Το ζήτημα της ευτυχίας ποτέ δεν απασχόλησε την επιστήμη τόσο όσο τις 3-4 τελευταίες δεκαετίες. Η λεγόμενη «θετική ψυχολογία» (Positive Psychology), ένα επιστημονικό ψυχολογικό κίνημα στην Αμερική, έκανε την αρχή διερευνώντας μέσα από εκατοντάδες μελέτες και έρευνες το ποιοι είναι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι, τι τους χαρακτηρίζει και πώς μπορεί ένας άνθρωπος να νιώσει ευτυχισμένος. Ήταν η πρώτη φορά που η επιστήμη της ψυχολογίας άφησε κατά μέρος την ανθρώπινη δυστυχία και τον ψυχικό πόνο και εστιάστηκε στο αντίθετο του: τα «θετικά» συναισθήματα και την ανθρώπινη ευτυχία.
Μία από τις σημαντικότερες «ανακαλύψεις» όλων αυτών των ερευνών είναι ότι η ευτυχία υπάρχει πραγματικά! Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύουν οι ομολογίες χιλιάδων ανθρώπων που δηλώνουν ευτυχισμένοι απ’ τη ζωή τους. Κι αυτό δεν το επιβεβαιώνουν μόνο τα χαμογελαστά πρόσωπα αλλά και οι απεικονίσεις του εγκεφάλου που δείχνουν ότι τα θετικά συναισθήματα συνοδεύονται από έντονη δραστηριότητα στον αριστερό προμετωπιαίο φλοιό. Αυτή με τη σειρά της συντελεί σε μια πιο συνολική αίσθηση του «είμαι καλά».
Τότε λοιπόν η ευτυχία είναι το ίδιο με την ευχαρίστηση; Είμαστε ευτυχισμένοι όταν είμαστε ευχαριστημένοι ή όταν περνάμε κάπου καλά;
Οι επιστήμονες απαντούν μ’ ένα ξεκάθαρο «όχι». Η ευτυχία και η ευχαρίστηση είναι δύο διαφορετικά πράγματα και όχι μόνο γιατί διαφέρουν πολύ στην ένταση και το βάθος. Είναι δύο συναισθηματικές καταστάσεις που μπορούν να υπάρχουν εντελώς ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος και να νιώθει ευχαρίστηση, χαρά αλλά και πόνο και μελαγχολία και θλίψη. Παροδική ευχαρίστηση μπορεί όμως να νιώσει και ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, μόνο που αυτό δεν τον κάνει αυτόματα ευτυχισμένο.
Η συνεχής αναζήτηση της ευχαρίστησης συνήθως φέρνει δυστυχία ενώ
Η ευχαρίστηση μας επιτρέπει να επιβιώνουμε ενώ η ευτυχία μας επιτρέπει να πραγματωνόμαστε, να ολοκληρωνόμαστε. Η αίσθηση της ευχαρίστησης είναι κοινή σε όλα τα ζώα, η αίσθηση της ευτυχίας χαρακτηρίζει μόνο τον άνθρωπο.
Αν όμως είναι έτσι, αν η ευτυχία είναι κάτι άλλο από την ευχαρίστηση –την οποία ξέρουμε ακριβώς πότε την αισθανόμαστε- μήπως τότε η ευτυχία δεν υπάρχει στην πραγματικότητα μας, στην καθημερινή ζωή μας αλλά είναι ένα κατασκεύασμα, μια χίμαιρα ανθρώπινη που ποτέ δεν την φτάνουμε; Μήπως πράγματι «η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε ναρθεί» (και δεν έρχεται ποτέ);
Κατά κάποιο τρόπο αυτό, λένε οι ειδικοί, είναι δυστυχώς αλήθεια. Μία ομάδα Αμερικανών επιστημόνων με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard, Daniel Gilbert, διερεύνησε πολύ συστηματικά την ικανότητα των ανθρώπων να προγιγνώσκουν την ευτυχία που θα τους φέρει το μέλλον και διαπίστωσε ότι είναι πολύ ανεπαρκής. Ακριβώς επειδή το εγκεφαλικό κέντρο της ευτυχίας είναι ο προμετωπιαίος εγκέφαλος, που είναι η «έδρα» της συνειδητής σκέψης αλλά και της φαντασίας, πολύ συχνά μπερδευόμαστε.
Όσον αφορά τις προγνώσεις μας για το μέλλον, η φαντασία μας τείνει να «συμπληρώνει» κατά βούλησιν τα στοιχεία που μας λείπουν επειδή ακριβώς ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε με κάθε λεπτομέρεια πώς θα εκτυλιχθούν μελλοντικά τα πράγματα.
Έτσι λοιπόν τείνουμε να φανταζόμαστε πόσο ευτυχισμένοι θα γίνουμε όταν… αγοράσουμε το καινούργιο μας σπίτι, αλλάξουμε δουλειά, παντρευτούμε, πάμε να ζήσουμε στο νησί, αποκτήσουμε σκύλο, κάνουμε παιδί, έχουμε περισσότερα λεφτά, αδυνατίσουμε, κάνουμε πλαστική στη μύτη μας.... Δυστυχώς όμως, συνήθως αποδεικνύεται πως, όταν έχοντας πια κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια, φτάσουμε στον πολυπόθητο στόχο, η χαρά και η ευτυχία(;) είναι λιγότερη και πολύ μικρότερης διάρκειας απ’ ότι είχαμε ονειρευτεί.
Σημείωση: ευτυχώς για μας, το ίδιο συμβαίνει και με τις «αρνητικές» προβλέψεις, τους φόβους μας δηλαδή για το μέλλον. Μια αποτυχία στη δουλειά, η απόφαση για μια αλλαγή τόπου κατοικίας που μας τρομάζει, η ιδέα του χωρισμού από τον σύντροφο μας, ακόμη και ο φόβος μην αρρωστήσουμε, συχνά δεν επιβεβαιώνονται και δεν αποδεικνύονται ως τόσο αβάσταχτα και μη αντιμετωπίσιμα όπως τα φανταζόμασταν εκ των προτέρων.
Κάτι τέτοιο συνέβη και στην Ευδοκία, νέα και ανερχόμενη δικηγόρο, όταν πήρε τη θέση που ονειρευόταν της νομικής συμβούλου σε μια μεγάλη εταιρεία. «Για ένα μικρό διάστημα 3-4 μηνών στην αρχή ήμουν στον έβδομο ουρανό, ένιωθα πανευτυχής, η ζωή μου ήταν ένα όνειρο: μεγάλος μισθός, αυτοκίνητο, υπέροχο γραφείο, ευγενικοί συνάδελφοι συν τον θαυμασμό των δικών μου και των φίλων. Κάποια στιγμή όμως αρχίζω να προσγειώνομαι. Πώς έγινε αυτό; Να, όλα αυτά τα υπέροχα άρχισαν να γίνονται δεδομένα, να μην μου κάνουν πια τόση εντύπωση και ταυτόχρονα τα αρνητικά βγαίνουν στην επιφάνεια και μου χαλάνε τη συνταγή: τα απάνθρωπα ωράρια, ο δύστροπος και πολύ απαιτητικός διευθυντής, το άγχος από τις μεγάλες ευθύνες της θέσης αυτής. Δεν είναι τρομακτικό πόσο εύκολα αυτό που μοιάζει με ευτυχία μετατρέπεται σε …τι να πώ…, όχι δυστυχία βέβαια αλλά να, μία απ’ τα ίδια που λένε…»
Αυτό που συνέβη στην Ευδοκία είναι το λεγόμενο «παράδοξο του ευ ζην». Ο εξαντλητικός αγώνας για τα πολυπόθητα «αγαθά που φέρνουν την ευτυχία» δεν τελειώνει ποτέ. Όσο τα αποκτούμε τόσο θέλουμε κι άλλα, αυτό είναι κάτι που πια έχουν καταλάβει και τα μικρά παιδιά. Συνήθως η απόκτηση τους δεν μας κάνει πιο ευτυχισμένους αλλά πρόσκαιρα πιο ευχαριστημένους.
Να λοιπόν, μπορεί να πει κανείς, που και πάλι αποδεικνύεται ότι τελικά ευτυχία δεν υπάρχει παρά μόνο στα όνειρα μας.
Καταρχήν η ευτυχία υπάρχει, όχι τόσο σαν αυτό που θάρθει όταν εκπληρωθούν αυτά τα όνειρα αλλά κυρίως όταν ονειρευόμαστε. Συστατικό της ευτυχίας είναι πολύ περισσότερο η ελπίδα και η προσμονή ότι τα πράγματα που θέλουμε κάποια μέρα θα συμβούν, η ικανότητα μας να ζωγραφίζουμε το μέλλον με ωραία χρώματα παρά η ικανοποίηση που παίρνουμε από την πραγματοποίηση των ονείρων αυτών.
Όπως λέει και ο ποιητής «σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος…»
Ο Βρετανός ψυχολόγος David Nettle εξηγεί το παράδοξο αυτό με την ύπαρξη δυο κέντρων του εγκεφάλου μας που δεν συμβαδίζουν αναγκαστικά. Το ένα είναι το κέντρο της επιθυμίας και το άλλο της βαθιάς ευχαρίστησης και το καθένα απ’ αυτά συνδέεται με την έκκριση διαφορετικών ουσιών στο σώμα μας.. «Τα πράγματα που επιθυμούμε δεν είναι τα ίδια με αυτά που μας αρέσουν πραγματικά και μας προκαλούν βαθιά ευχαρίστηση» Η νικοτίνη για παράδειγμα, το αλκοόλ, το φαγητό, προκαλούν μεγάλη επιθυμία αλλά πολύ μικρή ικανοποίηση και πάλι απ’ την αρχή. Με την ικανοποίηση της επιθυμίας ο οργανισμός μας αυτοεπιβραβεύεται εκκρίνοντας ντοπαμίνη που μας «ανεβάζει» για λίγο και μετά…τέλος.
Από την άλλη υπάρχουν πράγματα που μας αρέσουν πολύ, τα ευχαριστιόμαστε πραγματικά και βαθιά, όπως είναι η αγάπη που παίρνουμε και δίνουμε από κοντινά μας πρόσωπα, η ύπαρξη φίλων, ασχολιών που μας ενδιαφέρουν και μας γεμίζουν αλλά και η ονειροπόληση και η προσμονή και όλα αυτά συνδέονται με την έκκριση οπιοειδών στον οργανισμό τα οποία κάνουν δυνατή την απόλαυση και επίσης επιδρούν επάνω μας αναλγητικά και ανακουφιστικά.
Μπορούμε λοιπόν να εξηγήσουμε αρκετά καλά πια, από άποψη καθαρά νευροβιολογική τουλάχιστον, αν, πώς και πότε είμαστε ευτυχισμένοι. Τι σημαίνουν όμως αυτά μεταφρασμένα για την απλή λογική της ζωής μας; Αν υπάρχει πράγματι η ευτυχία, όπως προφανώς μας επιβεβαιώνουν οι επιστήμονες, τότε πώς μπορούμε να την προσεγγίσουμε, πού να τη βρούμε;
Μελετώντας επιστημονικά αλλά και εμπειρικά κανείς το φαινόμενο της ανθρώπινης ευτυχίας, καταλήγει στο ότι η ευτυχία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σύστημα αξιών, την ηθική και το νόημα που προκύπτει απ’ αυτά τα δύο για τη ζωή του καθένα. Θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι για τους «σωστούς λόγους» κι αυτοί είναι διαφορετικοί για τον καθένα. Μας κάνουν ευτυχισμένους τα πράγματα της ζωής που μέσα από το προσωπικό μας σύστημα αξιών έχουν νόημα και «αξίζουν τον κόπο». Ένας «σκεπτικιστής της ευτυχίας» που σαρκάζει όλη αυτή την σαχλή «ροζ» τηλεοπτικού τύπου ευτυχία και αμφισβητεί την ύπαρξη της μπορεί να είναι με τον τρόπο του ευτυχισμένος όταν συζητάει με ανθρώπους που μοιράζονται παρόμοιες απόψεις, όταν κλείνεται στα βιβλία του ή όταν σκέφτεται πώς θα ήταν ο ιδανικός κόσμος γι’ αυτόν.
!! Η ευτυχία, όταν την έχουμε, δεν είναι μόνο η αίσθηση «είμαι καλά». Γενικά ισχύει ότι οι άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους ευτυχισμένους, τα πάνε και καλύτερα στη δουλειά τους, οι σχέσεις με τους γύρω τους είναι καλύτερες, είναι πιο κινητοποιημένοι στη ζωή τους, πιο αλτρουιστές, πιο υγιείς. Αυτό σημαίνει, ότι η ευτυχία δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα θετικών συμπεριφορών ή συνθηκών αλλά συχνά η αιτία που τις προκαλεί. Δεν χρειάζεται όμως να είναι κανείς ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου για να συμβούν αυτά. Αρκεί μια αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή κοντά και λίγο πιο πάνω απ’ το μέσο όρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου