Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Η Συγγνώμη και τα Σφάλματα που Συγχωρούνται

ΣΥΓΓΝΩΜΗ,
Η ίδια η λέξη είναι σχετικά πρόσφατη. Ο Όμηρος δε γνωρίζει ούτε τη λέξη γνώμη, παρόλο που χρησιμοποιείτο ρήμα γιγνώσκω. Δε γνωρίζει ούτε το συγγιγνώσκω ούτε τη συγγνώμη.

Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς την αρχή τους. Αν πιστέψουμε τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, οι λέξεις απαντούν στους αρχαίους σοφούς. Όμως ξέρουμε πόσο ύποπτες είναι αυτές οι μαρτυρίες, κυρίως σε ό,τι αφορά ζητήματα λεξιλογίου.

Αντίθετα, στα κείμενα που έχουν διασωθεί, βλέπουμε να εμφανίζεται, όπως πάντα, πρώτα το ρήμα. Για πρώτη φορά το βλέπουμε να αναφέρεται στον Σιμωνίδη. Το ουσιαστικό αρχίζει να αναφέρεται από τον 5ο αιώνα. Όμως, στις αρχές, είναι σαφές ότι το ρήμα παραμένει συχνότερο. Ο Αισχύλος έχει μια αναφορά του ρήματος και καμιά του ουσιαστικού. Ο Ηρόδοτος έχει είκοσι αναφορές του ρήματος, έναντι επτά του ουσιαστικού. Με τον Θουκυδίδη, καθώς ο αφαιρετικός λόγος λαμβάνει υπόσταση, το ουσιαστικό υπερισχύει ήδη, με οκτώ έναντι τριών αναφορών. Και το ίδιο συμβαίνει και στον Σοφοκλή, με έξι έναντι δύο. Έκτοτε, δε θα πάψει να κερδίζει έδαφος.

Όμως, αν και η λέξη είναι σχετικά καινούρια, ο σύνδεσμος που την προσδένει στην έννοια της ηπιότητάς είναι ακόμα νεότερος. Η λέξη αναπτύσσεται, όπως η πραότης ή η φιλανθρωπία, όμως παράλληλα εξελίσσεται, όπως η επιείκεια. Η πρώτη σημασία -το φανερώνει η ετυμολογία- είναι, πραγματικά, νοητική. Δηλώνει είτε τη συμμετοχή σε γνώση, είτε σε λελογισμένη απόφαση. Η έννοια αυτή θα διατηρηθεί ακόμα και στην κλασική εποχή. Στον Θουκυδίδη, για παράδειγμα, πιστοποιείται η δεύτερη σημασία. Έτσι, ο Περικλής υπενθυμίζει στους Αθηναίους ότι συναποφάσισαν, μαζί του, να κάνουν πόλεμο (ξυνέγνωτε). Και πάλι, ο Θουκυδίδης λέει ότι οι Συρακούσιοι συμφωνούσαν με την κρίση που εξέφρασε ο Ερμοκράτης (ξυνεγίγνωσκον). Εξάλλου, σε μια εξέλιξη, πολύ χαρακτηριστική για την ελληνική γλώσσα, η κατανόηση γεννά την επιείκεια, η ευφυΐα γεννά τη συγχώρεση. Αντίθετα, για τους Ρωμαίους, η συγχώρεση προκύπτει από μια άρνηση διαπίστωσης, διά της οποίας «αγνοούμε» το σφάλμα (ignosco). Η ελληνική στάση είναι απόλυτα νοητική, ενώ η ρωμαϊκή πρακτική.

Η εξέλιξη, διά της οποίας περνάμε από τη νοητική στην ηθική αξία της λέξης, είναι απόλυτα φυσιολογική. Και πρέπει να θυμηθούμε ότι η πρώτη αναφορά της λέξης, που μας έχει διασωθεί -η αναφορά του Σιμωνίδη- έχει ξεκάθαρα την έννοια του «συγχωρώ». Ωστόσο, χωρίς να θέλουμε να βιάσουμε τα πράγματα, μπορούμε να πούμε ότι οι νοητικές αξίες μοιάζουν πιο διαδεδομένες στην αρχή παρά στο τέλος. Συχνά, οι δύο έννοιες είναι τόσο κοντινές, που διστάζουμε στη διάκρισή τους. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Ηρόδοτος έχει είκοσι παραδείγματα της νοητικής έννοιας, έναντι επτά της ηθικής σημασίας. Αντίθετα, η αναλογία αναστρέφεται με τον Θουκυδίδη και τον Σοφοκλή, και στον Ευριπίδη απαντά μόνο η ηθική αξία. Αυτή η συνοπτική στατιστική αναφορά υποδηλώνει, συνεπώς, ότι η επιείκεια και η συγχώρεση κατέκτησαν προοδευτικά τη λέξη, και ότι κέρδισαν έδαφος και σ’ αυτό τον τομέα, όπως και στους άλλους.

Σε κάθε περίπτωση, η νοητική αξία της λέξης παραμένει σημαντική: δεν έπαψε ποτέ να βαρύνει στην έννοια που έδιναν οι Έλληνες στη συγχώρεση.

Υποδηλώνει, κατ’ αρχάς, μια διαφορά διάστασης. Η συγγνώμη, ως «κατανόηση», έχει ένα πεδίο εφαρμογής ευρύτερο από εκείνο της «συγχώρεσης». Δεν προϋποθέτει απαραίτητα σφάλμα. Όταν, στις ικέτιδες του Αισχύλου, η κορυφαία του χορού λέει στον Απόλλωνα «είδώς άν αίσαν τήνδε συγγνοίη βροτοΐς», πρόκειται για βάσανα και όχι για σφάλματα. Μπορεί ακόμα και να διαστρέφουμε την έννοια εισάγοντας σε περιστατικά αυτού του είδους την ιδέα του σφάλματος. Όταν ο χορός, στην Άλκηστη, λέει ότι είναι «συγγνωστόν» το πένθος, όταν δυστυχία χτυπά τους άρχοντες, δεν είναι σωστό να το μεταφράσουμε ως «συγχωρητέο», και ακόμα λιγότερο να σχολιάσουμε αυτό το γνώρισμα ως συγχωρητέο: η έννοια είναι απλώς «κατανοητό». Επίσης, όταν ο Αιγέας λέει στη Μήδεια ότι η οδύνη της είναι συγγνωστη (Μήδεια), είναι λάθος να μεταφράζουμε «συγχωρήσιμη»: η θλίψη της Μήδειας δε θα μπορούσε να αποτελεί σφάλμα. Είναι απλώς «κατανοητή».

Αλλά, ακόμα και όταν υπάρχει σφάλμα και πρόκειται για τη συγχώρεσή του, αυτή η νοητική σημασία βαρύνει ακόμα πιο πολύ πάνω στην ελληνική έννοια και τροποποιεί την αξία της. Της δίνει ένα πιο ορθολογικό νόημα, αλλά και πιο περιορισμένο, που θα την εμποδίσει να αναπτυχθεί σε αρετή συγκρίσιμη προς τι] χριστιανική συγχώρεση.

Το στοιχείο αυτό διακρίνεται, κυρίως, σ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε αντικειμενική πτυχή της συγγνώμης, δηλαδή σε ό,τι συνδέει τη συγχώρεση προς την ανάλυση του σφάλματος. Πραγματικά, προτού αποτελέσει ηθική διάθεση και αρετή, η συγγνώμη εμφανίζεται στα ελληνικά κείμενα με μια μορφή σχεδόν δικαστική, όπου αναγνωρίζεται για άλλη μια φορά η σημασία που είχε για τους Έλληνες η δικαιοσύνη, και η τάση να υπερέχει έναντι όλων των άλλων. Για να είναι αιτιολογημένη, λοιπόν, η συγγνώμη θεμελιώνεται πάνω στην ανάλυση του σφάλματος και των συνθηκών του. Πρόκειται για συγχώρεση που είναι συζητήσιμη, στην οποία έχουν ή δεν έχουν δικαίωμα οι άνθρωποι, και η οποία αποτελεί αντικείμενο κανόνων, προοδευτικά πιο επεξεργασμένων.

Από την αρχή μέχρι το τέλος της εν λόγω ανάπτυξης, η οποία εκτείνεται από τον Ηρόδοτο έως τον Αριστοτέλη, αυτοί οι κανόνες οδήγουν πάντοτε στην ίδια ιδέα: στο δίκαιο, όπως και στον ηθικό στοχασμό, δικαίωμα για συγχώρεση έχουν μονάχα οι πράξεις εκείνες που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ακούσιες. Και αυτές είναι δύο ειδών: αυτές που διαπράττονται σε καθεστώς άγνοιας κι αυτές που οφείλονται σε καταναγκασμό.