Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ TOY ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Ἡ Ἀ­θη­να­ϊ­κή φι­λο­δο­ξί­α εἶ­χε τε­λι­κά ὑι­ο­θε­τή­σει, μέ τόν τρό­πο πού προ­σι­δι­ά­ζει σ' αὐ­τήν, τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν βαρ­βά­ρων νά έγ­κα­τα­στή­σουν μι­άν Αὐ­το­κρα­το­ρί­α στίς ὄ­χθες τοῦ Αι­γαί­ου. Ἤ ταυ­τό­τη­τα τῆς βο­ύ­λη­σης τῶν βαρ­βά­ρων καί τῶν Ἀ­θη­να­ί­ων γιά κυ­ρι­αρ­χί­α ρη­τά ση­μει­ώ­νε­ται στήν εἰ­σή­γη­ση τῶν Κο­ριν­θί­ων πρέ­σβε­ων (Α 69) καί ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πό τόν Έρ­μο­κρά­τη στή σύ­να­ξη τῶν Σι­κε­λι­ω­τών στήν Κα­μά­ρι­να (Στ' 76 - 80). «Ἔ­τσι οὔ­τε οί Ἀ­θη­ναῖ­οι ἀν­τι­στά­θη­καν στό Μήδο γιά νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σουν τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῶν Ἑλ­λή­νων... Ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν οί Ἀ­θη­ναῖ­οι νά ύ­πο­κα­τα­στή­σουν το­ύς Μήδους στήν ὑ­πο­δο­ύ­λω­ση τῶν Ἑλ­λή­νων καί οί Ἕλ­λη­νες ν' ἀλ­λά­ξουν ά­φέν­τη καί νά ἔ­χουν ἕ­να δε­σπό­τη ὄ­χι λι­γό­τε­ρο ἱ­κα­νό ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο έ­πι­κίν­δυ­νο» (Στ' 76).

Ἡ Σπάρ­τη, μέ τή σει­ρά της, θά συρ­θεῖ σ' αὐ­τή τήν ξέ­φρε­νη ἐ­πι­δί­ω­ξη κυ­ρι­αρ­χί­ας. Ἀ­πό τόν πα­ραλ­λη­λι­σμό τόν τρι­ῶν αὐ­τῶν πε­πρω­μέ­νων συ­νά­γε­ται ἕ­να: νό­μος πού κα­τά τόν Θου­κυ­δί­δη φα­ί­νε­ται ὅ­τι κυ­βερ­νᾶ τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α. Ἡ βού­λη­ση κυ­ρι­αρ­χί­ας. Αὐ­τή ἐμ­φα­νί­ζε­ται σάν ἡ οὐ­σι­ώ­δης δι­ά­στα­ση, πού ἐ­πι­τρέ­πει συγ­χρό­νως νά κα­τα­νο­ή­σου­με τήν έν γέ­νει ἱ­στο­ρι­κή δρά­ση καί νά φέ­ρου­με σέ φῶς τό βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως. Ὁ Πε­λο­πον­νη­σια­κός πό­λε­μος, μέ τή δι­άρ­κειά του, τό εὖ­ρος του, τά δι­ά­φο­ρα καί πο­λύ χά­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἐ­πει­σό­διά του καί, τέ­λος, τή σκλη­ρό­τη­τά του εἶ­ναι σάν τό πε­ί­ρα­μα χά­ρη στό ὅ­ποι­ο ἀ­να­κα­λύ­πτε­ται σέ ὅ­λη τήν κα­θα­ρό­τη­τα του τό ὁ­δυ­νη­ρό πε­πρω­μέ­νο τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ ἀν­θρώ­που: Τά ἄ­σ­τε­α ὁ­δη­γοῦν­ται ν' ἀ­σκή­σουν βί­α­στά ἄ­στε­α, νά τά τυ­ραν­νή­σουν καί μ' αὐ­τόν τόν τρό­πο τε­λι­κά νά χα­θοῦν.

Ἡ ἀ­δυ­σώ­πη­τη αὐ­τή ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα, πού ὁ­δη­γεῖ τό πε­πρω­μέ­νο τῶν ἀν­θρώ­πων, δέν εἶ­ναι ὡ­στό­σο ξέ­νη πρός τή βο­ύ­λη­σή τους. Στήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Θου­κυ­δί­δη δέν ὑ­πάρ­χει ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα στήν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α καί σέ κά­ποι­ο νό­μο πού βα­ρα­ί­νει πά­νω σ' αὐ­τήν. Τίποτε δέν μοι­ά­ζει λι­γό­τε­ρο πρός ἑ­τε­ρο­κί­νη­τα ὄν­τα, ὅ­σο αὐ­τοί οἱ δι­ο­ρα­τι­κοί ἥ­ρω­ες, στο­ύς ὁ­πο­ί­ους έ­να­πο­τί­θε­ται ἡ τύ­χη τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Δέν ὑ­πάρ­χει δι­ά­στα­ση ἀ­νά­με­σα στήν ἱ­στο­ρι­κή αἰ­τι­ο­κρα­τί­α καί στήν ε­λευ­θε­ρί­α βο­ύ­λη­σης τῶν ἀ­τό­μων. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη βο­ύ­λη­ση, ὅ­ταν εί­ναι δι­ο­ρα­τι­κή, δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά ἐ­πι­ζη­τεῖ τό συμ­φέ­ρον τοῦ ἄ­στε­ως. Τό συμ­φέ­ρον αὐ­τό ὁ­δη­γεῖ ἀ­ναγ­κα­στι­κά στήν τυ­ραν­νί­α. Ἀ­πό κεῖ καί πέ­ρα οἱ δι­ά­φο­ρες βου­λή­σεις ἐμ­πλέ­κον­ται κα­τά τρό­πο ά­ναγ­κα­στι­κό καί συ­νι­στο­ΰν ἀ­κρι­βῶς αὐ­τή τήν ἀ­να­πό­τρε­πτη καί τρα­γι­κή ἀλ­λη­λου­χί­α. Ὁ Ἀλ­κι­βι­ά­δης πα­ρα­σύ­ρει τε­λι­κά τήν ἐκ­κλη­σί­α νά ἐγ­κρί­νει τή Σι­κε­λι­κή ἐκ­στρα­τε­ί­α μέ τό ἀ­κό­λου­θο ἐ­πι­χε­ί­ρη­μα: «Δέν μπο­ρο­ύ­σα­με νά κα­θο­ρί­ζου­με αὐ­στη­ρά τά ὅ­ρια τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας μας... Ὁ κίν­δυ­νος γιά μᾶς εἶ­ναι νά ὑ­πα­χθοῦ­με ὑ­πό τήν ἡ­γε­μο­νί­α ἄλ­λων, ἄν δέν τήν ά­σκο­ύ­με ἐ­μεῖς στο­ύς ἄλ­λους» (Στ' 18).

Γιά τόν Θου­κυ­δί­δη οἱ ἄν­θρω­ποι δη­μι­ουρ­γοῦν τήν ἱ­στο­ρί­α τους. Ἀλ­λά ἡ φύ­ση τους το­ύς ὑ­πο­χρε­ώ­νει νά οἰ­κο­δο­μή­σουν αὐ­τή τήν ἱ­στο­ρί­α σύμ­φω­να μέ κα­θο­ρι­σμο­ύς, πού ἄν ἄ­γον­ται συγ­χρό­νως καί στή φύ­ση τους καί στήν κα­τά­στα­σή τους σάν ὄν­των πο­λι­τι­κῶν, πού ζοῦν μέ­σα σ' ἕ­να Ἄ­στυ πού ἐ­πι­θυ­μεῖ νά ἐ­πι­ζή­σει. Στήν Ἑλ­λά­δα τοῦ Ε' π.Χ αἰ­ώ­να γεν­νι­έ­ται μιά ι­στο­ρι­κή σκέ­ψη, ὅ­που συ­ναν­τι­οῦν­ται δύ­ο τύ­ποι κα­θο­ρι­σμῶν. Οί κα­θο­ρι­σμοί πού ά­να­φέ­ρον­ται στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καί ἐ­κεῖ­νοι πού προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τήν κα­θα­ρή άλ­λη­λου­χί­α τῶν γε­γο­νό­των. Γιά τόν Θου­κυ­δί­δη τό ἱ­στο­ρι­κό συμ­βάν ἔ­χει μέν ἀ­σφα­λῶς σάν πη­γή του μι­άν αἰ­τι­ο­λο­γί­α άν­θρώ­πι­νη, δέν εἶ­ναι ὅ­μως ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός πα­ρά για­τί έγ­γρά­φε­ται στό πλα­ί­σιο μιᾶς πο­λι­τι­κής βο­ύ­λη­σης, δη­λα­δή για­τί με­τέ­χει στή δύ­να­μη πού ὁ­δη­γεῖ τά κρά­τη, τά ἄ­στε­α, σέ δρά­ση.

Ὁ ἱ­στο­ρι­κός χρό­νος, πού κα­τα­λαμ­βά­νε­ται ά­πό τίς ἀν­θρώ­πι­νες πρά­ξεις, κά­θε ἰ­δι­α­ί­τε­ρη στιγμή του, ἄν καί δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τίς ἄλ­λες, ἑ­νώ­νε­ται μ' αὐ­τές σέ μιά ἀ­ναγ­κα­στι­κή ἀλ­λη­λου­χί­α. Δέν εἶ­ναι πιά ὁ χρό­νος τοῦ ά­νέκ­δο­του, ὅ­πως αὐ­τό συ­χνά συμ­βα­ί­νει μέ τόν Ἡ­ρό­δο­το. Σ' αὐ­τόν κά­θε πρά­ξη ὄ­χι ἀ­πλῶς δια­ρκεῖ ἀλ­λά ά­κό­μη ἔρ­χε­ται ἀ­πό κά­ποι­ο πα­ρελ­θόν καί πο­ρε­ύ­ε­ται πρός κά­ποι­ο μέλ­λον. Αὐ­τός ὁ χρό­νος ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται πρό­σθε­τα σάν μιά δι­ά­στα­ση τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Πε­λο­πον­νη­σια­κοῦ πο­λέ­μου φα­νε­ρώ­νει μιά βα­σι­κή ἀ­παι­σι­ο­δο­ξί­α. Εἶ­ναι ἡ συ­στη­μα­τι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς χρε­ο­κο­πί­ας μιᾶς λύ­σης. Ἡ ἀ­πο­τυ­χί­α τῆς φι­λο­δο­ξί­ας τῶν Ἀ­θη­να­ί­ων δε­ί­χνει, συμ­βο­λί­ζει, τήν ά­ναγ­κα­ί­α ἀ­πο­τυ­χί­α ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε λύ­σης, πού θά ὁ­δη­γοῦ­σε στήν ἑ­νο­πο­ί­η­ση τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἀ­πο­τυ­χί­α καί στό πο­λι­τι­κό καί στό ἠ­θι­κό πε­δί­ο.

Στίς τα­ραγ­μέ­νες πε­ρι­ό­δους οἱ τυ­χο­δι­ῶ­κτες καί οἱ ἐγ­κλη­μα­τί­ες, ὅ­σοι δι­α­κρί­νον­ται γιά ἔλ­λει­ψη μέ­τρου, πε­τυ­χα­ί­νουν εὐ­κο­λό­τε­ρα πα­ρά στόν και­ρό τῆς εἰ­ρή­νης νά ἐμ­φα­νί­σουν τά ἐ­λατ­τώ­μα­τά τους γι' ἀ­ρε­τές. Γιά τόν Θου­κυ­δί­δη ὁ Κλέ­ων εἶ­ναι ὁ τύ­πος τοῦ τυ­χο­δι­ώ­κτη: θαρ­ρα­λέ­ος, κα­λός ὁ­μι­λη­τής, γο­η­τε­ύ­ει τόν ὄ­χλο μέ τήν εὐ­γλωτ­τί­α του. Αὐ­τοί ρί­χνουν τά ἔ­θνη σέ ἀ­πό­κο­τα ἐγ­χει­ρή­μα­τα. Κάνοντας νά θε­ω­ρη­θεῖ ἡ ἀ­λα­ζο­νε­ί­α τους σάν θάρ­ρος, ἡ πο­νη­ριά τους σάν ἄ­νε­ση, ἡ ἔλ­λει­ψη μέ­τρου σάν πο­λι­τι­κή με­γα­λο­φυ­ί­α, συν­τε­λοῦν στήν πλή­ρη ἀ­να­τρο­πή τῶν πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νων ἀ­ξι­ῶν. Ἐ­πι­πλέ­ον, ἡ κοι­νω­νι­κή ζωή νο­θεύ­ε­ται ἀ­πό φό­βους, κιν­δύ­νους, πλε­ο­νε­ξί­α, φι­λο­δο­ξί­α ἤ ά­στο­χα­σιά. Ὁ πό­λε­μος βέ­βαι­α μᾶς δε­ί­χνει τίς αἰ­τί­ες τῆς δρά­σης τῶν ἀν­θρώ­πων. Αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ἀ­ξί­α του. Δίνει ὅ­μως ταυ­το­χρό­νως μι­άν ἀ­πο­θαρ­ρυν­τι­κή ὄ­ψη τῆς άν­θρω­πό­τη­τας. Φι­λί­α, τι­μή, πα­τρι­ω­τι­σμός, οἰ­κο­γέ­νεια πα­ύ­ουν νά εἶ­ναι σε­βα­στά. Δέν εἶ­ναι πιά πα­ρά ἐρ­γα­λεῖ­α πού, ἀ­νά­λο­γα μέ τίς πε­ρι­στά­σεις, χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται γιά τό θρί­αμ­βο τῶν φι­λο­δο­ξι­ῶν ἀ­τό­μων ἤ ὁ­μά­δων. Αὐ­τή ἡ χρε­ο­κο­πί­α τῆς ἠ­θι­κῆς συ­νο­δε­ύ­ε­ται ἀ­πό μιά ἱ­στο­ρι­κή χρε­ο­κο­πί­α. Γιά νά μήν εἶ­ναι ὁ πό­λε­μος βα­σι­κά κα­κός, θά ἔ­πρε­πε ν' ἀ­πο­τε­λεΐ ἕ­να μέ­σο γιά τήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ει­ρή­νης. Στήν ἱ­στο­ρί­α του ὅ­μως ὁ Θου­κυ­δί­δης δέν ἐμ­φα­νί­ζει αὐ­τή τήν προ­ο­πτι­κή. Ὁ πό­λε­μος, μιά ὀ­δυ­νη­ρή ά­ναγ­και­ό­τη­τα πού ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πό τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά προ­κα­λεῖ τόν πό­λε­μο. Ἡ εἰ­ρή­νη, ἡ ἡ­συ­χί­α εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά συμ­βάν­τα, πού προ­ο­ρι­σμό ἔ­χουν νά προ­ε­τοι­μά­σουν νέ­ες πρά­ξεις βί­ας. Τε­λι­κά, βρί­σκε­ται κα­νε­ίς μπρός στήν ἀ­κό­λου­θη τρα­γι­κή ἀν­τι­νο­μί­α: Τά κρά­τη δέν μπο­ροῦν πα­ρά νά ἐ­πι­δι­ώ­κουν τή δύ­να­μη καί τήν κυ­ρι­αρ­χί­α καί προ­σκρο­ύ­ουν στήν πα­ρό­μοι­α βο­ύ­λη­ση τῶν ἄλ­λων κρα­τῶν. Σύμφωνα μέ τήν Jacqueline de Romilly, ὁ Θου­κυ­δί­δης θε­ω­ροῦ­σε τήν αὐ­το­κρα­το­ρι­κή πο­λι­τι­κή, τόν ἰμ­πε­ρι­α­λι­σμό τῆς Ἀ­θή­νας σάν στοι­χεῖ­ο τῆς ε­ξω­τε­ρι­κής της πο­λι­τι­κῆς. Ἄν ἡ Ἀ­θή­να νι­κη­θεῖ καί μα­ζί νι­κη­θεῖ ἡ δη­μο­κρα­τί­α, θά τήν ὑ­πο­κα­τα­στή­σει ἡ ὀ­λι­γαρ­χι­κή Σπάρ­τη.

Ἀ­πό το­ύς τρεῖς ἡ­γέ­τες τῆς Ἀ­θη­να­ϊ­κῆς δη­μο­κρα­τί­ας ὁ Θου­κυ­δί­δης ἐ­ξαί­ρει τόν Πε­ρι­κλῆ, ἐ­πι­κρί­νει σφο­δρά τόν Κλέ­ω­να καί εἶ­ναι γε­μά­τος ἐ­πι­φυ­λά­ξεις γιά τόν Ἀλ­κι­βι­ά­δη. Ἡ πα­ρα­δο­σια­κή ἐ­κτί­μη­ση πρός τόν με­γά­λο Πε­ρι­κλῆ ὀ­φε­ί­λε­ται κυ­ρί­ως στο­ύς ά­ξι­ο­θα­ύ­μα­στους λό­γους πού ὁ Θου­κυ­δί­δης τοῦ ἀ­πο­δί­δει στά δυό πρῶ­τα βι­βλί­α του. Οί δυό λό­γοι κι ὁ Ἐ­πι­τά­φιος φα­νε­ρώ­νουν ὑ­ψη­λό φρό­νη­μα, με­τρι­ο­πά­θεια καί μιά κα­τα­νό­η­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς θέ­σης τῆς Ἀ­θή­νας καί τοῦ τί τῆς ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ἀ­ξι­ώ­νει ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό της καί ἀ­πό το­ύς ἄλ­λους. Ἐκ­πλήσ­σε­ται κα­νε­ίς πώς, ὕ­στε­ρ' ἀ­πό τόν Πε­ρι­κλῆ, ἡ δη­μο­κρα­τί­α δι­ά­λε­ξε τό­σο ἀ­νά­ξιους δι­α­δό­χους. Ἡ δι­α­φο­ρά τοῦ πνε­ύ­μα­τος ἀ­νά­με­σα σέ Πε­ρι­κλῆ καί σέ Κλέ­ω­να εἶ­ναι ἔκ­δη­λη. Καί οἱ δυό εἶ­ναι ὀ­πα­δοί τοῦ ἰμ­πε­ρι­α­λι­σμοῦ, τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κής πο­λι­τι­κῆς. Ὅ­μως ὁ Πε­ρι­κλῆς ἐ­ξα­ί­ρει τήν ὡ­ραι­ό­τη­τα μιᾶς κυ­ρι­αρ­χί­ας πού ἐγ­γυᾶ­ται τήν ἀ­σφά­λεια τοῦ κρά­τους, δί­νει στό ἄ­στυ δό­ξα ἀν­τά­ξια τῶν προ­γό­νων καί κά­νει νά συρ­ρέ­ουν στήν Ἀ­θή­να πλο­ύ­τη καί τι­μές. Ὁ ἄλ­λος κη­ρύσ­σει ὅ­τι δέν πρέ­πει ἡ ἰ­σχύς τῆς Ἀ­θή­νας νά δι­στά­ζει μπρός σέ κα­μιά πρά­ξη βί­ας. Γιά τόν Πε­ρι­κλῆ πρό­κει­ται νά δι­α­τη­ρη­θεῖ μιά αὐ­το­κρα­το­ρί­α κλη­ρο­δο­τη­μέ­νη ἀ­πό το­ύς προ­γό­νους. Γιά τόν Κλέ­ω­να νά ἐγ­κα­θι­δρυ­θεΐ μιά ἐ­πι­θε­τι­κή καί ἀ­νε­λέ­η­τη τυ­ραν­νί­α. Ἔ­τσι ἡ πε­ρι­ε­σκεμ­μέ­νη δρά­ση ἀν­τι­πα­ρα­θέ­τε­ται στήν πιό ἀ­κό­ρε­στη βί­α. Ἡ ἀν­τί­θε­ση ξε­σπά­ει στή σύγ­κρου­ση Νι­κί­α - Ἀλ­κι­βι­ά­δη. Ὁ συ­νε­τός Νι­κί­ας ἐ­πι­μέ­νει: «Πρέ­πει... νά μήν ἐκ­θέ­σου­με σέ κίν­δυ­νο τήν πο­λι­τε­ί­α πού βρί­σκε­ται ἀ­κό­μα σέ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα, οὔ­τε νά ἐ­πι­δι­ώ­ξου­με νά ἐ­πε­κτε­ί­νου­με τήν ἡ­γε­μο­νί­α μας προ­τού ἐ­ξα­σφα­λί­σου­με ἐ­κε­ί­νη πού ἀ­σκοῦ­με». (Στ' 10). Ἀν­τί­θε­τος ὁ Ἀλ­κι­βι­ά­δης ύ­πο­στη­ρί­ζει: «θε­ω­ρῶ ὅ­τι μιά πο­λι­τε­ί­α πού δέν γνω­ρί­ζει τήν ἀ­δρά­νεια, θά κα­τα­στρα­φεῖ γρή­γο­ρα ἄν πα­ραι­τη­θεῖ ά­πό τή δρά­ση. Δέν ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι πιό ἀ­σφα­λεῖς ἀ­πό ἐ­κε­ί­νους πού πο­λι­τεύ­ον­ται σύμ­φω­να μέ τά δι­κά τους ἤ­θη καί ἔ­θι­μα, κι ἄν ἀ­κό­μα αὐ­τά δέν εἶ­ναι πο­λύ κα­λά» (Στ' 18). Τε­λι­κά, ὁ Νι­κί­ας πα­ρα­τη­ρεῖ: «εἶ­ναι ἀ­νο­η­σί­α νά ἐκ­στρα­τε­ύ­ει κα­νε­ίς ἐ­ναν­τί­ον ἐ­κε­ί­νων πού δέν θά μπο­ρέ­σει νά ὑ­πο­τά­ξει κι ἄν ἀ­κό­μα νι­κή­σει, ἐ­νῶ ἄν νι­κη­θεῖ δέν θά βρί­σκε­ται πιά στήν κα­τά­στα­ση ὅ­που ἦ­ταν πρίν. (Στ' 11).

Ἀ­π' αὐ­τή τή συμ­πα­ρα­βο­λή Πε­ρι­κλῆ - Κλέ­ω­νος - Ἀλ­κι­βιά­δη δέν προ­κύ­πτει κα­μιά κα­τα­δί­κη τῆς γε­νι­κῆς πο­λι­τι­κῆς τῶν Ἀ­θη­να­ί­ων, τοῦ ἰμ­πε­ρι­α­λι­σμοῦ, ἀλ­λά τοῦ τρό­που μέ τόν ὅ­ποι­ον ἀ­σκεῖ­ται. Ἡ Ἀ­θή­να εἶ­ναι αὐ­τό­μα­τα ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κή. Ἐ­νῶ ὅ­μως ὁ Πε­ρι­κλῆς συγ­κρα­τεῖ τίς φι­λο­δο­ξί­ες τοῦ κρά­τους μέ­σα στά ὅ­ρια πού ἐ­πι­βάλ­λει ἡ σύ­νε­ση, οἱ δι­ά­δο­χοί του συγ­χέ­ουν φι­λο­δο­ξί­α καί ἄ­με­τρη ἀ­λα­ζο­νε­ί­α, θάρ­ρος καί ἀ­πο­κο­τιά.

Μιά λύ­ση θά εἶ­ναι ἡ ἐ­φαρ­μο­γή τῆς ἔ­ξυ­πνης καί ρε­α­λι­στι­κῆς πο­λι­τι­κῆς τοῦ Πε­ρι­κλῆ. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ὅ­μως ἀ­πο­κλε­ί­ει νά ἐλ­πί­σου­με ὅ­τι πάν­το­τε θά συ­ζη­τι­οῦν­ται καί θά λαμ­βά­νον­ται ἀ­πο­φά­σεις μέ δι­α­ύ­γεια. Οί ἀν­τί­πα­λοι τῶν τυ­χο­δι­ω­κτῶν, ὁ Δι­ό­δο­τος καί ὁ Νι­κί­ας, δί­νουν τήν ἐν­τύ­πω­ση ὄ­χι συ­νε­τῶν ἀλ­λά δει­λῶν. Πῶς θά μπο­ροῦ­σε λοι­πόν ν' ἀν­τι­στα­θεῖ κα­νε­ίς στήν «ὕ­βριν», στήν ὑ­περ­φί­α­λη νο­ο­τρο­πί­α; Ὅ­μως ἡ βί­α καί μό­νη δέν μπο­ρεῖ νά λύσει τά προ­βλή­μα­τα πού τί­θεν­ται στά κρά­τη.

Γιά τόν Θου­κυ­δί­δη ὁ Πε­λο­πον­νη­σια­κός πό­λε­μος μοι­ά­ζει σ­άν μιά ἀ­πελ­πι­σμέ­νη ἔκ­κλη­ση γιά τήν ἑ­νο­πο­ί­η­ση τῶν Ἑλ­λήνων, πού ἐ­πι­τέ­λους θά '­φερ­νε τήν εἰ­ρή­νη. Δι­α­πι­στώ­νει ὅ­μως, ὅ­τι τέ­τοι­α ἐλ­πί­δα δέν ὑ­πάρ­χει, ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἑλ­λά­δας δέν εἶ­ναι πραγ­μα­το­ποι­ή­σι­μη. Ἡ Ἀ­θη­να­ϊ­κή δη­μο­κρα­τί­α κα­τεῖ­χε τή δύ­να­μη πού θά ἐ­πέ­τρε­πε τήν ἵ­δρυ­ση ἑ­νός στα­θε­ροῦ συγ­κεν­τρω­τι­κού κρά­τους. Ἀλ­λά τήν ἔ­χα­σε. Λύση δέν ὑ­πάρ­χει.

Ἡ ἠ­θι­κή ἀ­να­στά­τω­ση πού προ­κλή­θη­κε ἀ­πό τόν πό­λε­μο ἔ­φε­ρε σέ φῶς τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Ὁ πό­λε­μος εἶ­ναι ἀ­ποθέ­ω­ση τῆς βί­ας. Οί ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν τρεῖς ἀ­πο­φα­σι­στι­κές αἰ­τι­ο­λο­γί­ες: τήν τι­μή, τό φό­βο, τό συμ­φέ­ρον. Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας συγ­κρο­τεῖ καί τόν προ­η­γο­ύ­με­νο τοῦ Ἀ­θη­να­ϊ­κοῦ ἰμ­πε­ρι­α­λι­σμό τῶν Περ­σῶν, κα­θώς καί τόν κα­το­πι­νό τῶν Λακε­δαι­μο­νί­ων. Ὁ Πλά­των κα­τα­δι­κά­ζει αὐ­στη­ρά τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή τῆς Ἀ­θή­νας ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων. Ἡ ἥτ­τα τοῦ 404 τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει ἄ­νε­τα νά ἐ­πι­κρί­νει τίς τρε­λές φι­λο­δο­ξί­ες τοῦ ιμ­πε­ρι­α­λι­σμοῦ. Ὁ πό­λε­μος εἶ­ναι ἄ­σκη­ση βί­ας. Πη­γή ἔ­χει τήν ἀ­χόρ­τα­γη ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ πλου­τι­σμοῦ, («γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση πλο­ύ­του γί­νον­ται ὅ­λοι οἱ πό­λε­μοι» Φα­ί­δων 66, βλ. καί Πο­λι­τεί­α II 273). Ἡ­γέ­τες ὅ­πως ὁ Θε­μι­στο­κλῆς, ὁ Κίμων καί ὁ Πε­ρι­κλῆς, με­τα­τρέ­πον­τας τόν πο­λι­τι­κό ὀρ­γα­νι­σμό τῆς Ἀ­θή­νας σέ ὄρ­γα­νο ἡ­γε­μο­νί­ας πά­νω στό σύ­νο­λο τῶν Ἑλ­λή­νων, δι­έ­φθει­ραν τό νό­η­μα τοῦ ἄ­στε­ως.

Τόσο ὁ Θου­κυ­δί­δης ὅ­σο καί ὁ Πλά­των δι­α­πι­στώ­νουν ὅ­τι τό μί­σος γεν­νᾶ τό μί­σος καί ὅ­τι κα­νε­ίς ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κός πό­λε­μος δέν μπο­ρεῖ νά τε­λει­ώ­σει στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἡ ἥτ­τα βρί­σκε­ται πάν­το­τε στό τέρ­μα τῆς ἐ­ξά­πλω­σης.

Οἱ πρῶ­τοι σο­φι­στές ἀ­πο­τε­λο­ῦ­σαν μιάἐ­κλε­πτυ­σμέ­νη ἔκ­φρα­ση τοῦ δη­μο­κρα­τι­κοῦ ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ. Ὅ­ταν ὅ­μως ἡ ἰ­σορ­ρο­πί­α ἀ­νά­με­σα σέ ἄ­το­μα καί σέ κρά­τη κλο­νι­στεῖ, τό­τε ἡ παί­δευ­ση κιν­δυ­νε­ύ­ει νά γί­νει πη­γή ἀ­ναρ­χί­ας. Ἡ σο­φι­στι­κή δι­δασκα­λί­α ἀ­πό κεῖ καί πέ­ρα προ­πα­ρα­σκευ­ά­ζει τή δι­ά­λυ­ση. Ἡ φύ­ση ἀν­τι­πα­ρα­τί­θε­ται στό νό­μο. Στό Γορ­γί­α (482c) ὁ Καλ­λικλής ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅτι φύ­ση καί νό­μος εἶ­ναι δυό ὅ­ροι πού ἀν­τι­φά­σκουν ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λον. Ἀλ­λά οἱ νό­μοι δέν ἔ­χουν κα­μιά ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα, δέν ἔ­χουν ἱ­ε­ρό χα­ρα­κτή­ρα. Συμ­μορ­φώ­νε­ται κα­νε­ίς σ' αὐ­το­ύς εἴ­τε ἄ­πό συ­νή­θεια, εἴ­τε ἀ­πό συμ­φέ­ρον. Χτυ­πη­τή εἶ­ναι ἡ ἀν­τί­θε­ση μέ τήν παγ­κο­σμι­ό­τη­τα τῶν φυ­σι­κῶν νό­μων. Ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­πι­θυ­μοῦν τήν ἡ­δο­νή, τή δύ­να­μη, τή δό­ξα, τή ζωή. Ἔ­τσι ἡ σο­φι­στι­κή κα­τα­λή­γει νά ἀ­να­δει­χτεῖ σέ κρι­τή­ριο κά­θε ἀ­λή­θειας τό ἀ­το­μι­κό ὄ­φε­λος. Τό θε­με­λι­ῶ­δες φυ­σι­κό δί­και­ο εἶ­ναι ἡ βί­α. Ἡ πο­λι­τι­κή τῆς Ἀ­θή­νας στήν ὑ­πό­θε­ση τῆς Μήλου, ἀλ­λά καί γε­νι­κό­τε­ρα, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί ἡ πο­λι­τι­κή τῆς Σπάρ­της, δε­ί­χνει τήν ὠ­μό­τη­τα πού δι­έ­πει ὅ­λη τή δι­ε­ξα­γω­γή τοῦ Πε­λο­πον­νη­σια­κοῦ πο­λέ­μου.

Πρό­μα­χοι τῆς ὑ­πε­ρο­χῆς τῆς φύ­σης ἀ­πέ­ναν­τι στό νό­μο εἶ­ναι ὁ Πλά­των καί ὁ Καλ­λι­κλής στό Γορ­γί­α καί ὁ Θρα­σύ­μα­χος στήν Πο­λι­τε­ί­α. Ὁ κα­θέ­νας πρέ­πει νά '­ναι ἐ­λε­ύ­θε­ρος μέ­σα στό ἄ­στυ νά ἐ­νερ­γεῖ ὅ­πως τοῦ ἀ­ρέ­σει. Ἔ­τσι ὅ­μως ἡ βί­α γί­νε­ται τό θε­μέ­λιο κά­θε ἐ­ξου­σί­ας. Προ­σω­πο­πο­ί­η­ση αὐ­τῶν τῶν ἰ­δε­ῶν εί­ναι ὁ Ἀρ­χέ­λα­ος, πού, φο­νι­άς καί ἐ­πί­ορ­κος, κα­τα­λαμ­βά­νει τό θρό­νο τῆς Μα­κε­δο­νί­ας καί εὐ­τυ­χεῖ.

Γιά τόν Θρα­σύ­μα­χο (Πο­λι­τε­ί­α A 338 c) δι­και­ο­σύ­νη εἶ­ναι τό «τοῦ κρε­ίτ­το­νος συμ­φέ­ρον», τό ὠ­φέ­λι­μο στόν ἰ­σχυ­ρό. Ὅ­που ὁ λα­ός κα­τέ­χει τήν ἐ­ξου­σί­α, ἐγ­κα­θι­δρύ­ει δη­μο­κρα­τι­κό πο­λί­τευ­μα. Ὅ­που ἐ­πι­κρα­τοῦν οἱ εὐ­γε­νεῖς ἤ οἱ πλο­ύ­σιοι, ἐ­πι­κρα­τεῖ τό ὀ­λι­γαρ­χι­κό σύ­στη­μα. Σέ κά­θε πο­λι­τε­ί­α, χω­ρίς κα­μιά ἐ­ξαίρε­ση, δί­και­ο εἶ­ναι αὐ­τό πού συμ­φέ­ρει στήν κρα­τοῦ­σα κυ­βέρ­νη­ση (Πο­λι­τε­ί­α A 339a). Ἄν ἡ Ἀ­θή­να ὑ­πε­ρα­σπί­ζει το­ύς συμ­μά­χους της, αὐ­τό γί­νε­ται γιά νά μπο­ρεῖ νά ἀ­παι­τεῖ ἀ­π' αὐ­το­ύς τό φό­ρο ὑ­πο­τέ­λειας, πού θά τή συν­τη­ρεῖ. Ὁ Πῶ­λος σκι­α­γρα­φεί τήν εἰ­κό­να τοῦ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νου ἀν­θρώ­που. Ὁ Θρα­σύ­μα­χος δι­και­ο­λο­γεῖ τίς ἀν­τι­λή­ψεις αὐ­τές μέ μιά ὀ­ξυ­δερκή ἀ­νά­λυ­ση τῆς πο­λι­τι­κο-κοι­νω­νι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ὁ Καλ­λι­κλής μέ στα­θε­ρό­τη­τα καί δύ­να­μη, πού δέν εἶ­χαν οὔ­τε ὁ­Πῶώ­λος οὔ­τε ὁ Θρα­σύ­μα­χος, δι­α­τυ­πώ­νει θέ­σεις πού πλη­σι­ά­ζουν μέ κεῖ­νες τοῦ Νίτσε.

Ὁ Σω­κρά­της λέ­ει γιά τόν Καλ­λι­κλή, ὅ­τι ά­γα­πά τό «δῆ­μο» ὄ­χι γιά νά τόν ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ, ἄλ­λα γιά νά τόν ὑ­πο­δου­λώ­σει ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα. Ὁ Καλ­λι­κλής, στό πρῶ­το μέ­ρος τοῦ λό­γου του, ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι οί ά­δύ­να­τοι ἐ­πι­μέ­νουν πώς ὁ Νόμος εἶ­ναι ἱ­ε­ρός γιά τόν ἀ­κό­λου­θο λό­γο: «Ἐ­κε­ί­νους ἀ­πό το­ύς ὅ­μοι­ους τους πού εἶ­ναι πιό ἰ­σχυ­ροί καί πιό ἱ­κα­νοί νά ἐ­πι­κρα­τή­σουν, κα­τα­φέρ­νουν νά το­ύς πτο­ή­σουν γιά νά το­ύς ἐμ­πο­δί­σουν νά έ­πι­βλη­θο­ύν, λέ­γον­τας ὅ­τι εἶ­ναι ἄ­σκη­μο («αἰ­σχρόν») καί ἄ­δι­κο νά ἐ­πι­κρα­τεῖ κα­νε­ίς πά­νω στο­ύς ἄλ­λους καί ὅ­τι αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀ­δι­κί­α, τό νά ἐ­πι­δι­ώ­κει κα­νε­ίς νά '­χει πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τούς ἄλ­λους. Για­τί σάν κα­τώ­τε­ροι πού εἶ­ναι, ἀρ­κοῦν­ται στήν ἰ­σό­τη­τα (Γορ­γί­ας 483 c). Ἡ δι­και­ο­σύ­νη ἔ­χει κα­τα­σκευα­στεῖ μέ τό σκο­πό νά εἰ­σα­γά­γει μι­άν ἀ­φη­ρη­μέ­νη ι­σό­τη­τα, πού δέν άν­τι­στοι­χε­ϊ στή φυ­σι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α. Στή φύ­ση ὅ­μως ὁ ἰ­σχυ­ρός δι­ευ­θύ­νει, καί θε­μι­τό εἶ­ναι νά ἐ­πι­βάλ­λει τίς θε­λή­σεις του στο­ύς λι­γό­τε­ρο προι­κι­σμέ­νους καί νά ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες του ὅ­πως τοῦ ἀ­ρέ­σει. Ξα­νάρ­χε­ται λοι­πόν ὁ Καλ­λι­κλής στήν ἀν­τί­θε­ση φύ­ση-νό­μος (στό ζω­ι­κό βα­σί­λει­ο βλέ­που­με ὅ­τι χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται σάν δί­και­ο τό νά δι­α­τάσ­σει ὁ ἰ­σχυ­ρός τόν ἀ­δύ­να­το καί νά '­χει πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό αὐ­τόν, Γορ­γί­ας 483 d). Οἱ δυό ἰ­δέ­ες, νό­μος καί φύ­ση, ἀν­τι­φά­σκουν καί ἀλ­λη­λο­α­ναι­ροῦν­ται. Ἔ­τσι ὁ Καλ­λι­κλής ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν πραγ­μα­τι­κή ἰ­σχύ τῶν θε­τι­κῶν νό­μων, τό κύ­ρος, στήν πρά­ξη, τῆς συλ­λο­γι­κής γνώ­μης, ἀλ­λά κα­ταγ­γέλ­λει τήν ἀ­δι­κί­α τους. Ὁ νό­μος εἶ­ναι ἡ θέ­λη­ση τοῦ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρου. Πρέ­πει λοι­πόν νά γί­νει κα­νείς ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος καί νά νι­κή­σει το­ύς μέ­τριους, πού εἶ­ναι συ­να­σπι­σμέ­νοι γιά νά δι­α­τη­ρή­σουν τίς δι­α­τά­ξεις πού το­ύς εὐ­νο­οῦν. Ὅ­ποι­ος τό πε­τύ­χει ἀ­πο­κτά ἐ­κεῖ­νο στό ὁ­ποῖ­ο συ­νί­στα­ται ἡ ἀ­ρε­τή καί ἡ εὐ­τυ­χί­α («τρυ­φήν, ἀ­κο­λα­σί­αν, ἐ­λευ­θε­ρί­αν» Γορ­γί­ας 492 c). Ὁ Καλ­λι­κλής δι­α­κη­ρύσ­σει πώς ἡ φι­λο­σο­φί­α πού ἀ­ξι­ώ­νει νά βα­σί­σει τή δι­και­ο­σύ­νη πά­νω σέ ἄλ­λη βά­ση πα­ρά τή φύ­ση εἶ­ναι ἀ­νο­η­σί­α.

Ἔ­τσι ἡ σο­φι­στι­κή πού εἶ­χε ξε­κι­νή­σει σάν ἐκ­δή­λω­ση τοῦ δη­μο­κρα­τι­κού κοι­νοῦ λό­γου, φτά­νει στίς ἀρ­χές τοῦ Δ' αἰ­ώ­να νά εἶ­ναι ἕ­να δόγ­μα πού δι­και­ώ­νει κά­θε ἀ­να­τρε­πτι­κή κί­νη­ση τῶν ὀ­λι­γαρ­χι­κῶν.Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ Τ.Α. Sinclair (κα­θη­γη­τής στό βα­σι­λι­κό κολ­λέ­γιο τοῦ Belfast, στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς πο­λι­τι­κῆς σκέ­ψης, τόμ. Ἀ', Ἀ­θή­να 1969, μέ πρό­λο­γο Γ. Κ. Βλά­χου):«Οί ἰ­δέ­ες τῶν φι­λο­σό­φων κι ὅ­ταν ά­κό­μη δέν ἔ­χουν ἄ­με­ση πρα­κτι­κή ἀ­ξία βρί­σκον­ται συ­χνά πί­σω ἀ­πό τίς με­γά­λες πο­λι­τι­κές καί κοι­νω­νι­κές ἀ­να­στα­τώ­σεις».

Τε­λι­κά, εἶ­χαν κα­κή τύ­χη καί οί δυό ὀ­λι­γαρ­χι­κές ἀ­πό­πει­ρες (τοῦ 411 καί τοῦ 404) γιά ἀ­να­τρο­πή. Τό σύ­νο­λο τῶν πο­λι­τῶν ἦ­ταν ἰ­σχυ­ρό­τα­τα προ­ση­λω­μέ­νο στό κοι­νω­νι­κό κα­θε­στώς τῆς δη­μο­κρα­τί­ας. Πιό ση­μαν­τι­κό ρό­λο ἔ­παι­ξε κα­τά τή δι­άρ­κεια τῶν συγ­κρο­ύ­σε­ων μιά μα­χη­τι­κή μά­ζα ἀ­γρο­τῶν ἤ ά­γρο­τι­κών μι­κρο­ί­δι­ο­κτη­τών τῆς Ἀτ­τι­κῆς. Στόν ἀ­γώ­να γιά τήν ἰ­σο­νο­μί­α ἡ «ά­γρο­τι­κή δη­μο­κρα­τί­α» συμ­μά­χη­σε μέ το­ύς δη­μο­κρά­τες τοῦ ἄ­στε­ως καί ἐ­ξα­σφά­λι­σε τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τῆς. Πα­τρι­ῶ­τες μι­κρῆς μόρ­φω­σης, προ­ση­λω­μέ­νοι στίς πα­λι­ές θε­ό­τη­τες, ὀ­πα­δοί τῆς ἡ­συ­χί­ας, πού ἀ­γω­νί­ζον­ται νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τά φτω­χι­κά εἰ­σο­δή­μα­τά τους, οἱ χω­ρι­κοί αὐ­τοί ὑ­πέ­φε­ραν πο­λύ ἀ­πό τόν πό­λε­μο καί ἰ­δί­ως ἀ­πό τή στρα­τη­γι­κή τοῦ Πε­ρι­κλῆ, πού το­πο­θέ­τη­σε ὅ­λες του τίς έλ­πί­δες στή θά­λασ­σα κι ἐγ­κα­τέ­λι­πε τή στε­ριά στο­ύς Πε­λο­πον­νή­σιους. Ἔ­τσι, τό ά­στν κα­τέ­στρε­φε τήν ά­γρο­τιά. «Μέ θλί­ψη βα­ριά ἐγ­κα­τα­λε­ί­παν τά σπί­τια το­υς καί το­ύς να­ο­ύς το­υς, πού ἦ­σαν, ἀ­πό τα’ άρ­χαῖϊ­α χρό­νια, πα­τρο­πα­ρά­δο­τη κλη­ρο­νο­μιά κι ἔ­πρε­πε τώ­ρα ν' άλ­λά­ξουν τρό­πο ζωῆς. Εἶ­χαν ὁ κα­θέ­νας τό αἴ­σθη­μα ὅ­τι ἐγ­κα­τέ­λει­πε τήν πραγ­μα­τι­κή του πα­τρί­δα» (Θουκ. Β 16). Ὅ­σο λοι­πόν ἡ δη­μο­κρα­τί­α νι­κού­σε, τό πράγ­μα ύ­πο­φε­ρό­ταν. Ὅ­ταν ὅ­μως ἄρ­χι­σαν οἱ ἀ­πο­τυχί­ες καί δυ­νά­μω­νε ὁ φό­βος γιά μιά ἄτυχη ἔκ­βα­ση, ἡ «ἀ­γρο­τι­κή δη­μο­κρα­τί­α» ἀ­πο­σπά­στη­κε ὅ­λο καί πιό πο­λύ ἀ­πό το­ύς ­πα­λιούς συμ­μά­χους της καί, σέ ἀρ­κε­τά ση­μεί­α, συγ­κρό­τη­σε κοι­νό μέ­τω­πο με τήν «ἀν­τί­δρα­ση». Οἱ ἀ­στοί τῆς Ἀ­θή­νας καί τοῦ­ΰ Πει­ραι­ᾶ, κά­τω α­πό τά κη­ρύγ­μα­τα τῶν λε­γό­με­νων «δη­μα­γω­γῶν», εἶ­χαν συ­νεί­δη­ση το­ῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι ἡ ὑ­λι­κή τους ὑ­πό­στα­ση εἶ­ναι δε­μέ­νη μέ τή δη­μο­κρα­τί­α καί με τή φι­λο­πό­λε­μη πο­λι­τι­κή, ἐ­νῶ οἱ χω­ρι­κοί, ἤ­δη ἀ­πό τά πρῶ­τα χρό­νια τοῦ πο­λέ­μου, μο­λο­νό­τι αὐ­θόρ­μη­τα μι­σοῦ­σαν τούς ἀν­τι­πά­λους τῆς πα­τρί­δας τους, κα­τα­λά­βαι­ναν ὅ­τι τό τέ­λος τοῦ πο­λέ­μου θά τούς ἀ­πέ­δι­δε τήν πε­ρι­ου­σί­α τους καί τόν τρό­πο ζω­ῆς πού ἀ­γα­ποῦ­σαν. Ἄρ­χι­σαν νά μι­σοῦν τούς φι­λο­πό­λε­μους. Νο­σταλ­γοῦν τόν πα­λιό και­ρό, ὅ­που μπο­ροῦ­σε κα­νείς μέ ἡ­συ­χί­α νά ἀ­πο­λαύ­σει τά προ­ϊ­όν­τα τοῦ μό­χθου του. Ἔ­τσι σχη­μα­τί­ζον­ται δυ­ό ρεύ­μα­τα. Χρει­ά­στη­κε ἡ με­γά­λη κρί­ση τοῦ 404 - 403 γιά νά συ­ναι­σθαν­θοῦν τήν ἀ­πει­λή πού τό ὀ­λι­γαρ­χι­κό σύ­στη­μα ἔ­κα­νε νά βα­ραί­νει πά­νω στό σύ­νο­λο. Ἐ­πα­κο­λου­θοῦν οἱ προ­στρι­βές Σπάρ­της - Θή­βας. Ἡ κο­νι­ορ­το­ποί­η­ση τῆς Ἑλ­λά­δας φτά­νει στό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μά της. Ἡ τά­ση γιά ἑ­νό­τη­τα προ­σκρού­ει στήν ἀ­να­νε­ω­μέ­νη βί­α. Ἡ Ἀν­ταλ­κί­ο­ει­ος εἰ­ρή­νη ἀ­να­μι­γνύ­ει στά ἐ­σω­τε­ρι­κά της Ἑλ­λά­δας τό βα­σι­λιά τῶν Περ­σῶν. Τά ἄ­στε­α εἶ­ναι πο­λύ τα­ραγ­μέ­να, οἱ πο­λί­τες ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νοι. Ση­μει­ώ­νον­ται βι­αι­ό­τη­τες, πο­λι­τι­κές ἐ­ξε­γέρ­σεις, μα­ζι­κές ὑ­πε­ρο­ρί­ες, φό­νοι, δη­ώ­σεις, κα­τα­στρο­φή ὁ­λό­κλη­ρων οἰ­κι­σμῶν. Πυ­ρε­τός δρα­στη­ρι­ό­τη­τας τῶν ἀ­τό­μων ποῦ ξε­κό­βον­ται ἀ­πό τήν ὁ­μά­δα. Πε­ρι­ου­σί­ες σω­ρεύ­ον­ται ἤ χά­νον­ται ξαφ­νι­κά. Εὐ­ρύ­νε­ται τό χά­σμα ἀ­νά­με­σα σέ πλού­σιους καί φτω­χούς. Οἱ ξε­πε­σμέ­νοι γί­νον­ται ὁ­λο­έ­να πο­λυ­α­ριθ­μό­τε­ροι. Πλῆ­θος μι­σθο­φό­ροι στήν Ἑλ­λά­δα καί στήν Ἰ­ω­νί­α εἶ­ναι ἕ­τοι­μοι νά που­λη­θοῦν στόν πλει­ο­δό­τη, δι­ψα­σμέ­νοι γιά λά­φυ­ρα καί γιά πε­ρι­πέ­τεια. Τό ἐμ­πό­ριο ἀ­να­πτύσ­σε­ται, εἶ­ναι ἡ πη­γή τῶν με­γά­λων κερ­δῶν. Ἀ­πε­ναν­τί­ας ἡ κτη­μα­τι­κή πε­ρι­ου­σί­α χά­νει τή ση­μα­σί­α της, οἱ μι­κρο­ϊ­δι­ο­κτῆ­τες ἐ­ξα­θλι­ώ­νον­ται. Τό ἄ­στυ δεί­χνει πό­σο εἶ­ναι εὔ­θραυ­στο. Στήν Ἀ­θή­να τήν ἰ­δέ­α τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ἀν­τι­κα­θι­στᾶ μιά με­τρι­ο­φρο­νέ­στε­ρη ἀλ­λά πιό πραγ­μα­το­ποι­ή­σι­μη. Ἐ­πά­νο­δος, μέ με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λυ­γι­σί­α, στήν ‘σρχι­κή γραμ­μή τῆς ἵ­δρυ­σης τῆς συμ­μα­χί­ας τῆς Δή­λου. Προ­σπα­θοῦν ν’ ἀ­πο­φύ­γουν τά λά­θη ποῦ προ­κά­λε­σαν τήν ἥτ­τα.

Ὁ Θου­κυ­δί­δης κα­τορ­θώ­νει νά συν­δέ­σει κά­θε μι­κρό­τε­ρη πρά­ξη πρός τό γε­νι­κό­τε­ρο πρό­βλη­μα μέ μα­θη­μα­τι­κή ἀ­κρί­βεια. Ἀλ­λά οἱ με­τα­γε­νέ­στε­ροι, ὅ­πως ὁ Ξε­νο­φῶν, δί­νουν στήν ἐ­ξι­στό­ρη­σή τους ἀ­νεκ­δο­τι­κή ὄ­ψη καί συ­νά­μα ἀ­φθο­νί­α ἠ­θι­κο­λο­γί­ας. Βλέ­πουν τήν ἱ­στο­ρί­α σάν βο­ή­θη­μα γιά τή δι­δα­σκα­λί­α τῆς ἀ­ρε­τῆς.

Γιά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἡ ὀ­λι­γαρ­χί­α δέν γεν­νι­έ­ται ἀ­ναγ­κα­στι­κά ἀ­πό τήν ἀ­πλη­στί­α τῶν ἀρ­χόν­των, ἀλ­λά μᾶλ­λον ἀ­πό τήν αἴ­σθη­ση ποῦ ἔ­χουν οἱ πλού­σιοι ὅ­τι εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό τούς ἄλ­λους πο­λί­τες.

Ὁ Ἰ­σο­κρά­της στή διά­ρκεια ὅ­λης της ζω­ῆς του, σέ μιά θαρ­ρα­λέ­α δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ποῦ κρά­τη­σε μι­σόν αἰ­ώ­να, μέ­σα σέ ἀν­τι­φα­τι­κές συν­θῆ­κες, ἀ­γω­νί­στη­κε γιά τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ κό­σμου. Ἤ­θε­λε νά προ­τεί­νει κά­θε στιγ­μή πραγ­μα­το­ποι­ή­σι­μες λύ­σεις, γι’ αὐ­τό τοῦ βρί­σκουν σέ πολ­λά ση­μεῖ­α ἀ­συ­νέ­πει­ες. Ὁ Ἰ­σο­κρά­της εἶ­δε πιό μα­κριά ἀ­πό τόν Δη­μο­σθέ­νη. Με­τά τή Χαι­ρώ­νεια, τούς πρώ­τους μῆ­νες τοῦ 337, μέ πρω­το­βου­λί­α τῆς Κο­ρίν­θου πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μιά ἐ­νο­ποί­η­ση τῆς Ἑλ­λά­δας σέ ὁ­μο­σπον­δί­α κρα­τῶν ποῦ ἀ­να­θέ­τει τήν ἡ­γε­σί­α στό βα­σι­λιά τῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Κά­θε ἄ­στυ, μέ­σα στά ὅ­ριά του, δι­α­χει­ρί­ζε­ται τίς ὑ­πο­θέ­σεις τοῦ ὅ­πως θέ­λει, δέν εἶ­ναι ὅ­μως ἀ­νε­κτή ἡ τυ­ραν­νί­α. Τό θα­λάσ­σιο ἐμ­πό­ριο καί ἡ ναυ­σι­πλο­ΐ­α εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρα. Κα­νέ­να ἀ­πό τά ὁ­μό­σπον­δα κρά­τη δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά δέ­χε­ται ξέ­νες φρου­ρές ἐ­κτός ἀ­πό τίς φρου­ρές Μα­κε­δό­νων στίς ἀ­κρο­πό­λεις τῶν ὁ­μό­σπον­δων. Ἐ­πί­σης δέν ὀ­φεί­λουν φό­ρο ἤ συ­νει­σφο­ρά. Μο­να­δι­κή τους ὑ­πο­χρέ­ω­ση εἶ­ναι νά πα­ρέ­χουν τήν ἀ­να­λο­γί­α τους στόν Πα­νελ­λή­νιο στρα­τό. Γιά νά μήν τοῦ ξε­φύ­γει ἡ ἐ­ξου­σί­α, ὁ Φί­λιπ­πος το­πο­θέ­τη­σε, δί­πλα στούς πλη­ρε­ξού­σιους τῶν πό­λε­ων, δι­κούς τους «ἐ­πι­τε­τραμ­μέ­νους». Ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἡ δι­α­νο­μή τῆς γῆς ἤ ἡ μα­ζι­κή ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση σκλά­βων. Πολ­λοί πα­νη­γυ­ρί­ζουν τήν ἐ­πι­τυ­χῆ λύ­ση ποῦ δό­θη­κε ἔ­τσι στό πρό­βλη­μα τῆς ἑ­νό­τη­τας τῆς Ἑλ­λά­δας. Κυ­ρί­αρ­χη ἰ­δέ­α τῆς συμ­φω­νί­ας τῆς Κο­ρίν­θου εἶ­ναι ἡ κοι­νή εἰ­ρή­νη, πού ἐ­πι­τέ­λους φέρ­νει αὐ­τήν τή στα­θε­ρό­τη­τα, τήν ὁ­ποί­α οἱ πιό ὀ­ξυ­δερ­κεῖς Σπαρ­τιά­τες, Ἀ­θη­ναῖ­οι καί Θη­βαῖ­οι πο­λι­τι­κοί εἶ­χαν ἐ­πι­δι­ώ­ξει. Γιά τίς μά­ζες τῶν Ἑλ­λή­νων, πού εἶ­χαν ἐ­ξαν­τλη­θεῖ οἰ­κο­νο­μι­κά ἀ­πό τούς πο­λέ­μους, μιά ἐλ­πί­δα χα­ρά­ζει, νά ξα­ναρ­χί­σουν τήν κα­τα­κτη­τι­κή τους πο­ρεί­α πρός ἀ­να­το­λᾶς καί νά ξα­να­βρο­ΰν τά κέρ­δη ἀ­πό τόν ἀ­ποι­κι­σμό καί ἀ­πό τή δή­ω­ση τῶν πλη­θυ­σμῶν τῆς Ἀ­σί­ας. Ὁ Θου­κυ­δί­δης εἶ­χε ὑ­πο­γραμ­μί­σει τήν κα­κή ἐν­τύ­πω­ση πού ἔ­κα­ναν στά μέ­λη τῆς ἀτ­τι­κο-δη­λια­κής συμ­μα­χί­ας οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι εἰ­σπρά­κτο­ρες, πού σέ λί­γο δέν ἔ­κρυ­βαν πιά ὅ­τι μέ τούς φό­ρους ἐ­πι­δί­ω­καν τό δυ­νά­μω­μα τῆς μη­τρό­πο­λης. Ἐ­νῶ ὁ Μα­κε­δό­νας βα­σι­λιάς ἀρ­κεῖ­ται νά ζη­τά­ει στρα­τι­ῶ­τες καί ξέ­ρει ὅ­τι αὐ­τούς μπο­ρεῖ νά τούς ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει μέ τίς ἐλ­πί­δες λε­η­λα­σί­ας πού τούς προ­σφέ­ρει. Ξέ­ρει ἐ­πί­σης ὅ­τι οἱ «δῆ­μοι» δέν θά ἦ­ταν δυ­σα­ρε­στη­μέ­νοι, ἄν ἁ­παλ­λα­γοῦν ἀ­πό τούς τα­ρα­χο­ποι­ούς πο­λί­τες, στέλ­νον­τάς τους σέ μα­κρι­νά μέ­τω­πα.

Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν Ἑλ­λή­νων, μέ τήν προ­ο­πτι­κή εἰ­ρή­νης, ἐ­σω­τε­ρι­κῆς ἀ­σφά­λειας καί οἰ­κο­νο­μι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας εἶ­ναι μιά ἔν­νοι­α ἀ­γα­πη­τή στούς Ἕλ­λη­νες. Στόν Δ' αἰ­ώ­να, με­τά τήν ἀ­ποτυ­χί­α τοῦ Πε­λο­πον­νη­σια­κοῦ πο­λέ­μου, τά δι­ο­ρα­τι­κά πνεύ­μα­τα κα­τα­νό­η­σαν ὅ­τι κα­μιά ἡ­γε­μο­νι­κή ἐ­πι­χεί­ρη­ση δέν εἶ­χε πι­θα­νό­τη­τα ἐ­πι­τυ­χί­ας. Ἤ­δη ὁ Ἀ­ρι­στο­φά­νης πε­ρι­γε­λοῦ­σε τήν ἀ­νο­ησί­α τῶν πο­λέ­μων ἀ­νά­με­σα σέ ἀν­θρώ­πους μέ κοι­νή πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση. Ὁ Φί­λιπ­πος λοι­πόν πραγ­μα­το­ποι­εῖ μέ τή βί­α, ἄλ­λα καί μέ με­γά­λη δι­πλω­μα­τι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα, τή λύ­ση πού τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα εἶ­χεν ἤ­δη συλ­λά­βει καί πού, φυ­σι­ο­λο­γι­κά, θά ἔ­βρι­σκε τήν ὑ­πο­στή­ρι­ξη ὅ­λων τῶν με­τρι­ο­πα­θῶν.

Ὁ Ἰ­σο­κρά­της, πά­λι, ὑ­πο­γραμ­μί­ζει μα­ζί μέ τόν Πλά­τω­να ὅ­τι ἡ βί­α εἶ­ναι ἀ­νή­θι­κη, καί μέ τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη κα­τα­κρί­νει τούς κα­κούς συμ­βού­λους πού ἀ­πό φι­λο­δο­ξί­α δι­ε­γεί­ρουν τούς λα­ούς σέ ἀλ­λη­λο­ε­ξόν­τω­ση. Ἑ­πο­μέ­νως, πᾶ­με στίς ὑ­λι­κές ὄ­ψεις τοῦ πο­λέ­μου, στήνἀ­πελ­πι­σί­α ὅλων τῶν Ἑλ­λή­νων, στή γε­νι­κή πτώ­χευ­ση το­ϋ πλη­θυ­σμοῦ πού ρί­χνει στό δρό­μο χι­λιά­δες ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἔ­χουν ἄλ­λους πό­ρους πα­ρά νά γί­νουν μι­σθο­φό­ροι σ' ὅ­ποι­ον προ­σφέ­ρει τά πε­ρισ­σό­τε­ρα. Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι κα­μιά στρα­τι­ω­τι­κή λύ­ση δέν μπο­ροῦ­σε νά δο­θεῖ οὔ­τε ἀ­πό τούς Σπαρ­τιά­τες, οὔ­τε ἀ­πό τούς Ἀ­θη­ναί­ους, οὔ­τε ἀ­πό τούς Θη­βαί­ους. Ὁ πό­λε­μος ἀ­νά­με­σα σέ Ἕλ­λη­νες ἐμ­φα­νί­ζε­ται σάν ἱ­στο­ρι­κά ἀ­νό­η­τος. Χρει­ά­ζε­ται νά βρε­θεῖ ἡ θε­ρα­πεί­α τῶν δει­νῶν του πο­λέ­μου - κι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νη. Πι­στεύ­ει ὁ Ἰσοκράτης ὅ­τι ἄν, μέ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε δι­α­κα­νο­νι­σμό, στα­μα­τή­σει ὁ ἀν­τα- γω­νι­σμός μέ τά ἄλ­λα κρά­τη τῆς Ἑλ­λά­δας, τό­τε τό ἐμ­πό­ριο καί ἡ βι­ο­τε­χνί­α θά μπο­ροῦν, νά δώ­σουν στα­θε­ρά εἰ­σο­δή­μα­τα, οἱ με­τα­φο­ρές νά εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρες κα­θώς καί οἱ ἀ­πό θα­λάσ­σης ἐ­ξα­γω­γές.

Στήν Ἀ­θή­να ἡ με­σαί­α τά­ξη ἀ­παρ­νι­έ­ται τά ἰ­δα­νι­κά τοῦ προ­η­γού­με­νου αἰ­ώ­να γιά αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Ἡ ἐλ­πί­δα νά κυρι­αρ­χή­σει στήν Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι πιά ἀ­δι­α­νό­η­τη καί ὁ ἰμ­πε­ρι­α­λι­σμός πρέ­πει νά ἀ­πο­δο­κι­μα­στεῖ στό ὄ­νο­μα τῆς φρο­νή­σε­ως.

Ὁ συσχετισμός ἀνάμεσα στά ἔργα τοῦ Θουκυδίδη καί τοῦ Ἰσοκράτη εἶναι γόνιμος. Ὁ Θουκυδίδης ἀφιέρωνε πολύ μέρος ἀπό τό ἔργο του στίς δημηγορίες. Στόν Ἰσοκράτη, ποῦ δέν εἶναι ἱστορικός, ἡ πραγματικότητα γίνεται ρητορική καί πολεμική. Λίγο ἐνδιαφέρεται ὁ Ἰσοκράτης γιά τήν αὐθεντικότητα τῶν ἀφηγήσεών του. Δέν νομίζει ὅτι τό ἱστορικό ἀφήγημα ἔχει ἀνάγκη ἀπό πλήρη πιστότητα. Πιστεύει ὅτι ἀρκεῖ στήν Ἑλλάδα ὁλόκληρη ἡ τάξη τῶν ἐμπόρων, τῶν βιοτεχνῶν καί τῶν γαιοκτημόνων ν' ἀποφύγει τά σφάλματα τοῦ παρελθόντος, τά σφάλματα τοῦ στενοῦ ἀποικισμοῦ καί τοῦ ἀνόητου ἰμπεριαλισμοῦ. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι δυνατό, γιατί τά συμφέροντα ποῦ συγκρούονται ὄχι μόνο δέν μποροῦν νά συγκροτήσουν μιάν ὁλότητα, παρά διαμελίζονται σέ ἐχθρικές ἀναμεταξύ τους παρατάξεις. Ὁ Φί­λιπ­πος μέ ὑ­πο­μο­νή αὔ­ξη­σε τήν ἐ­δα­φι­κή του κυ­ρι­αρ­χί­α, τά εἰ­σο­δή­μα­τά του καί, μέ τήν προ­πα­γάν­δα του, τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­δυ­να­μί­α τῶν ἄ­στε­ων, ὑ­πο­θάλ­πον­τας τίς ἀν­τι­ζη­λί­ες τους καί τίς συγ­κρού­σεις συμ­φε­ρόν­των. Χρει­ά­στη­κε ὅμως καί νά πο­λε­μή­σει, ὅ­πως στή Χαι­ρώ­νεια.

Ἔχουμε ἐ­ξά­ρει, στό κε­φά­λαι­ο πού εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στό Θου­κυ­δί­δη, τή θαυ­μα­στή αὐ­στη­ρό­τη­τα πού κυ­ρια­ρχεῖ στήν ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α τῆς ἀ­φή­γη­σης, τόν βα­θιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἔ­ρευ­νας καί τήν κα­τα­πλήσ­σου­σα ἀ­κρί­βεια τῶν ἀ­να­λύ­σε­ων.

Ἡ οἰ­κο­νο­μί­α το­ῦ ἄ­στε­ως στη­ρί­ζε­ται πά­νω στήν ὕ­παρ­ξη μί­ας ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πο­λυ­ά­ριθ­μης τά­ξης δού­λων πού δέν ἔ­χουν, μπο­ρεῖ νά λε­χθεῖ, κα­νέ­να δι­καί­ω­μα, πού τούς με­τα­χει­ρί­ζον­ται σάν ἔμ­ψυ­χα ἐρ­γα­λεῖ­α καί τῶν ὁ­ποί­ων ἡ γε­ωρ­γι­κή, με­τα­ποι­η­τι­κή καί οἰ­κια­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα εἶ­ναι ἡ πη­γή τῶν κα­τα­να­λω­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν. Ὅλοι οἱ πο­λί­τες ἀ­πο­τε­λοῦν μιά μο­να­δι­κή τά­ξη πού ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τήν ἐρ­γα­σί­α τῶν δού­λων. Στήν ἐ­πο­χή τοῦ Πε­ρι­κλῆ ὅ­λοι οἱ πο­λί­τες ἀ­πό κοι­νοῦ ἐ­πωφε­λοῦν­ται ἀ­πό τή μά­ζα τῶν δού­λων κι ἔ­τσι ἀ­πο­τε­λοῦν μιά ὁ­μοι­ο­γε­νῆ ὁ­μά­δα. Οἱ οἰ­κο­νο­μι­κές δι­α­φο­ρές ἀ­νά­με­σα στόν κτη­μα­τί­α, τόν στρα­τι­ώ­τη ἤ τόν ὑ­πάλ­λη­λο τοῦ ἄ­στε­ως ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α, ἄλ­λα δέν ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρά δευ­τε­ρεύ­ου­σες ἀν­τι­θέ­σεις. Χά­ρη στήν ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή το­ῦ Πε­ρι­κλῆ κά­θε πο­λί­της γί­νε­ται κι ἕ­νας μέ­το­χος, πού δου­λειά του εἶ­ναι νά συ­ζη­τᾶ, ν’ ἀ­πο­φα­σί­ζει καί νά πο­λε­μᾶ. Για­τί τό κέρ­δος ἀ­πό τους δού­λους κι ἀ­πό τά ὑ­πο­τε­λῆ ἄ­στε­α συ­νε­νώ­νει μέ σι­γου­ριά τό σύ­νο­λο τῶν πο­λι­τῶν σ' ἕ­να κοι­νό συμ­φέ­ρον. Τό ἄ­στυ ἐμ­φα­νί­ζε­ται σάν ἑ­νια­ία πράγ­μα­τικό­της. Ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμός τοῦ Θου­κυ­δί­δη συν­δέ­ε­ται μέ τή γε­νι­κή ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν θε­τι­κῶν ἐ­πι­στη­μῶν, μέ τήν ἄν­θι­ση τοῦ ἄρ- χαι­ο­ελ­λη­νι­κοῦ δι­α­φω­τι­σμοῦ.

Ἀλ­λά μέ τίς πρῶ­τες ἀ­να­πο­δι­ές ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α τῶν γαι­οκτη­μό­νων ἱ­δρύ­ει μυ­στι­κές ἐ­ται­ρί­ες καί προ­σπα­θεῖ νά ξε­ση­κώ­σει μιάν ἀν­τί­δρα­ση κα­τά τῆς δη­μο­κρα­τί­ας. Ὁ λί­βε­λος τοῦ πα­λιοῦ ὀ­λι­γαρ­χι­κοῦ καί οἱ κω­μω­δί­ες τοῦ Ἀ­ρι­στο­φά­νη ἐκ­φρά­ζα­νε αὐ­τό τό πνεῦ­μα. Βέ­βαι­α, τήν ἐ­πο­χή πού οἱ εἰ­σφο­ρές τῶν συμ­μά­χων εἰ­σπράτ­τον­ταν κα­νο­νι­κά καί τό κέρ­δος τῆς αὐ­τοκρα­το­ρί­ας ξε­περ­νά­ει τά βά­ρη πού ἐ­πι­βάλ­λει ἡ στρα­τι­ω­τι­κή δύ­να­μη, τό σύ­νο­λο τῶν πο­λι­τῶν βρί­σκει ὅ­τι τό δη­μο­κρα­τι­κό πο­λί­τευ­μα συμ­φέ­ρει. Ὅ­ταν ὅ­μως ἡ πε­λο­πον­νη­σια­κή συμ­μα­χί­α γί­νε­ται κυ­ρί­α τῶν κα­τά ξη­ράν ἐ­πι­χει­ρή­σε­ων καί κά­θε ἄ­νοι­ξη οἱ στρα­τι­ῶ­τες τῆς Σπάρ­της ξα­να­εμ­φα­νί­ζον­ται στούς κάμ­πους τῆς Ἀτ­τι­κῆς καί λε­η­λα­τοῦν, κα­τα­στρέ­φουν, δεν­δρο­κο­ποῦν, τό­τε ἡ «ἀ­γρο­τι­κή δη­μο­κρα­τί­α» στε­ρεῖ­ται ἀ­πό τά στα­θε­ρό­τε­ρα εἰ­σο­δή­μα­τά της. Ἡ με­σαί­α τά­ξη τῶν χω­ρι­κῶν καί οἱ «με­σαῖ­οι κα­τέ­χον­τες» δι­α­πι­στώ­νουν ὅ­τι ἡ συ­νέ­χι­ση τοῦ πο­λέ­μου τούς ζη­μι­ώ­νει. Ἀπαγκιστρώνονται ἀ­πό τήν ἀλ­λη­λεγ­γύ­η πρός τούς ἄλ­λους πο­λί­τες καί τάσ­σον­ται στό πλευ­ρό τῶν ὀ­λι­γαρ­χι­κῶν.

Τό ἔρ­γο τοῦ Θου­κυ­δί­δη ἐ­πι­τρέ­πει νά εἰσ­δύ­σο­με στίς γε­νι­κό­τε­ρες ἀρ­χές πού κυ­βερ­νοῦν τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Ὁ Θου­κυ­δί­δης ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ἰ­δι­αί­τε­ρα τό φό­βο πού προ­κα­λοῦ­σε ὁ ἰμ­πε­ρι­α­λι­σμός τῆς Ἀθήνας, δέν πα­ρα­γνω­ρί­ζει οὔ­τε τά πο­λι­τι­κά οὔ­τε τά οἰ­κο­νο­μι­κά αἴ­τια τῆς συγ­κρού­σε­ως καί συμ­πε­ραί­νει ὅ­τι ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι γιά τούς ἰ­σχυ­ρούς τό ἔ­δα­φος πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­πτύσ­σε­ται ἡ βί­α.

Ἀ­πο­κε­ΐ καί πέ­ρα οἱ συγ­κρού­σεις Κλέ­ω­να-Δι­ο­δό­του καί Ἀλ­κι­βιά­δη-Νι­κί­α γιά τήν Ἀθήνα, Ἀρ­χι­δά­μου-Σθε­νε­λα­ΐ­δα γιά τή Σπάρ­τη, Ἑρ­μο­κρά­τη-Ἄ­θη­να­γο­ρα γιά τίς Συ­ρα­κοῦ­σες, εἶ­ναι στήν οὐ­σία συγ­κρού­σεις ἀ­νά­με­σα σέ ἐξ­τρε­μι­στές καί με­τρι­ο­πα­θεῖς. Ό Chatelet (σέλ. 124) πι­στεύ­ει ὅ­τι ἡ Ἀ­θή­να εἶ­χε, κα­τά τή διά­ρκεια τοῦ Πε­λο­πον­νη­σια­κοῦ πο­λέ­μου, ἐ­κεί­νους τούς κυ­βερ­νῆ­τες πού τῆς ταίρι­α­ζαν κά­θε φο­ρά. Στήν ἀρ­χή τόν συ­νε­τό Πε­ρι­κλῆ (Α 144), ἀρ­γό­τε­ρα τόν πα­ρά­φο­ρο δη­μα­γω­γό Κλέ­ω­να καί στό τέ­λος τόν τυ­χο­δι­ώ­κτη Ἀλκιβιάδη.

Ὁ κα­θη­γη­τής το­ϋ Cambridge John Β. Bury πά­λι (Οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες ἱ­στο­ρι­κοί, ἔκδ. Δ. Πα­πα­δή­μα, 1970), στή σέλ. 73, δι­α­τυ­πώ­νει τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι ὁ Θου­κυ­δί­δης ἀ­ναγ­γέλ­λει μιά και­νού­ρια ἀν­τί­λη­ψη γιά τή συγ­γρα­φή τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἕ­να και­νού­ριο ἰ­δα­νι­κό γιά τήν ἱ­στο­ρι­κή ἔ­ρευ­να. Κα­τα­δι­κά­ζει τόν Ἡ­ρό­δο­το καί τούς Ἴ­ω­νες ἱ­στο­ρι­ο­γρά­φους, ὅ­τι στό­χος τους ἦ­ταν νά προ­σφέ­ρουν πιό πο­λύ ἕ­να εὐ­χά­ρι­στο ἀ­κρό­α­μα, ὅ­τι ἀ­φη­γοῦν­ται ἱ­στο­ρί­ες πού δέν ἦ­ταν δυ­να­τό νά ἐ­λεγ­χθοῦν, ἐ­νῶ αὐ­τός δέν ἐ­πε­δί­ω­κε νά προ­σφέ­ρει ψυ­χα­γω­γί­α ἀλ­λά νά γρά­ψει ἱ­στο­ρί­α μέ αἰ­ώ­νια ἀξία (κτῆ­μα ἐς αἰ­εί) καί προ­ει­δο­ποι­εῖ ὅ­τι οἱ ἀ­να­γνῶ­στες του δέν θά βροῦν στήν ξυγ­γρα­φή του τί­πο­τε τό μυ­θῶ­δες - ὅ­πως κά­νει ὁ Ἡρόδοτος καί ὁ Ὅμηρος. Ἀπό τήν προ­σω­πι­κή του ἐμ­πει­ρί­α εἶ­χε μά­θει πό­σο εὔ­κο­λα τά γε­γο­νό­τα περ­νοῦν τά σύ­νο­ρά του μύ­θου κι αὐ­τό τόν δί­δα­ξε νά εἶ­ναι σκε­πτι­κι­στής καί νά μήν πα­ρα­δέ­χε­ται τί­πο­τα χω­ρίς ἐν­δε­λε­χῆ ἔ­ρευ­να.

Ἡ ἀ­να­στρο­φή μου μέ τό ἔρ­γο τοῦ Θου­κυ­δί­δη, λι­γό­τε­ρο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρο, (αὐ­τό ἦ­ταν συ­νάρ­τη­ση τῶν ἄλ­λων μου ἀ­σχολι­ῶν) δέν εἶ­χε στα­μα­τή­σει ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν γυ­μνα­σια­κῶν μου σπου­δῶν. Ὅ­ταν ὅ­μως ἡ χούν­τα μ’ ἔ­κλει­σε γιά τρι­ά­μι­σι χρό­νια στό νο­σο­κο­μεῖ­ο τῶν φυ­λα­κῶν Ἀ­βέ­ρωφ (1967-1970), τόν πιό πο­λύ και­ρό σέ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­πο­μό­νω­ση, ἀ­πο­φά­σι­σα ν’ ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τή με­λέ­τη τοῦ Θου­κυ­δί­δη κα­θώς καί τῆς ἐ­πο­χῆς του. Ἑ­κα­τον­τά­δες βι­βλί­α καί ἄλ­λες συν­το­μό­τε­ρες με­λέ­τες μέ βο­ή­θη­σαν. Ὁ ὄγ­κος τῶν ση­μει­ώ­σε­ων, τῶν δελ­τί­ων της ἀ­πό- δελ­τί­ω­σής μου καί τῶν ἐ­πί μέ­ρους με­λε­τῶν μου ἔ­γι­νε ση­μαν­τι­κό­τα­τος. Ἐλ­πί­ζω ὅ­τι, στρώ­νον­τας (καί πά­λι σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τίς ἄλ­λες ἀ­σχο­λί­ες μου καί ὑ­πο­χρεώω­σεις μου) στό χαρ­τί τό ὑ­λι­κό αὐ­τό, θά δώ­σω ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­ναι ὁ στό­χος τοῦ δο­κι­μί­ου μου. Τό νά ἀ­νι­χνεύ­σω μέ­σα στό πυ­κνό καί σκο­λιό ἔρ­γο τοῦ Θου­κυ­δί­δη τήν ἰ­δέ­α πού τό δι­έ­πει, νά τα­ξι­νο­μή­σω, νά ἀ­ξι­ο­λογή­σω, νά συ­να­γά­γω συμ­πε­ρά­σμα­τα, εἶ­ναι, γιά μέ­να, τό­σες συ­ναρ­πα­στι­κές πλευ­ρές τοῦ δο­κι­μί­ου μου αὐ­τοῦ.

Ἡ ἰ­δέ­α πού κυ­ρια­ρχεῖ στό Θου­κυ­δί­δη εἶ­ναι κα­τά τή γνώ­μη μου ἡ ἀ­κο­λου­θη: Ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι χρή­σι­μη στούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους. Για­τί μέ­σα στή ρο­ή τοῦ χρό­νου ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση εἶ­ναι πάν­το­τε ἡ ἴδια. Πε­ρι­ο­δι­κά ἐμ­φα­νί­ζον­ται πα­ρα­πλή­σια ἤ ἀ­νάλο­γά ἐ­λα­τή­ρια που κα­θο­ρί­ζουν τίς πρά­ξεις τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁ­μά­δων καί κοι­νω­νι­ῶν. Σέ μιά στιγ­μή τῶν ἀ­να­ζη­τή­σε­ών μου εἶ­δα κα­θα­ρά τήν Ἰδέα, πού ἐκ­θέ­τω σ’ αὐ­τό μου τό δο­κί­μιο.

Ὁ Θου­κυ­δί­δης στήν ἐ­ξι­στό­ρη­ση τῶν ὅ­σων ἔ­γι­ναν στόν Πελο­πον­νη­σια­κό πό­λε­μο - καί, συ­νο­πτι­κό­τε­ρα, πρίν ἀπ’ αὐ­τόν - ἀ­να­κά­λυ­ψε ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν ὁ­ρι­σμέ­νοι νό­μοι πού κι­νοῦν τήν ἱ­στο­ρί­α. Τά πο­ρί­σμα­τά του, πού γι' αὐ­τόν ἀ­πο­τε­λοῦν ἀρ­χές τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­πι­στή­μης πιό πο­λύ ὑ­παι­νι­κτι­κά, πα­ρά σά ρη­τή, ἀ­ξι­ω­μα­τι­κή, δι­α­τύ­πω­ση, ὁ Θου­κυ­δί­σης τά κα­τα­λεί­πει στούς ἐ­περ­χό­με­νους «κτῆ­μα ἐς αἰ­εί». Αὐ­τό εἶ­ναι τό μή­νυ­μα τοῦ Θου­κυ­δί­δη πρός τούς αἰ­ῶ­νες.

Δι­α­δη­λώ­νει μέ ἐ­πι­ση­μό­τη­τα, στήν ἀρ­χή τῶν Ἱ­στο­ρι­ῶν του (Ἅ 22), ὅ­τι κά­ποι­ο μή­νυ­μα ἐ­πι­δι­ώ­κει ν’ ἀ­φή­σει στούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους. «Κτῆ­μα ἐς αἰ­εί μᾶλ­λον ἤ ἀ­γώ­νι­σμα ἐς τό πα­ραχρῆ­μα ἀ­κού­ειν». Ἔγραψα, λέ­ει, γιά νά ‘­ναι τό ἔρ­γο μου ἕ­να θη­σαύ­ρι­σμα παν­το­τι­νά χρή­σι­μο στούς ἐ­πι­γε­νο­μέ­νους «ὅ­σοι θε­λή­σουν νά ἔ­χουν ἀ­κρι­βῆ γνῶ­σιν τῶν γε­γο­νό­των, ὅ­σα ἤ­δη ἔ­χουν λά­βει χώ­ραν, καί ἐ­κεί­νων πού κα­τά τήν ἀν­θρώ­πι­νην φύ­σιν μέλ­λουν νά συμ­βοῦν πε­ρί­που ὅ­μοι­α. Δι­ό­τι τήν ἱ­στο­ρί­αν μου ἔ­γρα­ψα ὡς θη­σαυ­ρόν παν­το­τι­νόν καί ὄ­χι ὡς ἔρ­γον προ­ορι­σμέ­νον νά ὑ­πο­βλη­θῆ εἰς δι­α­γω­νι­σμόν καί ν’ ἀ­να­γνω­σθῆ εἰς ἐ­πῆ­κοον πολ­λῶν διά νά λη­σμο­νη­θῆ με­τ’ ὀ­λί­γον».

Καί ἀ­πό τό­τε πού μέ ἀ­πέ­λυ­σε ἡ χούν­τα, ἐ­νῶ, φα­νε­ρά ἄλ­λα καί πολ­λα­πλά εἶ­ναι τά θέ­μα­τα πού μέ ἀ­πα­σχο­λοῦν τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρό, δέν παύ­ω νά ἐ­πε­ξερ­γά­ζο­μαι γρα­πτά, ἤ ἐ­στω καί μό­νο νά συλ­λο­γί­ζο­μαι, τό θέ­μα, τό μή­νυ­μά του.

Σή­με­ρα ἀ­πο­φά­σι­σα πιά νά δώ­σω στή δη­μο­σι­ό­τη­τα ὅ,τι νο­μί­ζω ὅ­τι μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λέ­σει μιάν ἐ­παρ­κῆ ἐμ­φά­νι­ση τοῦ δο­κι­μί­ου. Φυ­σι­κά, ἔ­χω στό νοῦ μου μιά πλη­ρέ­στε­ρη ἐρ­γα­σί­α. Ἴσως μπο­ρέ­σω σέ δεύ­τε­ρη ἔκ­δο­ση νά τήν πα­ρου­σιά­σω. Ἀλλά «βρα­χύς ὁ βί­ος» καί σω­στό εἶ­ναι νά ἐγ­καρ­τε­ρεῖϊ κα­νείς νά δώ­σει, ἔ­στω καί κομ­μα­τια­στά, μιά ἐρ­γα­σί­α γιά τήν ὁ­ποί­α ἔ­χει ἀμ­φι­βο­λί­ες ἄν θά τοῦ δο­θεῖ ὁ χρό­νος καί ἡ εὐ­και­ρί­α νά τήν ὁ­λο­κλη­ρώ­σει. Πρέ­πει ἐ­ξάλ­λου ν' ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ὅ­τι κι ἄν ἀ­κό­μη ἀ­πο­μα­κρύ­νου­με κά­θε ἰ­δέ­α πο­λύ πι­στῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης καί ἀν­τι­γρα­φῆς τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν συμ­βάν­των, πάν­το­τε εἶ­ναι πλε­ο­νέ­κτη­μα νά τά γνω­ρί­ζου­με, για­τί μπο­ροῦ­με νά δι­α­κρί­νου­με κά­ποι­ες συμ­πε­ρι­φο­ρές, κά­ποι­ες ἀν­τι­με­τω­πί­σεις πού ἀ­νή­κουν σέ ὅ­λες τίς ἐ­πο­χές. Ἡ ἐ­ξι­στό­ρη­ση τῶν γε­γο­νό­των μπο­ρεῖ νά συ­νε­πι­φέ­ρει μα­θή­μα­τα πού ἰ­σχύ­ουν γιά τούς ἀν­θρώ­πους ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου