Ακόμα και αν δεν με διαβάσει κανείς, έχασα μήπως τον χρόνο μου επειδή καταπιάστηκα επί τόσες ώρες απραξίας με σκέψεις τόσο χρήσιμες και ευχάριστες;
Ζωγραφίζοντας τον εαυτό μου για τους άλλους, ζωγράφισα τον εσώτερο εαυτό μου με χρώματα πιο καθαρά από ό,τι ήταν τα αρχικά τα δικά μου.
Δεν έφτιαξα περισσότερο το βιβλίο μου από ό,τι το βιβλίο μου με έφτιαξε, βιβλίο ομοούσιο με τον συγγραφέα του, που αφορά τον ίδιο μου τον εαυτό, μέλος της ζωής μου.
Έχασα μήπως τον καιρό μου επειδή τόσο ενδελεχώς και τόσο προσεκτικά κάθισα να μιλήσω στον εαυτό μου για τον εαυτό μου;
Γιατί εκείνοι που απλώς σκέφτονται και μιλούν περιστασιακά για τον εαυτό τους, δεν τον ερμηνεύουν με τόση ακρίβεια ούτε εισχωρούν στο βάθος του, όπως εκείνος που κάνει τον εαυτό του μελέτη του, έργο και επάγγελμά του, που αναλαμβάνει με όλη την καλή του πίστη και με όλη του τη δύναμη να διατηρεί ένα μακροχρόνιο λογαριασμό [του εαυτού του].
Οι γλυκύτερες ηδονές χωνεύονται πράγματι εντός μας: αποφεύγουν να αφήσουν αποτύπωμα και αποφεύγουν όχι μόνο το βλέμμα του κοινού αλλά και όποιου άλλου.
Πόσες φορές αυτή η δουλειά δεν με απέσπασε από δυσάρεστες σκέψεις! Και όλες οι κοινότοπες σκέψεις πρέπει να λογαριάζονται δυσάρεστες. Η Φύση μας δώρισε το απέραντο χάρισμα να βρίσκουμε απασχόληση όταν είμαστε μόνοι μας και μας καλεί συχνά να το κάνουμε, για να μας μάθει ότι κατά ένα μέρος οφείλουμε τον εαυτό μας στην κοινωνία, αλλά και ότι κατά το καλύτερο μέρος τον οφείλουμε σε μας τους ίδιους. Με πρόθεση να υποχρεώσω τη φαντασία μου κιόλας να ονειρεύεται με κάποια σειρά και σκοπό και να τη συγκρατήσω από του να χαθεί και να πλανηθεί στον άνεμο, δεν υπάρχει καλύτερο από το να της δώσω υφή και να της δώσω να βάλει σε κατάλογο όλες τις μικροσκέψεις που της έρχονται. Έχω την ακοή μου στραμμένη προς τις ονειροπολήσεις μου, γιατί έχω να τις καταγράψω.
Πόσες φορές χολωμένος από κάποια πράξη, που η ευγένεια και η λογική μού απαγόρευαν να αποδοκιμάσω ανοιχτά, δεν την ξεφορτώθηκα εδώ.
Τι και αν στήνω λίγο πιο προσεκτικά το αυτί στα βιβλία, από τη στιγμή που παραμονεύω μήπως μπορέσω και βάλω στο χέρι κάτι τι, ώστε να καλλωπίσω και να αναβαστήξω το δικό μου βιβλίο;
Δεν κάθισα ούτε μια στιγμή να μελετήσω πως γράφεται ένα βιβλίο. Κάθισα όμως και κάτι μελέτησα επειδή έγραψα ένα βιβλίο, αν “κάτι μελετώ” σημαίνει να κορφολογείς και να πιάνεις σαν με τσιμπίδα από το κεφάλι ή από τα πόδια πότε έναν συγγραφέα, πότε έναν άλλον, όχι τόσο για να σχηματοποιήσω τις γνώμες μου – αφού τις έχω σχηματοποιήσει εδώ και πολύ καιρό – αλλά κυρίως για να τις συντρέξω, να τις υποβοηθήσω και να τις εξυπηρετήσω.
Ποιον όμως θα πιστέψουμε όταν μιλάει για τον εαυτό του σε εποχή τόσο σάπια, δεδομένου πως υπάρχουν λίγοι ή κανένας που να μπορούμε να πιστέψουμε όταν μιλάει για άλλους, όπου έχει λιγότερα να κερδίσει αν πει ψέμα; Το πρώτο στάδιο της διαφθοράς των ηθών είναι ο εξοστρακισμός της αλήθειας· γιατί όπως έλεγε ο Πίνδαρος, το να είσαι αληθινός αποτελεί την αρχή της μεγάλης αρετής και αυτό είναι το πρώτο άρθρο που ο Πλάτων απαιτεί για τον κυβερνήτη της Πολιτείας του. Η τωρινή μας αλήθεια δεν είναι αυτό που είναι, αλλά εκείνο που μπορεί να πείσει τους άλλους να δεχτούν πως είναι, όπως αποκαλούμε “χρήμα” όχι εκείνο μόνο που κυκλοφορεί νομίμως, αλλά και το κίβδηλο που έχει πέραση. Το έθνος μας είναι, εδώ και πολύ καιρό, αντικείμενο μομφής για αυτό το ελάττωμα· γιατί ο [Πρεσβύτερος] Σαλβιάνος ο Μασσαλιώτης, που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεντινιανού λέει πως το ψέμα και η επιορκία δεν είναι ελάττωμα για τους Γάλλους αλλά τρόπος ομιλίας. Όποιος θα ήθελε να πλειοδοτήσει επ’ αυτής της μαρτυρίας, θα μπορούσε να πει πως αυτός ο τρόπος είναι σήμερα αρετή για τους Γάλλους. Οι άνθρωποι εκπαιδεύουν και διαπλάθουν τους εαυτούς τους γι’ αυτό, λες να πρόκειται για έντιμη πρακτική: η προσποίηση είναι από τα πλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του αιώνα μας.
Έτσι, συχνά απασχόλησα τη σκέψη μου από πού μπορεί να γεννήθηκε αυτή η παράδοση που τηρούμε με τόση ευσυνειδησία, πάει να πει να αισθανόμαστε οξύτερα προσβεβλημένοι όταν μας μέμφονται για αυτό το ελάττωμα, που είναι το συνηθέστερο μεταξύ μας, παρά για όποιο άλλο, και γιατί η υπέρτατη λεκτική προσβολή που μπορεί να μας αποδοθεί, είναι η μομφή ότι ψευδόμαστε. Επί του προκειμένου, βρίσκω φυσικό να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας περισσότερο για τις ατέλειες με τις οποίες είμαστε περισσότερο κηλιδωμένοι. Φαίνεται πως αγανακτώντας για την κατηγορία και εξαγριώνοντας τον εαυτό μας, ξεφορτωνόμαστε κάπως την ενοχή: είμαστε πράγματι ένοχοι, αλλά τουλάχιστον την καταδικάζουμε για να τηρούνται τα προσχήματα.
Μήπως όμως την καταδικάζουμε επίσης επειδή αυτή η μομφή φαίνεται να υπονοεί τη δειλία και την ανανδρία; Υπάρχει άλλη πιο έκδηλη δειλία από το να παίρνεις πίσω το λόγο σου; Ακόμα χειρότερα, να παίρνεις πίσω αυτό που ξέρεις πως ισχύει;
Είναι χυδαίο ελάττωμα το ψέμα και ένας αρχαίος το ζωγραφίζει με πολύ ντροπιασμένα χρώματα, λέγοντας πως προσφέρει μαρτυρία περιφρόνησης του Θεού και ταυτοχρόνως φόβου των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατό να παρουσιάσει κανείς πληρέστερα τη φρίκη, την ευτέλεια και την ξεδιαντροπιά του. Γιατί μπορεί να φανταστεί κανείς τίποτα ευτελέστερο από το να είμαστε δειλοί έναντι των ανθρώπων και παλικαράδες έναντι του Θεού; Αφού η αμοιβαία κατανόηση δημιουργείται μόνο και μόνο μέσω των λέξεων, εκείνος που τις ψευτίζει, προδίδει την ανθρώπινη κοινωνία.
Οι λέξεις είναι το μοναδικό εργαλείο μέσω του οποίου οι θελήσεις και οι σκέψεις μας επικοινωνούν, είναι ο διερμηνέας της ψυχής μας. Αν μας λείπει, δεν κρατιόμαστε πια ο ένας από τον άλλο, δεν έχουμε πια γνώση ο ένας του άλλου. Αν μας εξαπατάει, σπάζει όλες μας τις σχέσεις και διαλύει όλα όσα συνδέουν την κοινωνία μας.
ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ, ΔΟΚΙΜΙΑ
Ζωγραφίζοντας τον εαυτό μου για τους άλλους, ζωγράφισα τον εσώτερο εαυτό μου με χρώματα πιο καθαρά από ό,τι ήταν τα αρχικά τα δικά μου.
Δεν έφτιαξα περισσότερο το βιβλίο μου από ό,τι το βιβλίο μου με έφτιαξε, βιβλίο ομοούσιο με τον συγγραφέα του, που αφορά τον ίδιο μου τον εαυτό, μέλος της ζωής μου.
Έχασα μήπως τον καιρό μου επειδή τόσο ενδελεχώς και τόσο προσεκτικά κάθισα να μιλήσω στον εαυτό μου για τον εαυτό μου;
Γιατί εκείνοι που απλώς σκέφτονται και μιλούν περιστασιακά για τον εαυτό τους, δεν τον ερμηνεύουν με τόση ακρίβεια ούτε εισχωρούν στο βάθος του, όπως εκείνος που κάνει τον εαυτό του μελέτη του, έργο και επάγγελμά του, που αναλαμβάνει με όλη την καλή του πίστη και με όλη του τη δύναμη να διατηρεί ένα μακροχρόνιο λογαριασμό [του εαυτού του].
Οι γλυκύτερες ηδονές χωνεύονται πράγματι εντός μας: αποφεύγουν να αφήσουν αποτύπωμα και αποφεύγουν όχι μόνο το βλέμμα του κοινού αλλά και όποιου άλλου.
Πόσες φορές αυτή η δουλειά δεν με απέσπασε από δυσάρεστες σκέψεις! Και όλες οι κοινότοπες σκέψεις πρέπει να λογαριάζονται δυσάρεστες. Η Φύση μας δώρισε το απέραντο χάρισμα να βρίσκουμε απασχόληση όταν είμαστε μόνοι μας και μας καλεί συχνά να το κάνουμε, για να μας μάθει ότι κατά ένα μέρος οφείλουμε τον εαυτό μας στην κοινωνία, αλλά και ότι κατά το καλύτερο μέρος τον οφείλουμε σε μας τους ίδιους. Με πρόθεση να υποχρεώσω τη φαντασία μου κιόλας να ονειρεύεται με κάποια σειρά και σκοπό και να τη συγκρατήσω από του να χαθεί και να πλανηθεί στον άνεμο, δεν υπάρχει καλύτερο από το να της δώσω υφή και να της δώσω να βάλει σε κατάλογο όλες τις μικροσκέψεις που της έρχονται. Έχω την ακοή μου στραμμένη προς τις ονειροπολήσεις μου, γιατί έχω να τις καταγράψω.
Πόσες φορές χολωμένος από κάποια πράξη, που η ευγένεια και η λογική μού απαγόρευαν να αποδοκιμάσω ανοιχτά, δεν την ξεφορτώθηκα εδώ.
Τι και αν στήνω λίγο πιο προσεκτικά το αυτί στα βιβλία, από τη στιγμή που παραμονεύω μήπως μπορέσω και βάλω στο χέρι κάτι τι, ώστε να καλλωπίσω και να αναβαστήξω το δικό μου βιβλίο;
Δεν κάθισα ούτε μια στιγμή να μελετήσω πως γράφεται ένα βιβλίο. Κάθισα όμως και κάτι μελέτησα επειδή έγραψα ένα βιβλίο, αν “κάτι μελετώ” σημαίνει να κορφολογείς και να πιάνεις σαν με τσιμπίδα από το κεφάλι ή από τα πόδια πότε έναν συγγραφέα, πότε έναν άλλον, όχι τόσο για να σχηματοποιήσω τις γνώμες μου – αφού τις έχω σχηματοποιήσει εδώ και πολύ καιρό – αλλά κυρίως για να τις συντρέξω, να τις υποβοηθήσω και να τις εξυπηρετήσω.
Ποιον όμως θα πιστέψουμε όταν μιλάει για τον εαυτό του σε εποχή τόσο σάπια, δεδομένου πως υπάρχουν λίγοι ή κανένας που να μπορούμε να πιστέψουμε όταν μιλάει για άλλους, όπου έχει λιγότερα να κερδίσει αν πει ψέμα; Το πρώτο στάδιο της διαφθοράς των ηθών είναι ο εξοστρακισμός της αλήθειας· γιατί όπως έλεγε ο Πίνδαρος, το να είσαι αληθινός αποτελεί την αρχή της μεγάλης αρετής και αυτό είναι το πρώτο άρθρο που ο Πλάτων απαιτεί για τον κυβερνήτη της Πολιτείας του. Η τωρινή μας αλήθεια δεν είναι αυτό που είναι, αλλά εκείνο που μπορεί να πείσει τους άλλους να δεχτούν πως είναι, όπως αποκαλούμε “χρήμα” όχι εκείνο μόνο που κυκλοφορεί νομίμως, αλλά και το κίβδηλο που έχει πέραση. Το έθνος μας είναι, εδώ και πολύ καιρό, αντικείμενο μομφής για αυτό το ελάττωμα· γιατί ο [Πρεσβύτερος] Σαλβιάνος ο Μασσαλιώτης, που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεντινιανού λέει πως το ψέμα και η επιορκία δεν είναι ελάττωμα για τους Γάλλους αλλά τρόπος ομιλίας. Όποιος θα ήθελε να πλειοδοτήσει επ’ αυτής της μαρτυρίας, θα μπορούσε να πει πως αυτός ο τρόπος είναι σήμερα αρετή για τους Γάλλους. Οι άνθρωποι εκπαιδεύουν και διαπλάθουν τους εαυτούς τους γι’ αυτό, λες να πρόκειται για έντιμη πρακτική: η προσποίηση είναι από τα πλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του αιώνα μας.
Έτσι, συχνά απασχόλησα τη σκέψη μου από πού μπορεί να γεννήθηκε αυτή η παράδοση που τηρούμε με τόση ευσυνειδησία, πάει να πει να αισθανόμαστε οξύτερα προσβεβλημένοι όταν μας μέμφονται για αυτό το ελάττωμα, που είναι το συνηθέστερο μεταξύ μας, παρά για όποιο άλλο, και γιατί η υπέρτατη λεκτική προσβολή που μπορεί να μας αποδοθεί, είναι η μομφή ότι ψευδόμαστε. Επί του προκειμένου, βρίσκω φυσικό να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας περισσότερο για τις ατέλειες με τις οποίες είμαστε περισσότερο κηλιδωμένοι. Φαίνεται πως αγανακτώντας για την κατηγορία και εξαγριώνοντας τον εαυτό μας, ξεφορτωνόμαστε κάπως την ενοχή: είμαστε πράγματι ένοχοι, αλλά τουλάχιστον την καταδικάζουμε για να τηρούνται τα προσχήματα.
Μήπως όμως την καταδικάζουμε επίσης επειδή αυτή η μομφή φαίνεται να υπονοεί τη δειλία και την ανανδρία; Υπάρχει άλλη πιο έκδηλη δειλία από το να παίρνεις πίσω το λόγο σου; Ακόμα χειρότερα, να παίρνεις πίσω αυτό που ξέρεις πως ισχύει;
Είναι χυδαίο ελάττωμα το ψέμα και ένας αρχαίος το ζωγραφίζει με πολύ ντροπιασμένα χρώματα, λέγοντας πως προσφέρει μαρτυρία περιφρόνησης του Θεού και ταυτοχρόνως φόβου των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατό να παρουσιάσει κανείς πληρέστερα τη φρίκη, την ευτέλεια και την ξεδιαντροπιά του. Γιατί μπορεί να φανταστεί κανείς τίποτα ευτελέστερο από το να είμαστε δειλοί έναντι των ανθρώπων και παλικαράδες έναντι του Θεού; Αφού η αμοιβαία κατανόηση δημιουργείται μόνο και μόνο μέσω των λέξεων, εκείνος που τις ψευτίζει, προδίδει την ανθρώπινη κοινωνία.
Οι λέξεις είναι το μοναδικό εργαλείο μέσω του οποίου οι θελήσεις και οι σκέψεις μας επικοινωνούν, είναι ο διερμηνέας της ψυχής μας. Αν μας λείπει, δεν κρατιόμαστε πια ο ένας από τον άλλο, δεν έχουμε πια γνώση ο ένας του άλλου. Αν μας εξαπατάει, σπάζει όλες μας τις σχέσεις και διαλύει όλα όσα συνδέουν την κοινωνία μας.
ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ, ΔΟΚΙΜΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου