Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

Παλιότερα και νεότερα σύνθετα


§ 28. Το σύνθετο αποτελεί καθ' αυτό μία λέξη και σαν τέτοια ακολουθεί τη δική του πορεία, καθώς βασικά αδιαφορεί για τις επιμέρους λέξεις που το απαρτίζουν. Έτσι μπορεί εύκολα να συμβεί το σύνθετο να μη συμμετέχει σε μια εξέλιξη που ακολουθεί ένα από τα συνθετικά του, ή αντίστροφα να μετεξελίσσεται αυτόνομα, με αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις να δημιουργείται ένα ολοένα βαθύτερο χάσμα. 

Η παλιά τοπική πτώση *ὁδοῖ 'καθ' οδόν' διατηρείται μόνο στο σύνθετο ὁδοιπόρος (Όμ.)· και γενικά τα αρχαία ελληνικά από την αρχή της γραπτής παράδοσης δεν γνωρίζουν πλέον την τοπική ως ζωντανή πτώση· το σύνθετο, λοιπόν, ὁδοι-πόρος δεν συμμετέσχε στην εξέλιξη της τοπικής πτώσης ὁδοῖ σε δοτική (ἐν) ὁδῷ. Ό,τι ισχύει για επιμέρους σύνθετα ισχύει και για τύπους συνθέτων: τα επίθετα νηλεής, νήνεμος, νήποινος, νήριθμος κτλ. περιέχουν την παλιά άρνηση *ne (πρβ. λατ. ne - sc ī re 'δεν γνωρίζω, αγνοώ'), που τα αρχαία ελληνικά δεν γνωρίζουν πια σχετικά με τις φθογγολογικές μεταβολές στον αρμό της σύνθεσης. Για την αυτόνομη μετεξέλιξη των συνθέτων αρκεί να μνημονευθεί ένα από τα πολυάριθμα παραδείγματα: δημιουργός 'εργάτης (ἐργ-) της κοινότητας (δημιο-) > τεχνίτης > κατασκευαστής > δημιουργός του κόσμου'.

§ 29. Μεμονωμένα σύνθετα και τύποι συνθέτων μπορούν να προκύψουν εκ νέου σε κάθε γλωσσική περίοδο. Κατά συνέπεια πρέπει πάντα να διακρίνουμε διαφορετικά στρώματα συνθέτων. Τα νεότερα διαφέρουν συνήθως από τα παλιότερα ως προς τη μεγαλύτερη διαφάνεια της φθογγολογικής και μορφολογικής τους εικόνας και των συντακτικών τους σχέσεων· αποτελούν περισσότερο "παρατάξεις" παρά πραγματικές "συνθέσεις".

Γιατί ασκούμε αρνητική κριτική σχολιάζοντας τους άλλους;

Μήπως η κρυφή ευχαρίστηση που μας γεμίζει, όταν ασχολούμαστε με τις ζωές και τη συμπεριφορά των άλλων δεν είναι παρά οι σκιές που ρίχνουμε σε ανικανοποίητα κομμάτια του εαυτού μας, τα οποία αρνιόμαστε κατά βάθος να δεχθούμε;

Ένα σύστημα που επιβάλλει…

Ζούμε σε μία κοινωνία άκρως ανταγωνιστική, όπου κυριαρχεί έντονα η σύγκριση και η κριτική μεταξύ των ανθρώπων. Αυτά είναι μέρη του ανταγωνιστικού πνεύματος που η κοινωνία μας επιβάλει από την παιδική ηλικία, ως έναν τρόπο αξιολόγησης της επιτυχίας. Ο πιο δυνατός θα επιβιώσει, ο επιτυχής θα είναι και ο πιο ευτυχισμένος. Έχουμε μάθει να συγκρίνουμε τα επιτεύγματά μας με αυτά των άλλων προκειμένου να τα σταθμίσουμε και να δούμε κατά πόσο μας ικανοποιούν ή όχι.

Ασκούμε αρνητική κριτική γιατί αισθανόμαστε ανασφαλείς. Είναι αδύνατον να δεχθούμε τους άλλους με τα λάθη και τις ατέλειές τους, αν πρώτα δεν έχουμε αποδεχτεί τον ίδιο μας τον εαυτό. Όσο λιγότερο είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας, τόσο πιο πολύ ψάχνουμε να ρίξουμε το φταίξιμο στους άλλους. Μ’ αυτόν τον τρόπο βρίσκουμε δικαιολογία για τους δικούς μας φόβους και τις δικές μας αδυναμίες. Στην πραγματικότητα αναβαθμίζουμε τον εαυτό μας στα μάτια μας, κριτικάροντας τον άλλον. Είναι σαν να λέμε «Δεν είμαι και τόσο κακός: κοιτάξτε αυτόν, είναι χειρότερος από εμένα.»

Είναι πολύ πιο εύκολο να αναγνωρίσουμε τα λάθη και τις αδυναμίες των άλλων, από το να κοιτάξουμε μέσα μας και να ασκήσουμε αυτοκριτική.

Η διαδικασία αυτή αποτελεί πλέον μια συνήθεια της καθημερινής μας επικοινωνίας. Η συζήτηση γίνεται πιο ενδιαφέρουσα όταν αναφερόμαστε σε τρίτους. «Είδες τι έκανε;» παρατηρούμε και οι ακροατές κρέμονται ήδη από τα χείλη μας. Όλες οι συζητήσεις μας λοιπόν έχουν περιεχόμενο τη ζωή και τις αντιδράσεις των άλλων.

Φαίνεται πως είναι πιο ανώδυνο και εύκολο για μας, ίσως και ευχάριστο, να υπογραμμίζουμε τις ατέλειες των άλλων. Κριτικάροντας τους άλλους, εξασφαλίζουμε ασυνείδητα τους εαυτούς μας. Εμείς γινόμαστε αυτομάτως τα «καλά παιδιά», οι «διαλεκτοί», εκείνοι που είναι σωστοί. Αυτό μειώνει την ανασφάλειά μας, μας εξυψώνει. Ο πιο εύκολος τρόπος να υπερτιμήσουμε τον εαυτό μας είναι να υποτιμήσουμε όλους τους άλλους.

Πρόκειται όμως για μια λύση προσωρινή που, τελικά, στρέφεται εξίσου εναντίον μας. Αν με τόση ευκολία κρίνουμε τους άλλους τι μας εξασφαλίζει στην περίπτωση που μας κριτικάρουν και αυτοί; Αν όντως γινόταν αυτό εμείς πως θα το δεχόμασταν; Από την στιγμή όμως που συνειδητοποιούμε ότι είμαστε έρμαιο στην κριτική των άλλων, η ανασφάλειά μας πολλαπλασιάζεται. Αντιδρούμε έτσι με περισσότερο ανταγωνισμό, ανταποδίδουμε την κριτική, και οδηγούμε τη συμπεριφορά μας στα όρια της κακίας. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που θέλει να στιγματίζονται οι πολλοί ως αδύναμοι, προκειμένου να υπάρξουν οι λίγοι ως εκλεκτοί.

Συνέπειες της αρνητικής κριτικής

Κριτικάροντας διαρκώς τους ανθρώπους γύρω μας, υποτιμώντας την αξία τους, τις προσπάθειές τους, την προσωπικότητά τους, είναι ότι χειρότερο μπορούμε να κάνουμε στους άλλους καθώς και στον ίδιο μας τον εαυτό. Και το κάνουμε πολύ πιο συχνά απ’ ότι νομίζουμε. Ασκούμε μόνιμα κριτική. Στον εαυτό μας, στα παιδιά μας, στο σύντροφό μας, στους συναδέλφους μας, σε φίλους, σε γνωστούς, σε γείτονες και στην κοινωνία. Κάθε άνθρωπος που συναντάμε, κάθε κατάσταση που βιώνουμε, περνάει αυτόματα από ένα φίλτρο αξιολόγησης. Αυτό σίγουρα είναι καλό ως ένα βαθμό γιατί μας καθοδηγεί στο δρόμο που μας υποδεικνύει το ένστικτό μας. Από το σημείο όμως που θα αρχίσουμε να εκφράζουμε τη δυσπιστία, την αβάσιμη καχυποψία, την άρνηση και την κακόβουλη και άχρηστη κριτική θα ήταν καλύτερα να σιωπήσουμε, και να σκεφτούμε πριν μιλήσουμε.

Το ανταγωνιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μας έχει θέσει η κοινωνία να ζούμε και να αντιδρούμε, μας οδηγεί στο να ασκούμε μονίμως στον εαυτό μας συνειδητά η και πολλές φορές ασυνείδητα μια κριτική η οποία είναι αδίσταχτη, χωρίς έλεος, σκληρή και πολλές φορές αβάσιμη. Έχουμε την τάση να απαιτούμε την τελειότητα, να είμαστε ανικανοποίητοι ή και δυστυχείς με αυτά που διαθέτουμε. Θέλουμε περισσότερα και καλύτερα, θέλουμε όλα αυτά που μας διαφεύγουν, θέλουμε και πρέπει να είμαστε τέλειοι. Η κριτική προς τον ατελή εαυτό μας επιβάλλεται προκειμένου να υποκινηθούμε για κάτι καλύτερο.

Τα ίδιο κάνουμε με όλους και με όλα γύρω μας. Θέλουμε και περιμένουμε από τους άλλους να μας φερθούν μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο, να μας δώσουν σημασία και αξία, να είναι συνένοχοι και συνυπεύθυνοι, να καθρεφτίζουν τον εαυτό μας και κυρίως να φανούν αντάξιοι των προσδοκιών μας. Πολλές φορές χρησιμοποιούμε τους άλλους ως άλλοθι για τις δικές μας πράξεις επειδή δεν μπορούμε να αντέξουμε τις συνέπειες των ενεργειών μας.

Συνήθως ασκούμε αρνητική κριτική σε κάποιον ή κάτι όταν εμείς οι ίδιοι έχουμε ανάγκες που ίσως έχουν μείνει ανικανοποίητες. Για αυτό και όταν οι άλλοι αποτυγχάνουν να τις εκπληρώσουν, μας απογοητεύουν. Παίρνουμε έτσι το δικαίωμα να τους υποτιμήσουμε, να τους κριτικάρουμε. «Έτσι και αλλιώς δεν έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν».

Ας θυμηθούμε την κινέζικη παροιμία που λέει «πριν κρίνεις τον άλλον, περπάτησε τουλάχιστον 10 χλμ. με τα παπούτσια του». Μετά ας αναρωτηθούμε: “ Πώς μπορεί ο καθένας μας να πιστέψει στη δύναμη του εαυτού του, πώς μπορεί κανείς να προχωρήσει στη ζωή με σιγουριά και ασφάλεια όταν δέχεται τόση πίεση, τόση αρνητική κριτική για το ποιόν του και τις πράξεις του; Θα ήταν ευχάριστο αν αυτό συνέβαινε σε εμάς;”

Όταν κρίνουμε, αξιολογούμε και βλέπουμε τον κόσμο εγωκεντρικά.

Ας αναρωτηθούμε για λίγο ποιοι είμαστε εμείς που κρίνουμε; Ποιος είναι αυτός που επιβάλει τους δικούς του νόμους και κανόνες συμπεριφοράς; Ποιος επιβάλει τα δικά του «πρέπει» και «θέλω»; Και ποιος από εμάς αναλαμβάνει το βάρος της αλάνθαστης κρίσης; Η κριτική για να είναι εποικοδομητική, προϋποθέτει τη γνώση του τέλειου και τη διάθεση της καλόβουλης συμβουλής προς το πρόσωπο, στο οποίο ασκείται. Έχουμε όμως τη δυνατότητα να την ασκήσουμε με τη συνείδηση μας καθαρή; Είμαστε πραγματικά σε θέση να ορίσουμε το τέλειο, το ανώτερο, το αλάνθαστο; Ποιος από εμάς μπορεί να ισχυριστεί ότι κρίνει σωστά; Ποιος είναι αυτός που είναι τέλειος;

Τι θα γινόταν αν όλοι σταματούσαμε αυτή την αδυσώπητη διαδικασία για εμάς και για τους άλλους;

Τι θα γινόταν αν ο καθένας από εμάς αντικαθιστούσε με τη δική του αυτοκριτική, την τάση που έχει να κριτικάρει τους άλλους; Θα επικεντρωνόμαστε στην κατανόηση και την εξάλειψη των δικών μας αδυναμιών. Ο χρόνος που θα αφιερώναμε στο να βελτιώσουμε τον εαυτό μας θα κάλυπτε ολόκληρη τη μέρα μας, ώστε τελικά όλοι οι άλλοι θα έμοιαζαν μια ασήμαντη λεπτομέρεια στο δικό μας κόσμο.

Είναι άραγε δυνατόν να αποφύγουμε την κριτική ακόμη και όταν η ζωή μας δυσκολεύει εξαιτίας μερικών ανθρώπων των οποίων η κακόβουλη συμπεριφορά, μας επηρεάζει καθημερινά; Είναι σωστό σε αυτές τις περιπτώσεις να στραφούμε πάλι στον εαυτό μας, αντί να στραφούμε και να κρίνουμε την ίδια τη δυσκολία;

Εδώ χρειάζεται καταρχήν να παραδεχθούμε ότι είμαστε άτομα ελεύθερα με αυτόνομη βούληση και δικαίωμα στην επιλογή και να προβληματισθούμε για τα συναισθήματα, τις επιλογές μας ,και τη στάση που χρειάζεται να τηρήσουμε απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Σίγουρα πάντως η πραγματική λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα βρίσκεται σε άλλο επίπεδο από την αγανακτισμένη κριτική που μπορούμε πολύ εύκολα να ασκήσουμε.

Και στους αγαπημένους κριτική;

Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους που αγαπάμε και θέλουμε να τους δούμε καλύτερους, χωρίς ψεγάδια και αδυναμίες; Έχουμε το δικαίωμα να επέμβουμε στις προσωπικές τους επιλογές; Μια σοφή κίνηση θα ήταν να περιοριστούμε πάλι στην αυτοκριτική. Να αναρωτηθούμε πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε τέλειοι. Να σκύψουμε στις δικές μας αδυναμίες και να αναρωτηθούμε πώς τις πολεμάμε. Είναι σίγουρα προτιμότερο να καλύψουμε πρώτα τα δικά μας κενά, προτού υποδείξουμε στους άλλους πώς να καλύπτουν τα δικά τους. Έτσι γινόμαστε θετικό παράδειγμα, και αν κάτι υπήρχε περίπτωση να καταστραφεί σε μια σχέση μέσα από μια διαδικασία αντίδρασης, μπορεί να σωθεί εξ αιτίας της μίμησης και επιπλέον να βελτιώσει την επικοινωνία.

Όταν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από την κριτική στάση, όταν δεχτούμε τις ατέλειες και τα λάθη των άλλων, τότε αυτόματα γεμίζουμε τους εαυτούς μας με αγάπη και ένα αίσθημα ειρήνης και δεκτικότητας απαλύνει καρδιές μας. Μαθαίνουμε να συγχωρούμε και να δεχόμαστε με αγάπη και κατανόηση τόσο τους ατελείς εαυτούς μας όσο και τους ατελείς συνανθρώπους μας.

Ας συνειδητοποιήσουμε λοιπόν τη διαφορετικότητα όλων μας. Δίνουμε στους άλλους από αυτά που έχουμε να δώσουμε και παίρνουμε από εκείνα, τα οποία ο άλλος μπορεί να μας δώσει. Αυτή είναι και η σημασία της επικοινωνίας, ένα ατέλειωτο πάρε δώσε που θα έπρεπε να το αφήσουμε να ρέει ανενόχλητο, χωρίς κριτικές και κατακραυγές, χωρίς αρνητικότητα και κακοβουλία. Ας πάρουμε απλά αυτά που έχουν να μας χαρίσουν οι συνάνθρωποί μας και αυτά που μπορούμε να δεχτούμε με ευχαρίστηση.

Η μόνη υποχρέωση που έχουμε είναι αυτή απέναντι στον εαυτό μας. Ας ενεργοποιηθούμε λοιπόν στα σημεία που έχουμε τη δυνατότητα, βελτιώνοντας τον εαυτό μας, τις πράξεις μας και την κοινωνία, με όποιο τρόπο ο καθένας μας μπορεί.

Ας αγνοήσουμε όλα εκείνα που μας ενοχλούν ενώ βρίσκονται έξω από την δικαιοδοσία μας και ας τα αφήσουμε ειρηνικά να πάρουν το δικό τους δρόμο.

Οι άνθρωποι που έχουν να δώσουν αγάπη

Είναι τόσο γλυκιά η μυρωδιά των ανθρώπων που έχουν να δώσουν αγάπη. Σαν πρωινή αύρα τυλίγουν τις μαύρες σκέψεις σου και τις σκορπίζουν στον αέρα.

Είναι αυτά τα καλοπροαίρετα τυπάκια που δε θίγονται, δεν παρεξηγούνται και δεν έχουν καμία απαίτηση να τους μιλάς με το ”σεις” και με το ”σας”. Μαζί τους μπορείς να σκέφτεσαι φωναχτά και να πετάς ό,τι κοτσάνα σου έρθει στο κεφάλι. Δε σε καλουπώνουν κι ούτε σε φέρνουν σε αμηχανία. Θα σε ακούσουν με χαρά και θα ανταποδώσουν το καλαμπούρι σου πάραυτα.

Θα τους αναγνωρίσεις αμέσως από την διακριτικότητά τους. Δε θα σε κουράσουν ούτε με ψεύτικες γλοιώδεις ευγένειες και κολακείες αλλά ούτε και με παράλογες φλυαρίες. Δε μιλούν για τον εαυτό τους σχεδόν ποτέ εκτός κι αν τους απευθύνεις μία ερώτηση.

Δε δίνουν συμβουλές, δεν κάνουν παρατηρήσεις, παρά μόνο ακούν και προσφέρουν βοήθεια όταν τους ζητηθεί. Και ναι, δεν έχουν άποψη για όλα.

Ξέρουν να κάθονται στη γωνιά τους και να λουφάζουν, να μετρούν το χρόνο και τις κακοτοπιές με στωικότητα χωρίς να γκρινιάζουν, χωρίς να πελαγώνουν. Δε φορτώνουν ποτέ τα προβλήματά τους στους άλλους και δεν τα χρησιμοποιούν ποτέ για να εκβιάζουν συναισθηματικά τους οικείους τους, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό πως δεν ζητούν βοήθεια. Αντιθέτως μάλιστα, ζητούν με πολύ μεγάλη άνεση βοήθεια με την ίδια άνεση που την προσφέρουν.

Η μοναξιά είναι κάτι άγνωστο για κείνους γιατί πολύ απλά δεν βάζουν προαπαιτούμενα και κανόνες στους ανθρώπους. Θα κάνουν παρέα με όλους και τους πολύ δύστροπους και κακοπροαίρετους θα τους αποφύγουν με μαεστρία, μιας κι έχουν κι αυτή την πολύτιμη δεξιότητα να αναγνωρίζουν τις αρνητικές προθέσεις των άλλων.

Η αγάπη τους είναι αόρατη, δεν φωνάζει, δεν κραυγάζει κι ούτε δημιουργεί εξαρτήσεις. Με μια πολύ χαλαρή διάθεση σου παίρνουν όλη την κούραση και σου δίνουν φτερά να πετάξεις μόνος σου χωρίς δεκανίκια. Η απουσία σου θα τους πληγώνει πάντα, μα δε θα σου πουν ποτέ να μείνεις δίπλα τους για χάρη τους.

Θα σε ξεπροβοδίσουν σ’ όποιο δρόμο κι αν διαλέξεις και θα σου φυλάνε πάντα μια γωνιά κοντά τους σαν αποφασίσεις να επιστρέψεις.

Να σταματάς φοβίες και κακές σκέψεις

Αν σας ρωτούσαν τι φοβούνται πιο πολύ οι άνθρωποι, τι θα λέγατε; Θα ήταν κάποιο από τα ακόλουθα: τα αεροπλάνα, το θάνατο, τις αρρώστιες, την ανεργία, τον πόλεμο, τη σωματική τιμωρία. Εγώ κάτι τέτοιο θα φανταζόμουν. Τόσο όμως από τις δικές μου παρατηρήσεις, όσο κι από εκείνες πολλών άλλων ψυχοθεραπευτών, αποδεικνύεται πως δεν είναι αυτοί οι μεγαλύτεροι φόβοι που νιώθουν οι άνθρωποι.

Οι δυο πιο συνηθισμένοι φόβοι είναι ο φόβος της απόρριψης κι ο φόβος της αποτυχίας. Εκατομμύρια άνθρωποι νιώθουν αυτούς τους φόβους έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα και πάρα πολλοί από αυτούς τους νιώθουν διαρκώς. Ο φόβος της απόρριψης είναι ίσως πιο διαδεδομένος από το φόβο της αποτυχίας, αλλά συνδέονται στενά μεταξύ τους. Οι άνθρωποι πολύ συχνά φοβούνται να αποτύχουν για τον απλούστατο λόγο πως, σε μια τέτοια περίπτωση, οι άλλοι θα τους απορρίψουν.

Γράφει ο Δρ Πωλ Χωκ ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας.

«ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΤΙ, ΠΑΡΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΛΑ».

Αυτό το είπε ο Άλμπερτ Έλις και το αναφέρω επειδή πρόκειται για μια πολύ σημαντική δήλωση. Σημαίνει πως δεν πρέπει να περιμένετε να είναι τέλεια η απόδοσή σας προτού δραστηριοποιηθείτε. Είναι απολύτως θεμιτό να μην τα καταφέρετε καλά, γιατί χρειάζεται καιρός για να αποκτήσετε την επιδεξιότητα που γυρεύετε. Είναι κυριολεκτικά αδύνατον να κάνετε κάτι τέλεια, ή έστω καλά, την πρώτη φορά που δοκιμάζετε. Από τις εκατομμύρια περίπλοκες ικανότητες που έχουμε αναπτύξει και τελειοποιήσει, δεν είναι αλήθεια πως στην αρχή τις εξασκούσαμε χάλια και βελτιωθήκαμε επειδή συνεχίζαμε να τις εξασκούμε άσχημα, μα όσο κάναμε εξάσκηση τόσο καλύτερα τα πηγαίναμε;

Παρ’ όλα αυτά, εκατομμύρια άνθρωποι αρνούνται να δοκιμάσουν μια δραστηριότητα μόνο και μόνο επειδή νομίζουν πως δεν θα την κάνουν καλά. Πιστεύουν πως ό,τι κάνουν πρέπει να είναι τέλειο. Για να διορθώσετε αυτή την κατάσταση, σταθείτε και ρωτήστε τον εαυτό σας τι είναι αυτό που φοβάστε να κάνετε κι έπειτα δείτε αν μπορείτε να πειστείτε να το κάνετε. Δεν έχει σημασία πόσο άσχημα θα τα καταφέρετε, κάντε το! Δεν είστε καλοί στην αλληλογραφία; Τότε γράψτε περισσότερα γράμματα. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο θα βελτιώσετε το γράψιμό σας. Φοβάστε να εμφανιστείτε πάνω στη σκηνή και απεχθάνεστε αυτό το φόβο; Τότε ανεβείτε στη σκηνή και βάλτε τα δυνατά σας. Δεχτείτε να υποδυθείτε μικρούς ρόλους στην ερασιτεχνική θεατρική λέσχη της γειτονιάς σας. Δεχτείτε να δώσετε ομιλίες. Στις κοινωνικές συγκεντρώσεις, σηκωθείτε και θέστε ερωτήσεις στον ομιλητή. Κάντε αυτό το οποίο φοβάστε. Μη νοιάζεστε ιδιαίτερα αν το κάνετε καλά ή όχι. Με τον καιρό, όσο θα βελτιώνεστε, ο φόβος σας θα πρέπει λογικά να μειωθεί.

Η επιδεξιότητα σε κάποια τέχνη προέρχεται ως ένα βαθμό από την εξάσκηση. Η πεποίθηση ότι η εξάσκηση τελειοποιεί δεν είναι τελείως ακριβής. Πιο εύστοχο θα ήταν αν λέγαμε: «Η εξάσκηση κάνει το μάστορα». Αυτό είναι το σημείο που πρέπει να τονίσουμε. Αν δεν έχουμε γίνει μάστορες σε κάτι, στην πραγματικότητα σημαίνει ότι δεν εξασκηθήκαμε αρκετά. Για να τελειοποιήσουμε μια δραστηριότητα, πρέπει:

α) να την εξασκήσουμε,

β) Να δούμε την απόδοσή μας για να δούμε τις ελλείψεις ,

γ) να αλλάξουμε, και δ) να εξασκηθούμε πάλι.

Κάποια στιγμή θα φτάσουμε σ’ ένα σημείο όπου θα βελτιωνόμαστε διαρκώς, λόγω της κριτικής μας προσέγγισης, και θα εκτελούμε τη δραστηριότητα ολοένα και καλύτερα.

Αν δεν ακολουθήσουμε αυτή τη συμβουλή, δημιουργούμε αυτομάτως τεράστιους φόβους. Για παράδειγμα, αν αισθάνεσθε αμήχανα στα πάρτι επειδή δεν ξέρετε πώς να πιάσετε κουβέντα και συνήθως καταλήγετε να περνάτε τη βραδιά αγνοημένοι, αφιερώστε περισσότερο χρόνο για να αναλύσετε τι είναι αυτό που κάνετε κι η βραδιά γίνεται δυσάρεστη. Αντί να επιτρέψετε στον εαυτό σας να φοβάται ολοένα και περισσότερο, απλώς υπενθυμίστε του πως μόνο πηγαίνοντας σε περισσότερα πάρτι, άσχετα από το πόσο άσχημα αισθάνεσθε αν βρίσκεστε με κόσμο, θα ανακαλύψετε το σωστό δρόμο. Αργά ή γρήγορα θα φτάσετε σ’ ένα σημείο όπου θα νιώθετε όλο και πιο άνετα να συναναστρέφεστε τους άλλους καλεσμένους κι ίσως μάθετε και να το απολαμβάνετε. Πρέπει όμως πρώτα να πάτε σε πολλά πάρτι – κι ας μην τα καταφέρνετε τόσο καλά. Αν κάνετε το αντίθετο, ο φόβος κι οι αμφιβολίες σας θα αυξηθούν κι ενδέχεται να τα παρατήσετε τελείως.

ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΤΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ ΣΑΣ

Συνήθως φοβόμαστε γιατί πείθουμε τον εαυτό να πιστέψει ότι επειδή κάτι είναι επικίνδυνο ή τρομακτικό, πρέπει να το σκεφτόμαστε, να εστιαζόμαστε σ’ αυτό, να μας απασχολεί μέρα νύχτα και να ανησυχούμε διαρκώς. Αν δεν πιστεύαμε αυτές τις ανοησίες, θα ήταν αδύνατον να φοβηθούμε. Οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν αμέσως μ’ αυτή τη θεωρία, ώσπου να βρεθούν μπροστά σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, για την οποία θα κάνουν μια εξαίρεση λέγοντας: «Μα πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, που θα ’πρεπε να το σκέφτομαι και να ανησυχώ γι’ αυτό, παρόλο που συνήθως δεν αντιδρώ έτσι».

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Δεν χρειάζεται να φοβάστε τίποτα. Είναι, φυσικά, δύσκολο να επιτύχετε την πλήρη απουσία του φόβου. Μα είναι σχεδόν σίγουρο πως μπορείτε να τα καταφέρετε, αν αμφισβητήσετε με πάθος τη νευρωσική σκέψη πως θα ’πρεπε να φοβόμαστε κάποια πράγματα επειδή είναι δυσάρεστα, καθώς και την αντίληψη ότι τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας έχουν τη δυνατότητα να μας ταράξουν. Όταν οι πελάτες μου επιμένουν ότι δεν είναι νευρωσικοί μόνο και μόνο επειδή εκφράζουν φόβο ή ανησυχία για κάτι που συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί, τους υποδεικνύω πως σε κάθε περίπτωση αγνοούν εκατοντάδες άλλους φόβους γύρω τους που είναι πολύ χειρότεροι από αυτούς οποίους έχουν εστιαστεί. Αν πρόκειται να είναι πεις ως προς τους φόβους τους, τότε θα πρέπει να ανησυχούν μήπως κάποιο αεροπλάνο πέσει πάνω τους ή μήπως εκραγεί κάποια ατομική βόμβα, μήπως δηλητηριαστούν από τα αλλαντικά ή τους ληστέψουν και τους πυροβολήσουν στη μέση του δρόμου.

Μια τέτοια συζήτηση έκανα κάποτε μ’ έναν νεαρό που είχε επενδύσει σε μια επιχείρηση ένα αρκετά μεγάλο ποσό και, πολύ σωστά, φοβόταν μήπως το χάσει. Δεν ήταν καθόλου εύπορος. Είχε πάρει σχεδόν όλες τις οικονομίες του από την τράπεζα και τις είχε επενδύσει μάλλον βιαστικά. Δεν ήταν περίεργο λοιπόν που ανησυχούσε μέρα νύχτα. Η ανησυχία του εκδηλωνόταν πια με σωματικά συμπτώματα και πάθαινε κατάθλιψη.

Κατάφερα τελικά να του δείξω ότι μπορεί το ποσό να χανόταν, μα αυτό δεν ήταν και το τέλος του κόσμου. Ήταν νέος σε ηλικία και σε λίγο καιρό θα ξανάβγαζε χρήματα. Επιπλέον, είχε αποκομίσει τεράστιο όφελος από αυτό το ανόητο εγχείρημα, επειδή, ως αποτέλεσμα της εμπειρίας του, είχε γίνει πολύ πιο σοφός. Και, το πιο σημαντικό, εξακολουθούσε να έχει τη δουλειά του και την υγεία του κι απλώς έχανε ένα χρηματικό ποσό, το οποίο θα μπορούσε να συγκεντρώσει πάλι σε μερικά χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος επέμενε στην ιδέα ότι αυτό που του συνέβη ήταν φριχτό και θα ’πρεπε να το σκέφτεται και να ανησυχεί συνέχεια. Για κάποιες βδομάδες, η στάση του παρέμεινε ίδια κι απαράλλαχτη. Μόνο όταν αναγνώρισε ότι επρόκειτο για νευρωσική αντίληψη, άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά.

Οι άνθρωποι πάντα επιμένουν ότι, αν μπορούν να προβλέψουν τις άσχημες συνέπειες, έχουν το δικαίωμα να αναστατώνονται φοβερά. Το ερώτημα είναι γιατί; Γιατί να πρέπει να ταράζονται τρομερά, μόνο και μόνο επειδή τους τυχαίνουν δυσάρεστα πράγματα; Αυτή η πιθανότητα υφίσταται κάθε μέρα στη ζωή μας. Όταν ξυπνάμε, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα τι οδυνηρά γεγονότα μπορεί να μας τύχουν. Θα πρέπει να εστιαζόμαστε διαρκώς σ’ αυτά; Δεν έχουμε καμιά πίστη στην ικανότητά μας να τα ξεπεράσουμε; Πρέπει να αναστατωνόμαστε από κάθε δυσάρεστο συμβάν; Δεν έχουμε καμιά δυνατότητα επιλογής για το αν θα ταραχτούμε ή όχι; Φυσικά και έχουμε. Δεν είναι αλήθεια ότι πρέπει διαρκώς να εστιαζόμαστε στους κινδύνους, από τη στιγμή που έχουμε κάνει ό,τι μπορούμε για να τους μειώσουμε.

Ο περισπασμός είναι πολλές φορές ένας από τους καλύτερους τρόπους για να διώξετε τη νευρικότητα. Θυμάμαι ένα φίλο μου που του έκαναν αγωγή για ένα ποσό Λ πολύ μεγαλύτερο από αυτό που του κάλυπτε η ασφάλειά του. Ωστόσο, εκείνος προσέλαβε ένα δικηγόρο κι έπειτα δεν επέτρεψε σε κανέναν από την οικογένειά του να αναφερθεί ξανά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό – όσο λιγότερα λέγονταν, τόσο το καλύτερο. Κι ακριβώς επειδή κανείς δεν τους κουβέντιαζε, τους ήταν πιο εύκολο να αποσπάσουν την προσοχή τους από αυτό το απειλητικό πρόβλημα και να ασχοληθούν με άλλα πράγματα.

Πέρασαν πολλοί μήνες ώσπου να εκδικαστεί η υπόθεση και τελικά το ποσό που έπρεπε να πληρώσει ο φίλος μου δεν ήταν τόσο μεγάλο. Αν όμως δεν είχε στρέψει την προσοχή του σε άλλα ζητήματα, θα αισθανόταν εξαιρετικά φοβισμένος όλο αυτό το διάστημα. Όποτε σκεφτόταν την αγωγή, έκανε νοερούς υπολογισμούς. Αν αυτό το κόλπο δεν έπιανε, τηλεφωνούσε σε κάποιον ή πήγαινε σινεμά ή διάβαζε βιβλία. Ασχολιόταν με οτιδήποτε μπορούσε να του αποσπάσει την προσοχή. Αν στην αρχή ο περισπασμός δεν πετύχαινε, εκείνος επέμενε κι υποκρινόταν ότι η δουλειά που έκανε τον απορροφούσε τόσο πολύ, ώσπου όντας τον απορροφούσε για κάποιο διάστημα. Όσο περισσότερες φορές το έκανε αυτό, τόσο πιο πολύ διαπίστωνε πως δεν σκεφτόταν το πρόβλημά του κι αμέσως αισθανόταν ανακούφιση.

Είναι αδύνατον να ταραχτείτε για κάτι αν δεν το σκέφτεστε. Αν οι σκέψεις εστιάζονται σε κάτι ευχάριστο αντί σε κάτι δυσάρεστο, δεν πρόκειται να ενοχληθείτε πιεσμένοι κι αν αισθάνεσθε. Αν σκέφτεστε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα αντί για μια μήνυση, τότε μπορεί να αντιμετωπίζετε εκατό μηνύσεις και να μη σας ταράξει καμία από αυτές, μόνο και μόνο επειδή οι σκέψεις σας θα εστιάζονται αλλού. Για να ταραχτούμε με κάτι, θα πρέπει να το σκεφτόμαστε. Το ίδιο ισχύει και με την όραση. Αν αποστρέψω το βλέμμα μου από κάτι δυσάρεστο, δεν θα μπορώ να δω όχι μόνο αυτό αλλά ούτε και κάποια ευχάριστα πράγματα. Μπορώ να βλέπω προς μία μόνο κατεύθυνση κάθε φορά. Άρα είμαι σε θέση να αποκλείσω οτιδήποτε ενοχλητικό, αν έτσι θέλω. Μπορώ να κάνω νοερά ακριβώς το ίδιο. Αν δεν μ’ αρέσει αυτό που σκέφτομαι, τότε μπορώ να εστιαστώ αλλού. Αν κατευθύνω τις σκέψεις μου σε κάτι πραγματικά ευχάριστο, τότε δεν μπορώ να ταραχτώ με κάτι δυσάρεστο.

Στην αρχή θα δυσκολευτείτε να αμφισβητήσετε τη νευρωσική ιδέα πως θα ’πρεπε να αναστατώνεστε από δυσοίωνα γεγονότα. Ωστόσο, μπορείτε να ξεπεράσετε αυτή την αντίληψη και με διαρκή προσπάθεια μπορείτε να την εξαλείψετε, ώσπου κάποια μέρα θα διαπιστώσετε πως δεν την πιστεύετε. Και τότε θα είστε σε θέση να αντιμετωπίζετε σοβαρά ζητήματα με πολύ ήρεμο τρόπο.

ΚΟΑΛΕΜΟΣ: Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ

«Των γαρ ηλιθίων απείρων γένεθλα».
(Άπειρη η γενιά των ηλιθίων).
Σιμωνίδης ο Κείος.

Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για την ανθρώπινη βλακεία. Εγχειρίδια, οδηγοί, αναλύσεις προσπάθησαν να εξηγήσουν την ανθρώπινη ηλιθιότητα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Οι πρόγονοι μας είχαν δώσει σε μια θεότητα, έναν δαίμονα, όλη την ευθύνη της βλακείας που επισκέπτεται τον άνθρωπο και τον καθιστά ανήμπορο να ισορροπήσει την νόηση του προς όφελος του.

Το όνομα του Κοάλεμος.

Ο Κοάλεμος είναι το πνεύμα της ηλιθιότητας, ο θεός της βλακείας. Ο Κοάλεμος είναι ένας δαίμονας, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως «αιματοπότης», «απαιτητικός» και «ηλίθιος». Είναι το προσωποποιημένο πνεύμα της βλακείας και της ανοησίας.

Είναι πολύ πιθανό ο δαίμονας αυτός να έχει κάποια σχέση με τους Κοβάλους, δαίμονες της ακολουθίας του θεού Διονύσου. Αναφέρθηκε από τον Αριστοφάνη και επίσης στους Παράλληλους Βίους του Πλούταρχου.

(Ελάτε, κάντε παράκληση και προσφέρετε μια σπονδή στον Κοάλεμο τον θεό της βλακείας και φροντίστε να πολεμήσετε δυναμικά.)
Αριστοφάνης

(Αυτός [ένας άνδρας] είχε το κακό όνομα ότι ήταν διαλυμένος και δοσίλογος, και ότι κυνηγά τον παππού του Κίμωνα, ο οποίος, λένε, λόγω της απλότητάς του, ονομαζόταν Κοάλεμος, ο Ηλίθιος.)
Πλούταρχος

Ο Πλούταρχος γράφει για τον Κίμωνα ότι αρχικά ζούσε στην Αθήνα κάνοντας άσωτη ζωή, καθώς ήταν ζωηρός και μέθυσος, όμοιος στον χαρακτήρα με τον παππού του Κίμωνα, που του είχαν δώσει το όνομα Κοάλεμος χαρακτηρισμός του ανόητου, του ηλιθίου.

Ο Κοάλεμος δεν εγκατέλειψε ποτέ την ανθρωπότητα. Δεν χρειαζόταν να κτιστούν ναοί ούτε να αφιερωθούν γιορτές προς τιμήν του γιατί ο άνθρωπος τον τιμά συνεχώς μέσα από πράξεις ανοησίας. Έτσι βλέπουμε πως ουδέποτε ξεχάστηκε αυτός ο θεός. Συνεχίζει να κρατά τα πρωτεία και το ανθρώπινο γένος είναι πραγματικά δεμένο μαζί του.

Είθε να αποκτήσουμε την συνείδηση πως στον βωμό του θεού Κοάλεμου προσφέρουμε καθημερινά όλη την δύναμη μας, και να τον σβήσουμε από κάθε πράξη μας δια παντός.

Βλέπετε τους ανθρώπους να υποφέρουν για κάτι ασήμαντο που δεν είναι καν πραγματικό

Σύμφωνα με τους Τολτέκους, όσα πιστεύουμε για τον εαυτό μας και όλα όσα γνωρίζουμε για τον κόσμο είναι ένα όνειρο. Αν ανατρέξετε σε οποιαδήποτε θρησκευτική περιγραφή της κόλασης, είναι ίδια με την ανθρώπινη κοινωνία, με τον τρόπο που ονειρευόμαστε. Η κόλαση είναι ένας τόπος βασάνων, φόβου, πολέμου και βίας, επίκρισης και αδικίας, ένας τόπος παντοτινής τιμωρίας. Οι άνθρωποι συγκρούονται μεταξύ τους σαν να είναι αρπακτικά της ζούγκλας – άνθρωποι γεμάτοι επικρίσεις, ενοχές και συναισθηματικό δηλητήριο – φθόνο, θυμό, μίσος, λύπη, πόνο. Δημιουργούμε όλους αυτούς τους μικρούς δαίμονες στο μυαλό μας γιατί έχουμε μάθει με το όνειρό μας να φέρνουμε την κόλαση στη ζωή μας.

Καθένας μας δημιουργεί ένα προσωπικό όνειρο, όμως όλοι μαζί δημιουργούμε ένα συλλογικό, εξωτερικό όνειρο, το όνειρο της ανθρωπότητας. Το εξωτερικό Όνειρο, ή το Όνειρο του Πλανήτη, είναι το συλλογικό όνειρο δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Το μεγάλο Όνειρο περιλαμβάνει όλους τους κοινωνικούς κανόνες, τους νόμους, τις θρησκείες, τις διάφορες κουλτούρες και τους τρόπους ύπαρξης. Όλες αυτές οι πληροφορίες που βρίσκονται αποθηκευμένες στο μυαλό μας είναι σαν χιλιάδες φωνές που μας μιλούν ταυτόχρονα. Οι Τολτέκοι το αποκαλούν μιτότε.

Ο πραγματικός μας εαυτός είναι αγνή αγάπη· είμαστε Ζωή. Ο πραγματικός μας εαυτός δεν έχει καμία σχέση με το Όνειρο, αλλά το μιτότε δεν μας αφήνει να δούμε την πραγματική μας φύση. Όταν δείτε το Όνειρο από αυτή την οπτική και αν έχετε συνείδηση της πραγματικής σας φύσης, θα καταφέρετε να διακρίνετε την ανόητη συμπεριφορά των ανθρώπων, που, πλέον, θα σας φαίνεται αστείο. Αυτό που για άλλους είναι ένα τρομερό δράμα, για σας γίνεται κωμωδία. Βλέπετε τους ανθρώπους να υποφέρουν για κάτι ασήμαντο που δεν είναι καν πραγματικό. Αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή. Γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε σε αυτή την κοινωνία, και μαθαίνουμε να είμαστε σαν όλους τους άλλους και συναγωνιζόμαστε στην ανοησία.

Φανταστείτε ότι επισκέπτεστε έναν πλανήτη όπου όλοι έχουν διαφορετικό συναισθηματικό νου. Συμπεριφέρονται πάντα με χαρά, αγάπη και γαλήνη. Τώρα φανταστείτε ότι μια μέρα ξυπνάτε και βρίσκεστε εδώ, σε αυτόν τον πλανήτη, και δεν έχετε πια συναισθηματικές πληγές. Δεν φοβάστε να είστε ο εαυτός σας. Ό,τι κι αν πει κάποιος για σας, ό,τι κι αν κάνει, δεν το παίρνετε προσωπικά και δεν σας πληγώνει. Δεν χρειάζεται να προστατεύετε πια τον εαυτό σας. Δεν φοβάστε να αγαπήσετε, να μοιραστείτε, να ανοίξετε την καρδιά σας. Όμως, κανείς άλλος δεν είναι σαν εσάς. Πώς μπορείτε να αλληλεπιδράτε με άτομα που είναι συναισθηματικά πληγωμένα και γεμάτα φόβο;

Eνώ οι πρωτόγονοι αλληλοεξοντώνονταν, οι πολιτισμένοι αλληλοεξαπατώνται

Το δίποδο αποδείχτηκε άτιμο πλάσμα. Παρά τη μεγαλειώδη νοητική του σκευή, καμία θρησκεία, ιδεολογία, φιλοσοφία, τέχνη, ηγεσία, πολιτισμός, πολίτευμα δεν κατόρθωσε να αλλάξει ούτε τρίχα στον πυρήνα της ύπαρξής του και παραμένει υποταγμένο στη ζωώδη φύση του. Τα ίδια αρχέγονα ένστικτα και συναισθήματα του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη της στέπας επιβιώνουν απαράλλαχτα στα πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας, στους ήρωες του Σαίξπηρ, του Ντοστογιέφσκι, του Φόκνερ, του Κιούμπρικ και στο ανήλικο της Νεμπράσκα που μπουκάρει οπλισμένο στο σχολείο και καθαρίζει τυφλά τους συμμαθητές του. 

Από όποια βαθμίδα της κοινωνικής κλίμακας κι αν επιθεωρεί ο άνθρωπος ορίζεται πάντα από την εγγενή επιθετικότητα που του επέτρεψε να κυριαρχήσει˙ ωμή και απροκάλυπτη στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, καλυμμένη, υποβόσκουσα και φτιασιδωμένη στις εποχές του πολιτισμού: «ενώ οι πρωτόγονοι αλληλοεξοντώνονταν, οι πολιτισμένοι αλληλοεξαπατώνται» (Σοπενάουερ).

Το δίποδο ζει για πάρτη του. Η πρωταρχή και η ουσία του ανθρώπου είναι η βούληση (θέληση, επιθυμία) και η νόηση είναι το μέσο για την πραγματοποίησή της. Η μόνη πραγματική του θεότητα είναι ο εαυτός του: το παιχνίδι, η διασκέδαση, η αγορά ειδών, η συκοφαντία, η εξαπάτηση, ο φόνος, η κλοπή, ο ατομικός καλλωπισμός, η ερωτική πράξη και όποια άλλη ενέργεια ή πράξη του στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην προσωπική του ικανοποίηση και ευχαρίστηση. Που σημαίνει ότι είμαστε τα «Θέλω» μας, το Εγώ μας, ο σκοπός μας, και το εργαλείο για να πετύχουμε αυτό που κάθε φορά θέλουμε είναι το μυαλό μας. 

Το τι θέλουμε είναι πρόδηλο: «όλοι γεννηθήκαμε στην Αρκαδία» (Σίλερ) και περιμένουμε να ζήσουμε με ευτυχία, λουσμένοι όλες τις χαρές, τις ανέσεις και τις απολαύσεις του κόσμου. Βέβαια, η δυστυχία που δέρνεται μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας είναι δεδομένη˙ ο Φρόιντ μας έκλαιγε από νωρίς: «το υπερεγώ εκδίδει μια εντολή χωρίς να ενδιαφέρεται αν το άτομο μπορεί να την εφαρμόσει»

Ο Αριστοτέλης αποκαλεί την κακή έξη δειλία

Ο Αριστοτέλης αποκαλεί μια άλλη πτυχή της ηθικής αρετής θάρρος. Όπως εγκράτεια είναι η καθ’ έξιν προδιάθεση να αντιστεκόμαστε στη σαγήνη των ηδονών για χάρη πιο σημαντικών αγαθών τα οποία η υπερβολική παράδοσή μας στην ηδονή θα μας εμπόδιζε να τα αποκτούμε, έτσι θάρρος είναι η καθ’ έξιν προδιάθεση να αποδεχόμαστε οποιαδήποτε επώδυνη κατάσταση μπορεί να ενυπάρχει σε ό,τι οφείλουμε να κάνουμε για χάρη μιας καλής ζωής.

Για παράδειγμα, αναγνωρίζουμε πως η απόκτηση γνώσης και η ανάπτυξη ορισμένων δεξιοτήτων αποτελούν διανοητικές αρετές που οφείλουμε να έχουμε. Όμως η απόκτηση γνώσης και δεξιοτήτων μπορεί να είναι επώδυνη. Η μελέτη είναι συχνά μια σκληρή υπόθεση το να μάθουμε να παίζουμε καλά ένα μουσικό όργανο, να γράφουμε καλά ή να σκεφτόμαστε καλά περιλαμβάνει μια πρακτική που είναι συχνά ενοχλητική.

Η έξη της αποφυγής κάθε δύσκολου ή ενοχλητικού πράγματος επειδή είναι επώδυνο μπορεί ασφαλώς να εμποδίσει την απόκτηση της γνώσης δεξιοτήτων που είναι όντως καλές για εσάς. Ο Αριστοτέλης αποκαλεί αυτή την κακή έξη δειλία.

Το πρόσωπο που καθ’ έξιν αποφεύγει επώδυνες και κοπιαστικές καταστάσεις οι οποίες θα τον οδηγούσαν στην απόκτηση πραγματικών αγαθών είναι εξίσου δειλό με τον στρατιώτη που εγκαταλείπει τη μάχη επειδή φοβάται μήπως πληγωθεί. Ο στρατιώτης που διακινδυνεύει τη ζωή του ή ξεπερνά τον φόβο του τραυματισμού για χάρη της νίκης για καλό σκοπό διαθέτει θάρρος. Όπως θάρρος διαθέτει και όποιος καθ’ έξιν καταβάλλει κόπο, υποβάλλεται σε δυσκολίες και υφίσταται επώδυνες καταστάσεις προ κειμένου να αποκτήσει πράγματα που είναι όντως καλά για αυτόν.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

ΔΙΩΝ ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο αληθινά γενναίος, όμως, και μεγαλόψυχος

Ο αληθινά γενναίος, όμως, και μεγαλόψυχος δεν θα θυσίαζε την ελευθερία και την ειλικρίνειά του για χάρη μιας ατιμωτικής τιμής ή δύναμης ή χρημάτων, ούτε θα φθονούσε όσους μεταμορφώνονται και μεταμφιέζονται για τέτοιες δωρεές, αλλά θα τους θεωρούσε όμοιους με όσους μεταμορφώνονται από άνθρωποι σε φίδια ή άλλα θηρία, χωρίς να τους ζηλεύει ή να τους φθονεί για την καλοπέρασή τους, αλλά αντιθέτως θρηνώντας και συμπονώντας τους, όταν για δώρα, σαν τα παιδιά, κόβουν τα μαλλιά τους, και μάλιστα τα άσπρα ο ίδιος, αντιθέτως, θα προσπαθήσει να διατηρήσει την κατάστασή του με ευπρέπεια και σταθερότητα, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει τη θέση του, αλλά τιμώντας πάντα και αυξάνοντας την αρετή και την εγκράτεια και οδηγώντας εκεί όλους, άλλοτε πείθοντας και παρακαλώντας, άλλοτε μαλώνοντας και επιπλήττοντας, μήπως μπορέσει να αποσπάσει κάποιον από την αφροσύνη, τις κακές επιθυμίες, την έκλυση και την καλοπέραση, πιάνοντας καθέναν ξεχωριστά και νουθετώντας τους σε ομάδες, όσες φορές βρει κάποια κατάλληλη ευκαιρία,

«άλλον με λόγια γλυκά και άλλον με αυστηρά»,

μέχρι, πιστεύω, να περάσει τη ζωή του φροντίζοντας ανθρώπους, όχι βόδια, άλογα, καμήλες και σπίτια, υγιής στα λόγια, υγιής στα έργα, ακίνδυνος συνοδοιπόρος ή συνταξιδιώτης με όποιον κι αν βρεθεί, καλός οιωνός σε όσους θυσιάζουν, ο οποίος δεν ξεσηκώνει διχόνοια, πλεονεξία, έριδες, φθόνους και κέρδη αισχρά, αλλά υπενθυμίζει την εγκράτεια και τη δικαιοσύνη και αυξάνει την ομόνοια, εκδιώκοντας, όσο είναι δυνατόν, την απληστία, την αναίδεια, την έκλυση, πολύ πιο ιερός από τους πρεσβευτές και τους κήρυκες που φέρνουν στους πολέμους προτάσεις εκεχειρίας.

Θέλει, λοιπόν, και προθυμοποιείται, όσο μπορεί, να βοηθάει όλους· μερικές φορές, όμως, νικιέται από άλλους ανθρώπους και άλλες πρακτικές και δεν έχει καμία δύναμη ή εντελώς μικρή. Στη συνέχεια, εξαγνίζει τη σκέψη του με τον λόγο και προσπαθεί να την παρουσιάσει αδούλωτη, πολεμώντας για την ελευθερία εναντίον των ηδονών, των γνωμών και όλων των ανθρώπων μαζί με λίγους που θέλουν, περισσότερο απ’ όσο κάποτε οι Σπαρτιάτες, έχοντας καταλάβει τα στενά, πολεμούσαν εναντίον όλων των ορδών από την Ασία, αν και οι ίδιοι ήταν λίγοι στον αριθμό, για τρεις νύχτες και μέρες στη σειρά, μέχρι που περικυκλώθηκαν εξαιτίας της προδοσίας ενός ανθρώπου και, μένοντας στην ίδια θέση, σφαγιάστηκαν [αυτοί που νόμιζαν ότι διαφυλάττουν ελεύθερη τη Σπάρτη, αν και ήταν ατείχιστη] ασκώντας το σώμα του και συνηθίζοντάς το να κοπιάζει ανάλογα με τη δύναμή του, δεν το αφήνει να εξασθενήσει με μπάνια, αλοιφές και μύρα, μέχρι να γίνει πιο μαλακό και πιο σαθρό, σαν κακό σκεύος.

Βλέποντας μερικοί αυτά, λένε ότι τα εφαρμόζει από ανοησία και αμυαλιά, έχοντας αφήσει τον πλούτο και τις τιμές και τη διαρκή ηδονή, και τον περιφρονούν και νομίζουν ότι είναι τρελός και τον ατιμάζουν. Εκείνος δεν οργίζεται μαζί τους ούτε δυσανασχετεί, αλλά είναι, πιστεύω, απέναντι στον καθένα πιο φιλικός από τον πατέρα, τα αδέρφια και τους φίλους του και ενώ σέβεται ασφαλώς τους συμπολίτες του, τους φίλους και τους συγγενείς του, δεν κρύβεται και τους νουθετεί τόσο περισσότερο, όσο πιο οικείους και πιο κοντινούς τούς έχει θεωρήσει από τους άλλους, επιτείνοντας όσο γίνεται τα λόγια του και κάνοντας εντονότερη τη νουθεσία και την προτροπή, και για τον εαυτό του και για εκείνους. Γιατί ούτε ένας γιατρός, ο οποίος βρίσκεται στην ανάγκη να θεραπεύσει τον πατέρα ή τη μητέρα ή τα παιδιά του
που είναι άρρωστα ή και τον εαυτό του λόγω σπανιότητας και έλλειψης άλλων γιατρών, αν χρειαστεί να κάνει εγχείρηση ή καυτηρίαση, επειδή αγαπάει τα παιδιά του και σέβεται τον πατέρα και τη μητέρα του, γι’ αυτό θα τους κόψει με λιγότερο κοφτερό σίδερο ή θα τους καυτηριάσει με πιο χλιαρή φωτιά, αλλά αντιθέτως με όσο γίνεται πιο δυνατή και ζωηρή. Λένε, για παράδειγμα, ότι ο Ηρακλής, όταν δεν μπορούσε να γιατρέψει το σώμα του που βασανιζόταν από φοβερή αρρώστια, κάλεσε τους γιους του πρώτα προτρέποντάς τους να τον κάψουν με όσο γίνεται πιο λαμπερή φωτιά και επειδή εκείνοι δίσταζαν και γύρισαν να φύγουν, τους μάλωσε ως μαλθακούς και ανάξιούς του και όμοιους περισσότερο με τη μητέρα τους, λέγοντας, όπως αφηγείται ο ποιητής:

«Πού πάτε, κακοί και ανάξιοι της σποράς μου, ομοιώματα της μάνας σας από την Αιτωλία;»

Πρώτος αυτός, λοιπόν, πρέπει να αντιμετωπίζει τα πιο αγαπημένα και κοντινά του πρόσωπα με θάρρος γνώμης και ελευθερία, χωρίς να διστάζει και χωρίς να χαρίζεται στα λόγια. Γιατί πολύ χειρότερο πράγμα από ένα διεφθαρμένο και άρρωστο σώμα είναι μια διεφθαρμένη ψυχή, μα τον Δία όχι από μαγικά φίλτρα που αλείφονται ή πίνονται ή από κάποιο διαβρωτικό δηλητήριο, αλλά από την άγνοια, την κακία, την ακολασία, τον φθόνο, τη λύπη και τις χιλιάδες επιθυμίες. Τούτο το νόσημα και το πάθημα είναι πιο επικίνδυνο από εκείνο του Ηρακλή και χρειάζεται πολύ μεγαλύτερο και λαμπερότερο κάψιμο και για τη θεραπεία και την απαλλαγή αυτή πρέπει να παρακαλεί κανείς απροσχημάτιστα και τον πατέρα και τον γιο και τον συγγενή και τον ξένο και τον συμπατριώτη και τον αλλοδαπό.

ΔΙΩΝ ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ΑΠΑΝΤΑ

Οι επιστήμονες φαίνεται πώς βρήκαν απαντήσεις γύρω από την εξαφάνιση των Μάγια

Μετά από χρόνια οι επιστήμονες πιστεύουν ότι βρήκαν επιτέλους τους λόγους για τους οποίους ο πολιτισμός των Μάγια απλά εξαφανίστηκε αφού ευδοκίμησε για χιλιάδες χρόνια.

Το πώς και γιατί ο πληθυσμός των 19 εκατομμυρίων ανθρώπων μπορούσε ξαφνικά να διαλυθεί θεωρούνταν για καιρό ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μυστήρια του αρχαίου κόσμου.

Ενώ οι απόγονοί τους μπορούν ακόμη να βρεθούν σε ολόκληρη την Κεντρική Αμερική, οι Μάγιας εγκατέλειψαν τις πόλεις τους τον 8ο ή τον 9ο αιώνα.

Οι αστικοποιημένες πεδινές περιοχές της χερσονήσου Γιουκατάν, όπως το Τικάλ, μετατρέπονται από πολύβουες πόλεις σε ερείπια μέσα σε μια περίοδο 100 ετών – αλλά κανείς δεν ήξερε ακριβώς γιατί.

Έχουν ακουστεί πολλά! Από εκπαιδευμένες εικασίες για το τι συνέβη, όπως ο πόλεμος και οι πανδημίες, μέχρι εκείνους που πιστεύουν ότι συνέβησαν εξωγήινες εισβολές ή υπερφυσικές δυνάμεις.

Στο βιβλίο του Collapse του 2005, ο Αμερικανός γεωγράφος, ιστορικός, ορνιθολόγος και συγγραφέας δημοφιλών επιστημών Jared Diamond διατύπωσε τη θεωρία ότι μια παρατεταμένη ξηρασία, η οποία επιταχύνθηκε και επιδεινώθηκε από την αποψίλωση των δασών, ήταν η τελευταία σταγόνα που έκανε έναν αξιόλογο πολιτισμό να καταρρεύσει.

Μια μελέτη διαπίστωσε ότι η κοπή πάρα πολλών δέντρων για να δημιουργηθεί χώρος για τη γεωργία και για καύσιμα για το μαγείρεμα και για τις εκπληκτικές κατασκευές τους, οδήγησε σε μειωμένη ικανότητα της γης να απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία.

Αυτό σήμαινε ότι εξατμιζόταν λιγότερο νερό, δηλαδή λιγότερα σύννεφα και 5-15% λιγότερη βροχή κατά τη διάρκεια ενός αιώνα.

Τα σκοτεινά μυστικά των Μορμόνων

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, καθώς και το αν κάποιος επιλέγει να πιστεύει σε κάποια ανώτερη δύναμη ή όχι, είναι σαφώς προσωπική υπόθεση. Εφόσον τα πιστεύω κι οι αντιλήψεις δεν αποτελούν πεδίο προσωπικής επίθεσης, ο καθένας κάνει την επιλογή που επιθυμεί, χωρίς να υπάρχει περιθώριο για κριτική. Οι περισσότερες θρησκείες υπόσχονται την αναγέννηση του ανθρώπου, την έξοδο από το σκοτάδι και την προσωπική ανάταση, είναι, θα λέγαμε, ένας δρόμος που μπορείς να ακολουθήσεις όταν η θνητή φύση μοιάζει αβάσταχτη για το μυαλό. Τι συμβαίνει, όμως, όταν στο όνομα μιας θρησκείας ή ενός Μεσσία, καταπατώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα ή αφαιρείται η ίδια η ζωή στην αναζήτηση της λύτρωσης; Πόσο ελεύθερα και παθητικά μπορούμε να παρακολουθούμε ανθρώπους να χειραγωγούνται και να γίνονται έρμαια κακόβουλων καθοδηγητών; Διότι, βλέποντάς το από άλλη σκοπιά, οι θρησκείες όχι μόνο δε λυτρώνουν, αλλά βουτούν τους πιστούς τους σε ακόμα μεγαλύτερο σκοτάδι από αυτό που υπόσχονται να διαλύσουν.

Η θρησκευτική οργάνωση των Μορμόνων ξεκίνησε από τις Η.Π.Α. και είναι μια από τις πιο πρόσφατες που έχουν επινοηθεί από τον άνθρωπο. Ξεκίνησε με το αγροτόπαιδο Τζόζεφ Σμιθ, όταν ήταν μόλις 14, τη δεκαετία του 1820 στη Δυτική Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια μιας περιόδου θρησκευτικού ενθουσιασμού που είναι γνωστή ως η Δεύτερη Μεγάλη Αφύπνιση. Ως ιδρυτής της, υποστήριξε ότι δέχθηκε επίσκεψη από τον Θεό Πατέρα και τον Ιησού Χριστό οι οποίοι του ανέθεσαν να δημιουργήσει μια νέα θρησκεία, διότι όλες οι υπόλοιπες είναι άχρηστες. Ο Σμιθ, τελικά, επικρίθηκε για τις διδασκαλίες του και φυλακίστηκε για προδοσία. Αυτός κι ο αδελφός του δολοφονήθηκαν από τον όχλο στο Carthage του Ιλινόις των Ηνωμένων Πολιτειών στις 27 Ιουνίου 1844, ενώ περίμεναν την απόφαση στη δίκη περί της βίας των Μορμόνων στις ΗΠΑ Carthage, Ιλινόις, ΗΠΑ.

Οι Μορμόνοι, ως τάγμα, ανήκουν στην Εκκλησία των Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Ο Μορμονισμός ως φιλοσοφία ζωής τώρα, έχει αυστηρούς κανόνες και πιστεύω. Αν κι οι Μορμόνοι έχουν πολλές πεποιθήσεις κοινές με τον χριστιανισμό και θεωρούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς, αφού πιστεύουν στη σταύρωση, την ανάσταση και τη θεότητα του Ιησού Χριστού, αλλά όχι στην Αγία Τριάδα, θεωρώντας ότι ο Ιησούς είναι μια ξεχωριστή οντότητα από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Οι πιστοί, ακολουθούν μια σειρά από κανόνες για τη διατήρηση της υγείας κι έναν τρόπο ζωής που δεν τους επιτρέπει να καταναλώνουν αλκοόλ ή καφεΐνη. Δίνουν βαρύτητα στην οικογενειακή ζωή, τις καλές πράξεις, τον σεβασμό για την εξουσία και την ιεραποστολική εργασία. Για τη μετά θάνατο ζωή οι Μορμόνοι πιστεύουν ότι υπάρχουν τρία βασίλεια όπου οι άνθρωποι θα ζουν: το Τελεστικό, το Επίγειο και το Ουράνιο. Φαινομενικά, λοιπόν, πρόκειται για μια ακόμη θρησκεία, με τις ιδιαιτερότητές της, από τις πολλές που υπάρχουν στο κόσμο.

Εντούτοις, οι μαρτυρίες ανθρώπων που απομακρύνθηκαν από το ποίμνιο των Μορμόνων αποδίδουν μια τελείως διαφορετική εικόνα. Ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που σχετίζονται με τον Μορμονισμό είναι αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης, τόσο ενηλίκων όσο και παιδιών. Ταυτόχρονα υιοθετούν μια παράδοξη στάση απέναντι στην πολυγαμία, κρατώντας το σεξιστικό στοιχείο που θέλει τους άντρες, αποκλειστικά πολυγαμικούς. Οι γυναίκες που ωθούνταν με τη βία σε τέτοιου είδους γάμους, χειραγωγούνταν από τα στελέχη της εκκλησίας των Μορμόνων οι οποίοι τις έπειθαν ότι με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιζόταν η λύτρωση της οικογένειάς τους. Διαφορετικά, θα είχαν σίγουρη θέση στην κόλαση.

Μάλιστα σύμφωνα με την Guardian, έχει υπάρξει κι ολόκληρος κλάδος του κινήματος #metoo που αναφέρεται σε ακριβώς αυτές τις περιπτώσεις. «Είναι σχεδόν αδύνατο να περιγράψει κανείς πόσο αποτρόπαιο είναι αυτό το έγκλημα, ειδικά όταν διαπράττεται σε βάρος ενός παιδιού. Υπάρχει λόγος που αποκαλούμε αυτά τα εγκλήματα «ανείπωτα». Δεν έχω καμία απάντηση για το πώς θα σταματήσει η βία. Αλλά έχω φωνή. Και γεννήθηκα για να λέω την αλήθεια» αναφέρει εδώ η Κάρολ (με ψευδώνυμο), επιζήσασα σεξουαλικής κακοποίησης. Κορίτσια αναγκάζονταν να παντρεύονται θείους τους και να ζουν μαζί με τις υπόλοιπες και πάνω από 10 συζύγους τους. Αν και θεωρητικά η πολυγαμία έχει καταργηθεί στο Μορμονισμό από το 1900, (Ιακώβ κεφάλαιο 2): «Γι’ αυτό, αδελφοί μου, ακούστε με, και ακούστε τον λόγο του Κυρίου: Διότι δεν θα έχει κανείς ανάμεσά σας παρά μόνο μία γυναίκα- και παλλακίδες δε θα έχει» στην πράξη καλά κρατεί, όπως δηλώνουν γυναίκες που έχουν ξεφύγει κι αναφέρουν αλλεπάλληλους καταναγκαστικούς γάμους και βιασμούς γυναικών υπό την απειλή των ανωτέρων της εκκλησίας.

Οι ιεραρχικές δομές εντός της Εκκλησίας των Μορμόνων αφήνουν πολλά παιδιά ευάλωτα απέναντι στην κακοποίηση, αναφέρει το ABC News, βγάζοντας στο φως ιστορίες που μόνο χαρά και λύτρωση δεν προκαλούν. Άτομα σε εκκλησιαστικές θέσεις χρησιμοποιούν την ιδιότητά τους για να ασκήσουν έλεγχο και επιρροή στα παιδιά, συγκεντρώνοντας την εμπιστοσύνη τους κι εκμεταλλευόμενοι τους ισχυρούς ρόλους τους ως μέντορες. Οι σεξουαλικές κακοποιήσεις παιδιών από ιερείς των Μορμόνων κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας, με την εκκλησία τους να καταβάλλει εκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις (πηγή).

Θρησκευτικές οργανώσεις όπως ο Μορμονισμός έχουν δημιουργήσει μια κουλτούρα μυστικότητας και προστασίας της φήμης της Εκκλησίας, γεγονός που δεν επιτρέπει στα μέλη να αναφέρουν οτιδήποτε στο εξωτερικό περιβάλλον. Άτομα που έχουν ξεφύγει από την επιρροή και την σεξουαλική κακοποίηση του Μορμονισμού, αναφέρουν ότι υπάρχει ένας παραλληλισμός μεταξύ της κακοποίησης της Εκκλησίας των Μορμόνων και της κακοποίησης στο Χόλιγουντ, υπό την έννοια ότι άνδρες που έχουν εξουσία εκμεταλλεύονται τις θέσεις τους. Επιπρόσθετα, τα θύματα της παιδικής κακοποίησης των Μορμόνων φιμώνονται από τη μυστικοπάθεια που επιβάλλεται. Ωστόσο, πολλοί Μορμόνοι ισχυρίζονται ότι παρεξηγούνται οι θρησκευτικές τους πρακτικές κι ότι πρόκειται για προσπάθεια αποδυνάμωσης της πίστης τους.

Όπως καταδεικνύεται, η Εκκλησία των Μορμόνων μέσα από το προκάλυμμα της καθαρότητας και της πίστης, υποβάλλει ανθρώπους σε διαδικασίες που καμία σχέση δεν έχουν με τη λύτρωση και την απελευθέρωση. Το κατά πόσο, βέβαια, καινούριο φαινόμενο είναι μια θρησκεία να καλύπτει την αιμομιξία, τους βιασμούς και τις ανήθικες πρακτικές, ίσως, για να το απαντήσουμε, απαιτεί να ρίξουμε μια πολύ σκληρή ματιά στον καθρέφτη της δικής μας πίστης. Ο καθένας ας αποφασίσει για τον εαυτό του.

Ο Αριστοτέλης και η ευτυχία ως πρόσβαση στο θείο

Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει τίποτε πιο σταθερό από τις πράξεις της αρετής που θα οδηγήσουν στην ευτυχία. Κι αυτός είναι και ο λόγος που η ευδαιμονία πρέπει επίσης να ορίζεται από σταθερότητα και μονιμότητα: «Κανένα, πράγματι, από τα έργα των ανθρώπων δεν παρουσιάζει τέτοια σταθερότητα και μονιμότητα όση οι σύμφωνες με την αρετή ενέργειες. Αυτές θεωρούνται, πράγματι, πιο μόνιμες και από τις επιστήμες. Από τις ενέργειες, πάλι, αυτές οι πολυτιμότερες και οι πιο σημαντικές είναι μονιμότερες, γιατί οι ευδαίμονες περνούν τη ζωή τους ασκώντας τες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι όλες τις άλλες και με τρόπο πιο συνεχή από ό,τι όλες τις άλλες». (1100b 10, 14-19).

Και προς αποφυγή οποιασδήποτε παρερμηνείας θα επαναλάβει: «Θα υπάρξει λοιπόν στον ευδαίμονα άνθρωπο η σταθερότητα και η μονιμότητα που λέμε, και θα μείνει σε όλη του τη ζωή έτσι όπως είναι· γιατί θα εκτελεί ή θα θεάται τις πράξεις της αρετής πάντοτε, ή κατά κύριο λόγο αυτές παρά οτιδήποτε άλλο». (1100b 10, 20-23).

Οι αντιρρήσεις που θέλουν την αντιξοότητα της τύχης να στέκεται πάνω από την αρετή, καθιστώντας τον ενάρετο ανίσχυρο μπροστά στην τυχαία συμφορά, ανάγουν την ευτυχία σε τυχαιότητα, αντίληψη που αντίκειται εξ’ ορισμού στον παράγοντα της μονιμότητας που θέτει ο Αριστοτέλης. Φυσικά, θα ήταν παράλογο να μη λαμβάνει κανείς υπόψη του τα παιχνίδια της τύχης. Τα παραδείγματα των ανθρώπων που, ενώ είχαν ευτυχισμένη ζωή, γνώρισαν δυστυχισμένα γηρατειά από αστάθμητους παράγοντες, χωρίς να ευθύνονται, είναι υπαρκτά.

Ο Αριστοτέλης δεν προτίθεται να το αμφισβητήσει αυτό. Αυτό, όμως, που επισημαίνει είναι ότι ο ενάρετος άνθρωπος, ακόμη και σε μια τέτοια αντίξοη μοίρα, έχει τον τρόπο να υπερέχει έναντι οποιουδήποτε άλλου, για να την υπομείνει: «Όσο για τις εναλλαγές της τύχης, αυτές θα τις αντιμετωπίσει με τον ωραιότερο τρόπο και σίγουρα με απόλυτη ευπρέπεια, αυτός που είναι “από κάθε άποψη καλός, τετράγωνος και δίχως κανένα απολύτως ψεγάδι”». (ο στίχος κατά πάσα πιθανότητα είναι παρμένος από ποίημα του Σιμωνίδη). (1100b 10, 23-25).

Με άλλα λόγια, η ευτυχία δεν παρουσιάζεται σαν κάτι απόλυτο ή αδιατάραχτο. Μια τέτοια προοπτική δε θα ήταν σύμφωνη με την ανθρώπινη φύση. Η ευτυχία εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της άσκησης της αρετής, που θα επέλθει μέσα στα δυνατά μέτρα: «Γιατί ο αληθινά καλός και μυαλωμένος άνθρωπος ξέρει – όπως δεχόμαστε – να υπομένει με ευπρέπεια όλες τις εναλλαγές της τύχης και να κάνει πάντοτε – μέσα στα εκάστοτε δεδομένα – το καλύτερο, ακριβώς όπως ο καλός στρατηγός ξέρει να κάνει την καλύτερη από πολεμικής απόψεως χρήση του στρατού που έχει στη διάθεσή του, και όπως ο παπουτσής ξέρει, από τα δέρματα που του έχουν δοθεί, να κάνει ένα ωραιότατο παπούτσι – με τον ίδιο τρόπο και όλοι οι άλλοι τεχνίτες». (1101a 10, 1-7).

Το απρόοπτο είναι συνυφασμένο με το ανθρώπινο. Η διασφάλιση ή η γνώση του μέλλοντος αφορά μόνο τους θεούς. Και η ευτυχία δεν μπορεί παρά να προσαρμοστεί στα ανθρώπινα δεδομένα. Από αυτή την άποψη, εκείνος που αντιλαμβάνεται την ευτυχία σαν μια παντοτινή συνθήκη ευημερίας αναζητά το αδύνατο. Ακόμη και ο ευδαίμων μπορεί να γνωρίσει στιγμές που δε θα είναι μακάριος: «Αν έτσι έχει το πράγμα, ο ευδαίμων άνθρωπος δε θα γίνει ποτέ δυστυχισμένος, σίγουρα όμως δε θα είναι μακάριος, αν περιπέσει σε συμφορές σαν τις συμφορές του Πρίαμου». (1101a 10, 7-9).

Αυτό που λέει ο Αριστοτέλης είναι ότι ο ευδαίμων δεν μπορεί να γίνει δυστυχισμένος, ακόμη κι αν βρεθεί σε συνθήκες δυστυχίας. Γιατί αν είναι αληθινά ευδαίμων θα ξαναφτάσει στην ευτυχία, έστω κι αν χρειαστεί πολύς καιρός για να ξεπεράσει τη συμφορά: «γιατί ούτε μπορεί εύκολα να μετακινηθεί από την ευδαιμονία του και, πάντως, όχι από συνηθισμένες αναποδιές της τύχης, αλλά από μεγάλες και αλλεπάλληλες δυστυχίες· και αν τον βρουν τέτοιες δυστυχίες, δε θα γίνει πάλι ευδαίμων μέσα σε λίγο χρόνο, αλλά, και αν ξαναγίνει, αυτό θα συμβεί αφού συμπληρωθεί πολύς χρόνος, όταν στο μεταξύ θα έχει πετύχει μεγάλα και ωραία πράγματα». (1101a 10, 10-15).

Η αρετή, ως υπέρτατη ψυχική ενέργεια είναι η διασφάλιση της ατομικής ισορροπίας. Ο ισορροπημένος άνθρωπος, αυτός, δηλαδή, που έχει καταφέρει να εναρμονίσει τις πράξεις με τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος εισπράττει την εσωτερική γαλήνη της ικανοποίησης του εαυτού. Τα ενδεχόμενα λάθη, όπως και οι μικρές ατυχίες της ζωής, είναι αδύνατο να κλονίσουν τη γενική εικόνα. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει να ενεργήσει. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να φτάσει στην ψυχική ισορροπία. Και μόνο οι ενέργειες που κινούνται προς την κατεύθυνση της αρετής είναι θέση να το επιφέρουν αυτό. Σε τελική ανάλυση, ο άνθρωπος οφείλει να ασκεί την αρετή πρωτίστως για τον εαυτό του, αφού μόνο έτσι θα οδηγηθεί στην πληρότητα.

Η δικαιοσύνη, η φιλία, η γενναιότητα, η ορθή κρίση, η τήρηση του μέτρου, η λογική, όλα αυτά που πραγματώνουν την αρετή είναι οι όψεις της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Τα υλικά αγαθά, από μόνα τους, δεν έχουν τέτοιες δυνατότητες. Η ψυχή δεν τρέφεται με αυτά. Τα υλικά αγαθά είναι το μέσο που διευκολύνει τη ζωή, όχι ο σκοπός της. Η επάρκειά τους είναι απαραίτητη για μια καλή ζωή, όμως η ζωή που αναλώνεται στο πλαίσιο της άσκοπης υπεραφθονίας είναι μια χαμένη ζωή. Κι αυτό γιατί θα περιορίζεται στην προσωρινότητα των εξαγορασμένων ευχαριστήσεων αδυνατώντας να συλλάβει τη μονιμότητα της ευτυχίας. Στην ουσία δεν μπορεί παρά να πρεσβεύσει την κενότητα της ύπαρξης. Και η κενότητα είναι το αντίθετο της πληρότητας που προσφέρει η ευτυχία.

Και βέβαια, η ευτυχία κάθε πράγματος πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με τη φύση του. Η αναζήτηση της ανθρώπινης ευτυχίας, ως εγγύηση αποτροπής του αστάθμητου αποτελεί τη ματαίωσή της, αφού προσεγγίζει το ανθρώπινο με θεϊκά μέτρα. Είναι σαν να ζητάμε την ευτυχία του σκύλου με την εκμάθηση της φιλοσοφίας. Η αυτογνωσία, ως ύψιστη πραγμάτωση του μέτρου, καθορίζει τις δυνατότητες. Η προσπάθεια εκπλήρωσης στόχων πέρα των δυνατών ορίων είναι η προεξόφληση της αποτυχίας που θα φέρει τη δυστυχία. Κι αυτός είναι ο παράγοντας της λογικής που θα προσγειώσει τις προσδοκίες στο εφικτό: «Αν είναι έτσι, ευδαίμονες θα ονομάσουμε εκείνους τους ζωντανούς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν, και θα έχουν, όλα αυτά που είπαμε – πάντως, είπαμε: “ανθρώπους”». (1101a 10, 21-23).

Και φυσικά, ο άνθρωπος, ως φύσει πολιτικό ον, είναι αδύνατο να μην επηρεάζεται από αυτά που συμβαίνουν στα κοντινά του πρόσωπα. Η τύχη που επιφυλάσσεται στους φίλους ή στους απογόνους αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα ευτυχίας ή δυστυχίας: «Το να πούμε ότι οι τύχες των απογόνων και όλων των φίλων μας δε συμβάλλουν καθόλου στη δική μας τύχη, δείχνει αφιλία και έρχεται σε αντίθεση με τις συνήθεις δοξασίες». (1101a 10, 25-27).

Αυτή η παραδοχή είναι αρκετή για τον Αριστοτέλη. Το να προχωρήσει σε επιμέρους λεπτομέρειες που καθορίζουν αυτού του είδους τις σχέσεις και τα επακόλουθα ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα κρίνεται άσκοπο, καθώς υπόκεινται στο γενικό διάγραμμα της ευτυχίας που έχει ήδη σχεδιάσει: «Αυτά, βέβαια, που μπορεί να μας συμβούν είναι πολλά και ποικίλα· επίσης: άλλα από αυτά μας αγγίζουν περισσότερο και άλλα λιγότερο. Μια λεπτομερειακή λοιπόν συζήτηση των επιμέρους περιπτώσεων είναι φανερό ότι θα μας πήγαινε μακριά – μπορεί και να μην τελειώναμε ποτέ. Ένας γενικός, επομένως, διαγραμματικός λόγος ίσως θα ήταν αρκετός». (1101a 11, 27-32).

Η ευτυχία, ως ολοκλήρωση του ανθρώπου, είναι η ύψιστη απόλαυση που μπορεί να υπάρξει. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για το ανώτερο δώρο που του έχουν προσφέρει οι θεοί. Από αυτή την άποψη, κρύβει κάτι το θεϊκό μέσα της. Ο άνθρωπος οφείλει να την προσδιορίσει με τα δικά του σταθμά προκειμένου να την κατακτήσει ως μέσο για να εξυψωθεί στο θείο. Αυτός είναι και ο λόγος που για χάρη της ξοδεύει όλη την ενέργειά του. Γιατί θέλει να συμμετέχει στη θεϊκή μοίρα: «Ότι έτσι έχει το πράγμα προκύπτει λογικά και από το ότι η ευδαιμονία είναι αρχή· για χάρη της πράγματι κάνουμε όλοι όλα τα άλλα. Αυτό όμως που είναι η αρχή και η αιτία των αγαθών λέμε ότι είναι κάτι το άξιο τιμής, κάτι το θεϊκό». (1102a 12, 2-5).

Κι εδώ βρίσκεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στον έπαινο και το σεβασμό ή την τιμή: «Είναι φανερό ότι κάθε φορά που επαινούμε κάτι, το επαινούμε α) επειδή έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα, και β) επειδή βρίσκεται σε κάποια συγκεκριμένη σχέση προς κάτι άλλο. Επαινούμε, πράγματι, τον δίκαιο, τον ανδρείο και γενικά τον καλό άνθρωπο και την αρετή εξαιτίας των πράξεων και των έργων τους· επαινούμε, επίσης, τον δυνατό αθλητή, τον δρομέα και όλους τους υπόλοιπους επειδή έχουν κάποιες φυσικές ιδιότητες και επειδή βρίσκονται σε κάποια συγκεκριμένη σχέση με κάτι καλό και αξιόλογο». (1101b 12, 15-21).

Με δυο λόγια, τα χαρακτηριστικά του επαίνου αφορούν το θαυμασμό των ανθρώπων για κάτι σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια. Γι’ αυτό σχετίζεται με «μια συγκεκριμένη ιδιότητα» και πάντα σε «σχέση προς κάτι άλλο». Και η ιδιότητα και το μέτρο του συσχετισμού καταδεικνύουν την ανθρώπινη αδυναμία να συλλάβει το αυτόνομο μεγαλείο της αυθύπαρκτης ιδέας, που υπερέχει χωρίς να χρειάζεται ούτε να συγκριθεί ούτε να προσδιοριστεί με συγκεκριμένες ιδιότητες. Μια τέτοια ιδέα, επειδή ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα χαρακτηρίζεται θεός. Κι αυτός είναι ο λόγος, που κάθε έπαινος φαίνεται παιδαριώδης, αν πρόκειται να αποταθεί σε θεό: «οι έπαινοι αυτοί φαίνονται αστείοι, γιατί οι θεοί επαινούνται με τα μέτρα που ισχύουν για μας τους ανθρώπους· αυτό όμως συμβαίνει, επειδή ο έπαινος γίνεται, όπως είπαμε, ενσχέσει με κάτι άλλο». (1101b 12, 23-25).

Με τον ίδιο τρόπο η ευδαιμονία, ως πραγμάτωση του θείου μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, είναι αδύνατο να αποτιμηθεί με την έννοια του επαίνου. Της αξίζει κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό, κάτι που θα καταδεικνύει τη θεϊκή της υπόσταση: «Αν ο έπαινος είναι για πράγματα σαν αυτά που περιγράψαμε, είναι φανερό ότι για τα άριστα πράγματα δεν ταιριάζει ο έπαινος, αλλά κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο, όπως δείχνουν και τα ίδια τα πράγματα· τις λέξεις, πράγματι, “μακαρίζω” και “ευδαιμονίζω” τις λέμε για τους θεούς και, ύστερα, για τους πιο θεϊκούς μεταξύ των ανθρώπων». (1101b 12, 25-29). Κι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τα αγαθά: «Το ίδιο και για τα αγαθά· κανένας, πράγματι, δεν επαινεί την ευδαιμονία όπως επαινεί τη δικαιοσύνη, αλλά τη μακαρίζει, σαν κάτι το θεϊκότερο και καλύτερο». (1101b 12, 30-32).

Το τελικό συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: «Για μας έχει γίνει φανερό από όσα ειπώθηκαν ότι η ευδαιμονία είναι από τα πράγματα που, ως τέλεια, αξίζουν την τιμή και το σεβασμό μας». (1102a 12, 1-2). Και προς ενίσχυση της θεϊκής πνοής που ενσταλάζει μέσα στην έννοια της ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης επικαλείται τον πρώτο του δάσκαλο, όταν κατέβηκε στην Αθήνα για να φοιτήσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα, τον Εύδοξο από την Κνίδο: «Έτσι και ο Εύδοξος άσκησε με πολλή επιτυχία το έργο του συνηγόρου υποστηρίζοντας την απονομή του αριστείου στην ηδονή: ήταν, δηλαδή, της γνώμης ότι το γεγονός πως η ηδονή, παρόλο ότι είναι ένα από τα αγαθά, δεν επαινείται, δηλώνει ότι είναι κάτι ανώτερο από τα πράγματα στα οποία ταιριάζει να απονέμεται έπαινος· τέτοια θεωρούσε ότι είναι η περίπτωση του θεού και του υπέρτατου αγαθού – γιατί όλα τα άλλα κρίνονται ενσχέσει με αυτά». (1101b 12, 32-36).

Αυτός είναι και ο λόγος που η ευδαιμονία ταιριάζει με τη σταθερότητα. Γιατί η σταθερότητα έχει να κάνει περισσότερο με το θείο. Ο άνθρωπος που καταφέρνει και ξεπερνά όλες τις συμφορές επιστρέφοντας με το πέρασμα του χρόνου στην ευδαιμονία έχει κάτι το θεϊκό μέσα του. Κι αυτό κρίνεται ως η ύψιστη αποστολή του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης καταφέρνει να κάνει χειροπιαστό (δίνοντας ιδιότητες και ξεκαθαρίζοντας όλους τους συσχετισμούς) αυτό που αξίζει όχι τον έπαινο αλλά το σεβασμό. Θα έλεγε κανείς ότι αποδίδει το θεϊκό στα ανθρώπινα μέτρα, προκειμένου να γίνει αντιληπτό.

Παρακολουθούμε την αριστοτελική εκδοχή του αγαθού, που προτάσσεται ως νόημα ύπαρξης. Θα έλεγε κανείς ότι κινήθηκε εκ διαμέτρου αντίθετα με το δάσκαλό του. Ενώ ο Πλάτωνας απέδωσε το αγαθό προσαρμόζοντας το ανθρώπινο στο θεϊκό, ο Αριστοτέλης κατέθεσε τη δική του εκδοχή προσαρμόζοντας το θεϊκό στα ανθρώπινα μέτρα. Κι αυτό είναι το νόημα της φιλοσοφίας. Η προσπάθεια διερεύνησης όλων των εννοιών από την πλευρά του ανθρώπου. Η ευτυχία, η αρετή, η τελειότητα, η ολοκλήρωση νοούνται μόνο μέσα από τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Αυτό που μένει είναι η τελική διαπίστωση του Αριστοτέλη: «Τι μας εμποδίζει λοιπόν να λέμε ότι ευδαίμων είναι ο άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με την τέλεια αρετή, έχοντας στη διάθεσή του σε ικανοποιητικό βαθμό και τα εξωτερικά αγαθά, όχι για ένα κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά στη διάρκεια μιας τέλειας ζωής; Ή μήπως πρέπει να προσθέσουμε “και που θα ζήσει με αυτόν τον τρόπο και θα τελειώσει τη ζωή του με ανάλογο τρόπο”, γιατί το μέλλον μας είναι άγνωστο, η ευδαιμονία όμως δεχόμαστε ότι είναι τέλος και κάτι το τέλειο από κάθε άποψη;» (1101a 10, 15-22).

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.1.4–3.1.25

Ο Ξενοφώντας στο προσκήνιο

Μετά τη δολοπλοκία του Τισσαφέρνη που οδήγησε στη σύλληψη και θανάτωση των στρατηγών και λοχαγών τους (βλ. και ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.1–2.6.15), οι Έλληνες περιήλθαν σε απελπιστική κατάσταση. Τότε ξεχώρισε ως μοναδική ηγετική φιγούρα ο ίδιος ο Ξενοφώντας. Στο παρακάτω απόσπασμα πληροφορούμαστε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εντάχθηκε στο στράτευμα του Κύρου.


[3.1.4] Ἦν δέ τις ἐν τῇ στρατιᾷ Ξενοφῶν Ἀθηναῖος, ὃς οὔτε
στρατηγὸς οὔτε λοχαγὸς οὔτε στρατιώτης ὢν συνηκολούθει,
ἀλλὰ Πρόξενος αὐτὸν μετεπέμψατο οἴκοθεν ξένος ὢν ἀρχαῖος·
ὑπισχνεῖτο δὲ αὐτῷ, εἰ ἔλθοι, φίλον αὐτὸν Κύρῳ ποιήσειν,
ὃν αὐτὸς ἔφη κρείττω ἑαυτῷ νομίζειν τῆς πατρίδος. [3.1.5] ὁ μέντοι
Ξενοφῶν ἀναγνοὺς τὴν ἐπιστολὴν ἀνακοινοῦται Σωκράτει τῷ
Ἀθηναίῳ περὶ τῆς πορείας. καὶ ὁ Σωκράτης ὑποπτεύσας
μή τι πρὸς τῆς πόλεως ὑπαίτιον εἴη Κύρῳ φίλον γενέσθαι,
ὅτι ἐδόκει ὁ Κῦρος προθύμως τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐπὶ τὰς
Ἀθήνας συμπολεμῆσαι, συμβουλεύει τῷ Ξενοφῶντι ἐλθόντα
εἰς Δελφοὺς ἀνακοινῶσαι τῷ θεῷ περὶ τῆς πορείας. [3.1.6] ἐλθὼν
δ’ ὁ Ξενοφῶν ἐπήρετο τὸν Ἀπόλλω τίνι ἂν θεῶν θύων καὶ
εὐχόμενος κάλλιστα καὶ ἄριστα ἔλθοι τὴν ὁδὸν ἣν ἐπινοεῖ
καὶ καλῶς πράξας σωθείη. καὶ ἀνεῖλεν αὐτῷ ὁ Ἀπόλλων
θεοῖς οἷς ἔδει θύειν. [3.1.7] ἐπεὶ δὲ πάλιν ἦλθε, λέγει τὴν μαντείαν
τῷ Σωκράτει. ὁ δ’ ἀκούσας ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὅτι οὐ τοῦτο πρῶτον
ἠρώτα πότερον λῷον εἴη αὐτῷ πορεύεσθαι ἢ μένειν, ἀλλ’ αὐ-
τὸς κρίνας ἰτέον εἶναι τοῦτ’ ἐπυνθάνετο ὅπως ἂν κάλλιστα
πορευθείη. ἐπεὶ μέντοι οὕτως ἤρου, ταῦτ’, ἔφη, χρὴ ποιεῖν
ὅσα ὁ θεὸς ἐκέλευσεν. [3.1.8] ὁ μὲν δὴ Ξενοφῶν οὕτω θυσάμενος
οἷς ἀνεῖλεν ὁ θεὸς ἐξέπλει, καὶ καταλαμβάνει ἐν Σάρδεσι
Πρόξενον καὶ Κῦρον μέλλοντας ἤδη ὁρμᾶν τὴν ἄνω ὁδόν, καὶ
συνεστάθη Κύρῳ. [3.1.9] προθυμουμένου δὲ τοῦ Προξένου καὶ ὁ
Κῦρος συμπρουθυμεῖτο μεῖναι αὐτόν, εἶπε δὲ ὅτι ἐπειδὰν
τάχιστα ἡ στρατεία λήξῃ, εὐθὺς ἀποπέμψει αὐτόν. ἐλέγετο
δὲ ὁ στόλος εἶναι εἰς Πισίδας. [3.1.10] ἐστρατεύετο μὲν δὴ οὕτως
ἐξαπατηθείς—οὐχ ὑπὸ Προξένου· οὐ γὰρ ᾔδει τὴν ἐπὶ
βασιλέα ὁρμὴν οὐδὲ ἄλλος οὐδεὶς τῶν Ἑλλήνων πλὴν
Κλεάρχου· ἐπεὶ μέντοι εἰς Κιλικίαν ἦλθον, σαφὲς πᾶσιν
ἤδη ἐδόκει εἶναι ὅτι ὁ στόλος εἴη ἐπὶ βασιλέα. φοβούμενοι
δὲ τὴν ὁδὸν καὶ ἄκοντες ὅμως οἱ πολλοὶ δι’ αἰσχύνην καὶ
ἀλλήλων καὶ Κύρου συνηκολούθησαν· ὧν εἷς καὶ Ξενοφῶν
ἦν. [3.1.11] ἐπεὶ δὲ ἀπορία ἦν, ἐλυπεῖτο μὲν σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ
οὐκ ἐδύνατο καθεύδειν· μικρὸν δ’ ὕπνου λαχὼν εἶδεν ὄναρ.
ἔδοξεν αὐτῷ βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῖν εἰς τὴν
πατρῴαν οἰκίαν, καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσα. [3.1.12] περίφοβος
δ’ εὐθὺς ἀνηγέρθη, καὶ τὸ ὄναρ τῇ μὲν ἔκρινεν ἀγαθόν, ὅτι ἐν
πόνοις ὢν καὶ κινδύνοις φῶς μέγα ἐκ Διὸς ἰδεῖν ἔδοξε· τῇ
δὲ καὶ ἐφοβεῖτο, ὅτι ἀπὸ Διὸς μὲν βασιλέως τὸ ὄναρ ἐδόκει
αὐτῷ εἶναι, κύκλῳ δὲ ἐδόκει λάμπεσθαι τὸ πῦρ, μὴ οὐ δύναιτο
ἐκ τῆς χώρας ἐξελθεῖν τῆς βασιλέως, ἀλλ’ εἴργοιτο πάντοθεν
ὑπό τινων ἀποριῶν. [3.1.13] ὁποῖόν τι μὲν δὴ ἐστὶ τὸ τοιοῦτον
ὄναρ ἰδεῖν ἔξεστι σκοπεῖν ἐκ τῶν συμβάντων μετὰ τὸ ὄναρ.
γίγνεται γὰρ τάδε. εὐθὺς ἐπειδὴ ἀνηγέρθη πρῶτον μὲν
ἔννοια αὐτῷ ἐμπίπτει· τί κατάκειμαι; ἡ δὲ νὺξ προβαίνει·
ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ εἰκὸς τοὺς πολεμίους ἥξειν. εἰ δὲ γενη-
σόμεθα ἐπὶ βασιλεῖ, τί ἐμποδὼν μὴ οὐχὶ πάντα μὲν τὰ
χαλεπώτατα ἐπιδόντας, πάντα δὲ τὰ δεινότατα παθόντας
ὑβριζομένους ἀποθανεῖν; [3.1.14] ὅπως δ’ ἀμυνούμεθα οὐδεὶς παρα-
σκευάζεται οὐδὲ ἐπιμελεῖται, ἀλλὰ κατακείμεθα ὥσπερ ἐξὸν
ἡσυχίαν ἄγειν. ἐγὼ οὖν τὸν ἐκ ποίας πόλεως στρα-
τηγὸν προσδοκῶ ταῦτα πράξειν; ποίαν δ’ ἡλικίαν ἐμαυτῷ
ἐλθεῖν ἀναμείνω; οὐ γὰρ ἔγωγ’ ἔτι πρεσβύτερος ἔσομαι,
ἐὰν τήμερον προδῶ ἐμαυτὸν τοῖς πολεμίοις. [3.1.15] ἐκ τούτου ἀνί-
σταται καὶ συγκαλεῖ τοὺς Προξένου πρῶτον λοχαγούς. ἐπεὶ
δὲ συνῆλθον, ἔλεξεν· Ἐγώ, ὦ ἄνδρες λοχαγοί, οὔτε καθεύδειν
δύναμαι, ὥσπερ οἶμαι οὐδ’ ὑμεῖς, οὔτε κατακεῖσθαι ἔτι, ὁρῶν
ἐν οἵοις ἐσμέν. [3.1.16] οἱ μὲν γὰρ πολέμιοι δῆλον ὅτι οὐ πρότερον
πρὸς ἡμᾶς τὸν πόλεμον ἐξέφηναν πρὶν ἐνόμισαν καλῶς τὰ
ἑαυτῶν παρασκευάσασθαι, ἡμῶν δ’ οὐδεὶς οὐδὲν ἀντεπι-
μελεῖται ὅπως ὡς κάλλιστα ἀγωνιούμεθα. [3.1.17] καὶ μὴν εἰ
ὑφησόμεθα καὶ ἐπὶ βασιλεῖ γενησόμεθα, τί οἰόμεθα πεί-
σεσθαι; ὃς καὶ τοῦ ὁμομητρίου ἀδελφοῦ καὶ τεθνηκότος ἤδη
ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν χεῖρα ἀνεσταύρωσεν· ἡμᾶς
δέ, οἷς κηδεμὼν μὲν οὐδεὶς πάρεστιν, ἐστρατεύσαμεν δὲ
ἐπ’ αὐτὸν ὡς δοῦλον ἀντὶ βασιλέως ποιήσοντες καὶ
ἀποκτενοῦντες εἰ δυναίμεθα, τί ἂν οἰόμεθα παθεῖν; [3.1.18] ἆρ’ οὐκ
ἂν ἐπὶ πᾶν ἔλθοι ὡς ἡμᾶς τὰ ἔσχατα αἰκισάμενος πᾶσιν
ἀνθρώποις φόβον παράσχοι τοῦ στρατεῦσαί ποτε ἐπ’ αὐτόν;
ἀλλ’ ὅπως τοι μὴ ἐπ’ ἐκείνῳ γενησόμεθα πάντα ποιητέον.
[3.1.19] ἐγὼ μὲν οὖν ἔστε μὲν αἱ σπονδαὶ ἦσαν οὔποτε ἐπαυόμην
ἡμᾶς μὲν οἰκτίρων, βασιλέα δὲ καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ μακαρίζων,
διαθεώμενος αὐτῶν ὅσην μὲν χώραν καὶ οἵαν ἔχοιεν, ὡς δὲ
ἄφθονα τὰ ἐπιτήδεια, ὅσους δὲ θεράποντας, ὅσα δὲ κτήνη,
χρυσὸν δέ, ἐσθῆτα δέ· [3.1.20] τὰ δ’ αὖ τῶν στρατιωτῶν ὁπότε
ἐνθυμοίμην, ὅτι τῶν μὲν ἀγαθῶν τούτων οὐδενὸς ἡμῖν μετείη,
εἰ μὴ πριαίμεθα, ὅτου δ’ ὠνησόμεθα ᾔδειν ἔτι ὀλίγους ἔχοντας,
ἄλλως δέ πως πορίζεσθαι τὰ ἐπιτήδεια ἢ ὠνουμένους ὅρκους
ἤδη κατέχοντας ἡμᾶς· ταῦτ’ οὖν λογιζόμενος ἐνίοτε τὰς
σπονδὰς μᾶλλον ἐφοβούμην ἢ νῦν τὸν πόλεμον. [3.1.21] ἐπεὶ μέντοι
ἐκεῖνοι ἔλυσαν τὰς σπονδάς, λελύσαθαι μοι δοκεῖ καὶ ἡ ἐκείνων
ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία. ἐν μέσῳ γὰρ ἤδη κεῖται ταῦτα
τὰ ἀγαθὰ ἆθλα ὁπότεροι ἂν ἡμῶν ἄνδρες ἀμείνονες ὦσιν,
ἀγωνοθέται δ’ οἱ θεοί εἰσιν, οἳ σὺν ἡμῖν, ὡς τὸ εἰκός, ἔσονται.
[3.1.22] οὗτοι μὲν γὰρ αὐτοὺς ἐπιωρκήκασιν· ἡμεῖς δὲ πολλὰ ὁρῶντες
ἀγαθὰ στερρῶς αὐτῶν ἀπειχόμεθα διὰ τοὺς τῶν θεῶν ὅρκους·
ὥστε ἐξεῖναί μοι δοκεῖ ἰέναι ἐπὶ τὸν ἀγῶνα πολὺ σὺν φρονή-
ματι μείζονι ἢ τούτοις. [3.1.23] ἔτι δ’ ἔχομεν σώματα ἱκανώτερα
τούτων καὶ ψύχη καὶ θάλπη καὶ πόνους φέρειν· ἔχομεν δὲ
καὶ ψυχὰς σὺν τοῖς θεοῖς ἀμείνονας· οἱ δὲ ἄνδρες καὶ τρωτοὶ
καὶ θνητοὶ μᾶλλον ἡμῶν, ἢν οἱ θεοὶ ὥσπερ τὸ πρόσθεν νίκην
ἡμῖν διδῶσιν. [3.1.24] ἀλλ’ ἴσως γὰρ καὶ ἄλλοι ταὐτὰ ἐνθυμοῦνται,
πρὸς τῶν θεῶν μὴ ἀναμένωμεν ἄλλους ἐφ’ ἡμᾶς ἐλθεῖν
παρακαλοῦντας ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα, ἀλλ’ ἡμεῖς ἄρξωμεν
τοῦ ἐξορμῆσαι καὶ τοὺς ἄλλους ἐπὶ τὴν ἀρετήν· φάνητε τῶν
λοχαγῶν ἄριστοι καὶ τῶν στρατηγῶν ἀξιοστρατηγότεροι.
[3.1.25] κἀγὼ δέ, εἰ μὲν ὑμεῖς ἐθέλετε ἐξορμᾶν ἐπὶ ταῦτα, ἕπεσθαι
ὑμῖν βούλομαι, εἰ δ’ ὑμεῖς τάττετ’ ἐμὲ ἡγεῖσθαι, οὐδὲν προ-
φασίζομαι τὴν ἡλικίαν, ἀλλὰ καὶ ἀκμάζειν ἡγοῦμαι ἐρύκειν
ἀπ’ ἐμαυτοῦ τὰ κακά.

***
Ευρίσκετο δε εις το στράτευμα κάποιος Ξενοφών Αθηναίος, ο οποίος χωρίς να είναι ούτε στρατηγός ούτε λοχαγός ούτε στρατιώτης ηκολούθει μαζί με τους άλλους. Αυτόν έστειλε και τον προσεκάλεσε από την πατρίδα του ο Πρόξενος, ο οποίος ήτο παλαιόθεν οικογενειακός του φίλος. Του υπέσχετο δε ότι, αν ήθελεν υπάγει, θα τον έκαμνε φίλον του Κύρου, τον οποίον αυτός έλεγε, ότι διά τον εαυτόν του τον εθεώρει ωφελιμώτερον της πατρίδος. Ο Ξενοφών όμως, άμα ανέγνωσε την επιστολήν του Προξένου, ανακοινώνει το περιεχόμενόν της εις τον Σωκράτην τον Αθηναίον και ζητεί την γνώμην του περί του ταξιδίου. Και ο Σωκράτης, επειδή εφοβήθη ολίγον, μήπως θα εδημιουργείτο καμία αφορμή κατηγορίας κατά του Ξενοφώντος εκ μέρους των συμπολιτών του με το να συνάψη ούτος φιλίαν μετά του Κύρου, διότι υπήρχε η γνώμη ότι ο Κύρος προθύμως συνεπολέμησε μετά των Λακεδαιμονίων εναντίον των Αθηνών, συμβουλεύει τον Ξενοφώντα να υπάγη εις Δελφούς και να συμβουλευθεί τον θεόν περί του ταξιδίου. Εφού δε επήγε εις το μαντείον των Δελφών ο Ξενοφών, ηρώτησε τον Απόλλωνα εις ποίον εκ των θεών θα έπρεπε να προσφέρη θυσίας και να δεηθή, ίνα υπό τας καλυτέρας και ευνοϊκωτέρας συνθήκας κάμη το ταξίδιον που έχει κατά νουν, και αφού επιτύχη τον σκοπόν του, επανέλθη σώος. Και του εχρησμοδότησεν ο Απόλλων εις ποίους θεούς έπρεπε να προσφέρη θυσίας. Άμα δε επέστρεψεν οπίσω, ανακοινώνει την απάντησιν του μαντείου εις τον Σωκράτη. Ούτος δε, άμα την ήκουσε, τον κατηγόρει, διότι δεν ηρώτα τούτο πρώτον, δηλαδή ποίον εκ των δύο, καλύτερον ήτο δι' αυτόν να επιχειρήση το ταξίδιον ή να μείνη, παρά αφού αυτός μόνος του έκρινε ότι έπρεπε να ταξιδεύση, τούτο εζήτει να πληροφορηθή, πώς δηλαδή θα έκαμνε υπό τας καλυτέρας συνθήκας το ταξίδιόν του. «Αφού όμως τοιουτοτρόπως υπέβαλες την ερώτησίν σου, αυτά, είπε ο Σωκράτης, πρέπει να κάμης, όσα ο θεός διέταξε». Ο μεν Ξενοφών λοιπόν, ύστερον από αυτά, αφού προσέφερε θυσίας εις τους θεούς που του υπέδειξε δια του χρησμού του ο Απόλλων, απέπλευσεν εκ Πειραιώς, και προφθάνει εις τας Σάρδεις τον Πρόξενον και τον Κύρον, καθ' ας ημέρας ητοιμάζοντο πλέον να εκκινήσουν δια την προς τα ενδότερα της Ασίας εκστρατείαν και έγινε η σύστασίς του εις τον Κύρον. Καθώς δε τον προέτρεπε ο Πρόξενος, τον προέτρεπε συγχρόνως και ο Κύρος να μείνη και του είπεν ότι, άμα πολύ συντόμως τελειώση η εκστρατεία, ευθύς θα τον αποστείλη οπίσω εις την πατρίδα του. Ελέγετο δε τότε ότι η εκστρατεία ήτο εναντίον των Πισιδών. Μετείχε λοιπόν της εκστρατείας ο Ξενοφών, αφού τοιουτοτρόπως εξηπατήθη ― όχι βεβαίως υπό του Προξένου∙ διότι ούτος δεν εγνώριζε ότι η εκστρατεία ήτο εναντίον του βασιλέως, όπως δεν το εγνώριζε και κανείς άλλος εκ των Ελλήνων, εξαιρέσει του Κλεάρχου. Άμα όμως έφθασαν εις την Κιλικίαν, φανερόν εις όλους πλέον εφαίνετο ότι ήτο, ότι η εκστρατεία εγίνετο εναντίον του βασιλέως. Μολονότι όμως τους εφόβιζε το μάκρος της εκστρατείας και μολονότι δεν ήθελαν να ακολουθήσουν, εν τούτοις οι περισσότεροι από εντροπήν που ησθάνοντο και ο είς προς τον άλλον και προς τον Κύρον, τον ηκολούθησαν. Και εξ αυτών είς ήτο και ο Ξενοφών.

Εν τη αμηχανία δε εις την οποίαν ευρίσκοντο οι Έλληνες τότε, ελυπείτο μεν και αυτός όπως και οι άλλοι και δεν ηδύνατο να κοιμηθή. Καθώς όμως επήρεν ολίγον ύπνον, είδεν εν όνειρον. Του εφάνη ότι έγινε μία βροντή και έπεσε κεραυνός εις τον πατρικόν του οίκον, και εξ αυτού έλαμπεν ολόκληρος η οικία. Έντρομος δε αμέσως αφυπνίσθη, και το όνειρον αφ' ενός μεν το εύρισκεν καλόν, διότι ενώ ευρίσκετο εν μέσω ταλαιπωριών και κινδύνων, φως μέγα εκ μέρους του Διός του εφάνη ότι είδε. Αφ' ετέρου όμως εφοβείτο, διότι ναι μεν από τον Δία τον βασιλέα του εφαίνετο ότι προήρχετο το όνειρον, αλλά γύρω γύρω του εφαίνετο ότι έλαμπε το πυρ, μήπως αυτό εσήμαινε ότι δεν θα ηδύνατο να εξέλθη εκ της χώρας του βασιλέως των Περσών, αλλά θα ημποδίζετο πανταχόθεν υπό μεγάλων τινών δυσχερειών. Οπωσδήποτε, ποίαν περίπου σημασίαν έχει το να ίδη κανείς εν τοιούτον όνειρον, είναι δυνατόν να κρίνη τις εξ εκείνων, τα οποία συνέβησαν μετά το όνειρον. Συνέβησαν δηλαδή τα εξής. Αμέσως άμα αφυπνίσθη ο Ξενοφών, του ήλθαν πρώτον αυταί αι σκέψεις∙ «Τι μένω πλαγιασμένος: Και η νυξ προχωρεί. Μόλις δε εξημερώση, πολύ πιθανόν είναι να έλθουν οι εχθροί. Εάν δε περιέλθωμεν εις την εξουσίαν του βασιλέως, τι θα εμποδίση ώστε να μη αποθάνωμεν προπηλακιζόμενοι, αφού προηγουμένως ίδωμεν όλα τα τρομερώτατα κακά, και αφού υποστώμεν όλα τα φοβερώτατα βασανιστήρια; Πώς δε θα υπερασπίσωμεν τους εαυτούς μας, κανείς δεν προπαρασκευάζεται ούτε φροντίζει, αλλά μένομεν πλαγιασμένοι, ωσάν να το επιτρέπη η περίστασις να ησυχάζωμεν. Εγώ τέλος πάντων τι περιμένω; Ο εκ ποίας πόλεως καταγόμενος στρατηγός ελπίζω ότι θα τα πράξη αυτά; Και εις ποίαν ωριμωτέραν ηλικίαν περιμένω να φθάσω; Διότι βέβαια μεγαλύτερος απ' ό,τι είμαι, δεν θα γίνω πλέον, εάν σήμερον προδοτικώς παραδώσω τον εαυτόν μου εις τους εχθρούς».

Ευθύς κατόπιν σηκώνεται και συγκαλεί πρώτα του Προξένου τους λοχαγούς. Αφού δε συνήλθον ούτοι, ωμίλησε προς αυτούς ως εξής· Εγώ, κύριοι λοχαγοί, ούτε να κοιμηθώ ημπορώ, όπως πιστεύω και σεις, ούτε να μένω πλαγιασμένος πλέον, βλέπων εις ποίας περιστάσεις ευρισκόμεθα. Οι μεν εχθροί δηλαδή, όπως καθείς από ημάς το βλέπει, δεν εκήρυξαν πρότερον τον πόλεμον εναντίον μας, παρά αφού προηγουμένως έκριναν ότι έκαμαν τας δεούσας δι' εαυτούς προπαρασκευάς∙ εξ ημών δε αντιθέτως κανείς δεν λαμβάνει καμίαν φροντίδα, πώς κατά τον καλύτερον τρόπον θα διεξαγάγωμεν τον αγώνα. Αλλ' όμως, εάν δείξωμεν κάποιαν αδράνειαν και περιέλθωμεν εις την εξουσίαν του βασιλέως, τι νομίζομεν ότι θα πάθωμεν; Αφού αυτός και του ομομητρίου του αδελφού, μάλιστα νεκρού πλέον, απέκοψε την κεφαλήν και την χείρα, και κατόπιν τον ανεσκολόπισε. Ημείς δε, οι οποίοι ουδένα προστάτην εδώ έχομεν, και οι οποίοι εξεστρατεύσαμεν εναντίον του, δια να τον καταστήσωμεν από βασιλέα δούλον και να τον φονεύσωμεν, αν θα ημπορούσαμεν, τι νομίζομεν ότι είναι ενδεχόμενον να πάθωμεν; Άραγε δεν ήθελε μεταχειρισθή παν μέσον, ίνα, αφού επιβάλη εις ημάς τας σκληροτέρας και εξευτελιστικωτέρας βασάνους, εμπνεύση εις όλον τον κόσμον φόβον, ώστε να μην εκστρατεύσουν άλλοι ποτέ εναντίον του; Λοιπόν πάσαν προσπάθειαν πρέπει να καταβάλωμεν, ίνα μη βεβαίως περιπέσωμεν εις την εξουσίαν του. Εγώ τέλος πάντων, εφόσον μεν υπήρχε η ανακωχή, ποτέ δεν έπαυα ημάς μεν τους Έλληνας να ελειονολογώ, τον βασιλέα δε και τους υπηκόους του να καλοτυχίζω, παρατηρών και βλέπων, πόσον εκτεταμένην και πόσον εύφορον χώραν αυτοί έχουν, πόσον άφθονα τα τρόφιμα, πόσους υπηρέτας, πόσα κτήνη, και χρυσόν, και φορέματα. Των στρατιωτών μας την κατάστασιν εξάλλου οσάκις την εσκεπτόμην, ότι δηλαδή των μεν αγαθών αυτών κανέν δεν ανήκε και εις ημάς, εκτός αν θα το ηγοράζαμεν, τα μέσα όμως προς αγοράν των εγνώριζα ότι λίγοι ακόμη τα είχαν, κατ' άλλον δε τρόπον να προμηθευώμεθα τα τρόφιμα εκτός του μέσου της αγοράς όρκοι πλέον μας ημπόδιζαν ― ταύτα, λέγω, σκεπτόμενος, κάποτε την ανακωχήν περισσότερον εφοβούμην παρά τώρα τον πόλεμον. Αφού όμως εκείνοι έθεσαν τέρμα εις την ανακωχήν, τίθεται πλέον τέρμα, μου φαίνεται, και εις την ιδικήν των υπεροψίαν καθώς και εις την ιδικήν μας αβεβαιότητα. Διότι εις το μέσον πλέον κείνται τα αγαθά αυτά ως βραβεία δι' εκείνους εκ των δύο ημών που είναι ανδρειότεροι, αγωνοθέται δε οι θεοί είναι, οι οποίοι με το μέρος ημών, όπως είναι φυσικόν, θα είναι. Διότι αυτοί μεν τους έχουν προσβάλει δια της επιορκίας των∙ ημείς δε, αν και εβλέπομεν πολλά αγαθά, εν τούτοις σταθερώς απείχομεν από αυτά χάριν των προς τους θεούς όρκων μας. Όθεν έχομεν το δικαίωμα, νομίζω, να βαδίζωμεν εις τον αγώνα με πολύ μεγαλύτερον θάρρος από εκείνους. Προσέτι δε έχομεν σώματα ικανώτερα από τα ιδικά των εις το να υποφέρουν και ψύχη και καύσωνας και κόπους∙ έχομεν δε και ψυχάς χάρις εις τους θεούς γενναιοτέρας∙ ενώ αυτοί, είναι άνθρωποι περισσότερον ημών και εις τραύματα και εις θάνατον υποκείμενοι, αν οι θεοί όπως πρότερον νίκην εις ημάς χαρίζουν. Λοιπόν εμπρός! Επειδή ίσως και άλλοι τας ιδίας με ημάς σκέψεις κάμνουν, δι' όνομα των θεών ας μη περιμένωμεν άλλοι να έλθουν προς ημάς, δια να μας παρακινήσουν εις τα τιμητικώτατα έργα, παρά ημείς ας λάβωμεν την πρωτοβουλίαν να παρορμήσωμεν και τους άλλους εις την οδοόν της ανδρείας και της τιμής∙ θελήσατε να φανήτε των λοχαγών άριστοι και των στρατηγών περισσότερον άξιοι εις το στρατηγείν. Όσον αφορά δε εμέ, εάν μεν σεις θέλετε να προβήτε εις τας σχετικάς ενεργείας, είμαι πρόθυμος να σας ακολουθήσω∙ αν δε πάλιν σεις ορίζετε εγώ ο ίδιος να τεθώ επί κεφαλής σας, διόλου δεν προβάλλω ως πρόφασιν αρνήσεως την ηλικίαν μου, αλλ' απεναντίας νομίζω ότι μάλιστα έχω ακμαίας δυνάμεις, δια να απομακρύνω από τον εαυτόν μου τα απειλούντα με κακά.