15). Οι χαρακτηριστικοί διπλοί κίονες μπορούν ίσως ακόμη και να εξηγούν την προέλευση της ιδέας των Ηράκλειων Στηλών στο Γιβραλτάρ. Θα μπορούσε ακόμη, αν και αυτό δεν γίνεται να αποδειχτεί, πίσω από τις αφηγήσεις για τους άθλους του Ηρακλή να υπάρχουν άγνωστες φοινικικές διηγήσεις. Οι άθλοι του Ηρακλή στη μακρινή Δύση είναι τα μήλα των Εσπερίδων και τα βόδια του Γηρυόνη. Μάλιστα, το πόσο μακριά έγινε ο δεύτερος από αυτούς υπογραμμίζεται από τους τρόπους που χρησιμοποίησε ο Ηρακλής για να φτάσει ως εκεί - χρησιμοποιεί κάποιο είδος πλεούμενου, αλλά είναι εξίσου πιθανόν να ταξίδεψε μέσω του αέρα και όχι μέσω της θάλασσας, αφού το πλεούμενο αυτό του το παραχώρησε ο Ήλιος. Όταν οι Έλληνες άρχισαν να σκέφτονται σχετικά με το πέρας του γνωστού σ’ εκείνους κόσμου, η φαντασία τους, όπως συχνά συνέβαινε, ανέμειξε το θαλασσινό ταξίδι με το εναέριο. Η ανάμειξη αυτή υποβοηθήθηκε από την ορατή ομοιότητα ανάμεσα σε ένα πλοίο που προχωρούσε με σειρές γυαλιστερών κουπιών και το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα των πλουμιστών φτερών των πτηνών - μια παρομοίωση, άλλωστε, που αγαπά η ελληνική ποίηση.
Οι Έλληνες θα μπορούσαν να έχουν πάρει κάποιες από τις σχετικές με τους άθλους του Ηρακλή διηγήσεις από ιστορίες που αφηγούνταν οι Φοίνικες σχετικά με εξορμήσεις δικές τους ή του θεού τους Μελκάρθ. Υπάρχουν, όμως, και σημαντικά εμπόδια στο να κατανοήσουμε μια τέτοια σχέση ανάμεσα στον ελληνικό και τον φοινικικό πολιτισμό. Κάποιοι, για παράδειγμα, ισχυρίζονται πως οι Έλληνες έμαθαν όλα όσα ήξεραν σχετικά με τα πλεούμενα από τους Φοίνικες. Μερικές φορές προσπαθούν να το αποδείξουν με στοιχεία τα οποία αντλούν από ένα εγκώμιο της επινοητικότητας των Φοινίκων, γραμμένο τον τέταρτο αιώνα π.Χ. από τον Έλληνα Ξενοφώντα. Σε αυτό, ένας άνθρωπος εξηγεί την αρετή της οικιακής τάξης:
Η πιο ευχάριστη και ακριβής τακτοποίηση εξοπλισμού που είδα ποτέ μου, Σωκράτη, ήταν όταν με ξενάγησαν σε ένα από τα μεγάλα φοινικικά εμπορικά πλοία. Είδα μια τεράστια ποσότητα εφοδίων, να είναι αποθηκευμένα ξεχωριστά ανάλογα με το είδος τους σε όσο το δυνατόν μικρότερους χώρους... Διότι ένα πλοίο χρειάζεται μια πολύ μεγάλη ποσότητα από ξύλινα εργαλεία και σκοινιά προκειμένου να μετακινηθεί και να συρθεί στη θάλασσα- και για την πλεύση του χρειάζεται μια τεράστια ποσότητα από αυτό που ονομάζουν αρματωσιά, και πρέπει να είναι εξοπλισμένο με πολλούς και διάφορους μηχανισμούς ώστε να μπορεί να προστατευτεί από άλλα εχθρικά πλοία, όπως επίσης και με όπλα που είναι απαραίτητα στα μέλη του πληρώματος για να μάχονται. Κι ύστερα, υπάρχουν και όλα τα μαγειρικά σκεύη τα οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν και στο σπίτι τους, και είναι απαραίτητα για τα συσσίτια εν πλω.
Αλλά αυτή η γεμάτη θαυμασμό περιγραφή του εσωτερικού του πλοίου δεν σημαίνει και ότι οι Έλληνες αντέγραψαν κατά γράμμα τα επιτεύγματα των Φοινίκων όσον αφορά στη ναυπηγική. Καμία από τις ελληνικές λέξεις για τα μέρη του πλοίου δεν έχει σημιτική ρίζα. Πρόσφατα, μάλιστα, οι ιστορικοί της ναυτιλίας πρότειναν μια αναθεωρημένη άποψη, σύμφωνα με την οποία οι δύο αυτοί λαοί είχαν εμπλακεί σε μια ανταγωνιστική κούρσα για να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο στη ναυτιλία, που κράτησε αιώνες. Αναπόφευκτα, αυτός ο ανταγωνισμός ενείχε αμοιβαίες μιμήσεις.
Η κρίσιμη τεχνολογική καινοτομία έλαβε χώρα τον όγδοο αιώνα π.Χ. Κατά τους προηγούμενους αιώνες, τόσο στα πλοία των Ελλήνων όσο και στων Φοινίκων η κωπηλασία γινόταν από ένα και μοναδικό κατάστρωμα, στο άνω άκρο του πλεούμενου. Αφού, όμως, πρόσθεσαν μια αποβάθρα στην οποία είχαν τη δυνατότητα να στέκονται οπλισμένοι ναύτες, οι αρχαίοι ναυπηγοί συνειδητοποίησαν πως θα μπορούσαν να προσθέσουν και ένα ακόμη επίπεδο για κωπηλάτες, με μακρύτερα κουπιά: έτσι δημιουργήθηκε η διήρης. Το πλοίο μπορούσε να ταξιδεύει πολύ πιο γρήγορα χωρίς να έχει γίνει ούτε πιο μακρύ ούτε πιο δύσκολο στον χειρισμό του. Δεν μπορούμε, όμως, να ξέρουμε αν ήταν ένας ελληνικός ή ένας φοινικικός νους που έκανε πρώτος τη σπουδαία ανακάλυψη. Υπάρχουν επίσης αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με την εμφάνιση του πλοίου με τρεις σειρές κουπιών, που ονομάστηκε τριήρης, μια αναγκαία προϋπόθεση της γρήγορης ανάπτυξης της ελληνικής ναυσιπλοΐας κατά τον πέμπτο αιώνα π.Χ., και συνακόλουθα και της αθηναϊκής ηγεμονίας. Κάποιοι Έλληνες εκείνων των καιρών ισχυρίζονταν πως η τριήρης ήταν εφεύρεση ενός Κορινθίου ονόματι Αμεινοκλή, ενώ μεταγενέστερες πηγές υποστηρίζουν πως οι Έλληνες δανείστηκαν την ιδέα από τους Φοίνικες της Σιδώνας.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε τι υποστήριζαν οι ίδιοι οι Φοίνικες είτε της Εγγύς Ανατολής είτε από την αποικία τους στην Καρχηδόνα, όπου μάλιστα υπήρχε μια βιβλιοθήκη η οποία καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. Αυτό είναι απογοητευτικό, καθώς οι Φοίνικες όπως και οι Καρχηδόνιοι απόγονοί τους ήταν εγγράμματοι. Ο Άγ. Αυγουστίνος έγραφε κατά τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., όταν ακόμα υπήρχαν Φοίνικες στους δρόμους της βόρειας Αφρικής, ότι «αρκετοί μελετητές επιμένουν πως υπήρχε πολλή αρετή και σοφία στα βιβλία των Καρχηδονίων». Αν και οι πρώτοι Καναανίτες της Ουγκαρίτ κατά τα τέλη της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετίας κατέγραψαν μύθους και αφηγηματική ποίηση, κυρίως έναν κύκλο κειμένων σχετικών με τον Βάαλ, όπως επίσης και αρχεία της καθημερινής ζωής τους, η σχέση αυτών των κειμένων με τους κατοπινούς Φοίνικες παραμένει ασαφής. Η αποτυχία των Φοινίκων της Καρχηδόνας να αφήσουν σημαντικά καταγεγραμμένα αρχεία της ζωής τους για να διαβαστούν από τους μεταγενέστερους ιστορικούς στάθηκε αιτία ακόμη και μιας παρανοϊκής μυθοπλασίας που τους θέλει να είχαν υιοθετήσει μια πολιτική αποκρυφισμού.
Ελάχιστες φράσεις στην αρχαία φοινικική σώζονται σήμερα. Ένας βασιλιάς ονόματι Κιλαμούβα (Kilamuwa) άφησε μια επιγραφή κοντά στο σύνορο που χωρίζει τη σύγχρονη Τουρκία από τη Συρία. Η επιγραφή χρονολογείται από τον ένατο αιώνα π.Χ., αποτελείται πιθανώς από στίχους και αφηγείται πώς ο ίδιος προστάτευσε τον λαό του. Στους Πύργους, βόρεια της Ρώμης, υπάρχει χαραγμένη επάνω σε φύλλα χρυσού μια επιγραφή, στα ετρουσκικά και στα φοινικικά συγχρόνως. Πρόκειται για μια αφιέρωση η οποία χρονολογείται περίπου στο έτος 500 μ.Χ, σε μια φοινικική θεά. Αλλά δεν αρκεί ώστε να έχουμε έναν διάλογο με τους Φοίνικες — όπως δεν μπορούμε να έχουμε έναν τέτοιο διάλογο με τους περισσότερους λαούς της Εγγύς Ανατολής. Το μοναδικό κείμενο που θα μπορούσε να αποτελεί αυθεντική μετάφραση ενός κειμένου το οποίο είχε αρχικά γραφτεί στα φοινικικά, είναι ένα αρχαίο ελληνικό γραπτό. Το ίδιο το κείμενο περιέχει τον ισχυρισμό πως αποτελεί μετάφραση μιας πραγματείας σχετιζόμενης με ένα ταξίδι το οποίο έγινε τον πέμπτο αιώνα π.Χ.: «Περίπλους τον Άννωνος, Βασιλιά των Καρχηδονίων, στις Περιοχές της Αφρικής πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες, αφιερωμένος στον Ναό του Βάαλ από τον ίδιο τον Βασιλιά». Το πρώτο ήμισυ κατονομάζει μέρη τα οποία μπορούν ακόμα να αναγνωριστούν στο Μαρόκο. Στο δεύτερο ήμισυ συναντάμε μια φανταστική εθνογραφία, η οποία αναφέρεται στο γδαρμένο δέρμα κάποιων τριχωτών γυναικών, και είναι ακριβώς η πηγή στην οποία οφείλουμε τον ζωολογικό όρο «γορίλας». Η αυθεντικότητα όπως και η χρονολόγηση του έργου έχουν αμφισβητηθεί έντονα, παρόλο που δεν υπάρχει λόγος να μη δεχτούμε ότι περιέχει τουλάχιστον έναν απόηχο από το πρωτότυπο και γραμμένο στην καρχηδονιακή γλώσσα ταξιδιωτικό χρονικό του Άννωνος του Θαλασσοπόρου.
Αυτό το οποίο σκοτεινιάζει περισσότερο την εικόνα είναι η αμφιθυμία των Ελλήνων -όπως και των Ρωμαίων- απέναντι στις νοτιότερες ναυτικές υπερδυνάμεις. Πίστευαν πως η φοινικική γλώσσα ηχούσε κωμικά και σε κάποιες κωμωδίες τους απαντώνται χαρακτήρες που τη μιλούν με μια ασυνάρτητη μακρηγορία (όπως για παράδειγμα στην κωμωδία του Λατίνου Πλαύτου Ο Μικρός Καρχηδόνιος, που λένε πως είχε γραφεί με πρότυπο μια αρχαιότερη ελληνική κωμωδία). Οι Ρωμαίοι πίστευαν πως η φοινικική γλώσσα είχε μαγικές δυνάμεις και μερικές φορές έγραφαν κατάρες σε μια ψευδο-φοινικική διάλεκτο. Στην ελληνική πάλι γραμματεία, οι Φοίνικες παρουσιάζονται ακόμη και με αντιφατικούς τρόπους. Οι ομηρικοί Φοίνικες, με αρκετά ρεαλιστικό τρόπο, είναι έμποροι θαλασσοπόροι, αν και ίσως ο Όμηρος να τους αδικεί όταν υπονοεί πως είναι λιγότερο ηθικοί από τους Έλληνες. Κάποιος απόηχος των Φοινίκων ενδεχομένως να υπάρχει και στη φανταστική πλατωνική αφήγηση για την Ατλαντίδα, τη χώρα του Ποσειδώνα και κέντρο μιας ομοσπονδιακής θαλασσοκρατορίας η οποία δέσποζε κάποτε στη Μεσόγειο, από τις Ηράκλειες Στήλες και πέρα. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες τον φοινικικό πολιτισμό ενέπνευσε τη σε κάποιο βαθμό εξωπραγματική χώρα των Φαιάκων στην Οδύσσεια οι κάτοικοί της ήταν εξαιρετικοί ποντοπόροι που μπορούσαν να ταξιδέψουν από τη Σχερία στην κεντρική Ελλάδα και να επιστρέψουν σε μία μόνο ημέρα. Σε ένα συναρπαστικό χωρίο, ο βασιλιάς των Φαιάκων Αλκίνοος (του οποίου το όνομα δηλώνει την αλκή του νου), γιος του Ναυσιθόου (του γρήγορου στα ναυτικά ταξίδια), λέει στον Οδυσσέα πως τα δικά τους πλοία διαθέτουν νου και συνείδηση και βρίσκουν από μόνα τους τον δρόμο τους στο πέλαγος: «Διότι δεν έχουν τα πλοία των Φαιάκων κυβερνήτες και πηδάλια σαν όλα τα άλλα πλοία, μα μόνα τους κατέχουν των ανθρώπων τη βούληση και τη σκέψη, και γνωρίζουν τον δρόμο για όλες τις ελληνικές πόλεις και για τα γόνιμα χωράφια». Αυτοί οι στίχοι κάνουν και ένα ηχητικό παιχνίδι με τις ελληνικές λέξεις «νήες» (πληθυντικός της λέξης «ναυς» που σημαίνει πλοίο) και «νους», που αμφότερες αρχίζουν με το γράμμα «ν» και τελειώνουν με «ς». Θα μπορούσαν μάλιστα, στο πολύ μακρινό παρελθόν, να είχαν και οι δυο προέλθει από μια κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα.
Οι Έλληνες σίγουρα θεωρούσαν πως οι Φοίνικες τους είχαν διδάξει σημαντικές δεξιότητες. Ερμηνεύοντας την υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου έλεγαν πως το είχε εισαγάγει στην Ελλάδα ο Κάδμος, ο ιδρυτής των Θηβών. Και θυμούνταν-ή έτσι αποφάσισαν- ότι ο Κάδμος είχε έρθει από τη Φοινίκη. Οι Έλληνες έλεγαν επίσης πως οι σοφοί τους είχαν σχέσεις με τους Φοίνικες, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου φιλοσόφου στην παγκόσμια ιστορία, του Θαλή του Μιλήσιου. Για τον Θαλή λέγεται επίσης πως είχε γράψει σχετικά με τη ναυσιπλοΐα με βάση τα αστέρια, ενώ στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας επίπονες προσπάθειες για να δικαιολογηθεί η άποψη πως οι αρχές της λογικής σκέψης προέρχονται από τους Φοίνικες στηρίχτηκαν στις ναυτικές ικανότητες των τελευταίων. Ο Έλληνας γεωγράφος Στράβων επέμενε πως η επιδεξιότητα των Φοινίκων στη ναυσιπλοΐα ήταν συνδεδεμένη με τη γέννηση της επιστήμης και της λογικής σκέψης. «Είναι φιλόσοφοι, αστρονόμοι και μαθηματικοί, που ξεκίνησαν τις μελέτες τους από πρακτικούς υπολογισμούς και βραδινές πλεύσεις, καθώς καθένας από αυτούς τους γνωστικούς κλάδους ενδιαφέρει πολύ τόσο τον έμπορο όσο και τον πλοιοκτήτη». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Έλληνες συνέδεσαν σε βάθος τα άστρα με τη ναυσιπλοΐα. Είχαν μαγνητίτη και μέταλλα, αλλά για πολύ καιρό δεν είχαν πυξίδες, και αυτός είναι ο λόγος που ο Οδυσσέας και οι εταίροι του ταξιδεύουν κυρίως νύχτα, χαράζοντας την πορεία τους με βάση τα άστρα. Αλλά δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου σίγουροι κατά πόσο είχαν μάθει από τους Φοίνικες σχετικά με τη ναυσιπλοΐα, την αστρονομία και τους μαθηματικούς υπολογισμούς.
Στο πρόσωπο του Οδυσσέα οι Έλληνες έβλεπαν έναν λαμπρό ήρωα και έναν ειδήμονα ναυτικό: ακόμη και επάνω σε μια ταπεινή σχεδία, εκείνος μπορεί να βρει τον δρόμο του παρατηρώντας τους αστερισμούς. Αλλά ο Οδυσσέας είναι ένας ήρωας ο οποίος συμβολίζει επίσης τις ελληνικές διανοητικές ικανότητες και με άλλους τρόπους. Έχει μια έμφυτη περιέργεια για τον κόσμο και ερευνά ενδιαφέροντα φαινόμενα απλώς και μόνο επειδή τα συναντά. Δύο από τα πιο γνωστά συμβάντα που περιγράφει η Οδύσσεια διερευνούν τις ανταμοιβές και τους κινδύνους τού να κυνηγάς τη γνώση ως αυτοσκοπό. Μία και μοναδική φορά ο Οδυσσέας επιτρέπει στην περιέργεια να τον κάνει να χάσει την ορθή του κρίση, και αυτό στέκεται αιτία να χάσουν τη ζωή τους οι εταίροι του. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να επισκεφθεί το εσωτερικό της νήσου των Κυκλώπων ο ίδιος και το πλήρωμά του έχουν κατορθώσει να πιάσουν έναν τεράστιο αριθμό ζώων στο γειτονικό τραγονήσι, το οποίο είναι ακατοίκητο και δεν το επισκέπτεται κανείς καθώς οι Κύκλωπες δεν έχουν πλοία- έχουν λοιπόν πρόσβαση σε απεριόριστες προμήθειες τροφίμων και είναι ασφαλείς. Όμως, άκουσαν να φέρνει ο άνεμος φωνές αντρών και βελάσματα από κοπάδια, και ο Οδυσσέας πολύ απλά δεν μπόρεσε να ελέγξει την επιθυμία του να μάθει περισσότερα, να μάθει αν οι κάτοικοι του νησιού ήταν «άγριοι και υβριστές και άδικοι ή αν σέβονταν τους θεούς και ήταν φιλόξενοι». Παίρνει μαζί του ένα απόσπασμα από το πλήρωμά του και δεν περιορίζεται στο να εισβάλει στη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου, αλλά παραμένει εκεί μέσα θέλοντας να δει την όψη εκείνου του γίγαντα. Στη συνέχεια, και προκειμένου να αποδράσει από εκεί με κάποιους από τους άντρες του, ο Οδυσσέας αναγκάζεται να τυφλώσει τον Πολύφημο προξενώντας έτσι την οργή του Ποσειδώνα (πατέρα του Κύκλωπα) και κάνοντάς τον να τον καταραστεί. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάρας ήταν να χάσει ο Οδυσσέας όλα του τα πλοία και όλους τους εταίρους του.
Πόσο μεγάλη διαφορά, όμως, από τη στιγμή που ο Οδυσσέας ενδίδει στη δεύτερη μεγάλη κρίση περιέργειάς του! Είναι αποφασισμένος ν’ ακούσει τις Σειρήνες, οι οποίες «γνωρίζουν όλα όσα συμβαίνουν στη γη που τρέφει όλα τα όντα» υπερβαίνοντας έτσι κάθε περιορισμό τόπου ή χρόνου - ακόμη κι αν διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τη ζωή του. Εδώ, επομένως, ο Οδυσσέας επιχειρεί έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην καθαρή περιέργεια (δεν υπάρχει πρακτικός λόγος για να πρέπει ν’ ακούσει το πλήρες γνώσης άσμα των Σειρήνων) και την εφαρμοσμένη γνώση ή την επιθυμία για επιστημονική έρευνα. Αναρωτιέται με ποιον τάχα τρόπο θα μπορέσει να κατορθώσει να καταστήσει ακίνδυνο το τραγούδι των Σειρήνων τόσο για τον ίδιο όσο και για τους άντρες του, και βρίσκει τελικά μια πρακτική λύση: βάζει τους άντρες του να βουλώσουν τα αφτιά τους με κερί ώστε εκείνοι να μην ακούσουν καθόλου το τραγούδι, και τους ζητά μετά να τον δέσουν στο κατάρτι έτσι ώστε να μην μπορεί να πηδήξει στη θάλασσα για να κολυμπήσει ως το νησί των Σειρήνων. Τώρα λοιπόν ο Οδυσσέας οργανώνει ένα ελεγχόμενο πείραμα ώστε να ελέγξει μια υπόθεση: κατά πόσο οι Σειρήνες μπορούν να αυξήσουν τις δικές του γνώσεις χωρίς όμως να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή των συντρόφων του. Αυτό το οποίο συνεπάγεται είναι ότι με την απαιτούμενη προνοητικότητα, προετοιμασία και προφύλαξη, η απεριόριστη περιέργεια ακόμη και για το πλέον επικίνδυνο θέμα μπορεί να ικανοποιηθεί. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, για τους Έλληνες, το να ταξιδεύουν ισοδυναμούσε με το να αποκτούν καινούριες γνώσεις. Ο τρίτος στίχος της Οδύσσειας λέει ότι ο ήρωας «γνώρισε πολλών ανθρώπων τις πόλεις και τον νου».
Προτού φύγουμε από το θέμα του ερευνητικού πνεύματος των Ελλήνων, θέλω να προσθέσω πως υπάρχουν τέσσερις ιδιότητες της αρχαίας ελληνικής αναλυτικής σκέψης οι οποίες μου φαίνεται πως τους βοήθησαν να γνωρίσουν «τις πόλεις και τον νου» όλων των ανθρώπων που συναντούσαν, και αυτό με τη σειρά του διευκόλυνε την ταχεία πνευματική τους πρόοδο. Η πρώτη είναι πως η ευελιξία της γλώσσας τους τους παρείχε τη δυνατότητα ενός ευρύτερου βεληνεκούς από όσο έχουν οι περισσότερες σύγχρονες γλώσσες για να εκφράζουν τις αιτιακές σχέσεις, τις συνέπειες και τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους αυτές συνδέονταν ή αλληλεπικαλύπτονταν μεταξύ τους. Η δεύτερη είναι η αγάπη τους για την αναλογία - για την αναζήτηση ομοιοτήτων ανάμεσα σε διαφορετικές σφαίρες εμπειρίας ή δραστηριότητας που θα μπορούσαν να φωτίσουν αμοιβαία η μία την άλλη, όπως για παράδειγμα όλες τους οι μεταφορές με τις οποίες συσχέτιζαν τη ναυσιπλοΐα με την κίνηση του νου προς τη γνώση. Η τρίτη είναι η αντίστοιχη αγάπη τους για την πολικότητα: Οι Έλληνες γνώρισαν τον κόσμο ταξινομώντας τον σε αντιθετικές ολότητες, και είχαν ένα ειδικό ζεύγος αντιθετικών συνδέσμων («μεν... δε...») τους οποίους έβαζαν σε φράσεις που ήθελαν να γίνουν κατανοητές με τρόπο αντιθετικό. Αυτοί οι σύνδεσμοι χρησιμοποιούνται, λόγου χάρη, για να τονιστεί η εντύπωση δύο τέλεια ισορροπημένων φράσεων στη ρήση που αποδίδεται στον Ηρόδοτο αλλά και στον βασιλιά της Λυδίας Κροίσο, όταν είχε πια μετανιώσει για τον πόλεμο που έκανε εναντίον των Περσών: «Στον μεν καιρό της ειρήνης, τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, στον δε καιρό του πολέμου είναι οι γονείς που θάβουν τα παιδιά τους». Ένας από τους πρώτους φιλοσόφους, ο Πυθαγόρας, είχε μάλιστα συντάξει έναν «πίνακα αντιθέτων» με σκοπό να βοηθήσει τους μαθητές του στην ανάλυση των φαινομένων: το παράδοξο σε αντίθεση προς το εύλογο, το φως σε αντίθεση προς το σκοτάδι, το αρσενικό σε αντίθεση προς το θηλυκό και ούτω καθεξής. Η αγάπη των Ελλήνων για την πολικότητα ήταν τόσο ισχυρή ώστε αντί για έναν ενιαίο όρο συχνά ανέφεραν απλώς τις δύο αντίθετες όψεις ενός και του αυτού φαινομένου. Αντί να λένε, για παράδειγμα, «ολόκληρη η ανθρώπινη φυλή», προτιμούσαν σχεδόν πάντοτε να λένε «οι Έλληνες και οι βάρβαροι».
Ο τέταρτος τύπος επιχειρήματος που ήταν ο περισσότερο λειτουργικός στη φιλοσοφία τους είναι η αρχή της ενότητας των αντιθέτων. Δύο πράγματα ή δυνάμεις που φαίνονται να βρίσκονται σε αντίθεση ή αντίφαση μπορούν επίσης να ενοποιηθούν, ή πάλι ίσως και να είναι ακριβώς η μεταξύ τους αντίφαση που προσδιορίζει τη διαρκή τους κατάσταση αλληλεπίδρασης. Η κεντρομόλος δύναμη μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σε συνδυασμό με τη φυγόκεντρο' και το κοίλο σε συσχετισμό προς το κυρτό. Η αρχαία ελληνική σκέψη δείχνει πραγματικά να αντιμετώπιζε πολύ λιγότερα προβλήματα με την έννοια της αλληλεπίδρασης και της ενότητας των αντιθέτων από ό,τι η σύγχρονη δυτική σκέψη, ή τουλάχιστον η σύγχρονη αγγλοαμερικανική σκέψη που είναι πεισματικά εμπειρική. Η ενότητα των αντιθέτων γίνεται πιο εύκολα κατανοητή μέσα από τον ελληνικό μύθο και τη θρησκεία των Ελλήνων παρά μέσα από τη φιλοσοφία τους. Ας πάρουμε τη μορφή του μάντη Τειρεσία, ο οποίος είναι τυφλός επειδή μπορεί στην πραγματικότητα «να βλέπει» πολύ περισσότερα από την αλήθεια που αντιλαμβάνονται οι άλλοι άνθρωποι. Ή πάλι, ας σκεφτούμε τη διχοτομία ανάμεσα στο έγκλημα και την τιμωρία: ο χριστιανισμός περιστρέφεται γύρω από έναν πανάγαθο πατέρα-θεό ο οποίος τιμωρεί όσους του αντιτίθενται — τους κακούς. Αλλά στην αρχαία Ελλάδα, οι ήρωες και οι θεοί οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη δίωξη κάποιων αδικημάτων τείνουν συχνά να έχουν διαπράξει και οι ίδιοι κάτι παρόμοιο. Ο αιμομίκτης και πατροκτόνος Οιδίπους, για παράδειγμα, θα λατρευτεί ως ήρωας που αποτρέπει από την αιμομιξία και την πατροκτονία. Η Μήδεια λατρεύεται κοντά στην Κόρινθο ως μητρική μορφή στην οποία οι μητέρες προσεύχονται για την ασφάλεια των παιδιών τους, ενώ η ίδια είναι στην πραγματικότητα παιδοκτόνος. Η καλή μητέρα και η κακή μητέρα είναι έννοιες αμοιβαία αλληλοπροσδιοριζόμενες και γι’ αυτό ενοποιημένες. Είναι «οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος». Η προέλευση αυτού του τρόπου σκέψης ενδεχομένως να συνδέεται με τον ευφημισμό στην αρχική του, τεχνική σημασία. Από τη στιγμή που ονομάζοντας κάποιος μια εχθρική δύναμη μπορεί να την κάνει να ενεργοποιηθεί ή να ξυπνήσει την επιθετικότητά της, οι Έλληνες αποκαλούσαν «Ευμενίδες» τις στυγερές θηλυκές προσωποποιήσεις της βίαιης εκδίκησης ή της κατάρας, δηλαδή τις Ερινύες. Οι κατάρες είναι προφανώς ευλογίες όταν δεν ενεργοποιούνται ως κατάρες.
Η ενότητα των αντιθέτων, ήδη εκφρασμένη στον μύθο και στη λατρεία, εξηγεί την τάση της ελληνικής φιλοσοφίας προς τον δυϊσμό. Ο Ηράκλειτος ήταν αυτός που είδε πως η θάλασσα είναι συγχρόνως καθαρή και μολυσμένη, εμπεριέχοντας έτσι τα αντίθετα. Για το ψάρι, το θαλασσινό νερό είναι κατάλληλο και γι’ αυτό ευεργετικό· για τους ανθρώπους, όμως, είναι βλαβερό. Ήταν ο Εμπεδοκλής που υποστήριζε πως ο φυσικός κόσμος, ο οποίος ζει και πεθαίνει, βρίσκεται σε μια συνεχή εναλλαγή ανάμεσα στον διαχωρισμό και στην ένωση, υπό την επίδραση δύο αντιθετικών αλλά διαλεκτικά ενοποιημένων δυνάμεων, της «Φιλότητας» (της ερωτικής ενωτικής δύναμης) και του «Νείκους» (της διαμάχης που διαχωρίζει). Ήταν ο Αριστοτέλης που είδε πως δεν χρειάζεται να δράσεις για να διαπράξεις κάτι ανήθικο: και το να παραλείψεις να κάνεις αυτό που πρέπει μπορεί να προκαλέσει εξίσου μεγάλη βλάβη με το να κάνεις αυτό που δεν πρέπει. Η ευθύνη μιας αδικίας μπορεί να έγκειται εξίσου στη δράση και τη μη δράση.
Μία εκδήλωση του ερευνητικού πνεύματος των αρχαίων Ελλήνων ήταν και το πέμπτο χαρακτηριστικό: ο ιδιαίτερος τρόπος τους να είναι ανοιχτόμυαλοι. Επειδή αγαπούσαν πολύ τα ταξίδια και συνήθιζαν να ζουν κοντά στη θάλασσα, έβαζαν συνεχώς τον εαυτό τους σε θέσεις που μεγιστοποιούσαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν άλλους πολιτισμούς και επωφελούνταν άμεσα από την ευκαιρία να μάθουν από άλλους λαούς και να πειραματιστούν και οι ίδιοι με εντελώς καινούριες ιδέες και τεχνικές. Η ελληνική λέξη «άνοιξις», που σήμερα δηλώνει την εποχή της άνθισης, με την οποία «ανοίγει» ο ενιαυτός, έχει πολλαπλή σημασία. Μπορεί να σημαίνει τη στιγμή κατά την οποία ένα πλοίο «ανοίγεται» στο πέλαγος και βρίσκει την πορεία του στην «ανοιχτή» θάλασσα, και μπορεί επίσης να σημαίνει την πρώτη στιγμή της πλήρους σύλληψης μιας έννοιας από τον ανθρώπινο νου. Ο διαφωτισμός του νου και ο έλεγχος της θάλασσας ήταν δομικά στοιχεία της αθηναϊκής ταυτότητας. Αλλά όταν οι Ιουδαίοι και οι χριστιανοί συγγραφείς της όψιμης αρχαιότητας έγραφαν στα ελληνικά, όπως συχνά έκαναν στα όρια του μεσογειακού κόσμου, χρησιμοποιούσαν μερικές φορές τη λέξη «άνοιξις» ως ισοδύναμο της έννοιας-κλειδί για την «ελευθερία στο δικαίωμα του αγορεύειν», την παρρησία, που αποτελούσε βασικό στοιχείο πολλών ελληνικών θεσμών αλλά ήταν κυρίως συνδεδεμένη με την αθηναϊκή δημοκρατία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο επέλεξα να επικεντρωθώ σε αυτό το «ανοιχτό» πνεύμα σε συσχετισμό με τους Αθηναίους των κλασικών χρόνων (κεφάλαιο 5). Οι περισσότεροι Έλληνες λάτρευαν την ιδέα να έχουν μια κοινωνία επαρκώς ανοιχτή ώστε να ακούγονται όλες οι διαφορετικές απόψεις, εκφρασμένες με ειλικρίνεια. Και η ιδέα αυτή είχε στην Ελλάδα μακρά ιστορία.
Η δεκτικότητα και σε ξένες επιρροές, όπως επίσης στην καινοτομία, και οι ειλικρινείς εκφράσεις συγκρουόμενων απόψεων, είναι στο σύνολό τους συνδεδεμένες με μια τάση προς συναισθηματική εντιμότητα. Ένας λόγος για τον οποίο το αρχαίο αθηναϊκό δράμα απολαμβάνει μια τόσο εκτεταμένη αναβίωση στα θέατρα του δικού μας σύγχρονου κόσμου είναι ότι η προχριστιανική ηθική μάς φαίνεται συχνά να είναι αναζωογονητικά έντιμη απέναντι στο συναίσθημα. Τα παιδιά της δημογραφικής έκρηξης, και τα δικά τους παιδιά στη συνέχεια, συχνά επέλεγαν να αντιμετωπίζουν τις πιο σκοτεινές παρορμήσεις τους -οργή, εκδίκηση, πόθο, ζήλια- περισσότερο με την αποδοχή τους παρά με την άρνηση ή την απώθησή τους. Οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές είχαν το πλεονέκτημα ενός βαθμού καθαρότητας όσον αφορά τα ανθρώπινα πάθη τους, που δεν στάθηκε ξανά δυνατή παρά μόνο μετά τον Φρόιντ. Οι Έλληνες, για παράδειγμα, έτρεφαν βαθύ σεβασμό για το σεξ και μιλούσαν με ειλικρίνεια γι’ αυτό γνωρίζοντας πολύ καλά πόσο μακριά μπορούσε να ωθήσει τους ανθρώπους, όπως φανερώνουν τόσο οι τολμηρές κωμωδίες τους όσο και κάποιοι από τους τραγικούς μύθους τους. Πολλοί από τους μύθους τους σκιαγραφούν πολεμιστές -εκπαιδευμένους να φονεύουν— που αποτυγχάνουν να διαχειριστούν την οργή τους. Όταν ένας Σπαρτιάτης στρατηγός ονόματι Γύλιππος έκανε έκκληση στους Συρακουσίους να μην παραδοθούν στους πολιορκητές τους Αθηναίους, λίγο προτού μπει και ο ίδιος στη μάχη, τους τόνιζε ότι «αντιμετωπίζοντας τους εχθρούς μας, είναι συγχρόνως δίκαιο και νόμιμο να διεκδικήσουμε το δικαίωμά μας να ικανοποιήσουμε την οργή που φωλιάζει μέσα μας». Με ψυχρά και απροκάλυπτα λόγια τα οποία σκανδάλισαν αργότερα τους χριστιανούς μελετητές, προσθέτει ότι η εκδίκηση επιφυλάσσει «την πιο έντονη ευχαρίστηση απ’ όλες». Στην πλατωνική Πολιτεία, ο Σωκράτης κάνει τον συνομιλητή του να παραδεχτεί πως σε κάθε περίπτωση και αναπόφευκτα, οι δούλοι, όποιες και αν είναι οι συνθήκες της δουλείας τους, αισθάνονται δολοφονικό μίσος για τους ιδιοκτήτες τους. Αλλά η ελληνική έντονα συγκινησιακά φορτισμένη λέξη για την οποία ειλικρινά θα ευχόμουν να υπήρχε μια ισοδύναμη αγγλική είναι ο «φθόνος» - ή μπορούμε να πούμε η «ζήλια», αναμειγμένη όμως με ευχαρίστηση για τα δεινά που υφίσταται το αντικείμενο αυτής της ζήλιας. Κανείς Έλληνας δεν θα αρνιόταν ποτέ ότι ένας επαίτης θα χαιρόταν βλέποντας κάποιον πλούσιο να αντιμετωπίζει προβλήματα. Όπως το έθεσε ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ένας άνθρωπος που στερείται τα απαραίτητα για την καθημερινή του επιβίωση δεν μπορεί να γεννήσει γενναιόδωρες ιδέες». Η συναισθηματική αυτή εντιμότητα των Ελλήνων μπορεί να εκλαμβάνεται από κάποιους ως ωμότητα ή σκληρότητα, σίγουρα όμως δεν θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει υποκριτές.
Είναι πιο εύκολο να αντιμετωπίζουμε τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης με ψυχική εντιμότητα όταν διαθέτουμε την προστατευτική ασπίδα του γέλιου. Και το χιούμορ είναι το έκτο από τα ελληνικά χαρακτηριστικά στα οποία δίνω έμφαση, σε συσχετισμό με την αναφορά μου στους Σπαρτιάτες (κεφάλαιο 6). Εκείνοι χρησιμοποιούσαν το εύστοχο λακωνικό πνεύμα τους προκειμένου να διατηρήσουν την ηθική του προσανατολισμένου προς τον πόλεμο πολιτισμού τους. Όμως οι Σπαρτιάτες δεν ήταν οι μόνοι Έλληνες που είχαν χιούμορ: στην κλασική Αθήνα, υπήρχε μια συμποσιακή «λέσχη» γέλιου τα μέλη της οποίας ήταν όλα τους φημισμένοι αφηγητές. Ο Φίλιππος Β' ο Μακεδόνας, ο οποίος απολάμβανε τα αστεία, τους προσέφερε κάποτε ένα τάλαντο ή μια ράβδο αργύρου για να καταγράψουν τα αστεία τους και να του τα στείλουν, με σκοπό προφανώς να τα παρουσιάσει και ο ίδιος σε κάποιο από τα θορυβώδη γεύματα στο ανάκτορό του. Οι Έλληνες επινόησαν την ιδέα της συλλογής ανεκδότων και ένα δείγμα τέτοιου συγγράμματος σώζεται από τον τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα, ο Φιλόγελως. Υπάρχουν εκεί αστεία για ανάξιους εκπροσώπους διαφόρων ομάδων. Για παράδειγμα: Κάποτε, ζητήθηκε από έναν ανάξιο δάσκαλο να πει το όνομα της μητέρας του Πριάμου, άνακτα των Τρώων. Κι εκείνος, μη γνωρίζοντας τι να απαντήσει, είπε: «Θα σας πρότεινα να την αποκαλείτε απλώς “Κυρά”».
Όταν οι Έλληνες φαντάζονταν τους αθανάτους να ζουν σε μακαριότητα επάνω στον Όλυμπο, τους σκέφτονταν να ταρακουνιούνται από «άσβεστο γέλωτα» - κατά την ομηρική έκφραση. Σε έναν αρχαϊκό ύμνο προς τη θεά Δήμητρα που ανήκει στους καλούμενους «ομηρικούς ύμνους», η θεά της γεωργίας και της καλλιέργειας της γης είναι απαρηγόρητη επειδή η θυγατέρα της, η Περσεφόνη, έχει απαχθεί από τον Άδη και βρίσκεται πια μαζί του στον Κάτω Κόσμο. Η Δήμητρα εγκαταλείπει τον Όλυμπο και πηγαίνει στην Ελευσίνα, όμως τίποτα δεν μπορεί να απαλύνει την οδύνη της. Τότε η οικοδέσποινα που τη φιλοξενεί, βασίλισσα του τόπου, έχει μια ξαφνική ιδέα. Ζητά τη βοήθεια της μόνης γνωστής κωμικού του αρχαίου μύθου, η οποία ονομαζόταν Ιάμβη και έδωσε το όνομά της στα τολμηρά ιαμβικά αστεία που αφηγήθηκε. Η Δήμητρα ξεσπά τελικά σε γέλια. Η Ιάμβη έδωσε το όνομά της γενικά στο ποιητικό μέτρο το οποίο οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πάντοτε για τους προσβλητικούς και σατιρικούς στίχους- το όνομα έχει κατά πάσα πιθανότητα τη ρίζα του στις προϊστορικές εορτές, σε τελετουργικές βωμολοχίες και χειρονομίες. Αλλά οι Έλληνες παραδέχονταν πολλές μορφές αστεϊσμού. Αν οι Ινουίτ (κάποιες φυλές Εσκιμώων) έχουν είκοσι διαφορετικές λέξεις για το χιόνι, οι Έλληνες έχουν άλλες τόσες που σημαίνουν «περιγελώ» ή «γελώ με...», υποδηλώνοντας διάφορες διαβαθμίσεις πονηριάς ή δόλου, αν και ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως το γέλιο, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, αποτελεί ένδειξη αρετής. Ένα κεντρικό σημείο στη διδακτική μέθοδο του Σωκράτη ήταν το να καταδεικνύει τον παραλογισμό των φιλοσοφικών επιχειρημάτων των άλλων ανθρώπων - αυτό που αποκαλείται «ειρωνεία». Οι κυνικοί, οι οποίοι ζούσαν μια αυστηρά λιτή ζωή και περιφρονούσαν τον πλούτο και την εξουσία, μας έδωσαν τον όρο «κυνικός» που ακόμη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια στάση η οποία συνδυάζει την έλλειψη εμπιστοσύνης με τον χλευασμό. Διασκεδαστικά ανέκδοτα λέγονταν κατά την αρχαιότητα για έναν από τους πλέον φημισμένους κυνικούς, τον Διογένη. Όταν ο Πλάτωνας είπε πως ο δάσκαλός του ο Σωκράτης είχε ορίσει τον άνθρωπο ως «ζώον δίπουν άπτερον», ο Διογένης επισκέφθηκε την Ακαδημία κρατώντας ένα μαδημένο κοτόπουλο και αναφωνώντας: «Ιδού ο άνθρωπος κατά τον Πλάτωνα!»
Μερικές φορές, η χρήση της σάτιρας από τους Έλληνες γίνεται κάπως κουραστική, και ειδικά όταν ο στόχος είναι - και αυτό συμβαίνει συχνά - οι γυναίκες. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε ποιο ακριβώς αστείο αφηγήθηκε η Ιάμβη στη Δήμητρα. Έχουμε όμως στα χέρια μας τυπικές σατιρικές διακωμωδήσεις γυναικών, τις οποίες φαίνεται πως οι άντρες στην αρχαία Ελλάδα συχνά περιφρονούσαν. Μία από τις πραγματείες του Θεόφραστου σχετικά με τους ανθρώπινους τύπους που απαντούν συχνότερα, στο έργο του Χαρακτήρες, είναι ο «άκαιρος άντρας», του οποίου το σφάλμα δεν είναι ότι κακολογεί το γυναικείο φύλο αλλά ότι το κάνει αυτό όταν πηγαίνει σε γάμους. Από την άλλη πλευρά, τα ευφυολογήματα και η χλεύη στρέφονται συχνά εναντίον των ισχυρών -είτε πρόκειται για θεούς είτε για βασιλιάδες ή αξιωματούχους- σε εκπληκτικές εκφράσεις ασέβειας και ηθικού κουράγιου που μας βοηθούν να κατανοήσουμε για ποιο λόγο οι Έλληνες εφηύραν συγχρόνως τη δημοκρατία και το κωμικό θέατρο.
Οι κωμωδίες γράφονταν για να παιχτούν σε γιορτές με αγώνες, και κάθε κωμικός ποιητής στόχευε στο να νικήσει τους αντιπάλους κερδίζοντας το πολυπόθητο βραβείο. Το έβδομο χαρακτηριστικό στοιχείο της ελληνικής σκέψης και ιδιοσυγκρασίας, το οποίο και πραγματεύομαι στο έβδομο κεφάλαιο σε συνάρτηση προς τους ανταγωνιστικούς, ευέξαπτους Μακεδόνες, ήταν μια ανταγωνιστικότητα που σχεδόν έφτανε να γίνεται εμμονή. Στην Ολυμπία, τον ιερό τόπο όπου λάμβαναν χώρα οι Ολυμπιακοί Αγώνες, υπήρχε ένα άγαλμα του Αγώνα, προσωποποιημένου σε έναν άντρα ο οποίος κρατούσε αλτήρες. Η ελληνική λέξη για έναν δημόσιο διαγωνισμό ήταν «αγών», όρος ο οποίος κατέληξε να σημαίνει την «πάλη» και από τον οποίο προήλθε έτσι και η λέξη «αγωνία». Αλλά οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τα πάντα και όχι μόνο τον αθλητισμό με ανταγωνιστικό πνεύμα. Ο Οδυσσέας λέει στον επιφανέστερο από τους μνηστήρες της Πηνελόπης ότι θα μπορούσε να τον νικήσει σε έναν αγώνα οργώματος. Οι νεαρές έφηβες που τραγουδούσαν ύμνους στη θεά Αρτέμιδα στη Σπάρτη συζητούσαν συνεχώς και διαφωνούσαν για το ποια ανάμεσά τους ήταν η πιο αξιέραστη. Ο Πλάτωνας με οξυδέρκεια παρουσιάζει τους σωκρατικούς διαλόγους με τους σοφιστές ως λεκτικούς αγώνες. Η ανταγωνιστική προσέγγιση προϋποθέτει μια θεμελιώδη κοινωνική ισότητα ανάμεσα στους αγωνιζομένους, οι οποίοι μέσα από την αμοιβαία άμιλλα βελτίωναν τις δεξιότητές τους. Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά χωρία της αρχαϊκής ελληνικής ποίησης είναι η περιγραφή του Ησιόδου - στο Έργα και Ημέραι - των δυο τύπων ανταγωνισμού, προσωποποιημένων στη δυαδικότητα της θεάς Έριδας. Στη μία της όψη, την αρνητική, ωθεί τους ανθρώπους σε πόλεμο και είναι βλαβερή. Όμως στην άλλη της όψη «είναι φιλική για τους ανθρώπους. Παρακινεί ακόμη και τον πιο οκνηρό στην εργασία». Οι γεωργοί εργάζονται πιο σκληρά όταν βλέπουν τον γείτονά τους να πλουτίζει. Οι αγγειοπλάστες κάνουν το ίδιο βλέποντας τους συναδέλφους τους αγγειοπλάστες να προοδεύουν, και το ίδιο συμβαίνει ανάμεσα στους χειροτέχνες και ανάμεσα στους ραψωδούς. Ακόμη και οι επαίτες ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο.
Οι Έλληνες διέκριναν μια λογική σύνδεση ανάμεσα στην ευγενή μορφή της άμιλλας και στο πάθος τους για την τελειότητα (αρετή και αριστεία), σε κάθε σφαίρα της δραστηριότητάς τους· και αυτό είναι που συνιστά το όγδοο από τα δέκα χαρακτηριστικά. Ήταν αυτή η ορμή τους προς την αριστεία που κινητοποίησε τους βασιλείς της Αιγύπτου των ελληνιστικών χρόνων, τους Πτολεμαίους, να συλλάβουν την ιδέα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, ώστε να στεγάσουν εκεί τα καλύτερα βιβλία του κόσμου και τους καλύτερους στοχαστές (κεφάλαιο 8). Στη Σμύρνη, που τώρα πια ανήκει στη βορειοδυτική Τουρκία, κάποιοι άλλοι βασιλείς επίσης της ελληνιστικής εποχής έφτασαν στο σημείο να ανεγείρουν έναν ναό στη θεά Αριστεία.
Οι γυναίκες μπορούσαν να καλλιεργούν την αρετή και την αριστεία τους στους κατάλληλους τομείς: γοητεία, υφαντουργία, εγκράτεια και συζυγική πίστη. Η γη και τα ζώα μπορούσαν επίσης να έχουν τη δική τους μορφή αριστείας. Αλλά η επιτομή της αριστείας στον ελληνικό μύθο κατά κανόνα είναι ο Αχιλλέας, ο «βέλτιστος των Αχαιών», επειδή είναι ο γενναιότερος πολεμιστής, ο ταχύτερος δρομέας και ο κάλλιστος. Ένας Έλληνας επικός ποιητής περιέγραψε τα σκαλίσματα που κοσμούσαν την ασπίδα του Αχιλλέα: εκεί η Αριστεία, προσωποποιημένη σε γυναίκα, απεικονίζεται ως μορφή που δύσκολα μπορεί κανείς να προσεγγίσει, να κάθεται επάνω σε έναν φοίνικα φυτεμένο στην κορυφή ενός βουνού. Αλλά ο ποιητής με τον οποίο έχει με τον ισχυρότερο τρόπο συνδεθεί η αρετή (ως αριστεία) είναι ο Πίνδαρος, ο δημιουργός έξοχων ασμάτων που επαινούν νίκες σε αθλητικούς και σε μουσικούς αγώνες. Ο κόσμος των νικητών έχει πάρει για πάντα τη μορφή που εκείνος του έδωσε με τους αθάνατους στίχους του για τους Πανελλήνιους Αγώνες. Η αρετή είναι θεϊκή και γι’ αυτό αποτελεί έμφυτο χάρισμα, όμως, σύμφωνα με τον Πίνδαρο, πρέπει κανείς να την καλλιεργεί μέσα από την εκπαίδευση. Και όπως είπε ο Ησίοδος, η αρετή δεν μπορεί να αποκτηθεί αν δεν χυθεί πολύς ιδρώτας. Τελικά, η έννοια της αρετής έχει ανάγκη από έναν εξαιρετικό ποιητή για να την καταστήσει αθάνατη μέσα από μια ωδή — και αυτός είναι ο Πίνδαρος: «Η αρετή ζει αθάνατη στα ένδοξα τραγούδια», λέει στον τρίτο «Πυθιόνικο» που συνέθεσε.
Αυτός ήταν και ο λόγος που το αρμονικό κορμί του νικητή των αθλητικών αγώνων το τιμούσαν οι ωραίοι στίχοι του νικητή των ποιητικών αγώνων. «Η γλώσσα είναι για τον νου αυτό που είναι η ομορφιά για το σώμα», λέει ο Αριστείδης, και το ευγενέστερο πλεονέκτημα των Ελλήνων ήταν δίχως άλλο η ευφράδειά τους, το ένατο από τα χαρακτηριστικά που τους προσδιόριζαν. Η ευφράδεια αυτή εκδηλώθηκε σε όλο της το μεγαλείο κατά την εκπληκτική άνθηση της ελληνικής πρόζας -τόσο της μυθοπλαστικής όσο και της μη μυθοπλαστικής— κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας (κεφάλαιο 9). Οι ίδιοι οι Έλληνες πίστευαν για τον εαυτό τους πως ήταν ασύγκριτοι στον λόγο. Έλεγαν συχνά πως ήταν αυτός που τους έκανε ανώτερους από όλους τους «βαρβάρους», λέξη η οποία αρχικά δήλωνε «όλους όσοι δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, παρά μιλούσαν ακατάληπτα». Ένας ομηρικός ήρωας μπορούσε να διεκδικήσει την κοινωνική του επιρροή χάρη στη ρητορική του δεινότητα. Ο καλύτερος ομιλητής απ’ όλους ήταν ο Οδυσσέας, ο οποίος προτού μιλήσει (στη συνέλευση των Τρώων) στεκόταν εντελώς ακίνητος, με τα μάτια του καρφωμένα στο έδαφος. «Αλλά μόλις από τα στήθη βγήκε η βροντερή φωνή του, τα λόγια του έμοιαζαν με πυκνές νιφάδες χιονιού που πέφτουν τον χειμώνα, και τότε άλλος κανείς από τους άντρες δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί στον λόγο». Μία από τις πρώτες δεξιότητες που αποφάσισαν οι Έλληνες πως θα έπρεπε να διδάσκεται συστηματικά ήταν η τέχνη να μιλούν πειστικά, και επάνω σε αυτήν οι Συρακούσιοι ρήτορες του πέμπτου αιώνα Κόρακας και Τεισίας έγραψαν το πρώτο από τα πολλά εγχειρίδια των αρχαίων Ελλήνων. Η εξευγενισμένη απόλαυση που αντλούσαν οι Έλληνες από τις λέξεις τους, βρίσκεται και στη βάση των μεγάλων τους επιτευγμάτων στην ποίηση. Μαζί με την ιστορική αφήγηση της δράσης και τον άμεσο λόγο, ακόμη και στους αρχαιότερους ποιητές βλέπουμε πως οι Έλληνες εξυψώνουν την περιγραφή στο υψηλότερο επίπεδο. Το πρώτο «locus amoenus» («ιδανικό τοπίο») στη δυτική λογοτεχνία είναι η περιγραφή του σπηλαίου της νύμφης Καλυψώς από τον θεό Ερμή, στην Οδύσσεια. Είναι μια περιγραφή που απευθύνεται και στις πέντε αισθήσεις, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και εκείνων που είναι δύσκολο να αναπαραχθούν από λέξεις - τη μυρωδιά και τη γεύση:
Φωτιά μεγάλη έκαιγε στην εστία και από παντού πλανιόταν στο νησί μια ευωδιά, από κέδρο και θυμίαμα που καίγονταν. Κι ήταν μέσα εκεί η Καλυψώ, στον αργαλειό της να υφαίνει με χρυσή σαΐτα και με γλυκιά να τραγουδά φωνή. Ολόγυρα από τη σπηλιά φύτρωνε δάσος πλούσιο, με κλήθρα, μ’ αίγειρο και μυρωδάτα κυπαρίσσια, κι ανάμεσα στα δέντρα φώλιαζαν πουλιά πλατύφτερα, γεράκια και οξύφωνες κουρούνες, κουκουβάγιες, και τα θαλασσοπούλια που είναι στης θάλασσας δοσμένα την αγάπη. Κι επάνω απ’ τη σπηλιά την κοίλη, κληματαριά απλωνόταν, με θαλερά σταφύλια φορτωμένη. Και κρήνες τέσσερις ανέβλυζαν νερό ολοκάθαρο, σαν φως, η μία κοντά στην άλλη, όμως αλλού κυλούσαν τα νερά της καθεμιάς. Και ολόγυρα από τη σπηλιά, ολάνθιστοι λειμώνες, με ία και με σέλινο.
Στις δύο δίδυμες τέχνες του λόγου που είναι η ρητορική και η ποίηση, οι Έλληνες έθεταν τις λέξεις ως πυρήνα του πολιτισμού τους. Και όπως το έθεσε ο σοφιστής Γοργίας, οι λέξεις ήταν ένα είδος γητειάς που μπορούσε να πλανέψει τον νου του ανθρώπου.
Δέκατο και τελευταίο από τα χαρακτηριστικά του πυρήνα της ελληνικότητας -αλλά όχι και μικρότερης σημασίας- ήταν η στάση τους -ή, καλύτερα, οι στάσεις τους— απέναντι στη χαρά και την απόλαυση. Η ικανότητά τους να απολαμβάνουν είναι το υπόστρωμα της απτόητης επιμονής τους να αναζητούν την ευτυχία ή τουλάχιστον να ρωτούν τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει ευτυχείς τους ανθρώπους. Η επαναλαμβανόμενη εμπειρία τους από την ίδρυση νέων αποικιών τούς έκανε να σκέφτονται πιο εντατικά από ό,τι κάνουν οι άνθρωποι στις μόνιμα εγκατεστημένες κάπου κοινότητες, σχετικά με τις συνθήκες που οδηγούν στην ανθρώπινη ευδοκίμηση. Οι Έλληνες φιλόσοφοι απολάμβαναν να συζητούν σχετικά με το ποια θα μπορούσε να είναι η ιδανική πολιτική κατάσταση, και οι δημιουργικοί συγγραφείς τους συχνά φαντάζονταν ουτοπίες αλλά και δυστοπίες, ακριβώς επειδή αδιάκοπα επινοούσαν καινούριες πολιτικές και νομοθετούσαν, πολλές φορές και από αντίδραση σε μια ατυχή κατάσταση στις πόλεις τις οποίες είχαν εγκαταλείψει. Ακόμη και οι πλέον αμετανόητα πλούσιοι και αυτοκρατορικοί Έλληνες βασιλείς των ελληνιστικών χρόνων αρέσκονταν να είναι περιτριγυρισμένοι από φιλοσόφους για να συζητούν μαζί τους τα θέματα που τους απασχολούσαν. Οι περισσότερες ελληνικές φωνές που φτάνουν ως εμάς, άλλωστε, επιμένουν με συνέπεια πως τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν στον άνθρωπο τη σίγουρη ευτυχία {ευδαιμονία). Ο Σόλων ο Αθηναίος είχε πει στον Κροίσο, τον τότε πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, ότι ο ευτυχέστερος θνητός που είχε ποτέ του γνωρίσει ήταν ένας φαινομενικά συνηθισμένος Αθηναίος, ονόματι Τέλλος. Ο Τέλλος έζησε μέχρι μια αρκετά προχωρημένη ηλικία, είδε όλα του τα εγγόνια να ενηλικιώνονται και πέθανε ένδοξα πολεμώντας για την πατρίδα του. Τον πέμπτο αιώνα π.Χ., ο φιλόσοφος Δημόκριτος επέμενε συστηματικά ότι δεν έπρεπε να αναζητά κανείς την ευτυχία στα πλούτη, όπως για παράδειγμα στα κοπάδια του ή στο χρυσάφι, αλλά ότι η υγιής κατάσταση του νου είναι περιουσία για τον άνθρωπο.
Οι Έλληνες γνώριζαν ότι μια έντονη μορφή απόλαυσης ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιων ειδών εφήμερου αισθησιασμού ή αισθησιακής εμπειρίας: κατά την ύστερη αρχαιότητα, οι πολίτες της Αντιόχειας που αγαπούσαν την πολυτέλεια παρήγγειλαν για τα λουτρά τους ένα μωσαϊκό το οποίο αναπαριστούσε τη Γηθοσύνη (Απόλαυση ή και Χαρά) ως γυναικεία μορφή που τους χαμογελούσε. Με ελάχιστες μόνο αναστολές, οι Έλληνες ανθολογούσαν ιστορίες σχετικά με το μέχρι πού μπορεί να φτάσει η επιδίωξη της ηδονής, και τις τοποθετούσαν στην πόλη Σύβαρη, μια θρυλικά πλούσια αλλά βραχύβια δική τους αποικία στη νότια Ιταλία, οι κάτοικοι της οποίας αγαπούσαν τόσο πολύ τα εδέσματα ώστε προσέφεραν βραβεία στους μάγειρες της περιοχής. Οι Έλληνες αρέσκονταν στην οργανωμένη διασκέδαση, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επινόησαν το θέατρο. Συζητούσαν κατά πόσο ο στόχος της λογοτεχνίας και της τέχνης ήταν να διαπαιδαγωγούν ή απλώς να προσφέρουν τη μέγιστη δυνατή απόλαυση: την ηδονή. Πραγματεύομαι την αγάπη των Ελλήνων για τις απολαύσεις. Οι παγανιστές Έλληνες έβρισκαν μεγάλη απόλαυση στο θέατρο, στην τελετουργική μουσική και στον χορό, όλα όσα δηλαδή οι χριστιανοί απαγόρευαν ως ανήθικα. Η παγανιστική θρησκεία συνεπαγόταν θεαματικές και δαπανηρές πάνδημες θυσίες τις οποίες οι αυστηροί χριστιανοί έκριναν ως διαβολικές. Οι παγανιστές χρησιμοποιούσαν στη λατρεία τους υπέροχες χρωματισμένες εικόνες και αγάλματα των θεών τους, που η καινούρια θρησκεία τα καταδίκαζε ως σατανικά είδωλα. Και —αυτό που ήταν το χείριστο όλων- οι παγανιστές Έλληνες δεν ντρέπονταν διόλου να απολαμβάνουν ηδονικά το κρασί και τον έρωτα.
Το βιβλίο αυτό εξετάζει δέκα περιόδους της ελληνικής ιστορίας, καθεμιά εκ των οποίων συσχετίζεται με ένα από τα θεμελιώδη ελληνικά χαρακτηριστικά, ενώ συγχρόνως είναι εντοπισμένες σε δέκα διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, καθώς το επίκεντρο της πολιτισμικής βαρύτητας του ελληνικού πολιτισμού μετακινούνταν διαρκώς ολόγυρα στην αρχαία Μεσόγειο, στην Ασία και στον Εύξεινο Πόντο. Πρέπει, όμως, να τονίσω από την αρχή ότι η διακριτή ελληνική προσωπικότητα έχει εξελιχθεί και ωριμάσει πολύ πριν από το χρονικό σημείο όπου ξεκινά αυτή εδώ η ιστορία. Αυτό είναι ολοφάνερο ήδη από τη στιγμή που οι πρώτες τους λέξεις, καταγεγραμμένες στο φοινικικό αλφάβητο, έκαναν την εμφάνισή τους στη γραπτή ιστορία μας.
Τα δύο αρχαιότερα δείγματα ελληνικών φράσεων γραμμένων σε αυτό το αλφάβητο χρονολογούνται και τα δύο από τον όγδοο προχριστιανικό αιώνα. Το πρώτο είναι μια επιγραφή σε μια οινοχόη «γεωμετρικής» τεχνοτροπίας, που καλείται «οινοχόη του Διπύλου» επειδή βρέθηκε κοντά στην πύλη του Διπύλου, στην Αττική. Φαίνεται πως ήταν το έπαθλο για κάποιον αγώνα όρχησης (αγώνα χορού). Στο ποιητικό εξάμετρο των ομηρικών και των ησιόδειων στίχων, διαβάζουμε: «Όποιος τώρα απ’ όλους τους χορευτές πιο αέρινα χορεύει, αυτός ας το πάρει». Υπάρχουν και άλλα γραπτά σύμβολα τα οποία δεν έχουν ακόμα διαβαστεί, όμως είναι ξεκάθαρο ότι το νόημα ολοκληρώνεται με τον τελευταίο στίχο: «... αυτός ας το πάρει». Μέσα σε λίγες μόνο λέξεις, έχουμε ήδη μπροστά στα μάτια μας μια συναρπαστική εικόνα των Ελλήνων, οι οποίοι χόρευαν μόνο και μόνο για την απόλαυσή τους, έπιναν από διακοσμημένες οινοχόες και, πάνω απ’ όλα, συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον.
Το άλλο δείγμα είναι το καλούμενο κύπελλο του Νέστορα. Αυτός ο κρατήρας, με γεωμετρική διακόσμηση και κατά πάσα πιθανότητα κατασκευασμένος στη Ρόδο, βρέθηκε σε έναν τάφο των Πιθηκουσσών, σ’ ένα νησί που αργότερα ονομάστηκε Ίσκια, κοντά στον Όρμο της Νάπολης. Η επιγραφή, τρεις ποιητικοί στίχοι γραμμένοι από διαφορετικό χέρι ο καθένας, προστέθηκε σε κάποιο στάδιο μετά την κατασκευή του κυπέλλου, αλλά και πάλι στη διάρκεια του όγδοου αιώνα. Αυτοί που τους έγραψαν φαίνεται πως έπαιζαν ένα ομαδικό παιχνίδι στο πλαίσιο του οποίου το κύπελλο περνούσε από χέρι σε χέρι, και ο κάθε παίκτης προσέθετε και από έναν στίχο στο ποίημα. Γράφει:
Το κύπελλο τον Νέστορα είμαι, το γλυκόπιοτο,
και όποιος πίνει από το κύπελλο αυτό,
ευθύς από τον πόθο κυριεύεται της Αφροδίτης με τ’ ωραίο στεφάνι.
Αυτό είναι ένα προμελετημένο αστείο. Το ταπεινό πήλινο κύπελλο μιλά με μια σατιρική διάθεση μίμησης των ομηρικών στίχων. Διατυπώνει τον κωμικό ισχυρισμό πως είναι το ίδιο το φημισμένο από την Ιλιάδα χρυσό κύπελλο του Νέστορα. Στους επόμενους στίχους, λέει πως θα κάνει αυτόν που πίνει να νιώσει ερωτικά (τη στιγμή που ο Νέστορας, ως ο γηραιότερος των Αχαιών στρατηγών στην Τροία, δεν θεωρούνταν και τόσο ερωτικός). Οι άνθρωποι επομένως εκείνοι έπιναν και συναγωνίζονταν στο ποιος θα κάνει τους συμπότες του να γελάσουν περισσότερο.
Το καλούμενο αυτό κύπελλο του Νέστορα μας παρουσιάζει τα περισσότερα από τα στοιχεία που έκαναν τους αρχαίους Έλληνες τόσο ξεχωριστούς. Η επιγραφή του έγινε από ανθρώπους οι οποίοι έκαναν έναν αγώνα μεταξύ τους και είχαν πολύ γρήγορα μάθει ένα καινούριο αλφάβητο από έναν άλλο λαό. Χρησιμοποιούσαν τα ευφυολογήματα με τόλμη, απομυθοποιώντας κάποιον ένδοξο πρόγονό τους. Μιλούσαν ανοιχτά για το σεξ. Αγαπούσαν την απόλαυση, ιδιαίτερα μάλιστα απολάμβαναν να πίνουν το κρασί τους, κάτι αδιαχώριστο από την ταυτότητά τους- μερικές φορές, προσδιόριζαν τους ξένους από το ποτό το οποίο συνήθιζαν να πίνουν αντί για κρασί - μπίρα για τους Αιγυπτίους και γάλα για τους νομάδες του βορρά. Οι συμπότες του κυπέλλου ήταν θαλασσοπόροι έμποροι από την Εύβοια, που είχαν συγκεντρωθεί σε ένα μικρό νησί όπου είχαν ιδρύσει ένα εμπορικό πρακτορείο. Και αφού το κύπελλο κατασκευάστηκε στη Ρόδο, αποτελεί από μόνο του μια μαρτυρία της σύνδεσης και της ενότητας του πολιτισμού τους σε όλο το εύρος των νησιών τους κι ας τα χώριζαν μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις. Μας φανερώνει ότι η κοινή γνώση μύθων και ποιητικών έργων δρούσε ως ένα είδος κοινωνικής κόλλας από τη μια ως την άλλη πλευρά της θάλασσας. Οι Έλληνες συμπότες που έγραφαν επάνω στο καλούμενο κύπελλο του Νέστορα, στη διάρκεια της συνάντησής τους στο απομακρυσμένο εκείνο νησί, ήταν ήδη απολύτως χαρακτηριστικοί Έλληνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου