Η θεωρία της θεϊκής καταγωγής του Αλεξάνδρου είχε αρχικά διατυπωθεί από τη μητέρα του, την Ολυμπιάδα, πριν ακόμη τον συλλάβει, η οποία είχε αναφέρει ότι κάποιο βράδυ, κατά την προετοιμασία του γάμου της και πριν κοιμηθεί για πρώτη φορά με τον Φίλιππο, είδε ένα όνειρο. Σε αυτό άκουσε πρώτα μία βροντή, μετά έπεσε στην κοιλιά της ένας κεραυνός και ξέσπασε σε φλόγες, που έσβησαν διασκορπιζόμενες στο χώρο. Εφόσον αυτή είναι αυθεντική διήγηση της Ολυμπιάδας και δεν της αποδόθηκε εκ των υστέρων, είναι σαφής η επιδίωξή της. Το παιδί, που θα έφερνε στον κόσμο ανήκε στον θεό, που είχε χαρακτηριστικά την βροντή και τον κεραυνό, δηλαδή τον Δία και όχι στον θνητό σύζυγό της.
Ο Φίλιππος όμως ήδη είχε ένα νόθο γιο και για διάδοχο στο θρόνο χρειαζόταν ένα γνήσιο δικό του άρρεν τέκνο. Δεν χρειαζόταν ένα τέκνο της συζύγου του, έστω από κάποιον θεό, ούτε κόρη του Δία χρειαζόταν, που οι απόγονοί της θα μπορούσαν να απειλήσουν την ανδρική γραμμή διαδοχής των Αργεαδών, οι οποίοι κατάγονταν από τον Ηρακλή. «Ωθήθηκε» λοιπόν να δει ένα όνειρο, που διόρθωνε εκείνο της Ολυμπιάδας. Σύμφωνα με αυτό είδε ότι έβαλε στην κοιλιά της την σφραγίδα του, που είχε σχήμα λέοντα. Κατόπιν ο μάντης Αρίστανδρος γνωμάτευσε ότι ουδεμία σφραγίδα αποτυπώνεται επάνω σε κάτι κενό, άρα το όνειρο αποδείκνυε ότι η Ολυμπιάδα θα έμενε έγκυος από τον Φίλιππο και ότι το παιδί θα είχε χαρακτήρα λιονταριού. Έτσι ο Φίλιππος «έσβησε τις φωτιές» που παραλίγο να του ανάψει η Ολυμπιάδα με τους κεραυνούς του Δία.
Είκοσι χρόνια αργότερα, λίγο πριν επιτεθεί κατά των Περσών, την ημέρα της δολοφονίας του, ο Φίλιππος διέπραξε βλασφημία. Συγκεκριμένα στις τελετές για τον γάμο της κόρης του στο θέατρο των Αιγών, ενώπιον όλων των Μακεδόνων και των επισήμων αντιπροσωπειών από όλα σχεδόν τα Ελληνικά κράτη, παρέλασε πομπή αποτελούμενη από τα δώδεκα αγάλματα των θεών του Ολύμπου και πίσω τους ακολουθούσε ένα δέκατο τρίτο θεοπρεπές άγαλμα του ιδίου, που τον παρουσίαζε σύνθρονο των θεών. Γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη ότι και ο Φίλιππος είχε αποφασίσει την θεοποίησή του. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Φίλιππος είχε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την κατάκτηση και κατοχή της Ασίας και ότι η απόκτηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος και η ίδρυση του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων ήταν απλώς τα πρώτα βήματα για την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, που τελικά υλοποίησε ο Αλέξανδρος.
Το σύστημα, που εφάρμοζαν οι Πέρσες για τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, ήταν απόλυτα επιτυχημένο και όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν αυτό που τους οδήγησε στην ήττα. Ένα από τα στοιχεία της επιτυχημένης διοίκησης των Περσών ήταν και ο βασιλέας – θεός. Στους ήδη αρχαίους πολιτισμούς της Ασίας, ο βασιλέας ήταν θεός. Όταν τους κατέκτησαν οι Πέρσες, ανακήρυξαν κι εκείνοι τον βασιλέα τους θεό και διατήρησαν την εξουσία τους σ’ αυτούς τους λαούς μέχρι την εισβολή του Αλεξάνδρου. Δεν υπήρχε λόγος για πειραματισμούς και πράγματι ο Αλέξανδρος υλοποιώντας τα σχέδια του πατέρα του διατήρησε τον Περσικό τρόπο διοίκησης στο σύνολό του.
Στην αρχαία Ελλάδα οι βασιλείς και ευγενείς ανήγαν την καταγωγή τους σε θεούς, ημίθεους και ήρωες. Υπήρχαν μάντεις και προφήτες, που ήταν σε επαφή με τους θεούς, αλλά όποιος ισχυριζόταν ότι ήταν θεός, ήταν είτε βλάσφημος είτε ψυχοπαθής. Οι Έλληνες γνώριζαν ότι η θεοποίηση αποτελούσε απλώς εργαλείο διοίκησης των βαρβάρων, αλλά δεν ήταν δυνατόν να συγχωρήσουν όποιους υιοθετούσαν βαρβαρικά έθιμα και πολύ περισσότερο δεν ήταν δυνατόν να τα εφαρμόσουν οι ίδιοι. Παρόλα αυτά ο Αλέξανδρος προσπάθησε να τους πείσει επιστρατεύοντας μία σειρά από ανθρώπους του πνεύματος και της διανόησης. Ο σημαντικότερος εξ’ αυτών, ο υπερόπτης και προκλητικός σοφιστής Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης, δεν περιορίστηκε σε ρόλο συμβούλου επικοινωνίας, αλλά παρακινούσε τον Αλέξανδρο να προκαλεί τρόμο στους φίλους του, κάτι που εφάρμοσε στην περίπτωση του Κλείτου.
Σημαντικότερος αντίπαλος του Ανάξαρχου ήταν ο φιλόσοφος Καλλισθένης ο Ολύνθιος. Ανήκε κι αυτός στην ακολουθία του Αλεξάνδρου και είχε χαρακτήρα ευθύ και ειλικρινή. Ίσως γι’ αυτό ήταν και ο μόνος, που είχε το θάρρος να πει κατά πρόσωπο στον Αλέξανδρο εκείνα, με τα οποία αγανακτούσαν οι επιφανέστεροι και πιο ηλικιωμένοι Μακεδόνες. Φέρεται ότι είχε επίγνωση της δύναμής του ως διαπιστευμένος ιστοριογράφος της εκστρατείας, δύναμη που είχαν άλλωστε όλοι οι ιστορικοί, χρονικογράφοι. Κόμπαζε λοιπόν ότι από εκείνον και τα συγγράμματά του εξαρτώνται ο Αλέξανδρος και τα έργα του και ότι δεν θα δοξαζόταν εκείνος από τον Αλέξανδρο, αλλά ο Αλέξανδρος θα δοξαζόταν από τον Καλλισθένη. Ισχυριζόταν ακόμη ότι τα σχετικά με τη θεϊκή υπόσταση του Αλεξάνδρου θα γίνονταν γνωστά στους ανθρώπους από τα δικά του συγγράμματα και όχι τα ψέμματα της Ολυμπιάδας. Δηλαδή έλεγε ότι εκείνος ήταν καλύτερος προπαγανδιστής (επικοινωνιολόγος) από την Ολυμπιάδα και αν κρίνουμε από το σχόλιό του για τον Παρμενίωνα στη μάχη των Γαυγαμήλων, δεν χωρεί αμφιβολία ότι όντως ήταν.
Σε κάποιο συμπόσιο (μάλλον τον χειμώνα του 328-327 π.Χ.) ο Αλέξανδρος συμφώνησε με τις κολακείες των επιφανών Μήδων – Περσών και των διαφόρων Ελλήνων αυλοκολάκων να τον προσκυνούν, ή (ακριβέστερα) αποδέχθηκε την πρόταση, που είχε αναθέσει να του υποβάλουν οι αυλοκόλακες. Ο απερίγραπτος Ανάξαρχος επιχειρηματολόγησε ότι ήταν δικαιότερο να θεωρείται θεός ο Αλέξανδρος παρά ο Διόνυσος και ο Ηρακλής και ότι ήταν σωστό να του αποδίδουν οι Μακεδόνες θεϊκές τιμές. Ακόμη, ήταν απόλυτα βέβαιος ότι θα το έπρατταν μετά το θάνατό του, γι’ αυτό πρότεινε να τις αποδίδουν στον Αλέξανδρο εν ζωή, ώστε να τις απολαμβάνει.
Οι αυλοκόλακες χάρηκαν με τη φιλοσοφική... τεκμηρίωση, που τους προσέφερε ο Ανάξαρχος και θέλησαν να αρχίσουν αμέσως την προσκύνηση. Τότε παρενέβη ο Καλλισθένης και απευθυνόμενος στον Ανάξαρχο, θύμισε σε όλους ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις τιμές, που προβλέπονταν για τους θεούς και σ’ εκείνες που προβλέπονταν για τους ήρωες και τους ανθρώπους. Για τους θεούς προβλέπονταν οι ύμνοι και η προσκύνηση, ενώ για τους ανθρώπους οι έπαινοι και ο ασπασμός. Οι θεοί θα οργίζονταν με τον Αλέξανδρο, αν αποδεχόταν θεϊκές τιμές, όπως θα οργιζόταν και ο Αλέξανδρος, αν κάποιος ιδιώτης αποδεχόταν βασιλικές τιμές.
Όσα είπε ο Ανάξαρχος, ο Καλλισθένης τα έβρισκε κατάλληλα για τον Καμβύση, τον Ξέρξη, ή άλλους βάρβαρους βασιλείς, όχι όμως για τον Αλέξανδρο, που καταγόταν από τον Ηρακλή και τον Αιακό και οι πρόγονοί του πήγαν στη Μακεδονία από το Άργος, για να κυβερνήσουν όχι με τη βία, αλλά με τον νόμο. Αυτόν ακριβώς τον νόμο ζητούσε ο Καλλισθένης από τον Αλέξανδρο να σεβαστεί, διότι ακόμη κι ο Ηρακλής δεν τιμήθηκε ως θεός όσο ζούσε, αλλά μετά το θάνατό του και μετά από έγκριση του μαντείου των Δελφών. Αυτό το τελευταίο γεγονός κατεδείκνυε στον Αλέξανδρο τις δυσκολίες, που θα είχε με όλους τους Έλληνες.
Ο Καλλισθένης δεν δίστασε να στραφεί ευθέως στον Αλέξανδρο και να του τονίσει ότι, αν επέμενε στην εν ζωή αποθέωσή του, θα ατίμαζε τους Μακεδόνες στα μάτια των άλλων Ελλήνων. Αν ήταν ανάγκη να υιοθετήσουν τα βαρβαρικά έθιμα, επειδή έπρεπε να κυβερνήσουν βαρβάρους, του πρότεινε ως εναλλακτική λύση να διαχωρίσει τις τιμές και να τιμάται Ελληνικά, δηλαδή ως άνθρωπος, από τους Έλληνες και βαρβαρικά, δηλαδή ως θεός, από τους βαρβάρους. Αυτή η εναλλακτική ήταν συμβατή με την Ελληνική νοοτροπία, που περιφρονούσε τους βαρβάρους, αφού ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμβούλευε τον Αλέξανδρο να τους φέρεται όπως σε φυτά, ή ζώα.
Ωστόσο ο Καλλισθένης αμφισβήτησε την αξία ενός βασιλέα – θεού ως μέσο διοίκησης ακόμη και των βαρβάρων, διότι δεν βοήθησε πραγματικά τους βασιλείς, που είχαν θεοποιηθεί και προς τούτο παρέθεσε μερικά παραδείγματα: Ο Κύρος του Καμβύση είχε καθιερώσει την προσκύνηση των Περσών βασιλέων και ενώ είχε θεωρηθεί θεός, τον νίκησαν και τον ταπείνωσαν οι Σκύθες, που ήσαν φτωχοί άνθρωποι αλλά με ελεύθερο φρόνημα. Τον Μέγα βασιλέα και θεό Ξέρξη, όταν εισέβαλε στην Ελλάδα, τον νίκησαν και τον ταπείνωσαν οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι. Ο Κλέαρχος και ο Ξενοφών με τους Μύριους νίκησαν και ταπείνωσαν τον Μέγα βασιλέα και θεό Αρταξέρξη και πάνω απ’ όλα, τον Μέγα βασιλέα και θεό Δαρείο τον συνέτριψε ολοκληρωτικά ένας Αλέξανδρος, που δεν τον προσκυνούσαν.
Ο Καλλισθένης με την επιχειρηματολογία του ικανοποίησε τους Μακεδόνες και δυσαρέστησε τον Αλέξανδρο, που αναγκάσθηκε να τους διαμηνύσει ότι παραιτήθηκε από την απαίτηση να τον προσκυνούν. Οι Πέρσες όμως της Αυλής δεν είχαν φιλοσοφικές αντιρρήσεις για την προσκύνηση, αντίθετα είχαν συμφέρον να κολακεύουν τον Αλέξανδρο και σε απάντηση προς τα επιχειρήματα του Καλλισθένη, άρχισαν ένας – ένας να προσκυνούν τον καινούργιο βασιλέα – θεό.
Μετά απ’ αυτό κάθε συμπόσιο και δημόσια συνάθροιση αποτελούσαν πλέον πεδίο αντιπαράθεσης. Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να εδραιώσει την πολιτική παντοδυναμία του επιβάλλοντας την προσκύνηση στους Μακεδόνες, οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα και να απορρίψουν την προσκύνηση, ενώ οι Πέρσες προσέφεραν πρόθυμα την οικεία σ’ αυτούς προσκύνηση, ελπίζοντας να αποσπάσουν μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας ή να προκαλέσουν ρήξη του βασιλιά με τους ομοεθνείς του. Αναφέρεται ακόμη μία χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση.
Σύμφωνα με τον Αρριανό ο Λεοννάτος χλεύασε ως ταπεινή κίνηση την προσκύνηση ενός Πέρση ευγενούς και προκάλεσε την (ευτυχώς) παροδική οργή του Αλεξάνδρου. Κατά τον Κούρτιο δεν ήταν ο Λεοννάτος, αλλά ο Πολυπέρχων και ακολούθησε σοβαρό επεισόδιο. Ο Αλέξανδρος εξοργισμένος τον έριξε κάτω και καθώς ο Πολυπέρχων ήταν πεσμένος μπρούμυτα, τον χλεύασε ότι τελικά δεν απέφυγε την προσκύνηση. Στη συνέχεια διέταξε να τον συλλάβουν (τον απελευθέρωσε πολύ αργότερα) και διέλυσε το συμπόσιο, στο οποίο ο Κούρτιος τοποθετεί όλα όσα οι Έλληνες ιστορικοί παραδίδουν ως γεγονότα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Φαίνεται πως με τα επιχειρήματα του Καλλισθένη ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε το πρόβλημα, που θα αντιμετώπιζε, αν απαιτούσε να τον προσκυνούν οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες, και παραιτήθηκε από αυτήν την απαίτηση. Όχι όμως εντελώς. Για την ακρίβεια, δεν το απαιτούσε πια ευθέως, αλλά δεν σταμάτησε και να πιέζει προς αυτήν την κατεύθυνση, διότι οι Ασιάτες δεν θα τον αναγνώριζαν ως θεό, αν έβλεπαν τους συμπατριώτες του να τον αντιμετωπίζουν ως άνθρωπο και να τον ελέγχουν ως βασιλιά.
Σε όσους είχαν αποδεχτεί την προσκύνηση παραχωρούσε το εξής προνόμιο: στα συμπόσια πρώτος ο Αλέξανδρος έπινε από μία χρυσή φιάλη και μετά τους την περνούσε κυκλικά. Αυτοί έπιναν, τον προσκυνούσαν και τον φιλούσαν. Σε κάποιο άλλο συμπόσιο ο Καλλισθένης λέγεται ότι ήπιε από τη φιάλη και πήγε να φιλήσει τον Αλέξανδρο, αλλά ο εταίρος Δημήτριος του Πυθώνακτα, που προφανώς είχε αποδεχτεί την προσκύνηση, επεσήμανε ότι ο Καλλισθένης δεν είχε προσκυνήσει, τότε ο Αλέξανδρος αρνήθηκε το φιλί, και ο Καλλισθένης, για να δείξει πόσο μικρή ήταν η αξία του προνομίου, είπε δυνατά «φεύγω με ένα φιλί λιγότερο».
Στην αντι-Αλεξανδρινή παράταξη υπήρχαν πολλοί αξιωματικοί, που ανήκαν στη γενιά του Φιλίππου και είχαν γνωρίσει την εξουσία πριν αποβιβαστούν στην Ασία, καθώς και ακόμη περισσότεροι, οι ανώνυμοι της στρατιάς, που έτσι κι αλλιώς ουδέποτε θα αποκτούσαν εξουσία. Αυτοί δεν μπορούσαν να ξεχάσουν την παιδεία του ελεύθερου Έλληνα πολίτη και να δεχθούν ως θεό τον βασιλέα, τον οποίο έλεγχαν και περιόριζαν με την ψήφο τους στην εκκλησία των Μακεδόνων. Για όλους αυτούς ο Καλλισθένης ήταν ο πρωτεργάτης στην αντίσταση κατά της συνταγματικής ανατροπής, που επιχειρούσε ο βασιλιάς τους. Μόνο που ο Αλέξανδρος δεν θα επέτρεπε ούτε στους μεν ούτε στους δε να αποτελέσουν εμπόδιο στις επιδιώξεις του. Ήδη τους πολλούς ανώνυμους τους συγκέντρωνε στο τάγμα ατάκτων (στρατιωτική μονάδα που δημιούργησε ο Αλέξανδρος και στην οποία ενέταξε υποχρεωτικά και αδιακρίτως, όσους Μακεδόνες καταφέρονταν ανοιχτά εναντίον του καθώς και όσους διαπίστωνε ότι τον κατηγορούσαν στους συγγενείς στην πατρίδα, βλάπτοντας την εικόνα του στην Ελλάδα) και τους καταξιωμένους συνεργάτες του Φιλίππου τους παραγκώνιζε έναν – έναν και τους αντικαθιστούσε με νεότερους, προθυμότερους και λιγότερο υπερήφανους.
Οι νεαροί αξιωματικοί του στρατού, που συνέτριψε την κοσμοκράτειρα Περσία, ανάλαβαν την ηγεσία λαών, που παρήγαν πλούτο και ήταν συνηθισμένοι σε εξουσία ανήκουστα στην Ελλάδα. Εκεί ακόμη και οι βασιλείς ελέγχονταν και οι πάντες αμφισβητούσαν τους πάντες, ενώ στην Ασία οι ηγεμόνες είχαν ισχύ μεγαλύτερη κι από των τυράννων στην Ελλάδα. Οι αξιωματικοί της νεότερης γενιάς όσο πιο ασήμαντοι ήταν στην πατρίδα τους, τόσο πιο προκλητικοί με τους υπηκόους τους και πιο συμβιβασμένοι με την εξουσία έγιναν στην Ασία.
Ο Αλέξανδρος επειδή χρειαζόταν την μαχητικότητα και την υπακοή τους, ήταν γενναιόδωρος μαζί τους και ανεκτικός στις υπερβολές τους, κάποιες από τις οποίες θα ήταν πρόκληση ακόμη και για πλούσιους βάρβαρους βασιλιάδες. Λόγου χάριν ο Άγνων από την Τέω είχε στα παπούτσια του ασημένια καρφιά, ο Λεοννάτος μετέφερε από την Αίγυπτο με πολλές καμήλες άμμο για τα γυμναστήρια, ο Φιλώτας χρησιμοποιούσε κυνηγετικά δίχτυα μήκους 100 σταδίων (περίπου 18,5 χλμ.) και όπως λέει επιτιμητικά ο Πλούταρχος, είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν στρατιές από υπηρέτες και μύρο για το λουτρό και το άλειμμα, όσοι μέχρι τότε δεν είχαν λάδι για το φαγητό τους. Για όλους αυτούς η προσκύνηση ήταν πολύ μικρό τίμημα μπροστά στις απολαβές τους.
Έτσι «οι διάφοροι Λυσίμαχοι και Άγνωνες», που απέκτησαν υπόσταση κυρίως λόγω της προθυμίας τους να βαρβαρίσουν, αναγνώρισαν τον Καλλισθένη ως το σοβαρότερο εμπόδιο στις φιλοδοξίες τους και άρχισαν να τον διαβάλλουν σε κάθε ευκαιρία. Μετά δε τον φόνο του Κλείτου η θέση των πολεμίων της προσκύνησης και ειδικά του Καλλισθένη δεν ήταν καθόλου άνετη.
Ίσως από το 332 π.Χ., οπότε ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το μαντείο του Άμμωνα και αναγνωρίσθηκε ως γιος του θεού, οπωσδήποτε δε μετά το θάνατο του Δαρείου το 330 π.Χ, οπότε ο Αλέξανδρος είχε πλέον σοβαρούς πολιτικούς λόγους για να θεοποιηθεί, ο Καλλισθένης κατόρθωσε να γίνει επικίνδυνος για πολλούς αξιωματούχους. Την άνοιξη του 327 στα Βάκτρα ο Αλέξανδρος και οι βαρβαρολάγνοι αυλικοί του, βρήκαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από αυτόν, εμπλέκοντάς τον στην «Συνωμοσία των παίδων».
Ο Φίλιππος όμως ήδη είχε ένα νόθο γιο και για διάδοχο στο θρόνο χρειαζόταν ένα γνήσιο δικό του άρρεν τέκνο. Δεν χρειαζόταν ένα τέκνο της συζύγου του, έστω από κάποιον θεό, ούτε κόρη του Δία χρειαζόταν, που οι απόγονοί της θα μπορούσαν να απειλήσουν την ανδρική γραμμή διαδοχής των Αργεαδών, οι οποίοι κατάγονταν από τον Ηρακλή. «Ωθήθηκε» λοιπόν να δει ένα όνειρο, που διόρθωνε εκείνο της Ολυμπιάδας. Σύμφωνα με αυτό είδε ότι έβαλε στην κοιλιά της την σφραγίδα του, που είχε σχήμα λέοντα. Κατόπιν ο μάντης Αρίστανδρος γνωμάτευσε ότι ουδεμία σφραγίδα αποτυπώνεται επάνω σε κάτι κενό, άρα το όνειρο αποδείκνυε ότι η Ολυμπιάδα θα έμενε έγκυος από τον Φίλιππο και ότι το παιδί θα είχε χαρακτήρα λιονταριού. Έτσι ο Φίλιππος «έσβησε τις φωτιές» που παραλίγο να του ανάψει η Ολυμπιάδα με τους κεραυνούς του Δία.
Είκοσι χρόνια αργότερα, λίγο πριν επιτεθεί κατά των Περσών, την ημέρα της δολοφονίας του, ο Φίλιππος διέπραξε βλασφημία. Συγκεκριμένα στις τελετές για τον γάμο της κόρης του στο θέατρο των Αιγών, ενώπιον όλων των Μακεδόνων και των επισήμων αντιπροσωπειών από όλα σχεδόν τα Ελληνικά κράτη, παρέλασε πομπή αποτελούμενη από τα δώδεκα αγάλματα των θεών του Ολύμπου και πίσω τους ακολουθούσε ένα δέκατο τρίτο θεοπρεπές άγαλμα του ιδίου, που τον παρουσίαζε σύνθρονο των θεών. Γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη ότι και ο Φίλιππος είχε αποφασίσει την θεοποίησή του. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Φίλιππος είχε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την κατάκτηση και κατοχή της Ασίας και ότι η απόκτηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος και η ίδρυση του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων ήταν απλώς τα πρώτα βήματα για την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, που τελικά υλοποίησε ο Αλέξανδρος.
Το σύστημα, που εφάρμοζαν οι Πέρσες για τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, ήταν απόλυτα επιτυχημένο και όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν αυτό που τους οδήγησε στην ήττα. Ένα από τα στοιχεία της επιτυχημένης διοίκησης των Περσών ήταν και ο βασιλέας – θεός. Στους ήδη αρχαίους πολιτισμούς της Ασίας, ο βασιλέας ήταν θεός. Όταν τους κατέκτησαν οι Πέρσες, ανακήρυξαν κι εκείνοι τον βασιλέα τους θεό και διατήρησαν την εξουσία τους σ’ αυτούς τους λαούς μέχρι την εισβολή του Αλεξάνδρου. Δεν υπήρχε λόγος για πειραματισμούς και πράγματι ο Αλέξανδρος υλοποιώντας τα σχέδια του πατέρα του διατήρησε τον Περσικό τρόπο διοίκησης στο σύνολό του.
Στην αρχαία Ελλάδα οι βασιλείς και ευγενείς ανήγαν την καταγωγή τους σε θεούς, ημίθεους και ήρωες. Υπήρχαν μάντεις και προφήτες, που ήταν σε επαφή με τους θεούς, αλλά όποιος ισχυριζόταν ότι ήταν θεός, ήταν είτε βλάσφημος είτε ψυχοπαθής. Οι Έλληνες γνώριζαν ότι η θεοποίηση αποτελούσε απλώς εργαλείο διοίκησης των βαρβάρων, αλλά δεν ήταν δυνατόν να συγχωρήσουν όποιους υιοθετούσαν βαρβαρικά έθιμα και πολύ περισσότερο δεν ήταν δυνατόν να τα εφαρμόσουν οι ίδιοι. Παρόλα αυτά ο Αλέξανδρος προσπάθησε να τους πείσει επιστρατεύοντας μία σειρά από ανθρώπους του πνεύματος και της διανόησης. Ο σημαντικότερος εξ’ αυτών, ο υπερόπτης και προκλητικός σοφιστής Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης, δεν περιορίστηκε σε ρόλο συμβούλου επικοινωνίας, αλλά παρακινούσε τον Αλέξανδρο να προκαλεί τρόμο στους φίλους του, κάτι που εφάρμοσε στην περίπτωση του Κλείτου.
Σημαντικότερος αντίπαλος του Ανάξαρχου ήταν ο φιλόσοφος Καλλισθένης ο Ολύνθιος. Ανήκε κι αυτός στην ακολουθία του Αλεξάνδρου και είχε χαρακτήρα ευθύ και ειλικρινή. Ίσως γι’ αυτό ήταν και ο μόνος, που είχε το θάρρος να πει κατά πρόσωπο στον Αλέξανδρο εκείνα, με τα οποία αγανακτούσαν οι επιφανέστεροι και πιο ηλικιωμένοι Μακεδόνες. Φέρεται ότι είχε επίγνωση της δύναμής του ως διαπιστευμένος ιστοριογράφος της εκστρατείας, δύναμη που είχαν άλλωστε όλοι οι ιστορικοί, χρονικογράφοι. Κόμπαζε λοιπόν ότι από εκείνον και τα συγγράμματά του εξαρτώνται ο Αλέξανδρος και τα έργα του και ότι δεν θα δοξαζόταν εκείνος από τον Αλέξανδρο, αλλά ο Αλέξανδρος θα δοξαζόταν από τον Καλλισθένη. Ισχυριζόταν ακόμη ότι τα σχετικά με τη θεϊκή υπόσταση του Αλεξάνδρου θα γίνονταν γνωστά στους ανθρώπους από τα δικά του συγγράμματα και όχι τα ψέμματα της Ολυμπιάδας. Δηλαδή έλεγε ότι εκείνος ήταν καλύτερος προπαγανδιστής (επικοινωνιολόγος) από την Ολυμπιάδα και αν κρίνουμε από το σχόλιό του για τον Παρμενίωνα στη μάχη των Γαυγαμήλων, δεν χωρεί αμφιβολία ότι όντως ήταν.
Σε κάποιο συμπόσιο (μάλλον τον χειμώνα του 328-327 π.Χ.) ο Αλέξανδρος συμφώνησε με τις κολακείες των επιφανών Μήδων – Περσών και των διαφόρων Ελλήνων αυλοκολάκων να τον προσκυνούν, ή (ακριβέστερα) αποδέχθηκε την πρόταση, που είχε αναθέσει να του υποβάλουν οι αυλοκόλακες. Ο απερίγραπτος Ανάξαρχος επιχειρηματολόγησε ότι ήταν δικαιότερο να θεωρείται θεός ο Αλέξανδρος παρά ο Διόνυσος και ο Ηρακλής και ότι ήταν σωστό να του αποδίδουν οι Μακεδόνες θεϊκές τιμές. Ακόμη, ήταν απόλυτα βέβαιος ότι θα το έπρατταν μετά το θάνατό του, γι’ αυτό πρότεινε να τις αποδίδουν στον Αλέξανδρο εν ζωή, ώστε να τις απολαμβάνει.
Οι αυλοκόλακες χάρηκαν με τη φιλοσοφική... τεκμηρίωση, που τους προσέφερε ο Ανάξαρχος και θέλησαν να αρχίσουν αμέσως την προσκύνηση. Τότε παρενέβη ο Καλλισθένης και απευθυνόμενος στον Ανάξαρχο, θύμισε σε όλους ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις τιμές, που προβλέπονταν για τους θεούς και σ’ εκείνες που προβλέπονταν για τους ήρωες και τους ανθρώπους. Για τους θεούς προβλέπονταν οι ύμνοι και η προσκύνηση, ενώ για τους ανθρώπους οι έπαινοι και ο ασπασμός. Οι θεοί θα οργίζονταν με τον Αλέξανδρο, αν αποδεχόταν θεϊκές τιμές, όπως θα οργιζόταν και ο Αλέξανδρος, αν κάποιος ιδιώτης αποδεχόταν βασιλικές τιμές.
Όσα είπε ο Ανάξαρχος, ο Καλλισθένης τα έβρισκε κατάλληλα για τον Καμβύση, τον Ξέρξη, ή άλλους βάρβαρους βασιλείς, όχι όμως για τον Αλέξανδρο, που καταγόταν από τον Ηρακλή και τον Αιακό και οι πρόγονοί του πήγαν στη Μακεδονία από το Άργος, για να κυβερνήσουν όχι με τη βία, αλλά με τον νόμο. Αυτόν ακριβώς τον νόμο ζητούσε ο Καλλισθένης από τον Αλέξανδρο να σεβαστεί, διότι ακόμη κι ο Ηρακλής δεν τιμήθηκε ως θεός όσο ζούσε, αλλά μετά το θάνατό του και μετά από έγκριση του μαντείου των Δελφών. Αυτό το τελευταίο γεγονός κατεδείκνυε στον Αλέξανδρο τις δυσκολίες, που θα είχε με όλους τους Έλληνες.
Ο Καλλισθένης δεν δίστασε να στραφεί ευθέως στον Αλέξανδρο και να του τονίσει ότι, αν επέμενε στην εν ζωή αποθέωσή του, θα ατίμαζε τους Μακεδόνες στα μάτια των άλλων Ελλήνων. Αν ήταν ανάγκη να υιοθετήσουν τα βαρβαρικά έθιμα, επειδή έπρεπε να κυβερνήσουν βαρβάρους, του πρότεινε ως εναλλακτική λύση να διαχωρίσει τις τιμές και να τιμάται Ελληνικά, δηλαδή ως άνθρωπος, από τους Έλληνες και βαρβαρικά, δηλαδή ως θεός, από τους βαρβάρους. Αυτή η εναλλακτική ήταν συμβατή με την Ελληνική νοοτροπία, που περιφρονούσε τους βαρβάρους, αφού ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμβούλευε τον Αλέξανδρο να τους φέρεται όπως σε φυτά, ή ζώα.
Ωστόσο ο Καλλισθένης αμφισβήτησε την αξία ενός βασιλέα – θεού ως μέσο διοίκησης ακόμη και των βαρβάρων, διότι δεν βοήθησε πραγματικά τους βασιλείς, που είχαν θεοποιηθεί και προς τούτο παρέθεσε μερικά παραδείγματα: Ο Κύρος του Καμβύση είχε καθιερώσει την προσκύνηση των Περσών βασιλέων και ενώ είχε θεωρηθεί θεός, τον νίκησαν και τον ταπείνωσαν οι Σκύθες, που ήσαν φτωχοί άνθρωποι αλλά με ελεύθερο φρόνημα. Τον Μέγα βασιλέα και θεό Ξέρξη, όταν εισέβαλε στην Ελλάδα, τον νίκησαν και τον ταπείνωσαν οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι. Ο Κλέαρχος και ο Ξενοφών με τους Μύριους νίκησαν και ταπείνωσαν τον Μέγα βασιλέα και θεό Αρταξέρξη και πάνω απ’ όλα, τον Μέγα βασιλέα και θεό Δαρείο τον συνέτριψε ολοκληρωτικά ένας Αλέξανδρος, που δεν τον προσκυνούσαν.
Ο Καλλισθένης με την επιχειρηματολογία του ικανοποίησε τους Μακεδόνες και δυσαρέστησε τον Αλέξανδρο, που αναγκάσθηκε να τους διαμηνύσει ότι παραιτήθηκε από την απαίτηση να τον προσκυνούν. Οι Πέρσες όμως της Αυλής δεν είχαν φιλοσοφικές αντιρρήσεις για την προσκύνηση, αντίθετα είχαν συμφέρον να κολακεύουν τον Αλέξανδρο και σε απάντηση προς τα επιχειρήματα του Καλλισθένη, άρχισαν ένας – ένας να προσκυνούν τον καινούργιο βασιλέα – θεό.
Μετά απ’ αυτό κάθε συμπόσιο και δημόσια συνάθροιση αποτελούσαν πλέον πεδίο αντιπαράθεσης. Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να εδραιώσει την πολιτική παντοδυναμία του επιβάλλοντας την προσκύνηση στους Μακεδόνες, οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα και να απορρίψουν την προσκύνηση, ενώ οι Πέρσες προσέφεραν πρόθυμα την οικεία σ’ αυτούς προσκύνηση, ελπίζοντας να αποσπάσουν μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας ή να προκαλέσουν ρήξη του βασιλιά με τους ομοεθνείς του. Αναφέρεται ακόμη μία χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση.
Σύμφωνα με τον Αρριανό ο Λεοννάτος χλεύασε ως ταπεινή κίνηση την προσκύνηση ενός Πέρση ευγενούς και προκάλεσε την (ευτυχώς) παροδική οργή του Αλεξάνδρου. Κατά τον Κούρτιο δεν ήταν ο Λεοννάτος, αλλά ο Πολυπέρχων και ακολούθησε σοβαρό επεισόδιο. Ο Αλέξανδρος εξοργισμένος τον έριξε κάτω και καθώς ο Πολυπέρχων ήταν πεσμένος μπρούμυτα, τον χλεύασε ότι τελικά δεν απέφυγε την προσκύνηση. Στη συνέχεια διέταξε να τον συλλάβουν (τον απελευθέρωσε πολύ αργότερα) και διέλυσε το συμπόσιο, στο οποίο ο Κούρτιος τοποθετεί όλα όσα οι Έλληνες ιστορικοί παραδίδουν ως γεγονότα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Φαίνεται πως με τα επιχειρήματα του Καλλισθένη ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε το πρόβλημα, που θα αντιμετώπιζε, αν απαιτούσε να τον προσκυνούν οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες, και παραιτήθηκε από αυτήν την απαίτηση. Όχι όμως εντελώς. Για την ακρίβεια, δεν το απαιτούσε πια ευθέως, αλλά δεν σταμάτησε και να πιέζει προς αυτήν την κατεύθυνση, διότι οι Ασιάτες δεν θα τον αναγνώριζαν ως θεό, αν έβλεπαν τους συμπατριώτες του να τον αντιμετωπίζουν ως άνθρωπο και να τον ελέγχουν ως βασιλιά.
Σε όσους είχαν αποδεχτεί την προσκύνηση παραχωρούσε το εξής προνόμιο: στα συμπόσια πρώτος ο Αλέξανδρος έπινε από μία χρυσή φιάλη και μετά τους την περνούσε κυκλικά. Αυτοί έπιναν, τον προσκυνούσαν και τον φιλούσαν. Σε κάποιο άλλο συμπόσιο ο Καλλισθένης λέγεται ότι ήπιε από τη φιάλη και πήγε να φιλήσει τον Αλέξανδρο, αλλά ο εταίρος Δημήτριος του Πυθώνακτα, που προφανώς είχε αποδεχτεί την προσκύνηση, επεσήμανε ότι ο Καλλισθένης δεν είχε προσκυνήσει, τότε ο Αλέξανδρος αρνήθηκε το φιλί, και ο Καλλισθένης, για να δείξει πόσο μικρή ήταν η αξία του προνομίου, είπε δυνατά «φεύγω με ένα φιλί λιγότερο».
Στην αντι-Αλεξανδρινή παράταξη υπήρχαν πολλοί αξιωματικοί, που ανήκαν στη γενιά του Φιλίππου και είχαν γνωρίσει την εξουσία πριν αποβιβαστούν στην Ασία, καθώς και ακόμη περισσότεροι, οι ανώνυμοι της στρατιάς, που έτσι κι αλλιώς ουδέποτε θα αποκτούσαν εξουσία. Αυτοί δεν μπορούσαν να ξεχάσουν την παιδεία του ελεύθερου Έλληνα πολίτη και να δεχθούν ως θεό τον βασιλέα, τον οποίο έλεγχαν και περιόριζαν με την ψήφο τους στην εκκλησία των Μακεδόνων. Για όλους αυτούς ο Καλλισθένης ήταν ο πρωτεργάτης στην αντίσταση κατά της συνταγματικής ανατροπής, που επιχειρούσε ο βασιλιάς τους. Μόνο που ο Αλέξανδρος δεν θα επέτρεπε ούτε στους μεν ούτε στους δε να αποτελέσουν εμπόδιο στις επιδιώξεις του. Ήδη τους πολλούς ανώνυμους τους συγκέντρωνε στο τάγμα ατάκτων (στρατιωτική μονάδα που δημιούργησε ο Αλέξανδρος και στην οποία ενέταξε υποχρεωτικά και αδιακρίτως, όσους Μακεδόνες καταφέρονταν ανοιχτά εναντίον του καθώς και όσους διαπίστωνε ότι τον κατηγορούσαν στους συγγενείς στην πατρίδα, βλάπτοντας την εικόνα του στην Ελλάδα) και τους καταξιωμένους συνεργάτες του Φιλίππου τους παραγκώνιζε έναν – έναν και τους αντικαθιστούσε με νεότερους, προθυμότερους και λιγότερο υπερήφανους.
Οι νεαροί αξιωματικοί του στρατού, που συνέτριψε την κοσμοκράτειρα Περσία, ανάλαβαν την ηγεσία λαών, που παρήγαν πλούτο και ήταν συνηθισμένοι σε εξουσία ανήκουστα στην Ελλάδα. Εκεί ακόμη και οι βασιλείς ελέγχονταν και οι πάντες αμφισβητούσαν τους πάντες, ενώ στην Ασία οι ηγεμόνες είχαν ισχύ μεγαλύτερη κι από των τυράννων στην Ελλάδα. Οι αξιωματικοί της νεότερης γενιάς όσο πιο ασήμαντοι ήταν στην πατρίδα τους, τόσο πιο προκλητικοί με τους υπηκόους τους και πιο συμβιβασμένοι με την εξουσία έγιναν στην Ασία.
Ο Αλέξανδρος επειδή χρειαζόταν την μαχητικότητα και την υπακοή τους, ήταν γενναιόδωρος μαζί τους και ανεκτικός στις υπερβολές τους, κάποιες από τις οποίες θα ήταν πρόκληση ακόμη και για πλούσιους βάρβαρους βασιλιάδες. Λόγου χάριν ο Άγνων από την Τέω είχε στα παπούτσια του ασημένια καρφιά, ο Λεοννάτος μετέφερε από την Αίγυπτο με πολλές καμήλες άμμο για τα γυμναστήρια, ο Φιλώτας χρησιμοποιούσε κυνηγετικά δίχτυα μήκους 100 σταδίων (περίπου 18,5 χλμ.) και όπως λέει επιτιμητικά ο Πλούταρχος, είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν στρατιές από υπηρέτες και μύρο για το λουτρό και το άλειμμα, όσοι μέχρι τότε δεν είχαν λάδι για το φαγητό τους. Για όλους αυτούς η προσκύνηση ήταν πολύ μικρό τίμημα μπροστά στις απολαβές τους.
Έτσι «οι διάφοροι Λυσίμαχοι και Άγνωνες», που απέκτησαν υπόσταση κυρίως λόγω της προθυμίας τους να βαρβαρίσουν, αναγνώρισαν τον Καλλισθένη ως το σοβαρότερο εμπόδιο στις φιλοδοξίες τους και άρχισαν να τον διαβάλλουν σε κάθε ευκαιρία. Μετά δε τον φόνο του Κλείτου η θέση των πολεμίων της προσκύνησης και ειδικά του Καλλισθένη δεν ήταν καθόλου άνετη.
Ίσως από το 332 π.Χ., οπότε ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το μαντείο του Άμμωνα και αναγνωρίσθηκε ως γιος του θεού, οπωσδήποτε δε μετά το θάνατο του Δαρείου το 330 π.Χ, οπότε ο Αλέξανδρος είχε πλέον σοβαρούς πολιτικούς λόγους για να θεοποιηθεί, ο Καλλισθένης κατόρθωσε να γίνει επικίνδυνος για πολλούς αξιωματούχους. Την άνοιξη του 327 στα Βάκτρα ο Αλέξανδρος και οι βαρβαρολάγνοι αυλικοί του, βρήκαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από αυτόν, εμπλέκοντάς τον στην «Συνωμοσία των παίδων».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου