Η ικεσία είναι μια μορφή της πραγματικής ζωής η οποία αντικατοπτρίζεται στη θεατρική πράξη ως καταφυγή σε κάποιον βωμό, ναό ή ιερό χώρο, προκειμένου ένα πρόσωπο (ή μια ομάδα) να προστατευθεί από κάποια απειλή που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξή του ή ακυρώνει ένα επείγον και ζωτικό αίτημά του. Η ικεσία μπορεί να απευθύνεται και σε ένα πρόσωπο, οπότε ο ικέτης υιοθετεί συγκεκριμένες τελετουργικές χειρονομίες, όπως η αφή των γονάτων, του δεξιού χεριού ή της γενειάδας του ατόμου από το οποίο προσδοκάται η προστασία. Αυτά τα μέρη του σώματος θεωρούνται η έδρα της ζωής, της φυσικής δύναμης και της αναπαραγωγικής ικανότητας του ανθρώπου, και ο ικέτης πιστεύει ότι η επαφή μαζί τους συμβάλλει στη διοχέτευση της προστατευτικής δύναμής τους στον ίδιο. Η καταφυγή σε βωμό, αν και δεν είναι τελείως άγνωστη, δεν απαντά στον Όμηρο. Ο Φήμιος (Οδύσσεια χ 333 κ.ε.), για παράδειγμα, σκέφτεται πώς να προστατέψει τη ζωή του από την επιθετικότητα του Οδυσσέα. Για τον σκοπό αυτόν ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές: είτε να καταφύγει στον βωμό του Δία είτε να ικετέψει τον Οδυσσέα για τη σωτηρία του. Τελικά επιλέγει την τελευταία δυνατότητα. Η ικεσία όμως δεν περιορίζεται μόνο στον κόσμο των θνητών, αλλά αφορά και τους θεούς. Έτσι, ήδη στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας η Θέτιδα ικετεύει τον Δία να τιμήσει τον γιο της, τον Αχιλλέα, την υπόληψη του οποίου έχει προσβάλει ο Αγαμέμνων. Για τον σκοπό αυτόν πιάνει τα γόνατα του θεού με το ένα χέρι και με το άλλο τη γενειάδα του. Ο Δίας αποδέχεται το αίτημά της. Η συγκεκριμένη τελετουργική κίνηση δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να πραγματοποιείται, αλλά η ικεσία μπορεί να είναι μόνο φραστική. Έτσι, στην Οδύσσεια (ζ 141 κ.ε.), όταν ο Οδυσσέας συναντά τη Ναυσικά, ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές: είτε να πιάσει τα γόνατά της είτε απλώς να της απευθύνει την παράκλησή του. Προκρίνει την τελευταία δυνατότητα, μολονότι αρχίζει τον λόγο του με το ρήμα γουνούμαι. Παρόμοιες περιπτώσεις είναι αναμενόμενες, όταν δεν διακυβεύεται κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο, π.χ. επιδιώκεται μια πληροφορία. Αντίθετα, η τελετουργική ικεσία είναι σημαντικότερη, και, όταν διακόπτεται, τότε η συνέπειές της είναι σοβαρές και μπορούν να οδηγήσουν στον θάνατο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Οδυσσέα, όταν ικετεύει την Αρήτη στη Σχερία, πιάνοντας τα γόνατά της και καθισμένος στο έδαφος πάνω στις στάχτες της εστίας του παλατιού του Αλκίνοου (Οδύσσεια η 153 κ.ε.). Η εστία είναι ο πιο ιερός χώρος του σπιτιού και συμβολίζει την ασφάλεια και την αλληλεγγύη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των δούλων. Επομένως, η καταφυγή στην εστία δηλώνει το αίτημα να ενταχθεί κάποιος στην οικογένεια και κατ' επέκταση στην ευρύτερη κοινωνία. Το βασιλικό ζεύγος της Σχερίας μένει βυθισμένο στη σιωπή για αρκετή ώρα, σιωπή που προκαλεί την αντίδραση ενός γέροντα καλεσμένου, ο οποίος συμβουλεύει τον Αλκίνοο να σηκώσει τον ικέτη, να του παραχωρήσει τιμητική θέση και να του προσφέρει κρασί και τροφή. Ο βασιλιάς τότε παίρνει από το χέρι τον Οδυσσέα και τον καθίζει δίπλα του στη θέση που προηγουμένως κατείχε ο γιος του. Η ανόρθωση του ικέτη από τον βασιλιά δείχνει την αποδοχή του αιτήματός του, ενώ το νίψιμο των χεριών, η σπονδή και το φαγητό που ακολουθούν τον αναβαθμίζουν από ικέτη σε ξένον, δηλαδή γνώριμο από φιλοξενία, μια σχέση ισοτιμίας. Στην Εκάβη του Ευριπίδη η ομώνυμη ηρωίδα απευθύνει μια φραστική παράκληση προς τον Οδυσσέα να μη θυσιαστεί η θυγατέρα της, η Πολυξένη, στον τάφο του Αχιλλέα (234 κ.ε.). Ο ήρωας απορρίπτει την ικεσία, και τότε η πονεμένη μητέρα ζητά από την κόρη της να αναλάβει η ίδια την ικεσία. Ο Οδυσσέας αποστρέφει το πρόσωπό του και κρύβει το δεξί του χέρι, ώστε να μην πραγματοποιηθεί μια ολοκληρωμένη τελετουργική επαφή της Πολυξένης μαζί του, γιατί αυτό θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Η Πολυξένη όμως τον καθησυχάζει ότι δεν σκοπεύει να προβεί σε ικεσία και υπογραμμίζει ότι προτιμά τον θάνατο από τη δουλεία. Το παράδειγμα της Πολυξένης είναι διδακτικό, γιατί δείχνει ότι ο ικέτης χάνει το αίσθημα τιμής που χαρακτηρίζει τον ελεύθερο άνθρωπο και υποτάσσεται ταπεινωτικά στην εξουσία και τη διακριτική ευχέρεια του ατόμου από το οποίο προσδοκά προστασία ή βοήθεια. Στη Μήδεια η ομώνυμη ηρωίδα απαντά στην αξίωση του Κρέοντα να εγκαταλείψει αμέσως την Κόρινθο με μια φραστική ικεσία (324 κ.ε.), αλλά δεν τον πείθει, και ο βασιλιάς επιμένει στην άμεση αναχώρηση της ηρωίδας. Η Μήδεια επικαλείται τον Δία, τον προστάτη των ικετών, και πλησιάζει τον Κρέοντα για να τον ικετεύσει τελετουργικά. Εκείνος, υπό την πίεση της ικεσίας και της διαβεβαίωσης της ηρωίδας ότι θα μείνει στην Κόρινθο μόνο μία ημέρα ακόμη, κάμπτεται και της παραχωρεί την αιτούμενη ημέρα, την ημέρα που η Μήδεια θα εξοντώσει τη Γλαύκη και τον ίδιο με τα θανάσιμα γαμήλια δώρα και ακολούθως θα σφάξει τα παιδιά της. Και στον Ιππόλυτο, όταν οι προσπάθειες της τροφού αποτυγχάνουν, εκείνη πέφτει στα γόνατα της Φαίδρας και της πιάνει το χέρι (324), ικετεύοντάς την να της αποκαλύψει την αιτία της αρρώστιας της· τελικά κατορθώνει να εκμαιεύσει την αλήθεια, τον έρωτα της δέσποινάς της για τον Ιππόλυτο.
Στις περιπτώσεις καταφυγής ενός προσώπου σε βωμό δημιουργείται ένα τρίγωνο, καθώς, εκτός από τον ικέτη και τον προστάτη, προστίθεται ο διώκτης ή κάποιος εκπρόσωπός του. Το τρίγωνο αυτό απαντά σε ποικίλες παραλλαγές.
Στις Ικέτιδες του Αισχύλου το δίλημμα του Πελασγού είναι βαρύ: αν παράσχει άσυλο στις Δαναΐδες, θα εμπλέξει την πόλη του σε πόλεμο με τους Αιγυπτίους. Σε αντίθετη περίπτωση πάλι θα παραβιάσει το δίκαιο του ικέσιου Δία με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ίδιο και την πόλη. Τελικά αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της λαϊκής συνέλευσης των Αργείων, την παροχή ασύλου και, όταν οι Δαναΐδες απειλούνται, παρεμβαίνει και τις προστατεύει. Το δράμα ολοκληρώνεται με την υποδοχή των ικετίδων στην πόλη και την έκφραση ευχαριστιών εκ μέρους του Χορού. Η αντιπαράθεση με τον εκπρόσωπο των Αιγυπτίων καταλήγει σε αποπομπή του, γιατί ο Πελασγός έχει πειστεί ότι το θεϊκό δίκαιο εναρμονίζεται με το δίκαιο της πόλης που παραχώρησε με απόφασή της άσυλο στους ικέτες.
Και στις Ευμενίδες απαντά το μοτίβο της φυγής του Ορέστη που καταδιώκεται από τις Ερινύες, της ικεσίας στο άγαλμα της Αθηνάς και της αντιπαράθεσης της θεάς με τις Ερινύες. Η αντιπαράθεση αυτή όμως δεν διεξάγεται αυτόνομα αλλά στο πλαίσιο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Ενώ η συνέλευση των Αργείων στις Ικέτιδες τοποθετείται στον εξωσκηνικό χώρο, η δίκη του Ορέστη διεξάγεται επί σκηνής. Και εδώ οι Ερινύες απειλούν με συμφορές την πόλη, αλλά τελικά πείθονται από τη θεά και μετατρέπονται σε ευνοϊκά πνεύματα. Ενώ δηλαδή στις Ικέτιδες η αντιπαράθεση οδηγεί σε πόλεμο, η διεξαγωγή του οποίου υπερβαίνει τα όρια του συγκεκριμένου δράματος, στις Ευμενίδες η σύγκρουση καταλήγει σε συμφιλίωση, κάτι ευεξήγητο, αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για το τελευταίο δράμα της τριλογίας. Το μέσο που εξασφαλίζει την ευτυχή έκβαση είναι η πειθώ, η οποία αναγνωρίζει στις Ευμενίδες μέσω του φόβου κάποιον συγκεκριμένο ρόλο, την εξισορρόπηση των αντίθετων τάσεων και τελικά την πολιτική ομαλότητα.
Στον σοφόκλειο Οιδίποδα επί Κολωνώ την απόφαση για την τύχη του ικέτη δεν λαμβάνεται από ένα συλλογικό σώμα (λαϊκή συνέλευση των Αργείων, Άρειος Πάγος) αλλά από τον ίδιο τον Θησέα, ενώ ο Χορός, πριν από την εμφάνιση του βασιλιά, έντρομος πληροφορείται την ταυτότητα του ικέτη. Ούτε ο διώκτης είναι μια ομάδα (Αιγύπτιοι, Ερινύες) αλλά ένα πρόσωπο, ο Κρέων, ο οποίος επιχειρεί να εκβιάσει την κατάσταση απάγοντας τις θυγατέρες του Οιδίποδα, που σώζονται με παρέμβαση του Θησέα, μια εξωσκηνική δράση άγνωστη στα δράματα ικεσίας του Αισχύλου. Τέλος, το δίλημμα δεν αφορά την απειλούμενη με πόλεμο πόλη και τον σεβασμό του θεϊκού δικαίου, όπως στις Ικέτιδες. Ο ικέτης μάλιστα δεν είναι ένα αδύναμο πρόσωπο, αλλά μετατρέπεται με τον μυστικό θάνατό του σε προστατευτική δύναμη της Αθήνας. Η ιδιοτυπία του έργου έγκειται στο γεγονός ότι στο πλαίσιό του απαντά μια επαναλαμβανόμενη σκηνή ικεσίας. Αυτή τη φορά ικέτης είναι ο Πολυνείκης και αποδέκτης της ικεσίας ο Οιδίπους, τον οποίο ο γιος του θέλει να πάρει με το μέρος του, ενώ δεν υπάρχει διώκτης. Ο πατέρας όμως αρνείται κατηγορηματικά τη βοήθειά του, και έτσι ανοίγει ο δρόμος για την αλληλοκτόνο σύγκρουση των δύο αδερφών. Ο Σοφοκλής δομεί τη σκηνή σε αντιστοιχία προς την ικεσία του Οιδίποδα. Μια χαρακτηριστική ένδειξη προς την κατεύθυνση αυτή είναι η πρώιμη γνωστοποίηση της ταυτότητας του ικέτη.
Το τρίγωνο φυγή-ικεσία-αντιπαράθεση του εχθρού με τον προστάτη απαντά και στους Ηρακλείδες του Ευριπίδη. Όπως στις Ικέτιδες του Αισχύλου, ικέτης είναι μια ομάδα, τα παιδιά του Ηρακλή, που συνοδεύεται στις περιπλανήσεις της από τον Ιόλαο και την Αλκμήνη. Ο απεσταλμένος του Ευρυσθέα προκαλεί με την εμφάνισή του την κλήση σε βοήθεια εκ μέρους του Ιολάου, οπότε εισέρχεται ο Χορός, όπως συμβαίνει και στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, όπου ο Χορός προηγείται της εμφάνισης του σωτήρα. Ο Χορός πληροφορείται την προϊστορία των παιδιών του Ηρακλή, την οποία μεταφέρει συνοπτικά στον γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Ο απεσταλμένος του Ευρυσθέα εκφράζει την άποψη του δεσπότη του και υπογραμμίζει τα πλεονεκτήματα που προσφέρει μια απόρριψη της ικεσίας. Ο Ιόλαος απαντά με μια εκτενή ρήση στον απεσταλμένο, και ακολουθεί μια στιχομυθία με αντιπαράθεση του Δημοφώντα με τον απεσταλμένο, ο οποίος αποχωρεί εκτοξεύοντας απειλές κατά της Αθήνας. Εδώ διαπιστώνουμε ότι στην αντιπαράθεση με τον εχθρό συμμετέχει ενεργητικά και η απειλούμενη πλευρά, η οποία με τα αντεπιχειρήματά της αφενός απαντά στη ρήση του απεσταλμένου και αφετέρου οπλίζει με επιχειρήματα τον Δημοφώντα για τη δική του αντιπαράθεση με τον Αργείο εκπρόσωπο του Ευρυσθέα, επιχειρήματα που θεμελιώνουν συγχρόνως το αίτημα των ικετών. Την απόρριψη της απαίτησης του Ευρυσθέα θα αναμενόταν να την ακολουθήσει μια αγγελική ρήση με περιγραφή της πολεμικής σύγκρουσης των Αθηναίων με τους Αργείους. Αντί αυτού όμως παρεμβάλλεται η μαντεία με την απαίτηση μιας ανθρωποθυσίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η νίκη των Αθηναίων. Ο Δημοφών δείχνει προβληματισμένος από αυτή την εξέλιξη, αλλά τον απαλλάσσει από το αδιέξοδο η Μακαρία, η οποία με αυτοθυσία και αδιαπραγμάτευτη επιμονή προσφέρει τη ζωή της για το σωτήριο εγχείρημα. Ωστόσο, ούτε και τώρα θα πραγματοποιηθεί η αναμέτρηση, αλλά θα προηγηθεί η επιμονή του Ιολάου να λάβει μέρος στη μάχη παρά την προχωρημένη ηλικία του. Όπως πληροφορούμαστε αργότερα, η συμμετοχή του γίνεται εφικτή χάρη σε ένα θαύμα, την πρόσκαιρη αναζωογόνηση/ανανέωσή του, η οποία μάλλον δεν εκφράζεται με μια εμφανισιακή μεταβολή αλλά με την απροσδόκητη δύναμη για συμμετοχή στη μάχη, όπως συμβαίνει με τον Κάδμο και τον Τειρεσία στις Βάκχες, οι οποίοι, παρά τη γεροντική ηλικία τους, ξεκινούν πεζοί για τον Κιθαιρώνα.
Το δεύτερο πολιτικό δράμα που πραγματεύεται παρόμοιο θέμα με την προηγούμενη τραγωδία και αποσκοπεί στην ανάδειξη της Αθήνας σε προστάτιδα των αδικημένων είναι οι Ικέτιδες. Εδώ δεν πρόκειται για κάποια καταδίωξη αλλά για την άρνηση των Θηβαίων να παραδώσουν στις μητέρες τους τα άψυχα σώματα των Αργείων αρχηγών που έπεσαν κατά την εκστρατεία τους εναντίον της Θήβας. Η ικεσία, επομένως, δεν αφορά μια ομάδα που βρίσκεται σε κίνδυνο αλλά ένα δίκαιο θρησκευτικό αίτημα. Και εδώ εμφανίζεται ένας εκπρόσωπος των Θηβαίων που αντιπαρατίθεται με τον Θησέα, ο οποίος τελικά αποφασίζει να εξασφαλίσει την επιστροφή των νεκρών για ταφή με πολεμική επιχείρηση. Με τη νικηφόρα έκβαση της επέμβασης οι νεκροί τοποθετούνται σε πυρά, και ο Άδραστος εκφωνεί τον επιτάφιο λόγο.
Η Ανδρομάχη και ο Ηρακλής είναι δίπτυχα δράματα. Με τον όρο αυτόν εννοούμε τα έργα που διχοτομούνται και κάποτε έχουν και διαφορετικό πρωταγωνιστή· στις Τραχίνιες του Σοφοκλή, για παράδειγμα, στο πρώτο μέρος της δράσης πρωταγωνιστεί η Δηιάνειρα, ενώ στο δεύτερο ο Ηρακλής. Βάσει αυτών στην Ανδρομάχη η απειλούμενη ομώνυμη ηρωίδα σώζεται τελικά στο πρώτο μέρος του δράματος, ενώ στο δεύτερο φαίνεται να απειλείται η διώκτριά της, η Ερμιόνη. Στον Ηρακλή ο σωτήρας της οικογένειάς του στο πρώτο μέρος του έργου, ο Ηρακλής, στο δεύτερο μέρος μετατρέπεται σε εξολοθρευτή της. Η διαφορά των δύο δραμάτων έγκειται στο γεγονός ότι στον Ηρακλή σωτήρας και διώκτης ταυτίζονται εξαιτίας της μανίας του ήρωα, ενώ στην Ανδρομάχη ο πιθανός τιμωρός της Ερμιόνης, ο σύζυγός της Νεοπτόλεμος, φονεύεται στους Δελφούς και επιστρέφει στη Φθία ως άψυχο σώμα. Την Ερμιόνη θα την πάρει μαζί του ως σύζυγο ο Ορέστης. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η διαπίστωση ότι η σωτηρία της Ανδρομάχης προέρχεται, με απροσδόκητο τρόπο, από έναν αδύναμο γέροντα, τον Πηλέα, ο οποίος εξευτελίζει τη σπαρτιατική πλευρά. Και στα δύο έργα οι σωτήρες υπερασπίζονται με αυτονόητο τρόπο στενούς συγγενείς τους και εμφανίζονται με αρκετή καθυστέρηση. Στον Ηρακλή μάλιστα ο Λύκος είναι πεπεισμένος ότι ο ομώνυμος ήρωας δεν θα επιστρέψει από τον Άδη. Και τα δύο δράματα αρχίζουν με μια σκηνή ικεσίας. Στο πρώτο η Ανδρομάχη βρίσκεται στο Θετίδειο, και στο δεύτερο η οικογένεια του Ηρακλή έχει καταφύγει στον βωμό του Δία. Και στα δύο έργα οι ικέτες αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την ασφάλεια της θέσης τους, πριν τελικά επέλθει η σωτηρία τους, ενώ δεν μεταβαίνουν σε άλλη πόλη, όπως συμβαίνει στις Ικέτιδες του Αισχύλου ή στους Ηρακλείδες του Ευριπίδη. Στον Ηρακλή σημειώνεται και ένας αξιοπρόσεκτος εμπλουτισμός της δράσης. Ηρακλής και Λύκος δεν συναντιούνται επί σκηνής, και ο σωτήρας δεν έρχεται σε λεκτική αντιπαράθεση με τον διώκτη. Η αντιπαράθεση αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί με τη σύγκρουση Αμφιτρύωνα και Λύκου. Όταν εμφανίζεται ο Ηρακλής και αντικρίζει την ετοιμοθάνατη οικογένειά του, αποφασίζει να εξοντώσει τον Λύκο, οπότε καταστρώνεται μια σκευωρία εις βάρος του τυράννου.
Στον Ίωνα η ικεσία διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο, γιατί προκύπτει προς το τέλος του έργου από την εξέλιξη της πλοκής, και συγκεκριμένα ως αποτέλεσμα της απόφασης της Κρέουσας να δηλητηριάσει τον νέο, που τον θεωρεί εσφαλμένα νόθο γιο του Ξούθου. Η σκευωρία αποκαλύπτεται χάρη προφανώς σε παρέμβαση του Απόλλωνα, που δεν επιθυμεί, ασφαλώς, τον θάνατο του γιου του. Η Κρέουσα, καταδιωκόμενη από τον Ίωνα που επιθυμεί την τιμωρία της, επιζητεί προστασία στον βωμό του Απόλλωνα. Την κρίσιμη στιγμή της συνάντησης των αντιπάλων εμφανίζεται ως από μηχανής θεός η Ιέρεια του δελφικού ναού με το καλάθι στο οποίο είχε εκτεθεί ο Ίων ως βρέφος. Η Κρέουσα αναγνωρίζει το καλάθι και περιγράφει το περιεχόμενό του με ακρίβεια, οπότε πραγματοποιείται ο αναγνωρισμός μητέρας και γιου πρόωρα, αφού, σύμφωνα με το σχέδιο που έχει αποκαλύψει ο Ερμής στον πρόλογο του δράματος, ο αναγνωρισμός προοριζόταν να συντελεστεί στην Αθήνα.
Δευτερεύων είναι επίσης ο ρόλος της ικεσίας στην αρχή του σοφόκλειου Οιδίποδα Τυράννου. Ένας ιερέας επικεφαλής μιας ομάδας πολιτών διαφόρων ηλικιών έχει καταφύγει στον βωμό του παλατιού, όχι γιατί καταδιώκεται από κάποιον εχθρό, αλλά γιατί επιθυμεί να παρακαλέσει τον βασιλιά να αναλάβει δράση για την αντιμετώπιση του θανατηφόρου λοιμού που απειλεί με αφανισμό τη Θήβα. Είναι η πρώτη φορά που ο εχθρός δεν είναι προσωποποιημένος, αλλά εμφανίζεται με τη μορφή νόσου, και αυτό δημιουργεί έντονη ειρωνεία, αφού θα αποκαλυφθεί ότι υπεύθυνος του λοιμού είναι ο ίδιος ο βασιλιάς, που αποδεικνύεται πατροκτόνος και αιμομίκτης. Η ικεσία αναδεικνύει την προνοητικότητα του Οιδίποδα, ο οποίος έχει στείλει από καιρό τον Κρέοντα στους Δελφούς για να συμβουλευθεί το μαντείο σχετικά με το κρίσιμο πρόβλημα. Ο λαός θεωρεί τον βασιλιά του ευεργέτη γιατί απάλλαξε την πόλη από την επικίνδυνη παρουσία της Σφίγγας, και, από ό,τι φαίνεται, η διοίκηση της πόλης από τον Οιδίποδα έως την εκδήλωση του λοιμού υπήρξε άψογη. Το τέλος του έργου προσωποποιεί τον υπεύθυνο του λοιμού και οδηγεί τον Οιδίποδα στην αυτοτύφλωση και την Ιοκάστη στην αυτοκτονία.
Στην ευριπίδεια Ελένη η ικεσία στον τάφο του Πρωτέα διακόπτεται, όταν η ομώνυμη ηρωίδα πληροφορείται από τον Τεύκρο ότι ο Μενέλαος είναι νεκρός. Η Ελένη εγκαταλείπει τη θέση της και, με τη συνοδεία του Χορού, εισέρχεται στο παλάτι για να συμβουλευθεί τη μάντισσα Θεονόη σχετικά με την τύχη του συζύγου της και μαθαίνει ότι ο Μενέλαος ζει. Ο Μενέλαος ναυαγεί στις ακτές της Αιγύπτου, όπου αγνή παραμένει η σύζυγός του, την οποία συναντά και την αναγνωρίζει, όταν κάποιος από το πλήρωμά του τον πληροφορεί ότι η Ελένη που μετέφεραν από την Τροία ήταν ομοίωμα που εξαϋλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Τότε το ζεύγος καταστρώνει μια σκευωρία εις βάρος του Θεοκλύμενου. Η Ελένη προσποιείται ότι αποδέχεται την πρόταση γάμου εκ μέρους του Θεοκλύμενου και του ζητά ένα πλοίο για να αποδώσει στη θάλασσα τις νεκρώσιμες τιμές στον πρώτο σύζυγό της, τον θάνατο του οποίου μόλις έχει πληροφορηθεί. Έτσι ο υποτιθέμενος θάνατος του Μενελάου στην αρχή του έργου γίνεται τώρα μέσο για τη σκευωρία. Το επανενωμένο ζεύγος δραπετεύει με το πλοίο που παραχωρήθηκε για την τελετή. Το έργο, επομένως, δεν θεωρείται δράμα ικεσίας αλλά δράμα αναγνώρισης και μηχανήματος (σκευωρίας) όπως η Ιφιγένεια η εν Ταύροις.
Η προηγούμενη ανάλυση καταδεικνύει ότι ένα δράμα μπορεί να περιστρέφεται γύρω από τη σχέση τριών ζευγών: ικέτης-εχθρός (π.χ. Ηρακλής), ικέτης-σωτήρας (π.χ. Οιδίπους επί Κολωνώ), εχθρός-σωτήρας (π.χ. Ευμενίδες). Το μοτίβο της ικεσίας μπορεί να συνδυαστεί με άλλα μοτίβα, όπως της εκούσιας αυτοθυσίας (Ηρακλείδες), της σκευωρίας (Ηρακλής), της αναγνώρισης (Ίων), ενώ σε τρία δράματα (Οιδίπους Τύραννος, Ίων, Ελένη) ο ρόλος της ικεσίας είναι περιθωριακός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου