Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στο Μαντείο τους, όχι επειδή ήταν προληπτικοί και ανόητοι, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς να πιστεύουν σ΄ αυτό


 "Ξέρω καλά ότι ο θεός έτσι πάντα ενεργεί: τον σοφό παρακινεί μ΄ αινιγματικά λόγια, και τους ανόητους διδάσκει καθαρά και σύντομα" Σοφοκλής.

Η ετυμολογία της μαντικής και της μαντείας ανάγεται στο ρήμα μαίνεσθαι. Δηλαδή τα σχετικά φαινόμενα θεωρούνταν καταστάσεις ιερής μανίας, δηλαδή έκστασης κάτι που σημαίνει την, έως ένα βαθμό, απώλεια του εγώ όσο διαρκούσε η κατάσταση αυτή. Στον αρχαίο κόσμο η μαντική συνδεόταν με κάποια θεότητα, που πρόσφερε την πληροφορία που λάμβανε ο μάντης, ο οποίος ήταν το διάμεσο μέσω του οποίου η θεότητα πληροφορούσε για το μέλλον.

Υπήρχαν τεχνητοί τρόποι για να μεταβεί το πρόσωπο σε κατάσταση «διαμεσότητας». Ας θυμηθούμε τα φύλλα δάφνης της Πυθίας ως ένα μικρό παράδειγμα. Κατά τον Πλούταρχο η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι αποτέλεσμα συντονισμού της ψυχής του μάντη με τον κόσμο του υπερπέραν, ο οποίος φωτίζεται από τον Απόλλωνα - θεό του φωτός και του Ήλιου - οι ακτίνες του οποίου ξεδιαλύνουν το σκότος και τίποτα δεν είναι κρυφό από αυτόν. Η Κασσάνδρα, οι Σίβυλλες και οι Πυθίες θεωρούνταν « 'εξ 'Απόλλωνος μαινόμεναι ».

Η αγωνία και ο φόβος του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο και η επιθυμία του να προσεγγίσει την αιωνιότητα, αποτελούν βασικό έναυσμα της προσπάθειάς του να εξηγήσει και να αναλύσει τα συμβάντα του παρελθόντος αλλά και να έχει επίγνωση των συμβάντων του μέλλοντος με κάθε μέσο. Ένα απ’ αυτά τα μέσα αποτελεί η μαντεία. Μαντεία λοιπόν είναι η τέχνη πρόβλεψης του μέλλοντος και ερμηνείας του παρόντος και του παρελθόντος με μέσα που δεν βασίζονται στη λογική και στην επιστήμη. Βασικό της στοιχείο είναι αναμφισβήτητα ο νόμος της αιτιότητας, δηλαδή η αναζήτηση των αιτιών μιας ενέργειας για να είναι εφικτή η πρόγνωση του μέλλοντος. Επίσης ίσως, όπως μας λέει η Εύα Πάλμερ στο βιβλίο της "Ιερός Πανικός", "μερικές φορές, κατά τη διάρκεια ενός κύκλου εμπειριών, μια αστραπή από έναν κύκλο να ξεφεύγει και να διαπερνά το σπίτι κάποιου, έτσι που η όρασή του να θαμπώνεται από το περίσσειο φως" ή, να προσθέσουμε, η εσωτερική όρασή του να μεγθύνεται έως του σημείου ένας ανώτερος εαυτός να δίνει απαντήσεις σε χρόνια διατυπωμένα ερωτήματα...

Ο Σωκράτης πίστευε πως η μαντική μπορεί να γίνει κτήμα κάθε ανθρώπου μέσω της αυτογνωσίας. Για τους Στωικούς κάθε συμβάν συνδέεται με το σύνολο των γεγονότων, παρελθόντων, παρόντων και μελλόντων. Κατά τον Δημόκριτο οι ψυχές των προφητών και των τρελλών έχουν διαφορετική σύνθεση από τις ψυχές των υπόλοιπων ανθρώπων. Προκειμένου να επιτευχθεί η πρόγνωση είναι απαραίτητο η ψυχή να ελευθερωθεί από τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Γι' αυτό και οι μαντικές ικανότητες αυξάνονται στο μέγιστο σε κατάσταση ύπνωσης ή έκστασης.

Η ανίχνευση του αγνώστου κατά τους αρχαίους Έλληνες γινόταν μέσω των Θεών ή των σημείων που εκείνοι δίνουν στους ανθρώπους. Αυτό επιτυγχάνονταν με άμεσο, έμμεσο, σαφή ή συμβολικό τρόπο.

Οι αρχαίοι Έλληνες διαιρούσαν τη μαντική τέχνη σε δύο κατηγορίες: στην άτεχνη και την έντεχνη, ονόματα τα οποία αποδόθηκαν από τον Κικέρων στο Περί Μαντείας (De Divinatione). Η φυσική ή άτεχνος μαντεία ήταν μια «έμφυτη» ικανότητα προφητείας, μια θεόπνευστη ορμή, που μ’ αυτήν ο άνθρωπος γινόταν όργανο θείου πνεύματος. Αποτελούσε ένα χάρισμα που ασκούνταν με άμεσο τρόπο από ένα αγνό άτομο και ήταν κάθε στιγμή έτοιμο να δεχθεί την έμπνευση και να αποκαλύψει τη θεία βούληση. Από την άλλη πλευρά, η έντεχνη ή επαγωγική μαντεία διδασκόταν και συμπληρωνόταν από μακροχρόνια προσωπική πείρα. Διακρινόταν σε μαντική από έμψυχα όντα ή φυτά και σε μαντική από άψυχα αντικείμενα.

Οι Έλληνες θεωρούσαν πιο παλιά και επομένως πιο σεβαστή την άτεχνη μαντεία. Υπάρχουν δύο τρόποι άσκησης της άτεχνης μαντείας: α) «διά εμπνεύσεως» και β) «δια χρησμών» . Η πρώτη εξασκούταν μόνο από άτομα τα οποία βρίσκονταν σε κατάσταση έμπνευσης και δεν ήταν απαραιτήτως ιερείς. Αντίθετα η δεύτερη εξασκούταν από μάντεις, ιερείς, κλπ οι οποίοι έπεφταν σε έκσταση με διάφορα τεχνητά μέσα.

Ο πρώτος τρόπος άσκησης της άτεχνης μαντείας, δηλαδή «διά εμπνεύσεως» ασκούταν από τριών ειδών μάντεις: τους δαιμονόληπτες, τους ενθουσιαστικούς και τους εκστατικούς. Οι δαιμονόληπτοι αποκαλούνταν «πυθωνικοί ή πύθωνες» και «εγγαστρίμυθοι ή εγγαστρίται» σε περίπτωση που έφεραν στην κοιλιά τους δαίμονες/θεούς. Ο πρώτος που δίδαξε αυτήν την τεχνική ήταν ο Ευρυκλής. Οι ενθουσιαστικοί (Ορφεύς, Μουσαίος, Αμφίων κλπ) ήταν μάντεις ή άλλα πρόσωπα που περιέπεφταν ξαφνικά σε μαντική έξαρση. Τέλος, οι εκστατικοί περιέπεφταν σε πλήρη αναισθησία για πολύ ώρα, κατά την οποία η ψυχή τους απελευθερωνόταν από το σώμα και αποκτούσε πολύ ισχυρές δυνάμεις. Χαρακτηριστικά παράδειγμα αποτελούν ο μάντης Επιμενίδης και από γυναίκες η Κασσάνδρα, η Πυθία και οι Σίβυλλες. Τέλος στη θεία έμπνευση εντάσσονται και τα όνειρα, τα οποία στέλνονταν από τους θεούς (π.χ. ο Όνειρος). Στα όνειρα εμφανίζονταν θεότητες ή σκιές πεθαμένων και με έναν συμβολικό τρόπο δήλωναν τη βούληση των θεών. Υπήρχαν όμως και φορές που οι θεοί έστελναν όνειρα απατηλά.

Ο δεύτερος τρόπος άσκησης της άτεχνης μαντικής τέχνης («δια χρησμών») ασκούνταν κυρίως από τα μαντεία ή χρηστήρια και οι χρησμοί δίνονταν με διαφορετικό τρόπο από μαντείο σε μαντείο. Άλλες ονομασίες των χρησμών ήταν μαντεύματα, θεοπρόπια, φήμες, θέσφατα και λόγια και των μάντεων χρησμωδός ή χρησμολόγος (=εξηγητής / συλλέκτης χρησμών). Οι χρησμοί συχνά επηρέαζαν τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις ενός έθνους.

Η έντεχνη μαντεία εξαρτιόταν από σημεία που προϋπέθεταν σπουδή και γνώση, ενώ ερμηνεύονταν με βάση δεισιδαιμονίες και προλήψεις από γιατρούς, μάντεις, κήρυκες κλπ, οι οποίοι αποτελούσαν υψηλή κοινωνική τάξη. Τα σημεία αυτά θεωρούνταν ότι τα έστελνε ο Δίας και για αυτό το λόγο ονομάζονταν «διοσημίες», π.χ. αστραπές, κεραυνοί, βροντές κλπ. Η υπεροχή της έντεχνης μαντικής κατά τους πρώιμους χρόνους φαίνεται και από την εκτενή πραγμάτευσή της από τον Όμηρο, όπου τα διάφορα είδη της κατείχαν σημαντικό ρόλο τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο βίο: Η οιωνοσκοπία π.χ, καθώς και η εμπυρομαντεία, αναφέρονται πάρα πολύ συχνά ως τρόποι ερηνείας της θείας βούλησης και ως αρωγοί στη λήψη καθοριστικών αποφάσεων.

Παρ΄ όλα αυτά, η εμπνευσμένη μαντική στον Όμηρο δεν ήταν εντελών άγνωστη. Άτομα όπως ο Κάλχας και ο Έλενος εμφανίζονται να προφητεύουν κατόπιν θείκής εμπνεύσεως, δίχως τη βοήθεια θεϊκών σημαδιών, ενώ μια φορά στην Ιλιάδα αναφέρεται το όνομα "Πυθώ πετρήεσσα", το οποίο μάλλον αναφέρεται στην Πυθία των Δελφών. Δείγματα άσκησης της εμπνευσμένης μαντικής έχουμε σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και για στις κύριες μεθόδους της θ΄ αναφερθούμε στην δημοσίευση της ερχόμενης Δευτέρας.

Ωστόσο, αξίζει ν΄ αναφερθεί πως ο ιστορικός μελετητής του αρχαίου κόσμου Έρικ Ρόμπερτσον Ντοντς μας λέει ότι "Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στο Μαντείο τους, όχι επειδή ήταν προληπτικοί και ανόητοι, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς να πιστεύουν σ΄ αυτό". Το μαντείο σήμαινε πίστη και θρησκεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου