Η αλληγορία του σπηλαίου μας οδήγησε ως την αντίληψη του Αγαθού, ενώ ο λόγος της Διοτίμας μας κατευθύνει προς το Ωραίο. Kαι οδηγός μας στην πορεία αυτή είναι ο Έρωτας.
Ο Έρωτας είναι φιλόσοφος και οδηγεί ως την άφθαρτη ομορφιά. Ο Έρωτας δεν είναι θεός– είναι ένας «δαίμονας», ένα από αυτά τα πνεύματα τα επιφορτισμένα να δένουν το θνητό με το αθάνατο– είναι ον ενδιάμεσο ανάμεσα στους θνητούς και στους αθάνατους. Η μητέρα του λέγεται Πενία, ο πατέρας του Πόρος, που έχει μητέρα του τη Μήτιδα[1].
Με το να είναι, λοιπόν, γιος του Πόρου και της Πενίας ο Έρωτας βρίσκεται στην παρακάτω κατάσταση: πρώτα πρώτα είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά λεπτός και όμορφος, όπως τον πιστεύουν οι πολλοί– αντίθετα, είναι άξεστος, σκληρός, περπατά ξυπόλυτος, είναι άστεγος, πλαγιάζει πάντα καταγής, κοιμάται στο ξενοδοχείο των αστέρων κοντά στις πόρτες και πάνω στους δρόμους, γιατί σέρνει από τη μάνα του και η ανάγκη τον συνοδεύει παντού.
Από τ’ άλλο μέρος, όπως ο πατέρας του, παραμονεύει ό, τι είναι όμορφο και ό, τι είναι καλό· είναι αρρενωπός, αποφασιστικός, φλογερός, κυνηγάρης πρώτης γραμμής, που δεν παύει να μηχανεύεται κατεργαριές· λαχταρά τη γνώση και ξέρει να βρίσκει τα περάσματα, που οδηγούν σ’ αυτήν– χρησιμοποιεί όλο τον καιρό της ζωής του στο να φιλοσοφεί– είναι θαυμάσιος μάγος και γητευτής και σοφιστής. Ας προστέσομε πως δεν είναι από τη φύση του ούτε αθάνατος ούτε θνητός. Μέσα στην ίδια μέρα άλλοτε ανθεί και ζει και άλλοτε πεθαίνει– ύστερα ξαναζεί, όταν περνούν μέσα του οι πόροι, τα εφόδια, που χρωστά στη φύση του πατέρα του, αλλά αυτό που περνά μέσα του αδιάκοπα του ξεφεύγει– έτσι, ο Έρωτας δε βρίσκεται ποτέ ούτε στην ανέχεια ούτε στην αφθονία[2].
Πάντα γελασμένος, αλλά πάντα γεμάτος κουράγιο, ανάμεσα στην ανησυχία και τη λαχτάρα, ανάμεσα στην έλλειψη και την αφθονία, ανάμεσα στην άγνοια και τη γνώση, ο έρωτας δεν είναι όμορφος, είναι αγάπη της ομορφιάς, δεν είναι καλός, είναι λαχτάρα για το Αγαθό.
Καθένας αγαπά ό, τι δεν έχει. Κι αν κάποιος αγαπά τον ίδιο τον εαυτό του, αγαπά αυτό που δεν είναι. Το αντικείμενο του έρωτα μπορεί να τοποθετείται στο παρόν ή στο μέλλον– είναι πάντα παρόν κι ωστόσο το προσκαλούμε. Αυτή η ανησυχία στην αρχή μιας αναζήτησης, είτε στοχεύει σ’ ένα πάθος ή σε μια γνώση, κάνει τον έρωτα φιλόσοφο.
Πού οδηγεί αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ανησυχίας και λαχτάρας, τι ζητά και τι πετυχαίνει; Ζητά το σμίξιμο, την τεκνοποίηση, τη γονιμότητα και, με μια λέξη, την αθανασία. Η φράση αυτή εφαρμόζεται τόσο στα σώματα, όσο και στα πνεύματα. Ο Έρωτας θέλει το σμίξιμο των σωμάτων και τη διαιώνιση του είδους μέσα από φθαρτά άτομα, θέλει τη διαιώνιση, μέσα στη μνήμη των ανθρώπων, των πράξεων που βοήθησαν ένα άτομο να ξεπεράσει τον εαυτό του, θέλει να μείνει αθάνατη η δύναμη της ομορφιάς, που πηγάζει από ένα έργο τέχνης. Ο Έρωτας είναι ένας εφευρετικός δαίμονας, έτοιμος να θυσιαστεί, για να πετύχει το σκοπό του. Και ο σκοπός του, αυτή η αθανασία, την οποία αναζητά, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στην ασκήμια ή στη βλακεία, αλλά μέσα στην ομορφιά, που προϋποθέτει την εξυπνάδα.
Ο έρωτας είναι λαχτάρα για το Αγαθό, που είναι φανερά ανίκανος να το φτάσει. Θα φτάσει μόνο υποκατάστατα αθανασίας.
Αλλά είμαστε ακόμα στον προθάλαμο της μύησης· πρέπει να συνεχίσομε ως τα τελευταία μυστήρια, αυτά που ανεβάζουν όποιον αγαπά ως μια υπερβατική μορφή του Αγαθού, το Ωραίο. Και θα βρούμε αμέσως τα ίδια σκαλοπάτια νοητότητας, που βρήκαμε κατά το ανέβασμα προς το Αγαθό.
Το πρώτο σκαλοπάτι είναι ο έρωτας ενός ωραίου σώματος, η αισθησιακή προσήλωση σ’ αυτόν που αγαπά κανείς, επειδή ικανοποιεί τις ορέξεις και κινητοποιεί τη συναισθηματικότατα. Έρωτας, που παραμένει περιορισμένος, επειδή είναι αποκλειστικός.
Το δεύτερο σκαλοπάτι κάνει το μύστη να καταλάβει πως τα όμορφα σώματα είναι τα καθρεφτίσματα της ίδιας σωματικής ομορφιάς. Αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι πρόσκληση για ένα σκόρπισμα, που δε θα έφερνε τίποτα καινούριο, αλλά η ανακάλυψη πως η προσήλωση του εραστή στον αγαπημένο δεν ορίζεται ολόκληρη από τη σωματική έλξη. Πρέπει να δέσει το σύνολο των αισθητών «μορφών» μέσα στην «ιδέα» του Ωραίου.
Στο τρίτο επίπεδο θα παρατηρήσει «την ομορφιά μέσα στις ψυχές» και θα ανακαλύψει πως αυτή έχει μεγαλύτερη αξία από την ομορφιά των σωμάτων.
Σε ένα τέταρτο στάδιο, αφού θα έχει καταλάβει πως το πνεύμα είναι πηγή της ομορφιάς, θα μπορέσει να δοκιμάσει την ομορφιά της ζωής στην πόλη και των νόμων, που τη ρυθμίζουν. Και, ακόμα πιο ψηλά, θα του παρουσιαστεί η ομορφιά της αληθινής επιστήμης «ώσπου, τελικά, στερεωμένος και μεγαλωμένος, σηκώνει τα μάτια προς μια μοναδική επιστήμη, την επιστήμη της ομορφιάς, για την οποία θα σου μιλήσω αμέσως[3]».
Τέλος, στο τέρμα της ανάβασης, η όψη (η ιδέα) της ομορφιάς θα του φανερωθεί «ξαφνικά». Το τελευταίο αυτό σκαλί προετοιμάζεται από τα προηγούμενα στάδια, αλλά μένει εντελώς χωριστά και δεν είναι προσιτό σε όλους τους μυημένους. Ο πιο αγνός έρωτας δε βρίσκεται ανάμεσα στη λαχτάρα και τη μη ικανοποίηση, δεν είναι πια ενδιάμεσος, αλλά ανήκει σε άλλη κατηγορία, την κατηγορία της εκπλήρωσης. Η διαλεκτική και ορθολογιστική γνωριμία μας αφήνει μακριά από το πραγματικό, ενώ η διανοητική διαίσθηση μας φέρνει σε επαφή με την καθαυτό ομορφιά: το ον-ομορφιά, παραγωγό κάθε ομορφιάς. Η διανοητική διαίσθηση της ομορφιάς είναι θείο δώρο. Ο μυημένος «δεν προσκολλάται πια σ’ ένα ομοίωμα, αλλά σε μια αληθινή αρετή, επειδή προσκολλάται στην αλήθεια[4]».
Θα φτάσει στο υπέρτατο όριο του έρωτα και ξαφνικά θ’ αντικρίσει μια ορισμένη ομορφιά, που από φυσικού της είναι θαυμάσια, εκείνη δα η ίδια, Σωκράτη, που αποτελούσε το στόχο όλων των προσπαθειών του ως τότε, μια ομορφιά που είναι αιώνια[5]… Θα του παρουσιαστεί αυτή καθαυτή, αιώνια ενωμένη με τον εαυτό της σε μια μοναδική μορφή και όλα τα άλλα πράγματα, που είναι όμορφα, μετέχουν στην ομορφιά αυτή με τέτοιο τρόπο, που η γέννηση ή ο αφανισμός των άλλων πραγματικοτήτων ούτε τη μεγαλώνει ούτε τη μικραίνει κατά τίποτε ούτε έχει κανένα αποτέλεσμα πάνω της.
Και η Διοτίμα τελειώνει τη μύησή της με μια περίληψη των σταδίων, που οδηγούν στην κορφή:
Το να ακολουθήσεις τον αληθινό δρόμο του έρωτα ή να οδηγηθείς εκεί από κάποιον άλλο σημαίνει να ξεκινήσεις αρχίζοντας από τις ομορφιές του κόσμου αυτού, για να πας προς εκείνη την ομορφιά, να υψώνεσαι πάντα ωσάν από σκαλί σε σκαλί, περνώντας από ένα όμορφο κορμί σε δυο, έπειτα από δυο σε όλα, έπειτα από τα όμορφα κορμιά στις όμορφες πράξεις, κατόπιν από τις πράξεις στις ωραίες επιστήμες, ώσπου από τις επιστήμες να έρθεις τέλος σ ’ εκείνη την επιστήμη, που δεν είναι άλλη από την επιστήμη της Ομορφιάς, για να γνωρίσεις, τέλος, την ομορφιά αυτή καθαυτή[6].
Όπως ο φυλακισμένος του σπηλαίου, έτσι και όποιος φτάσει στην κορυφή αυτή θα μπορεί να ξανακατεβεί και να κοιτάξει όλες τις όψεις, που παίρνει το Ωραίο μέσα στο σύμπαν «κρατώντας καρφωμένα τα μάτια του εκεί ψηλά», ικανός στο εξής όχι μόνο να ατενίζει την ομορφιά, αλλά και να γεννά πράγματα αληθινά όμορφα.
Ακριβώς στο σημείο αυτό μπαίνει στην αίθουσα του συμποσίου ο Αλκιβιάδης τύφλα στο μεθύσι. Στην κατάσταση αυτή και χωρίς να ξέρει τίποτε από όσα έχουν προηγηθεί, θα πλέξει αμέσως το εγκώμιο του Σωκράτη. Θαυμαστό ακομπανιαμέντο: ο Αλκιβιάδης αγαπά το Σωκράτη και εκδηλώνει τον έρωτά του για το Σωκράτη, που δεν έχει φυσική ομορφιά, είναι φτωχός και δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στις ερωτικές του προκλήσεις, αλλά ο Σωκράτης του έμαθε μια φρονιμάδα εξαιρετικά όμορφη και ελκυστική. Αυτό έχει σημασία μέσα στην έξαρση, που ξεσηκώνει ο δαίμονας Έρωτας.
Υπάρχει μια ανάβαση προς τη Δικαιοσύνη;
Πώς να φτάσει κανείς την τρίτη υπερβατική ιδέα; Δεν πρόκειται πια για μια ατομική προσπάθεια. Η δικαιοσύνη υπάρχει για το άτομο μόνο μέσα σε μια δίκαιη Πολιτεία και η δίκαιη Πολιτεία υπάρχει μόνο αν αποτελείται από ανθρώπους δίκαιους ή, τουλάχιστον, που αναζητούν τη δικαιοσύνη.
Ο Πλάτων είναι ριζικά αντίθετος με την κοινή αντίληψη της δικαιοσύνης, που αντιμετωπίζεται μόνο από τα έξω, σύμφωνα με τα αποτελέσματά της. Η δικαιοσύνη τότε είναι ζήτημα ωφελιμότητας, ένας τρόπος συμπεριφοράς με τους συμπολίτες, μια σύμβαση, για την οποία ορισμένοι, όπως ο Θρασύμαχος[7], θα πουν πως αποτελεί την ιδεολογία των αδύνατων, αλλά μπορεί επίσης κανείς να νομίσει, όπως ο Πρωταγόρας, πως πρόκειται για μια παράδοση κοινωνικής ζωής, που εκτιμάται από τα πλεονεκτήματα που φέρνει.
Η ιδέα της δικαιοσύνης είναι αυτή, που, κατά τον Πλάτωνα, κάνει δυνατή την ανθρώπινη συνύπαρξη, ενώ ταυτόχρονα είναι αρμονία της ατομικής ζωής. Η δικαιοσύνη υπάρχει τόσο στην ατομική ζωή, όσο και στην κοινωνική προβολή, που αποτελεί τη δομή της δημόσιας ζωής. Η δικαιοσύνη είναι θεμέλιο και όχι συνέπεια. Η ανάβαση στο θεμέλιο αυτό απαιτεί μια εντελώς διαφορετική προσπάθεια, την οποία θα δοκιμάσει να ξεκαθαρίσει το 4ο βιβλίο της «Πολιτείας». Και θα βρεθούμε πάλι στην πολιτική, αυτήν την πολιτική, που την αφήσαμε, μόνο για ξαναγυρίσομε σ’ αυτήν καλύτερα. Πρέπει ακόμη, προκαταβολικά, να είμαστε πιο οικείοι με τη σωστή φιλοσοφία.
--------------
[1] Μήτις σημαίνει πρακτική σοφία.[2] «Συμπόσιο», 203 b-e.
[3] «Συμπόσιο», 210 b.
[4] «Συμπόσιο», 212 a.
[5] «Συμπόσιο», 210 d.
[6] «Συμπόσιο», 211 b-c.
[7] Βιβλίο 1ο της «Πολιτείας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου