Σχετική με την επιθετικότητα που προκύπτει από τη διάψευση είναι η εχθρότητα που γεννάται από τον φθόνο και τη ζήλια. Τόσο η ζήλια όσο και ο φθόνος αποτελούν ένα ιδιαίτερο είδος διάψευσης.
Προκαλούνται από το ότι ο Β έχει ένα αντικείμενο που επιθυμεί ο Α ή ότι τον αγαπάει ένα άτομο την αγάπη του οποίου επιθυμεί ο Α. Το μίσος και η εχθρότητα ξυπνούν στον Α και στρέφεται κατά του Β, ο οποίος γίνεται αποδέκτης εκείνου που επιθυμεί και δεν μπορεί να αποκτήσει ο Α. Ο φθόνος και η ζήλια είναι διαψεύσεις, που τονίζονται όχι μόνο από το ότι ο Α δεν λαμβάνει αυτό που επιθυμεί, αλλά από το ότι ένα άλλο άτομο ευνοείται αντί για εκείνον. Η ιστορία του Κάιν- που χωρίς να φταίει δεν του δείχνουν αγάπη-, ο οποίος σκοτώνει τον ευνοούμενο αδελφό του, και η ιστορία του Ιωσήφ και των αδελφών του αποτελούν κλασικές εκδοχές ζήλιας και φθόνου. Η ψυχαναλυτική φιλολογία προσφέρει πλούσια κλινικά δεδομένα σχετικά με αυτά τα φαινόμενα.
Ένα ακόμη είδος βίας που σχετίζεται με την αντιδραστική αλλά προχωρά ήδη ένα βήμα παραπέρα, προς την κατεύθυνση της παθολογίας, είναι η εκδικητική βία. Έχει τον ανορθολογικό σκοπό να αναιρεί μαγικά αυτό που έχει συμβεί πραγματικά. Συναντάμε την εκδικητική βία τόσο σε άτομα όσο και μεταξύ των πρωτόγονων και πολιτισμένων ομάδων. Αναλύοντας την ανορθολογική φύση αυτού του είδους βίας, μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα. Το κίνητρο της εκδίκησης είναι αντιστρόφως ανάλογο με τη δύναμη και την παραγωγικότητα μιας ομάδας ή ενός ατόμου.
Οι ανίσχυροι και οι ανάπηροι έχουν μόνο μία καταφυγή για να αποκαταστήσουν την αυτοεκτίμησή τους αν αυτή πλήγηκε από τη βλάβη που υπέστησαν- να πάρουν εκδίκηση σύμφωνα με το lex talionis: “οφθαλμό αντί οφθαλμού”.
Από την άλλη, το άτομο που ζει παραγωγικά δεν έχει καμία τέτοια ανάγκη ή την έχει ελάχιστα. Ακόμη και αν πληγώθηκε, προσβλήθηκε και υπέστη βλάβη, η ίδια η διαδικασία της παραγωγικής ζωής το κάνει να ξεχνά τη βλάβη του παρελθόντος. Η ικανότητα παραγωγής αποδεικνύεται ισχυρότερη από την επιθυμία εκδίκησης.
Το αληθές αυτής της ανάλυσης μπορεί εύκολα να αποδειχτεί από εμπειρικά δεδομένα στην ατομική και την κοινωνική κλίμακα. Το ψυχαναλυτικό υλικό καταδεικνύει ότι το ώριμο, παραγωγικό άτομο παρακινείται λιγότερο από την επιθυμία εκδίκησης απ’ ό,τι το νευρωτικό άτομο, που δυσκολεύεται να ζήσει ανεξάρτητα και εν ολοκληρία και που συχνά έχει την τάση να βασίζει ολόκληρη την ύπαρξή του στην επιθυμία εκδίκησης.
Στις σοβαρές μορφές ψυχοπαθολογίας, η εκδίκηση γίνεται ο κυρίαρχος στόχος στη ζωή του, εφόσον δίχως την εκδίκηση όχι μόνο η αυτοεκτίμηση αλλά και η αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητάς του απειλούνται να καταρρεύσουν. Ομοίως, διαπιστώνουμε ότι στις πιο οπισθοδρομικές ομάδες (από οικονομική, πολιτιστική ή συναισθηματική άποψη) το αίσθημα της εκδίκησης φαίνεται να είναι ισχυρότερο. Αρκεί να πούμε εδώ ότι με δεδομένο τον έντονο ναρκισσισμό με τον οποίο είναι προικισμένη η πρωτόγονη ομάδα, οποιαδήποτε προσβολή του αυτοειδώλου της είναι τόσο καταστροφική, που είναι απολύτως φυσικό να προκαλέσει έντονη εχθρότητα.
Αν για λόγους αδυναμίας, άγχους, ανεπάρκειας και ούτω καθεξής ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να δράσει, αν είναι ανίκανος, τότε υποφέρει. Αυτό το μαρτύριο λόγω ανικανότητας έχει τις ρίζες του στο ότι η ανθρώπινη ισορροπία έχει διαταραχθεί, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί την κατάσταση πλήρους αδυναμίας χωρίς να προσπαθήσει να αποκαταστήσει την ικανότητά του για δράση. Μπορεί όμως; Και με ποιο τρόπο; Ένας τρόπος είναι να υποταχθεί σε άτομο ή σε μια ομάδα που έχει δύναμη και να ταυτιστεί μαζί τους.
Με αυτή τη συμβολική συμμετοχή στη ζωή ενός άλλου ατόμου, ο άνθρωπος έχει την ψευδαίσθηση της δράσης όταν στην πραγματικότητα απλώς υποτάσσεται και γίνεται μέρος εκείνων που δρουν. Ο άλλος τρόπος, και μας ενδιαφέρει περισσότερο στο συγκεκριμένο πλαίσιο, είναι η δυνατότητά του να καταστρέφει.
Το να δημιουργεί κανείς ζωή σημαίνει να υπερβαίνει την υπόστασή του ως πλάσματος που “ρίχνεται” ξαφνικά στη ζωή, όπως ρίχνονται τα ζάρια από ένα κύπελλο. Ωστόσο, και η καταστροφή της ζωής σημαίνει ότι την υπερβαίνει και ότι αποδρά από το αφόρητο μαρτύριο της ολοκληρωτικής παθητικότητας. Η δημιουργία ζωής απαιτεί συγκεκριμένες ιδιότητες, που το ανίκανο άτομο στερείται.
Ο ανίκανος άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τη ζωή καταστρέφοντάς τη στους άλλους ή στον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο εκδικείται τη ζωή επειδή αυτοαναιρέθηκε σε εκείνον.
Η αντισταθμιστική βία είναι ακριβώς η βία που έχει τις ρίζες της και λειτουργεί αντισταθμιστικά στην ανικανότητα. Όποιος δεν μπορεί να δημιουργήσει επιθυμεί να καταστρέψει.
Ένα ακόμη είδος βίας που σχετίζεται με την αντιδραστική αλλά προχωρά ήδη ένα βήμα παραπέρα, προς την κατεύθυνση της παθολογίας, είναι η εκδικητική βία. Έχει τον ανορθολογικό σκοπό να αναιρεί μαγικά αυτό που έχει συμβεί πραγματικά. Συναντάμε την εκδικητική βία τόσο σε άτομα όσο και μεταξύ των πρωτόγονων και πολιτισμένων ομάδων. Αναλύοντας την ανορθολογική φύση αυτού του είδους βίας, μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα. Το κίνητρο της εκδίκησης είναι αντιστρόφως ανάλογο με τη δύναμη και την παραγωγικότητα μιας ομάδας ή ενός ατόμου.
Οι ανίσχυροι και οι ανάπηροι έχουν μόνο μία καταφυγή για να αποκαταστήσουν την αυτοεκτίμησή τους αν αυτή πλήγηκε από τη βλάβη που υπέστησαν- να πάρουν εκδίκηση σύμφωνα με το lex talionis: “οφθαλμό αντί οφθαλμού”.
Από την άλλη, το άτομο που ζει παραγωγικά δεν έχει καμία τέτοια ανάγκη ή την έχει ελάχιστα. Ακόμη και αν πληγώθηκε, προσβλήθηκε και υπέστη βλάβη, η ίδια η διαδικασία της παραγωγικής ζωής το κάνει να ξεχνά τη βλάβη του παρελθόντος. Η ικανότητα παραγωγής αποδεικνύεται ισχυρότερη από την επιθυμία εκδίκησης.
Το αληθές αυτής της ανάλυσης μπορεί εύκολα να αποδειχτεί από εμπειρικά δεδομένα στην ατομική και την κοινωνική κλίμακα. Το ψυχαναλυτικό υλικό καταδεικνύει ότι το ώριμο, παραγωγικό άτομο παρακινείται λιγότερο από την επιθυμία εκδίκησης απ’ ό,τι το νευρωτικό άτομο, που δυσκολεύεται να ζήσει ανεξάρτητα και εν ολοκληρία και που συχνά έχει την τάση να βασίζει ολόκληρη την ύπαρξή του στην επιθυμία εκδίκησης.
Στις σοβαρές μορφές ψυχοπαθολογίας, η εκδίκηση γίνεται ο κυρίαρχος στόχος στη ζωή του, εφόσον δίχως την εκδίκηση όχι μόνο η αυτοεκτίμηση αλλά και η αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητάς του απειλούνται να καταρρεύσουν. Ομοίως, διαπιστώνουμε ότι στις πιο οπισθοδρομικές ομάδες (από οικονομική, πολιτιστική ή συναισθηματική άποψη) το αίσθημα της εκδίκησης φαίνεται να είναι ισχυρότερο. Αρκεί να πούμε εδώ ότι με δεδομένο τον έντονο ναρκισσισμό με τον οποίο είναι προικισμένη η πρωτόγονη ομάδα, οποιαδήποτε προσβολή του αυτοειδώλου της είναι τόσο καταστροφική, που είναι απολύτως φυσικό να προκαλέσει έντονη εχθρότητα.
Αν για λόγους αδυναμίας, άγχους, ανεπάρκειας και ούτω καθεξής ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να δράσει, αν είναι ανίκανος, τότε υποφέρει. Αυτό το μαρτύριο λόγω ανικανότητας έχει τις ρίζες του στο ότι η ανθρώπινη ισορροπία έχει διαταραχθεί, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί την κατάσταση πλήρους αδυναμίας χωρίς να προσπαθήσει να αποκαταστήσει την ικανότητά του για δράση. Μπορεί όμως; Και με ποιο τρόπο; Ένας τρόπος είναι να υποταχθεί σε άτομο ή σε μια ομάδα που έχει δύναμη και να ταυτιστεί μαζί τους.
Με αυτή τη συμβολική συμμετοχή στη ζωή ενός άλλου ατόμου, ο άνθρωπος έχει την ψευδαίσθηση της δράσης όταν στην πραγματικότητα απλώς υποτάσσεται και γίνεται μέρος εκείνων που δρουν. Ο άλλος τρόπος, και μας ενδιαφέρει περισσότερο στο συγκεκριμένο πλαίσιο, είναι η δυνατότητά του να καταστρέφει.
Το να δημιουργεί κανείς ζωή σημαίνει να υπερβαίνει την υπόστασή του ως πλάσματος που “ρίχνεται” ξαφνικά στη ζωή, όπως ρίχνονται τα ζάρια από ένα κύπελλο. Ωστόσο, και η καταστροφή της ζωής σημαίνει ότι την υπερβαίνει και ότι αποδρά από το αφόρητο μαρτύριο της ολοκληρωτικής παθητικότητας. Η δημιουργία ζωής απαιτεί συγκεκριμένες ιδιότητες, που το ανίκανο άτομο στερείται.
Ο ανίκανος άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τη ζωή καταστρέφοντάς τη στους άλλους ή στον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο εκδικείται τη ζωή επειδή αυτοαναιρέθηκε σε εκείνον.
Η αντισταθμιστική βία είναι ακριβώς η βία που έχει τις ρίζες της και λειτουργεί αντισταθμιστικά στην ανικανότητα. Όποιος δεν μπορεί να δημιουργήσει επιθυμεί να καταστρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου