Δέκα χρόνια μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε μια ελάχιστη δύναμη απαρχαιωμένων τορπιλοβόλων και τριών Γαλλικών θωρηκτών που είχαν κατασκευασθεί το 1889. Η επιτακτική ανάγκη για τη δημιουργία αξιόμαχου στόλου είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του στόλου - στα τέλη του 1908 - με τέσσερα καινούρια Αγγλικά και τέσσερα Γερμανικά αντιτορπιλικά. Σε αυτά επρόκειτο να προστεθεί το Θωρακισμένο-Καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ», η Δόξα του Πολεμικού Ναυτικού.
Για την ανανέωση του Στόλου η τότε κυβέρνηση Μαυρομιχάλη είχε απευθυνθεί στα Ναυπηγεία Ορλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου εκείνη ακριβώς την εποχή κατασκευαζόταν ένα θωρακισμένο–καταδρομικό το οποίο είχε παραγγελθεί και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το Ιταλικό Ναυτικό. Όμως, η ακύρωση της παραγγελίας από τη μεριά των Ιταλών και η άμεση προκαταβολή του 1/3 της συνολικής αξίας του πλοίου επέτρεψαν την απόκτηση του θωρηκτού από την Ελλάδα.
Ως «πλοίο εν ενεργεία», το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» στέκεται σήμερα αγέρωχο, φωτεινό σύμβολο της Ελληνικής ναυτοσύνης και του πολεμικού ηρωισμού. Στην τελευταία του μάχη, αυτή της ιστορικής μνήμης, το «Γ. Αβέρωφ» βγήκε για άλλη μια φορά νικητής.
Ιστορικό Αγοράς
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη αποφάσισε να ενισχύσει ιδιαίτερα τον στόλο του (τότε) Βασιλικού Ναυτικού, καθώς τα υπάρχοντα πλοία είχαν καταστεί απαρχαιωμένα με την ραγδαία εξέλιξη της ναυτικής τεχνολογίας. Έγιναν αγορές αντιτορπιλικών και τορπιλοβόλων από το εξωτερικό, αλλά η πιο σημαντική κίνηση ήταν η παραγγελία και τελικά η αγορά του "Γ. ΑΒΕΡΩΦ".
Ενώ ο οίκος Ορλάντο διαπραγματευόταν στην Αθήνα με την ελληνική κυβέρνηση την πώληση του πλοίου, αφίχθησαν στο Λιβόρνο Τούρκοι αξιωματικοί για να το εξετάσουν. Οι Τούρκοι δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα υπήρχε περίπτωση να αγοράσει το πλοίο και γι' αυτό κινήθηκαν κάπως νωθρά. Οι απεσταλμένοι τους βρήκαν το πλοίο καλό αλλά με μικρές γαιανθρακαποθήκες, άρα ακατάλληλο για μακρούς πλόες, για τους οποίους το ήθελαν.
Αρχική διαμόρφωση (1911-1926):
- Ακτίνα ενέργειας: 7125 μίλια με ταχύτητα 10 κόμβων, 2489 μίλια με ταχύτητα 18 κόμβων.
Το ποσόν της προκαταβολής προήλθε από τη διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ και ανήρχετο σε 8.000.000 εκατομμύρια χρυσές δραχμές, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 15.650.000 χρυσών δραχμών καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.). Η κυβέρνηση δαπάνησε 23.650.000 δρχ. για την απόκτηση του. Τα 8.000.000 δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία δημοσίευσης της διαθήκης).
Η διαθήκη όριζε ότι το 1/5 της περιουσίας του (20 μερίδια) παραχωρείται για τη ναυπήγηση ισχυρού καταδρομικού πλοίου που θα φέρει το όνομα του και διασκευασμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει ως Εκπαιδευτικό πλοίο Σχολής Ναυτικών Δοκίμων προς την πρακτική και θεωρητική τελειοποίηση αυτών. Το υπόλοιπο ποσό 14.300.000 καλύφθηκε εξ' ολοκλήρου από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι Τούρκοι είχαν ενδιαφερθεί για την αγορά του πλοίου
Το 10.200 τόνων θωρακισμένο εύδρομο (όπως ακριβέστερα περιγράφεται) είχε Ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 Γαλλικούς λέβητες, Γερμανικές γεννήτριες και Αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG. Η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε το Θωρηκτό ήταν 23 κόμβοι.
Το 10.200 τόνων θωρακισμένο εύδρομο (όπως ακριβέστερα περιγράφεται) είχε Ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 Γαλλικούς λέβητες, Γερμανικές γεννήτριες και Αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG. Η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε το Θωρηκτό ήταν 23 κόμβοι.
Το «Γ. Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου (27 Φεβρουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο) 1910 και την 11 Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε στο Φάληρο, όπου έγινε δεκτό από τους Έλληνες με ενθουσιασμό.αλλά άργησαν να καταθέσουν την προσφορά τους, καθώς επίσης και ότι η τότε Ελληνική κυβέρνηση πέτυχε τελική τιμή κατά 2.000.000 δρχ. μικρότερη από το ποσό που πρόσφερε το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό για το αδελφό πλοίο "ΠΙΖΑ". Η οριστική σύμβαση της αγοράς του επικυρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1909.
Το Θωρηκτό δεν άργησε να γνωρίσει το βάπτισμα του πυρός. Τον Οκτώβριο του 1912, με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, το «Γ. Αβέρωφ», επικεφαλής του Στόλου του Αιγαίου υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απέπλευσε προς τα Δαρδανέλια. Κατέλαβε τη Λήμνο και στον όρμο του Μούδρου εγκαταστάθηκε το προχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η κατάληψη του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Αγ. Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος).
Το Θωρηκτό δεν άργησε να γνωρίσει το βάπτισμα του πυρός. Τον Οκτώβριο του 1912, με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, το «Γ. Αβέρωφ», επικεφαλής του Στόλου του Αιγαίου υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απέπλευσε προς τα Δαρδανέλια. Κατέλαβε τη Λήμνο και στον όρμο του Μούδρου εγκαταστάθηκε το προχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η κατάληψη του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Αγ. Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος).
Η σύγκρουση με τον Τουρκικό στόλο ήταν πλέον αναπόφευκτη. Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης έδωσε επιθετικό χαρακτήρα στον ελληνικό σχεδιασμό. Διέταξε το στόλο του να αρχίσει να πλέει από βορρά προς νότο, οπότε ο Οθωμανικός στόλος εμφανίσθηκε στην έξοδο των Στενών. Τότε, ο Κουντουριώτης απηύθυνε το περίφημο σήμα του στα Ελληνικά πλοία που συνέπλεαν με το «Γ. Αβέρωφ»: «Με την δύναμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου πλέω μεθ' ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησιν προς την νίκην εναντίον του εχθρού του Γένους».
Η έκβαση των Ναυμαχιών της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) που ακολούθησαν, διέλυσε τις προσδοκίες του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου. Ο Οθωμανικός στόλος δεν θα επιχειρούσε πια νέα έξοδο στο Αιγαίο. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 αποτελούν αναντίρρητα την πλέον ένδοξη πολεμική περίοδο του θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ».
Με την έναρξη των εχθροπραξιών, τον Οκτώβριο του 1912, ο Ελληνικός στόλος κλήθηκε να πετύχει έναν ιδιαίτερα δύσκολο συνδυασμό πολλαπλών στόχων: να εμποδίσει την έξοδο του Οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο, να αποκτήσει την κυριότητα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, να εμποδίσει τη μεταφορά Οθωμανικών στρατευμάτων και εφοδίων προς τα ηπειρωτικά μέτωπα των Βαλκανίων, καθώς και να προστατεύσει τις αντιστοιχείς θαλάσσιες μεταφορές της Ελλάδας και των συμμάχων της.
Με την έναρξη των εχθροπραξιών, τον Οκτώβριο του 1912, ο Ελληνικός στόλος κλήθηκε να πετύχει έναν ιδιαίτερα δύσκολο συνδυασμό πολλαπλών στόχων: να εμποδίσει την έξοδο του Οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο, να αποκτήσει την κυριότητα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, να εμποδίσει τη μεταφορά Οθωμανικών στρατευμάτων και εφοδίων προς τα ηπειρωτικά μέτωπα των Βαλκανίων, καθώς και να προστατεύσει τις αντιστοιχείς θαλάσσιες μεταφορές της Ελλάδας και των συμμάχων της.
Η επιτυχής έκβαση των Ελληνικών επιτελικών σχεδιασμών ήταν αποτέλεσμα τριών κυρίως παραγόντων: των αυξημένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων που διέθετε το νεότευκτο θωρηκτό, της αναμφισβήτητης ηγετικής ικανότητας και τόλμης του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, όπως και του υψηλότατου ηθικού των Ελληνικών πληρωμάτων όλου ανεξαιρέτως του Ελληνικού στόλου. Η επιτυχής κατάληψη των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου και η κατίσχυση των Ελληνικών όπλων στις Ναυμαχίες της Έλλης και την Λήμνου είχαν ως αποτέλεσμα ο «Γ. Αβέρωφ» να αποκτήσει διαστάσεις συμβόλου στη λαϊκή μνήμη: ένας μύθος είχε πια γεννηθεί.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη. Όμως, το 1917 η Κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου απεφάσισε να συμμετάσχει στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων. Με το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης -Οκτώβριος 1918- η Τουρκία συνθηκολόγησε (ανακωχή του Μούδρου) και η Ελλάδα βρέθηκε στην πλευρά των νικητών. Το «Γ. Αβέρωφ» κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί ύψωσε την Ελληνική σημαία ως μία από τις νικήτριες δυνάμεις του Μεγάλου Πολέμου.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη. Όμως, το 1917 η Κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου απεφάσισε να συμμετάσχει στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων. Με το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης -Οκτώβριος 1918- η Τουρκία συνθηκολόγησε (ανακωχή του Μούδρου) και η Ελλάδα βρέθηκε στην πλευρά των νικητών. Το «Γ. Αβέρωφ» κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί ύψωσε την Ελληνική σημαία ως μία από τις νικήτριες δυνάμεις του Μεγάλου Πολέμου.
Συμπερασματικά, ο πλήρης έλεγχος της Μεσογείου από το συμμαχικό ναυτικό και η επιτυχία της συμμαχικής ναυτικής στρατηγικής, που απέβλεπε στον αποκλεισμό του στόλου των Κεντρικών Δυνάμεων στην Αδριατική και του τουρκικού στον Βόσπορο, στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό σ' αυτά ακριβώς τα πλήγματα που είχε επιφέρει ο Ελληνικός στόλος και το «Γ. Αβέρωφ» στην Κωνσταντινούπολη και η ύψωση της Ελληνικής σημαίας αποτέλεσαν τη δικαίωση του θάρρους και της αυταπάρνησης του Ελληνικού πολεμικού στόλου στον αγώνα για εθνική ολοκλήρωση, σύμβολο πλέον ναυτικής τόλμης και ηρωισμού, διέγειρε τη συλλογική φαντασία και τα οράματα του Ελληνισμού.
Μετά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης το «Γ. Αβέρωφ» μαζί με τον υπόλοιπο στόλο μετέφερε τα Ελληνικά στρατεύματα στην Ιωνία. Οι εξελίξεις των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία διέγραψαν γρήγορα αρνητική πορεία που κατέληξε στην Καταστροφή του '22. Το «Γ. Αβέρωφ» βρέθηκε ξανά στα Μικρασιατικά παράλια, τούτη τη φορά για να βοηθήσει στη μεταφορά των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου Ελληνικού στοιχείου.
Με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» τέθηκε και πάλι επικεφαλής, ως ναυαρχίδα του Ελληνικού πολεμικού στόλου. Μετά ωστόσο τη κατάρρευση του μετώπου, τον Απρίλιο του 1941, το Υπουργείο Ναυτικών διέταξε την αυτοβύθιση του θωρηκτού, προκειμένου να μην περιέλθει στα χέρια του εχθρού. Στην καρδιά και στο φρόνημα των Ελληνικών πληρωμάτων, η αναχώρηση των εναπομεινάντων πλοίων του στόλου στην Αλεξάνδρεια ήταν αδιανόητο να γίνει χωρίς την ασφαλή συντροφιά του «Μπάρμπα Γιώργη», του ηρωικού Θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ», όπως ήταν συνηθισμένο να ονομάζεται από τα πληρώματα.
Μετά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης το «Γ. Αβέρωφ» μαζί με τον υπόλοιπο στόλο μετέφερε τα Ελληνικά στρατεύματα στην Ιωνία. Οι εξελίξεις των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία διέγραψαν γρήγορα αρνητική πορεία που κατέληξε στην Καταστροφή του '22. Το «Γ. Αβέρωφ» βρέθηκε ξανά στα Μικρασιατικά παράλια, τούτη τη φορά για να βοηθήσει στη μεταφορά των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου Ελληνικού στοιχείου.
Με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» τέθηκε και πάλι επικεφαλής, ως ναυαρχίδα του Ελληνικού πολεμικού στόλου. Μετά ωστόσο τη κατάρρευση του μετώπου, τον Απρίλιο του 1941, το Υπουργείο Ναυτικών διέταξε την αυτοβύθιση του θωρηκτού, προκειμένου να μην περιέλθει στα χέρια του εχθρού. Στην καρδιά και στο φρόνημα των Ελληνικών πληρωμάτων, η αναχώρηση των εναπομεινάντων πλοίων του στόλου στην Αλεξάνδρεια ήταν αδιανόητο να γίνει χωρίς την ασφαλή συντροφιά του «Μπάρμπα Γιώργη», του ηρωικού Θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ», όπως ήταν συνηθισμένο να ονομάζεται από τα πληρώματα.
Έτσι λοιπόν, μετά τον επιτυχή κατάπλου του θωρηκτού στην Αλεξάνδρεια, το πλοίο κατευθύνθηκε στη Βομβάη για γενική επισκευή και επιθεώρηση. Αρχικά το «Γ. Αβέρωφ» δραστηριοποιήθηκε στον Ινδικό Ωκεανό, με αποστολή την προστασία νηοπομπών, που κατευθύνονταν από τη Βομβάη στο Άντεν. Στο τέλος του 1942 ο «Γ. Αβέρωφ» κατέπλευσε στο Πορτ Σάιντ, όπου συμμετείχε σε αποστολές προστασίας λιμένων.
Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1944 και ύστερα από απουσία σχεδόν τεσσάρων ετών, ο ένδοξος «Γ. Αβέρωφ» επέστρεψε στις 16 Οκτωβρίου 1944 το απόγευμα στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του την τότε εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση και αγκυροβόλησε πανηγυρικά στον Φαληρικό όρμο. Στο χρονικό διάστημα 1947 έως 1949 το Θωρηκτό έγινε Αρχηγείο Στόλου στο Κερατσίνι. Όμως, το πλοίο είχε ‘γεράσει' και το 1952 διατάχθηκε ο παροπλισμός του. Από το 1957 μέχρι το 1983, το Θωρηκτό βρέθηκε πρυμνοδετημένο στον Πόρο.
Το 1984 το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να το αποκαταστήσει. Μετά από τριάντα χρόνια στο περιθώριο, το Θωρηκτό ξεκίνησε τη νέα του πορεία. Την ίδια χρονιά το πλοίο ρυμουλκήθηκε από τον Πόρο και κατέληξε στο Φάληρο, όπου άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασής του. Το μέγεθος της δαπάνης για τη σταθεροποίηση – αποκατάσταση από το 1985 μέχρι σήμερα είναι μεγάλο και ένα μεγάλο μέρος των δαπανών προήλθε από δωρεές ιδιωτών, οι σημαντικότερες των οποίων ήταν της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οικογένειας Λάτση και του Ιδρύματος Ωνάση.
Το 1984 το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να το αποκαταστήσει. Μετά από τριάντα χρόνια στο περιθώριο, το Θωρηκτό ξεκίνησε τη νέα του πορεία. Την ίδια χρονιά το πλοίο ρυμουλκήθηκε από τον Πόρο και κατέληξε στο Φάληρο, όπου άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασής του. Το μέγεθος της δαπάνης για τη σταθεροποίηση – αποκατάσταση από το 1985 μέχρι σήμερα είναι μεγάλο και ένα μεγάλο μέρος των δαπανών προήλθε από δωρεές ιδιωτών, οι σημαντικότερες των οποίων ήταν της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οικογένειας Λάτση και του Ιδρύματος Ωνάση.
Σήμερα το πλοίο-μουσείο «Γ. Αβέρωφ» αποτελεί μνημείο που τιμά αυτούς που υπηρέτησαν και έπεσαν στη διάρκεια της ένδοξης ιστορίας του. Συνάμα διατηρεί ζωντανά τα μη απτά ανθρώπινα αποθέματα, όπως η κληρονομιά των θαλασσών, η σημασία των θαλασσίων μεταφορών και η ελκυστικότητα του ναυτικού επαγγέλματος, όπου η αξιοπρέπεια, το ήθος και η δημοκρατική αντίληψη, είναι κοινός τόπος συνάντησης όλων των ναυτικών.
Το Πλωτό Ναυτικό Μουσείο Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» αποτελεί εδώ και χρόνια μια δραστήρια εκπαιδευτική κοινότητα με καθημερινές επισκέψεις σχολείων, ιδρυμάτων, οργανισμών, καθώς και πλήθους ιδιωτών. Με τις επισκέψεις αυτές πραγματοποιείται και η δεύτερη πτυχή του οράματος του δωρητή, που ήθελε το πλοίο, παράλληλα με τον εθνικό του σκοπό, να εκπληρώνει και εκπαιδευτική αποστολή.
Είναι ζήτημα εάν στην παγκόσμια ιστορία του πολεμικού ναυτικού θα μπορούσαμε να συναντήσουμε άλλο πολεμικό πλοίο που να συνδέθηκε για σχεδόν μισό αιώνα με την ιστορία και τα πεπρωμένα ενός έθνους. Το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», μοναδική ίσως εξαίρεση, μαζί με την προσωπικότητα και το πατριωτικό ήθος του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τη διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων εθνικής εμβέλειας χωρίς ουδέποτε να γνωρίσει την ήττα και την ατίμωση.
Ακόμα και μετά τον ειρηνικό επίλογο της πολεμικής του δράσης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η ψυχή του «Μπάρμπα Γιώργη» εξακολουθούσε να παραμένει ζωντανή, έτοιμη για την τελευταία μάχη. Ο έρανος που προκήρυξε το Πολεμικό Ναυτικό, προκειμένου να συμβάλει στα έξοδα αποκατάστασης του πλοίου, επέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα, απόδειξη του ισχυρού συμβολισμού που το θωρηκτό είχε εδραιώσει για δεκαετίες στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων.
Είναι ζήτημα εάν στην παγκόσμια ιστορία του πολεμικού ναυτικού θα μπορούσαμε να συναντήσουμε άλλο πολεμικό πλοίο που να συνδέθηκε για σχεδόν μισό αιώνα με την ιστορία και τα πεπρωμένα ενός έθνους. Το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», μοναδική ίσως εξαίρεση, μαζί με την προσωπικότητα και το πατριωτικό ήθος του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τη διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων εθνικής εμβέλειας χωρίς ουδέποτε να γνωρίσει την ήττα και την ατίμωση.
Ακόμα και μετά τον ειρηνικό επίλογο της πολεμικής του δράσης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η ψυχή του «Μπάρμπα Γιώργη» εξακολουθούσε να παραμένει ζωντανή, έτοιμη για την τελευταία μάχη. Ο έρανος που προκήρυξε το Πολεμικό Ναυτικό, προκειμένου να συμβάλει στα έξοδα αποκατάστασης του πλοίου, επέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα, απόδειξη του ισχυρού συμβολισμού που το θωρηκτό είχε εδραιώσει για δεκαετίες στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων.
Ως «πλοίο εν ενεργεία», το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» στέκεται σήμερα αγέρωχο, φωτεινό σύμβολο της Ελληνικής ναυτοσύνης και του πολεμικού ηρωισμού. Στην τελευταία του μάχη, αυτή της ιστορικής μνήμης, το «Γ. Αβέρωφ» βγήκε για άλλη μια φορά νικητής.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη αποφάσισε να ενισχύσει ιδιαίτερα τον στόλο του (τότε) Βασιλικού Ναυτικού, καθώς τα υπάρχοντα πλοία είχαν καταστεί απαρχαιωμένα με την ραγδαία εξέλιξη της ναυτικής τεχνολογίας. Έγιναν αγορές αντιτορπιλικών και τορπιλοβόλων από το εξωτερικό, αλλά η πιο σημαντική κίνηση ήταν η παραγγελία και τελικά η αγορά του "Γ. ΑΒΕΡΩΦ".
Η ιταλική κυβέρνηση είχε παραγγείλει το «Pisa» στα ναυπηγεία Ορλάντο, καθώς και ένα ακριβές αντίγραφό του, το «Β». Επίσης, ναυπήγησε το απολύτως όμοιο πλοίο «Αμάλφι» στο ναυπηγείο Odero, καθώς και τα πλοία «San Giorgio» και «San Marco» στα κρατικά ναυπηγεία του Καστελαμάρε (η διαφορά που είχαν τα «San Giorgio» και «San Marco» είναι ότι κινούνταν με ατμοστροβίλους). Έκρινε όμως ότι το «Β» δεν είναι αναγκαίο και αποφάσισε να το πουλήσει.
Τότε (φθινόπωρο του 1909) ο αντιναύαρχος Γκέιμπλ, αρχηγός της βρετανικής ναυτικής αποστολής στην Τουρκία, κατάρτισε ένα πρόγραμμα ναυπήγησης νέων θωρηκτών εκτοπίσματος περίπου 10.000 τόνων για το ναυτικό των Οθωμανών, και πήγε στη Βρετανία για να προετοιμάσει συμφωνία ανάμεσα στα αγγλικά ναυπηγεία και στην τουρκική κυβέρνηση. Η τουρκική ηγεσία όμως προτιμούσε πλοία τύπου ντρέντνοτ κι όχι θωρηκτά 10.000 τόνων. Επικαλέστηκε μάλιστα ένα ερώτημα της ρωσικής κυβέρνησης για ποιο λόγο ετοιμάζεται τέτοιας έκτασης εξοπλιστικό πρόγραμμα, για να απορρίψει τις εισηγήσεις του Γκέιμπλ.
Τότε (φθινόπωρο του 1909) ο αντιναύαρχος Γκέιμπλ, αρχηγός της βρετανικής ναυτικής αποστολής στην Τουρκία, κατάρτισε ένα πρόγραμμα ναυπήγησης νέων θωρηκτών εκτοπίσματος περίπου 10.000 τόνων για το ναυτικό των Οθωμανών, και πήγε στη Βρετανία για να προετοιμάσει συμφωνία ανάμεσα στα αγγλικά ναυπηγεία και στην τουρκική κυβέρνηση. Η τουρκική ηγεσία όμως προτιμούσε πλοία τύπου ντρέντνοτ κι όχι θωρηκτά 10.000 τόνων. Επικαλέστηκε μάλιστα ένα ερώτημα της ρωσικής κυβέρνησης για ποιο λόγο ετοιμάζεται τέτοιας έκτασης εξοπλιστικό πρόγραμμα, για να απορρίψει τις εισηγήσεις του Γκέιμπλ.
Ενώ ο οίκος Ορλάντο διαπραγματευόταν στην Αθήνα με την ελληνική κυβέρνηση την πώληση του πλοίου, αφίχθησαν στο Λιβόρνο Τούρκοι αξιωματικοί για να το εξετάσουν. Οι Τούρκοι δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα υπήρχε περίπτωση να αγοράσει το πλοίο και γι' αυτό κινήθηκαν κάπως νωθρά. Οι απεσταλμένοι τους βρήκαν το πλοίο καλό αλλά με μικρές γαιανθρακαποθήκες, άρα ακατάλληλο για μακρούς πλόες, για τους οποίους το ήθελαν.
Αναχώρησαν για το Παρίσι, αλλά καθ' οδόν πήραν ένα τηλεγράφημα που έλεγε ότι η Ελλάδα επρόκειτο να αγοράσει το πλοίο. Επέστρεψαν άρον άρον στο Λιβόρνο και, χωρίς να ρωτήσουν πόσα προσφέρει η Ελλάδα, είπαν ότι δίνουν 250.000 στερλίνες παραπάνω προκειμένου να το πάρουν. Η απάντηση των Ιταλών ήταν ότι το πλοίο ήδη αγοράστηκε και πληρώθηκε. Η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε τελική τιμή κατά 2.000.000 δρχ. μικρότερη από το ποσό που πρόσφερε το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό για το αδελφό πλοίο «Pisa». Η οριστική σύμβαση της αγοράς του επικυρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1909.
ΧαρακτηριστικάΑρχική διαμόρφωση (1911-1926):
- Διαστάσεις : μήκος μεταξύ ορθίων 140,5 μ., πλάτος 21 μ., βύθισμα 7,5 μ.
- Εκτόπισμα: 10.118 τόνοι
- Μηχανή προώθησης: 2 τετρακύλινδρες παλινδρομικές ατμομηχανές τριπλής εκτόνωσης, 2 προωστήρες, 22 λέβητες υδραυλικού συστήματος Belleville, ενδεικτική ιπποδύναμη 19000 ίπποι.
- Ταχύτητα: 23 κόμβοι (την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μειωθεί στους 16 κόμβους) με καύσιμη ύλη 1500 τόνους άνθρακα.
- Πλήρωμα : 670 άνδρες.
- 4 πυροβόλα 9,2 ιντσών (234 χιλιοστών), συστήματος Armstrong, σε δύο δίδυμους πύργους κατά μήκος, ανά ένα σε πλώρη και πρύμνη
- 8 πυροβόλα 7,5 ιντσών (190 χιλιοστών), ομοίου συστήματος, σε 4 δίδυμους πύργους, ανά δύο εκατέρωθεν των πλευρών, στο ύψος της μέσης
- 14 ταχυβόλα των 75 χιλ., 2 ταχυβόλα ανταεροπορικά (Α/Α) των 75 χιλ., 4 ταχυβόλα των 47 χιλ.
- 3 τορπιλοσωλήνες, 2 υποβρύχιοι πλευρικοί και 1 υποβρύχιος πρυμναίος, 17 ιντσών (430 χιλιοστών)
- 2 δίδυμοι πύργοι των 23,4 εκατοστών κατά το διάμηκες
- 8 πυροβόλα των 19,5 εκατοστών σε 4 δίδυμες πλευρικούς πύργους
- 8 πυροβόλα των 7,6 εκατοστών
- 4 Α/Α πυροβόλα των 7,6 εκατοστών και 6 πυροβόλα των 37 χιλιοστών (δύο υποβρύχιοι Τ/Σ πλευρικοί και ένα κατά το διάμηκες πρύμνης αφαιρέθηκαν κατά την μετασκευή του μεταξύ 1925-1926).
- Ακτίνα ενέργειας: 7125 μίλια με ταχύτητα 10 κόμβων, 2489 μίλια με ταχύτητα 18 κόμβων.
Καθέλκυση - Πρώτες Αποστολές
Το πλοίο καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου 1910, και μετά από δοκιμές διάρκειας ενός έτους παραλήφθηκε στις 16 Μαΐου του 1911 οπότε και απέπλευσε με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Ι. Δαμιανό για την Αγγλία προκειμένου να λάβει μέρος στις εορτές στέψης του Βασιλιά Γεωργίου Ε' στο Spithead, αλλά και για να εφοδιασθεί με πυρομαχικά. Κατά την εκεί μεθόρμιση στις 19 Ιουνίου προσάραξε σε ύφαλο και χρειάστηκε να δεξαμενιστεί.
Το πλοίο καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου 1910, και μετά από δοκιμές διάρκειας ενός έτους παραλήφθηκε στις 16 Μαΐου του 1911 οπότε και απέπλευσε με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Ι. Δαμιανό για την Αγγλία προκειμένου να λάβει μέρος στις εορτές στέψης του Βασιλιά Γεωργίου Ε' στο Spithead, αλλά και για να εφοδιασθεί με πυρομαχικά. Κατά την εκεί μεθόρμιση στις 19 Ιουνίου προσάραξε σε ύφαλο και χρειάστηκε να δεξαμενιστεί.
Τότε σημειώθηκαν κάποια επεισόδια απειθαρχίας οπότε λίγες μέρες μετά, στις 8 Ιουλίου, ο κυβερνήτης αντικαταστάθηκε από τον Πλοίαρχο Παύλο Κουντουριώτη, που πέτυχε την αποκατάσταση της τάξης και τη μέγιστη απόδοση του πλοίου. Στις 20 Αυγούστου απέπλευσε από την Αγγλία και στις 1 Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε στο Φάληρο μέσα σε μια φρενήρη υποδοχή που του επιφύλαξαν όλα τα πλωτά μέσα της περιοχής που ήταν κατάμεστα κόσμου.
Ο "Αβέρωφ" ήταν εκείνη την εποχή το πιο σύγχρονο και ισχυρό πλοίο στην Aνατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στο Αιγαίο.
ΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΟ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ 1911
Τεχνολογία - Ναυτοσύνη και Ιστορική Συνέχεια:
Η Περίπτωση του Θωρακισμένου Καταδρομικού ''Γ. Αβέρωφ''
Η ναυτική ιστορία ενός έθνους αποτελεί, αναπόδραστα, ένα σύνθετο γνωστικό πεδίο, καθώς εκφράζει αθροιστικά κοινωνικούς, οικονομικούς, διπλωματικούς, οπλικούς, στρατηγικούς και επιχειρησιακούς παράγοντες στην πορεία του χρόνου. Παρά όμως την πολυπλοκότητα του γνωστικού αυτού αντικειμένου εμφανίζεται ενίοτε και σε απλούστερες μορφές που δεν στερούνται ενδιαφέροντος ή βάθους. Για παράδειγμα, η επίδοση και οι ιδιαιτερότητες της δράσης ορισμένων μονάδων του στόλου αποδίδουν, ενίοτε, κομβικά σημεία της ναυτικής ιστορίας. Η περίπτωση της εκατονταετούς ζωής του θωρακισμένου καταδρομικού Γεώργιος Αβέρωφ επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Η Αγορά του Αβέρωφ, τα Τεχνικά Χαρακτηριστικά του και η Αξιοποίησή τους κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Η αγορά του Αβέρωφ δεν αποτέλεσε έμπνευση της στιγμής αλλά υπήρξε καρπός μακρόχρονων ζυμώσεων που είχαν ως αντικείμενο τη βέλτιστη δυνατή συγκρότηση της δομής δυνάμεως του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Οι ζυμώσεις αυτές αποκρυσταλλώθηκαν το 1909 στο ότι τα στρατηγικά, τεχνολογικά και επιχειρησιακά δεδομένα ενός ενδεχόμενου ναυτικού πολέμου στις Ελληνικές θάλασσες απαιτούσαν την ένταξη στον Ελληνικό στόλο θωρηκτής μονάδας μεγάλης ταχύτητας για να μπορεί να καλύπτει ευχερέστερα όλα τα επιμέρους θέατρα ναυτικών επιχειρήσεων.
Η υλοποίηση του στόχου αυτού αναλήφθηκε από το Κίνημα στου Γουδή (1909) και συγκεκριμένα από τον πλοίαρχο Δαμιανό, τον Υπουργό Ναυτικών της φιλικής προς το Κίνημα κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, και τον τμηματάρχη υλικού του Υπουργείου αυτού, πλοίαρχο Γούδα.
Οι δύο άνδρες προώθησαν την αγορά του Αβέρωφ, του τρίτου πλοίου της σειράς Πίζα που ναυπηγούσε ο ναυπηγικός οίκος Orlando, στο Λιβόρνο της Ιταλίας, για το Ιταλικό Ναυτικό. Η πρόθεση ορισμένων Ελληνικών ναυτικών προσωπικοτήτων να προμηθευθεί το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό dreadnought αντί του Αβέρωφ καθώς και οι προσπάθειες της Τουρκικής πλευράς να αποκτήσει η ίδια τον Αβέρωφ δεν είχαν αποτέλεσμα.
Η αγορά του Αβέρωφ υπήρξε αντίθετη και στη Γερμανική πολιτική στην περιοχή, καθώς αυτή, σε συνδυασμό με την επικράτηση του Κινήματος στου Γουδή, ενέτεινε τις επιθετικές δυνατότητες της Ελλάδας και απομάκρυνε την επιδιωκόμενη από τους Γερμανούς πώληση Γερμανικών ναυτικών μονάδων στη χώρα μας. Το Αβέρωφ τελικά αγοράσθηκε στην τιμή των 22.300.000 χρυσών δραχμών, μια τιμή που ήταν κατά δύο εκατομμύρια χαμηλότερη από το ποσό που κατέβαλε η Ιταλική κυβέρνηση για το αδελφό πλοίο Πίζα.
Το τίμημα της αγοράς του Αβέρωφ εμφανίζεται ακόμα πιο ελκυστικό, καθώς επέτρεπε την πραγματοποίηση σημαντικών μετατροπών στο αρχικό του σχέδιο, ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι Ελληνικές ανάγκες. Το ένα πέμπτο της απαιτούμενης δαπάνης καλύφθηκε από το κληροδότημα του ζάπλουτου Έλληνα Αιγυπτιώτη Γεωργίου Αβέρωφ, που είχε προβλέψει κι αυτή ακόμα την ανάγκη του πενόμενου, μα εθνικά φιλόδοξου, Ελληνικού Βασιλείου στο γύρισμα του 20ου αιώνα. Απόρροια της δωρεάς του υπήρξε και η ονομασία του πολεμικού αυτού πλοίου.
Το Ελληνικό θωρακισμένο καταδρομικό καθελκύσθηκε στις 12 Μαρτίου 1910 και παραλήφθηκε στις 16 Μαΐου 1911, λόγω των χρονοβόρων μετατροπών που χρειάστηκε να γίνουν από το αρχικό σχέδιο. Αμέσως μετά την παραλαβή του, εστάλη στην Αγγλία για να αντιπροσωπεύσει τη χώρα μας στις εορτές στέψης του Γεωργίου Ε΄, στο Πόρτσμουθ αλλά και για να εφοδιαστεί με πυρομαχικά. Με κυβερνήτη όμως τον πλοίαρχο Δαμιανό προσάραξε σε ύφαλο στις 19 Ιουνίου 1911 και χρειάστηκε να δεξαμενιστεί.
Το ατυχές αυτό γεγονός έδωσε αφορμή για την εκδήλωση της πρώτης από τις στάσεις που γνώρισε το πλοίο στις αρχικές δεκαετίες του βίου του. Λόγω της δυσαρέσκειας του πληρώματος, ο Δαμιανός αντικαταστάθηκε από τον πλοίαρχο Παύλο Κουντουριώτη που πέτυχε να αποκαταστήσει ταχύτατα την τάξη. Η επιτυχία του αυτή τον βοήθησε να αναδειχθεί στόλαρχος του Πολεμικού Ναυτικού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1911 ο Αβέρωφ κατέπλευσε στον Πειραιά και λίγο αργότερα κατευθύνθηκε με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο στον Παγασητικό όπου έλαβαν χώρα μεγάλα γυμνάσια υπό την εποπτεία της Αγγλικής Ναυτικής Αποστολής. Κατά τη διάρκεια αυτών επισημάνθηκαν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του Ελληνικού στόλου γενικότερα και του Αβέρωφ ειδικότερα, μιας και σκοπός ήταν να χρησιμεύσει το πλοίο αυτό ως πρότυπο εσωτερικής οργάνωσης.
Ο "Αβέρωφ" ήταν εκείνη την εποχή το πιο σύγχρονο και ισχυρό πλοίο στην Aνατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στο Αιγαίο.
Τεχνολογία - Ναυτοσύνη και Ιστορική Συνέχεια:
Η Περίπτωση του Θωρακισμένου Καταδρομικού ''Γ. Αβέρωφ''
Η ναυτική ιστορία ενός έθνους αποτελεί, αναπόδραστα, ένα σύνθετο γνωστικό πεδίο, καθώς εκφράζει αθροιστικά κοινωνικούς, οικονομικούς, διπλωματικούς, οπλικούς, στρατηγικούς και επιχειρησιακούς παράγοντες στην πορεία του χρόνου. Παρά όμως την πολυπλοκότητα του γνωστικού αυτού αντικειμένου εμφανίζεται ενίοτε και σε απλούστερες μορφές που δεν στερούνται ενδιαφέροντος ή βάθους. Για παράδειγμα, η επίδοση και οι ιδιαιτερότητες της δράσης ορισμένων μονάδων του στόλου αποδίδουν, ενίοτε, κομβικά σημεία της ναυτικής ιστορίας. Η περίπτωση της εκατονταετούς ζωής του θωρακισμένου καταδρομικού Γεώργιος Αβέρωφ επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Η Αγορά του Αβέρωφ, τα Τεχνικά Χαρακτηριστικά του και η Αξιοποίησή τους κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Η αγορά του Αβέρωφ δεν αποτέλεσε έμπνευση της στιγμής αλλά υπήρξε καρπός μακρόχρονων ζυμώσεων που είχαν ως αντικείμενο τη βέλτιστη δυνατή συγκρότηση της δομής δυνάμεως του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Οι ζυμώσεις αυτές αποκρυσταλλώθηκαν το 1909 στο ότι τα στρατηγικά, τεχνολογικά και επιχειρησιακά δεδομένα ενός ενδεχόμενου ναυτικού πολέμου στις Ελληνικές θάλασσες απαιτούσαν την ένταξη στον Ελληνικό στόλο θωρηκτής μονάδας μεγάλης ταχύτητας για να μπορεί να καλύπτει ευχερέστερα όλα τα επιμέρους θέατρα ναυτικών επιχειρήσεων.
Η υλοποίηση του στόχου αυτού αναλήφθηκε από το Κίνημα στου Γουδή (1909) και συγκεκριμένα από τον πλοίαρχο Δαμιανό, τον Υπουργό Ναυτικών της φιλικής προς το Κίνημα κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, και τον τμηματάρχη υλικού του Υπουργείου αυτού, πλοίαρχο Γούδα.
Οι δύο άνδρες προώθησαν την αγορά του Αβέρωφ, του τρίτου πλοίου της σειράς Πίζα που ναυπηγούσε ο ναυπηγικός οίκος Orlando, στο Λιβόρνο της Ιταλίας, για το Ιταλικό Ναυτικό. Η πρόθεση ορισμένων Ελληνικών ναυτικών προσωπικοτήτων να προμηθευθεί το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό dreadnought αντί του Αβέρωφ καθώς και οι προσπάθειες της Τουρκικής πλευράς να αποκτήσει η ίδια τον Αβέρωφ δεν είχαν αποτέλεσμα.
Η αγορά του Αβέρωφ υπήρξε αντίθετη και στη Γερμανική πολιτική στην περιοχή, καθώς αυτή, σε συνδυασμό με την επικράτηση του Κινήματος στου Γουδή, ενέτεινε τις επιθετικές δυνατότητες της Ελλάδας και απομάκρυνε την επιδιωκόμενη από τους Γερμανούς πώληση Γερμανικών ναυτικών μονάδων στη χώρα μας. Το Αβέρωφ τελικά αγοράσθηκε στην τιμή των 22.300.000 χρυσών δραχμών, μια τιμή που ήταν κατά δύο εκατομμύρια χαμηλότερη από το ποσό που κατέβαλε η Ιταλική κυβέρνηση για το αδελφό πλοίο Πίζα.
Το τίμημα της αγοράς του Αβέρωφ εμφανίζεται ακόμα πιο ελκυστικό, καθώς επέτρεπε την πραγματοποίηση σημαντικών μετατροπών στο αρχικό του σχέδιο, ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι Ελληνικές ανάγκες. Το ένα πέμπτο της απαιτούμενης δαπάνης καλύφθηκε από το κληροδότημα του ζάπλουτου Έλληνα Αιγυπτιώτη Γεωργίου Αβέρωφ, που είχε προβλέψει κι αυτή ακόμα την ανάγκη του πενόμενου, μα εθνικά φιλόδοξου, Ελληνικού Βασιλείου στο γύρισμα του 20ου αιώνα. Απόρροια της δωρεάς του υπήρξε και η ονομασία του πολεμικού αυτού πλοίου.
Το Ελληνικό θωρακισμένο καταδρομικό καθελκύσθηκε στις 12 Μαρτίου 1910 και παραλήφθηκε στις 16 Μαΐου 1911, λόγω των χρονοβόρων μετατροπών που χρειάστηκε να γίνουν από το αρχικό σχέδιο. Αμέσως μετά την παραλαβή του, εστάλη στην Αγγλία για να αντιπροσωπεύσει τη χώρα μας στις εορτές στέψης του Γεωργίου Ε΄, στο Πόρτσμουθ αλλά και για να εφοδιαστεί με πυρομαχικά. Με κυβερνήτη όμως τον πλοίαρχο Δαμιανό προσάραξε σε ύφαλο στις 19 Ιουνίου 1911 και χρειάστηκε να δεξαμενιστεί.
Το ατυχές αυτό γεγονός έδωσε αφορμή για την εκδήλωση της πρώτης από τις στάσεις που γνώρισε το πλοίο στις αρχικές δεκαετίες του βίου του. Λόγω της δυσαρέσκειας του πληρώματος, ο Δαμιανός αντικαταστάθηκε από τον πλοίαρχο Παύλο Κουντουριώτη που πέτυχε να αποκαταστήσει ταχύτατα την τάξη. Η επιτυχία του αυτή τον βοήθησε να αναδειχθεί στόλαρχος του Πολεμικού Ναυτικού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1911 ο Αβέρωφ κατέπλευσε στον Πειραιά και λίγο αργότερα κατευθύνθηκε με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο στον Παγασητικό όπου έλαβαν χώρα μεγάλα γυμνάσια υπό την εποπτεία της Αγγλικής Ναυτικής Αποστολής. Κατά τη διάρκεια αυτών επισημάνθηκαν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του Ελληνικού στόλου γενικότερα και του Αβέρωφ ειδικότερα, μιας και σκοπός ήταν να χρησιμεύσει το πλοίο αυτό ως πρότυπο εσωτερικής οργάνωσης.
Στο έτος που μεσολάβησε από τα μεγάλα γυμνάσια του στόλου στο Βόλο ως την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου σημειώθηκαν εργώδεις προσπάθειες εκγύμνασης του Πολεμικού Ναυτικού. Ο Αβέρωφ μάλιστα θεωρήθηκε αναγκαίο να σταλεί για επισκευές στην Μάλτα από την εντατική χρήση που του έγινε τότε. Τελικά όμως δεν εστάλη λόγω της πολιτικής ρευστότητας στα Βαλκάνια και τον κόσμο.
Παρά την εντατική εκγύμναση του Αβέρωφ δεν έγιναν γυμνάσια πραγματικών πυρών πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς ήταν εφοδιασμένο με τα μισά μόνο από τα προβλεπόμενα αποθέματα πυρομαχικών του, μέχρι και τον πρώτο ενάμιση μήνα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Η κατασκευή των υπόλοιπων πυρομαχικών καθυστέρησε λόγω των ιδιαίτερα απαιτητικών ποιοτικών προδιαγραφών που έθεσαν οι Ελληνικές ναυτικές αρχές και, πιθανόν, λόγω των κερδοσκοπικών τάσεων των Βρετανών κατασκευαστών τους.
Συνέπεια της ελλιπούς πυροβολικής εκγύμνασης του πληρώματος του Αβέρωφ υπήρξε η εμπλοκή στα κλείστρα των πυροβόλων του πλοίου στην κρισιμότερη καμπή της ναυμαχίας της Έλλης. Στο ξεκίνημα των Βαλκανικών Πολέμων και καθ’ όλη τη διάρκειά τους ο Αβέρωφ υπήρξε η ισχυρότερη και πλέον σύγχρονη ναυτική μονάδα μεταξύ των εμπολέμων. Το πυροβολικό του αποτελούνταν από 4 πυροβόλα των 23,4 εκατοστών σε δύο δίδυμους πύργους κατά το διάμηκες από πλώρης μέχρι πρύμνης και 8 πυροβόλα των 19 εκατοστών σε 4 δίδυμους πύργους, δύο σε κάθε πλευρά στο μέσο και 14 ταχυβόλα των 7.5 εκατοστών.
Κάθε πύργος ήταν ανεξάρτητος από τους άλλους, είχε δική του αποθήκη πυρομαχικών και μέσα ανέλκυσής των. Με τη διασπορά αυτή των πύργων επιτεύχθηκε επωφελής αμυντική και επιθετική διάταξη του πυροβολικού του Αβέρωφ, καθώς μπορούσε να συγκεντρώσει 8 ταχυβόλα κατά πλευρά, ανά τέσσερα από κάθε διαμέτρημα σε εκ παρατάξεως ναυμαχία.
Διέθετε επίσης, σε περίπτωση δίωξης ή φυγής από το πεδίο της μάχης, ανά έξι ταχυβόλα από τα οποία τα δύο ήταν των 23,4 εκατοστών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι με την έναρξη της ναυμαχίας το πλήρωμα κάθε πύργου τάσσονταν στις προκαθορισμένες θέσεις μάχης, καλυμμένο και προστατευμένο από θώρακες.
Οι θωρηκτές πόρτες του κεντρικού τεθωρακισμένου διαμερίσματος του σκάφους έκλειναν ερμητικά, ενώ οι πυροβολητές κάθε πύργου μάχονταν αγνοούντες τα διαδραματιζόμενα στους άλλους πύργους. Εάν η τύχη των όπλων ήταν δυσμενής για έναν από τους πύργους του Αβέρωφ αγνοούνταν το γεγονός αυτό στους υπόλοιπους και οι άνδρες που μάχονταν μέσα σ’ αυτούς δεν επηρεάζονταν από την ηθική εντύπωση που αναπόδραστα θα δημιουργούνταν από τη γνώση της καταστροφής των άλλων πυροβόλων του πλοίου και του θανάτου των συντρόφων τους.
Ο Αβέρωφ διέθετε επίσης τρεις υποβρύχιους τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Δύο πλευρικούς κι έναν πρυμναίο. Την άμυνα του πλοίου αποτελούσε ζώνη χαλύβδινου θώρακα άριστης κατασκευής, που εκτείνονταν σε όλο το μήκος του σκάφους από πρώρας έως πρύμνης, είχε πάχος 8 ιντσών στο μέσο του, λεπτύνονταν κανονικά και αποκτούσαν πάχος 3.5 ιντσών στην πλώρη και την πρύμνη. Η ζώνη αυτή στο μέσο του πλοίου συνεχίζονταν από κεντρική και περίκλειστη θωράκιση που εκτείνονταν μέχρι το ανώτατο κατάστρωμά του και της οποίας το πάχος από 8 ίντσες ελαττώνονταν κανονικά μέχρι του ανώτατου σημείου της σε 6.5 ίντσες.
Παρά την εντατική εκγύμναση του Αβέρωφ δεν έγιναν γυμνάσια πραγματικών πυρών πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς ήταν εφοδιασμένο με τα μισά μόνο από τα προβλεπόμενα αποθέματα πυρομαχικών του, μέχρι και τον πρώτο ενάμιση μήνα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Η κατασκευή των υπόλοιπων πυρομαχικών καθυστέρησε λόγω των ιδιαίτερα απαιτητικών ποιοτικών προδιαγραφών που έθεσαν οι Ελληνικές ναυτικές αρχές και, πιθανόν, λόγω των κερδοσκοπικών τάσεων των Βρετανών κατασκευαστών τους.
Συνέπεια της ελλιπούς πυροβολικής εκγύμνασης του πληρώματος του Αβέρωφ υπήρξε η εμπλοκή στα κλείστρα των πυροβόλων του πλοίου στην κρισιμότερη καμπή της ναυμαχίας της Έλλης. Στο ξεκίνημα των Βαλκανικών Πολέμων και καθ’ όλη τη διάρκειά τους ο Αβέρωφ υπήρξε η ισχυρότερη και πλέον σύγχρονη ναυτική μονάδα μεταξύ των εμπολέμων. Το πυροβολικό του αποτελούνταν από 4 πυροβόλα των 23,4 εκατοστών σε δύο δίδυμους πύργους κατά το διάμηκες από πλώρης μέχρι πρύμνης και 8 πυροβόλα των 19 εκατοστών σε 4 δίδυμους πύργους, δύο σε κάθε πλευρά στο μέσο και 14 ταχυβόλα των 7.5 εκατοστών.
Κάθε πύργος ήταν ανεξάρτητος από τους άλλους, είχε δική του αποθήκη πυρομαχικών και μέσα ανέλκυσής των. Με τη διασπορά αυτή των πύργων επιτεύχθηκε επωφελής αμυντική και επιθετική διάταξη του πυροβολικού του Αβέρωφ, καθώς μπορούσε να συγκεντρώσει 8 ταχυβόλα κατά πλευρά, ανά τέσσερα από κάθε διαμέτρημα σε εκ παρατάξεως ναυμαχία.
Διέθετε επίσης, σε περίπτωση δίωξης ή φυγής από το πεδίο της μάχης, ανά έξι ταχυβόλα από τα οποία τα δύο ήταν των 23,4 εκατοστών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι με την έναρξη της ναυμαχίας το πλήρωμα κάθε πύργου τάσσονταν στις προκαθορισμένες θέσεις μάχης, καλυμμένο και προστατευμένο από θώρακες.
Οι θωρηκτές πόρτες του κεντρικού τεθωρακισμένου διαμερίσματος του σκάφους έκλειναν ερμητικά, ενώ οι πυροβολητές κάθε πύργου μάχονταν αγνοούντες τα διαδραματιζόμενα στους άλλους πύργους. Εάν η τύχη των όπλων ήταν δυσμενής για έναν από τους πύργους του Αβέρωφ αγνοούνταν το γεγονός αυτό στους υπόλοιπους και οι άνδρες που μάχονταν μέσα σ’ αυτούς δεν επηρεάζονταν από την ηθική εντύπωση που αναπόδραστα θα δημιουργούνταν από τη γνώση της καταστροφής των άλλων πυροβόλων του πλοίου και του θανάτου των συντρόφων τους.
Ο Αβέρωφ διέθετε επίσης τρεις υποβρύχιους τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Δύο πλευρικούς κι έναν πρυμναίο. Την άμυνα του πλοίου αποτελούσε ζώνη χαλύβδινου θώρακα άριστης κατασκευής, που εκτείνονταν σε όλο το μήκος του σκάφους από πρώρας έως πρύμνης, είχε πάχος 8 ιντσών στο μέσο του, λεπτύνονταν κανονικά και αποκτούσαν πάχος 3.5 ιντσών στην πλώρη και την πρύμνη. Η ζώνη αυτή στο μέσο του πλοίου συνεχίζονταν από κεντρική και περίκλειστη θωράκιση που εκτείνονταν μέχρι το ανώτατο κατάστρωμά του και της οποίας το πάχος από 8 ίντσες ελαττώνονταν κανονικά μέχρι του ανώτατου σημείου της σε 6.5 ίντσες.
Η κεντρική αυτή θωράκιση αποτελούσε το οχυρό του πλοίου στο οποίο κατέφευγε το πλήρωμά του κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας και το οποίο περιέκλειε κάθε ουσιώδες κινητήριο ή μαχητικό μέσο του πλοίου. Εξαιτίας της αμυντικής διάταξης του Αβέρωφ δεν υπέστη το πλήρωμά του μεγάλες ανθρώπινες απώλειες στις ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Μάλιστα, με την εξαίρεση του ανθυποπλοιάρχου Γκούρα Μάμουρη, όλοι όσοι τραυματίσθηκαν ή φονεύθηκαν κατά τις ναυμαχίες αυτές βρίσκονταν εκτός του οχυρού.
Κι ενώ η θωράκιση και ο τορπιλικός εξοπλισμός του σκάφους κατέστησαν σταδιακά παρωχημένοι, καθώς δεν υπέστησαν σοβαρές τροποποιήσεις από τη ναυπήγησή του και μετά, το πυροβολικό του Αβέρωφ τροποποιήθηκε σημαντικά σε τρεις, κυρίως, επιμέρους φάσεις. Η πρώτη αφορούσε τις επισκευές των ζημιών που υπέστησαν τα πυροβόλα του Αβέρωφ στους Βαλκανικούς πολέμους. Οι επισκευές αυτές έλαβαν χώρα στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, την επαύριο των Βαλκανικών Πολέμων.
Κι ενώ η θωράκιση και ο τορπιλικός εξοπλισμός του σκάφους κατέστησαν σταδιακά παρωχημένοι, καθώς δεν υπέστησαν σοβαρές τροποποιήσεις από τη ναυπήγησή του και μετά, το πυροβολικό του Αβέρωφ τροποποιήθηκε σημαντικά σε τρεις, κυρίως, επιμέρους φάσεις. Η πρώτη αφορούσε τις επισκευές των ζημιών που υπέστησαν τα πυροβόλα του Αβέρωφ στους Βαλκανικούς πολέμους. Οι επισκευές αυτές έλαβαν χώρα στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, την επαύριο των Βαλκανικών Πολέμων.
Η δεύτερη αφορούσε, κυρίως, την τοποθέτηση στους πύργους των πυροβόλων των 23,4 εκατοστών, υδραυλικών κινητήρων ανοίγματος κλείστρων και έγινε στη Μάλτα το 1920. Η τρίτη και κυριότερη φάση της τροποποίησης του πυροβολικού του Αβέρωφ έλαβε χώρα κατά τη μετασκευή του πλοίου στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 όπου έγιναν εκτεταμένες αλλαγές στο Σύστημα Διεύθυνση Βολής του.
Οι αλλαγές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την επίτευξη αποτελεσματικής πειθαρχίας πυρός, αφού η υπόδειξη γινόταν πλέον άμεσα από τον κατευθυντήρα, τον οποίον και ακολουθούσαν οι πύργοι και η πυροδότηση εκτελούνταν κατά ομοβροντίες, συγκεντρωτικά από τον κατευθυντήρα, για όλους συγχρόνως τους πύργους. Άλλο βασικό πλεονέκτημα των αλλαγών αυτών ήταν ότι υπολογίζονταν με ακρίβεια όλες οι απαιτούμενες διορθώσεις βολής, τα δε στοιχεία διόπτευσης και απόστασης μεταβιβάζονταν αυτόματα από τον κατευθυντήρα μέχρι και τους πύργους.
Με τον τρόπο αυτό περιορίζονταν σημαντικά τα ανθρώπινα σφάλματα και επιτυγχάνονταν ακόμα πιο συγκεντρωτική και ακριβής βολή. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι με την εμφάνιση του αεροπορικού όπλου, από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, αντικαταστάθηκαν σταδιακά τα ελαφρά ταχυβόλα του Αβέρωφ από αντίστοιχα αντιαεροπορικά. Η αντικατάσταση αυτή αναπόδραστα τροποποίησε και τους τομείς πυρός του πυροβολικού του πλοίου. Ο τύπος του Αβέρωφ υπήρξε αναμφίβολα ενδιαφέρων και μάλλον υπερείχε των αντιπάλων Τουρκικών θωρηκτών.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το πλοίο αυτό δεν ήταν αρκετά ισχυρό για μάχη εκ παρατάξεως. Η θωράκισή του ήταν ανάλογη προς τον οπλισμό του. Η μεγάλη του δε ταχύτητα, 24 κόμβοι, συντέλεσε στην ασθενέστερη θωράκισή του. Αν επρόκειτο να έχει απέναντί του πυροβόλα των 30 ή των 36 εκατοστών, που έφεραν τα dreadnought της εποχής, θα ήταν δυνατό να διατρηθεί εύκολα ο θώρακάς του, ακόμα και από μεγάλες αποστάσεις κατά τις οποίες τα πυροβόλα του δεν θα μπορούσαν καν να βάλουν ή κι αν έβαλαν, η βολή τους δε θα ήταν δραστική.
Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπιζε ο Αβέρωφ και από το κύριο πυροβολικό των, πρώην Γερμανικών, Τουρκικών θωρηκτών Μπαρμπαρός και Τοργκούτ και είναι γεγονός ότι κατά την έναρξη της ναυμαχίας της Έλλης έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια από τα Τουρκικά θωρηκτά αξιοποίησης του μεγαλύτερου βεληνεκούς του κύριου οπλισμού των.
Το πώς αντιμετώπισε η Ελληνική ναυαρχίδα την τουρκική πρόκληση στη ναυμαχία αυτή είναι γνωστό. Δεν είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η αντιμετώπιση αυτή αποτελούσε την εφαρμογή της Ναυτικής Τακτικής που διδάσκονταν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το ακαδημαϊκό έτος 1910-1911, από τον υποπλοίαρχο Πελοπίδα Τσουκαλά.
Πιο συγκεκριμένα, ο Τσουκαλάς υποστήριζε ότι αν ο Αβέρωφ ήθελε οπωσδήποτε να ναυμαχήσει θα πρέπει να πλησιάσει «…εις την απόστασιν εις ην η βολήν του θα είναι αποτελεσματική κατά του θώρακος του Τουρκικού. Θα εισέλθη δηλαδή εις την επικίνδυνον δι’ αυτόν ακτίναν του αντιπάλου πριν ή το Τουρκικόν εισέλθη εις την επικίνδυνον ακτίνα του Αβέρωφ. Η μεγάλη επομένως απόστασις είναι μειονεκτική δια τον Αβέρωφ και πρέπει όσο το δυνατόν ταχύτερον να την ελαττώση.
Οσονδήποτε παράδοξος κι αν φαίνεται ο τρόπος ούτος, είναι ο μόνος παρουσιάζων πιθανότητας επιτυχίας διότι είναι ο μόνος επιτρέπων την πλεονεκτικήν χρησιμοποίησιν του καλύτερού του πυροβολικού. Όπως συχνότατα συμβαίνει εις τον πόλεμον, η θαραλλέα αυτή λύσις είναι και η φρονιμοτέρα, διότι η έντασις του πυρός είναι πραγματική προστασία. Δια ταύτης παύει το εχθρικόν πυρ, ενώ ο θώραξ εν μέρει μόνον μας προφυλάσσει, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχη παντού.
Προφανώς η υπεροχή του πυροβολικού του Αβέρωφ δεν θα θέσει στιγμιαίως εκτός μάχης τα πυροβόλα του Τουρκικού, από σχετικώς όμως μικράς αποστάσεως τα πλείστα των βλημάτων του θα είναι επιτυχή και θα παραγάγουν το αποτέλεσμα δρακός άμμου ήν δέχεται είς εις το πρόσωπον.
Οι Τούρκοι σκοπευταί θα εκθαμβωθώσι και η βολή των θα γίνει αβεβαία, πριν ή προφθάσουν να αναλάβουν την ψυχραιμίαν των, το πυρ θα έχει επιτελέσει το έργον του. Ούτω η υπεροχή του πυρός θα γίνεται έτι μάλλον και μάλλον καταφανής δια να επιφέρη την ολοτε λή διακοπήν του εχθρικού πυρός…..Δια την ειδικήν περίπτωσιν του Αβέρωφ, υπάρχει εις επιπλέον σοβαρός λόγος εκλογής μικρών αποστάσεων, ο οπλισμός του δια πυροβόλων των 19 εκατοστών άτινα μόνον από μικράς αποστάσεως δύνανται να έχωσι αποτελεσματική βολήν κατά πλοίου ισχυρώς τεθωρακισμένου.»
Ολοκληρώνοντας την επιχειρηματολογία του υπέρ μιας εξαιρετικά επιθετικής χρήσης του πυροβολικού του Αβέρωφ ο Τσουκαλάς προέτρεψε εμφαντικά τον μέλλοντα ηγέτη του Πολεμικού Ναυτικού με τα ακόλουθα λόγια: «Ας σημειώσωμεν επίσης ότι η εμφάνιση ναυτικής τινός προσωπικότητας εσημειώθη πάντοτε από τις σμικρότερες των αποστάσεων. Ο λόγος είναι απλούς. Ο επιθυμών να κερδίσει ριψοκινδυνεύει.»
Πιθανότατα επηρεασμένος από την επιχειρηματολογία του Τσουκαλά ο Κουντουριώτης, που είχε άλλωστε διατελέσει διοικητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, λίγους μόλις μήνες πριν την έκδοση του εγχειριδίου του Τσουκαλά, την ακολούθησε πιστά στην ναυμαχία της Έλλης αποσπώντας τον Αβέρωφ από τον υπόλοιπο Ελληνικό στόλο και καταδιώκοντας μόνος του τον αντίπαλο στόλο από εξαιρετικά μικρές αποστάσεις, μέχρι τον επανάπλου του τελευταίου πίσω από τα Στενά, στο ασφαλές ορμητήριο του Ναγαρά.
Ο εξαιρετικά ριψοκίνδυνος χαρακτήρας της καταδίωξης του Τουρκικού στόλου από τον Αβέρωφ στη ναυμαχία αυτή και η σχετική αντίδραση που γεννήθηκε στην Αθήνα, οδήγησε τον Κουντουριώτη στο να χειρίσει συντηρητικότερα τον Αβέρωφ κατά τη ναυμαχία της Λήμνου, τηρώντας μεγάλες σχετικά αποστάσεις από τον αντίπαλο.
Και στη δεύτερη ναυμαχία η Ελληνική ναυαρχίδα εξανάγκασε τον Τουρκικό στόλο να υποχωρήσει με μεγάλες ζημιές, εκτελώντας μαιάνδρους εκατέρωθεν της τουρκικής γραμμής ούτως ώστε οι πύργοι και των δύο πλευρών του να έχουν τομέα βολής. Η έκταση όμως των ζημιών που προκάλεσε στον αντίπαλο, στη ναυμαχία της Λήμνου, δεν πήρε ολοκληρωτικές διαστάσεις λόγω της μειωμένης ρηκτικής ικανότητας των βλημάτων του Αβέρωφ, απόρροια της μεγάλης απόστασης που το χώριζε από τα αντίπαλα πλοία.
Η Πολεμική Δεκαετία Αύγουστος 1913 – Ιούλιος 1923
Οι δυνατότητες του Αβέρωφ πριν την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων αλλά και η πανηγυρική επιβεβαίωση αυτών κατά τη διάρκειά τους, όχι μόνο στις προαναφερθείσες ναυμαχίες αλλά και στις άλλες επιχειρήσεις που αυτό συμμετείχε, οδήγησαν τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Υπουργό Ναυτικών Κωνσταντίνο Δεμερτζή και τον αρχηγό της δεύτερης Αγγλικής Ναυτικής Αποστολής στην Ελλάδα, υποναύαρχο Mark Kerr, να προσανατολισθούν στην αγορά δύο (Βενιζέλος) ή τριών (Δεμερτζής, Kerr) παρόμοιων πλοίων.
Η επικείμενη όμως ένταξη στον Τουρκικό στόλο δύο, τουλάχιστον, dreadnought, η προτίμηση της μεγάλης πλειονοψηφίας των Ελλήνων αξιωματικών του Ναυτικού για τον τύπο αυτό του πλοίου και η διπλωματική σημασία της πρόσκτησης dreadnought από το Πολεμικό Ναυτικό οδήγησε την κυβέρνηση Βενιζέλου σε αγωνιώδη αναζήτηση θωρηκτών, πολύ ισχυρότερων από τη ναυαρχίδα του Ελληνικού στόλου.
Εν αναμονή της ένταξης στον Ελληνικό στόλο το καλοκαίρι του 1914 των δύο Αμερικανικών pre-dreadnought που αγόρασε η Ελληνική κυβέρνηση, αλλά και των δύο dreadnought που είχε αυτή παραγγείλει σε Γερμανικά και Γαλλικά ναυπηγεία, το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ συνέχισε να αποτελεί την κύρια δύναμη κρούσης του Πολεμικού Ναυτικού. Αποτέλεσε επίσης ιδεώδη κινούμενο στόχο για την επιθετική εξάσκηση του Ελληνικού ελαφρού στόλου και της ναυτικής αεροπορίας.
Σε αυτήν απέδιδε ιδιαίτερη έμφαση η Αγγλική Ναυτική Αποστολή και η κυβέρνηση Βενιζέλου, καθώς εξυπηρετούσε την αντιμετώπιση της απειλής του ολοένα ενισχυόμενου τουρκικού θωρηκτού στόλου και τη στενότερη ναυτική συνεργασία της Ελλάδας με την Αντάντ στους νευραλγικούς χώρους της Κεντρικής και της Ανατολικής Μεσογείου. Η έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η πρώτη διετία αυτού αποτέλεσαν για τον Αβέρωφ μια εργώδη περίοδο.
Κύρια έκφανση της οποίας ήταν η συμμετοχή του στη φρούρηση της εξόδου των Δαρδανελίων, τους τελευταίους μήνες του 1914 – μαζί με τον ελληνικό στόλο και μοίρα του αγγλικού – από τον αντίπαλο γερμανο-τουρκικό στόλο που καιροφυλακτούσε πίσω από τα Στενά. Επιπλέον, συνεχίστηκαν τα εντατικά ναυτικά γυμνάσια του Αβέρωφ, ενώ λειτούργησε και ως θαλαμηγός προσωπικοτήτων. Συχνά περιέπλεε την Πελοπόννησο ως την Κόρινθο κι από εκεί παραλάμβανε προσωπικότητες, που είχαν φτάσει οδικώς, για να τις μεταφέρει στην Κέρκυρα.
Το σύνολο των λειτουργιών αυτών καταπονούσαν το πλοίο. Η ανεμπόδιστη κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Γερμανο-Βουλγάρους το καλοκαίρι του 1916 και η εκδήλωση του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, έθεσε σε τροχιά σύγκρουσης τις από καιρό γερμανόφιλα ουδετερόφιλες αρχές του ελληνικού κράτους, με την Αντάντ. Η ναυτική πίεση της τελευταίας επί του ελληνικού κράτους κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 1916 όταν μοίρα του γαλλικού στόλου κατέλαβε το Ναύσταθμο Σαλαμίνας και πέτυχε τον παροπλισμό των θωρηκτών του ελληνικού στόλου, του Αβέρωφ συμπεριλαμβανομένου.
Μετά την αποπομπή από τον ελληνικό θρόνο του Βασιλιά Κωνσταντίνου από τους συμμάχους, την επανένωση της Ελλάδας υπό το Βενιζέλο και την έξοδό της στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ ο ελληνικός στόλος επαναδραστηριοποιήθηκε. Η αριθμητική ανεπάρκεια όμως των πληρωμάτων του, λόγω του εθνικού διχασμού οδήγησε, μεταξύ άλλων, στο να αρχίσει ο Αβέρωφ να αποκτά πολεμική οργάνωση μόλις τον Απρίλιο του 1918.
Την 12η Ιουλίου 1918 το ελληνικό θωρακισμένο καταδρομικό κατέπλευσε στο Μούδρο, όπου αποτέλεσε μαζί με αγγλικά και γαλλικά θωρηκτά, τη θωρηκτή δύναμη της συμμαχικής μοίρας του Αιγαίου στην οποία συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, και τέσσερα ελληνικά αντιτορπιλικά τύπου Αετός.
Σκοπός της μοίρας αυτής ήταν ο αποκλεισμός των Δαρδανελλίων και η παρεμπόδιση της εξόδου του Goeben και των ρωσικών θωρηκτών του Ευξείνου Πόντου που πιστεύονταν ότι θα έπεφταν στα χέρια των Γερμανών μετά την έκρηξη της Ρωσικής Επανάστασης. Παρά πάντως την ομαλή ένταξη και λειτουργία των ελληνικών αντιτορπιλικών στη συμμαχική μοίρα η θέση του Αβέρωφ σ’ αυτή ήταν λιγότερο αρμονική.
Η καλή του εσωτερική οργάνωση δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει το πρόβλημα συντονισμού του με τις θωρηκτές μονάδες των Συμμάχων, καθώς το Αβέρωφ ήταν μεν ταχύτερο απ’ αυτές υστερούσε όμως σε πυροβολική ισχύ. Το ευτυχές για το συμμαχικό στρατόπεδο πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε απαρχή νέων αγώνων για τη χώρα μας και στην προσπάθεια αυτή το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ δεν υστέρησε.
Η αρχή του νέου αυτού σταδίου στην ιστορία του Αβέρωφ τοποθετείται την 31η Οκτωβρίου 1918, όταν εισέπλευσε με τη συμμαχική μοίρα του Αιγαίου στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Τον επόμενο Μάρτιο ο Ελληνικός στόλος έπλευσε στη Μαύρη Θάλασσα για να βοηθήσει την αποχώρηση από την Ουκρανία και την Κριμαία, Ελληνικών στρατευμάτων και πληθυσμών. Ο Αβέρωφ αγκυροβόλησε παρά το φαρόπλοιο της Οδησσού, τη μέρα που καταλήφθηκε η πόλη από τους Μπολσεβίκους.
Στη συνέχεια κατέπλευσε στη Σεβαστούπολη όπου παρέμεινε για μία εβδομάδα. Από εκεί το Ελληνικό πλοίο απέπλευσε επειγόντως για τη Σμύρνη όπου έλαβε ενεργό μέρος στην κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό τη 2α Μαΐου 1919. Από τον Οκτώβριο του 1919 έως τον Ιούνιο του 1920 ο Αβέρωφ βρέθηκε στον Αγγλικό ναύσταθμο της Μάλτας όπου εκτελέστηκαν εσπευσμένα εκτεταμένες επισκευές των μηχανών του. Στις 20 Ιουνίου 1920 αγκυροβόλησε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας κι από κει ταξίδευσε στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους μετέφερε το Βασιλιά Αλέξανδρο στη νεοαποκτηθείσα Ανατολική Θράκη, συμμετείχε μάλιστα και στην επιχείρηση κατάληψης της Ραιδεστού. Λίγους μήνες αργότερα επανέφερε από την εξορία στην Αθήνα το Βασιλιά Κωνσταντίνο, μετά το θάνατο του Βασιλιά Αλεξάνδρου και την ήττα των Βενιζελικών στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους.
Κατά την περίοδο 1921-1922 ο Αβέρωφ χρησιμοποιήθηκε ως ναυαρχίδα του Πρώτου Στόλου με ορμητήριο την Κωνσταντινούπολη και είχε ως κύρια ευθύνη την διενέργεια περιπολιών στη Μαύρη Θάλασσα. Κατά τη διάρκεια αυτών βομβάρδισε τη Σαμψούντα την 25η Μαΐου 1922. Μετά την κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία ο Αβέρωφ εβλήθη ανεπιτυχώς από τους Τούρκους στην Πάνορμο, όπου ήταν αγκυροβολημένος στις 4 Σεπτεμβρίου 1922.
Την επόμενη μέρα βομβάρδισε την Αρτάκη και το χωριό Αϊντιντζίκ, προασπίζοντας την επιβίβαση του υποχωρούντος Ελληνικού Στρατού και στις 14 του ίδιου μήνα ο Αβέρωφ απέπλευσε για τελευταία φορά από το ορμητήριό του στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως μετά την αναχώρηση του πλοίου από την Πόλη εκδηλώθηκε κίνημα αξιωματικών σε αυτό. Ο κυβερνήτης, ο ύπαρχος κι ο οπλονόμος φυλακίστηκαν στα διαμερίσματά τους και το επιτελείο του πλοίου ανέλαβε τη διοίκησή του.
Αργότερα αποβίβασαν τους έγκλειστους βαθμοφόρους και επέβη του πλοίου ως κυβερνήτης ο αντιπλοίαρχος Γ. Χατζηκυριάκος. Η πολεμική προσπάθεια του Αβέρωφ ολοκληρώθηκε στο διάστημα μεταξύ της 31ης Μαρτίου και της 23ης Ιουλίου 1923 όταν ο Ελληνικός στόλος κατέπλευσε στο Βόλο όπου συνεχίσθηκε η πολεμική του προπαρασκευή και προετοιμάζονταν ο βίαιος είσπλους του στα Δαρδανέλια.
Οι αλλαγές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την επίτευξη αποτελεσματικής πειθαρχίας πυρός, αφού η υπόδειξη γινόταν πλέον άμεσα από τον κατευθυντήρα, τον οποίον και ακολουθούσαν οι πύργοι και η πυροδότηση εκτελούνταν κατά ομοβροντίες, συγκεντρωτικά από τον κατευθυντήρα, για όλους συγχρόνως τους πύργους. Άλλο βασικό πλεονέκτημα των αλλαγών αυτών ήταν ότι υπολογίζονταν με ακρίβεια όλες οι απαιτούμενες διορθώσεις βολής, τα δε στοιχεία διόπτευσης και απόστασης μεταβιβάζονταν αυτόματα από τον κατευθυντήρα μέχρι και τους πύργους.
Με τον τρόπο αυτό περιορίζονταν σημαντικά τα ανθρώπινα σφάλματα και επιτυγχάνονταν ακόμα πιο συγκεντρωτική και ακριβής βολή. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι με την εμφάνιση του αεροπορικού όπλου, από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, αντικαταστάθηκαν σταδιακά τα ελαφρά ταχυβόλα του Αβέρωφ από αντίστοιχα αντιαεροπορικά. Η αντικατάσταση αυτή αναπόδραστα τροποποίησε και τους τομείς πυρός του πυροβολικού του πλοίου. Ο τύπος του Αβέρωφ υπήρξε αναμφίβολα ενδιαφέρων και μάλλον υπερείχε των αντιπάλων Τουρκικών θωρηκτών.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το πλοίο αυτό δεν ήταν αρκετά ισχυρό για μάχη εκ παρατάξεως. Η θωράκισή του ήταν ανάλογη προς τον οπλισμό του. Η μεγάλη του δε ταχύτητα, 24 κόμβοι, συντέλεσε στην ασθενέστερη θωράκισή του. Αν επρόκειτο να έχει απέναντί του πυροβόλα των 30 ή των 36 εκατοστών, που έφεραν τα dreadnought της εποχής, θα ήταν δυνατό να διατρηθεί εύκολα ο θώρακάς του, ακόμα και από μεγάλες αποστάσεις κατά τις οποίες τα πυροβόλα του δεν θα μπορούσαν καν να βάλουν ή κι αν έβαλαν, η βολή τους δε θα ήταν δραστική.
Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπιζε ο Αβέρωφ και από το κύριο πυροβολικό των, πρώην Γερμανικών, Τουρκικών θωρηκτών Μπαρμπαρός και Τοργκούτ και είναι γεγονός ότι κατά την έναρξη της ναυμαχίας της Έλλης έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια από τα Τουρκικά θωρηκτά αξιοποίησης του μεγαλύτερου βεληνεκούς του κύριου οπλισμού των.
Το πώς αντιμετώπισε η Ελληνική ναυαρχίδα την τουρκική πρόκληση στη ναυμαχία αυτή είναι γνωστό. Δεν είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η αντιμετώπιση αυτή αποτελούσε την εφαρμογή της Ναυτικής Τακτικής που διδάσκονταν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το ακαδημαϊκό έτος 1910-1911, από τον υποπλοίαρχο Πελοπίδα Τσουκαλά.
Πιο συγκεκριμένα, ο Τσουκαλάς υποστήριζε ότι αν ο Αβέρωφ ήθελε οπωσδήποτε να ναυμαχήσει θα πρέπει να πλησιάσει «…εις την απόστασιν εις ην η βολήν του θα είναι αποτελεσματική κατά του θώρακος του Τουρκικού. Θα εισέλθη δηλαδή εις την επικίνδυνον δι’ αυτόν ακτίναν του αντιπάλου πριν ή το Τουρκικόν εισέλθη εις την επικίνδυνον ακτίνα του Αβέρωφ. Η μεγάλη επομένως απόστασις είναι μειονεκτική δια τον Αβέρωφ και πρέπει όσο το δυνατόν ταχύτερον να την ελαττώση.
Οσονδήποτε παράδοξος κι αν φαίνεται ο τρόπος ούτος, είναι ο μόνος παρουσιάζων πιθανότητας επιτυχίας διότι είναι ο μόνος επιτρέπων την πλεονεκτικήν χρησιμοποίησιν του καλύτερού του πυροβολικού. Όπως συχνότατα συμβαίνει εις τον πόλεμον, η θαραλλέα αυτή λύσις είναι και η φρονιμοτέρα, διότι η έντασις του πυρός είναι πραγματική προστασία. Δια ταύτης παύει το εχθρικόν πυρ, ενώ ο θώραξ εν μέρει μόνον μας προφυλάσσει, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχη παντού.
Προφανώς η υπεροχή του πυροβολικού του Αβέρωφ δεν θα θέσει στιγμιαίως εκτός μάχης τα πυροβόλα του Τουρκικού, από σχετικώς όμως μικράς αποστάσεως τα πλείστα των βλημάτων του θα είναι επιτυχή και θα παραγάγουν το αποτέλεσμα δρακός άμμου ήν δέχεται είς εις το πρόσωπον.
Οι Τούρκοι σκοπευταί θα εκθαμβωθώσι και η βολή των θα γίνει αβεβαία, πριν ή προφθάσουν να αναλάβουν την ψυχραιμίαν των, το πυρ θα έχει επιτελέσει το έργον του. Ούτω η υπεροχή του πυρός θα γίνεται έτι μάλλον και μάλλον καταφανής δια να επιφέρη την ολοτε λή διακοπήν του εχθρικού πυρός…..Δια την ειδικήν περίπτωσιν του Αβέρωφ, υπάρχει εις επιπλέον σοβαρός λόγος εκλογής μικρών αποστάσεων, ο οπλισμός του δια πυροβόλων των 19 εκατοστών άτινα μόνον από μικράς αποστάσεως δύνανται να έχωσι αποτελεσματική βολήν κατά πλοίου ισχυρώς τεθωρακισμένου.»
Ολοκληρώνοντας την επιχειρηματολογία του υπέρ μιας εξαιρετικά επιθετικής χρήσης του πυροβολικού του Αβέρωφ ο Τσουκαλάς προέτρεψε εμφαντικά τον μέλλοντα ηγέτη του Πολεμικού Ναυτικού με τα ακόλουθα λόγια: «Ας σημειώσωμεν επίσης ότι η εμφάνιση ναυτικής τινός προσωπικότητας εσημειώθη πάντοτε από τις σμικρότερες των αποστάσεων. Ο λόγος είναι απλούς. Ο επιθυμών να κερδίσει ριψοκινδυνεύει.»
Πιθανότατα επηρεασμένος από την επιχειρηματολογία του Τσουκαλά ο Κουντουριώτης, που είχε άλλωστε διατελέσει διοικητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, λίγους μόλις μήνες πριν την έκδοση του εγχειριδίου του Τσουκαλά, την ακολούθησε πιστά στην ναυμαχία της Έλλης αποσπώντας τον Αβέρωφ από τον υπόλοιπο Ελληνικό στόλο και καταδιώκοντας μόνος του τον αντίπαλο στόλο από εξαιρετικά μικρές αποστάσεις, μέχρι τον επανάπλου του τελευταίου πίσω από τα Στενά, στο ασφαλές ορμητήριο του Ναγαρά.
Ο εξαιρετικά ριψοκίνδυνος χαρακτήρας της καταδίωξης του Τουρκικού στόλου από τον Αβέρωφ στη ναυμαχία αυτή και η σχετική αντίδραση που γεννήθηκε στην Αθήνα, οδήγησε τον Κουντουριώτη στο να χειρίσει συντηρητικότερα τον Αβέρωφ κατά τη ναυμαχία της Λήμνου, τηρώντας μεγάλες σχετικά αποστάσεις από τον αντίπαλο.
Και στη δεύτερη ναυμαχία η Ελληνική ναυαρχίδα εξανάγκασε τον Τουρκικό στόλο να υποχωρήσει με μεγάλες ζημιές, εκτελώντας μαιάνδρους εκατέρωθεν της τουρκικής γραμμής ούτως ώστε οι πύργοι και των δύο πλευρών του να έχουν τομέα βολής. Η έκταση όμως των ζημιών που προκάλεσε στον αντίπαλο, στη ναυμαχία της Λήμνου, δεν πήρε ολοκληρωτικές διαστάσεις λόγω της μειωμένης ρηκτικής ικανότητας των βλημάτων του Αβέρωφ, απόρροια της μεγάλης απόστασης που το χώριζε από τα αντίπαλα πλοία.
Η Πολεμική Δεκαετία Αύγουστος 1913 – Ιούλιος 1923
Οι δυνατότητες του Αβέρωφ πριν την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων αλλά και η πανηγυρική επιβεβαίωση αυτών κατά τη διάρκειά τους, όχι μόνο στις προαναφερθείσες ναυμαχίες αλλά και στις άλλες επιχειρήσεις που αυτό συμμετείχε, οδήγησαν τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Υπουργό Ναυτικών Κωνσταντίνο Δεμερτζή και τον αρχηγό της δεύτερης Αγγλικής Ναυτικής Αποστολής στην Ελλάδα, υποναύαρχο Mark Kerr, να προσανατολισθούν στην αγορά δύο (Βενιζέλος) ή τριών (Δεμερτζής, Kerr) παρόμοιων πλοίων.
Η επικείμενη όμως ένταξη στον Τουρκικό στόλο δύο, τουλάχιστον, dreadnought, η προτίμηση της μεγάλης πλειονοψηφίας των Ελλήνων αξιωματικών του Ναυτικού για τον τύπο αυτό του πλοίου και η διπλωματική σημασία της πρόσκτησης dreadnought από το Πολεμικό Ναυτικό οδήγησε την κυβέρνηση Βενιζέλου σε αγωνιώδη αναζήτηση θωρηκτών, πολύ ισχυρότερων από τη ναυαρχίδα του Ελληνικού στόλου.
Εν αναμονή της ένταξης στον Ελληνικό στόλο το καλοκαίρι του 1914 των δύο Αμερικανικών pre-dreadnought που αγόρασε η Ελληνική κυβέρνηση, αλλά και των δύο dreadnought που είχε αυτή παραγγείλει σε Γερμανικά και Γαλλικά ναυπηγεία, το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ συνέχισε να αποτελεί την κύρια δύναμη κρούσης του Πολεμικού Ναυτικού. Αποτέλεσε επίσης ιδεώδη κινούμενο στόχο για την επιθετική εξάσκηση του Ελληνικού ελαφρού στόλου και της ναυτικής αεροπορίας.
Σε αυτήν απέδιδε ιδιαίτερη έμφαση η Αγγλική Ναυτική Αποστολή και η κυβέρνηση Βενιζέλου, καθώς εξυπηρετούσε την αντιμετώπιση της απειλής του ολοένα ενισχυόμενου τουρκικού θωρηκτού στόλου και τη στενότερη ναυτική συνεργασία της Ελλάδας με την Αντάντ στους νευραλγικούς χώρους της Κεντρικής και της Ανατολικής Μεσογείου. Η έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η πρώτη διετία αυτού αποτέλεσαν για τον Αβέρωφ μια εργώδη περίοδο.
Κύρια έκφανση της οποίας ήταν η συμμετοχή του στη φρούρηση της εξόδου των Δαρδανελίων, τους τελευταίους μήνες του 1914 – μαζί με τον ελληνικό στόλο και μοίρα του αγγλικού – από τον αντίπαλο γερμανο-τουρκικό στόλο που καιροφυλακτούσε πίσω από τα Στενά. Επιπλέον, συνεχίστηκαν τα εντατικά ναυτικά γυμνάσια του Αβέρωφ, ενώ λειτούργησε και ως θαλαμηγός προσωπικοτήτων. Συχνά περιέπλεε την Πελοπόννησο ως την Κόρινθο κι από εκεί παραλάμβανε προσωπικότητες, που είχαν φτάσει οδικώς, για να τις μεταφέρει στην Κέρκυρα.
Το σύνολο των λειτουργιών αυτών καταπονούσαν το πλοίο. Η ανεμπόδιστη κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Γερμανο-Βουλγάρους το καλοκαίρι του 1916 και η εκδήλωση του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, έθεσε σε τροχιά σύγκρουσης τις από καιρό γερμανόφιλα ουδετερόφιλες αρχές του ελληνικού κράτους, με την Αντάντ. Η ναυτική πίεση της τελευταίας επί του ελληνικού κράτους κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 1916 όταν μοίρα του γαλλικού στόλου κατέλαβε το Ναύσταθμο Σαλαμίνας και πέτυχε τον παροπλισμό των θωρηκτών του ελληνικού στόλου, του Αβέρωφ συμπεριλαμβανομένου.
Μετά την αποπομπή από τον ελληνικό θρόνο του Βασιλιά Κωνσταντίνου από τους συμμάχους, την επανένωση της Ελλάδας υπό το Βενιζέλο και την έξοδό της στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ ο ελληνικός στόλος επαναδραστηριοποιήθηκε. Η αριθμητική ανεπάρκεια όμως των πληρωμάτων του, λόγω του εθνικού διχασμού οδήγησε, μεταξύ άλλων, στο να αρχίσει ο Αβέρωφ να αποκτά πολεμική οργάνωση μόλις τον Απρίλιο του 1918.
Την 12η Ιουλίου 1918 το ελληνικό θωρακισμένο καταδρομικό κατέπλευσε στο Μούδρο, όπου αποτέλεσε μαζί με αγγλικά και γαλλικά θωρηκτά, τη θωρηκτή δύναμη της συμμαχικής μοίρας του Αιγαίου στην οποία συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, και τέσσερα ελληνικά αντιτορπιλικά τύπου Αετός.
Σκοπός της μοίρας αυτής ήταν ο αποκλεισμός των Δαρδανελλίων και η παρεμπόδιση της εξόδου του Goeben και των ρωσικών θωρηκτών του Ευξείνου Πόντου που πιστεύονταν ότι θα έπεφταν στα χέρια των Γερμανών μετά την έκρηξη της Ρωσικής Επανάστασης. Παρά πάντως την ομαλή ένταξη και λειτουργία των ελληνικών αντιτορπιλικών στη συμμαχική μοίρα η θέση του Αβέρωφ σ’ αυτή ήταν λιγότερο αρμονική.
Η καλή του εσωτερική οργάνωση δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει το πρόβλημα συντονισμού του με τις θωρηκτές μονάδες των Συμμάχων, καθώς το Αβέρωφ ήταν μεν ταχύτερο απ’ αυτές υστερούσε όμως σε πυροβολική ισχύ. Το ευτυχές για το συμμαχικό στρατόπεδο πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε απαρχή νέων αγώνων για τη χώρα μας και στην προσπάθεια αυτή το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ δεν υστέρησε.
Η αρχή του νέου αυτού σταδίου στην ιστορία του Αβέρωφ τοποθετείται την 31η Οκτωβρίου 1918, όταν εισέπλευσε με τη συμμαχική μοίρα του Αιγαίου στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Τον επόμενο Μάρτιο ο Ελληνικός στόλος έπλευσε στη Μαύρη Θάλασσα για να βοηθήσει την αποχώρηση από την Ουκρανία και την Κριμαία, Ελληνικών στρατευμάτων και πληθυσμών. Ο Αβέρωφ αγκυροβόλησε παρά το φαρόπλοιο της Οδησσού, τη μέρα που καταλήφθηκε η πόλη από τους Μπολσεβίκους.
Στη συνέχεια κατέπλευσε στη Σεβαστούπολη όπου παρέμεινε για μία εβδομάδα. Από εκεί το Ελληνικό πλοίο απέπλευσε επειγόντως για τη Σμύρνη όπου έλαβε ενεργό μέρος στην κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό τη 2α Μαΐου 1919. Από τον Οκτώβριο του 1919 έως τον Ιούνιο του 1920 ο Αβέρωφ βρέθηκε στον Αγγλικό ναύσταθμο της Μάλτας όπου εκτελέστηκαν εσπευσμένα εκτεταμένες επισκευές των μηχανών του. Στις 20 Ιουνίου 1920 αγκυροβόλησε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας κι από κει ταξίδευσε στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους μετέφερε το Βασιλιά Αλέξανδρο στη νεοαποκτηθείσα Ανατολική Θράκη, συμμετείχε μάλιστα και στην επιχείρηση κατάληψης της Ραιδεστού. Λίγους μήνες αργότερα επανέφερε από την εξορία στην Αθήνα το Βασιλιά Κωνσταντίνο, μετά το θάνατο του Βασιλιά Αλεξάνδρου και την ήττα των Βενιζελικών στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους.
Κατά την περίοδο 1921-1922 ο Αβέρωφ χρησιμοποιήθηκε ως ναυαρχίδα του Πρώτου Στόλου με ορμητήριο την Κωνσταντινούπολη και είχε ως κύρια ευθύνη την διενέργεια περιπολιών στη Μαύρη Θάλασσα. Κατά τη διάρκεια αυτών βομβάρδισε τη Σαμψούντα την 25η Μαΐου 1922. Μετά την κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία ο Αβέρωφ εβλήθη ανεπιτυχώς από τους Τούρκους στην Πάνορμο, όπου ήταν αγκυροβολημένος στις 4 Σεπτεμβρίου 1922.
Την επόμενη μέρα βομβάρδισε την Αρτάκη και το χωριό Αϊντιντζίκ, προασπίζοντας την επιβίβαση του υποχωρούντος Ελληνικού Στρατού και στις 14 του ίδιου μήνα ο Αβέρωφ απέπλευσε για τελευταία φορά από το ορμητήριό του στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως μετά την αναχώρηση του πλοίου από την Πόλη εκδηλώθηκε κίνημα αξιωματικών σε αυτό. Ο κυβερνήτης, ο ύπαρχος κι ο οπλονόμος φυλακίστηκαν στα διαμερίσματά τους και το επιτελείο του πλοίου ανέλαβε τη διοίκησή του.
Αργότερα αποβίβασαν τους έγκλειστους βαθμοφόρους και επέβη του πλοίου ως κυβερνήτης ο αντιπλοίαρχος Γ. Χατζηκυριάκος. Η πολεμική προσπάθεια του Αβέρωφ ολοκληρώθηκε στο διάστημα μεταξύ της 31ης Μαρτίου και της 23ης Ιουλίου 1923 όταν ο Ελληνικός στόλος κατέπλευσε στο Βόλο όπου συνεχίσθηκε η πολεμική του προπαρασκευή και προετοιμάζονταν ο βίαιος είσπλους του στα Δαρδανέλια.
Η υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης όμως έθεσε τέρμα στον πόλεμο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας απομακρύνοντας το ενδεχόμενο αυτό. Ενδεικτικό πάντως της σοβαρότητας της προσπάθειας που καταβλήθηκε τότε είναι το γεγονός ότι ο Αβέρωφ σημείωσε ρεκόρ ταχυβολίας, καθώς επιτεύχθηκε επίδοση κάτω των 20 δευτερόλεπτων κατά ομοβροντία στα γυμνάσια του Βόλου το 1923.
Ο Αβέρωφ στον Μεσοπόλεμο 1923 – 1940
Τα χρόνια του Μεσοπολέμου αποτέλεσαν μια μεταβατική περίοδο για το Πολεμικό Ναυτικό και ο Αβέρωφ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Δεδομένης της εξακολουθητικής απειλής για την Ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο από την πιθανότητα επαναφοράς στην ενέργεια του Τουρκικού καταδρομικού μάχης Yavouz (πρώην Goeben) και κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του ειδικά μετακληθέντα στην Ελλάδα Άγγλου υποναυάρχου Webb, αποφασίστηκε η πραγματοποίηση ευρείας μετασκευής στο πλοίο που τελικά πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία, όπως ήδη αναφέρθηκε.
Εκτός του εκσυγχρονισμού του Συστήματος Διεύθυνσης Βολής του Αβέρωφ πολύ σημαντική υπήρξε η εισαγωγή της πετρελαιοκίνησης, η παρεπόμενη αντικατάσταση ορισμένων από τις αρχικές του μηχανές που κινούνταν με κάρβουνο και η κατάργηση των δύο από τις τρεις καπνοδόχους που έχει. Ανανεωμένο μετά την μετασκευή του, το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ πρωτοστάτησε στις περισσότερες ασκήσεις του Ελληνικού στόλου μέχρι και την ψήφιση του Ναυτικού Προγράμματος του 1931.
Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε την ενίσχυση του ελαφρού στόλου και της ναυτικής αεροπορίας, ως την αποτελεσματικότερη απάντηση στην απειλή του μάχιμου πια Yavouz. Τα στενά όμως οικονομικά περιθώρια του Ελληνικού προϋπολογισμού, που υπαγορεύονταν από την ανάγκη της αποκατάστασης των προσφύγων και της αντιμετώπισης της διεθνούς οικονομικής κρίσης, απαιτούσαν την πραγματοποίηση οικονομιών στο Πολεμικό Ναυτικό, ώστε να εξοικονομηθούν τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή του Ναυτικού Προγράμματος του 1931.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό περιορίστηκαν οι κινήσεις του Αβέρωφ. Ενδεικτικό είναι ότι ακόμα και οι αυλοί των λεβήτων του δεν αντικαταστάθηκαν τα χρόνια εκείνα, παρά τη μεγάλη φθορά τους, που απαιτούσε την αντικατάστασή τους ήδη από το 1934.
Η δραστηριότητα του Αβέρωφ κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου δεν εξαντλήθηκε σε ναυτικά γυμνάσια. Την επαύριο της υπογραφής της συνθήκης της Λοζάνης συμμετείχε στην καταστολή του κινήματος των στρατηγών Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη. Μια δωδεκαετία αργότερα πρωτοστάτησε στο Βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 κατά τη διάρκεια του οποίου βομβαρδίστηκε, ανεπιτυχώς, από την κυβερνητική αεροπορία.
Η αποψίλωση του Στόλου από βαθμοφόρους και κατώτερα στελέχη, που έλαβε χώρα για πολιτικούς λόγους αμέσως μετά την καταστολή του Βενιζελικού αυτού κινήματος, οδήγησε στο να περιέλθει ο Αβέρωφ σε κατάσταση εφεδρείας με το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός του να μεταφέρεται στον Ελληνικό Στρατό. Την ίδια περίπου εποχή παραλήφθηκε νέου τύπου πυρίτιδα για το πυροβολικό του και αποφασίσθηκε η δοκιμή της με πραγματοποίηση πραγματικών πυρών από το θωρακισμένο καταδρομικό.
Καθώς ρυμουλκούσαν το πλοίο στο πεδίο βολής, το Δεκέμβριο του 1935, λόγω της θαλασσοταραχής που ενέσκηψε, τα ρυμουλκά αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα και ο Αβέρωφ έμεινε ακυβέρνητος και λίγο έλειψε να εξοκείλει στις ακτές της Αίγινας. Ευτυχώς επενέβησαν τα ισχυρά ρυμουλκά Ταξιάρχης και Αίας, που κατόρθωσαν τελικά να ρυμουλκήσουν τον Αβέρωφ σε υπήνεμο όρμο της Σαλαμίνας.
Την τελευταία τετραετία πριν την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Αβέρωφ επανήλθε στην ενέργεια και εκτέλεσε, μεταξύ άλλων, και ορισμένους, μακρούς, επίσημους πλόες. Ο πρώτος απ’ αυτούς ήταν στο Πρίντεζι της Ιταλίας το Νοέμβριο του 1936 για την μεταφορά στην Ελλάδα των σορών του Βασιλικού ζεύγους Κωνσταντίνου και Σοφίας. Λίγους μήνες αργότερα (Απρίλιος-Ιούνιος 1937) ο Αβέρωφ ταξίδεψε στην Αγγλία για να συμμετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις της στέψης του νέου Άγγλου Μονάρχη.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας τον Ιωάννη Μεταξά σε επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία. Παρά όμως την επαναδραστηριοποίησή του, η αλήθεια είναι ότι ο Αβέρωφ τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Η μέγιστη ταχύτητά του δεν υπερέβαινε τους 16 κόμβους, λόγω της φθοράς των λεβήτων του και, γενικότερα, η μαχητική του ικανότητα είχε πέσει στο 1/3 του αρχικού δυναμικού της.
Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Μεταξάς, σε συνομιλία του με τον Άγγλο πρέσβη τον Ιανουάριο του 1939, ζήτησε Αγγλικές πιστώσεις για να αντικατασταθεί ο Αβέρωφ από ανάλογη, σύγχρονη ναυτική μονάδα.
Από το Αιγαίο στις Ινδίες: Ο Αβέρωφ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και Μεταπολεμικά
Στο ξεκίνημα του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου ο Αβέρωφ στάθμευε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας και λειτουργούσε ως Αρχηγείο Στόλου. Μετά το βομβαρδισμό του Ναυστάθμου από Ιταλικά αεροπλάνα, την 1η Νοεμβρίου του 1940, το πλοίο μεταστάθμευσε στον όρμο της Ελευσίνας όπου και παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η κατάληψη των Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων, στην οποία είχε προγραμματιστεί να συμμετάσχει κι αυτό, δεν επιχειρήθηκε ποτέ καθώς η επιχείρηση δεν βρήκε σύμφωνες τις Αγγλικές ναυτικές αρχές.
Την 18η Απριλίου 1941, όταν πια η Γερμανία και η Βουλγαρία είχαν μπει κι αυτές στον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας και τα Γερμανικά στρατεύματα πλησίαζαν στην Αθήνα, ο Αβέρωφ άφησε το αγκυροβόλιό του κι έπλευσε για τη Σούδα. Είχαν προηγηθεί μερικά εικοσιτετράωρα αλληλοαναιρούμενων διαταγών, διοικητικής ολιγωρίας και άκρατων φημών περί εγκατάλειψης του πλοίου και του πληρώματός του στους προελαύνοντες εχθρούς ή αυτοβύθισής του. Οι φήμες αυτές οδήγησαν σε στάση την πλειοψηφία των επιβαινόντων στον Αβέρωφ.
Της στάσης ηγήθηκε ο πλωτάρχης Δαμηλάτης και είχαν πρωτοστατήσει ο σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης κι ο ιερέας του πλοίου. Λίγο μετά την άφιξη του Αβέρωφ στη Σούδα, στις 19 Απριλίου, το πλοίο εντάχθηκε στην Αγγλική νηοπομπή A.S. 129 και κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια στις 23 του ίδιου μήνα. Η περιπέτεια του Ελληνικού θωρακισμένου καταδρομικού αντανακλά τη χαοτική κατάσταση της κυβέρνησης των Αθηνών, λίγο πριν την κατάληψη της πόλης από τα Γερμανικά στρατεύματα.
Εξηγείται όμως και από την επιφυλακτικότητα της Ελληνικής ναυτικής ηγεσίας ως προς την ικανότητα του Αβέρωφ να φτάσει σώο στην Αλεξάνδρεια αλλά και τη δυνατότητα ικανοποιητικής συμβολής του στο συμμαχικό αγώνα στη Μέση Ανατολή. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο τότε Αρχηγός Στόλου ναύαρχος Καββαδίας:
«Ο Αβέρωφ πάλι θα ήτο αναμφιβόλως ο στόχος εναέριων και υποβρύχιων επιθέσεων και η ελεεινή κατάστασις της αναχρονισμένης στεγανής υποδιαιρέσεως του σκάφους αυτού, ούτινος τα δύο εν τω Ιταλικώ ναυτικώ πανομοιότυπα είχον βυθιστεί κατά τον προηγούμενον πόλεμον (σ.σ. Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) εντός ολίγων λεπτών από παλαιάς τορπίλλας των 45, έδιδον λαβήν εις δισταγμόν εις τε τον Α.Γ.Ε.Ν. και εις εμέ κατά πόσον έδει να διακινδυνεύσωμεν τοιαύτην θυσίαν διά να προσθέσωμεν εις τον εκπατριζόμενον στόλον εν πλοίον, το οποίον ουδεμίαν άλλην αξίαν από την του κειμηλίου είχε δι’ ημάς».
Τους πρώτους δύο μήνες της παραμονής του Αβέρωφ στην Αλεξάνδρεια το πλοίο χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Υπουργείου Ναυτικών της εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης. Έγιναν σκέψεις και για την αποστολή του στην Αμερική για τη διενέργεια αναγκαίων επισκευών και μετασκευών. Τελικά αποφασίστηκε από τις Αγγλικές ναυτικές αρχές να πλεύσει στο Πορτ Σουδάν για βασική επιθεώρηση μηχανών και στη συνέχεια να κατευθυνθεί στη Βομβάη για ορισμένες μετασκευές όπως η τοποθέτηση αντιμαγνητικού καλωδίου στη γάστρα και δεξαμενισμό.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε αναβρασμό στο πλήρωμα, τον οποίο υποδαύλισε ο σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης, που επιθυμούσε την πολεμική του αξιοποίηση στη Μεσόγειο αλλά και τη θαλπωρή του Ελληνισμού της Αιγύπτου. Ο κυβερνήτης όμως του πλοίου, πλοίαρχος Κοντογιάννης, συνέλαβε τον Ηλιομαρκάκη με αιφνιδιαστική ενέργεια, τον απομάκρυνε από το πλοίο και έτσιτο ταξίδι του Αβέρωφ προς το Πορτ Σουδάν εκτελέστηκε απρόσκοπτα.
Στις 2 Ιουλίου του 1941 ο Αβέρωφ αγκυροβόλησε στο Πορτ-Τεουφίκ του Σουέζ όπου παρέμεινε για είκοσι μέρες και συνέβαλε στην αντιαεροπορική άμυνα της περιοχής. Στις 25 του ίδιου μήνα αγκυροβόλησε στο Πορτ-Σουδάν και τη βδομάδα που ακολούθησε έλαβαν χώρα εντατικές επιθεωρήσεις των μηχανών και των μηχανημάτων του. Στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους το Αβέρωφ αγκυροβόλησε στη Βομβάη.
Μετά από ένα σύντομο δεξαμενισμό του εκεί, ασχολήθηκε ως το τέλος του έτους με συνοδείες νηοπομπών και περιπολίες στον Ινδικό Ωκεανό και τον Περσικό κόλπο. Ο Αβέρωφ απέπλευσε από τη Βομβάη την 9η Ιανουαρίου και μέχρι τη 15η εκτέλεσε περιπολία στον Περσικό Κόλπο. Κατά τον πλου όμως αυτό σημειώθηκε αντιπειθαρχική κίνηση του προσωπικού της μηχανής, που απαιτούσε την αποφυλάκιση ενός θερμαστή.
Η κίνηση αυτή κατεστάλη άμεσα μετά από αποφασιστική ενέργεια του ύπαρχου του πλοίου αντιπλοιάρχου Σπανίδη. Ο κυβερνήτης όμως του πλοίου, πλοίαρχος Μάτεσης, απασχολούσε συνεχώς τον Αρχηγό Στόλου ζητώντας μεταθέσεις ανεπιθύμητων ανδρών του πληρώματος. Έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται ότι με τον τρόπο αυτό ενθάρρυνε καθένα, που προτιμούσε την Αλεξάνδρεια από τη Βομβάη, να γίνει κι αυτός ανεπιθύμητος και να πετύχει μετάθεση.
Η αποψίλωση μάλιστα των τάξεων των θερμαστών, της κατά τεκμήριο δυσκολότερης ειδικότητας των πλοίων – πολεμικών και εμπορικών – έφτασε σε τέτοιο σημείο που χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν αρχικά Σουδανέζοι και αργότερα Ινδοί θερμαστές, με όλα τα σχετικά μειονεκτήματα. Δεν ήταν λοιπόν παράδοξο που ο ναύαρχος Καββαδίας έσπευσε να τοποθετήσει στη θέση του Μάτεση τον πλοίαρχο Πετρόπουλο, εκμεταλλευόμενος την αίτηση του Μάτεση να αντικατασταθεί στην κυβέρνηση του πλοίου.
Ο Πετρόπουλος ανέλαβε καθήκοντα κυβερνήτη του Αβέρωφ την 21η Μαρτίου 1942 και αμέσως άρχισε την αναδιοργάνωσή του με εντατικούς ρυθμούς. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έλαβε χώρα μεγάλος αριθμός επιθεωρήσεων του προσωπικού και του υλικού του πλοίου καθώς και ικανός αριθμός γενικών γυμνασίων. Μάλιστα την 11η Απριλίου 1942 το Αβέρωφ απέπλευσε για εκτέλεση πυρών κυρίου οπλισμού (δεν είχαν πραγματοποιηθεί από πενταετίας) και δοκιμές μεγίστης ταχύτητας.
Ο Αβέρωφ στον Μεσοπόλεμο 1923 – 1940
Τα χρόνια του Μεσοπολέμου αποτέλεσαν μια μεταβατική περίοδο για το Πολεμικό Ναυτικό και ο Αβέρωφ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Δεδομένης της εξακολουθητικής απειλής για την Ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο από την πιθανότητα επαναφοράς στην ενέργεια του Τουρκικού καταδρομικού μάχης Yavouz (πρώην Goeben) και κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του ειδικά μετακληθέντα στην Ελλάδα Άγγλου υποναυάρχου Webb, αποφασίστηκε η πραγματοποίηση ευρείας μετασκευής στο πλοίο που τελικά πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία, όπως ήδη αναφέρθηκε.
Εκτός του εκσυγχρονισμού του Συστήματος Διεύθυνσης Βολής του Αβέρωφ πολύ σημαντική υπήρξε η εισαγωγή της πετρελαιοκίνησης, η παρεπόμενη αντικατάσταση ορισμένων από τις αρχικές του μηχανές που κινούνταν με κάρβουνο και η κατάργηση των δύο από τις τρεις καπνοδόχους που έχει. Ανανεωμένο μετά την μετασκευή του, το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ πρωτοστάτησε στις περισσότερες ασκήσεις του Ελληνικού στόλου μέχρι και την ψήφιση του Ναυτικού Προγράμματος του 1931.
Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε την ενίσχυση του ελαφρού στόλου και της ναυτικής αεροπορίας, ως την αποτελεσματικότερη απάντηση στην απειλή του μάχιμου πια Yavouz. Τα στενά όμως οικονομικά περιθώρια του Ελληνικού προϋπολογισμού, που υπαγορεύονταν από την ανάγκη της αποκατάστασης των προσφύγων και της αντιμετώπισης της διεθνούς οικονομικής κρίσης, απαιτούσαν την πραγματοποίηση οικονομιών στο Πολεμικό Ναυτικό, ώστε να εξοικονομηθούν τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή του Ναυτικού Προγράμματος του 1931.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό περιορίστηκαν οι κινήσεις του Αβέρωφ. Ενδεικτικό είναι ότι ακόμα και οι αυλοί των λεβήτων του δεν αντικαταστάθηκαν τα χρόνια εκείνα, παρά τη μεγάλη φθορά τους, που απαιτούσε την αντικατάστασή τους ήδη από το 1934.
Η δραστηριότητα του Αβέρωφ κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου δεν εξαντλήθηκε σε ναυτικά γυμνάσια. Την επαύριο της υπογραφής της συνθήκης της Λοζάνης συμμετείχε στην καταστολή του κινήματος των στρατηγών Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη. Μια δωδεκαετία αργότερα πρωτοστάτησε στο Βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 κατά τη διάρκεια του οποίου βομβαρδίστηκε, ανεπιτυχώς, από την κυβερνητική αεροπορία.
Η αποψίλωση του Στόλου από βαθμοφόρους και κατώτερα στελέχη, που έλαβε χώρα για πολιτικούς λόγους αμέσως μετά την καταστολή του Βενιζελικού αυτού κινήματος, οδήγησε στο να περιέλθει ο Αβέρωφ σε κατάσταση εφεδρείας με το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός του να μεταφέρεται στον Ελληνικό Στρατό. Την ίδια περίπου εποχή παραλήφθηκε νέου τύπου πυρίτιδα για το πυροβολικό του και αποφασίσθηκε η δοκιμή της με πραγματοποίηση πραγματικών πυρών από το θωρακισμένο καταδρομικό.
Καθώς ρυμουλκούσαν το πλοίο στο πεδίο βολής, το Δεκέμβριο του 1935, λόγω της θαλασσοταραχής που ενέσκηψε, τα ρυμουλκά αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα και ο Αβέρωφ έμεινε ακυβέρνητος και λίγο έλειψε να εξοκείλει στις ακτές της Αίγινας. Ευτυχώς επενέβησαν τα ισχυρά ρυμουλκά Ταξιάρχης και Αίας, που κατόρθωσαν τελικά να ρυμουλκήσουν τον Αβέρωφ σε υπήνεμο όρμο της Σαλαμίνας.
Την τελευταία τετραετία πριν την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Αβέρωφ επανήλθε στην ενέργεια και εκτέλεσε, μεταξύ άλλων, και ορισμένους, μακρούς, επίσημους πλόες. Ο πρώτος απ’ αυτούς ήταν στο Πρίντεζι της Ιταλίας το Νοέμβριο του 1936 για την μεταφορά στην Ελλάδα των σορών του Βασιλικού ζεύγους Κωνσταντίνου και Σοφίας. Λίγους μήνες αργότερα (Απρίλιος-Ιούνιος 1937) ο Αβέρωφ ταξίδεψε στην Αγγλία για να συμμετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις της στέψης του νέου Άγγλου Μονάρχη.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας τον Ιωάννη Μεταξά σε επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία. Παρά όμως την επαναδραστηριοποίησή του, η αλήθεια είναι ότι ο Αβέρωφ τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Η μέγιστη ταχύτητά του δεν υπερέβαινε τους 16 κόμβους, λόγω της φθοράς των λεβήτων του και, γενικότερα, η μαχητική του ικανότητα είχε πέσει στο 1/3 του αρχικού δυναμικού της.
Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Μεταξάς, σε συνομιλία του με τον Άγγλο πρέσβη τον Ιανουάριο του 1939, ζήτησε Αγγλικές πιστώσεις για να αντικατασταθεί ο Αβέρωφ από ανάλογη, σύγχρονη ναυτική μονάδα.
Από το Αιγαίο στις Ινδίες: Ο Αβέρωφ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και Μεταπολεμικά
Στο ξεκίνημα του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου ο Αβέρωφ στάθμευε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας και λειτουργούσε ως Αρχηγείο Στόλου. Μετά το βομβαρδισμό του Ναυστάθμου από Ιταλικά αεροπλάνα, την 1η Νοεμβρίου του 1940, το πλοίο μεταστάθμευσε στον όρμο της Ελευσίνας όπου και παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η κατάληψη των Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων, στην οποία είχε προγραμματιστεί να συμμετάσχει κι αυτό, δεν επιχειρήθηκε ποτέ καθώς η επιχείρηση δεν βρήκε σύμφωνες τις Αγγλικές ναυτικές αρχές.
Την 18η Απριλίου 1941, όταν πια η Γερμανία και η Βουλγαρία είχαν μπει κι αυτές στον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας και τα Γερμανικά στρατεύματα πλησίαζαν στην Αθήνα, ο Αβέρωφ άφησε το αγκυροβόλιό του κι έπλευσε για τη Σούδα. Είχαν προηγηθεί μερικά εικοσιτετράωρα αλληλοαναιρούμενων διαταγών, διοικητικής ολιγωρίας και άκρατων φημών περί εγκατάλειψης του πλοίου και του πληρώματός του στους προελαύνοντες εχθρούς ή αυτοβύθισής του. Οι φήμες αυτές οδήγησαν σε στάση την πλειοψηφία των επιβαινόντων στον Αβέρωφ.
Της στάσης ηγήθηκε ο πλωτάρχης Δαμηλάτης και είχαν πρωτοστατήσει ο σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης κι ο ιερέας του πλοίου. Λίγο μετά την άφιξη του Αβέρωφ στη Σούδα, στις 19 Απριλίου, το πλοίο εντάχθηκε στην Αγγλική νηοπομπή A.S. 129 και κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια στις 23 του ίδιου μήνα. Η περιπέτεια του Ελληνικού θωρακισμένου καταδρομικού αντανακλά τη χαοτική κατάσταση της κυβέρνησης των Αθηνών, λίγο πριν την κατάληψη της πόλης από τα Γερμανικά στρατεύματα.
Εξηγείται όμως και από την επιφυλακτικότητα της Ελληνικής ναυτικής ηγεσίας ως προς την ικανότητα του Αβέρωφ να φτάσει σώο στην Αλεξάνδρεια αλλά και τη δυνατότητα ικανοποιητικής συμβολής του στο συμμαχικό αγώνα στη Μέση Ανατολή. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο τότε Αρχηγός Στόλου ναύαρχος Καββαδίας:
«Ο Αβέρωφ πάλι θα ήτο αναμφιβόλως ο στόχος εναέριων και υποβρύχιων επιθέσεων και η ελεεινή κατάστασις της αναχρονισμένης στεγανής υποδιαιρέσεως του σκάφους αυτού, ούτινος τα δύο εν τω Ιταλικώ ναυτικώ πανομοιότυπα είχον βυθιστεί κατά τον προηγούμενον πόλεμον (σ.σ. Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) εντός ολίγων λεπτών από παλαιάς τορπίλλας των 45, έδιδον λαβήν εις δισταγμόν εις τε τον Α.Γ.Ε.Ν. και εις εμέ κατά πόσον έδει να διακινδυνεύσωμεν τοιαύτην θυσίαν διά να προσθέσωμεν εις τον εκπατριζόμενον στόλον εν πλοίον, το οποίον ουδεμίαν άλλην αξίαν από την του κειμηλίου είχε δι’ ημάς».
Τους πρώτους δύο μήνες της παραμονής του Αβέρωφ στην Αλεξάνδρεια το πλοίο χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Υπουργείου Ναυτικών της εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης. Έγιναν σκέψεις και για την αποστολή του στην Αμερική για τη διενέργεια αναγκαίων επισκευών και μετασκευών. Τελικά αποφασίστηκε από τις Αγγλικές ναυτικές αρχές να πλεύσει στο Πορτ Σουδάν για βασική επιθεώρηση μηχανών και στη συνέχεια να κατευθυνθεί στη Βομβάη για ορισμένες μετασκευές όπως η τοποθέτηση αντιμαγνητικού καλωδίου στη γάστρα και δεξαμενισμό.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε αναβρασμό στο πλήρωμα, τον οποίο υποδαύλισε ο σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης, που επιθυμούσε την πολεμική του αξιοποίηση στη Μεσόγειο αλλά και τη θαλπωρή του Ελληνισμού της Αιγύπτου. Ο κυβερνήτης όμως του πλοίου, πλοίαρχος Κοντογιάννης, συνέλαβε τον Ηλιομαρκάκη με αιφνιδιαστική ενέργεια, τον απομάκρυνε από το πλοίο και έτσιτο ταξίδι του Αβέρωφ προς το Πορτ Σουδάν εκτελέστηκε απρόσκοπτα.
Στις 2 Ιουλίου του 1941 ο Αβέρωφ αγκυροβόλησε στο Πορτ-Τεουφίκ του Σουέζ όπου παρέμεινε για είκοσι μέρες και συνέβαλε στην αντιαεροπορική άμυνα της περιοχής. Στις 25 του ίδιου μήνα αγκυροβόλησε στο Πορτ-Σουδάν και τη βδομάδα που ακολούθησε έλαβαν χώρα εντατικές επιθεωρήσεις των μηχανών και των μηχανημάτων του. Στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους το Αβέρωφ αγκυροβόλησε στη Βομβάη.
Μετά από ένα σύντομο δεξαμενισμό του εκεί, ασχολήθηκε ως το τέλος του έτους με συνοδείες νηοπομπών και περιπολίες στον Ινδικό Ωκεανό και τον Περσικό κόλπο. Ο Αβέρωφ απέπλευσε από τη Βομβάη την 9η Ιανουαρίου και μέχρι τη 15η εκτέλεσε περιπολία στον Περσικό Κόλπο. Κατά τον πλου όμως αυτό σημειώθηκε αντιπειθαρχική κίνηση του προσωπικού της μηχανής, που απαιτούσε την αποφυλάκιση ενός θερμαστή.
Η κίνηση αυτή κατεστάλη άμεσα μετά από αποφασιστική ενέργεια του ύπαρχου του πλοίου αντιπλοιάρχου Σπανίδη. Ο κυβερνήτης όμως του πλοίου, πλοίαρχος Μάτεσης, απασχολούσε συνεχώς τον Αρχηγό Στόλου ζητώντας μεταθέσεις ανεπιθύμητων ανδρών του πληρώματος. Έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται ότι με τον τρόπο αυτό ενθάρρυνε καθένα, που προτιμούσε την Αλεξάνδρεια από τη Βομβάη, να γίνει κι αυτός ανεπιθύμητος και να πετύχει μετάθεση.
Η αποψίλωση μάλιστα των τάξεων των θερμαστών, της κατά τεκμήριο δυσκολότερης ειδικότητας των πλοίων – πολεμικών και εμπορικών – έφτασε σε τέτοιο σημείο που χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν αρχικά Σουδανέζοι και αργότερα Ινδοί θερμαστές, με όλα τα σχετικά μειονεκτήματα. Δεν ήταν λοιπόν παράδοξο που ο ναύαρχος Καββαδίας έσπευσε να τοποθετήσει στη θέση του Μάτεση τον πλοίαρχο Πετρόπουλο, εκμεταλλευόμενος την αίτηση του Μάτεση να αντικατασταθεί στην κυβέρνηση του πλοίου.
Ο Πετρόπουλος ανέλαβε καθήκοντα κυβερνήτη του Αβέρωφ την 21η Μαρτίου 1942 και αμέσως άρχισε την αναδιοργάνωσή του με εντατικούς ρυθμούς. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έλαβε χώρα μεγάλος αριθμός επιθεωρήσεων του προσωπικού και του υλικού του πλοίου καθώς και ικανός αριθμός γενικών γυμνασίων. Μάλιστα την 11η Απριλίου 1942 το Αβέρωφ απέπλευσε για εκτέλεση πυρών κυρίου οπλισμού (δεν είχαν πραγματοποιηθεί από πενταετίας) και δοκιμές μεγίστης ταχύτητας.
Η αναπόδραστη κόπωση που προκλήθηκε στο πλήρωμα και τους αξιωματικούς του πλοίου από την εντατικοποίηση της εκγύμνασης, καθώς και μια άστοχη ενέργεια του κυβερνήτη εις βάρος ενός προφυλακισμένου πρότακτου, δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στον Αβέρωφ. Η αναταραχή δεν κατασίγασε παρά μόνο με την παρέμβαση των αγγλικών ναυτικών αρχών, την αντικατάσταση του Πετρόπουλου από το Μάτεση και την καταδίκη – από αρμόδιο ναυτοδικείο αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών, που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν.
Όπως χαρακτηριστικά επισημάνθηκε «Η επί του Αβέρωφ… εκραγείσα ανταρσία ήτο σκληρόν πλήγμα εις την προσπάθειαν, ην κατεβάλλομεν, διότι κατέρριψε το γόητρον, όπερ επιχειρούμεν να εμπνεύσωμεν εις τους συμμάχους μας επί της δυνατότητος και ικανότητος ημών, δεδομένου ότι μέχρι της εποχής εκείνης ήμεθα πλούσιοι εις επιδείξεις ανταρσιών και πολλοί πτωχοί εις έργα πολεμικά.»
Ο Αβέρωφ επέστρεψε στο Πόρτ Σάϊδ στις 23 Νοεμβρίου 1942. Ο ναύαρχος Σακελλαρίου δεν φαίνεται να εμπιστευόταν την ικανότητα του πλοίου να προσφέρει αρκετά στο συμμαχικό αγώνα. Ο δε ναύαρχος Καββαδίας αξιολόγησε τη συνολική πολεμική προσφορά του Αβέρωφ κατά την αποδημία του στόλου ως εξής:
«Βεβαίως εις Μέσην Ανατολήν θα αντικαθίστα βαρύ εύδρομον εις σοβαράς νηοπομπάς μακράν εχθρικής αεροπορίας. Δυστυχώς, παρά τας προσδοκίας μας, δεν κατορθώθη η αναλεβήτωσίς του και η πολεμική του απόδοσις περιωρίσθη εις μερικάς συνοδείας εις Ινδικόν Ωκεανόν και την αποτελεσματικήν συμβολήν εις την Α/Α άμυναν του εκάστοτε ορμητηρίου του, λόγω όμως ανικάνων κυβερνητών μας εδημιούργει μόνον ζητήματα.
Η τελευταία υπηρεσίαν ην προσήνεγκεν, ήτο να επανέλθη κυριολεκτικώς ως πλωτόν εδωδιματοπωλείον, ενταχθέν εις την Βρετανικήν δύναμιν απελευθερώσεως της Ελλάδος, φέρων και σήμα Έλληνος αντιναυάρχου, δια τον οποίον οι σύμμαχοί μας εφρόντισαν να ειδοποιήσουν πολλαπλώς εις την διαταγήν της «Επιχειρήσεως Μάννα» ότι ουδεμίαν διοίκησιν επί των πλοίων των εξασκεί.»
Ήταν φανερό ότι τεχνολογικοί και, ως ένα βαθμό, και οργανωτικοί λόγοι εμπόδιζαν τον Αβέρωφ να επιδείξει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολεμικές αρετές ανάλογες με αυτές της νεότητάς του. Μολοταύτα αυτό δε σημαίνει ότι το ελληνικό θωρακισμένο καταδρομικό στερούνταν χρησιμότητας. Αντίθετα, από το Νοέμβριο του 1942 ως τις 26 Αυγούστου του 1944 το πλοίο παρέμεινε στο Πόρτ Σάϊδ και χρησίμευσε ως έδρα του Αρχηγού Στόλου μέχρι τον Ιανουάριο του 1944. Λειτούργησε επίσης ως κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων και φιλοξένησε σχολές ειδικοτήτων.
Η πλειοψηφία βέβαια των επιβαινόντων σε αυτό περιέπεσε, για μία ακόμη φορά, σε βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα όταν όχι απλά προσχώρησε αλλά ποδηγέτησε τις εκδηλώσεις του Κινήματος του Ναυτικού στο Πόρτ Σάϊδ τον Απρίλιο του 1944. Όμως, κι αυτή η κρίση ξεπεράστηκε γρήγορα κι αναίμακτα και μπόρεσε ο Αβέρωφ να αποτελέσει, όπως ήδη αναφέρθηκε, κύριο φορέα διοίκησης και διοικητικής μέριμνας της επιχείρησης επαναπατρισμού του ελληνικού στόλου και της απελευθέρωσης της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1944, λόγω του μεγέθους του και των εν γένει δυνατοτήτων του.
Μετά την απελευθέρωση, στο πρώτο μισό του 1945, το παλαίμαχο ελληνικό πολεμικό μετέφερε τον αντιβασιλέα, Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό σε ταξίδια γεμάτα συμβολισμό στη Θεσσαλονίκη και στη Ρόδο, όπου κατά τη δήλωσή του, έγινε «ο αρραβώνας της ένωσης των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα».
Μέχρι την άφιξη στην Ελλάδα του καταδρομικού Έλλη, το 1951, ο Αβέρωφ συνέχισε να στεγάζει την έδρα και το επιτελείο του Αρχηγού Στόλου. Την επόμενη χρονιά παροπλίσθηκε. Το 1957 ρυμουλκήθηκε στον Πόρο μπροστά από το κεντρικό Προγυμναστήριο όπου και παρέμεινε έως τη δεκαετία του 1980. Το 1986 ρυμουλκήθηκε στο λιμάνι της Ζέας και στη συνέχεια στη σημερινή του θέση, στον Φλοίσβο του Φαλήρου.
Επίλογος
Στη μακρόχρονη ιστορία του, το Θωρακισμένο Καταδρομικό Αβέρωφ γνώρισε στιγμές δόξας αλλά και στιγμές λιγότερο ένδοξες. Πέραν αυτών υπήρξαν κι αρκετές δύσκολες ώρες. Οι περισσότερες από αυτές οφείλονταν είτε στη συχνή ανεπάρκεια των οικονομικών πόρων του Πολεμικού Ναυτικού είτε σε διχαστικές εκδηλώσεις πολιτικού περιεχομένου, ανεξαρτήτως της ευγένειας ή μη των κινήτρων τους. Το παζλ αυτό αντανακλά, σε αδρές γραμμές, την Ελλάδα του 20ου αιώνα. Την Ελλάδα που τόσο βοήθησε ο Αβέρωφ να αποκτήσει τα τωρινά της σύνορα.
ΤΑ ΝΑΥΠΗΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ''Θ/Κ ΑΒΕΡΩΦ''
Η περίοδος του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα είναι η περίοδος κατά την οποία η ναυπηγία από εμπειρική τέχνη εξελίσσεται σε τεχνολογία και περιλαμβάνει όλους τους τομείς της εφηρμοσμένης επιστήμης που απαιτούνται για την σχεδίαση και την κατασκευή πλοίων. Είναι η εποχή που η μηχανή αντικαθιστά το ιστίο και ο χάλυβας αντικαθιστά το ξύλο. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν κατασκευάσθηκε ο Αβέρωφ, η ναυπηγία έχει προχωρήσει σημαντικά και χρησιμοποιεί πλέον υπολογισμούς αντί εμπειρικούς κανόνες και εικασίες.
Εισαγωγή
Το πλοίο Γεώργιος Αβέρωφ, αν και είναι γνωστό ως θωρηκτό (battleship), ανήκει στην πραγματικότητα στην κατηγορία των θωρακισμένων καταδρομικών (armoured cruiser), incrociatore corazzato όπως αναγράφεται στα Ιταλικά σχέδια του. Ο Αβέρωφ ναυπηγήθηκε στα Ναυπηγεία Orlando στο Livorno της Ιταλίας. Σχεδιαστής ήταν ο μηχανικός Giuseppe Orlando.
Το θωρηκτό είναι της κλάσης Pisa με αδελφά πλοία τα Amalfi και Pisa, τα οποία υπηρέτησαν στο Ιταλικό Ναυτικό (Regia Marina). Οι Ιταλοί ναυπηγοί ήταν πρωτοπόροι στην σχεδίαση των πρώτων θωρακισμένων ατμοπλοίων (ironclads), και των θωρηκτών πλοίων pre-dreadnought και dreadnought. Ο Αβέρωφ ανήκει στην μεγάλη κατηγορία των πλοίων pre-dreadnought.
Σχεδίαση Πολεμικών Πλοίων στις Αρχές του 20ου Αιώνα
Η σχεδίαση πολεμικών πλοίων στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν, όπως και σήμερα, μία επαναληπτική διεργασία, η οποία βασιζόταν σχεδόν πάντοτε σε μία προγενέστερη επιτυχημένη σχεδίαση. Το σημείο εκκίνησης ήταν ο οπλισμός που έπρεπε να φέρει το νέο πλοίο, δηλαδή κυρίως ο τύπος, το διαμέτρημα και ο αριθμός των πυροβόλων, και ο οποίος αντιστοιχούσε σε ένα συγκεκριμένο βάρος. Η σχεδίαση της κλάσης Pisa βασίσθηκε στην προγενέστερη σχεδίαση του θωρηκτού Regina Elena (14.317 tons – 144,5 m).
Όλα τα πλοία γραμμής, θωρηκτά ή καταδρομικά, χαρακτηριζόταν από δύο εκτοπίσματα, το κανονικό (normal) και το εκτόπισμα πλήρους φόρτου (full load). Το κανονικό εκτόπισμα που ήταν και το εκτόπισμα δοκιμών περιλάμβανε μέρος μόνο του φόρτου καυσίμου, το 30% μέχρι το 50% της μέγιστης ποσότητας που μπορούσαν να χωρέσουν οι αποθήκες (δεξαμενές) του πλοίου. Το βάρος αυτό του καυσίμου αναφερόταν ως ονομαστικό (legend).
Το κανονικό εκτόπισμα του Αβέρωφ αναφέρεται στα σχέδιά του ως 10.200 tons και αποτελεί στρογγύλευση του εκτοπίσματος των 10.118 tons που αντιστοιχεί στην ίσαλο σχεδίασης. Το ονομαστικό βάρος καυσίμου που έφερε ήταν 660 tons άνθρακα, και το συνολικό 1.542 tons.
Σχήμα πλοίου – Κατασκευή
Το σχήμα του Αβέρωφ είναι χαρακτηριστικό της εποχής, έχει εμβολοφόρο πρώρα, πρύμνη καταδρομικού και ελαφρά ελάττωση του πλάτους άνω της ισάλου γραμμής (εσοχή - tumble home).
Να ληφθεί υπόψη ότι η πρωραία κάθετος ορίζεται στην αρχή της ισάλου σχεδίασης και η πρυμναία κάθετος ορίζεται στον άξονα του πηδαλίου.
Ο Αβέρωφ είναι κατασκευασμένος από κοινό ναυπηγικό χάλυβα, πλην της θωράκισης. Οι συνδέσεις μεταξύ ελασμάτων και ενισχυτικών γίνονταν εξ ολοκλήρου με καρφώσεις και τα υλικά κατασκευής (ελάσματα, ενισχυτικά και καρφιά) υποβάλλονταν σε δοκιμές αντοχής. Για τα πολεμικά πλοία της εποχής γίνονταν υπολογισμοί διαμήκους αντοχής σε κάμψεις θετικές και αρνητικές (hogging, sagging) και χρησιμοποιούνταν διαμήκη ενισχυτικά, κυρίως εντός των διπυθμένων.
Έχει τρία συνεχή καταστρώματα: Το άνω ή εξωτερικό κατάστρωμα (piano di coperta), το κύριο ή κατάστρωμα μάχης (piano di batteria) και το κάτω ή κατάστρωμα διαδρόμου (corridoio). Το κάτω κατάστρωμα, που αποτελεί την οροφή του μηχανοστασίου και των λεβητοστασίων, κάμπτεται στα άκρα του κατά το εγκάρσιο και κατά το διάμηκες για λόγους προστασίας του εσωτερικού του πλοίου, όπως θα δούμε παρακάτω.
Τα διπύθμενα αποτελούν βασικό στοιχείο της κατασκευής, φέρουν διαμήκη ενισχυτικά, έχουν ύψος 1,10 m και είναι στεγανά σε μήκος 57,0 m.
Το στεγανό τους τμήμα χωρίζεται σε 36 δεξαμενές συνολικής χωρητικότητας 1093 m3, κάποιες από τις οποίες χρησιμοποιούνταν ως δεξαμενές τροφοδοτικού ύδατος για τους λέβητες.
Ευστάθεια – Στεγανή Υποδιαίρεση
Το μετάκεντρο, το μετακεντρικό ύψος και οι πρώτοι υπολογισμοί ευστάθειας εμφανίζονται στα βιβλία της ναυπηγικής τέχνης και επιστήμης την δεκαετία του 1730.
Την δεκαετία του 1860 άρχισε να διαπιστώνεται η σημασία της καμπύλης στατικής ευστάθειας στην ευστάθεια και αξιοπλοΐα των πλοίων. Στις αρχές του 20ου αιώνα γίνονταν συστηματικοί υπολογισμοί της καμπύλης στατικής ευστάθειας και του μετακεντρικού ύψους σε όλες τις πιθανές καταστάσεις φόρτου ενός πολεμικού πλοίου. Δεν υπήρχαν κριτήρια, αλλά γίνονταν σύγκριση των καμπύλων στατικής ευστάθειας του πλοίου με αυτές άλλων πλοίων που είχαν ικανοποιητική συμπεριφορά κατά την λειτουργία τους.
Οι επιτυχημένες σχεδιάσεις είχαν καμπύλες στατικής ευστάθειας που εκτείνονταν μέχρι τις 70 μοίρες, ο μέγιστος μοχλοβραχίονας επαναφοράς ήταν 1 m και εμφανίζονταν στις 35 μοίρες και το μετακεντρικό ύψος ήταν 1 m (όλες οι τιμές είναι μέσοι όροι). Για τον Αβέρωφ η καμπύλη στατικής ευστάθειας στο κανονικό εκτόπισμα και με κατακόρυφη θέση του κέντρου βάρους στα 8,0 m, που αντιστοιχεί σε μετακεντρικό ύψος 0,962 m, υπολογίσθηκε και φαίνεται στην Εικόνα 1 είναι ο μοχλοβραχίονας επαναφοράς σε m και Heel η κλίση σε μοίρες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι υπολογισμοί για την ευστάθεια των πλοίων μετά από βλάβη ήταν περιορισμένοι λόγω της πολυπλοκότητας τους. Η εκπόνηση τέτοιων υπολογισμών έγινε δυνατή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την βοήθεια υπολογιστών. Βέβαια όλα τα πολεμικά πλοία κατασκευαζόταν με στεγανή υποδιαίρεση ικανή να αντιμετωπίζει, όχι μόνο ναυτιλιακούς κινδύνους, αλλά και τις βλάβες της μάχης.
Ο Αβέρωφ έχει δεκατρείς (13) στεγανές εγκάρσιες φρακτές που εκτείνονται από την τρόπιδα μέχρι το κάτω κατάστρωμα, επίσης έχει στεγανές διαμήκεις φρακτές (μία σε κάθε πλευρά) μεταξύ της πλευρικής θωράκισης και των αποθηκών άνθρακα. Τα διπύθμενα, όπως προαναφέρεται, αποτελούν μέρος της στεγανής υποδιαίρεσης του πλοίου και παρέχουν προστασία σε περίπτωση βλάβης του εξωτερικού περιβλήματος.
Αντίσταση – Πρόωση
Η αντίσταση του Αβέρωφ υπολογίσθηκε με την βοήθεια των σειρών Taylor.
Επίσης έγιναν υπολογισμοί για την αντίσταση παρελκομένων και την αντίσταση αέρα καθώς και για τους συντελεστές πρόωσης. Η αντίσταση παρελκομένων και η αντίσταση αέρα είναι περίπου το 25% της αντίστασης γυμνής γάστρας. Οι μεθοδικές σειρές Taylor για τον υπολογισμό της αντίστασης πλοίων αναπτύχθηκαν από τον ναύαρχο Taylor την δεκαετία του 1900 με βάση τις γραμμές του θωρακισμένου καταδρομικού HMS Leviathan της κλάσης Drake (14.150 tons - 162,6 m).
Να ληφθεί υπόψη ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η έντονη ρύπανση των υφάλων, λόγω της μη ύπαρξης αποτελεσματικών αντιρρυπαντικών χρωμάτων, προκαλούσε σημαντική μείωση της ταχύτητας (η αύξηση της αντίστασης λόγω της ρύπανσης έφθανε το 50% σε ένα χρόνο παραμονής του πλοίου στην θάλασσα). Επίσης η μέτρηση της ταχύτητας γινόταν με αναμέτρηση ή σε συγκεκριμένη απόσταση, συνήθως ενός μιλίου, η λεγόμενη μέτρηση μιλίου.
Εγκατάσταση Πρόωσης
Από την δεκαετία του 1880 οι λέβητες, οι παλινδρομικές ατμομηχανές και οι έλικες αποτελούν πλέον την εγκατάσταση πρόωσης κάθε πολεμικού πλοίου. Η εγκατάσταση πρόωσης του πλοίου αποτελείται από είκοσι δύο (22) λέβητες Belleville και δύο (2) παλινδρομικές ατμομηχανές. Οι λέβητες Belleville, Γαλλικής προέλευσης, ήταν οι πρώτοι υδραυλωτοί λέβητες της εποχής και μπορούσαν να αναπτύξουν πιέσεις μέχρι και 21 ατμόσφαιρες (21 atm = 309 PSI). Οι λέβητες είναι τοποθετημένοι σε τρία λεβητοστάσια (6 στο πρωραίο, 8 στο μεσαίο και 8 στο πρυμναίο).
Οι κύριες μηχανές είναι κατακόρυφης διάταξης, τριπλής εκτόνωσης με τέσσερις (4) κυλίνδρους, έναν υψηλής πίεσης, έναν μέσης πίεσης και δύο χαμηλής πίεσης και είναι τοποθετημένες στο μηχανοστάσιο η μία δίπλα στην άλλη. Η συνολική ενδεικνυομένη ισχύς των μηχανών είναι 19.000 IHP (14.168 kW). Λαμβανομένου υπόψη ότι οι μηχανές αυτές έχουν μηχανικό βαθμό απόδοσης 0,94, προκύπτει ότι η μέγιστη ισχύς ανά άξονα είναι 8.930 SHP (6.659 kW).
Οι κύριες μηχανές μέσω αξόνων μήκους 35 m και διαμέτρου (ελάχιστη) 420 mm στρέφουν κατευθείαν, χωρίς την παρέμβαση μειωτήρων, έλικες διαμέτρου 5,2 m. Μεταξύ κυρίων μηχανών και αξόνων παρεμβάλλονται ωστικοί τριβείς. Οι άξονες έχουν μηδενική κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο και σχηματίζουν γωνία 1,3 μοίρες ως προς το επίπεδο διαμήκους συμμετρίας του πλοίου, δηλαδή η μεταξύ τους γωνία επί ενός οριζοντίου επιπέδου είναι 2,6 μοίρες. Ο μέγιστοςαριθμός στροφών ανά λεπτό (RPM) των κυρίων μηχανών και των ελικοφόρων αξόνων είναι 130.
Η περιστροφή των ελίκων ήταν της δεξιάς δεξιόστροφη και της αριστερής αριστερόστροφη.
Έλικες
Το σχήμα της πρύμνης και οι χαμηλές στροφές των παλινδρομικών ατμομηχανών επέτρεπαν την εγκατάσταση των αξόνων με μηδενική κλίση και την χρήση ελίκων μεγάλης διαμέτρου και μικρής επιφάνειας, με αποτέλεσμα υψηλές αποδόσεις ελίκων, που ξεπερνούσαν το 70%. Τα τρία πτερύγια των ελίκων συνδέονταν πάνω στη πλήμνη με κοχλίες που έδιναν την δυνατότητα αντικατάστασης του πτερυγίου σε περίπτωση βλάβης.
Επισημαίνεται ο πολύ χαμηλός λόγος ανεπτυγμένης επιφάνειας (38,2%), κάτι το οποίο ήταν τότε σύνηθες. Οι έλικες σε συνδυασμό με τις παλινδρομικές ατμομηχανές είχαν λόγο ανεπτυγμένης επιφάνειας από 35% έως 40%, με την εισαγωγή των ατμοστροβίλων, την αύξηση των στροφών και την μείωση της διαμέτρου, ο λόγος ανεπτυγμένης επιφάνειας αυξήθηκε στη περιοχή του 60%. Επίσης η χρήση ελίκων με τρία πτερύγια ήταν σχεδόν ο κανόνας.
Στο κανονικό εκτόπισμα του Αβέρωφ οι έλικες απορροφούσαν την μέγιστη ενδεικνυομένη ισχύ των μηχανών (19.000 IHP) στις 125 RPM και έδιναν στο πλοίο ταχύτητα 22,5 knots. Σύμφωνα με το διάγραμμα Burrill η σπηλαίωση στη ράχη της έλικας (back cavitation) ήταν χαμηλή και δεν ξεπερνούσε το 3,5%. Οι έλικες λειτουργούσαν σε συντελεστή προχώρησης (J) περί το 1,0.
Καταναλώσεις – Ακτίνα Ενέργειας
Οι καταναλώσεις των πολεμικών πλοίων με παλινδρομικές ατμομηχανές και καύσιμο τον άνθρακα στις αρχές του 20ου αιώνα κυμαίνονταν περί τις 1,50 lbs/IHP-hr (0,90 kg/kW-hr). Οι ακτίνες ενεργείας του Αβέρωφ έχουν υπολογισθεί με βάση την μέγιστη ποσότητα άνθρακα που μπορούσαν να χωρέσουν οι 38 αποθήκες του, που είναι 1.542 tons (3.400.000 lbs).
Πηδάλιο – Παρελκόμενα
Ο Αβέρωφ έχει ένα πηδάλιο μη ζυγοσταθμισμένο. Για τα θωρηκτά και τα καταδρομικά της εποχής ο λόγος της πλευρικής επιφάνειας του πηδαλίου προς την πλευρική επιφάνεια του πλοίου κάτωθεν της ισάλου κυμαινόταν από 1/40 έως 1/50. Για τον Αβέρωφ με πλευρική επιφάνεια πηδαλίου 20 m2 και πλευρική επιφάνεια πλοίου κάτωθεν ισάλου σχεδίασης 924 m2 ο λόγος αυτός είναι 1/46.
Ο Αβέρωφ έχει παρατροπίδια τριγωνικού σχήματος πλάτους 550 – 600 mm που εκτείνονται σε μήκος 40 m στο μέσον τμήμα της γάστρας. Οι τριβείς των ελικοφόρων αξόνων του θωρηκτού εκτός πλοίου στηρίζονται σε δύο βραχίονες (struts) που έχουν εσωτερική γωνία 72 μοιρών.
Θωράκιση
Από το τέλος της δεκαετίας του 1890 η θωράκιση των περισσοτέρων πλοίων γινόταν με χάλυβες που είχαν κατασκευασθεί με την μέθοδο Krupp. Οι χάλυβες Krupp ήταν δύο φορές πιο αποτελεσματικοί από τους κοινούς χάλυβες, δηλαδή είχαν την ίδια αντοχή σε διείσδυση με κοινούς χάλυβες διπλάσιου πάχους. Η θωράκιση του Αβέρωφ είναι από χάλυβα Krupp.
Τα πάχη της θωράκισης στα πλευρά είναι 203 mm (8 in) στη μέση και 83 mm (3,25 in) στα άκρα, στο κατάστρωμα 50 mm (2 in), στους πύργους των πυροβόλων 203 mm (8 in) και στην γέφυρα μαζί με τον πύργο πυροβολικού 178 mm (7 in). Το κατάστρωμα που έχει θωράκιση είναι το κάτω, όπως φαίνεται και στα σχέδια των εγκαρσίων τομών, και η θωράκιση καλύπτει τα κεκλιμένα κατά τριάντα μοίρες (30 degrees) άκρα του καταστρώματος.
Το κεκλιμένο τμήμα του καταστρώματος τερματίζεται εκεί που τελειώνει η πλευρική θωράκιση κάτωθεν της ισάλου, για να παρέχει επιπλέον προστασία στους εσωτερικούς χώρους του πλοίου σε περίπτωση διάτρησης της πλευρικής θωράκισης. Επί του κυρίου καταστρώματος και επί του κάτω καταστρώματος η πλευρική θωράκιση κάμπτεται προς τα έσω και σχηματίζει ένα περίκλειστο προστατευμένο χώρο, το οχυρό (citadel), που παρείχε προστασία στο προσωπικό κατά τη διάρκεια της μάχης.
Επίλογος
Η προσπάθεια από ελλιπή στοιχεία να δώσω μία περιγραφή των ναυπηγικών χαρακτηριστικών του θωρακισμένου καταδρομικού Αβέρωφ με ανάγκασε να ανατρέξω στα τεχνικά βιβλία του τέλους του 19ου και της αρχής του 20ου αιώνα. Η αναδρομή αυτή μου δημιούργησε θαυμασμό για τα επιτεύγματα των μηχανικών της εποχής εκείνης, μέσα από τα οποία η σχεδίαση και η κατασκευή των θωρηκτών πλοίων είναι αναμφίβολα το μεγαλύτερο, και μου έφερε στον νου τη ρήση του μεγάλου θεωρητικού του πολέμου ως παρότρυνση, ότι ακόμα και στο πεδίο της τεχνολογίας το παρελθόν έχει να μας διδάξει πολλά.
Όπως χαρακτηριστικά επισημάνθηκε «Η επί του Αβέρωφ… εκραγείσα ανταρσία ήτο σκληρόν πλήγμα εις την προσπάθειαν, ην κατεβάλλομεν, διότι κατέρριψε το γόητρον, όπερ επιχειρούμεν να εμπνεύσωμεν εις τους συμμάχους μας επί της δυνατότητος και ικανότητος ημών, δεδομένου ότι μέχρι της εποχής εκείνης ήμεθα πλούσιοι εις επιδείξεις ανταρσιών και πολλοί πτωχοί εις έργα πολεμικά.»
Ο Αβέρωφ επέστρεψε στο Πόρτ Σάϊδ στις 23 Νοεμβρίου 1942. Ο ναύαρχος Σακελλαρίου δεν φαίνεται να εμπιστευόταν την ικανότητα του πλοίου να προσφέρει αρκετά στο συμμαχικό αγώνα. Ο δε ναύαρχος Καββαδίας αξιολόγησε τη συνολική πολεμική προσφορά του Αβέρωφ κατά την αποδημία του στόλου ως εξής:
«Βεβαίως εις Μέσην Ανατολήν θα αντικαθίστα βαρύ εύδρομον εις σοβαράς νηοπομπάς μακράν εχθρικής αεροπορίας. Δυστυχώς, παρά τας προσδοκίας μας, δεν κατορθώθη η αναλεβήτωσίς του και η πολεμική του απόδοσις περιωρίσθη εις μερικάς συνοδείας εις Ινδικόν Ωκεανόν και την αποτελεσματικήν συμβολήν εις την Α/Α άμυναν του εκάστοτε ορμητηρίου του, λόγω όμως ανικάνων κυβερνητών μας εδημιούργει μόνον ζητήματα.
Η τελευταία υπηρεσίαν ην προσήνεγκεν, ήτο να επανέλθη κυριολεκτικώς ως πλωτόν εδωδιματοπωλείον, ενταχθέν εις την Βρετανικήν δύναμιν απελευθερώσεως της Ελλάδος, φέρων και σήμα Έλληνος αντιναυάρχου, δια τον οποίον οι σύμμαχοί μας εφρόντισαν να ειδοποιήσουν πολλαπλώς εις την διαταγήν της «Επιχειρήσεως Μάννα» ότι ουδεμίαν διοίκησιν επί των πλοίων των εξασκεί.»
Ήταν φανερό ότι τεχνολογικοί και, ως ένα βαθμό, και οργανωτικοί λόγοι εμπόδιζαν τον Αβέρωφ να επιδείξει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολεμικές αρετές ανάλογες με αυτές της νεότητάς του. Μολοταύτα αυτό δε σημαίνει ότι το ελληνικό θωρακισμένο καταδρομικό στερούνταν χρησιμότητας. Αντίθετα, από το Νοέμβριο του 1942 ως τις 26 Αυγούστου του 1944 το πλοίο παρέμεινε στο Πόρτ Σάϊδ και χρησίμευσε ως έδρα του Αρχηγού Στόλου μέχρι τον Ιανουάριο του 1944. Λειτούργησε επίσης ως κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων και φιλοξένησε σχολές ειδικοτήτων.
Η πλειοψηφία βέβαια των επιβαινόντων σε αυτό περιέπεσε, για μία ακόμη φορά, σε βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα όταν όχι απλά προσχώρησε αλλά ποδηγέτησε τις εκδηλώσεις του Κινήματος του Ναυτικού στο Πόρτ Σάϊδ τον Απρίλιο του 1944. Όμως, κι αυτή η κρίση ξεπεράστηκε γρήγορα κι αναίμακτα και μπόρεσε ο Αβέρωφ να αποτελέσει, όπως ήδη αναφέρθηκε, κύριο φορέα διοίκησης και διοικητικής μέριμνας της επιχείρησης επαναπατρισμού του ελληνικού στόλου και της απελευθέρωσης της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1944, λόγω του μεγέθους του και των εν γένει δυνατοτήτων του.
Μετά την απελευθέρωση, στο πρώτο μισό του 1945, το παλαίμαχο ελληνικό πολεμικό μετέφερε τον αντιβασιλέα, Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό σε ταξίδια γεμάτα συμβολισμό στη Θεσσαλονίκη και στη Ρόδο, όπου κατά τη δήλωσή του, έγινε «ο αρραβώνας της ένωσης των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα».
Μέχρι την άφιξη στην Ελλάδα του καταδρομικού Έλλη, το 1951, ο Αβέρωφ συνέχισε να στεγάζει την έδρα και το επιτελείο του Αρχηγού Στόλου. Την επόμενη χρονιά παροπλίσθηκε. Το 1957 ρυμουλκήθηκε στον Πόρο μπροστά από το κεντρικό Προγυμναστήριο όπου και παρέμεινε έως τη δεκαετία του 1980. Το 1986 ρυμουλκήθηκε στο λιμάνι της Ζέας και στη συνέχεια στη σημερινή του θέση, στον Φλοίσβο του Φαλήρου.
Επίλογος
Στη μακρόχρονη ιστορία του, το Θωρακισμένο Καταδρομικό Αβέρωφ γνώρισε στιγμές δόξας αλλά και στιγμές λιγότερο ένδοξες. Πέραν αυτών υπήρξαν κι αρκετές δύσκολες ώρες. Οι περισσότερες από αυτές οφείλονταν είτε στη συχνή ανεπάρκεια των οικονομικών πόρων του Πολεμικού Ναυτικού είτε σε διχαστικές εκδηλώσεις πολιτικού περιεχομένου, ανεξαρτήτως της ευγένειας ή μη των κινήτρων τους. Το παζλ αυτό αντανακλά, σε αδρές γραμμές, την Ελλάδα του 20ου αιώνα. Την Ελλάδα που τόσο βοήθησε ο Αβέρωφ να αποκτήσει τα τωρινά της σύνορα.
ΤΑ ΝΑΥΠΗΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ''Θ/Κ ΑΒΕΡΩΦ''
Η περίοδος του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα είναι η περίοδος κατά την οποία η ναυπηγία από εμπειρική τέχνη εξελίσσεται σε τεχνολογία και περιλαμβάνει όλους τους τομείς της εφηρμοσμένης επιστήμης που απαιτούνται για την σχεδίαση και την κατασκευή πλοίων. Είναι η εποχή που η μηχανή αντικαθιστά το ιστίο και ο χάλυβας αντικαθιστά το ξύλο. Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν κατασκευάσθηκε ο Αβέρωφ, η ναυπηγία έχει προχωρήσει σημαντικά και χρησιμοποιεί πλέον υπολογισμούς αντί εμπειρικούς κανόνες και εικασίες.
Εισαγωγή
Το πλοίο Γεώργιος Αβέρωφ, αν και είναι γνωστό ως θωρηκτό (battleship), ανήκει στην πραγματικότητα στην κατηγορία των θωρακισμένων καταδρομικών (armoured cruiser), incrociatore corazzato όπως αναγράφεται στα Ιταλικά σχέδια του. Ο Αβέρωφ ναυπηγήθηκε στα Ναυπηγεία Orlando στο Livorno της Ιταλίας. Σχεδιαστής ήταν ο μηχανικός Giuseppe Orlando.
Το θωρηκτό είναι της κλάσης Pisa με αδελφά πλοία τα Amalfi και Pisa, τα οποία υπηρέτησαν στο Ιταλικό Ναυτικό (Regia Marina). Οι Ιταλοί ναυπηγοί ήταν πρωτοπόροι στην σχεδίαση των πρώτων θωρακισμένων ατμοπλοίων (ironclads), και των θωρηκτών πλοίων pre-dreadnought και dreadnought. Ο Αβέρωφ ανήκει στην μεγάλη κατηγορία των πλοίων pre-dreadnought.
Σχεδίαση Πολεμικών Πλοίων στις Αρχές του 20ου Αιώνα
Η σχεδίαση πολεμικών πλοίων στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν, όπως και σήμερα, μία επαναληπτική διεργασία, η οποία βασιζόταν σχεδόν πάντοτε σε μία προγενέστερη επιτυχημένη σχεδίαση. Το σημείο εκκίνησης ήταν ο οπλισμός που έπρεπε να φέρει το νέο πλοίο, δηλαδή κυρίως ο τύπος, το διαμέτρημα και ο αριθμός των πυροβόλων, και ο οποίος αντιστοιχούσε σε ένα συγκεκριμένο βάρος. Η σχεδίαση της κλάσης Pisa βασίσθηκε στην προγενέστερη σχεδίαση του θωρηκτού Regina Elena (14.317 tons – 144,5 m).
Όλα τα πλοία γραμμής, θωρηκτά ή καταδρομικά, χαρακτηριζόταν από δύο εκτοπίσματα, το κανονικό (normal) και το εκτόπισμα πλήρους φόρτου (full load). Το κανονικό εκτόπισμα που ήταν και το εκτόπισμα δοκιμών περιλάμβανε μέρος μόνο του φόρτου καυσίμου, το 30% μέχρι το 50% της μέγιστης ποσότητας που μπορούσαν να χωρέσουν οι αποθήκες (δεξαμενές) του πλοίου. Το βάρος αυτό του καυσίμου αναφερόταν ως ονομαστικό (legend).
Το κανονικό εκτόπισμα του Αβέρωφ αναφέρεται στα σχέδιά του ως 10.200 tons και αποτελεί στρογγύλευση του εκτοπίσματος των 10.118 tons που αντιστοιχεί στην ίσαλο σχεδίασης. Το ονομαστικό βάρος καυσίμου που έφερε ήταν 660 tons άνθρακα, και το συνολικό 1.542 tons.
Σχήμα πλοίου – Κατασκευή
Το σχήμα του Αβέρωφ είναι χαρακτηριστικό της εποχής, έχει εμβολοφόρο πρώρα, πρύμνη καταδρομικού και ελαφρά ελάττωση του πλάτους άνω της ισάλου γραμμής (εσοχή - tumble home).
Να ληφθεί υπόψη ότι η πρωραία κάθετος ορίζεται στην αρχή της ισάλου σχεδίασης και η πρυμναία κάθετος ορίζεται στον άξονα του πηδαλίου.
Ο Αβέρωφ είναι κατασκευασμένος από κοινό ναυπηγικό χάλυβα, πλην της θωράκισης. Οι συνδέσεις μεταξύ ελασμάτων και ενισχυτικών γίνονταν εξ ολοκλήρου με καρφώσεις και τα υλικά κατασκευής (ελάσματα, ενισχυτικά και καρφιά) υποβάλλονταν σε δοκιμές αντοχής. Για τα πολεμικά πλοία της εποχής γίνονταν υπολογισμοί διαμήκους αντοχής σε κάμψεις θετικές και αρνητικές (hogging, sagging) και χρησιμοποιούνταν διαμήκη ενισχυτικά, κυρίως εντός των διπυθμένων.
Έχει τρία συνεχή καταστρώματα: Το άνω ή εξωτερικό κατάστρωμα (piano di coperta), το κύριο ή κατάστρωμα μάχης (piano di batteria) και το κάτω ή κατάστρωμα διαδρόμου (corridoio). Το κάτω κατάστρωμα, που αποτελεί την οροφή του μηχανοστασίου και των λεβητοστασίων, κάμπτεται στα άκρα του κατά το εγκάρσιο και κατά το διάμηκες για λόγους προστασίας του εσωτερικού του πλοίου, όπως θα δούμε παρακάτω.
Τα διπύθμενα αποτελούν βασικό στοιχείο της κατασκευής, φέρουν διαμήκη ενισχυτικά, έχουν ύψος 1,10 m και είναι στεγανά σε μήκος 57,0 m.
Το στεγανό τους τμήμα χωρίζεται σε 36 δεξαμενές συνολικής χωρητικότητας 1093 m3, κάποιες από τις οποίες χρησιμοποιούνταν ως δεξαμενές τροφοδοτικού ύδατος για τους λέβητες.
Ευστάθεια – Στεγανή Υποδιαίρεση
Το μετάκεντρο, το μετακεντρικό ύψος και οι πρώτοι υπολογισμοί ευστάθειας εμφανίζονται στα βιβλία της ναυπηγικής τέχνης και επιστήμης την δεκαετία του 1730.
Την δεκαετία του 1860 άρχισε να διαπιστώνεται η σημασία της καμπύλης στατικής ευστάθειας στην ευστάθεια και αξιοπλοΐα των πλοίων. Στις αρχές του 20ου αιώνα γίνονταν συστηματικοί υπολογισμοί της καμπύλης στατικής ευστάθειας και του μετακεντρικού ύψους σε όλες τις πιθανές καταστάσεις φόρτου ενός πολεμικού πλοίου. Δεν υπήρχαν κριτήρια, αλλά γίνονταν σύγκριση των καμπύλων στατικής ευστάθειας του πλοίου με αυτές άλλων πλοίων που είχαν ικανοποιητική συμπεριφορά κατά την λειτουργία τους.
Οι επιτυχημένες σχεδιάσεις είχαν καμπύλες στατικής ευστάθειας που εκτείνονταν μέχρι τις 70 μοίρες, ο μέγιστος μοχλοβραχίονας επαναφοράς ήταν 1 m και εμφανίζονταν στις 35 μοίρες και το μετακεντρικό ύψος ήταν 1 m (όλες οι τιμές είναι μέσοι όροι). Για τον Αβέρωφ η καμπύλη στατικής ευστάθειας στο κανονικό εκτόπισμα και με κατακόρυφη θέση του κέντρου βάρους στα 8,0 m, που αντιστοιχεί σε μετακεντρικό ύψος 0,962 m, υπολογίσθηκε και φαίνεται στην Εικόνα 1 είναι ο μοχλοβραχίονας επαναφοράς σε m και Heel η κλίση σε μοίρες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι υπολογισμοί για την ευστάθεια των πλοίων μετά από βλάβη ήταν περιορισμένοι λόγω της πολυπλοκότητας τους. Η εκπόνηση τέτοιων υπολογισμών έγινε δυνατή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την βοήθεια υπολογιστών. Βέβαια όλα τα πολεμικά πλοία κατασκευαζόταν με στεγανή υποδιαίρεση ικανή να αντιμετωπίζει, όχι μόνο ναυτιλιακούς κινδύνους, αλλά και τις βλάβες της μάχης.
Ο Αβέρωφ έχει δεκατρείς (13) στεγανές εγκάρσιες φρακτές που εκτείνονται από την τρόπιδα μέχρι το κάτω κατάστρωμα, επίσης έχει στεγανές διαμήκεις φρακτές (μία σε κάθε πλευρά) μεταξύ της πλευρικής θωράκισης και των αποθηκών άνθρακα. Τα διπύθμενα, όπως προαναφέρεται, αποτελούν μέρος της στεγανής υποδιαίρεσης του πλοίου και παρέχουν προστασία σε περίπτωση βλάβης του εξωτερικού περιβλήματος.
Αντίσταση – Πρόωση
Η αντίσταση του Αβέρωφ υπολογίσθηκε με την βοήθεια των σειρών Taylor.
Επίσης έγιναν υπολογισμοί για την αντίσταση παρελκομένων και την αντίσταση αέρα καθώς και για τους συντελεστές πρόωσης. Η αντίσταση παρελκομένων και η αντίσταση αέρα είναι περίπου το 25% της αντίστασης γυμνής γάστρας. Οι μεθοδικές σειρές Taylor για τον υπολογισμό της αντίστασης πλοίων αναπτύχθηκαν από τον ναύαρχο Taylor την δεκαετία του 1900 με βάση τις γραμμές του θωρακισμένου καταδρομικού HMS Leviathan της κλάσης Drake (14.150 tons - 162,6 m).
Να ληφθεί υπόψη ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η έντονη ρύπανση των υφάλων, λόγω της μη ύπαρξης αποτελεσματικών αντιρρυπαντικών χρωμάτων, προκαλούσε σημαντική μείωση της ταχύτητας (η αύξηση της αντίστασης λόγω της ρύπανσης έφθανε το 50% σε ένα χρόνο παραμονής του πλοίου στην θάλασσα). Επίσης η μέτρηση της ταχύτητας γινόταν με αναμέτρηση ή σε συγκεκριμένη απόσταση, συνήθως ενός μιλίου, η λεγόμενη μέτρηση μιλίου.
Εγκατάσταση Πρόωσης
Από την δεκαετία του 1880 οι λέβητες, οι παλινδρομικές ατμομηχανές και οι έλικες αποτελούν πλέον την εγκατάσταση πρόωσης κάθε πολεμικού πλοίου. Η εγκατάσταση πρόωσης του πλοίου αποτελείται από είκοσι δύο (22) λέβητες Belleville και δύο (2) παλινδρομικές ατμομηχανές. Οι λέβητες Belleville, Γαλλικής προέλευσης, ήταν οι πρώτοι υδραυλωτοί λέβητες της εποχής και μπορούσαν να αναπτύξουν πιέσεις μέχρι και 21 ατμόσφαιρες (21 atm = 309 PSI). Οι λέβητες είναι τοποθετημένοι σε τρία λεβητοστάσια (6 στο πρωραίο, 8 στο μεσαίο και 8 στο πρυμναίο).
Οι κύριες μηχανές είναι κατακόρυφης διάταξης, τριπλής εκτόνωσης με τέσσερις (4) κυλίνδρους, έναν υψηλής πίεσης, έναν μέσης πίεσης και δύο χαμηλής πίεσης και είναι τοποθετημένες στο μηχανοστάσιο η μία δίπλα στην άλλη. Η συνολική ενδεικνυομένη ισχύς των μηχανών είναι 19.000 IHP (14.168 kW). Λαμβανομένου υπόψη ότι οι μηχανές αυτές έχουν μηχανικό βαθμό απόδοσης 0,94, προκύπτει ότι η μέγιστη ισχύς ανά άξονα είναι 8.930 SHP (6.659 kW).
Οι κύριες μηχανές μέσω αξόνων μήκους 35 m και διαμέτρου (ελάχιστη) 420 mm στρέφουν κατευθείαν, χωρίς την παρέμβαση μειωτήρων, έλικες διαμέτρου 5,2 m. Μεταξύ κυρίων μηχανών και αξόνων παρεμβάλλονται ωστικοί τριβείς. Οι άξονες έχουν μηδενική κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο και σχηματίζουν γωνία 1,3 μοίρες ως προς το επίπεδο διαμήκους συμμετρίας του πλοίου, δηλαδή η μεταξύ τους γωνία επί ενός οριζοντίου επιπέδου είναι 2,6 μοίρες. Ο μέγιστοςαριθμός στροφών ανά λεπτό (RPM) των κυρίων μηχανών και των ελικοφόρων αξόνων είναι 130.
Η περιστροφή των ελίκων ήταν της δεξιάς δεξιόστροφη και της αριστερής αριστερόστροφη.
Έλικες
Το σχήμα της πρύμνης και οι χαμηλές στροφές των παλινδρομικών ατμομηχανών επέτρεπαν την εγκατάσταση των αξόνων με μηδενική κλίση και την χρήση ελίκων μεγάλης διαμέτρου και μικρής επιφάνειας, με αποτέλεσμα υψηλές αποδόσεις ελίκων, που ξεπερνούσαν το 70%. Τα τρία πτερύγια των ελίκων συνδέονταν πάνω στη πλήμνη με κοχλίες που έδιναν την δυνατότητα αντικατάστασης του πτερυγίου σε περίπτωση βλάβης.
Επισημαίνεται ο πολύ χαμηλός λόγος ανεπτυγμένης επιφάνειας (38,2%), κάτι το οποίο ήταν τότε σύνηθες. Οι έλικες σε συνδυασμό με τις παλινδρομικές ατμομηχανές είχαν λόγο ανεπτυγμένης επιφάνειας από 35% έως 40%, με την εισαγωγή των ατμοστροβίλων, την αύξηση των στροφών και την μείωση της διαμέτρου, ο λόγος ανεπτυγμένης επιφάνειας αυξήθηκε στη περιοχή του 60%. Επίσης η χρήση ελίκων με τρία πτερύγια ήταν σχεδόν ο κανόνας.
Στο κανονικό εκτόπισμα του Αβέρωφ οι έλικες απορροφούσαν την μέγιστη ενδεικνυομένη ισχύ των μηχανών (19.000 IHP) στις 125 RPM και έδιναν στο πλοίο ταχύτητα 22,5 knots. Σύμφωνα με το διάγραμμα Burrill η σπηλαίωση στη ράχη της έλικας (back cavitation) ήταν χαμηλή και δεν ξεπερνούσε το 3,5%. Οι έλικες λειτουργούσαν σε συντελεστή προχώρησης (J) περί το 1,0.
Καταναλώσεις – Ακτίνα Ενέργειας
Οι καταναλώσεις των πολεμικών πλοίων με παλινδρομικές ατμομηχανές και καύσιμο τον άνθρακα στις αρχές του 20ου αιώνα κυμαίνονταν περί τις 1,50 lbs/IHP-hr (0,90 kg/kW-hr). Οι ακτίνες ενεργείας του Αβέρωφ έχουν υπολογισθεί με βάση την μέγιστη ποσότητα άνθρακα που μπορούσαν να χωρέσουν οι 38 αποθήκες του, που είναι 1.542 tons (3.400.000 lbs).
Πηδάλιο – Παρελκόμενα
Ο Αβέρωφ έχει ένα πηδάλιο μη ζυγοσταθμισμένο. Για τα θωρηκτά και τα καταδρομικά της εποχής ο λόγος της πλευρικής επιφάνειας του πηδαλίου προς την πλευρική επιφάνεια του πλοίου κάτωθεν της ισάλου κυμαινόταν από 1/40 έως 1/50. Για τον Αβέρωφ με πλευρική επιφάνεια πηδαλίου 20 m2 και πλευρική επιφάνεια πλοίου κάτωθεν ισάλου σχεδίασης 924 m2 ο λόγος αυτός είναι 1/46.
Ο Αβέρωφ έχει παρατροπίδια τριγωνικού σχήματος πλάτους 550 – 600 mm που εκτείνονται σε μήκος 40 m στο μέσον τμήμα της γάστρας. Οι τριβείς των ελικοφόρων αξόνων του θωρηκτού εκτός πλοίου στηρίζονται σε δύο βραχίονες (struts) που έχουν εσωτερική γωνία 72 μοιρών.
Από το τέλος της δεκαετίας του 1890 η θωράκιση των περισσοτέρων πλοίων γινόταν με χάλυβες που είχαν κατασκευασθεί με την μέθοδο Krupp. Οι χάλυβες Krupp ήταν δύο φορές πιο αποτελεσματικοί από τους κοινούς χάλυβες, δηλαδή είχαν την ίδια αντοχή σε διείσδυση με κοινούς χάλυβες διπλάσιου πάχους. Η θωράκιση του Αβέρωφ είναι από χάλυβα Krupp.
Τα πάχη της θωράκισης στα πλευρά είναι 203 mm (8 in) στη μέση και 83 mm (3,25 in) στα άκρα, στο κατάστρωμα 50 mm (2 in), στους πύργους των πυροβόλων 203 mm (8 in) και στην γέφυρα μαζί με τον πύργο πυροβολικού 178 mm (7 in). Το κατάστρωμα που έχει θωράκιση είναι το κάτω, όπως φαίνεται και στα σχέδια των εγκαρσίων τομών, και η θωράκιση καλύπτει τα κεκλιμένα κατά τριάντα μοίρες (30 degrees) άκρα του καταστρώματος.
Το κεκλιμένο τμήμα του καταστρώματος τερματίζεται εκεί που τελειώνει η πλευρική θωράκιση κάτωθεν της ισάλου, για να παρέχει επιπλέον προστασία στους εσωτερικούς χώρους του πλοίου σε περίπτωση διάτρησης της πλευρικής θωράκισης. Επί του κυρίου καταστρώματος και επί του κάτω καταστρώματος η πλευρική θωράκιση κάμπτεται προς τα έσω και σχηματίζει ένα περίκλειστο προστατευμένο χώρο, το οχυρό (citadel), που παρείχε προστασία στο προσωπικό κατά τη διάρκεια της μάχης.
Επίλογος
Η προσπάθεια από ελλιπή στοιχεία να δώσω μία περιγραφή των ναυπηγικών χαρακτηριστικών του θωρακισμένου καταδρομικού Αβέρωφ με ανάγκασε να ανατρέξω στα τεχνικά βιβλία του τέλους του 19ου και της αρχής του 20ου αιώνα. Η αναδρομή αυτή μου δημιούργησε θαυμασμό για τα επιτεύγματα των μηχανικών της εποχής εκείνης, μέσα από τα οποία η σχεδίαση και η κατασκευή των θωρηκτών πλοίων είναι αναμφίβολα το μεγαλύτερο, και μου έφερε στον νου τη ρήση του μεγάλου θεωρητικού του πολέμου ως παρότρυνση, ότι ακόμα και στο πεδίο της τεχνολογίας το παρελθόν έχει να μας διδάξει πολλά.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ''Θ/Κ ΑΒΕΡΩΦ''
Το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ, έχει καταξιωθεί στη συνείδηση του Ελληνικού λαού ως μέγιστο εθνικό σύμβολο και η ιστορία του έχει συνδεθεί στενά με την εθνική μας ιστορία κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Ήταν η ναυαρχίδα του Ελληνικού στόλου στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους και η παρουσία του ήταν συνεχής σε όλα τα πολεμικά δρώμενα της χώρας μέχρι και το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η σημαία δεν έχει υποσταλεί για εκατό χρόνια και είναι το μοναδικό Ελληνικό έδαφος το οποίο δεν υποδουλώθηκε ποτέ στον ξένο κατακτητή. Στην ιστορία του Ελληνισμού ξεχωρίζουν διάφορες προσωπικότητες οι οποίες τάζουν την περιουσία τους και την ίδια τους τη ζωή στην εθνική υπόθεση. Διαπνέονται από ένα ειλικρινές και ασυμβίβαστο πατριωτικό αίσθημα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο Γεώργιος Αβέρωφ.
Ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ γεννήθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου την 15η Αυγούστου του 1818. Σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο. Η πρώτη του εμπορική επιτυχία είχε να κάνει με πώληση χρυσονημάτων. Μετά από αυτήν την τεράστια επιτυχία, ο Γεώργιος Αβέρωφ προχώρησε σε διευρυμένες εμπορικές επιχειρήσεις και χάρη στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο, ό,τι άγγιζε μεταβαλλόταν σε χρυσό.
Η εθνική του δράση ξεκίνησε αρκετά νωρίς και ήταν πολυδιάστατη. Αρχικά συντρέχει την Ελληνική κοινότητα στην Αλεξάνδρεια με την ανέγερση νοσοκομείου για τους άπορους ομογενείς και την ίδρυση παρθεναγωγείου και γυμνασίου. Στην συνέχεια διαθέτει 1.500.000 δραχμές της εποχής εκείνης στο Μέτσοβο για κοινωφελή έργα.
Αργότερα προσφέρει 500.000 φράγκα για την αποπεράτωση του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Αναλαμβάνει τις δαπάνες ανεγέρσεως της Σχολής Ευελπίδων και των Εφηβείου Αθηνών (φυλακές ανηλίκων), ενώ έδωσε 1.000.000 δραχμές για την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνονταν στην Αθήνα.
Το κληροδότημα που άφησε υπέρ του Ταμείου Εθνικού Στόλου, που είχε ιδρυθεί το 1900 επί κυβερνήσεως Θεοτόκη, αξίας 2.500.000 χρυσών δραχμών, ήταν κεφαλαιώδες για την ναυπήγηση πολεμικού πλοίου. Το πλοίο αυτό, που θα έπαιρνε το όνομα του εθνικού ευεργέτη, ήταν προορισμένο να συνδέσει τη μοίρα του με αυτή του Ελληνισμού και να καταστεί σύμβολο της εθνικής ανδρείας και ναυτοσύνης.
Το θωρηκτό Αβέρωφ, όπως συνήθως το αποκαλούμε, είναι ακριβέστερα θωρακισμένο καταδρομικό ή εύδρομο κατά την ορολογία της εποχής (σε αντιδιαστολή με τα ελαφρά εύδρομα, όπως για παράδειγμα το ελαφρύ εύδρομο Έλλη) αγοράστηκε στις 30 Νοεμβρίου 1909. Ήταν το τρίτο της ίδιας σειράς με τα Pisa και Amalfi που ναυπήγησε ο οίκος Orlando στο Λιβόρνο για το Ιταλικό Ναυτικό. Το μετέπειτα Αβέρωφ προσφέρθηκε πρώτα στους Τούρκους, με τους οποίους όμως δεν κατέληξαν σε συμφωνία για λόγους οικονομικούς. Στη συνέχεια προσφέρθηκε στους Έλληνες από τους οποίους και τελικά αγοράστηκε. Ο Αβέρωφ καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου 1910 και παρελήφθη στις 16 Μαΐου του 1911.
Μετά την παραλαβή του, με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Ι. Δαμιανό, έπλευσε με προορισμό την Αγγλία για να πάρει μέρος στις εορτές στέψης του Γεωργίου Ε΄, στο Πόρτσμουθ και για να εφοδιαστεί με πυρομαχικά. Προσάραξε όμως σε ύφαλο και χρειάστηκε να δεξαμενιστεί. Τότε δημιουργήθηκαν σοβαρά επεισόδια απειθαρχίας. Αυτό είχε ως συνέπεια ο κυβερνήτης του πλοίου να αντικατασταθεί από τον, πλοίαρχο τότε, Παύλο Κουντουριώτη, ο οποίος αποκατέστησε ταχύτατα την τάξη.
Στις 20 Αυγούστου απέπλευσε από την Αγγλία και έφθασε στο Φάληρο την 1η Σεπτεμβρίου 1911. Έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από τον ελληνικό λαό, ο οποίος σαν να συναισθανόταν ότι αυτό το πλοίο θα συντρόφευε τους αγώνες του Έθνους για περισσότερο από μισό αιώνα.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων από κάθε άποψη ήταν τελείως διαφορετική από την Ελλάδα των προηγούμενων ατυχών πολεμικών περιπετειών, με αποκορύφωμα την ήττα του 1897.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας είχαν εισέλθει σε μια περίοδο βαθύτατης αναδιοργάνωσης. Το Πολεμικό Ναυτικό συμμετείχε ενεργά σε αυτή την φάση της αναδιοργάνωσης. Ο Στόλος βρισκόταν σε γυμνάσια υπό την αρχηγία του Ναυ-άρχου Τόφνελ. Ο Αβέρωφ, τα τρία παλαιά θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, οκτώ αντιτορπιλικά τύπου Νίκη και Θύελλα, που είχαν ναυπηγηθεί το 1906, μαζί με δύο ή τρία βοηθητικά αποτέλεσαν τον λεγόμενο «Στόλο του Αιγαίου» υπό την αρχηγία του πλοιάρχου Παύλου Κουντουριώτη.
Στη συνέχεια προσετέθησαν τα αντιτορπιλικά Νέα Γενεά και Κεραυνός και αργότερα τα αντιτορπιλικά Λέων, Πάνθηρ, Αετός και Ιέραξ. Αυτά τα τέσσερα τελευταία επειδή δεν κατέστη δυνατόν να προμηθευτούν τορπίλες και έμειναν χωρίς το βασικό τους όπλο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, ονομάζονταν τότε «ανιχνευτικά». Παρά τις όποιες ελλείψεις του, το Πολεμικό Ναυτικό ήταν καθ’ όλα έτοιμο να αγωνιστεί για τις τύχες του Ελληνισμού, ενώ το ηθικό ήταν ακμαιότατο, αφού όλοι ανεξαιρέτως πίστευαν στην τελική νίκη.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα και τα υπόλοιπα Βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ίδια μέρα, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου και του Υπουργού Ναυτικών Ν. Στράτου για να ευχηθούν στον Στόλο την νίκη, αναγνώσθηκε το Διάταγμα της προαγωγής του Κουντουριώτη σε Υποναύαρχο.
''Ο Υπουργός επιδίδει εις τον Πλοίαρχον Κουντουριώτη το Β. Διάταγμα της προαγωγής του εις Υποναύαρχον. Το αναγιγνώσκει με την ηχηράν του φωνήν ο Υποπλοίαρχος Παπαλεξόπουλος και αμέσως κατόπιν επαίρεται εις τον πρωραίον ιστόν του Αβέρωφ το ναυαρχικόν σήμα,υπό τους ήχους των χαιρετιστηρίων κανονιοβολισμών. Τα πληρώματα και οι Αξιωματικοί ζητωκραυγάζουν και χαιρετίζουν την απαραίτητον, την δικαίαν, την ελπιδοφόρον προαγωγήν του Αρχηγού των.
Ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός σφίγγουν θερμά το χέρι του νέου Ναυάρχου και τον εναγκαλίζονται «Σας εύχομαι να γυρίσετε Αντιναύαρχος» του λέγει ο Στράτος. Ο Ναύαρχος είναι συγκινημένος και άφωνος.''
Με την έναρξη του πολέμου ο Στόλος του Αιγαίου κατευθύνθηκε και κατέλαβε την Λήμνο, την 8η Οκτωβρίου, πραγματοποιώντας το όραμα του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη για την δημιουργία προκεχωρημένης Ναυτικής Βάσης η οποία θα απέκλειε τον Οθωμανικό στόλο στα Δαρδανέλια. Αφού κατέλαβε τη νήσο Λήμνο και οργάνωσε την Ναυτική Βάση εκεί, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης ενήργησε στενό αποκλεισμό του υπέρτερου σε υλικό Οθωμανικού στόλου και κατέλαβε το ένα μετά το άλλο τα νησιά του Αιγαίου, που ήταν κατά μήκος των Μικρασιατικών ακτών.
Καταναυμάχησε τον Οθωμανικό στόλο δύο φορές. Στη Ναυμαχία της Έλλης, στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και στη Ναυμαχία της Λήμνου στις 5 Ιανουαρίου 1913. Σε αυτές τις δύο πολύ σημαντικές νίκες για την κυριαρχία στο Αιγαίο και την έκβαση του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, έλαμψαν η ιδιοφυΐα του Παύλου Κουντουριώτη και οι ικανότητες του Αβέρωφ. Στη συνέχεια ο Αβέρωφ συμμετείχε σε διάφορες αποστολές όπως η μεταφορά Βουλγαρικού Στρατού από την Θεσσαλονίκη στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη).
Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο υποστηρίζει τον Ελληνικό Στρατό που δέχεται επίθεση από τους Βουλγάρους στο Τσάγεζι (Λιμάνι Αμφίπολης) , διενεργεί αποκλεισμό στις ακτές της Θράκης και της Μακεδονίας μαζί με άλλα Ελληνικά πολεμικά. Μαζί με το θωρηκτό Ύδρα και τα αντιτορπιλικά Λέων, Λόγχη, Ασπίς και το εξοπλισμένο εμπορικό Μυκάλη, συμμετείχε σε εικονική απόβαση στην Καβάλα με αποτέλεσμα την φυγή των Βουλγάρων και την κατάληψη της πόλης από Ελληνικό ναυτικό άγημα.
Η Μεγάλη Κρίση και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ( 1914-1919)
Την νικηφόρο περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων διαδέχθηκε η ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδος για το Ελληνικό κράτος, η οποία συνήθως ονομάζεται από τους ιστορικούς «Εθνικός Διχασμός». Είχε να κάνει με την διάσταση που προέκυψε μεταξύ των δύο πρωτεργατών της Ελληνικής εποποιίας των Βαλκανικών Πολέμων, του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο πρώτος υποστήριζε ότι ήταν σκόπιμο η Ελλάς να εισέλθει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Entente).
Ο δεύτερος υποστήριζε ότι έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη. Ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος πίστευε ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας θα εξυπηρετούντο με μια δυναμική εμπλοκή στον πόλεμο, στο πλευρό των Άγγλων και των Γάλλων. Αντιθέτως ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, όντας πεπεισμένος για την υπεροπλία των Γερμανών, θεωρούσε ότι η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη.
Αυτή η διάσταση απόψεων θα οδηγήσει σε μία δραματική πόλωση, η οποία δεν θα αργήσει να δηλητηριάσει κάθε έκφραση της δημόσιας ζωής στην Ελλάδα και θα έχει ως τελικό δραματικό αποτέλεσμα την δημιουργία δύο κέντρων εξουσίας. Το ένα στην Αθήνα και Βασιλικό και το άλλο στην Θεσσαλονίκη και Βενιζελικό. Σε αυτήν την περίοδο θα πραγματοποιηθούν πολλές επεμβάσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες εν πολλοίς θα απειλήσουν όλα όσα κατάφερε ο ενωμένος Ελληνισμός τα προηγούμενα χρόνια.
Τελικά η Ελλάς θα εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και ο Ελληνικός Στρατός θα νικήσει τους Βουλγάρους στη μάχη του Σκρα το 1918.
Τον Σεπτέμβριο του 1916, οι Γάλλοι, στο πλαίσιο της πίεσης που ασκούσαν η Αγγλία και η Γαλλία στον Βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί και να εισέλθει η Ελλάς στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, είχαν καταλάβει τον ελαφρό Ελληνικό στόλο, δηλαδή την Έλλη, 14 αντιτορπιλικά, 5 τορπιλοβόλα, 2 υποβρύχια και 8 βοηθητικά. Τα θωρηκτά Κιλκίς και Λήμνος και το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ, είχαν παροπλισθεί στον Ναύσταθμο. Διατηρούσαν μόνο το ένα τρίτο των πληρωμάτων τους, ενώ τους είχαν αφαιρεθεί τα κλείστρα των πυροβόλων, οι τορπίλες και τα πυρομαχικά.
Μετά την εγκατάσταση της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα, το 1917, ξεκίνησε η ανασυγκρότηση του στόλου με την συγκρότηση νέων πληρωμάτων. Κατά προτεραιότητα των τεσσάρων θηρίων και του Αβέρωφ. Με την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάς ήταν στις νικήτριες δυνάμεις. Στον Μούδρο της Λήμνου υπεγράφη η ανακωχή μεταξύ των Συμμάχων της Αντάντ και της ηττηθείσης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (17/30 Οκτωβρίου 1918).
Ο Αβέρωφ κατέπλευσε με τη συμμαχική δύναμη στο Βόσπορο. Την 14η Νοεμβρίου του 1918 αγκυροβόλησε μπροστά στο σουλτανικό ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ, προκαλώντας τον ακράτητο ενθουσιασμό στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Ήταν πραγματικά μια σημαντική στιγμή στην ιστορία του Έθνους, καθώς μετά από τόσους αιώνες Έλληνες έμπαιναν θριαμβευτές στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
Στη συνέχεια ο Αβέρωφ συμμετείχε στην ατυχή συμμαχική εκστρατεία στην Μεσημβρινή Ρωσία (1918-1920) εναντίον των Μπολσεβίκων. Ο Αβέρωφ κατέπλευσε στην Οδησσό, σε ενίσχυση του Κιλκίς και αργότερα στην Σεβαστούπολη. Στη συνέχεια επανέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη επειδή η κυβέρνηση θεωρούσε απαραίτητο να βρίσκεται ο Αβέρωφ εκεί.
Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή (1919-1922)
Η Μικρασιατική εκστρατεία ακόμη και σήμερα είναι ένα ιστορικό γεγονός που στιγματίζει το σύγχρονο Ελληνικό κράτος. Η αποτυχημένη έκβασή της ξερίζωσε τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας που η ύπαρξή του εκεί μαρτυρείται από τα μυκηναϊκά χρόνια. Το πλήθος των προσφύγων που κατέφθασε στην δοκιμαζόμενη Ελλάδα και η ανάγκη άμεσης αποκατάστασης και ένταξής τους στον κοινωνικό ιστό του κράτους, δημιούργησε έντονα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Προβλήματα τα οποία ξεπεράστηκαν με δυσκολία κατά την ταραχώδη περίοδο του Μεσοπολέμου. Μετά την διάσκεψη της ειρήνης των Παρισίων το 1919 η περιοχή της Ζώνης Σμύρνης επιδικάστηκε στην Ελλάδα και στις 2 Μαΐου 1919 αποβιβάστηκε στην Σμύρνη η Ι Ελληνική Μεραρχία.
Στις 20 Απριλίου του 1919 ο Αβέρωφ αποπλέει από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Σμύρνη. Ελληνικά στρατεύματα επιβιβάστηκαν σε μεταγωγικά και συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι των Ελευθερών, ενώ μοίρα από τέσσερα αντιτορπιλικά θα τα συνόδευε. Τμήματα του αγήματος που αποβίβασε στην Σμύρνη ο Αβέρωφ κατέλαβαν τα τουρκικά πυροβολεία που βρίσκονταν κατά μήκος της κορυφογραμμής του όρους Πάγος και στην είσοδο του κόλπου της Σμύρνης.
Η κατάληψη του παραλιακού φρουρίου έγινε υπό την προστασία του αντιτορπιλικού Θύελλα που ήρθε από το Αϊβαλί και μετέφερε στους κατοίκους της Σμύρνης την πληροφορία ότι τα παράλια είχαν καταληφθεί από Ελληνικές δυνάμεις.
Ο Αβέρωφ και το θωρηκτό Κιλκίς κατά τις επιχειρήσεις του Στόλου το 1919, βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης παρ’ όλο που οι Σύμμαχοι είχαν κηρύξει την περιοχή ουδέτερη ζώνη. Τα Ελληνικά πλοία ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη διενεργούσαν επιδρομές στα Τουρκικά παράλια του Εύξεινου Πόντου και της Προποντίδας.
Καθοριστική ήταν η συνεισφορά του θρυλικού Αβέρωφ στις επιχειρήσεις κατάληψης της Ραιδεστού τον Ιούλιο του 1920. Μετά από σχετικό ραδιοτηλεγράφημα του Αρχηγού του Επιτελείου Παγκάλου «Αποπειρόμεθα απόβασιν 4χιλιομέτρ. ανατολικώς πόλεως Ραιδεστού. Παρακαλώ πλησιάσατε όπως προστατεύσετε ταύτην.» και ενώ το αντιτορπιλικό Ιέραξ είχε ήδη εμπλακεί σε ανταλλαγή πυρών με τουρκικά πυροβόλα ο Αβέρωφ διενήργησε σφοδρότατη επίθεση με τα πυροβόλα του, με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του εχθρικού πυροβολικού.
Κατόπιν το 3ο Πεζικό Σύνταγμα κατέλαβε τις πρώτες εχθρικές θέσεις, ενώ λόγω της πίεσης των πυροβόλων του Στόλου εξουδετερώθηκαν και τα τελευταία εχθρικά πυροβόλα και η πόλη καταλήφθηκε οριστικά. Στις 7 Ιουνίου 1922 και ενώ ήδη η ελληνική θέση στην Μ. Ασία ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, το Πολεμικό Ναυτικό διενήργησε μια εξαιρετική επιχείρηση βομβαρδισμού της Σαμψούντας.
Ο Αβέρωφ με Κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Ι. Ηπίτη μαζί με τα αντιτορπιλικά Πάνθηρ και Ιέραξ καθώς και τα εξοπλισμένα ατμόπλοια Αδριατικός και Νάξος διενήργησαν εκτεταμένο βομβαρδισμό της Σαμψούντας όπου ισοπεδώθηκαν το διοικητήριο της πόλης, ένας μιναρές, η κατοικία του διοικητή, το Τελωνείο, οι παρακείμενες αποθήκες όπλων και πυρομαχικών, ο μεγάλος στρατώνας στον λόφο Τσαρτσαμπά, όλες οι αποβάθρες, τα ελλιμενισμένα πλοία και φορτηγίδες, καθώς και οι μεγάλες δεξαμενές πετρελαίου και βενζίνης που βρίσκονταν κοντά στο λιμάνι.
Ακόμη κατεστράφησαν ολοσχερώς, τουλάχιστον επτά εχθρικές πυροβολαρχίες. Ο Στόλος προστάτευσε αποτελεσματικά την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού το 1922. Τα θωρηκτά Κιλκίς, Λήμνος το εύδρομο Έλλη και άλλα Ελληνικά πολεμικά έπλευσαν από την Σμύρνη στην χερσόνησο της Ερυθραίας , την οποία έπρεπε να προστατεύσουν από τον εχθρό μέχρι την πλήρη αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από το Τσεσμέ. Με συνεχείς περιπολίες τα Ελληνικά πολεμικά προστάτευαν τις διόδους διαφυγής του Ελληνικού Στρατού.
Τα μεσάνυχτα μάλιστα της 29ης Αυγούστου τα Ελληνικά πλοία άνοιξαν πυρ κατά εχθρικής φάλαγγας, με αποτέλεσμα να την διασκορπίσουν, ενώ τις πρώτες πρωινές ώρες έτρεψαν σε φυγή Τσέτες ιππείς. Ούτε η ορειβατική πυροβολαρχία των Τούρκων η οποία κατέλαβε την κορυφογραμμή από το φρούριο της Σμύρνης μέχρι την κορυφή «Δύο Αδέλφια» πτόησαν τα Ελληνικά πολεμικά. Πρώτα τα πυροβόλα της Έλλης και μετά του θωρηκτού Κιλκίς, οδήγησαν σε πλήρη πτώση του ηθικού του εχθρού, ο οποίος δεν έβαλε ούτε κατά του Κιλκίς που είχε πλησιάσει πολύ κοντά στις εχθρικές θέσεις.
Το αντιτορπιλικό Νίκη μάλιστα πλησίασε πολύ κοντά στις Τουρκικές θέσεις, με αποτέλεσμα σε μια από τις επιχειρήσεις απομάκρυνσης προσφύγων, στη νησίδα Σαχίμπ, να βρει το θάνατο ο κυβερνήτης του, Πλωτάρχης Δ. Χατζίσκος, από σφαίρα στο κεφάλι. Μέχρι και την 4η Σεπτεμβρίου ο Στόλος προστάτευε τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που αποχωρούσαν και βοηθούσαν την επιβίβαση των προσφύγων σε διάφορα πλωτά μέσα. Η ανακωχή των Μουδανιών, στις 28 Σεπτεμβρίου 1922, ήταν ο δραματικός επίλογος της τραγωδίας του Ελληνισμού της Μ. Ασίας.
Η Περίοδος του Μεσοπολέμου (1922-1940)
Η περίοδος του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα υπήρξε ταραχώδης με πολλά στρατιωτικά κινήματα. Δυστυχώς ο Εθνικός Διχασμός και η πόλωση μεταξύ των Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών, συνέχιζε να δηλητηριάζει την δημόσια ζωή και οδηγούσε τους βαθύτατα πολιτικοποιημένους Αξιωματικούς να επεμβαίνουν στην πολιτική ζωή του τόπου. Η αρχή έγινε με την επανάσταση του Στρατού και του Στόλου τον Σεπτέμβριο του 1922 με ηγέτες τους Συνταγματάρχες Ν. Πλαστήρα και Σ. Γονατά και τον Πλοίαρχο Δ. Φωκά.
Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα την περίοδο εκείνη έθεσε σε δευτερεύουσα μοίρα τα εξοπλιστικά προγράμματα. Ακόμα και ο Αβέρωφ δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Παρόλα αυτά το θρυλικό πολεμικό εκσυγχρονίστηκε, από το 1925 έως το 1927, στα ναυπηγεία Société des Forges et Chantiers de la Méditerranée στην πόλη La Seyne της νότιας Γαλλίας. Τα κυριότερα σημεία του εκσυγχρονισμού αφορούσαν το Σύστημα Διεύθυνση Βολής και την εισαγωγή της πετρελαιοκίνησης.
Πέρα από γυμνάσια και επισήμους πλόες το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ συμμετείχε στην καταστολή του κινήματος των Υποστράτηγων Λεοναρδοπούλου και Γαργαλίδη το 1923, ενώ πρωτοστάτησε και στο Βενιζελικό Κίνημα του 1935. Κατόπιν το θρυλικό πλοίο λόγω της δίωξης των αντιφρονούντων Αξιωματικών, συνεπεία του προαναφερθέντος κινήματος, πέρασε σε κατάσταση εφεδρείας.
Στη συνέχεια ο Αβέρωφ επαναδραστηριοποιήθηκε με γυμνάσια και επίσημους πλόες. Όμως τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το πλοίο δεν ήταν και στην καλύτερη δυνατή κατάσταση επειδή δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι αναγκαίες επισκευές.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1936-1945)
Ο Στόλος τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αρκετά αποδυναμωμένος λόγω των οικονομικών δυσχερειών του κράτους. Με αυτές τις συνθήκες δεν έγιναν οι αναγκαίες μετασκευές στα πλοία του και θύμα αυτής της ανεπάρκειας υπήρξε και ο Αβέρωφ. Οι αυλοί λεβήτων του πλοίου θα έπρεπε να είχαν αλλαχθεί από το 1934. Τελικά παραγγέλθηκαν μόλις το 1939 στο Βέλγιο, όπου και βρέθηκαν εκεί κατά την εισβολή των Γερμανών…
Την 1η Νοεμβρίου του 1939 ο Αβέρωφ πέρασε υπό την άμεση διοίκηση του Αρχηγού Στόλου, Υποναυάρχου Καββαδία, μαζί με τα 10 αντιτορπιλικά. Το θρυλικό θωρακισμένο καταδρομικό είχε, λόγω κακής κατάστασης των λεβήτων του, μέγιστη ταχύτητα μόλις 16 κόμβους. Το πλήρωμα του Αβέρωφ που βρισκόταν συνέχεια εν όρμω χρησιμοποιείτο ως «Μεταβατικό» για την συμπλήρωση κενών στο προσωπικό των αντιτορπιλικών.
Παράλληλα το πλήρωμα του Αβέρωφ εκπαιδευόταν και εκτελούσε πυρά στο Σαρωνικό. Επίσης επί του Αβέρωφ λάμβανε χώρα και το τελικό στάδιο εκπαίδευσης των Σημαιοφόρων και των Δοκίμων 4ης τάξεως. Κατά την διάρκεια των σφοδρών βομβαρδισμών από τους Γερμανούς (6 – 12 Απριλίου 1941) στην περιοχή Πειραιώς – Κερατσινίου – Ελευσίνας, ο Αβέρωφ, που βρισκόταν αγκυροβολημένος στην Ελευσίνα, κατέρριψε ένα αεροσκάφος
''Ο Ιερεύς του Στόλου Αρχιμανδρίτης Παπανικολόπουλος, ακάλυπτος και φέρων άμφια, διήρχετο ηρέμα προ των ομοχειριών, ευλογών τα πυροβόλα πολλάκις ενώ ταύτα έβαλλον. Εις μίαν στιγμήν ευρέθησαν δύο αεροσκάφη άνωθεν του Αβέρωφ και χαμηλά. Διετάχθησαν τα Βίκερς να βάλωσι. Φαίνεται ότι εβλήθη το εν εξ αυτών, διότι απεμακρύνθη ως πυριφλεγής σφαίρα και έπεσε μετά εκρήξεων επί της Σαλαμίνος. Το εν των ταχυβόλων μόλις είχεν ευλογηθή και το θρησκόληπτον πλήρωμα απέδωκεν εις αυτό την επιτυχίαν''.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ναύαρχος Καββαδίας: «Έμεινα πολύ ικανοποιημένος από την πρώτην αυτήν οκτάωρον μάχην, δια να χρησιμοποιήσω την πραγματικήν έκφρασιν, του αγκυροβολημένου πλοίου κατά συστηματικού εναντίον του βομβαρδισμού και η ανωτέρω διδομένη ωραία εικών θα επαναλαμβάνεται στερεοτύπως εις πάσαν Γερμανικήν αεροπορικήν επίθεσιν κατά του πλοίου ακόμη και εις τους μετά τινας μήνας σφοδρούς βομβαρδισμούς εν Αλεξανδρεία και Σουέζ...
Το πλήρωμα του Αβέρωφ ενεφάνιζε πάντοτε εν ώρα κινδύνου σοβαρότητα και ήρεμον αποφασιστικότητα. Η πειθαρχία του πυρός ήτο αρίστη. Είχομεν μόνον 700 φυσίγγια δια τα 4 ταχυβόλα Βίκερς των 76,το μοναδικόν,ως είπομεν, πραγματικόν Α/Α πυροβόλον μας και έδει να γίνεται χρήσις αυτού μόνον επί πραγματικής απειλής, πράγμα αρκετά δύσκολον».
Την 12η Απριλίου πάρθηκε η εσφαλμένη απόφαση, όπως απέδειξε η άμεση αναίρεσή της, ναεγκαταλειφθεί το θρυλικό πλοίο στην Ελευσίνα γιατί θεωρήθηκε καταδικασμένο. Διετάχθη η άμεση εκκένωσή του και η αφαίρεση του Α/Α οπλισμού του. Το πλήρωμα του Αβέρωφ έλαβε φύλλα πορείας για την Σχολή Πυροβολικού. Την επομένη όμως διετάχθη η άμεσος ανασυγκρότηση του Αβέρωφ.
''Ο Αβέρωφ πάλιν θα ήτο αναμφιβόλως ο στόχος εναέριων και υποβρυχίων επιθέσεων και η ελεεινή κατάστασης της αναχρονισμένης στεγανής υποδιαιρέσεως του σκάφους αυτού,ούτινος τα δύο εν τω Ιταλικώ Ναυτικώ πανομοιότυπα είχον βυθισθή κατά τον προηγούμενον πόλεμον εντός ολίγων λεπτών από παλαιάς τορπίλλας των 45, έδιδον λαβήν εις δισταγμόν εις τε τον Α.Γ.Ε.Ν και εις εμέ κατά πόσον έδει να διακινδυνεύσωμεν τοιαύτην θυσίαν δια να προσθέσωμεν εις τον εκπατριζόμενον Στόλον εν πλοίον,το οποίον ουδεμίαν άλλην αξίαν από την του κειμηλίου είχε δια ημάς (Ε. Καββαδίας).''
''Με πραγματικήν ψυχικήν οδύνην διηύθυνα τας εργασίας εκκενώσεως του πλοίου, βλέπων να κατστρέφεται εντός ολίγων ωρών παν ότι εδημιουργήθη με κόπους και μόχθους ολοκλήρου διετίας.Το απόγευμα της ιδίας ημέρας (12 Απριλίου) το πλήρωμα,με τους σάκκους επ’ώμου, μετέβαινε δια να φιλοξενηθή εις την Σχολή Πυροβολικού, αι αποθήκαι είχον εκκενωθή, τα κειμήλια εστάλησαν εις το Εθνολογικόν Μουσείον και συνεπληρούτο η αφαίρεσις των ΑΑ ταχυβόλων R.M 37/60.
Μετ’ολίγον ο Αβέρωφ της προηγουμένης νυκτός ήτο εγκαταλελειμένον σκάφος άνευ ψυχής. Παρέμεινε μόνον ένδον μικρά φρουρά και αι ΑΑ ομοχειρίαι του πλοίου. Η έδρα του ΑΣ μετεφέρθη εις την ΣΠ. Την επομένην 13 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων) ειδοποιήθην λίαν ενωρίς από τον Κυβερνήτην μου Πλοίαρχο Ζαρόκωστα να κατέλθω επειγόντως εις το πλοίον, διότι απεφασίσθη η εκ νέου επάνοδος αυτού. Έσπευσα πλήρης χαράς δια να διευθύνω τας εργασίας της νεκραναστάσεως του πλοίου.
Το πλήρωμα ανεκλήθη, τα υλικά και τα τρόφιμα επανήλθον εις τας αποθήκας των. Τα ΑΑ ταχυβόλα ετοποθετήθησαν και πάλιν εις τας προτέρας των θέσεις. Τα πάντα ήσαν έτοιμα μέχρι της μεσημβρίας της επομένης 14 Απριλίου (Μ.Δευτέρας). Εν μόνον δεν επανήλθεν εις την προτέραν του θέσιν. Το ηθικόν του πληρώματος, το οποίον η εκκένωσις του πλοίου είχε πλήξει ανεπανορθώτως.(Αναφορά Αντιπλοιάρχου Β.Ν Α.Παπαβασιλείου).''
''Ο Αρχηγός του Στόλου,πάλιν, με την πεποίθησιν ότι το προσωπικόν του θάρρος θα επεβάλλετο εις όλους τους υπ’αυτόν, δια να δύναται να επιβαίνει διαδοχικώς από του ενός αντιτορπιλλικού εις το άλλο και να τα εμψυχώνει με την εκεί παρουσίαν του, αφήνει τον Αβέρωφ που ήτο η μόνιμος έδρα του, εγκαθιστά το επιτελείον του εις τον Σκαραμαγκά, και επιτρέπει εις το μη απαραίτητον προσωπικόν της Αρχηγίδος του να διανυκτερεύει εις την ξηράν – πράγμα που θα έχει οδυνηράς κατόπιν επί του Αβέρωφ συνεπείας (Υποναυάρχου Α.Σακελλαρίου).''
Βίαιος ήταν ο απόπλους του Αβέρωφ για την Αλεξάνδρεια. Μετά την αποβίβαση του ΑΣ, του Αρχιεπιστολέα και Κυβερνήτη του πλοίου, Πλοιάρχου Ζαρόκωστα, και την αντικατάστασή του από τον Πλοίαρχο Βλαχόπουλο, στις 16 Απριλίου, το κλίμα μεταξύ του πληρώματος του πλοίου δεν ήταν καλό. Μόνο όταν ανακοινώθηκε η διαταγή για τον απόπλου του θωρηκτού το κλίμα έδειξε να φτιάχνει.
Στις 16 Απριλίου όμως ανακοινώθηκε η αναβολή του απόπλου της νηοπομπής όπου θα ήταν και το θωρηκτό Αβέρωφ και ο νέος Κυβερνήτης μαζί με τον Ύπαρχο και τον Διευθυντή Πυροβολικού άρχισαν να συζητούν μυστικά την αχρήστευση του πλοίου.Η κατάσταση χειροτέρευσε όταν ο Κυβερνήτης και Ύπαρχος του πλοίου απέβησαν του πλοίου.
''Από το Υπουργείον των Ναυτικών, όπου συνήντησεν επ’ολίγον και τον ΑΓΕΝ και τον ΑΣ, ο Πλοίαρχος Βλαχόπουλος δεν κατώρθωσε να λάβη διαταγάς σχετικώς με τον Αβέρωφ, του οποίου έβλεπε ματαιούμενον τον απόπλουν κατόπιν της επικρατούσης εις τας Αθήνας γενικής συγχύσεως. Αργότερον έκπληκτος συνήντα εκεί τον Ύπαρχον του πλοίου, Αντιπλοίαρχον Παπαβασιλείου, όστις όχι μόνον είχε εξέλθει εις την ξηράν παρά την διαταγήν του Κυβερνήτου του, αλλά και του εδήλωνεν ότι μολονότι αι αρχικαί του προθέσεις απέβλεπον εις το ν’ ακολουθήση το πλοίον, λόγοι οικογενειακοί τον ηνάγκαζον τώρα να παραμείνη εις τας Αθήνας.(Δ.Φωκά: Έκθεσις επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940-1944).''
Έτσι ξέσπασε βίαιη κίνηση του πληρώματος με αρχηγό τον Σημαιοφόρο Ηλιομαρκάκη και αίτημα τον άμεσο απόπλου του Αβέρωφ. Την κίνηση την υιοθέτησαν οι Αξιωματικοί του πλοίου και προσχώρησε και ο αρχαιότερος των Αξιωματικών, Πλωτάρχης Δαμηλάτης. Η Ηγεσία του Ναυτικού δεν κατάφερε να εμποδίσει τον απόπλουν του θρυλικού πλοίου και ο Α/ΓΕΝ έστειλε το ακόλουθο σήμα στον Αβέρωφ: «Ο Θεός μαζί σας. Συνεννοούμαι με συμμάχους δια πλουν σας.»
Ο Αβέρωφ εντάχθηκε σε νηοπομπή μαζί με το πλωτό συνεργείο Ήφαιστος, τα υποβρύχια Γλαύκος και Κατσώνης, το αντιτορπιλικό Κουντουριώτης και τα τορπιλοβόλα Ασπίς και Νίκη. Η νηοπομπή κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια την 23η Απριλίου 1941. Στην συνέχεια αποφασίστηκε να μεταφερθεί ο Αβέρωφ στο Πορτ-Σουδάν για να απελευθερωθεί αγκυροβόλιο στην Αλεξάνδρεια και να συμμετάσχει σε περιπολίες στον Ινδικό Ωκεανό.
''Αλλά εκ των πραγμάτων εφαίνετο ότι η επιθυμία μας δεν επρόκειτο να ευοδωθή. Ο Άγγλος Ναύαρχος δεν είχεν ανάγκην του πλοίου αυτού. Παρ’όλα ταύτα αι πιέσεις εξηκολούθουν. Μετά πάροδον χρόνου μας εσημάνθη η απροσδόκητος και χαρμόσυνος είδησις η οποία ετοιχοκολλήθη και εορτάσθη εις το καρέ των Αξιωματικών. Ο Ναύαρχος Somerville δέχεται ευχαρίστως το πλοίον εις τας Ινδίας. Ανώτερος Αξιωματικός εξεφράσθη ως εξής:
Τους καταφέραμε, επί τέλους, τους χαζούς. Εις την απομάκρυνσιν του Αβέρωφ προφανώς συνέτεινε και ο πονοκέφαλος τον οποίον έδιδε το πλοίον εις τας Βρεταννικάς Αρχάς, ως και η ευκαιρία η οποία εδόθη εις αυτούς να απελευθερώσουν πολύτιμον αγκυροβόλιον εις τον λιμένα της Αλεξανδρείας(Αντιπλοιάρχου ε.α Κ.Τσάλη,Το Καταδρομικό Γ. Αβέρωφ1941).''
Όταν όμως κοινοποιήθηκε η διαταγή, εκδηλώθηκε δυσαρέσκεια στο πλήρωμα. Ο Σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης κάλεσε το πλήρωμα σε στάση αλλά οι προτάσεις του δεν έγιναν δεκτές από αυτό. Με τις αποφασιστικές ενέργειες του Κυβερνήτη του πλοίου, Πλοιάρχου Κοντογιάννη, ο Σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης συνελήφθη και η στάση κατεστάλη εν τη γενέσει της. Ο Αβέρωφ κατευθύνθηκε προς το Σουέζ, στο Πορτ-Σουδάν κατόπιν στο Άντεν (25 Αυγούστου) και τέλος στην Βομβάη (10 Σεπτεμβρίου).
Στην Βομβάη ο Αβέρωφ παρέμεινε ένα δωδεκάμηνο και κατά το διάστημα αυτό εξήλθε του όρμου τρεις φορές. Η περιοχή αυτή υπήρξε ειρηνική και το θρυλικό πλοίο παρέμενε σε απραξία. Ξεχειλίζουν από πικρία τα λόγια του Αντιπλοιάρχου ε.α Κ. Τσάλη «Δεν παρήλθε όμως χρόνος πολύς ότε το σανατόριον Αβέρωφ (κατά τον χαρακτηρισμόν του Πλοιάρχου Κοντογιάννη) μετονομάσθη από GEORGEOS AVEROF εις GORGEOUS NEVER OFF. Ούτω ημείς οι Έλληνες Αξιωματικοί εγελοιοποιήθημεν, υφιστάμενοι την ειρωνείαν των ξένων, πράγμα λίαν λυπηρόν εις βάρος της Πατρίδος μας. Το δε, άλλοτε ποτέ δοξασθέν κομψόν και αγαπητόν καταδρομικόν μας εταπεινώθη χωρίς το ίδιον να πταίη. Η καρδιά του, ασφαλώς, επληγώθη.»
Από την Βομβάη ο Αβέρωφ εκτέλεσε περιπολία στον Περσικό Κόλπο από την 9η μέχρι 15η Ιανουαρίου του 1942 και ύστερα παρέμεινε σε ακινησία λόγω κακής κατάστασης της μηχανής του. Στις 13 Μαΐου 1942 ξέσπασε ανταρσία από ναύτες του πληρώματος Αβέρωφ λόγω της αψυχολόγητης ενέργειας του Κυβερνήτη, Πλοιάρχου Πετρόπουλου, να χειροδικήσει επί ενός ναύτη. Ακολούθησαν ναυτοδικεία στα οποία ενεπλάκησαν και Βρεταννικές Αρχές.
Στη συνέχεια λόγω ελλείψεως πληρωμάτων αποφασίστηκε ο Αβέρωφ να παραμείνει σε ακινησία μέχρι πέρατος των επισκευών του. Μέρος του πληρώματός του χρησιμοποιήθηκε για την επάνδρωση των νέων αντιτορπιλικών και κορβετών που θα αποκτούσε το Ναυτικό. Ο Αβέρωφ επέστρεψε στο Πορτ-Σάιδ στις 23 Νοεμβρίου 1942, όπου εγκαταστάθηκαν επ’ αυτού το Αρχηγείο Στόλου και Σχολές Ειδικοτήτων. Το πλήρωμα του Αβέρωφ συμμετείχε στη Στάση του Ναυτικού τον Απρίλιο του 1944 προβαίνοντας σε διάφορες ανάρμοστες ενέργειες.
''Αι στασιαστικαί επιτροπαί,κατευθυνόμεναι από αναρχικούς πυρήνας, εμφανίζονται τώρα ιταμαί εις το προσκήνιον και, χωρίς αντίδρασιν, επιβάλλονται εις τα πληρώματα και ασκούν πίεσιν και επί των Αξιωματικών. Ζητούν από τους τελευταίους να υπογράψουν και αυτοί τα πρωτόκολλα. Εξαναγκάζουν τον Κυβερνήτη και τον Ύπαρχον του Αβέρωφ να αποβούν του πλοίου, καθώς και τον Διοικητήν και Υποδιοικητήν του στρατοπέδου Έλλη απομακρυνθούν από την θέσιν των. (Δ.Φωκά,Έκθεσις επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940-1944).''
Τελικά οι στασιαστές παραδόθηκαν αμαχητί στις 29 Απριλίου. Στις 13/10 ο Αβέρωφ με Κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Θεόδωρο Κουντουριώτη, υιό του θρυλικού Ναυάρχου, απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια με προορισμό την Ελλάδα. Ήταν στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Μάννα», της επιστροφής στην πατρίδα του απόδημου Στόλου.
Συγκινητική είναι η περιγραφή του Αντιναυάρχου Δ. Φωκά: «Είχε πλέον σημάνει η ποθητή ώρα. Ο Αβέρωφ επί κεφαλής του κυρίου μέρους της ναυτικής δυνάμεως, απέπλευσεν από τον Πόρο την μεσημβρίαν της 17ης Οκτωβρίου. Η ιστορική Ελληνική Ναυαρχίς, κυβερνωμένη κατ’ ευτυχή σύμπτωσιν από τον υιόν του ενδόξου Ναυάρχου Κουντουριώτη, έπλεεν υπερήφανος, δια να τερματίση την έντιμον θητείαν της εις την αίγλην μιας ακόμη καλλινίκου επιστροφής.
Ολίγον κατόπιν, το φωτεινόν απόγευμα της ιδίας ημέρας, ο απόδημος στόλος, μετά μακράν αλλ’ ένδοξον απουσίαν ηγκυροβόλει θριαμβευτικώς εις την αγκάλην του Φαλήρου. Ερρίγησαν τα νερά της Σαλαμίνος και η έως χθες δουλωμένη Πατρίς, ύστερα από δάκρυα πολλά θλίψεως, υπεδέχετο τώρα με δάκρυα χαράς τα νικηφόρα της πλοία. Την επομένην το πρωί εις το ορμίσκον του Αγίου Γεωργίου απεβιβάζετο επισήμως η ελληνική Κυβέρνησις και ο Αρχηγός του Στόλου και εν μέσω του λαϊκού ενθουσιασμού και της πανδήμου συγκινήσεως ανήρχοντο εις τας λυτρωθείσας Αθήνας.».
Ο Αβέρωφ ως Σύμβολο Ναυτικής και Πολεμικής Καταξίωσης του Έθνους (1946 - Σήμερα)
Το 1947 ο Αβέρωφ συμμετείχε στους εορτασμούς για την Απελευθέρωση των Δωδεκανήσων. Το θρυλικό πλοίο είχε πλέον γεράσει και είχε έρθει η ώρα της ενδόξου αποστρατείας. Το 1952 διετάχθη ο παροπλισμός του. Έως το 1956 παρέμεινε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, ενώ κατά την περίοδο 1956 – 1983 βρισκόταν πρυμνοδετημένος στον Πόρο, μπροστά από τις εγκαταστάσεις της Σχολής Ναυτοπαίδων, που αργότερα ονομάσθηκε Υπαξιωματικών. Το 1984 το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να τον αποκαταστήσει και να μετατραπεί σε μουσείο.
Από το 1985 ως σήμερα οι εργασίες αποκατάστασης του πλοίου έχουν χρηματοδοτηθεί ως επί το πλείστον από δωρεές της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οικογένειας Λάτση και του ιδρύματος Ωνάση. Το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ βρίσκεται σήμερα αγκυροβολημένο στο Φαληρικό, στη θέση «Τροκαντερό» και λειτουργεί ως Πλοίο Μουσείο. Είναι ανοικτό στο κοινό και αποτελεί ένα υπεραιωνόβιο σύμβολο ναυτικής, πολεμικής και εθνικής καταξίωσης.
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ ΤΟΥ ''Θ/Κ Γ. ΑΒΕΡΩΦ''
Το θωρακισμένο καταδρομικό Γεώργιος Αβέρωφ ξεκίνησε τη ζωή του ως σκάφος «Χ». Ένα πλοίο της ίδιας κλάσης με τα Pisa και Amalfi, που είχε παραγγείλει το Ιταλικό Ναυτικό. Αν και η τελική εξωτερική εμφάνιση του Αβέρωφ διέφερε αρκετά απ’ αυτήν των δύο ιταλικών, εντούτοις τα βασικά χαρακτηριστικά και των τριών ήσαν τα ίδια. Οι συζητήσεις για την απόκτηση του ναυπηγούμενου σκάφους «Χ» ανάμεσα στο ναυπηγείο Cantiere Navale Fratelli Orlando του Livorno και την Ελληνική κυβέρνηση είχαν αρχίσει την άνοιξη του 1909 και συνεχίζονταν με πολύ αργό ρυθμό και το καλοκαίρι.
Στις 15 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς εκδηλώθηκε, ως γνωστόν, το Κίνημα στου Γουδή. Η επιβολή του είχε ως αποτέλεσμα – ανάμεσα στα άλλα – και την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων, οι οποίες και ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 1909, με την υπογραφή της σχετικής σύμβασης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνο το φθινόπωρο είχαν αρχίσει να ενδιαφέρονται για το σκάφος «Χ» και οι Τούρκοι, οι οποίοι μάλιστα είχαν εκδηλώσει την πρόθεση να πληρώσουν υψηλότερο τίμημα.
Το κόστος του ήταν της τάξης των 950.000 χρυσών λιρών Αγγλίας ή 23.650.000 δραχμές και αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τότε η Ελλάδα βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής, η οποία όχι απλώς ήλεγχε αυστηρότατα τον κρατικό προϋπολογισμό, κυριολεκτικά τον κατάρτιζε.
Ήταν μια εξουσία που είχε αποκτήσει μετά τον πόλεμο του 1897 και την πτώχευση που είχε προηγηθεί. Τελικά η λύση βρέθηκε με τη χρησιμοποίηση της κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, λίγο παραπάνω από 300.000 χρυσές λίρες, και την κάλυψη του υπολοίπου από το Ταμείο Εθνικού Στόλου και τον κρατικό προϋπολογισμό. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο στις 12 Μαρτίου 1910, όταν το πλοίο καθελκύστηκε, του δόθηκε το όνομα Γεώργιος Αβέρωφ.
Πρώτος του κυβερνήτης ορίστηκε ο πλοίαρχος Ι. Δαμιανός. Αμέσως μετά την παραλαβή, και την ύψωση της σημαίας, στις 16 Μαΐου 1911, το πλοίο έπλευσε προς τη Μ. Βρετανία προκειμένου να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις που γίνονταν στο Portsmouth με την ευκαιρία της στέψης του βασιλιά Γεωργίου Ε΄. Εκεί παρέλαβε και τα πυρομαχικά του. Σε μια όμως μεθόρμισή του, στις 19 Ιουνίου 1911, προσάραξε σε αβαθή του Spithead. Αν και οι ζημιές ήσαν μάλλον ασήμαντες, το πλοίο χρειάστηκε να δεξαμενιστεί προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές.
Την ίδια περίοδο μέλη του πληρώματος, κατά τις εξόδους τους, προκάλεσαν διάφορα επεισό-δια με τους ντόπιους, ενώ πάνω στο πλοίο σημειώθηκαν κρούσματα απειθαρχίας. Τα πρώτα ήσαν αποτέλεσμα της αδυναμίας επικοινωνίας των ναυτών με τους κατοίκους της περιοχής, ενώ τα δεύτερα είχαν ως αφορμή το Αγγλικό τυρί.
Μέλη του κατωτέρου πληρώματος θεώρησαν ότι το τυρί που τους προσφέρονταν στα γεύματα ήταν χαλασμένο. Η διαμαρτυρία τους πολύ γρήγορα ξεπέρασε τα επιτρεπόμενα όρια και χρειάστηκε η απειλή όπλων για τον κατευνασμό των πνευμάτων. Οι πρωταίτιοι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν από το ναυτοδικείο στην Ελλάδα, ενώ κυβερνήτης ανέλαβε ένας άνθρωπος που θα ταυτιζόταν με την ιστορία του Αβέρωφ.
Ο πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Να πούμε ότι το εν λόγω τυρί δεν ήταν καθόλου χαλασμένο. Ήταν απλώς Βρετανικό, τύπου cedar, του οποίου η ιδιόμορφη εμφάνισή του και, προπαντός η γεύση του, ήταν εντελώς άγνωστη στους Έλληνες ναύτες του 1911.
Ο Κουντουριώτης αποκατάστησε την τάξη κι έτσι ο Αβέρωφ απέπλευσε από τη Μ. Βρετανία στις 20 Αυγούστου. Κατά το ταξίδι του στην Ελλάδα έγιναν εντατικά, κι όλων των ειδών, γυμνάσια. Δεν εκτελέστηκαν όμως πυρά, αν και οι πυροβολητές έκαναν όλες τις προβλεπόμενες κινήσεις. Ο λόγος της μη εκτέλεσης πυρών ήταν ότι τα πυρομαχικά που είχαν παραληφθεί ήσαν και τα μοναδικά που υπήρχαν ως απόθεμα στο Ναυτικό.
Δεδομένου λοιπόν ότι η κατάσταση με την Τουρκία οδηγούνταν σε πόλεμο και ότι δεν υπήρχαν κονδύλια για αγορά άλλων, ο Κουντουριώτης προτίμησε να μην αφήσει το πλοίο με μειωμένο φόρτο. Τελικά τα πυροβόλα του Αβέρωφ έβαλαν για πρώτη φορά στις 3 Δεκεμβρίου 1912, κατά τη ναυμαχία της Έλλης...
Όπως όλοι γνωρίζουμε ο Κουντουρίωτης, όντας υποναύαρχος Αρχηγός του Στόλου, επιβαίνοντας του Αβέρωφ νίκησε στις ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Στις ναυμαχίες αυτές δεν κρίθηκε μόνον η κυριαρχία στο Αιγαίο, πράγμα που είναι προφανές. Χάρη σ’ αυτές τις μεγάλες στρατηγικές νίκες η Τουρκία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις ευρωπαϊκές της κτήσεις.
Ο Αβέρωφ μετά τα «Νοεμβριανά», το 1916, κατασχέθηκε από τους Γάλλους και δεν αποδόθηκε στο Ναυτικό παρά μετά την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Entente. Στις 13 Νοεμβρίου 1918,κατέπλευσε μαζί με πλοία των άλλων συμμαχικών στόλων στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους εκεί Έλληνες.
Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν αρχηγίδα του Α΄ Στόλου με βάση την Κωνσταντινούπολη. Την περίοδο εκείνη, μεταξύ άλλων, υποστήριξε την απόβαση της Ελληνικής μεραρχίας στη Ραιδεστό και την Καλλίπολη. Την περίοδο 1925 – 1927 έκανε, στη Γαλλία, εκσυγχρονισμό. Τότε του προστέθηκε, στον πλωριό ιστό, σύστημα διεύθυνσης βολής και κατευθυντήρας. Ο Αβέρωφ παρέμεινε πάντα εν ενεργεία και ήταν αρχηγίδα του Στόλου.
Μετά την εκδήλωση της Γερμανικής επίθεσης, τον Απρίλιο 1941, υπήρξαν σκέψεις να αυτοβυθιστεί καθώς ήταν περασμένης ηλικίας. Ευτυχώς ένας σημαιοφόρος μαζί με τον αρχιμανδρίτη Διονύσιο Παπανικολόπουλο – τον παπά του πλοίου – συνέγειραν το πλήρωμα και πήραν τον Αβέρωφ, από τον κόλπο της Ελευσίνας που ήταν αγκυροβολημένος, και απέπλευσαν με τελικό προορισμό τη Μέση Ανατολή. Πέρασαν μέσα από τα ναρκοπέδια του Σαρωνικού – με μοναδικούς οδηγούς την τύχη και την πίστη τους στην ελευθερία – κι έβαλαν πλώρη για την Κρήτη.
Καθώς παρέπλεαν τις Φλέβες τους προσέγγισε μια βενζινάκατος με τον κυβερνήτη του πλοίου, ο οποίος όταν εκδηλώθηκε η στάση βρισκόταν στο ΓΕΝ. Έτσι την επομένη, 19 Απριλίου 1941, έφτασε στη Σούδα με λειψό πλήρωμα αλλά με τον κυβερνήτη του. Εκεί εντάχθηκε στη Βρετανική νηοπομπή AS129, με την οποία κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια, στις 23 Απριλίου 1941.
Την περίοδο από Αύγουστο 1941 μέχρι Νοέμβριο 1942 στάλθηκε στη Βομβάη, όπου χρησιμοποιήθηκε σε συνοδείες νηοπομπών στον Ινδικό Ωκεανό. Μετά την επιστροφή του στην Αίγυπτο αγκυροβόλησε στο Port Said. Εκεί βρισκόταν τον Απρίλιο του 1944 όταν εκδηλώθηκε η στάση στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Στασίασαν και μέλη του πληρώματος του Αβέρωφ τα οποία τελικά παραδόθηκαν στις 29 Απριλίου.
Μια, ακόμα, μεγάλη ημέρα στην ιστορία του Αβέρωφ ήταν η Τρίτη 17η Οκτωβρίου 1944. Εκείνη την ημέρα ο Αβέρωφ με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Θεόδωρο Κουντουριώτη, γιο του ναυάρχου Κουντουριώτη, κατέπλευσε στο Φάληρο μεταφέροντας μέλη της Ελληνικής κυβέρνησης και τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Τον Μάιο του 1946 μετέφερε τον Αντιβασιλέα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό στη Ρόδο, για τις πανυγηρικές εκδηλώσεις επ’ ευκαιρία της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου.
Στην συνεχεία παρέμεινε ακινητοποιημένος στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, χρησιμοποιούμενος ως έδρα του Αρχηγείου του Στόλου. Αυτό έως το 1952, όταν ο Αρχηγός του Στόλου ύψωσε το σήμα στο καταδρομικό Έλλη, που είχε μόλις ενταχθεί στον Στόλο. Τότε ο Αβέρωφ μεθορμίσθηκε σε σημαντήρα (τσαμαδούρα), πάντα μέσα στο Ναύσταθμο, έως το 1957. Τότε ρυμουλκήθηκε και πρυμνοδέτησε στον Πόρο, στο σημερινό ομώνυμο Κέντρο Εκπαίδευσης του Ναυτικού, όπου τότε ήταν Σχολή Ναυτοπαίδων κι αργότερα ονομάστηκε Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού.
Στον Πόρο παρέμεινε, συντηρούμενος στοιχειωδώς έως το1980, οπότε το Ναυτικό αποφάσισε την αποκατάστασή του και τη μετατροπή του σε μουσείο. Η απόφαση αυτή άρχισε να υλοποιείται το 1986 οπότε στον Αβέρωφ έγιναν εκτεταμένες ελασματουργικές εργασίες, δεξαμενισμός κι αποκαταστάσεις κάποιων βασικών διαμερισμάτων του. Μετά από αυτά ρυμουλκήθηκε στον Πειραιά, στο λιμάνι της Ζέας, και στη συνέχεια στη σημερινή του θέση στον Φλοίσβο του Φαλήρου.
Οι προσπάθειες για αποκατάσταση του πλοίου είναι συνεχείς και σήμερα πια ο Αβέρωφ παρουσιάζει στον επισκέπτη του μια εικόνα αντίστοιχη της ιστορίας του. Να κλείσουμε με μία παρατήρηση:
Ο Αβέρωφ είναι το μοναδικό πλοίο που σώζεται, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, που πήρε μέρος στις δύο παγκόσμιες συρράξεις του 20ου αιώνα.
Το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ, έχει καταξιωθεί στη συνείδηση του Ελληνικού λαού ως μέγιστο εθνικό σύμβολο και η ιστορία του έχει συνδεθεί στενά με την εθνική μας ιστορία κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Ήταν η ναυαρχίδα του Ελληνικού στόλου στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους και η παρουσία του ήταν συνεχής σε όλα τα πολεμικά δρώμενα της χώρας μέχρι και το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η σημαία δεν έχει υποσταλεί για εκατό χρόνια και είναι το μοναδικό Ελληνικό έδαφος το οποίο δεν υποδουλώθηκε ποτέ στον ξένο κατακτητή. Στην ιστορία του Ελληνισμού ξεχωρίζουν διάφορες προσωπικότητες οι οποίες τάζουν την περιουσία τους και την ίδια τους τη ζωή στην εθνική υπόθεση. Διαπνέονται από ένα ειλικρινές και ασυμβίβαστο πατριωτικό αίσθημα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο Γεώργιος Αβέρωφ.
Ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ γεννήθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου την 15η Αυγούστου του 1818. Σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο. Η πρώτη του εμπορική επιτυχία είχε να κάνει με πώληση χρυσονημάτων. Μετά από αυτήν την τεράστια επιτυχία, ο Γεώργιος Αβέρωφ προχώρησε σε διευρυμένες εμπορικές επιχειρήσεις και χάρη στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο, ό,τι άγγιζε μεταβαλλόταν σε χρυσό.
Η εθνική του δράση ξεκίνησε αρκετά νωρίς και ήταν πολυδιάστατη. Αρχικά συντρέχει την Ελληνική κοινότητα στην Αλεξάνδρεια με την ανέγερση νοσοκομείου για τους άπορους ομογενείς και την ίδρυση παρθεναγωγείου και γυμνασίου. Στην συνέχεια διαθέτει 1.500.000 δραχμές της εποχής εκείνης στο Μέτσοβο για κοινωφελή έργα.
Αργότερα προσφέρει 500.000 φράγκα για την αποπεράτωση του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Αναλαμβάνει τις δαπάνες ανεγέρσεως της Σχολής Ευελπίδων και των Εφηβείου Αθηνών (φυλακές ανηλίκων), ενώ έδωσε 1.000.000 δραχμές για την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνονταν στην Αθήνα.
Το κληροδότημα που άφησε υπέρ του Ταμείου Εθνικού Στόλου, που είχε ιδρυθεί το 1900 επί κυβερνήσεως Θεοτόκη, αξίας 2.500.000 χρυσών δραχμών, ήταν κεφαλαιώδες για την ναυπήγηση πολεμικού πλοίου. Το πλοίο αυτό, που θα έπαιρνε το όνομα του εθνικού ευεργέτη, ήταν προορισμένο να συνδέσει τη μοίρα του με αυτή του Ελληνισμού και να καταστεί σύμβολο της εθνικής ανδρείας και ναυτοσύνης.
Το θωρηκτό Αβέρωφ, όπως συνήθως το αποκαλούμε, είναι ακριβέστερα θωρακισμένο καταδρομικό ή εύδρομο κατά την ορολογία της εποχής (σε αντιδιαστολή με τα ελαφρά εύδρομα, όπως για παράδειγμα το ελαφρύ εύδρομο Έλλη) αγοράστηκε στις 30 Νοεμβρίου 1909. Ήταν το τρίτο της ίδιας σειράς με τα Pisa και Amalfi που ναυπήγησε ο οίκος Orlando στο Λιβόρνο για το Ιταλικό Ναυτικό. Το μετέπειτα Αβέρωφ προσφέρθηκε πρώτα στους Τούρκους, με τους οποίους όμως δεν κατέληξαν σε συμφωνία για λόγους οικονομικούς. Στη συνέχεια προσφέρθηκε στους Έλληνες από τους οποίους και τελικά αγοράστηκε. Ο Αβέρωφ καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου 1910 και παρελήφθη στις 16 Μαΐου του 1911.
Μετά την παραλαβή του, με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Ι. Δαμιανό, έπλευσε με προορισμό την Αγγλία για να πάρει μέρος στις εορτές στέψης του Γεωργίου Ε΄, στο Πόρτσμουθ και για να εφοδιαστεί με πυρομαχικά. Προσάραξε όμως σε ύφαλο και χρειάστηκε να δεξαμενιστεί. Τότε δημιουργήθηκαν σοβαρά επεισόδια απειθαρχίας. Αυτό είχε ως συνέπεια ο κυβερνήτης του πλοίου να αντικατασταθεί από τον, πλοίαρχο τότε, Παύλο Κουντουριώτη, ο οποίος αποκατέστησε ταχύτατα την τάξη.
Στις 20 Αυγούστου απέπλευσε από την Αγγλία και έφθασε στο Φάληρο την 1η Σεπτεμβρίου 1911. Έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από τον ελληνικό λαό, ο οποίος σαν να συναισθανόταν ότι αυτό το πλοίο θα συντρόφευε τους αγώνες του Έθνους για περισσότερο από μισό αιώνα.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων από κάθε άποψη ήταν τελείως διαφορετική από την Ελλάδα των προηγούμενων ατυχών πολεμικών περιπετειών, με αποκορύφωμα την ήττα του 1897.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας είχαν εισέλθει σε μια περίοδο βαθύτατης αναδιοργάνωσης. Το Πολεμικό Ναυτικό συμμετείχε ενεργά σε αυτή την φάση της αναδιοργάνωσης. Ο Στόλος βρισκόταν σε γυμνάσια υπό την αρχηγία του Ναυ-άρχου Τόφνελ. Ο Αβέρωφ, τα τρία παλαιά θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, οκτώ αντιτορπιλικά τύπου Νίκη και Θύελλα, που είχαν ναυπηγηθεί το 1906, μαζί με δύο ή τρία βοηθητικά αποτέλεσαν τον λεγόμενο «Στόλο του Αιγαίου» υπό την αρχηγία του πλοιάρχου Παύλου Κουντουριώτη.
Στη συνέχεια προσετέθησαν τα αντιτορπιλικά Νέα Γενεά και Κεραυνός και αργότερα τα αντιτορπιλικά Λέων, Πάνθηρ, Αετός και Ιέραξ. Αυτά τα τέσσερα τελευταία επειδή δεν κατέστη δυνατόν να προμηθευτούν τορπίλες και έμειναν χωρίς το βασικό τους όπλο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, ονομάζονταν τότε «ανιχνευτικά». Παρά τις όποιες ελλείψεις του, το Πολεμικό Ναυτικό ήταν καθ’ όλα έτοιμο να αγωνιστεί για τις τύχες του Ελληνισμού, ενώ το ηθικό ήταν ακμαιότατο, αφού όλοι ανεξαιρέτως πίστευαν στην τελική νίκη.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα και τα υπόλοιπα Βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ίδια μέρα, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου και του Υπουργού Ναυτικών Ν. Στράτου για να ευχηθούν στον Στόλο την νίκη, αναγνώσθηκε το Διάταγμα της προαγωγής του Κουντουριώτη σε Υποναύαρχο.
''Ο Υπουργός επιδίδει εις τον Πλοίαρχον Κουντουριώτη το Β. Διάταγμα της προαγωγής του εις Υποναύαρχον. Το αναγιγνώσκει με την ηχηράν του φωνήν ο Υποπλοίαρχος Παπαλεξόπουλος και αμέσως κατόπιν επαίρεται εις τον πρωραίον ιστόν του Αβέρωφ το ναυαρχικόν σήμα,υπό τους ήχους των χαιρετιστηρίων κανονιοβολισμών. Τα πληρώματα και οι Αξιωματικοί ζητωκραυγάζουν και χαιρετίζουν την απαραίτητον, την δικαίαν, την ελπιδοφόρον προαγωγήν του Αρχηγού των.
Ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός σφίγγουν θερμά το χέρι του νέου Ναυάρχου και τον εναγκαλίζονται «Σας εύχομαι να γυρίσετε Αντιναύαρχος» του λέγει ο Στράτος. Ο Ναύαρχος είναι συγκινημένος και άφωνος.''
Με την έναρξη του πολέμου ο Στόλος του Αιγαίου κατευθύνθηκε και κατέλαβε την Λήμνο, την 8η Οκτωβρίου, πραγματοποιώντας το όραμα του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη για την δημιουργία προκεχωρημένης Ναυτικής Βάσης η οποία θα απέκλειε τον Οθωμανικό στόλο στα Δαρδανέλια. Αφού κατέλαβε τη νήσο Λήμνο και οργάνωσε την Ναυτική Βάση εκεί, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης ενήργησε στενό αποκλεισμό του υπέρτερου σε υλικό Οθωμανικού στόλου και κατέλαβε το ένα μετά το άλλο τα νησιά του Αιγαίου, που ήταν κατά μήκος των Μικρασιατικών ακτών.
Καταναυμάχησε τον Οθωμανικό στόλο δύο φορές. Στη Ναυμαχία της Έλλης, στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και στη Ναυμαχία της Λήμνου στις 5 Ιανουαρίου 1913. Σε αυτές τις δύο πολύ σημαντικές νίκες για την κυριαρχία στο Αιγαίο και την έκβαση του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, έλαμψαν η ιδιοφυΐα του Παύλου Κουντουριώτη και οι ικανότητες του Αβέρωφ. Στη συνέχεια ο Αβέρωφ συμμετείχε σε διάφορες αποστολές όπως η μεταφορά Βουλγαρικού Στρατού από την Θεσσαλονίκη στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη).
Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο υποστηρίζει τον Ελληνικό Στρατό που δέχεται επίθεση από τους Βουλγάρους στο Τσάγεζι (Λιμάνι Αμφίπολης) , διενεργεί αποκλεισμό στις ακτές της Θράκης και της Μακεδονίας μαζί με άλλα Ελληνικά πολεμικά. Μαζί με το θωρηκτό Ύδρα και τα αντιτορπιλικά Λέων, Λόγχη, Ασπίς και το εξοπλισμένο εμπορικό Μυκάλη, συμμετείχε σε εικονική απόβαση στην Καβάλα με αποτέλεσμα την φυγή των Βουλγάρων και την κατάληψη της πόλης από Ελληνικό ναυτικό άγημα.
Η Μεγάλη Κρίση και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ( 1914-1919)
Την νικηφόρο περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων διαδέχθηκε η ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδος για το Ελληνικό κράτος, η οποία συνήθως ονομάζεται από τους ιστορικούς «Εθνικός Διχασμός». Είχε να κάνει με την διάσταση που προέκυψε μεταξύ των δύο πρωτεργατών της Ελληνικής εποποιίας των Βαλκανικών Πολέμων, του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο πρώτος υποστήριζε ότι ήταν σκόπιμο η Ελλάς να εισέλθει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Entente).
Ο δεύτερος υποστήριζε ότι έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη. Ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος πίστευε ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας θα εξυπηρετούντο με μια δυναμική εμπλοκή στον πόλεμο, στο πλευρό των Άγγλων και των Γάλλων. Αντιθέτως ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, όντας πεπεισμένος για την υπεροπλία των Γερμανών, θεωρούσε ότι η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη.
Αυτή η διάσταση απόψεων θα οδηγήσει σε μία δραματική πόλωση, η οποία δεν θα αργήσει να δηλητηριάσει κάθε έκφραση της δημόσιας ζωής στην Ελλάδα και θα έχει ως τελικό δραματικό αποτέλεσμα την δημιουργία δύο κέντρων εξουσίας. Το ένα στην Αθήνα και Βασιλικό και το άλλο στην Θεσσαλονίκη και Βενιζελικό. Σε αυτήν την περίοδο θα πραγματοποιηθούν πολλές επεμβάσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες εν πολλοίς θα απειλήσουν όλα όσα κατάφερε ο ενωμένος Ελληνισμός τα προηγούμενα χρόνια.
Τελικά η Ελλάς θα εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και ο Ελληνικός Στρατός θα νικήσει τους Βουλγάρους στη μάχη του Σκρα το 1918.
Τον Σεπτέμβριο του 1916, οι Γάλλοι, στο πλαίσιο της πίεσης που ασκούσαν η Αγγλία και η Γαλλία στον Βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί και να εισέλθει η Ελλάς στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, είχαν καταλάβει τον ελαφρό Ελληνικό στόλο, δηλαδή την Έλλη, 14 αντιτορπιλικά, 5 τορπιλοβόλα, 2 υποβρύχια και 8 βοηθητικά. Τα θωρηκτά Κιλκίς και Λήμνος και το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ, είχαν παροπλισθεί στον Ναύσταθμο. Διατηρούσαν μόνο το ένα τρίτο των πληρωμάτων τους, ενώ τους είχαν αφαιρεθεί τα κλείστρα των πυροβόλων, οι τορπίλες και τα πυρομαχικά.
Μετά την εγκατάσταση της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα, το 1917, ξεκίνησε η ανασυγκρότηση του στόλου με την συγκρότηση νέων πληρωμάτων. Κατά προτεραιότητα των τεσσάρων θηρίων και του Αβέρωφ. Με την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάς ήταν στις νικήτριες δυνάμεις. Στον Μούδρο της Λήμνου υπεγράφη η ανακωχή μεταξύ των Συμμάχων της Αντάντ και της ηττηθείσης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (17/30 Οκτωβρίου 1918).
Ο Αβέρωφ κατέπλευσε με τη συμμαχική δύναμη στο Βόσπορο. Την 14η Νοεμβρίου του 1918 αγκυροβόλησε μπροστά στο σουλτανικό ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ, προκαλώντας τον ακράτητο ενθουσιασμό στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Ήταν πραγματικά μια σημαντική στιγμή στην ιστορία του Έθνους, καθώς μετά από τόσους αιώνες Έλληνες έμπαιναν θριαμβευτές στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
Στη συνέχεια ο Αβέρωφ συμμετείχε στην ατυχή συμμαχική εκστρατεία στην Μεσημβρινή Ρωσία (1918-1920) εναντίον των Μπολσεβίκων. Ο Αβέρωφ κατέπλευσε στην Οδησσό, σε ενίσχυση του Κιλκίς και αργότερα στην Σεβαστούπολη. Στη συνέχεια επανέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη επειδή η κυβέρνηση θεωρούσε απαραίτητο να βρίσκεται ο Αβέρωφ εκεί.
Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή (1919-1922)
Η Μικρασιατική εκστρατεία ακόμη και σήμερα είναι ένα ιστορικό γεγονός που στιγματίζει το σύγχρονο Ελληνικό κράτος. Η αποτυχημένη έκβασή της ξερίζωσε τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας που η ύπαρξή του εκεί μαρτυρείται από τα μυκηναϊκά χρόνια. Το πλήθος των προσφύγων που κατέφθασε στην δοκιμαζόμενη Ελλάδα και η ανάγκη άμεσης αποκατάστασης και ένταξής τους στον κοινωνικό ιστό του κράτους, δημιούργησε έντονα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Προβλήματα τα οποία ξεπεράστηκαν με δυσκολία κατά την ταραχώδη περίοδο του Μεσοπολέμου. Μετά την διάσκεψη της ειρήνης των Παρισίων το 1919 η περιοχή της Ζώνης Σμύρνης επιδικάστηκε στην Ελλάδα και στις 2 Μαΐου 1919 αποβιβάστηκε στην Σμύρνη η Ι Ελληνική Μεραρχία.
Στις 20 Απριλίου του 1919 ο Αβέρωφ αποπλέει από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Σμύρνη. Ελληνικά στρατεύματα επιβιβάστηκαν σε μεταγωγικά και συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι των Ελευθερών, ενώ μοίρα από τέσσερα αντιτορπιλικά θα τα συνόδευε. Τμήματα του αγήματος που αποβίβασε στην Σμύρνη ο Αβέρωφ κατέλαβαν τα τουρκικά πυροβολεία που βρίσκονταν κατά μήκος της κορυφογραμμής του όρους Πάγος και στην είσοδο του κόλπου της Σμύρνης.
Η κατάληψη του παραλιακού φρουρίου έγινε υπό την προστασία του αντιτορπιλικού Θύελλα που ήρθε από το Αϊβαλί και μετέφερε στους κατοίκους της Σμύρνης την πληροφορία ότι τα παράλια είχαν καταληφθεί από Ελληνικές δυνάμεις.
Ο Αβέρωφ και το θωρηκτό Κιλκίς κατά τις επιχειρήσεις του Στόλου το 1919, βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης παρ’ όλο που οι Σύμμαχοι είχαν κηρύξει την περιοχή ουδέτερη ζώνη. Τα Ελληνικά πλοία ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη διενεργούσαν επιδρομές στα Τουρκικά παράλια του Εύξεινου Πόντου και της Προποντίδας.
Καθοριστική ήταν η συνεισφορά του θρυλικού Αβέρωφ στις επιχειρήσεις κατάληψης της Ραιδεστού τον Ιούλιο του 1920. Μετά από σχετικό ραδιοτηλεγράφημα του Αρχηγού του Επιτελείου Παγκάλου «Αποπειρόμεθα απόβασιν 4χιλιομέτρ. ανατολικώς πόλεως Ραιδεστού. Παρακαλώ πλησιάσατε όπως προστατεύσετε ταύτην.» και ενώ το αντιτορπιλικό Ιέραξ είχε ήδη εμπλακεί σε ανταλλαγή πυρών με τουρκικά πυροβόλα ο Αβέρωφ διενήργησε σφοδρότατη επίθεση με τα πυροβόλα του, με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του εχθρικού πυροβολικού.
Κατόπιν το 3ο Πεζικό Σύνταγμα κατέλαβε τις πρώτες εχθρικές θέσεις, ενώ λόγω της πίεσης των πυροβόλων του Στόλου εξουδετερώθηκαν και τα τελευταία εχθρικά πυροβόλα και η πόλη καταλήφθηκε οριστικά. Στις 7 Ιουνίου 1922 και ενώ ήδη η ελληνική θέση στην Μ. Ασία ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, το Πολεμικό Ναυτικό διενήργησε μια εξαιρετική επιχείρηση βομβαρδισμού της Σαμψούντας.
Ο Αβέρωφ με Κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Ι. Ηπίτη μαζί με τα αντιτορπιλικά Πάνθηρ και Ιέραξ καθώς και τα εξοπλισμένα ατμόπλοια Αδριατικός και Νάξος διενήργησαν εκτεταμένο βομβαρδισμό της Σαμψούντας όπου ισοπεδώθηκαν το διοικητήριο της πόλης, ένας μιναρές, η κατοικία του διοικητή, το Τελωνείο, οι παρακείμενες αποθήκες όπλων και πυρομαχικών, ο μεγάλος στρατώνας στον λόφο Τσαρτσαμπά, όλες οι αποβάθρες, τα ελλιμενισμένα πλοία και φορτηγίδες, καθώς και οι μεγάλες δεξαμενές πετρελαίου και βενζίνης που βρίσκονταν κοντά στο λιμάνι.
Ακόμη κατεστράφησαν ολοσχερώς, τουλάχιστον επτά εχθρικές πυροβολαρχίες. Ο Στόλος προστάτευσε αποτελεσματικά την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού το 1922. Τα θωρηκτά Κιλκίς, Λήμνος το εύδρομο Έλλη και άλλα Ελληνικά πολεμικά έπλευσαν από την Σμύρνη στην χερσόνησο της Ερυθραίας , την οποία έπρεπε να προστατεύσουν από τον εχθρό μέχρι την πλήρη αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από το Τσεσμέ. Με συνεχείς περιπολίες τα Ελληνικά πολεμικά προστάτευαν τις διόδους διαφυγής του Ελληνικού Στρατού.
Τα μεσάνυχτα μάλιστα της 29ης Αυγούστου τα Ελληνικά πλοία άνοιξαν πυρ κατά εχθρικής φάλαγγας, με αποτέλεσμα να την διασκορπίσουν, ενώ τις πρώτες πρωινές ώρες έτρεψαν σε φυγή Τσέτες ιππείς. Ούτε η ορειβατική πυροβολαρχία των Τούρκων η οποία κατέλαβε την κορυφογραμμή από το φρούριο της Σμύρνης μέχρι την κορυφή «Δύο Αδέλφια» πτόησαν τα Ελληνικά πολεμικά. Πρώτα τα πυροβόλα της Έλλης και μετά του θωρηκτού Κιλκίς, οδήγησαν σε πλήρη πτώση του ηθικού του εχθρού, ο οποίος δεν έβαλε ούτε κατά του Κιλκίς που είχε πλησιάσει πολύ κοντά στις εχθρικές θέσεις.
Το αντιτορπιλικό Νίκη μάλιστα πλησίασε πολύ κοντά στις Τουρκικές θέσεις, με αποτέλεσμα σε μια από τις επιχειρήσεις απομάκρυνσης προσφύγων, στη νησίδα Σαχίμπ, να βρει το θάνατο ο κυβερνήτης του, Πλωτάρχης Δ. Χατζίσκος, από σφαίρα στο κεφάλι. Μέχρι και την 4η Σεπτεμβρίου ο Στόλος προστάτευε τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που αποχωρούσαν και βοηθούσαν την επιβίβαση των προσφύγων σε διάφορα πλωτά μέσα. Η ανακωχή των Μουδανιών, στις 28 Σεπτεμβρίου 1922, ήταν ο δραματικός επίλογος της τραγωδίας του Ελληνισμού της Μ. Ασίας.
Η Περίοδος του Μεσοπολέμου (1922-1940)
Η περίοδος του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα υπήρξε ταραχώδης με πολλά στρατιωτικά κινήματα. Δυστυχώς ο Εθνικός Διχασμός και η πόλωση μεταξύ των Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών, συνέχιζε να δηλητηριάζει την δημόσια ζωή και οδηγούσε τους βαθύτατα πολιτικοποιημένους Αξιωματικούς να επεμβαίνουν στην πολιτική ζωή του τόπου. Η αρχή έγινε με την επανάσταση του Στρατού και του Στόλου τον Σεπτέμβριο του 1922 με ηγέτες τους Συνταγματάρχες Ν. Πλαστήρα και Σ. Γονατά και τον Πλοίαρχο Δ. Φωκά.
Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα την περίοδο εκείνη έθεσε σε δευτερεύουσα μοίρα τα εξοπλιστικά προγράμματα. Ακόμα και ο Αβέρωφ δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Παρόλα αυτά το θρυλικό πολεμικό εκσυγχρονίστηκε, από το 1925 έως το 1927, στα ναυπηγεία Société des Forges et Chantiers de la Méditerranée στην πόλη La Seyne της νότιας Γαλλίας. Τα κυριότερα σημεία του εκσυγχρονισμού αφορούσαν το Σύστημα Διεύθυνση Βολής και την εισαγωγή της πετρελαιοκίνησης.
Πέρα από γυμνάσια και επισήμους πλόες το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ συμμετείχε στην καταστολή του κινήματος των Υποστράτηγων Λεοναρδοπούλου και Γαργαλίδη το 1923, ενώ πρωτοστάτησε και στο Βενιζελικό Κίνημα του 1935. Κατόπιν το θρυλικό πλοίο λόγω της δίωξης των αντιφρονούντων Αξιωματικών, συνεπεία του προαναφερθέντος κινήματος, πέρασε σε κατάσταση εφεδρείας.
Στη συνέχεια ο Αβέρωφ επαναδραστηριοποιήθηκε με γυμνάσια και επίσημους πλόες. Όμως τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το πλοίο δεν ήταν και στην καλύτερη δυνατή κατάσταση επειδή δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι αναγκαίες επισκευές.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1936-1945)
Ο Στόλος τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αρκετά αποδυναμωμένος λόγω των οικονομικών δυσχερειών του κράτους. Με αυτές τις συνθήκες δεν έγιναν οι αναγκαίες μετασκευές στα πλοία του και θύμα αυτής της ανεπάρκειας υπήρξε και ο Αβέρωφ. Οι αυλοί λεβήτων του πλοίου θα έπρεπε να είχαν αλλαχθεί από το 1934. Τελικά παραγγέλθηκαν μόλις το 1939 στο Βέλγιο, όπου και βρέθηκαν εκεί κατά την εισβολή των Γερμανών…
Την 1η Νοεμβρίου του 1939 ο Αβέρωφ πέρασε υπό την άμεση διοίκηση του Αρχηγού Στόλου, Υποναυάρχου Καββαδία, μαζί με τα 10 αντιτορπιλικά. Το θρυλικό θωρακισμένο καταδρομικό είχε, λόγω κακής κατάστασης των λεβήτων του, μέγιστη ταχύτητα μόλις 16 κόμβους. Το πλήρωμα του Αβέρωφ που βρισκόταν συνέχεια εν όρμω χρησιμοποιείτο ως «Μεταβατικό» για την συμπλήρωση κενών στο προσωπικό των αντιτορπιλικών.
Παράλληλα το πλήρωμα του Αβέρωφ εκπαιδευόταν και εκτελούσε πυρά στο Σαρωνικό. Επίσης επί του Αβέρωφ λάμβανε χώρα και το τελικό στάδιο εκπαίδευσης των Σημαιοφόρων και των Δοκίμων 4ης τάξεως. Κατά την διάρκεια των σφοδρών βομβαρδισμών από τους Γερμανούς (6 – 12 Απριλίου 1941) στην περιοχή Πειραιώς – Κερατσινίου – Ελευσίνας, ο Αβέρωφ, που βρισκόταν αγκυροβολημένος στην Ελευσίνα, κατέρριψε ένα αεροσκάφος
''Ο Ιερεύς του Στόλου Αρχιμανδρίτης Παπανικολόπουλος, ακάλυπτος και φέρων άμφια, διήρχετο ηρέμα προ των ομοχειριών, ευλογών τα πυροβόλα πολλάκις ενώ ταύτα έβαλλον. Εις μίαν στιγμήν ευρέθησαν δύο αεροσκάφη άνωθεν του Αβέρωφ και χαμηλά. Διετάχθησαν τα Βίκερς να βάλωσι. Φαίνεται ότι εβλήθη το εν εξ αυτών, διότι απεμακρύνθη ως πυριφλεγής σφαίρα και έπεσε μετά εκρήξεων επί της Σαλαμίνος. Το εν των ταχυβόλων μόλις είχεν ευλογηθή και το θρησκόληπτον πλήρωμα απέδωκεν εις αυτό την επιτυχίαν''.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ναύαρχος Καββαδίας: «Έμεινα πολύ ικανοποιημένος από την πρώτην αυτήν οκτάωρον μάχην, δια να χρησιμοποιήσω την πραγματικήν έκφρασιν, του αγκυροβολημένου πλοίου κατά συστηματικού εναντίον του βομβαρδισμού και η ανωτέρω διδομένη ωραία εικών θα επαναλαμβάνεται στερεοτύπως εις πάσαν Γερμανικήν αεροπορικήν επίθεσιν κατά του πλοίου ακόμη και εις τους μετά τινας μήνας σφοδρούς βομβαρδισμούς εν Αλεξανδρεία και Σουέζ...
Το πλήρωμα του Αβέρωφ ενεφάνιζε πάντοτε εν ώρα κινδύνου σοβαρότητα και ήρεμον αποφασιστικότητα. Η πειθαρχία του πυρός ήτο αρίστη. Είχομεν μόνον 700 φυσίγγια δια τα 4 ταχυβόλα Βίκερς των 76,το μοναδικόν,ως είπομεν, πραγματικόν Α/Α πυροβόλον μας και έδει να γίνεται χρήσις αυτού μόνον επί πραγματικής απειλής, πράγμα αρκετά δύσκολον».
Την 12η Απριλίου πάρθηκε η εσφαλμένη απόφαση, όπως απέδειξε η άμεση αναίρεσή της, ναεγκαταλειφθεί το θρυλικό πλοίο στην Ελευσίνα γιατί θεωρήθηκε καταδικασμένο. Διετάχθη η άμεση εκκένωσή του και η αφαίρεση του Α/Α οπλισμού του. Το πλήρωμα του Αβέρωφ έλαβε φύλλα πορείας για την Σχολή Πυροβολικού. Την επομένη όμως διετάχθη η άμεσος ανασυγκρότηση του Αβέρωφ.
''Ο Αβέρωφ πάλιν θα ήτο αναμφιβόλως ο στόχος εναέριων και υποβρυχίων επιθέσεων και η ελεεινή κατάστασης της αναχρονισμένης στεγανής υποδιαιρέσεως του σκάφους αυτού,ούτινος τα δύο εν τω Ιταλικώ Ναυτικώ πανομοιότυπα είχον βυθισθή κατά τον προηγούμενον πόλεμον εντός ολίγων λεπτών από παλαιάς τορπίλλας των 45, έδιδον λαβήν εις δισταγμόν εις τε τον Α.Γ.Ε.Ν και εις εμέ κατά πόσον έδει να διακινδυνεύσωμεν τοιαύτην θυσίαν δια να προσθέσωμεν εις τον εκπατριζόμενον Στόλον εν πλοίον,το οποίον ουδεμίαν άλλην αξίαν από την του κειμηλίου είχε δια ημάς (Ε. Καββαδίας).''
''Με πραγματικήν ψυχικήν οδύνην διηύθυνα τας εργασίας εκκενώσεως του πλοίου, βλέπων να κατστρέφεται εντός ολίγων ωρών παν ότι εδημιουργήθη με κόπους και μόχθους ολοκλήρου διετίας.Το απόγευμα της ιδίας ημέρας (12 Απριλίου) το πλήρωμα,με τους σάκκους επ’ώμου, μετέβαινε δια να φιλοξενηθή εις την Σχολή Πυροβολικού, αι αποθήκαι είχον εκκενωθή, τα κειμήλια εστάλησαν εις το Εθνολογικόν Μουσείον και συνεπληρούτο η αφαίρεσις των ΑΑ ταχυβόλων R.M 37/60.
Μετ’ολίγον ο Αβέρωφ της προηγουμένης νυκτός ήτο εγκαταλελειμένον σκάφος άνευ ψυχής. Παρέμεινε μόνον ένδον μικρά φρουρά και αι ΑΑ ομοχειρίαι του πλοίου. Η έδρα του ΑΣ μετεφέρθη εις την ΣΠ. Την επομένην 13 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων) ειδοποιήθην λίαν ενωρίς από τον Κυβερνήτην μου Πλοίαρχο Ζαρόκωστα να κατέλθω επειγόντως εις το πλοίον, διότι απεφασίσθη η εκ νέου επάνοδος αυτού. Έσπευσα πλήρης χαράς δια να διευθύνω τας εργασίας της νεκραναστάσεως του πλοίου.
Το πλήρωμα ανεκλήθη, τα υλικά και τα τρόφιμα επανήλθον εις τας αποθήκας των. Τα ΑΑ ταχυβόλα ετοποθετήθησαν και πάλιν εις τας προτέρας των θέσεις. Τα πάντα ήσαν έτοιμα μέχρι της μεσημβρίας της επομένης 14 Απριλίου (Μ.Δευτέρας). Εν μόνον δεν επανήλθεν εις την προτέραν του θέσιν. Το ηθικόν του πληρώματος, το οποίον η εκκένωσις του πλοίου είχε πλήξει ανεπανορθώτως.(Αναφορά Αντιπλοιάρχου Β.Ν Α.Παπαβασιλείου).''
''Ο Αρχηγός του Στόλου,πάλιν, με την πεποίθησιν ότι το προσωπικόν του θάρρος θα επεβάλλετο εις όλους τους υπ’αυτόν, δια να δύναται να επιβαίνει διαδοχικώς από του ενός αντιτορπιλλικού εις το άλλο και να τα εμψυχώνει με την εκεί παρουσίαν του, αφήνει τον Αβέρωφ που ήτο η μόνιμος έδρα του, εγκαθιστά το επιτελείον του εις τον Σκαραμαγκά, και επιτρέπει εις το μη απαραίτητον προσωπικόν της Αρχηγίδος του να διανυκτερεύει εις την ξηράν – πράγμα που θα έχει οδυνηράς κατόπιν επί του Αβέρωφ συνεπείας (Υποναυάρχου Α.Σακελλαρίου).''
Βίαιος ήταν ο απόπλους του Αβέρωφ για την Αλεξάνδρεια. Μετά την αποβίβαση του ΑΣ, του Αρχιεπιστολέα και Κυβερνήτη του πλοίου, Πλοιάρχου Ζαρόκωστα, και την αντικατάστασή του από τον Πλοίαρχο Βλαχόπουλο, στις 16 Απριλίου, το κλίμα μεταξύ του πληρώματος του πλοίου δεν ήταν καλό. Μόνο όταν ανακοινώθηκε η διαταγή για τον απόπλου του θωρηκτού το κλίμα έδειξε να φτιάχνει.
Στις 16 Απριλίου όμως ανακοινώθηκε η αναβολή του απόπλου της νηοπομπής όπου θα ήταν και το θωρηκτό Αβέρωφ και ο νέος Κυβερνήτης μαζί με τον Ύπαρχο και τον Διευθυντή Πυροβολικού άρχισαν να συζητούν μυστικά την αχρήστευση του πλοίου.Η κατάσταση χειροτέρευσε όταν ο Κυβερνήτης και Ύπαρχος του πλοίου απέβησαν του πλοίου.
''Από το Υπουργείον των Ναυτικών, όπου συνήντησεν επ’ολίγον και τον ΑΓΕΝ και τον ΑΣ, ο Πλοίαρχος Βλαχόπουλος δεν κατώρθωσε να λάβη διαταγάς σχετικώς με τον Αβέρωφ, του οποίου έβλεπε ματαιούμενον τον απόπλουν κατόπιν της επικρατούσης εις τας Αθήνας γενικής συγχύσεως. Αργότερον έκπληκτος συνήντα εκεί τον Ύπαρχον του πλοίου, Αντιπλοίαρχον Παπαβασιλείου, όστις όχι μόνον είχε εξέλθει εις την ξηράν παρά την διαταγήν του Κυβερνήτου του, αλλά και του εδήλωνεν ότι μολονότι αι αρχικαί του προθέσεις απέβλεπον εις το ν’ ακολουθήση το πλοίον, λόγοι οικογενειακοί τον ηνάγκαζον τώρα να παραμείνη εις τας Αθήνας.(Δ.Φωκά: Έκθεσις επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940-1944).''
Έτσι ξέσπασε βίαιη κίνηση του πληρώματος με αρχηγό τον Σημαιοφόρο Ηλιομαρκάκη και αίτημα τον άμεσο απόπλου του Αβέρωφ. Την κίνηση την υιοθέτησαν οι Αξιωματικοί του πλοίου και προσχώρησε και ο αρχαιότερος των Αξιωματικών, Πλωτάρχης Δαμηλάτης. Η Ηγεσία του Ναυτικού δεν κατάφερε να εμποδίσει τον απόπλουν του θρυλικού πλοίου και ο Α/ΓΕΝ έστειλε το ακόλουθο σήμα στον Αβέρωφ: «Ο Θεός μαζί σας. Συνεννοούμαι με συμμάχους δια πλουν σας.»
Ο Αβέρωφ εντάχθηκε σε νηοπομπή μαζί με το πλωτό συνεργείο Ήφαιστος, τα υποβρύχια Γλαύκος και Κατσώνης, το αντιτορπιλικό Κουντουριώτης και τα τορπιλοβόλα Ασπίς και Νίκη. Η νηοπομπή κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια την 23η Απριλίου 1941. Στην συνέχεια αποφασίστηκε να μεταφερθεί ο Αβέρωφ στο Πορτ-Σουδάν για να απελευθερωθεί αγκυροβόλιο στην Αλεξάνδρεια και να συμμετάσχει σε περιπολίες στον Ινδικό Ωκεανό.
''Αλλά εκ των πραγμάτων εφαίνετο ότι η επιθυμία μας δεν επρόκειτο να ευοδωθή. Ο Άγγλος Ναύαρχος δεν είχεν ανάγκην του πλοίου αυτού. Παρ’όλα ταύτα αι πιέσεις εξηκολούθουν. Μετά πάροδον χρόνου μας εσημάνθη η απροσδόκητος και χαρμόσυνος είδησις η οποία ετοιχοκολλήθη και εορτάσθη εις το καρέ των Αξιωματικών. Ο Ναύαρχος Somerville δέχεται ευχαρίστως το πλοίον εις τας Ινδίας. Ανώτερος Αξιωματικός εξεφράσθη ως εξής:
Τους καταφέραμε, επί τέλους, τους χαζούς. Εις την απομάκρυνσιν του Αβέρωφ προφανώς συνέτεινε και ο πονοκέφαλος τον οποίον έδιδε το πλοίον εις τας Βρεταννικάς Αρχάς, ως και η ευκαιρία η οποία εδόθη εις αυτούς να απελευθερώσουν πολύτιμον αγκυροβόλιον εις τον λιμένα της Αλεξανδρείας(Αντιπλοιάρχου ε.α Κ.Τσάλη,Το Καταδρομικό Γ. Αβέρωφ1941).''
Όταν όμως κοινοποιήθηκε η διαταγή, εκδηλώθηκε δυσαρέσκεια στο πλήρωμα. Ο Σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης κάλεσε το πλήρωμα σε στάση αλλά οι προτάσεις του δεν έγιναν δεκτές από αυτό. Με τις αποφασιστικές ενέργειες του Κυβερνήτη του πλοίου, Πλοιάρχου Κοντογιάννη, ο Σημαιοφόρος Ηλιομαρκάκης συνελήφθη και η στάση κατεστάλη εν τη γενέσει της. Ο Αβέρωφ κατευθύνθηκε προς το Σουέζ, στο Πορτ-Σουδάν κατόπιν στο Άντεν (25 Αυγούστου) και τέλος στην Βομβάη (10 Σεπτεμβρίου).
Στην Βομβάη ο Αβέρωφ παρέμεινε ένα δωδεκάμηνο και κατά το διάστημα αυτό εξήλθε του όρμου τρεις φορές. Η περιοχή αυτή υπήρξε ειρηνική και το θρυλικό πλοίο παρέμενε σε απραξία. Ξεχειλίζουν από πικρία τα λόγια του Αντιπλοιάρχου ε.α Κ. Τσάλη «Δεν παρήλθε όμως χρόνος πολύς ότε το σανατόριον Αβέρωφ (κατά τον χαρακτηρισμόν του Πλοιάρχου Κοντογιάννη) μετονομάσθη από GEORGEOS AVEROF εις GORGEOUS NEVER OFF. Ούτω ημείς οι Έλληνες Αξιωματικοί εγελοιοποιήθημεν, υφιστάμενοι την ειρωνείαν των ξένων, πράγμα λίαν λυπηρόν εις βάρος της Πατρίδος μας. Το δε, άλλοτε ποτέ δοξασθέν κομψόν και αγαπητόν καταδρομικόν μας εταπεινώθη χωρίς το ίδιον να πταίη. Η καρδιά του, ασφαλώς, επληγώθη.»
Από την Βομβάη ο Αβέρωφ εκτέλεσε περιπολία στον Περσικό Κόλπο από την 9η μέχρι 15η Ιανουαρίου του 1942 και ύστερα παρέμεινε σε ακινησία λόγω κακής κατάστασης της μηχανής του. Στις 13 Μαΐου 1942 ξέσπασε ανταρσία από ναύτες του πληρώματος Αβέρωφ λόγω της αψυχολόγητης ενέργειας του Κυβερνήτη, Πλοιάρχου Πετρόπουλου, να χειροδικήσει επί ενός ναύτη. Ακολούθησαν ναυτοδικεία στα οποία ενεπλάκησαν και Βρεταννικές Αρχές.
Στη συνέχεια λόγω ελλείψεως πληρωμάτων αποφασίστηκε ο Αβέρωφ να παραμείνει σε ακινησία μέχρι πέρατος των επισκευών του. Μέρος του πληρώματός του χρησιμοποιήθηκε για την επάνδρωση των νέων αντιτορπιλικών και κορβετών που θα αποκτούσε το Ναυτικό. Ο Αβέρωφ επέστρεψε στο Πορτ-Σάιδ στις 23 Νοεμβρίου 1942, όπου εγκαταστάθηκαν επ’ αυτού το Αρχηγείο Στόλου και Σχολές Ειδικοτήτων. Το πλήρωμα του Αβέρωφ συμμετείχε στη Στάση του Ναυτικού τον Απρίλιο του 1944 προβαίνοντας σε διάφορες ανάρμοστες ενέργειες.
''Αι στασιαστικαί επιτροπαί,κατευθυνόμεναι από αναρχικούς πυρήνας, εμφανίζονται τώρα ιταμαί εις το προσκήνιον και, χωρίς αντίδρασιν, επιβάλλονται εις τα πληρώματα και ασκούν πίεσιν και επί των Αξιωματικών. Ζητούν από τους τελευταίους να υπογράψουν και αυτοί τα πρωτόκολλα. Εξαναγκάζουν τον Κυβερνήτη και τον Ύπαρχον του Αβέρωφ να αποβούν του πλοίου, καθώς και τον Διοικητήν και Υποδιοικητήν του στρατοπέδου Έλλη απομακρυνθούν από την θέσιν των. (Δ.Φωκά,Έκθεσις επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940-1944).''
Τελικά οι στασιαστές παραδόθηκαν αμαχητί στις 29 Απριλίου. Στις 13/10 ο Αβέρωφ με Κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Θεόδωρο Κουντουριώτη, υιό του θρυλικού Ναυάρχου, απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια με προορισμό την Ελλάδα. Ήταν στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Μάννα», της επιστροφής στην πατρίδα του απόδημου Στόλου.
Συγκινητική είναι η περιγραφή του Αντιναυάρχου Δ. Φωκά: «Είχε πλέον σημάνει η ποθητή ώρα. Ο Αβέρωφ επί κεφαλής του κυρίου μέρους της ναυτικής δυνάμεως, απέπλευσεν από τον Πόρο την μεσημβρίαν της 17ης Οκτωβρίου. Η ιστορική Ελληνική Ναυαρχίς, κυβερνωμένη κατ’ ευτυχή σύμπτωσιν από τον υιόν του ενδόξου Ναυάρχου Κουντουριώτη, έπλεεν υπερήφανος, δια να τερματίση την έντιμον θητείαν της εις την αίγλην μιας ακόμη καλλινίκου επιστροφής.
Ολίγον κατόπιν, το φωτεινόν απόγευμα της ιδίας ημέρας, ο απόδημος στόλος, μετά μακράν αλλ’ ένδοξον απουσίαν ηγκυροβόλει θριαμβευτικώς εις την αγκάλην του Φαλήρου. Ερρίγησαν τα νερά της Σαλαμίνος και η έως χθες δουλωμένη Πατρίς, ύστερα από δάκρυα πολλά θλίψεως, υπεδέχετο τώρα με δάκρυα χαράς τα νικηφόρα της πλοία. Την επομένην το πρωί εις το ορμίσκον του Αγίου Γεωργίου απεβιβάζετο επισήμως η ελληνική Κυβέρνησις και ο Αρχηγός του Στόλου και εν μέσω του λαϊκού ενθουσιασμού και της πανδήμου συγκινήσεως ανήρχοντο εις τας λυτρωθείσας Αθήνας.».
Ο Αβέρωφ ως Σύμβολο Ναυτικής και Πολεμικής Καταξίωσης του Έθνους (1946 - Σήμερα)
Το 1947 ο Αβέρωφ συμμετείχε στους εορτασμούς για την Απελευθέρωση των Δωδεκανήσων. Το θρυλικό πλοίο είχε πλέον γεράσει και είχε έρθει η ώρα της ενδόξου αποστρατείας. Το 1952 διετάχθη ο παροπλισμός του. Έως το 1956 παρέμεινε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, ενώ κατά την περίοδο 1956 – 1983 βρισκόταν πρυμνοδετημένος στον Πόρο, μπροστά από τις εγκαταστάσεις της Σχολής Ναυτοπαίδων, που αργότερα ονομάσθηκε Υπαξιωματικών. Το 1984 το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να τον αποκαταστήσει και να μετατραπεί σε μουσείο.
Από το 1985 ως σήμερα οι εργασίες αποκατάστασης του πλοίου έχουν χρηματοδοτηθεί ως επί το πλείστον από δωρεές της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οικογένειας Λάτση και του ιδρύματος Ωνάση. Το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ βρίσκεται σήμερα αγκυροβολημένο στο Φαληρικό, στη θέση «Τροκαντερό» και λειτουργεί ως Πλοίο Μουσείο. Είναι ανοικτό στο κοινό και αποτελεί ένα υπεραιωνόβιο σύμβολο ναυτικής, πολεμικής και εθνικής καταξίωσης.
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ ΤΟΥ ''Θ/Κ Γ. ΑΒΕΡΩΦ''
Το θωρακισμένο καταδρομικό Γεώργιος Αβέρωφ ξεκίνησε τη ζωή του ως σκάφος «Χ». Ένα πλοίο της ίδιας κλάσης με τα Pisa και Amalfi, που είχε παραγγείλει το Ιταλικό Ναυτικό. Αν και η τελική εξωτερική εμφάνιση του Αβέρωφ διέφερε αρκετά απ’ αυτήν των δύο ιταλικών, εντούτοις τα βασικά χαρακτηριστικά και των τριών ήσαν τα ίδια. Οι συζητήσεις για την απόκτηση του ναυπηγούμενου σκάφους «Χ» ανάμεσα στο ναυπηγείο Cantiere Navale Fratelli Orlando του Livorno και την Ελληνική κυβέρνηση είχαν αρχίσει την άνοιξη του 1909 και συνεχίζονταν με πολύ αργό ρυθμό και το καλοκαίρι.
Στις 15 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς εκδηλώθηκε, ως γνωστόν, το Κίνημα στου Γουδή. Η επιβολή του είχε ως αποτέλεσμα – ανάμεσα στα άλλα – και την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων, οι οποίες και ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 1909, με την υπογραφή της σχετικής σύμβασης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνο το φθινόπωρο είχαν αρχίσει να ενδιαφέρονται για το σκάφος «Χ» και οι Τούρκοι, οι οποίοι μάλιστα είχαν εκδηλώσει την πρόθεση να πληρώσουν υψηλότερο τίμημα.
Το κόστος του ήταν της τάξης των 950.000 χρυσών λιρών Αγγλίας ή 23.650.000 δραχμές και αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τότε η Ελλάδα βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Διεθνούς Οικονομικής Επιτροπής, η οποία όχι απλώς ήλεγχε αυστηρότατα τον κρατικό προϋπολογισμό, κυριολεκτικά τον κατάρτιζε.
Ήταν μια εξουσία που είχε αποκτήσει μετά τον πόλεμο του 1897 και την πτώχευση που είχε προηγηθεί. Τελικά η λύση βρέθηκε με τη χρησιμοποίηση της κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, λίγο παραπάνω από 300.000 χρυσές λίρες, και την κάλυψη του υπολοίπου από το Ταμείο Εθνικού Στόλου και τον κρατικό προϋπολογισμό. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο στις 12 Μαρτίου 1910, όταν το πλοίο καθελκύστηκε, του δόθηκε το όνομα Γεώργιος Αβέρωφ.
Πρώτος του κυβερνήτης ορίστηκε ο πλοίαρχος Ι. Δαμιανός. Αμέσως μετά την παραλαβή, και την ύψωση της σημαίας, στις 16 Μαΐου 1911, το πλοίο έπλευσε προς τη Μ. Βρετανία προκειμένου να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις που γίνονταν στο Portsmouth με την ευκαιρία της στέψης του βασιλιά Γεωργίου Ε΄. Εκεί παρέλαβε και τα πυρομαχικά του. Σε μια όμως μεθόρμισή του, στις 19 Ιουνίου 1911, προσάραξε σε αβαθή του Spithead. Αν και οι ζημιές ήσαν μάλλον ασήμαντες, το πλοίο χρειάστηκε να δεξαμενιστεί προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές.
Την ίδια περίοδο μέλη του πληρώματος, κατά τις εξόδους τους, προκάλεσαν διάφορα επεισό-δια με τους ντόπιους, ενώ πάνω στο πλοίο σημειώθηκαν κρούσματα απειθαρχίας. Τα πρώτα ήσαν αποτέλεσμα της αδυναμίας επικοινωνίας των ναυτών με τους κατοίκους της περιοχής, ενώ τα δεύτερα είχαν ως αφορμή το Αγγλικό τυρί.
Μέλη του κατωτέρου πληρώματος θεώρησαν ότι το τυρί που τους προσφέρονταν στα γεύματα ήταν χαλασμένο. Η διαμαρτυρία τους πολύ γρήγορα ξεπέρασε τα επιτρεπόμενα όρια και χρειάστηκε η απειλή όπλων για τον κατευνασμό των πνευμάτων. Οι πρωταίτιοι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν από το ναυτοδικείο στην Ελλάδα, ενώ κυβερνήτης ανέλαβε ένας άνθρωπος που θα ταυτιζόταν με την ιστορία του Αβέρωφ.
Ο πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Να πούμε ότι το εν λόγω τυρί δεν ήταν καθόλου χαλασμένο. Ήταν απλώς Βρετανικό, τύπου cedar, του οποίου η ιδιόμορφη εμφάνισή του και, προπαντός η γεύση του, ήταν εντελώς άγνωστη στους Έλληνες ναύτες του 1911.
Ο Κουντουριώτης αποκατάστησε την τάξη κι έτσι ο Αβέρωφ απέπλευσε από τη Μ. Βρετανία στις 20 Αυγούστου. Κατά το ταξίδι του στην Ελλάδα έγιναν εντατικά, κι όλων των ειδών, γυμνάσια. Δεν εκτελέστηκαν όμως πυρά, αν και οι πυροβολητές έκαναν όλες τις προβλεπόμενες κινήσεις. Ο λόγος της μη εκτέλεσης πυρών ήταν ότι τα πυρομαχικά που είχαν παραληφθεί ήσαν και τα μοναδικά που υπήρχαν ως απόθεμα στο Ναυτικό.
Δεδομένου λοιπόν ότι η κατάσταση με την Τουρκία οδηγούνταν σε πόλεμο και ότι δεν υπήρχαν κονδύλια για αγορά άλλων, ο Κουντουριώτης προτίμησε να μην αφήσει το πλοίο με μειωμένο φόρτο. Τελικά τα πυροβόλα του Αβέρωφ έβαλαν για πρώτη φορά στις 3 Δεκεμβρίου 1912, κατά τη ναυμαχία της Έλλης...
Όπως όλοι γνωρίζουμε ο Κουντουρίωτης, όντας υποναύαρχος Αρχηγός του Στόλου, επιβαίνοντας του Αβέρωφ νίκησε στις ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Στις ναυμαχίες αυτές δεν κρίθηκε μόνον η κυριαρχία στο Αιγαίο, πράγμα που είναι προφανές. Χάρη σ’ αυτές τις μεγάλες στρατηγικές νίκες η Τουρκία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις ευρωπαϊκές της κτήσεις.
Ο Αβέρωφ μετά τα «Νοεμβριανά», το 1916, κατασχέθηκε από τους Γάλλους και δεν αποδόθηκε στο Ναυτικό παρά μετά την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Entente. Στις 13 Νοεμβρίου 1918,κατέπλευσε μαζί με πλοία των άλλων συμμαχικών στόλων στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους εκεί Έλληνες.
Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν αρχηγίδα του Α΄ Στόλου με βάση την Κωνσταντινούπολη. Την περίοδο εκείνη, μεταξύ άλλων, υποστήριξε την απόβαση της Ελληνικής μεραρχίας στη Ραιδεστό και την Καλλίπολη. Την περίοδο 1925 – 1927 έκανε, στη Γαλλία, εκσυγχρονισμό. Τότε του προστέθηκε, στον πλωριό ιστό, σύστημα διεύθυνσης βολής και κατευθυντήρας. Ο Αβέρωφ παρέμεινε πάντα εν ενεργεία και ήταν αρχηγίδα του Στόλου.
Μετά την εκδήλωση της Γερμανικής επίθεσης, τον Απρίλιο 1941, υπήρξαν σκέψεις να αυτοβυθιστεί καθώς ήταν περασμένης ηλικίας. Ευτυχώς ένας σημαιοφόρος μαζί με τον αρχιμανδρίτη Διονύσιο Παπανικολόπουλο – τον παπά του πλοίου – συνέγειραν το πλήρωμα και πήραν τον Αβέρωφ, από τον κόλπο της Ελευσίνας που ήταν αγκυροβολημένος, και απέπλευσαν με τελικό προορισμό τη Μέση Ανατολή. Πέρασαν μέσα από τα ναρκοπέδια του Σαρωνικού – με μοναδικούς οδηγούς την τύχη και την πίστη τους στην ελευθερία – κι έβαλαν πλώρη για την Κρήτη.
Καθώς παρέπλεαν τις Φλέβες τους προσέγγισε μια βενζινάκατος με τον κυβερνήτη του πλοίου, ο οποίος όταν εκδηλώθηκε η στάση βρισκόταν στο ΓΕΝ. Έτσι την επομένη, 19 Απριλίου 1941, έφτασε στη Σούδα με λειψό πλήρωμα αλλά με τον κυβερνήτη του. Εκεί εντάχθηκε στη Βρετανική νηοπομπή AS129, με την οποία κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια, στις 23 Απριλίου 1941.
Την περίοδο από Αύγουστο 1941 μέχρι Νοέμβριο 1942 στάλθηκε στη Βομβάη, όπου χρησιμοποιήθηκε σε συνοδείες νηοπομπών στον Ινδικό Ωκεανό. Μετά την επιστροφή του στην Αίγυπτο αγκυροβόλησε στο Port Said. Εκεί βρισκόταν τον Απρίλιο του 1944 όταν εκδηλώθηκε η στάση στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Στασίασαν και μέλη του πληρώματος του Αβέρωφ τα οποία τελικά παραδόθηκαν στις 29 Απριλίου.
Μια, ακόμα, μεγάλη ημέρα στην ιστορία του Αβέρωφ ήταν η Τρίτη 17η Οκτωβρίου 1944. Εκείνη την ημέρα ο Αβέρωφ με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Θεόδωρο Κουντουριώτη, γιο του ναυάρχου Κουντουριώτη, κατέπλευσε στο Φάληρο μεταφέροντας μέλη της Ελληνικής κυβέρνησης και τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Τον Μάιο του 1946 μετέφερε τον Αντιβασιλέα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό στη Ρόδο, για τις πανυγηρικές εκδηλώσεις επ’ ευκαιρία της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου.
Στην συνεχεία παρέμεινε ακινητοποιημένος στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, χρησιμοποιούμενος ως έδρα του Αρχηγείου του Στόλου. Αυτό έως το 1952, όταν ο Αρχηγός του Στόλου ύψωσε το σήμα στο καταδρομικό Έλλη, που είχε μόλις ενταχθεί στον Στόλο. Τότε ο Αβέρωφ μεθορμίσθηκε σε σημαντήρα (τσαμαδούρα), πάντα μέσα στο Ναύσταθμο, έως το 1957. Τότε ρυμουλκήθηκε και πρυμνοδέτησε στον Πόρο, στο σημερινό ομώνυμο Κέντρο Εκπαίδευσης του Ναυτικού, όπου τότε ήταν Σχολή Ναυτοπαίδων κι αργότερα ονομάστηκε Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού.
Στον Πόρο παρέμεινε, συντηρούμενος στοιχειωδώς έως το1980, οπότε το Ναυτικό αποφάσισε την αποκατάστασή του και τη μετατροπή του σε μουσείο. Η απόφαση αυτή άρχισε να υλοποιείται το 1986 οπότε στον Αβέρωφ έγιναν εκτεταμένες ελασματουργικές εργασίες, δεξαμενισμός κι αποκαταστάσεις κάποιων βασικών διαμερισμάτων του. Μετά από αυτά ρυμουλκήθηκε στον Πειραιά, στο λιμάνι της Ζέας, και στη συνέχεια στη σημερινή του θέση στον Φλοίσβο του Φαλήρου.
Οι προσπάθειες για αποκατάσταση του πλοίου είναι συνεχείς και σήμερα πια ο Αβέρωφ παρουσιάζει στον επισκέπτη του μια εικόνα αντίστοιχη της ιστορίας του. Να κλείσουμε με μία παρατήρηση:
Ο Αβέρωφ είναι το μοναδικό πλοίο που σώζεται, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, που πήρε μέρος στις δύο παγκόσμιες συρράξεις του 20ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου