131. ΚΟΛΟΙΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΙ [131.1] κολοιὸς ἰδὼν περιστερὰς ἔν τινι περιστεροτροφείῳ καλῶς τρεφομένας λευκάνας ἑαυτὸν ἧκεν ὡς τῆς αὐτῆς διαίτης μεταληψόμενος. αἱ δέ, μέχρι μὲν ἡσύχαζεν, οἰόμεναι περιστερὰν αὐτὸν εἶναι προσίεντο· ἐπειδὴ δέ ποτέ ἐκλαθόμενος ἐφθέγξατο, τηνικαῦτα γνωρίσασαι αὐτοῦ τὴν φωνὴν ἐξήλασαν αὐτόν. καὶ ὃς ἀποτυχὼν τῆς ἐνταῦθα τροφῆς ἐπανῆλθε πάλιν πρὸς τοὺς κολοιούς· κἀκεῖνοι οὐ γνωρίζοντες αὐτὸν διὰ τὸ χρῶμα τῆς μετ᾽ αὐτῶν διαίτης ἀπεῖρξαν αὐτόν. οὕτω δὲ δυοῖν ἐπιτυχεῖν ζητῶν οὐδὲ μιᾶς ἔτυχεν.
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῖς ἑαυτῶν ἀρκεῖσθαι λογιζομένους, ὅτι ἡ πλεονεξία πρὸς τῷ μηδὲν ὠφελεῖν καὶ τὰ προσόντα ἀφαιρεῖται.
132. ΚΟΙΛΙΑ ΚΑΙ ΠΟΔΕΣ
[132.1] κοιλία καὶ πόδες περὶ δυνάμεως ἤριζον. παρ᾽ ἕκαστα δὲ τῶν ποδῶν λεγόντων, ὅτι τοσοῦτον προέχουσι τῇ ἰσχύι ὡς καὶ αὐτὴν τὴν γαστέρα βαστάζειν, ἐκείνη ἀπεκρίνατο· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτοι, ἐὰν μὴ ἐγὼ τροφὴν προσλάβωμαι, οὐδὲ ὑμεῖς βαστάζειν δυνήσεσθε».
οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν στρατευμάτων μηδέν ἐστι τὸ πολὺ πλῆθος, ἐὰν μὴ οἱ στρατιῶται ἄριστα φρονῶσι.
133. ΚΟΛΟΙΟΣ ΦΥΓΑΣ
[133.1] κολοιόν τις συλλαβὼν καὶ δήσας αὐτοῦ τὸν πόδα λίνῳ τῷ ἑαυτοῦ παιδὶ ἔδωκεν. ὁ δὲ οὐχ ὑπομείνας τὴν μετὰ ἀνθρώπων δίαιταν ὡς πρὸς ὀλίγον ἀδείας ἔτυχε, φυγὼν ἧκε εἰς τὴν ἑαυτοῦ καλιάν. περιειληθέντος δὲ τοῦ δεσμοῦ τοῖς κλάδοις ἀναπτῆναι μὴ δυνάμενος, ἐπειδὴ ἀποθνῄσκειν ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δείλαιος, ὅστις τὴν παρὰ ἀνθρώπων δουλείαν μὴ ὑπομείνας ἔλαθον ἐμαυτὸν καὶ σωτηρίας στερήσας».
οὗτος ὁ λόγος ἁρμόσειεν ἂν ἐπ᾽ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες μετρίων ἑαυτοὺς κινδύνων ῥύσασθαι βουλόμενοι ἔλαθον εἰς μείζονα δεινὰ πεσόντες.
134. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΡΟΣ
[134.1] κύων εἴς τι μαγειρεῖον εἰσελθοῦσα τοῦ μαγείρου ἀσχολουμένου καρδίαν ἁρπάσασα ἔφυγεν. ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς ὡς ἐθεάσατο αὐτήν, ἔφη· «ἀλλ᾽, ὦ αὕτη, ὅπου ἂν ᾖς, φυλάξομαί σε. ‹οὐ γὰρ ἀπ᾽ ἐμοῦ καρδίαν εἴληφας, ἀλλ᾽ ἔμοιγε καρδίαν δέδωκας».›
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνονται.
135. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[135.1] κύων θηρευτικὸς λέοντα ἰδὼν τοῦτον ἐδίωκεν· ὡς δὲ ἐπιστραφεὶς ἐκεῖνος ἐβρυχήσατο, φοβηθεὶς εἰς τοὐπίσω ἔφυγεν. ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν ἔφη· «ὦ κακὴ κεφαλή, σὺ λέοντα ἐδίωκες, οὗ οὐδὲ τὸν βρυχηθμὸν ὑπέμεινας;»
ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾽ ἀνδρῶν αὐθάδων, οἳ κατὰ πολὺ δυνατωτέρων συκοφαντεῖν ἐπιχειροῦντες, ὅταν ἐκεῖνοι ἀντιστῶσιν, εὐθέως ἀναχαιτίζουσιν.
***
131. Η καλιακούδα και τα περιστέρια.
[131.1] Μια φορά η καλιακούδα παρακολουθούσε κάτι περιστέρια, που έμεναν σε κάποιον περιστερώνα και τρώγανε καλά. Μια και δυο, λοιπόν, βάφτηκε και η ίδια άσπρη και πήγε να ανακατευτεί μαζί τους, θαρρώντας πως έτσι θα περάσει και αυτή το ίδιο πλουσιοπάροχα. Και όσο κρατούσε τη γλώσσα της, βέβαια, τα περιστέρια νόμιζαν πως είναι και αυτή δικιά τους και την έκαναν παρέα. Μια μέρα, όμως, ξεχάστηκε και έβγαλε ένα κρώξιμο· τότε τα περιστέρια την αναγνώρισαν αμέσως από τη φωνή της και την πέταξαν έξω. Τί να κάνει λοιπόν η καλιακούδα; Αφού στερήθηκε μια και καλή τη δυνατότητα να καλοπερνάει εκεί πέρα, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω κοντά στις άλλες του είδους της. Έλα όμως που εκείνες δεν μπορούσαν να την αναγνωρίσουν λόγω του χρώματός της· γι᾽ αυτό την εμπόδισαν και αυτές να ζήσει ανάμεσά τους. Έτσι η καλιακούδα μας, εκεί που γύρευε να πετύχει δύο πράγματα, δεν κέρδισε κανένα τους.
Το ίδιο ισχύει βέβαια και για εμάς: Πρέπει να αρκούμαστε στα δικά μας και να θυμόμαστε ότι η απληστία όχι μόνο δεν μας ωφελεί καθόλου, αλλά απεναντίας μας στερεί κιόλας όσα έχουμε.
132. Η κοιλιά και τα πόδια.
[132.1] Μια φορά και έναν καιρό μάλωναν τα πόδια με την κοιλιά, ποιός είναι ο πιο δυνατός. Τα πόδια, που λέτε, αράδιαζαν διάφορα επιχειρήματα. Μεταξύ άλλων ισχυρίζονταν ότι είναι τόσο ανώτερα σε δύναμη που βαστάνε και την ίδια την κοιλιά. Εκείνη όμως τους αποκρίθηκε: «Τί λέτε, βρε ηλίθια; Γιά να σταματήσω εγώ να δέχομαι τροφή, και θα δούμε αν θα μπορείτε μετά να με βαστάξετε».
Έτσι συμβαίνει και με τον στρατό: Το μεγάλο πλήθος είναι τελείως άχρηστο, αν δεν έχουν μυαλό οι στρατιώτες.
133. Η καλιακούδα που δραπέτευσε.
[133.1] Ήταν μια καλιακούδα που κάποιος την αιχμαλώτισε. Αυτός, που λέτε, της έδεσε το ποδάρι με λινό σπάγκο και τη χάρισε στο παιδί του για παιχνίδι. Όμως η καλιακούδα δεν μπορούσε να αντέξει τη ζωή με τους ανθρώπους. Μόλις λοιπόν βρήκε για λίγο την ευκαιρία, ξέφυγε και πέταξε μακριά για την παλιά φωλιά της. Έλα όμως που ο σπάγκος στο πόδι της μπουρδουκλώθηκε ανάμεσα στα κλαδιά και δεν την άφηνε να πετάξει ψηλά. Τότε, καθώς τη ζύγωνε ο θάνατος, συλλογίστηκε από μέσα της: «Αχ βαριά μου μοίρα! Δεν άντεχα που δεν άντεχα να είμαι δούλα των ανθρώπων, μα να χάσω και τη σωτηρία μου έτσι από απροσεξία!».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για ορισμένο είδος ανθρώπων: εννοώ όσους πασχίζουν να γλιτώσουν από μικροκινδύνους και δίχως να το καταλάβουν πέφτουν σε πολύ μεγαλύτερα δεινά.
134. Η σκύλα και ο χασάπης.
[134.1] Ήταν μια σκύλα που τρύπωσε μέσα σε ένα χασάπικο, και καθώς ο μαγαζάτορας ήταν απασχολημένος, άρπαξε μια καρδιά και πήρε δρόμο. Πάνω στην ώρα, όμως, ο χασάπης γύρισε το κεφάλι του και την είδε, οπότε της φώναξε: «Βρε κοπρόσκυλο, όπου και να πας, εγώ θα σε παραφυλάω. ‹Τί θαρρείς; Κλέβοντας την καρδιά, το μόνο που κατάφερες είναι να σκληρύνεις τη δικιά μου».›
Το δίδαγμα του μύθου: Συχνά στους ανθρώπους το πάθημα τους γίνεται μάθημα.
135. Ο σκύλος και η αλεπού.
[135.1] Ήταν κάποτε ένα κυνηγόσκυλο που πήρε το μάτι του ένα λιοντάρι και βάλθηκε να το καταδιώκει. Ξάφνου όμως το λιοντάρι γύρισε προς το μέρος του διώκτη του και βρυχήθηκε, οπότε ο σκύλος έκανε έντρομος μεταβολή και το έβαλε στα πόδια. Τον είδε τότε η αλεπού και τον περιγέλασε: «Βρε χαμένο κορμί, τί πήρες από πίσω το λιοντάρι, άμα δεν μπορούσες να αντέξεις ούτε καν το μουγκρητό του;».
Ο μύθος αυτός μπορεί να ειπωθεί για θρασύδειλα υποκείμενα, που έχουν την αναίδεια να συκοφαντούν ανθρώπους πολύ πιο ισχυρούς· πλην όμως όταν εκείνοι υψώσουν το ανάστημά τους, αμέσως οι θρασύδειλοι βάζουν την ουρά στα σκέλια.
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῖς ἑαυτῶν ἀρκεῖσθαι λογιζομένους, ὅτι ἡ πλεονεξία πρὸς τῷ μηδὲν ὠφελεῖν καὶ τὰ προσόντα ἀφαιρεῖται.
132. ΚΟΙΛΙΑ ΚΑΙ ΠΟΔΕΣ
[132.1] κοιλία καὶ πόδες περὶ δυνάμεως ἤριζον. παρ᾽ ἕκαστα δὲ τῶν ποδῶν λεγόντων, ὅτι τοσοῦτον προέχουσι τῇ ἰσχύι ὡς καὶ αὐτὴν τὴν γαστέρα βαστάζειν, ἐκείνη ἀπεκρίνατο· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτοι, ἐὰν μὴ ἐγὼ τροφὴν προσλάβωμαι, οὐδὲ ὑμεῖς βαστάζειν δυνήσεσθε».
οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν στρατευμάτων μηδέν ἐστι τὸ πολὺ πλῆθος, ἐὰν μὴ οἱ στρατιῶται ἄριστα φρονῶσι.
133. ΚΟΛΟΙΟΣ ΦΥΓΑΣ
[133.1] κολοιόν τις συλλαβὼν καὶ δήσας αὐτοῦ τὸν πόδα λίνῳ τῷ ἑαυτοῦ παιδὶ ἔδωκεν. ὁ δὲ οὐχ ὑπομείνας τὴν μετὰ ἀνθρώπων δίαιταν ὡς πρὸς ὀλίγον ἀδείας ἔτυχε, φυγὼν ἧκε εἰς τὴν ἑαυτοῦ καλιάν. περιειληθέντος δὲ τοῦ δεσμοῦ τοῖς κλάδοις ἀναπτῆναι μὴ δυνάμενος, ἐπειδὴ ἀποθνῄσκειν ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δείλαιος, ὅστις τὴν παρὰ ἀνθρώπων δουλείαν μὴ ὑπομείνας ἔλαθον ἐμαυτὸν καὶ σωτηρίας στερήσας».
οὗτος ὁ λόγος ἁρμόσειεν ἂν ἐπ᾽ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες μετρίων ἑαυτοὺς κινδύνων ῥύσασθαι βουλόμενοι ἔλαθον εἰς μείζονα δεινὰ πεσόντες.
134. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΡΟΣ
[134.1] κύων εἴς τι μαγειρεῖον εἰσελθοῦσα τοῦ μαγείρου ἀσχολουμένου καρδίαν ἁρπάσασα ἔφυγεν. ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς ὡς ἐθεάσατο αὐτήν, ἔφη· «ἀλλ᾽, ὦ αὕτη, ὅπου ἂν ᾖς, φυλάξομαί σε. ‹οὐ γὰρ ἀπ᾽ ἐμοῦ καρδίαν εἴληφας, ἀλλ᾽ ἔμοιγε καρδίαν δέδωκας».›
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνονται.
135. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[135.1] κύων θηρευτικὸς λέοντα ἰδὼν τοῦτον ἐδίωκεν· ὡς δὲ ἐπιστραφεὶς ἐκεῖνος ἐβρυχήσατο, φοβηθεὶς εἰς τοὐπίσω ἔφυγεν. ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν ἔφη· «ὦ κακὴ κεφαλή, σὺ λέοντα ἐδίωκες, οὗ οὐδὲ τὸν βρυχηθμὸν ὑπέμεινας;»
ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾽ ἀνδρῶν αὐθάδων, οἳ κατὰ πολὺ δυνατωτέρων συκοφαντεῖν ἐπιχειροῦντες, ὅταν ἐκεῖνοι ἀντιστῶσιν, εὐθέως ἀναχαιτίζουσιν.
***
131. Η καλιακούδα και τα περιστέρια.
[131.1] Μια φορά η καλιακούδα παρακολουθούσε κάτι περιστέρια, που έμεναν σε κάποιον περιστερώνα και τρώγανε καλά. Μια και δυο, λοιπόν, βάφτηκε και η ίδια άσπρη και πήγε να ανακατευτεί μαζί τους, θαρρώντας πως έτσι θα περάσει και αυτή το ίδιο πλουσιοπάροχα. Και όσο κρατούσε τη γλώσσα της, βέβαια, τα περιστέρια νόμιζαν πως είναι και αυτή δικιά τους και την έκαναν παρέα. Μια μέρα, όμως, ξεχάστηκε και έβγαλε ένα κρώξιμο· τότε τα περιστέρια την αναγνώρισαν αμέσως από τη φωνή της και την πέταξαν έξω. Τί να κάνει λοιπόν η καλιακούδα; Αφού στερήθηκε μια και καλή τη δυνατότητα να καλοπερνάει εκεί πέρα, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω κοντά στις άλλες του είδους της. Έλα όμως που εκείνες δεν μπορούσαν να την αναγνωρίσουν λόγω του χρώματός της· γι᾽ αυτό την εμπόδισαν και αυτές να ζήσει ανάμεσά τους. Έτσι η καλιακούδα μας, εκεί που γύρευε να πετύχει δύο πράγματα, δεν κέρδισε κανένα τους.
Το ίδιο ισχύει βέβαια και για εμάς: Πρέπει να αρκούμαστε στα δικά μας και να θυμόμαστε ότι η απληστία όχι μόνο δεν μας ωφελεί καθόλου, αλλά απεναντίας μας στερεί κιόλας όσα έχουμε.
132. Η κοιλιά και τα πόδια.
[132.1] Μια φορά και έναν καιρό μάλωναν τα πόδια με την κοιλιά, ποιός είναι ο πιο δυνατός. Τα πόδια, που λέτε, αράδιαζαν διάφορα επιχειρήματα. Μεταξύ άλλων ισχυρίζονταν ότι είναι τόσο ανώτερα σε δύναμη που βαστάνε και την ίδια την κοιλιά. Εκείνη όμως τους αποκρίθηκε: «Τί λέτε, βρε ηλίθια; Γιά να σταματήσω εγώ να δέχομαι τροφή, και θα δούμε αν θα μπορείτε μετά να με βαστάξετε».
Έτσι συμβαίνει και με τον στρατό: Το μεγάλο πλήθος είναι τελείως άχρηστο, αν δεν έχουν μυαλό οι στρατιώτες.
133. Η καλιακούδα που δραπέτευσε.
[133.1] Ήταν μια καλιακούδα που κάποιος την αιχμαλώτισε. Αυτός, που λέτε, της έδεσε το ποδάρι με λινό σπάγκο και τη χάρισε στο παιδί του για παιχνίδι. Όμως η καλιακούδα δεν μπορούσε να αντέξει τη ζωή με τους ανθρώπους. Μόλις λοιπόν βρήκε για λίγο την ευκαιρία, ξέφυγε και πέταξε μακριά για την παλιά φωλιά της. Έλα όμως που ο σπάγκος στο πόδι της μπουρδουκλώθηκε ανάμεσα στα κλαδιά και δεν την άφηνε να πετάξει ψηλά. Τότε, καθώς τη ζύγωνε ο θάνατος, συλλογίστηκε από μέσα της: «Αχ βαριά μου μοίρα! Δεν άντεχα που δεν άντεχα να είμαι δούλα των ανθρώπων, μα να χάσω και τη σωτηρία μου έτσι από απροσεξία!».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για ορισμένο είδος ανθρώπων: εννοώ όσους πασχίζουν να γλιτώσουν από μικροκινδύνους και δίχως να το καταλάβουν πέφτουν σε πολύ μεγαλύτερα δεινά.
134. Η σκύλα και ο χασάπης.
[134.1] Ήταν μια σκύλα που τρύπωσε μέσα σε ένα χασάπικο, και καθώς ο μαγαζάτορας ήταν απασχολημένος, άρπαξε μια καρδιά και πήρε δρόμο. Πάνω στην ώρα, όμως, ο χασάπης γύρισε το κεφάλι του και την είδε, οπότε της φώναξε: «Βρε κοπρόσκυλο, όπου και να πας, εγώ θα σε παραφυλάω. ‹Τί θαρρείς; Κλέβοντας την καρδιά, το μόνο που κατάφερες είναι να σκληρύνεις τη δικιά μου».›
Το δίδαγμα του μύθου: Συχνά στους ανθρώπους το πάθημα τους γίνεται μάθημα.
135. Ο σκύλος και η αλεπού.
[135.1] Ήταν κάποτε ένα κυνηγόσκυλο που πήρε το μάτι του ένα λιοντάρι και βάλθηκε να το καταδιώκει. Ξάφνου όμως το λιοντάρι γύρισε προς το μέρος του διώκτη του και βρυχήθηκε, οπότε ο σκύλος έκανε έντρομος μεταβολή και το έβαλε στα πόδια. Τον είδε τότε η αλεπού και τον περιγέλασε: «Βρε χαμένο κορμί, τί πήρες από πίσω το λιοντάρι, άμα δεν μπορούσες να αντέξεις ούτε καν το μουγκρητό του;».
Ο μύθος αυτός μπορεί να ειπωθεί για θρασύδειλα υποκείμενα, που έχουν την αναίδεια να συκοφαντούν ανθρώπους πολύ πιο ισχυρούς· πλην όμως όταν εκείνοι υψώσουν το ανάστημά τους, αμέσως οι θρασύδειλοι βάζουν την ουρά στα σκέλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου