460 ΔΙ. ἄγε δὴ τίνα τρόπον τὴν θύραν κόψω; τίνα;
πῶς ἐνθάδ᾽ ἄρα κόπτουσιν οὑπιχώριοι;
ΞΑ. οὐ μὴ διατρίψεις, ἀλλὰ γεῦσαι τῆς θύρας,
καθ᾽ Ἡρακλέα τὸ σχῆμα καὶ τὸ λῆμ᾽ ἔχων.
ΔΙ. παῖ παῖ. ΑΙΑΚΟΣ. τίς οὗτος; ΔΙ. Ἡρακλῆς ὁ καρτερός.
465 ΑΙ. ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ
καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε,
ὃς τὸν κύν᾽ ἡμῶν ἐξελάσας τὸν Κέρβερον
ἀπῇξας ἄγχων κἀποδρὰς ᾤχου λαβών,
ὃν ἐγὼ ᾽φύλαττον. ἀλλὰ νῦν ἔχει μέσος·
470 τοία Στυγός σε μελανοκάρδιος πέτρα
Ἀχερόντιός τε σκόπελος αἱματοσταγὴς
φρουροῦσι, Κωκυτοῦ τε περίδρομοι κύνες,
ἔχιδνά θ᾽ ἑκατογκέφαλος, ἣ τὰ σπλάγχνα σου
διασπαράξει· πλευμόνων τ᾽ ἀνθάψεται
475 Ταρτησσία μύραινα, τὼ νεφρὼ δέ σου
αὐτοῖσιν ἐντέροισιν ᾑματωμένω
διασπάσονται Γοργόνες Τειθράσιαι,
ἐφ᾽ ἃς ἐγὼ δρομαῖον ὁρμήσω πόδα.
ΞΑ. οὗτος, τί δέδρακας; ΔΙ. ἐγκέχοδα· κάλει θεόν.
480 ΞΑ. ὦ καταγέλαστ᾽, οὔκουν ἀναστήσει ταχὺ
πρίν τινά σ᾽ ἰδεῖν ἀλλότριον; ΔΙ. ἀλλ᾽ ὡρακιῶ.
ἀλλ᾽ οἶσε πρὸς τὴν καρδίαν μου σπογγιάν.
ΞΑ. ἰδοὺ λαβέ· προσθοῦ. ΔΙ. ποῦ ᾽στιν; ΞΑ. ὦ χρυσοῖ θεοί,
ἐνταῦθ᾽ ἔχεις τὴν καρδίαν; ΔΙ. δείσασα γὰρ
485 εἰς τὴν κάτω μου κοιλίαν καθείρπυσεν.
ΞΑ. ὦ δειλότατε θεῶν σὺ κἀνθρώπων. ΔΙ. ἐγώ;
πῶς δειλὸς ὅστις σπογγιὰν ᾔτησά σε;
οὐ τἂν ἕτερός γ᾽ αὔτ᾽ εἰργάσατ᾽ ἀνήρ. ΞΑ. ἀλλὰ τί;
ΔΙ. κατέκειτ᾽ ἂν ὀσφραινόμενος, εἴπερ δειλὸς ἦν·
490 ἐγὼ δ᾽ ἀνέστην καὶ προσέτ᾽ ἀπεψησάμην.
ΞΑ. ἀνδρεῖά γ᾽, ὦ Πόσειδον. ΔΙ. οἶμαι νὴ Δία.
σὺ δ᾽ οὐκ ἔδεισας τὸν ψόφον τῶν ῥημάτων
καὶ τὰς ἀπειλάς; ΞΑ. οὐ μὰ Δί᾽ οὐδ᾽ ἐφρόντισα.
ΔΙ. ἴθι νυν, ἐπειδὴ ληματίας κἀνδρεῖος εἶ,
495 σὺ μὲν γενοῦ ᾽γὼ τὸ ῥόπαλον τουτὶ λαβών
καὶ τὴν λεοντῆν, εἴπερ ἀφοβόσπλαγχνος εἶ·
ἐγὼ δ᾽ ἔσομαί σοι σκευοφόρος ἐν τῷ μέρει.
ΞΑ. φέρε δὴ ταχέως αὔτ᾽· οὐ γὰρ ἀλλὰ πειστέον.
καὶ βλέψον εἰς τὸν Ἡρακλειοξανθίαν,
500 εἰ δειλὸς ἔσομαι καὶ κατὰ σὲ τὸ λῆμ᾽ ἔχων.
ΔΙ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἀληθῶς οὑκ Μελίτης μαστιγίας.
φέρε νυν, ἐγὼ τὰ στρώματ᾽ αἴρωμαι ταδί.
***
Ο Διόνυσος και ο Ξανθίας πλησιάζουν στην πόρτα του Πλούτωνα.
460 ΔΙΟ. Πώς να χτυπήσω; Πώς και με ποιόν τρόπο;
Άραγε οι ντόπιοι πώς χτυπούν τις πόρτες;
ΞΑΝ. Βάρα γερά, την ώρα σου μη χάνεις·
μορφή Ηρακλή, και την καρδιά του να ᾽χεις.
ΔΙΟ., χτυπώντας.
Μικρέ, μικρέ!
ΑΙΑΚΟΣ, ανοίγοντας.
Ποιός είναι; ΔΙΟ. Ο Ηρακλής ο αντρειωμένος.
ΑΙΑ. Βρε σιχαμένε, αδιάντροπε, ξετσίπωτε,
βρομάνθρωπε, βρομιάρη, αρχιβρομιάρη!
Το σκύλο μας εσύ, τον Κέρβερό μας,
ξεκάμπισες, που εγώ ᾽μουν φύλακάς του,
και το λαιμό του σφίγγοντας τον πήρες
και το ᾽σκασες. Μα τώρα είσαι πιασμένος·
470 ο βράχος ο μαυρόκαρδος της Στύγας
κι η πέτρα η Αχερόντια που αίμα στάζει
και τα σκυλιά, που γύρω γύρω τρέχουν
στον Κωκυτό, καλά στη μέση σ᾽ έχουν·
η Οχιά η εκατοκέφαλη τα σπλάχνα
θα σου σπαράξει· πάνω στα πλεμόνια
θά ᾽ρθει η Ταρτήσσια σμέρνα να κολλήσει·
τα δυο νεφρά σου στο αίμα βουτηγμένα
με τ᾽ άντερα μαζί θα τα ξεσκίσουν,
κομμάτια θα τα κάμουν οι Τειθράσιες
Γοργόνες. Πάω τρεχάτος να τις φέρω.
ΞΑΝ., στο Διόνυσο, που κάθισε ανακούρκουδα.
Τί ᾽ναι; ΔΙΟ. Σπονδή… από πίσω· ο θεός βοηθός μας.
480 ΞΑΝ. Γελοίε! Για σήκω αμέσως, πριν κανένας
ξένος σε δει. ΔΙΟ. Λιγοθυμιά έχω πάθει.
Σφογγάρι στην καρδιά μου· φέρε μου ένα.
ΞΑΝ. Νά, βάλ᾽ το. ΔΙΟ. Πού είναι;
Παίρνει το σφογγάρι και σκουπίζεται από πίσω.
ΞΑΝ. Ω σεις, χρυσοί θεοί μου!
Εκεί έχεις την καρδιά σου; ΔΙΟ. Ναι, απ᾽ το φόβο
γλίστρησε κάτω κάτω στην κοιλιά μου.
ΞΑΝ. Δειλέ! Σ᾽ αυτό περνάς και θεούς κι ανθρώπους.
ΔΙΟ. Δειλός εγώ; Αφού ζήτησα σφογγάρι.
Ποιός άλλος;… ΞΑΝ. Μπα! Τί θα ᾽κανε ένας άλλος;
ΔΙΟ. Δειλός; Μα θα καθόταν να… μυρίζει·
490 εγώ όμως νά με· ολόρθος, σκουπισμένος.
ΞΑΝ. Μα το θεό, μεγάλο θάρρος. ΔΙΟ. Έχω.
Μα εσέ οι φοβέρες κι οι βροντές των λόγων
δε σε τρόμαξαν; ΞΑΝ. Είδηση δεν πήρα.
ΔΙΟ. Αφού λοιπόν είσαι γενναίος κι αντρείος
και φόβος μες στα σπλάχνα σου δεν μπαίνει,
νά, πάρε αυτά, λεοντή και ρόπαλό μου,
και γίνε εγώ· και παίρνω εγώ τον μπόγο.
ΞΑΝ. Αμέσως κι ευχαρίστως. Και να βλέπεις
500 αν ο Ηρακλοξανθίας θα ᾽ναι δειλός
κι αν η καρδιά του μοιάζει της δικής σου.
Αλλάζουν τα ρούχα τους.
ΔΙΟ. Ολόφτυστος ο αλήτης της Μελίτης.
Εμπρός, εγώ τα στρώματα στον ώμο.
πῶς ἐνθάδ᾽ ἄρα κόπτουσιν οὑπιχώριοι;
ΞΑ. οὐ μὴ διατρίψεις, ἀλλὰ γεῦσαι τῆς θύρας,
καθ᾽ Ἡρακλέα τὸ σχῆμα καὶ τὸ λῆμ᾽ ἔχων.
ΔΙ. παῖ παῖ. ΑΙΑΚΟΣ. τίς οὗτος; ΔΙ. Ἡρακλῆς ὁ καρτερός.
465 ΑΙ. ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ
καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε,
ὃς τὸν κύν᾽ ἡμῶν ἐξελάσας τὸν Κέρβερον
ἀπῇξας ἄγχων κἀποδρὰς ᾤχου λαβών,
ὃν ἐγὼ ᾽φύλαττον. ἀλλὰ νῦν ἔχει μέσος·
470 τοία Στυγός σε μελανοκάρδιος πέτρα
Ἀχερόντιός τε σκόπελος αἱματοσταγὴς
φρουροῦσι, Κωκυτοῦ τε περίδρομοι κύνες,
ἔχιδνά θ᾽ ἑκατογκέφαλος, ἣ τὰ σπλάγχνα σου
διασπαράξει· πλευμόνων τ᾽ ἀνθάψεται
475 Ταρτησσία μύραινα, τὼ νεφρὼ δέ σου
αὐτοῖσιν ἐντέροισιν ᾑματωμένω
διασπάσονται Γοργόνες Τειθράσιαι,
ἐφ᾽ ἃς ἐγὼ δρομαῖον ὁρμήσω πόδα.
ΞΑ. οὗτος, τί δέδρακας; ΔΙ. ἐγκέχοδα· κάλει θεόν.
480 ΞΑ. ὦ καταγέλαστ᾽, οὔκουν ἀναστήσει ταχὺ
πρίν τινά σ᾽ ἰδεῖν ἀλλότριον; ΔΙ. ἀλλ᾽ ὡρακιῶ.
ἀλλ᾽ οἶσε πρὸς τὴν καρδίαν μου σπογγιάν.
ΞΑ. ἰδοὺ λαβέ· προσθοῦ. ΔΙ. ποῦ ᾽στιν; ΞΑ. ὦ χρυσοῖ θεοί,
ἐνταῦθ᾽ ἔχεις τὴν καρδίαν; ΔΙ. δείσασα γὰρ
485 εἰς τὴν κάτω μου κοιλίαν καθείρπυσεν.
ΞΑ. ὦ δειλότατε θεῶν σὺ κἀνθρώπων. ΔΙ. ἐγώ;
πῶς δειλὸς ὅστις σπογγιὰν ᾔτησά σε;
οὐ τἂν ἕτερός γ᾽ αὔτ᾽ εἰργάσατ᾽ ἀνήρ. ΞΑ. ἀλλὰ τί;
ΔΙ. κατέκειτ᾽ ἂν ὀσφραινόμενος, εἴπερ δειλὸς ἦν·
490 ἐγὼ δ᾽ ἀνέστην καὶ προσέτ᾽ ἀπεψησάμην.
ΞΑ. ἀνδρεῖά γ᾽, ὦ Πόσειδον. ΔΙ. οἶμαι νὴ Δία.
σὺ δ᾽ οὐκ ἔδεισας τὸν ψόφον τῶν ῥημάτων
καὶ τὰς ἀπειλάς; ΞΑ. οὐ μὰ Δί᾽ οὐδ᾽ ἐφρόντισα.
ΔΙ. ἴθι νυν, ἐπειδὴ ληματίας κἀνδρεῖος εἶ,
495 σὺ μὲν γενοῦ ᾽γὼ τὸ ῥόπαλον τουτὶ λαβών
καὶ τὴν λεοντῆν, εἴπερ ἀφοβόσπλαγχνος εἶ·
ἐγὼ δ᾽ ἔσομαί σοι σκευοφόρος ἐν τῷ μέρει.
ΞΑ. φέρε δὴ ταχέως αὔτ᾽· οὐ γὰρ ἀλλὰ πειστέον.
καὶ βλέψον εἰς τὸν Ἡρακλειοξανθίαν,
500 εἰ δειλὸς ἔσομαι καὶ κατὰ σὲ τὸ λῆμ᾽ ἔχων.
ΔΙ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἀληθῶς οὑκ Μελίτης μαστιγίας.
φέρε νυν, ἐγὼ τὰ στρώματ᾽ αἴρωμαι ταδί.
***
Ο Διόνυσος και ο Ξανθίας πλησιάζουν στην πόρτα του Πλούτωνα.
460 ΔΙΟ. Πώς να χτυπήσω; Πώς και με ποιόν τρόπο;
Άραγε οι ντόπιοι πώς χτυπούν τις πόρτες;
ΞΑΝ. Βάρα γερά, την ώρα σου μη χάνεις·
μορφή Ηρακλή, και την καρδιά του να ᾽χεις.
ΔΙΟ., χτυπώντας.
Μικρέ, μικρέ!
ΑΙΑΚΟΣ, ανοίγοντας.
Ποιός είναι; ΔΙΟ. Ο Ηρακλής ο αντρειωμένος.
ΑΙΑ. Βρε σιχαμένε, αδιάντροπε, ξετσίπωτε,
βρομάνθρωπε, βρομιάρη, αρχιβρομιάρη!
Το σκύλο μας εσύ, τον Κέρβερό μας,
ξεκάμπισες, που εγώ ᾽μουν φύλακάς του,
και το λαιμό του σφίγγοντας τον πήρες
και το ᾽σκασες. Μα τώρα είσαι πιασμένος·
470 ο βράχος ο μαυρόκαρδος της Στύγας
κι η πέτρα η Αχερόντια που αίμα στάζει
και τα σκυλιά, που γύρω γύρω τρέχουν
στον Κωκυτό, καλά στη μέση σ᾽ έχουν·
η Οχιά η εκατοκέφαλη τα σπλάχνα
θα σου σπαράξει· πάνω στα πλεμόνια
θά ᾽ρθει η Ταρτήσσια σμέρνα να κολλήσει·
τα δυο νεφρά σου στο αίμα βουτηγμένα
με τ᾽ άντερα μαζί θα τα ξεσκίσουν,
κομμάτια θα τα κάμουν οι Τειθράσιες
Γοργόνες. Πάω τρεχάτος να τις φέρω.
ΞΑΝ., στο Διόνυσο, που κάθισε ανακούρκουδα.
Τί ᾽ναι; ΔΙΟ. Σπονδή… από πίσω· ο θεός βοηθός μας.
480 ΞΑΝ. Γελοίε! Για σήκω αμέσως, πριν κανένας
ξένος σε δει. ΔΙΟ. Λιγοθυμιά έχω πάθει.
Σφογγάρι στην καρδιά μου· φέρε μου ένα.
ΞΑΝ. Νά, βάλ᾽ το. ΔΙΟ. Πού είναι;
Παίρνει το σφογγάρι και σκουπίζεται από πίσω.
ΞΑΝ. Ω σεις, χρυσοί θεοί μου!
Εκεί έχεις την καρδιά σου; ΔΙΟ. Ναι, απ᾽ το φόβο
γλίστρησε κάτω κάτω στην κοιλιά μου.
ΞΑΝ. Δειλέ! Σ᾽ αυτό περνάς και θεούς κι ανθρώπους.
ΔΙΟ. Δειλός εγώ; Αφού ζήτησα σφογγάρι.
Ποιός άλλος;… ΞΑΝ. Μπα! Τί θα ᾽κανε ένας άλλος;
ΔΙΟ. Δειλός; Μα θα καθόταν να… μυρίζει·
490 εγώ όμως νά με· ολόρθος, σκουπισμένος.
ΞΑΝ. Μα το θεό, μεγάλο θάρρος. ΔΙΟ. Έχω.
Μα εσέ οι φοβέρες κι οι βροντές των λόγων
δε σε τρόμαξαν; ΞΑΝ. Είδηση δεν πήρα.
ΔΙΟ. Αφού λοιπόν είσαι γενναίος κι αντρείος
και φόβος μες στα σπλάχνα σου δεν μπαίνει,
νά, πάρε αυτά, λεοντή και ρόπαλό μου,
και γίνε εγώ· και παίρνω εγώ τον μπόγο.
ΞΑΝ. Αμέσως κι ευχαρίστως. Και να βλέπεις
500 αν ο Ηρακλοξανθίας θα ᾽ναι δειλός
κι αν η καρδιά του μοιάζει της δικής σου.
Αλλάζουν τα ρούχα τους.
ΔΙΟ. Ολόφτυστος ο αλήτης της Μελίτης.
Εμπρός, εγώ τα στρώματα στον ώμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου