Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ – που είναι συνάμα και η γοητεία της-, είναι η ισορροπία μεταξύ συνέχειας και αλλαγής. Οι άθλοι τ
ης προσωκρατικής περιόδου της ελληνικής σκέψης, όπως και τα επιτεύγματα που είχε να επιδείξει ο τέταρτος αιώνας (προπάντων το έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη), ουδέποτε βρέθηκαν μακριά από το ενδιαφέρον των μεγάλων στοχαστών της ελληνιστικής εποχής. Κάθε τόσο ανακαλύπτουμε αδιάσειστες μαρτυρίες ότι ο Επίκουρος, ο Ζήνων και οι άλλοι εργάζονταν πάνω σε προβλήματα που έθεσαν οι προκάτοχοί τους, και έβρισκαν τα εννοιολογικά εργαλεία τους στις ιδέες των προηγούμενων φιλοσόφων. Εντούτοις η πρωτοτυπία τους παραμένει αδιαμφισβήτητη. Μετά από τις φιλότιμες διερευνήσεις του ιδεαλισμού του Πλάτωνα και της εργώδους αναθεώρησης της πλατωνικής σκέψης από τον Αριστοτέλη, οι Ελληνιστές φιλόσοφοι χάραξαν ένα καινούργιο μονοπάτι. Για να μπορέσουμε να περιγράψουμε αυτή την ισορροπία μεταξύ συνέχειας και αλλαγής, θα ήταν ίσως αποτελεσματικό να καταφύγουμε στο παραδοσιακό εκείνο δεκανίκι των ιστοριογράφων της φιλοσοφίας, τους -ισμούς.
Είναι πάντα επικίνδυνο να σχηματοποιούμε έτσι τις φιλοσοφικές ιδέες, στριμώχνοντάς τες κάτω από γενικές και επομένως παραπλανητικές ταμπέλες. Ελάχιστα φωτίζει τον πλούτο της σκέψης του Πλάτωνα, για παράδειγμα, το να την περιγράψουμε ως «μια μορφή ιδεαλισμού»’ με τίποτα δεν αναπληρώνει την εκ του σύνεγγυς μελέτη της ζωντανής ανάπτυξης του λόγου, που κάνει την θεωρία των Ιδεών να είναι αυτό που είναι. Όμως τέτοιες γενικεύσεις έχουν πράγματι ένα ρόλο να παίξουν, όταν χρειάζεται να δοθούν κατευθύνσεις στον μελετητή που θέλει να βρει τον προσανατολισμό του μέσα σε νέο υλικό. Έχοντας λοιπόν υπ’ όψη τις συστηματικές τάσεις της ίδιας της ελληνιστικής περιόδου, μπορούμε να πούμε ότι τρεις -ισμοί οριοθετούν καλύτερα την συνέχεια και την πρωτοτυπία της περιόδου εκείνης: υλισμός, εμπειρισμός, νατουραλισμός.
Αυτές οι τρεις ταμπέλες αντιστοιχούν στις τρεις υποδιαιρέσεις της φιλοσοφίας, όπως καθιερώθηκαν στον ελληνιστικό κόσμο: φυσική, λογική και ηθική. Πρώτος ο Ακαδημεικός Ξενοκράτης ισχυρίστηκε πως τούτη η τριμερής διαίρεση περιγράφει τη δομή της φιλοσοφίας με τον καλύτερο τρόπο. Η παραδοσιακή κατάταξη των έργων του Αριστοτέλη σε: Όργανον, Φυσικά, Μεταφυσικά και Ηθική/πολιτική φιλοσοφία (που ως παραρτήματα της είχε πρακτικά θέματα όπως η ποιητική και η ρητορική), οφείλεται τόσο στη συστηματικότητα του ίδιου του έργου του όσο και στις διαθέσεις των Περιπατητικών επιγόνων του που οργάνωσαν το αριστοτελικό corpus όπως το έχουμε σήμερα. Οι Στωικοί υιοθέτησαν την ξενοκράτεια διαίρεση, ενώ οι Επικούρειοι απάλειψαν την λογική εν ονόματι αυτού που ονόμαζαν «κανονική» (μελέτη της αισθητηριακής αντίληψης και της επιστημονικής μεθοδολογίας)· αρχικά υπέταξαν την κανονική στην φυσική’ όμως κατοπινά, Επικούρειοι και Περιπατητικοί υποχρεώθηκαν να δεχτούν την καθιερωμένη τριμερή διαίρεση. Οι Σκεπτικοί (τόσο οι Ακαδημεικοί όσο και οι Πυρρώνειοι), φυσικά δεν προώθησαν δικές τους θεωρίες, κι έτσι η διαίρεση της φιλοσοφίας δεν παίζει κανένα σοβαρό ρόλο ως προς το έργο τους’ όμως στην κριτική τους προς τους μη σκεπτικούς, τους οποίους ονόμαζαν «δογματικούς» (που σημαίνει «αυτούς που ασπάζονται συγκεκριμένες πεποιθήσεις»), οι Σκεπτικοί φυσικά ακολουθούσαν το οργανωτικό σχήμα των αντιπάλων τους. Αποτέλεσμα: ουσιαστικά, όλη η ελληνιστική φιλοσοφία μπορεί κατά ένα χρήσιμο τρόπο να διαιρεθεί σε Λογική (που συμπεριλαμβάνει επιστημολογία και μελέτη της ερευνητικής μεθόδου), Φυσική (όπου συμπεριλαμβάνεται η λεγάμενη «μεταφυσική» του Αριστοτέλη), και Ηθική (μια κατηγορία αρκετά ευρεία ώστε να αγκαλιάζει όλες τις λεγόμενες «πρακτικές επιστήμες», και ιδιαίτερα την πολιτική).
Για να επιστρέφουμε στους τρεις -ισμούς:
Η γενική τάση της ελληνιστικής φυσικής είναι καταφανώς ο υλισμός. η απόρριψη, με τη μία ή την άλλη μορφή της πίστης στην ύπαρξη ασώματων οντοτήτων. Η απόρριψη, φυσικά, δεν είναι απόλυτη· οι Επικούρειοι υποστήριζαν ότι υπάρχει το «κενόν»· ot Στωικοί βρήκαν ότι χρειάζονταν τέσσερα είδη ασώματης οντότητας: το κενό, τον χώρο, τον χρόνο και τα «λεκτά», ένα νέο ασώματο είδος, απαραίτητο για τη στωική φιλοσοφία του νου, τη θεωρία τους για τη γλώσσα και την ανάλυση της αιτιότητας. Τούτος ο πολλαπλασιασμός των ασωμάτων ίσως κάνει τον «υλισμό» να μοιάζει φτωχός ως όρος που, υποτίθεται, προσανατολίζει τον μελετητή της ελληνιστικής φυσικής και μεταφυσικής– όμως μια τέτοια εντύπωση θα ήταν εσφαλμένη – αν μη τι άλλο, οι ίδιοι οι Στωικοί όρισαν ρητά πως μόνο ενσώματες οντότητες υπάρχουν, και ότι τα ασώματα, αν και «υφίστανται» δεν είναι – υπό την αυστηρή έννοια της λέξης – υπαρκτά.
Έπειτα, στα κρίσιμα ζητήματα, Στωικοί και Επικούρειοι, συνειδητά και ηθελημένα, τοποθετούνταν ενάντια σε ό,τι εκλάμβαναν ως απόψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Τον τέταρτο αιώνα, κύριοι «εκπρόσωποι» της ασώματης κατάστασης ήταν οι Ιδέες (στη θεωρία του Πλάτωνα, ίσως και του Αριστοτέλη), το Κινούν Ακίνητον του Αριστοτέλη, και η ψυχή (ή νους). Και ακριβώς επειδή Στωικοί και Επικούρειοι απορρίπτουν την ιδέα ότι είναι άυλες αυτές οι οντότητες, δικαιούνται να ονομάζονται υλιστές.
Επικούρειοι και Στωικοί σταθερά και ψύχραιμα απέρριψαν την ασώματη κατάσταση των Ιδεών και της ψυχής. Άμεσες μαρτυρίες για την απόρριψη του Κινούντος Ακινήτου δεν υπάρχουν πολλές, όμως είναι σχεδόν βέβαιο πως αυτό είναι αποτέλεσμα της γενικότερης απόρριψης της θεωρίας αυτής ακόμα και από οπαδούς του Αριστοτέλη. Σε όλη την πορεία της μετα-αριστοτελικής φιλοσοφίας, η δογματική ένταξη ενός φιλοσόφου κρινόταν από τη θέση που έπαιρνε στο ζήτημα περί ασώματης Ιδέας και ψυχής – ήταν η Λυδία λίθος. Επομένως, η ολοκληρωτική απόρριψη της ασώματης ψυχής και των άυλων Μορφών από τις σχολές αυτές είναι ένα καθαρό σημάδι του «υλισμού» τους, με τη σημερινή έννοια της λέξης.
Αυτή ήταν η καινοτομία σε σχέση με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη -αν και πριν από τους Στωικούς και τους Επικούρειους υπήρξαν και αρκετοί άλλοι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν υλιστές. Αυτό που διακρίνει τις δύο σχολές από τους προκατόχους τους είναι, νομίζουμε, η συστηματικότητα με την οποία υπερασπίστηκαν τον υλισμό από την αντι-υλιστική επιχειρηματολογία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Ο εμπειρισμός των ελληνιστικών σχολών είναι πιο σύνθετος. Βεβαίως βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την επιστημολογία (γνωσιολογία) του Πλάτωνα· όμως, εξίσου ξεκάθαρα, αποτελεί εξέλιξη του – μάλλον διατακτικού και αβέβαιου – εμπειρισμού του Αριστοτέλη. Ο τελευταίος πίστευε, για να χρησιμοποιήσουμε την κοινότοπη φράση, πως «τίποτα δεν μπορεί να υπάρχει στο νου αν δεν έχει υπάρξει προηγουμένως στις αισθήσεις»’ όμως θεωρούσε επίσης πως, σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση αφηρημένων εννοιών, ο εμπειρισμός του παρέμενε ατελής χωρίς ένα απαραίτητο τελικό στάδιο κατά το οποίο θα προσδιοριστούν με επάρκεια και ακρίβεια οι επαγωγικά συναγόμενες έννοιες, ώστε να χρησιμεύσουν ως βασικές αρχές των επιστημών. Η εύλογη αυτή πεποίθηση, που δείχνει πως ο Αριστοτέλης είχε επίγνωση των περιορισμών από τους οποίους πάσχει η εμπειριοκρατική μέθοδος θεμελίωσης σταθερής και αδιαμφισβήτητης γνώσης, απορρίφθηκε από τις ελληνιστικές σχολές. Ο εμπειρισμός των τελευταίων, επομένως, είναι πολύ πιο αδιάλλακτος και πιο ευάλωτος στις επιθέσεις των Σκεπτικών. Μπαίνουμε στον πειρασμό να φανταστούμε πως τούτη η ακαμψία του ελληνιστικού εμπειρισμού υπήρξε ένας από τους παράγοντες που πυροδότησαν τον σκεπτικισμό.
Στην ηθική σκέψη, η συνέχεια των Ελληνιστών φιλοσόφων με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι ο «νατουραλισμός»: η πεποίθηση ότι μια ορθή σύλληψη περί του ευ ζην πρέπει να βασίζεται σε μια σαφή και ακριβή κατανόηση της φύσης του ανθρώπου. Τούτη η πεποίθηση θεωρείται δεδομένο πως ήδη επικρατούσε και στην προ-φιλοσοφική ελληνική ηθική, και πως εκφράστηκε με σαφήνεια και από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Στην ελληνική σκέψη ανέκαθεν η άποψη για την ανθρώπινη ψυχή και τις φυσικές λειτουργίες της ήταν στενά δεμένη με την ιδέα της ανωτερότητας των δραστηριοτήτων της. Και οι Επικούρειοι και οι Στωικοί όχι μόνο διατήρησαν αυτήν την ιδέα αλλά και την υποστήριξαν θεωρητικά με πολύ πιο συγκεκριμένη επιχειρηματολογία.
Οι απόψεις των ελληνιστικών σχολών για τη φύση της ανθρώπινης ψυχής σηματοδοτούν ακόμα μία πολύ σημαντική αντίθεση με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Και για να αποτολμήσουμε έναν ακόμα -ισμό, ας τις ονοματίσουμε σωκρατισμό του Επίκουρου και των Στωικών. Στους πρώιμους διαλόγους του Πλάτωνα, εκείνους που συμβατικά θεωρούμε πως εκφράζουν πολύ πιο ξεκάθαρα τις απόψεις του ίδιου του Σωκράτη, ο τελευταίος πιστεύει σοβαρά ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι θεμελιωδώς και αποκλειστικά μια λογική οντότητα. Για λόγους ηθικούς, στους πρώιμους διαλόγους εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι ο λόγος κυριαρχεί στη ζωή της ψυχής, σε τέτοιο βαθμό που οι έλλογες αποφάσεις για τον άριστο βίο καθορίζουν πλήρως την συμπεριφορά του ανθρώπου. Αυτή η άποψη απορρίφθηκε τελικά από τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη: και οι δύο επέμειναν πως υπάρχουν στην ψυχή επιθυμητικές δυνάμεις θεμελιωδώς ά-λογες, οι οποίες δρουν σχεδόν αυτόνομα, έστω κι αν επιδέχονται τον έλεγχο του λόγου. Ο αγώνας για τον άριστο βίο, επομένως, δεν ήταν απλά θέμα λογικής απόφασης για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος συμπεριφοράς και ζωής για τον άνθρωπο· η επιτυχία του εξαρτάται από την καθυπόταξη ή την εξημέρωση των άλογων μερών της ψυχής· αν δεν καταστούν υπάκουες στον ανθρώπινο λόγο, παρεμβαίνουν και αλλοιώνουν λογικές αποφάσεις και σχέδια. Πάντα υπάρχει απειλητική η προοπτική αυτού που ο Πλάτων ονόμαζε «εμφύλιος πόλεμος μες στην ψυχή».
Οι Επικούρειοι και οι ορθόδοξοι Στωικοί επανήλθαν στην άποψη του Σωκράτη: συνολικά η ανθρώπινη ψυχή είναι έλλογη, όλες οι επιθυμητικές καταστάσεις και δυνάμεις είναι κατά κάποιο τρόπο εκφράσεις πεποιθήσεων, επιλογών και αποφάσεων. Κατά συνέπεια, η αδύναμη βούληση, «ο εμφύλιος πόλεμος μες στην ψυχή», είναι κάτι το αδύνατο. Τα ηθικά σφάλματα, επομένως, είναι ακριβώς αυτό: λάθη του νου σχετικά με το τι συνιστά τον άριστο βίο. Τούτη είναι μια πολύ πιο αισιόδοξη άποψη για τη φύση της ανθρώπινης ζωής. Ο λόγος και μόνον ο λόγος είναι υπεύθυνος για την ευτυχία ή τη δυστυχία μας. Αυτή η κατά βάση σωκρατική πεποίθηση, η οποία ίσως να μην είναι σωστή, δεν χωρά αμφιβολία πως καθορίζει το γενικό χαρακτήρα της ελληνιστικής ηθικής σκέψης. Επαναλαμβάνεται συχνά πως Επικούρειοι και Στωικοί επιδίωκαν την ευδαιμονία του ανθρώπου μέσα από μια τυφλή άρνηση της σπουδαιότητας σημαντικών εξωτερικών περιστάσεων και συνθηκών, κι αυτό ως συνέπεια μιας γενικότερης απόγνωσης, που είχε να κάνει με την αδύναμη θέση του ατόμου στις νέες κοινωνικές συνθήκες της ελληνιστικής εποχής. Εμείς, ωστόσο, θεωρούμε πολύ πιθανότερο πως η αδιάλλακτη και ίσως υπερβολική έμφαση στην αυτονομία του ανθρώπινου λόγου όσον αφορά στην ευδαιμονία, είναι αποτέλεσμα ενός πολύ προσγειωμένου σωκρατισμού στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τη φύση της ανθρώπινης ψυχής.
ΟΙ ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ του ελληνιστικού κόσμου απέρριπταν κάθε απόπειρα εξήγησης του μη προφανούς μέσω του προφανούς (πράγμα που δεν είναι παρά μια γενικευμένη απόρριψη κάθε απόπειρας να εξηγηθεί το υλικό δια του μη υλικού). Και οι δύο σκεπτικισμοί, ο Ακαδημεικός και ο Πυρρώνειος, έστρεφαν τα πυρά τους ενάντια στις πρωτοπόρες δογματικές σχολές του καιρού τους, και πρώτα και κύρια ενάντια στους Στωικούς φυσικά, επιθέσεις δέχονταν και οι Επικούρειοι, και ο Σέξτος στα εκτενέστατα συγγράμματά του αφιερώνει αρκετό χώρο σε επιθέσεις ενάντια στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη αλλά και προγενέστερους. Όμως η ίδια η επιτυχία των ελληνιστικών δογματικών σχολών, που κατόρθωσαν να εκτοπίσουν από τη σκηνή τους γίγαντες του 4°υ αιώνα, ώθησε τους Σκεπτικούς και των δύο τάσεων να εστιάσουν πάνω στις θεωρίες των συγκαιρινών τους.
Παρά τη μεγάλη ομοιότητα μεταξύ των δύο Σκεπτικών σχολών που παρουσιάζονται στο βιβλίο, θα πρέπει να γίνει προσεκτική διάκριση. Οι Ακαδημεικοί, που στράφηκαν στο σκεπτικισμό την εποχή που διευθυντής της Ακαδημίας ήταν ο Αρκεσίλαος (στις αρχές του 3ου αι. π.Χ.), είχαν ως κύρια πηγή έμπνευσης τον Σωκράτη. Για τον Αρκεσίλαο και τον Καρνεάδη (που ήταν και ο σημαντικότερος διάδοχός του), το πνεύμα του σωκρατισμού θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια την ανατρεπτική πρακτική του Σωκράτη. Η προσπάθειά του να υποβάλει σε έλεγχο τις κάθε λογής πεποιθήσεις των συνομιλητών του και ο τρόπος που τις ανασκεύαζε, έδωσαν έμπνευση στους Ακαδημεικούς, οι οποίοι έκτοτε επιδόθηκαν στην αναζήτηση της απόλυτης πνευματικής καθαρότητας με όπλο την επιχειρηματολογία ενάντια στα κύρια φιλοσοφικά δόγματα του καιρού τους. Η διαλεκτική δύναμη ενός Αρκεσίλαου και ενός Καρνεάδη έβρισκε διέξοδο αποκλειστικά μέσα από τον προφορικό λόγο· όπως και ο Σωκράτης, κανείς από τους δυο δεν καταπιάστηκε με τη συγγραφή έργων -θαρρείς και η ίδια η πράξη του παγώματος του ζωντανού διαλόγου σε γραπτή μορφή θα πρόδιδε τον διαλεκτικό του χαρακτήρα. Όλη αυτή η δραστηριότητα εξασκούνταν προς χάριν του εαυτού της· όσοι αναφέρονται στους Ακαδημεικούς σκεπτικούς αφήνουν να εννοηθεί ότι πιστεύουν πως οι τελευταίοι δεν ενδιαφέρονταν για κανένα σκοπό πέρα από την άσκηση της διαλεκτικής. Δεν είναι διόλου ξεκάθαρο αν οι Ακαδημεικοί στην πραγματικότητα έκρυβαν κάποιο μυστηριώδη ηθικό ή μεταφυσικό σκοπό πίσω από την ανατρεπτική τους δραστηριότητα. Φυσικά, στον υπόλοιπο κόσμο δεν εμφάνιζαν παρά το αινιγματικό πρόσωπο διαλεκτικών έτοιμων να επιχειρηματολογήσουν υπέρ ή κατά οποιασδήποτε δεδομένης θέσης. Μ’ αυτή την πρακτική τους βοήθησαν να αποκαλυφθούν οι λανθάνουσες αδυναμίες του δογματισμού των άλλων ελληνιστικών σχολών και τις υποχρέωσαν να ενισχύσουν τις θεωρίες τους με πιο ακριβή επιχειρηματολογία και πιο προσεκτικές διατυπώσεις. Το λεπτό παιχνίδι ανάμεσα στη δογματική θεωρητικολογία και στον διαλεκτικό έλεγχο -παλιό όσο και η ελληνική φιλοσοφία-, ζει και βασιλεύει στον ελληνιστικό κόσμο.
Με τον Πυρρώνειο σκεπτικισμό τα πράγματα διαφέρουν κατά ένα πολύ σημαντικό τρόπο. Ο Πυρρωνισμός όπως τον γνωρίζουμε ξεκίνησε, καταπώς φαίνεται, τον πρώτο αιώνα π.Χ., με τον Αινησίδημο, έναν Ακαδημεικό που αντέδρασε στον αυξανόμενο δογματισμό της ίδιας του της σχολής. (Υπέρμαχος και εκφραστής της νέας εκείνης ακαδημεικής τάσης ήταν ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης). Για να καταδείξουν τον ανανεωμένο χαρακτήρα του σκεπτικισμού τους, οι Πυρρωνιστές στράφηκαν έξω από την σωκρατική/ακαδημεική παράδοση προς ανεύρεση του αρχαίου «ιδρυτή», τον οποίο κάθε σχολή ευχόταν να έχει ώστε να διαθέτει κύρος. Στην περίπτωση αυτή, ο ιδρυτής που επιλέχθηκε ήταν ο Πύρρων από την Ηλεία, μια θολή φυσιογνωμία του τέταρτου αιώνα. Η ζωή και η σκέψη του Πύρρωνα εξακολουθούν να παραμένουν ένα μυστήριο· ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, και οι μόνες πηγές μας για τη δράση του είναι οι ύστεροι Πυρρωνιστές και ο διανοούμενος σατιρικός Τίμων ο Φλιάσιος, συγκαιρινός του Πύρρωνα και νεώτερός του, ποιήματα του οποίου σώζονται σε αποσπασματική μορφή. Όσο βέβαιο είναι ότι ο Πύρρων υπήρξε ένας Σκεπτικός, άλλο τόσο είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ο ακριβής χαρακτήρας και η πρακτική διάσταση του σκεπτικισμού του. Όμως αυτό που είναι ξεκάθαρο, είναι ότι οι ύστεροι Πυρρωνιστές διέφεραν σημαντικά από τους Ακαδημεικούς σκεπτικούς: η σκεπτική τους δραστηριότητα είχε έναν σαφή ηθικό στόχο. Ο χαλκέντερος και πολυγραφότατος γιατρός Σέξτος Εμπειρικός – η κύρια πηγή μας για τον Πυρρωνισμό όλων των εποχών -, ξεκαθαρίζει ότι σκοπός του σκεπτικισμού είναι η ελευθερία από κάθε ψυχική ταραχή. Κι έτσι το κίνητρο για τη διαφύλαξη της ελευθερίας από τα δογματικά δεσμά έγινε πολύ πιο σαφές απ’ ό,τι ήταν για τους Ακαδημεικούς. Και ίσως μια από τις συνέπειες αυτού είναι η – ουσιωδώς διαφορετική από των Ακαδημεικών – επιστημολογική στάση των Πυρρώνειων σκεπτικών. Παύει να είναι απλώς η άρνηση κάθε συγκατάθεσης– ο νους του Σκεπτικού ισορροπεί προσεκτικά πάνω στις λογικά ισοδύναμες όμως αντιτιθέμενες απόψεις -και εδώ βρίσκεται το κλειδί της ψυχικής αταραξίας του Πυρρώνειου σκεπτικού.
Η ανάπτυξη της φιλοσοφίας στην ελληνιστική περίοδο είναι ένα θέμα μεγάλης ιστορικής σπουδαιότητας· όμως τελικά θα πρέπει επίσης να σχηματίσουμε μια άποψη για τη φιλοσοφική της αξία’ και αυτό αναπόφευκτα θα εξαρτηθεί από το πώς θα κρίνουμε τη σχέση ανάμεσα στην ελληνιστική και στην κλασική ελληνική φιλοσοφία, και από το πώς θα αποτιμήσουμε τα προτερήματα της συνέχειας και των καινοτομιών της.