Η Πύλος είναι το μυκηναϊκό κέντρο της Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο. Στα ομηρικά έπη η αναφορά στην Πύλο συνοδεύεται πάντοτε από το στερεότυπο επίθετο «ημαθόεις», που σημαίνει «αμμώδης». Θεωρείται το βασίλειο του γεροντότερου, με την παροιμιώδη σοφία Μυκηναίου ηγεμόνα, του Νέστορα. Η αρχαιολογική έρευνα υπό τον Αμερικανό αρχαιολόγο Κ. Μπλέγκεν (Carl Blegen), ο οποίος ανέσκαψε και στην Τροία, και τον Έλληνα Κ. Κουρουνιώτη εντόπισε το 1939, στον λόφο του Επάνω Εγκλιανού κοντά στη σημερινή Πύλο του νομού Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο, ένα ανάκτορο της μυκηναϊκής εποχής. Το ανάκτορο αυτό, αν και δεν ήταν σε κάποια αμμουδερή ακτή, συνδέθηκε από τους ερευνητές του, σύμφωνα και με τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της εποχής που επιδίωκαν την ιστορική επιβεβαίωση των επών, με τον Νέστορα και την επικράτειά του.
Το ανάκτορο άκμασε στον 13ο αι. π.Χ., αλλά τμήμα του (νοτιοδυτικό κτίριο) λειτουργούσε από τον 14ο αι. π.Χ. Καταστράφηκε στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. από πυρκαγιά. Θολωτοί τάφοι, αλλά και οικισμοί και νεκροταφεία που εντοπίστηκαν κοντά στο ανάκτορο παραπέμπουν στην παρουσία ενός μυκηναϊκού κέντρου.
Η μυθολογία συνδέει την ίδρυση της Πύλου με τον Νηλέα, δίδυμο αδελφό του βασιλιά της Ιωλκού Πελία, γνωστού από τον μύθο του Ιάσονα και της Αργοναυτικής εκστρατείας. Τα αδέλφια φιλονίκησαν και ο Νηλέας κατέφυγε στη Μεσσηνία, όπου ίδρυσε ή, σύμφωνα με άλλες εκδοχές, κατέλαβε την Πύλο. Ήταν τόσο δημοφιλής που ο Όμηρος χαρακτηρίζει την Πύλο ως «πόλη του Νηλέα». Ο γιός του Νέστορας, ο σοφός γέροντας, συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο που περιγράφεται στην Ιλιάδα. Φιλοξένησε, επίσης, τον Τηλέμαχο, σύμφωνα με την Οδύσσεια, κατά το ταξίδι του τελευταίου όταν αναζητούσε πληροφορίες για τον πατέρα του.
Τα ευρήματα από την Πύλο παρουσιάζουν αρκετές ιδιαιτερότητες που απασχόλησαν και απασχολούν την επιστημονική έρευνα. Η πρώτη έκπληξη ήταν η απουσία Κυκλώπειας οχύρωσης γύρω από το ανάκτορο, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα γνωστά μυκηναϊκά κέντρα εντός και εκτός Πελοποννήσου, γεγονός που συνδυάστηκε με τη σοφία και την ειρηνοποιό διάθεση του ομηρικού Νέστορα που δεν θα χρειαζόταν να οχυρώσει το ανάκτορό του. Μοναδική, επίσης, είναι η συλλογή πήλινων πινακίδων Γραμμικής Β γραφής που προέρχονται από τους χώρους του ανακτόρου. Η δημοσίευσή τους στη δεκαετία του 1950 βοήθησε στην καλύτερη γνωριμία με τον μυκηναϊκό κόσμο, ύστερα και από την αποκρυπτογράφησή της από τον Βρετανό Μ. Βέντρις (Michael Ventris) το 1952, ο οποίος απέδειξε ότι επρόκειτο για μια ελληνική γραφή.
Η καλή διατήρηση του ανακτόρου προσφέρει μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα για τα ενδιαιτήματα της άρχουσας τάξης, των ηγεμόνων της μυκηναϊκής εποχής. Πρόκειται για ένα συγκρότημα διώροφων κτιρίων, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από την εύρεση πήλινων σκαλοπατιών. Τα κτίρια που εντοπίστηκαν ήταν διώροφα στα μυκηναϊκά χρόνια σήμερα, διατηρούνται 105 περίπου ισόγεια διαμερίσματα και άλλοι χώροι, οι οποίοι συγκροτούν τέσσερα κύρια κτίρια: Κεντρικό, Νοτιοδυτικό, Βορειοανατολικό και η Αποθήκη Οίνου.
Το Κεντρικό Κτίριο θεωρείται ως η βασιλική κατοικία. Το κύριο τμήμα του ακολουθεί το τυπικό σχέδιο ενός μυκηναϊκού Μεγάρου. Ένα Πρόπυλο στα νοτιοανατολικά οδηγεί σε μια αυλή (3) γύρω από την οποία διαμορφώνονται οι χώροι-δωμάτια του Κτιρίου. Το «Μέγαρο» (4-6), αποτελείται από μια πρόστυλη στοά (4), τον πρόδομο (5) και τον δόμο, το κυρίως μέγαρο (6). Το κυρίως μέγαρο θεωρείται ως η επίσημη αίθουσα του ανακτόρου όπου ο βασιλιάς δεχόταν σε ακρόαση τους επισκέπτες του. Στον ανατολικό του τοίχο βρισκόταν ο θρόνος. Η παρουσία ενός αυλακιού δίπλα του θεωρήθηκε ότι εξυπηρετούσε τις τελετουργικές σπονδές που έκανε ο ηγεμόνας του ανακτόρου, αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πήλινη κυκλική εστία στο κέντρο της αίθουσας. Περιβαλλόταν από τέσσερις κίονες που στήριζαν το οπαίο άνοιγμα της οροφής, από όπου έβγαινε ο καπνός της, ενώ πιστεύεται ότι είχε πολλαπλές χρήσεις, τόσο πρακτικές (θέρμανση) όσο και συμβολικές - τελετουργικές (προσφορές στους θεούς κ.λπ.).
Νεότερες έρευνες δίνουν έμφαση και σε μια διαφορετική λειτουργία του μεγάρου συνδέοντάς το και με ένα χώρο όπου τελούνταν γιορτές, τις οποίες διοργάνωναν οι υψηλοί αξιωματούχοι της μυκηναϊκής κοινωνίας της Πύλου με σκοπό την ενδυνάμωση της εξουσίας του μυκηναίου ηγεμόνα, την επιβεβαίωση των δεσμών μεταξύ των μελών της άρχουσας κοινωνικής τάξης, αλλά και την επίδειξη αυτής της δύναμης προς τον υπόλοιπο λαό (Fox 2009: 67-74).
Σε αυτό το πλαίσιο η αυλή 58 μπροστά από το μέγαρο θεωρείται ο χώρος συγκέντρωσης του λαού που λάμβανε μέρος σε αυτές τις γιορτές. Οι τοιχογραφίες των πρώτων δωματίων του μεγάρου που ήταν ορατές από την αυλή, εικονογραφούσαν τη σχέση του λαού που ήταν μαζεμένος έξω από το μέγαρο με τους αξιωματούχους που βρίσκονταν μέσα. Καθώς εκεί βρέθηκαν κομμάτια τοιχογραφιών που παραπέμπουν σε μάχες πιθανολογείται ότι αυτές προπαγάνδιζαν συμβολικά την πολεμική «αρετή» του ηγεμόνα στους υπηκόους του. Στα εσωτερικά δωμάτια του μεγάρου αντίθετα οι τοιχογραφίες ήταν περισσότερο μυστηριακές, «θρησκευτικές» και γενικά «τελετουργικές», κατάλληλες για την πραγματοποίηση του μέρους της γιορτής που αφορούσε τους άρχοντες και τους διοικητικούς αξιωματούχους της Πύλου. Η γνωστή τοιχογραφία του μουσικού μπορεί να εντάσσεται σε μια τέτοια λειτουργία, απεικονίζοντας ένα σημαντικό, όπως προκύπτει και από τον Όμηρο, πρόσωπο που συμμετέχει σε αυτές τις γιορτές, έναν αοιδό ίσως.
Γύρω από το Μέγαρο αναπτύσσονταν διάφοροι λειτουργικοί, αλλά και βοηθητικοί χώροι: διάδρομοι, κλιμακοστάσια, αποθήκες σκευών, αλλά κυρίως αποθήκες γεμάτες πιθάρια που περιείχαν, κάποτε, λάδι, καθαρό και αρωματισμένο. Ανάμεσα στα άλλα, το ονομαζόμενο «Δωμάτιο του Λουτρού» έγινε πολύ γνωστό εξαιτίας μιας πήλινης κατασκευής που θεωρήθηκε «ασάμινθος», μπανιέρα δηλαδή, γεγονός που προσδιόρισε και τη χρήση του χώρου ως λουτρού, παρά τις αμφιβολίες που έχουν διατυπωθεί. Σημαντικοί θεωρούνται, επίσης, οι χώροι δίπλα στην είσοδο του Μεγάρου. Χαρακτηρίστηκαν ως «Αρχεία» επειδή εκεί βρέθηκαν ψημένες λόγω της πυρκαγιάς, ολόκληρες ή σε σπαράγματα, πάνω από χίλιες πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής, οι οποίες περιείχαν πληροφορίες για την οικονομική, την κοινωνική και τη θρησκευτική ζωή του ανακτόρου, λίγο πριν από την καταστροφή του από τη φωτιά.
Το Νοτιοδυτικό Κτίριο που ανοίγεται προς την αυλή 63 θεωρείται παλαιότερο του κεντρικού κτιρίου. Ήταν, όμως, σε χρήση και τον 13ο αι. π.Χ., ενόσω λειτουργούσε και το τελευταίο. Κάποια από τα δωμάτιά του ταυτίστηκαν με σκευοθήκη (63), όπου βρέθηκε πλήθος μαγειρικών σκευών, με επίσημες αίθουσες, όπως ο προθάλαμος (64) και ο χώρος με τέσσερις ή έξι εσωτερικούς κίονες (65), με ένα υποτιθέμενο λουτρό (78) και με μια αποθήκη κρασιού (82) στα βόρεια.
Το Βορειοανατολικό Κτίριο που φαίνεται προσκολλημένο στα βόρεια του ανακτόρου ( αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Διακρίνονται ένα προστώο (94) με μια μικρή αυλή (92) μπροστά του και ένας διάδρομος (95) που οδηγεί σε έξι δωμάτια, ανάμεσα στα οποία αναγνωρίστηκαν ένα ιερό (93), μια αποθήκη (98), ένα εργαστήριο (99) και μια οπλοθήκη (100). Στον τελευταίο χώρο, ανάλογο του οποίου φαίνεται πως υπάρχει και στο μυκηναϊκό ανάκτορο των Θηβών, βρέθηκαν εκατοντάδες χάλκινες αιχμές βελών, ενώ από το εργαστήριο προέρχονται 56 πινακίδες Γραμμικής Β που αναφέρονται σε προμήθειες χαλκού ή δερμάτων και επισκευές ανάλογων αντικειμένων, όπως όπλων και αρμάτων. Σε μια από τις επιγραφές διαβάστηκε, μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β το 1952, το όνομα της «Πότνιας Ιππίας» (Αθηνάς;), γεγονός που οδήγησε στη σύνδεση του χώρου με θρησκευτική προστασία η οποία παρεχόταν από μια από τις κύριες θεότητες του αρχαίου ελληνικού δωδεκάθεου, η οποία λατρευόταν και στα μυκηναϊκά χρόνια. Το Βορειανατολικό Κτίριο θεωρήθηκε αρχικά από τον πρώτο ανασκαφέα Μπλέγκεν (C. Blegen), και με βάση τα ευρήματά του ως εργαστήριο, αλλά νεότερες έρευνες τείνουν να το ταυτίζουν με ένα τμήμα του ανακτόρου όπου αποδεικνύεται ο κύριος ρόλος του ως κέντρου συλλογής, αποθήκευσης και αναδιανομής προϊόντων, αλλά και τεχνουργημάτων, τελειωμένων, δηλαδή, αντικειμένων (Bendall 2003).
Εκτός από τις αποθήκες του λαδιού που βρίσκονταν στο πίσω μέρος του Μεγάρου εντοπίστηκε στα βόρεια μια μεγάλη αποθήκη (χώροι 104 και 105 στην εικ. 4.32α), η οποία περιείχε 35 πιθάρια διευθετημένα σε σειρές. Από αυτόν τον χώρο των πιθαριών (105) προήλθαν 60 περίπου πήλινα σφραγίσματα σε ένα από τα οποία διαβάστηκε το ιδεόγραμμα της Γραμμικής Β για το κρασί Θεωρήθηκε, έτσι, πως η αποθήκη αυτή προοριζόταν για ανάλογη χρήση.
Το ανάκτορο της Πύλου είναι αυτό που συνδέεται, συνήθως, περισσότερο με τα ομηρικά έπη. Πέρα από τη συσχέτισή του με τον Νέστορα κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι στην τρίτη ραψωδία της Οδύσσειας, στην ονομαζόμενη «Τηλεμάχεια», οι περιγραφές του Ομήρου έχουν υπόψη τους τούς χώρους του συγκεκριμένου ανακτόρου. Ένα πεζούλι στο Δωμάτιο 10 (Οδύσσεια γ 405-412), η Αποθήκη Οίνου 104 (Οδύσσεια γ 390-392) και το Λουτρό 43 (Οδύσσεια γ, 464-469) φαίνεται να ταιριάζουν με τις περιγραφές των ομηρικών επών (Λώλος 1997: 18-19). Αν προσθέσει κανείς και τη γνωστή τοιχογραφία του μουσικού που μπορεί να συνδεθεί με τους αοιδούς και τους ραψωδούς συμπληρώνεται η εικόνα. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί, ότι αυτού του είδους οι ταυτίσεις βασίζονται περισσότερο στην εκ των προτέρων πεποίθηση ότι ο Όμηρος περιγράφει με ακρίβεια έναν πραγματικό κόσμο και σε εξωτερικές ομοιότητες πραγμάτων μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει κάποια συστηματική και εκτεταμένη έρευνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου