Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (1323-1360)

ΙΑ. ὦ μῖσος, ὦ μέγιστον ἐχθίστη γύναι
θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ᾽ ἀνθρώπων γένει,
1325 ἥτις τέκνοισι σοῖσιν ἐμβαλεῖν ξίφος
ἔτλης τεκοῦσα κἄμ᾽ ἄπαιδ᾽ ἀπώλεσας.
καὶ ταῦτα δράσασ᾽ ἥλιόν τε προσβλέπεις
καὶ γαῖαν, ἔργον τλᾶσα δυσσεβέστατον;
ὄλοι᾽. ἐγὼ δὲ νῦν φρονῶ, τότ᾽ οὐ φρονῶν,
1330 ὅτ᾽ ἐκ δόμων σε βαρβάρου τ᾽ ἀπὸ χθονὸς
Ἕλλην᾽ ἐς οἶκον ἠγόμην, κακὸν μέγα,
πατρός τε καὶ γῆς προδότιν ἥ σ᾽ ἐθρέψατο.
τὸν σὸν δ᾽ ἀλάστορ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἔσκηψαν θεοί·
κτανοῦσα γὰρ δὴ σὸν κάσιν παρέστιον
1335 τὸ καλλίπρῳρον εἰσέβης Ἀργοῦς σκάφος.
ἤρξω μὲν ἐκ τοιῶνδε· νυμφευθεῖσα δὲ
παρ᾽ ἀνδρὶ τῷδε καὶ τεκοῦσά μοι τέκνα,
εὐνῆς ἕκατι καὶ λέχους σφ᾽ ἀπώλεσας.
οὐκ ἔστιν ἥτις τοῦτ᾽ ἂν Ἑλληνὶς γυνὴ
1340 ἔτλη ποθ᾽, ὧν γε πρόσθεν ἠξίουν ἐγὼ
γῆμαι σέ, κῆδος ἐχθρὸν ὀλέθριόν τ᾽ ἐμοί,
λέαιναν, οὐ γυναῖκα, τῆς Τυρσηνίδος
Σκύλλης ἔχουσαν ἀγριωτέραν φύσιν.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ ἄν σε μυρίοις ὀνείδεσιν
1345 δάκοιμι· τοιόνδ᾽ ἐμπέφυκέ σοι θράσος·
ἔρρ᾽, αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων μιαιφόνε.
ἐμοὶ δὲ τὸν ἐμὸν δαίμον᾽ αἰάζειν πάρα,
ὃς οὔτε λέκτρων νεογάμων ὀνήσομαι,
οὐ παῖδας οὓς ἔφυσα κἀξεθρεψάμην
1350 ἕξω προσειπεῖν ζῶντας ἀλλ᾽ ἀπώλεσα.
ΜΗ. μακρὰν ἂν ἐξέτεινα τοῖσδ᾽ ἐναντίον
λόγοισιν, εἰ μὴ Ζεὺς πατὴρ ἠπίστατο
οἷ᾽ ἐξ ἐμοῦ πέπονθας οἷά τ᾽ εἰργάσω.
σὺ δ᾽ οὐκ ἔμελλες τἄμ᾽ ἀτιμάσας λέχη
1355 τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ
οὐδ᾽ ἡ τύραννος, οὐδ᾽ ὅ σοι προσθεὶς γάμους
Κρέων ἀνατεὶ τῆσδέ μ᾽ ἐκβαλεῖν χθονός.
πρὸς ταῦτα καὶ λέαιναν, εἰ βούλῃ, κάλει
καὶ Σκύλλαν ἣ Τυρσηνὸν ᾤκησεν πέδον·
1360 τῆς σῆς γὰρ ὡς χρῆν καρδίας ἀνθηψάμην.

***
ΙΑ. Βδέλυγμα, γυναίκα που μισήθηκες όσο κανείς, από τους θεούς,
από εμένα, απ᾽ όλο το γένος των ανθρώπων.
1325 Πώς μπόρεσες να βυθίσεις το μαχαίρι
στα παιδιά που γέννησες και να με ξεκληρίσεις;
Και αφού το έκανες αυτό, έχεις μάτια ν᾽ αντικρίζεις τον ήλιο
και τη γη, ενώ αποτόλμησες έργο ανοσιότατο;
Στον όλεθρο! Εγώ τώρα έχω τα λογικά μου, δεν τα είχα
1330 όταν σ᾽ έπαιρνα από το σπίτι και τη βάρβαρή σου χώρα
και σ᾽ έφερνα —μέγα κακό— σε σπίτι ελληνικό,
εσένα που πρόδωσες και τον πατέρα σου
και τη γη που σε ανάθρεψε.
Τoν δικό σου τιμωρό δαίμονα τον έστρεψαν απάνω μου οι θεοί.
1335 Γιατί μπήκες στο καλλίπρωρο καράβι της Αργώς,
έχοντας σκοτώσει πλάι στην εστία του σπιτιού τον αδερφό σου.
Έτσι άρχισες. Και αφού παντρεύτηκες
αυτόν που σου μιλάει και γέννησες μαζί μου παιδιά,
τα θανάτωσες για το κρεβάτι και το πλάγιασμα.
Καμιά Ελληνίδα δεν θ᾽ αποτολμούσε ποτέ τέτοια πράξη
1340 — και εγώ τις αγνόησα και θέλησα να παντρευτώ εσένα,
σ᾽ αυτόν τον γάμο της φρίκης και του ολέθρου.
Όχι γυναίκα, λέαινα παντρεύτηκα εγώ,
που έχει ψυχή πιο άγρια και από τη Σκύλλα την Τυρρηνική.
Όμως, και μύρια όσα να σου καταμαρτυρήσω,
1345 δεν συγκινείσαι· τέτοιο το θράσος που έχεις μέσα σου.
Εξαφανίσου, όργανο των αισχρών έργων,
μιαρή φόνισσα των παιδιών.
Εγώ δεν έχω πια παρά να οδύρομαι για τη μοίρα μου.
Δεν θα χαρώ τον νέο γάμο, στα παιδιά που έσπειρα και ανάθρεψα
1350 δεν θα μπορέσω να μιλήσω ξανά και να μ᾽ ακούσουν
— τα έχασα, πάνε.
ΜΗ. Θα απλωνόταν μακρύς ο λόγος μου
για ν᾽ αντικρούσω αυτά που είπες,
αν ο πατέρας Δίας δεν γνώριζε
τί σου πρόσφερα εγώ και τί έπραξες εσύ.
Δεν επρόκειτο ποτέ να έχεις ατιμάσει το κρεβάτι μου
1355 και να περάσεις βίο τερπνό γελώντας μαζί μου,
ούτε εσύ ούτε ο βασιλικός βλαστός.
Ούτε ήτανε ποτέ δυνατό ο νυμφοκόμος Κρέων
να με πετάξει ατιμώρητος έξω από τούτη τη χώρα.
Λέγε με λοιπόν και λέαινα, εάν αγαπάς,
και Σκύλλα που έζησε στα χώματα της Τυρρηνίας
1360 — αρκεί που πλήγωσα την καρδιά σου όπως έπρεπε.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η αρχιτεκτονική της γλώσσας και η αρχαία Ελληνική γλώσσα

7.7 Το ρήμα και ο χρόνος


Ας ξαναθυμηθούμε αυτό που λέγαμε λίγο πριν: ότι η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη, και γι' αυτό είναι το βασικό «εργαλείο» της επικοινωνίας και η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας. Αυτό που κάνει την πρόταση (σε αντίθεση με τη φράση ή τη μοναχική λέξη) ολοκληρωμένη σκέψη δεν είναι μόνο ότι συνδυάζει ένα όνομα (ή υποκείμενο) με ένα κατηγόρημα, έναν ειδικό όρο με έναν γενικό όρο - αν και αυτό είναι το κύριο. Στην πρόταση γίνεται και κάτι ακόμα: αυτό στο οποίο αναφέρεται εντοπίζεται χρονικά, και αυτό δίνει στη σκέψη, στην ιδέα, που εκφράζει η πρόταση «σάρκα και οστά». Χωρίς τον χρονικό εντοπισμό η σκέψη, η ιδέα, που εκφράζει η πρόταση είναι «στον αέρα». 

Όταν λέω Το παιδί έφυγε, αυτό που εκφράζει η πρόταση εντοπίζεται χρονικά ως προς τη στιγμή που εκφωνώ την πρόταση. Αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση (η φυγή του παιδιού) ανήκει στο παρελθόν σε σχέση με τη στιγμή της εκφώνησης. Ο χρονικός εντοπισμός, αν και ανήκει σε ολόκληρη την πρόταση, εκφράζεται, στα νέα ελληνικά, μέσω του ρήματος, γιατί το ρήμα είναι το μέρος του λόγου που εκφράζει διαδικασίες, γεγονότα, καταστάσεις - όψεις δηλαδή της εμπειρίας που «παίζουν» με τον χρόνο. 

Οι εκδοχές του χρονικού εντοπισμού της πρότασης δηλώνονται στα νέα ελληνικά είτε με αλλαγές στη μορφή (στην κλίση) του ρήματος είτε περιφραστικά. Ο αόριστος (έφυγε), ο παρατατικός (έφευγε), ο παρακείμενος (έχει φύγει), ο υπερσυντέλικος (είχε φύγει): και στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση εντοπίζεται στο παρελθόν σε σχέση με τη χρονική στιγμή της εκφώνησης. Ο αόριστος και ο παρατατικός «κατασκευάζονται» συνήθως με την προσθήκη του ε (ονομάζεται αύξηση), ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος εκφράζονται περιφραστικά, με το ρήμα έχω. 

Ο μέλλοντας χρησιμοποιεί τη «μικρή» λέξη θα (θα φύγω). Η λέξη αυτή είναι μία συντομευμένη μορφή του ρήματος θέλω ακολουθούμενου από το να. Αυτό δεν είναι παράξενο. Το μέλλον, σε αντίθεση με το παρελθόν, είναι άγνωστο. Όταν μιλάμε για το μέλλον, το μόνο βέβαιο είναι οι επιθυμίες μας και οι προθέσεις μας. Γι' αυτό στα νεοελληνικά ο μέλλοντας κατασκευάζεται με βάση το ρήμα θέλω (και όχι μόνο· στα αγγλικά χρησιμοποιείται η λέξη will, π.χ. I will go, που σημαίνει επίσης 'θέλω').

Το ρήμα και η όψη

Η διαφορά αορίστου και παρατατικού βρίσκεται στο ότι ο παρατατικός, αλλά όχι ο αόριστος, περιγράφει αυτό που έγινε στο παρελθόν (π.χ. έφευγε) ως κάτι που είχε διάρκεια. Αυτό ονομάζεται όψη. Ο αόριστος και ο παρατατικός τοποθετούν αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση στο παρελθόν, αλλά ο αόριστος το περιγράφει ως ολοκληρωμένο χρονικά, ενώ ο παρατατικός το περιγράφει ως διαρκές. Διαφέρουν, λοιπόν, ως προς την όψη, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουν» αυτό που έγινε στο παρελθόν. Την ίδια διαφορά, ως προς την όψη, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ανάμεσα στο θα φύγω και στο θα φεύγω.

Παρακείμενος, υπερσυντέλικος

Ο παρακείμενος εντοπίζει, και αυτός, κάτι ως παρελθοντικό σε σχέση με τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Η διαφορά του με τον αόριστο φαίνεται σε παραδείγματα όπως τα παρακάτω:

(1) Ο Γιάννης έφυγε χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.
(2) Ο Γιάννης έχει φύγει από χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.

Η δεύτερη πρόταση ακούγεται κάπως περίεργα και αυτό γιατί ο παρακείμενος περιγράφει κάτι που έγινε στο παρελθόν (όπως ο αόριστος), με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του παρακειμένου το αποτέλεσμα αυτού που έγινε στο παρελθόν συνεχίζεται ως τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Γι' αυτό η δεύτερη πρόταση δεν «ακούγεται» καλά. Το δεύτερο κομμάτι της (και γύρισε σήμερα το πρωί) «συγκρούεται» με αυτό που δηλώνει το πρώτο κομμάτι (με τον παρακείμενο έχει φύγει), ότι δηλαδή η φυγή του Γιάννη εξακολουθεί να ισχύει τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση.

Ο υπερσυντέλικος χρησιμοποιείται για να συνδέσει μεταξύ τους πράξεις, γεγονότα που τοποθετούνται στο παρελθόν σε σχέση με τη χρονική στιγμή της εκφώνησης της πρότασης:

Ο Γιάννης είχε φύγει όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκε ο Κώστας.

Η πολυπλοκότητα της ψυχικής ασθένειας

Η ψυχική ασθένεια αναφέρεται σε παθήσεις του εγκεφάλου που εμφανίζονται μέσα από αλλαγές στην αντίληψη, το συναίσθημα και την συμπεριφορά. Η παρατήρηση αυτών έχει τις ρίζες της σε αρχαίους πολιτισμούς. Εκεί, η αιτιότητά της αποδιδόταν τακτικά σε μεταφυσικές δυνάμεις (είτε ως τιμωρία από τα Θεία, είτε ως χάρισμα και τρόπος επικοινωνίας με τον πνευματικό κόσμο), όμως η καταγραφή της υποδηλώνει την αναγνώρισή της. Στο σήμερα, η ψυχική ασθένεια μοιάζει όρος ιατρικός, όμως έχει πολλές πλευρές, κάθε μία εκ των οποίων με την δική της σημασία.

Αδιαμφισβήτητα, η ιατρική πτυχή της έννοιας είναι κεντρική. Η ιατρική κοινότητα έχει αποδείξει με πληθώρα πειραματικών μεθόδων την βιολογική πτυχή της ψυχικής πάθησης, κάτι που την κατατάσσει στην ‘δικαιοδοσία’ του ιατρικού κλάδου, ο οποίος είναι και υπεύθυνος για την θεραπεία της, μέσα από φαρμακευτική αγωγή.

Βέβαια, η περιβαλλοντική επιρροή στην ανάπτυξη ψυχικής πάθησης έχει επίσης αναγνωριστεί ευρέως, κάτι που οδήγησε στο Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο κατανόησης, και την μεικτή θεραπεία – τόσο φαρμακευτική όσο και ψυχοκοινωνική (με τις λεπτομέρειες να μεταβάλλονται ανάλογα την υποκατηγορία της πάθησης).

Αυτό υπονοεί πως η έννοια έχει μία κοινωνική πτυχή, τόσο ως αίτιο όσο και ως ‘αποτέλεσμα’. Πιο συγκεκριμένα, η κοινωνική πραγματικότητα στην οποία υπάρχει το άτομο μπορεί να αυξήσει ή μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης μιας ψυχικής πάθησης. Ταυτόχρονα, το βίωμα μιας πάθησης είναι πολύ διαφορετικό ανάλογα το κοινωνικό πλαίσιο του ατόμου (για παράδειγμα η ύπαρξη θεραπευτικών μέσων και δομών και η πρόσβαση σε αυτά). Αξίζει να σημειωθεί πως ο όρος συνοδεύεται από έντονο στίγμα και στερεότυπα, που μπορεί να οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση του ατόμου από το σύνολο (κάτι που με την σειρά του θα επιβαρύνει περαιτέρω την πάθηση). Παρότι στο παρόν γίνονται έντονες προσπάθειες καταπολέμησης του στίγματος, αυτό ακόμα κυριαρχεί σε αρκετές κοινωνίες της Δύσης και της Ανατολής και εμφανίζεται άμεσα και έμμεσα.

Έτσι λοιπόν, η ψυχική πάθηση ως όρος, αποκτά έντονες οικονομικές, πολιτικές και νομικές πτυχές, όλες εκ των οποίων αλληλοεπιδρούν. Η ύπαρξη μίας πάθησης γεννά πολλές οικονομικές ανάγκες για το άτομο και την οικογένειά του, των οποίων οι δυνατότητες κάλυψης διαφέρουν μεταξύ των κρατών, και επηρεάζουν στο micro και macro επίπεδο την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Παρόμοια, το νομοθετικό πλαίσιο γύρω από την ψυχική πάθηση επηρεάζει το βίωμα αυτής από το άτομο και τον περίγυρό του: το άτομο ‘χάνει’ κάποια από τα πολιτικονομικά δικαιώματά του, ενώ συχνά οικεία πρόσωπα μετατρέπονται σε κηδεμόνες εφόρου ζωής. Αξίζει να σημειωθεί πως η ψυχική πάθηση σε δικαστικά πλαίσια έχει αποτελέσει ξεχωριστό κλάδο μελέτης που στοχεύει τόσο στην αναγνώριση αυτής ως ελαφρυντικό όσο και ως ‘δικαιολογία’.

Οι διαφορετικές πτυχές της ψυχικής νόσου όμως δεν είναι μόνο οι ‘επίσημες’. Στην εποχή της κυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η ψυχική νόσος έχει αποκτήσει έναν ‘cool’ χαρακτήρα, κυρίως μέσα από την κοινότητα εφήβων που εξυμνούν την αυτοκαταστροφικότητα, μασκαρεύοντάς την ως ψυχική πάθηση (χωρίς απαραίτητα αυτό να γίνεται συνειδητά).

Η ΨΥΧΙΚΗ ΠΑΘΗΣΗ ΕΧΕΙ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ HASHTAGS, ΚΑΙ ΓΕΝΝΑ ΔΥΝΑΜΙΚΑ DEBATES, ΓΕΓΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ.

Στο παρόν, λοιπόν, η ψυχική πάθηση βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Από την μία υπάρχει έντονη πρόοδος στην επιστημονική κατανόηση και αντιμετώπισή της, και στην κοινωνική (άρα και οικονομική, νομική, πολιτική, κλπ) αποδοχή, από την άλλη όμως υπάρχει και έντονη παραπληροφόρηση που εμφανίζεται τόσο στον επιστημονικό κόσμο (όπως με την δημιουργία ‘εναλλακτικών’ θεραπειών), όσο και στο κοινωνικό σύνολο (είτε με την μορφή οπισθοδρομικών στερεοτυπικών απόψεων, είτε με έντονα ρομαντική και εξιδανικευμένη χροιά). Σε αυτό το σταυροδρόμι, οι επαγγελματίες υγείας, μα και η κοινωνία ως σύνολο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την ψυχική ασθένεια ρεαλιστικά – ως μία πάθηση, που χρήζει αντιμετώπισης και επηρεάζει το άτομο, μα δεν το χαρακτηρίζει αποκλειστικά.

H δραματική προσωπικότητα: Άτομα που θέλουν να τραβάνε την προσοχή όλων

Τη δραματικότητα δεν τη συναντάμε μόνο στο χώρο του θεάτρου αλλά και στην επιστήμη της ψυχιατρικής.

Όπως ο ηθοποιός σε ένα θεατρικό δράμα λειτουργεί μέσα από μια καταλυτική συναισθηματική έκφραση, έτσι και στην πραγματική ζωή συναντάμε ανθρώπους με δραματική προσωπικότητα, ανθρώπους που νοσηρά επιζητούν την προσοχή των άλλων μέσα από μια υπερβολική έκφραση συναισθημάτων, που και αυτή θυμίζει θεατρική παράσταση.

Η δραματική διαταραχή προσωπικότητας, παλαιότερα γνωστή και ως «ιστριονική προσωπικότητα», περιγράφει τα άτομα που λειτουργούν με άκαμπτα σχήματα συμπεριφοράς και εκφράζονται μέσα από την ανάγκη για έντονο ιμπρεσιονισμό και υπερεμπλοκή στις σχέσεις τους με τους άλλους.

Οι σχέσεις τους είναι συνήθως ρηχές, ασταθείς, επιπόλαιες και υπερβολικές.

Λέξεις-κλειδιά στην κλινική εικόνα των ασθενών, είναι ο εγωκεντρισμός, η ανωριμότητα και η επιζήτηση προσοχής, που διαχέεται μέσα από μια έντονα εκφρασμένη σεξουαλικότητα και σαγήνη.

Οι δραματικοί ασθενείς είναι συνήθως αντιδραστικοί, έχουν έντονη συναισθηματική συμμετοχή στις διαπροσωπικές τους σχέσεις στις οποίες συχνά φαντασιώνονται ότι είναι ηθοποιοί κλασσικών ρόλων, όπως είναι ο ρόλος μιας πριγκίπισσας ή ενός θύματος, ρόλοι μέσα από τους οποίους εκφράζονται απόλυτα.

Η ιδέα και μόνο να σταματήσουν να είναι το κέντρο της προσοχής των άλλων, είναι ένας έντονος φόβων των ατόμων με δραματική προσωπικότητα και κάτι που προσπαθούν διαρκώς να αποφύγουν με το να δίνουν υπερβολική σημασία στην εξωτερική τους εμφάνιση και να μιλούν αποκαλυπτικά και εντυπωσιακά στους άλλους.

Συχνά παρουσιάζονται στον κοινωνικό τους περίγυρο σαν να έχουν περισσότερες γνώσεις από ότι έχουν στην πραγματικότητα ενώ χρησιμοποιούν παραπλανητικές συμπεριφορές, φλερτάρουν και αποπλανούν.

Έχουν χαρακτηριστικά έντονη τάση να επιζητούν άμεση ικανοποίηση και διψούν διαρκώς για νέα ερεθίσματα και ενθουσιασμό.

Η ανοχή τους στην καθυστέρηση της όποιας ικανοποίησης είναι χαμηλή ενώ βυθίζονται σε αισθήματα πλήξης και νωχελικότητας, τα οποία αδυνατούν να χειριστούν, ξεσπώντας εύκολα σε εκρήξεις θυμού.

Αντικείμενο του πόθου τους μπορεί να είναι ένας σύντροφος τον οποίο ερωτεύονται σφοδρά και ποθούν να τον κατακτήσουν.

Αποφεύγουν τις μακροχρόνιες σχέσεις προκειμένου να νιώθουν καλά κάθε φορά με τον ερωτικό ενθουσιασμό με τον εκάστοτε ερωτικό σύντροφο στη ζωή τους.

Ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου με δραματική προσωπικότητα είναι ευμετάβλητος, ρηχός και παραπαίει από την ευφορία στη μελαγχολία ή στο θυμό.

Κοινά ερεθίσματα που προκαλούν τις συναισθηματικές αυτές μεταβολές, είναι τα αρνητικά σχόλια για την εμφάνισή τους, η απόρριψη από κάποιον που προσπαθεί να σαγηνεύσει ή η αποτυχία να είναι το επίκεντρο της προσοχής σε μια παρέα.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για εύθραυστα και αδύναμα άτομα που τους λείπει μια δομημένη ταυτότητα με αποτέλεσμα να επηρεάζονται και να πλάθονται μέσα από άλλους ανθρώπους.

Συχνά μάλιστα επιλέγουν άτομα-σωτήρες, με υψηλό στάτους, δύναμη και εξουσία, από τα οποία προσδοκούν μια μαγική διέξοδο από τις δυσκολίες τους.

Η δραματική διαταραχή προσωπικότητας είναι συχνότερη στις γυναίκες.

Andrei Tarkovsky: Τυλίγουμε τα αισθήματά μας σε λέξεις

Πόσες λέξεις ξέρει ένας άνθρωπος; ρωτά ρητορικά η νεαρή κοπέλα τη μητέρα της.

Πόσες χρησιμοποιεί στο καθημερινό του λεξιλόγιο;

Εκατό, διακόσιες, τριακόσιες;

Τυλίγουμε τα αισθήματά μας σε λέξεις, προσπαθούμε να εκφράσουμε με λέξεις τη χαρά, τη λύπη και κάθε μας συγκίνηση, δηλαδή όλα όσα στην πραγματικότητα μένουν ανέκφραστα.

Ο Ρωμαίος είπε όμορφα λόγια στην Ιουλιέτα, λέξεις ζωντανές, εκφραστικές, που σίγουρα όμως δεν έλεγαν ούτε τα μισά από όσα έκαναν την καρδιά του να χτυπά δυνατά, του έκοβαν την ανάσα κι έκαναν την Ιουλιέτα να ξεχνά τα πάντα, πέρα από την αγάπη της.

Υπάρχει κι άλλο είδος γλώσσας, κι άλλη μορφή επικοινωνίας με τα αισθήματα και τις εικόνες.

Μ' αυτή την επικοινωνία οι άνθρωποι παύουν να είναι χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον, οι φραγμοί καταργούνται.

Θέληση, συναίσθημα και συγκίνηση μετακινούν τα εμπόδια ανάμεσα στους ανθρώπους, που στέκονται από τις δύο όψεις ενός καθρέφτη, από τις δύο πλευρές μιας πόρτας.

Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο

Το χάος της εποχής μας είναι –όπως σε κάθε εποχή- αντανάκλαση του μέσα χάους μας

Σήμερα που όλα ωθούν τους νέους να αγαπηθούν ελεύθερα, εκείνοι λες και αρνούνται.

Οι γονείς τούς προτρέπουν να ζευγαρώσουν, τους επιτρέπουν να ζουν ένα ειδύλλιο ελεύθερα, στα σχολεία γίνεται σεξουαλική ενημέρωση, η τηλεόραση τους τα φανερώνει από το πρωί μέχρι το βράδυ όλα και τα πιο σκανδαλιστικά, οι αφίσες στους δρόμους κρέμονται ερεθιστικές κι όμως…

Λες και τούτη η ελευθερία, που φτάνει στην ασυδοσία, να παγώνει τη διάθεση.

Λες και η ελευθερία που βαθιά αναζητούν οι έρωτες να είναι μια άλλου κόσμου κατάσταση της ύπαρξης που τούτη η γενικευμένη ελευθεριότητα όχι μόνο βοηθάει αλλά υποσκάπτει.

Καμιά σχέση δεν έχουν οι δυο τους.

Δε λειτουργούν όπως το λάδι στη φωτιά, αλλά όπως το νερό στη φωτιά.

Το χάος της εποχής μας είναι –όπως σε κάθε εποχή- αντανάκλαση του μέσα χάους μας.

Ο μανιακός καταναλωτισμός είναι αντανάκλαση του συναισθηματικού ανικανοποίητου.

Η μανιακή διασκέδαση, αντανάκλαση του μέσα φοβικού κενού.

Τα γεμάτα κόσμο, θορυβώδη, ανυπόφορα νυχτερινά μαγαζιά υποβοηθούν στο να κρύβεται πίσω απ’ τους ηλεκτρικούς ήχους η ανικανότητα για συνομιλία.

Ευτυχώς που ανακαλύφθηκαν τα γραπτά μηνύματα στα κινητά.

Έδωσαν μια διέξοδο σ’ αυτή τη δυσχέρεια συνομιλίας, και με πιο ασφαλή τρόπο οι νέοι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους με την κάποια σιγουριά που δίνει η απόσταση και ο παρατεταμένος χρόνος που σου χαρίζεται για να δουλέψεις αυτό που θα εκφράσεις.

Άρχισε ξανά να καλλιεργείται ο γραπτός λόγος και η ορθογραφία.

Η προσπάθεια για πυκνότητα και για πρωτοτυπία.

Δεν είναι τυχαίο που αγαπήθηκε τόσο τούτη η νέα μέθοδος ανθρώπινης επαφής.

Θα πνιγόμασταν μες στα ανεκδήλωτά μας αλλιώς.

Γιατί νιώθουμε ενσυναίσθηση;

Οι άνθρωποι έχουν την τάση να προσαρμόζονται και να μιμούνται τις δραστηριότητες και τις συμπεριφορές των άλλων στην κοινωνική τους ομάδα, αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Έχετε αναρωτηθεί; Τα αποτελέσματα μιας ενδιαφέρουσας έρευνας μπορεί να αλλάξουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ενσυναίσθηση και τα φαινόμενα συναισθηματικής και συμπεριφορικής μετάδοσης.

Η ενσυναίσθηση αποτελεί ένα σύνθετο φαινόμενο που οι ερευνητές συνήθως ορίζουν ως «την αίσθηση ενδιαφέροντος για τους άλλους και το να μοιραζόμαστε και να κατανοούμε τα συναισθήματα, δημιουργώντας τα κίνητρα που μας ωθούν στο να τους βοηθήσουμε».

Αν και η ενσυναίσθηση δεν γεννιέται πάντα φυσικά, συνδέεται με άλλα φαινόμενα που συμβαίνουν μηχανικά και περιλαμβάνουν και τη μίμηση της συμπεριφορά και των συναισθημάτων των άλλων.



Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το χασμουρητό, που είναι γνωστό πως εύκολα μεταδίδεται σε μια παρέα ή η ηχολαλιά. Οι υπάρχουσες έρευνες έχουν εστιάσει κυρίως στις διάφορες μιμητικές συμπεριφορές ως ένα κοινωνικό εργαλείο μάθησης, εξετάζοντας καταστάσεις στις οποίες οι άνθρωποι υιοθετούν τη μίμηση σε ένα κοινωνικό πλαίσιο ως μια στρατηγική συνεργασίας. Τέτοιες μελέτες δείχνουν πώς οι μιμητικές συμπεριφορές είναι χρήσιμες σε πλαίσια στα οποία ζητείται η συνεργασία.

Σε μια πρόσφατη όμως έρευνα που βρίσκεται δημοσιευμένη στο επιστημονικό περιοδικό Scientific Reports,, δύο ερευνητές, ο Fabrizio Mafessoni και Michael Lachmann, προτείνουν μια νέα προσέγγιση στη μελέτη μιμητικών στρατηγικών που επιτρέπου μια διαφορετική εξήγηση ως προς το γιατί αυτές οι στρατηγικές έχουν εξελιχθεί στο ανθρώπινο είδος.

Η ενσυναίσθηση δεν έχει απλά στόχο τη συνεργασία

Στη μελέτη τους, οι ερευνητές αποφάσισαν να δουν αν η ενσυναίσθηση και άλλοι παρόμοιοι μηχανισμοί θα μπορούσαν να αναπτυχθούν απουσία ενός κοινωνικού πλαισίου που απαιτεί συνεργασία.

Οι Mafessoni και Lachmann ονομάζουν τέτοιους μηχανισμούς «στρατηγικές ανάγνωσης του νου» και εξηγούν το στόχο της τρέχουσας έρευνας: τη σύγκριση διάφορων στρατηγικών «ανάγνωσης του νου» και την απόδειξη ότι σε σύνθετα κοινωνικά πλαίσια, όπου μπορεί να υπάρχουν ανεπαρκείς κοινωνικές πληροφορίες που να μας βοηθούν να συμπεράνουμε τη συμπεριφορά των άλλων, θα αναπτυχθούν μιμητικές στρατηγικές για να μπορέσουμε να συμπεράνουμε (προβλέψουμε τις πράξεις των άλλων».

Οι δύο ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι, όπως και άλλα κοινωνικά ζώα, εμπλέκονται σε στρατηγικές «ανάγνωσης του νου» σε αυθόρμητη βάση, μπαίνοντας συνέχεια στη διαδικασία να υποθέσουμε τι σκέφτονται οι άλλοι, ώστε να μπορέσουμε να ενισχύσουμε τη συνεργασία.

Για να στηρίξουν αυτό τον ισχυρισμό, αναφέρουν την ύπαρξη των «κατοπτρικών νευρώνων» ως μια σειρά εγκεφαλικών κυττάρων που ενεργοποιούνται σε δύο πλαίσια: όταν ένα άτομο, για παράδειγμα, σηκώνει το χέρι του και όταν παρατηρεί κάποιον άλλο να σηκώνει το χέρι του.

Κατά την εφαρμογή ενός ειδικού ανεπτυγμένου μοντέλου, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι ένα άτομο μπορεί να συγχρονιστεί (μιμηθεί) κάποιον άλλο, ακόμα κι όταν δεν έχει κάποιο όφελος από αυτό.

Εν συντομία, οι ερευνητές πιστεύουν ότι η ενσυναίσθηση και παρόμοιοι μηχανισμοί έχουν εξελιχθεί απλά ως ένα εργαλείο πρόβλεψης του τι σκέφτονται και νιώθουν οι άλλοι. Ο Manfessoni, συγκεκριμένα πιστεύει ότι οι απαρχές της ενσυναίσθησης μπορεί να βρίσκονται στην ανάγκη απλά να καταλάβουμε τους άλλους ανθρώπους. Ο Lachmann πιστεύει ότι το μοντέλο τους αλλάζει εντελώς το πώς εξηγούμε τη συναισθηματική αυτή συμπεριφορά.

Η ουσία είναι ν’ αγαπάς, αμέσως θα μάθεις πώς χτίζεται ο Παράδεισος

Ο Ντοστογιέφσκι θέλοντας να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε σε ποια κατάσταση βρίσκεται αυτή τη στιγμή η ανθρωπότητα και πώς μπορούμε να τη σώσουμε αν θέλουμε, χρησιμοποιεί έναν ήρωα, τον οποίο οι άλλοι αποκαλούν γελοίο και τρελό, που όμως όλως παραδόξως το παραδέχεται και ο ίδιος, αφού μάλιστα λέει πως είναι γελοίος από γεννησιμιού του. Όταν ενηλικιώθηκε και τελείωσε και το Πανεπιστήμιο έψαχνε να βρει λύσεις για το πρόβλημά του, το γιατί να είναι γελοίος, αλλά μη βρίσκοντας τίποτα αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει, ώσπου ένα βροχερό βράδυ στις 3 Νοεμβρίου, γυρνώντας στο σπίτι του μετά από συνάντηση που είχε με φίλους, έμαθε την αλήθεια.

Ο ήρωάς μας πάλευε με τον εαυτό του εδώ και δυο μήνες ν’ αυτοκτονήσει, γι’ αυτό και είχε αγοράσει ένα περίστροφο. Τα βράδια δεν έκλινε μάτι γιατί προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη στιγμή για την αυτοκτονία. Εκείνο το βράδυ που γύρισε στο σπίτι αισθάνθηκε πως ήρθε η κατάλληλη στιγμή και γι’ αυτό έβαλε το περίστροφο πάνω στο τραπέζι κι έκατσε στην καρέκλα κοντά του. Όμως όλως παραδόξως εκείνο το βράδυ αποκοιμήθηκε και είδε ένα όνειρο, ότι πράγματι αυτοκτόνησε και κάποιος τον μετέφερε σ’ ένα μέρος που έμοιαζε πολύ με τη γη μας. Ξανάβλεπε τον ήλιο και το μέρος του φαινόταν σαν ένα από τα Ελληνικά νησάκια του αρχιπελάγους. Έβλεπε μια σμαραγδένια θάλασσα, δέντρα με υπέροχους βλαστούς και το λιβάδι έλαμπε ανθόσπαρτο. Τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα κοπαδιαστά κι έρχονταν χωρίς φόβο να κάτσουν στους ώμους του. Οι κάτοικοι τον περιτριγύρισαν και τον αγκάλιασαν. Ήταν άνθρωποι όμορφοι, που ακτινοβολούσαν σοφία και γαλήνη, με πρόσωπα χαρωπά και ήρεμα και αμέσως σκέφτηκε πως έτσι θα ήταν η γη πριν από το προπατορικό αμάρτημα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν του έκαναν ερωτήσεις και το μόνο τους μέλημα ήταν να διώξουν τον πόνο που ήταν χαραγμένος στο πρόσωπό του. Δεν είχαν φιλοδοξίες, γιατί είχαν φτάσει στην τελειότητα. Η γνώση τους ήταν πιο βαθιά και πιο υψηλή από τη δική του. Κοιτούσαν τα δέντρα τους με πολλή αγάπη και τους μιλούσαν σαν να ήταν όμοιοί τους. Με τα ζώα ζούσαν ειρηνικά χωρίς να τα πειράζουν, απλά τα εξημέρωναν με την αγάπη τους και μ’ αυτό τον τρόπο έδειχναν την εκτίμησή τους στη φύση. Μέχρι και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού επικοινωνούσαν. Αναρωτιόταν δε με έκπληξη πως γινόταν και δεν είχαν προσβάλλει τόσο καιρό ένα πλάσμα σαν αυτόν και επίσης δεν του είχαν ξυπνήσει μέσα του αισθήματα ζήλειας και φθόνου. Μοιράζονταν την αγάπη και αποκτούσαν παιδιά, αλλά ποτέ δεν είδε σ’ αυτούς την έξαψη της σκληρής ηδονής, που έβλεπε στη δική του γη και που είναι η πηγή για σχεδόν όλα τα αμαρτήματα της ανθρωπότητας. Δεν υπήρχαν καυγάδες, ούτε ζήλιες μεταξύ τους, αλλά ούτε θλίψη και δάκρυα ακόμα και στο θάνατο. Δεν είχαν καθόλου ναούς, ούτε θρησκεία, αλλά ζούσαν σ’ ένα είδος αδιάκοπης επικοινωνίας με το σύμπαν. Το απόβραδο έψελναν χορικά, για ν’ αποχαιρετήσουν με ευχές την ημέρα που έφευγε. Υμνούσαν τη φύση, τη γη, τη θάλασσα, τα δάση, μέχρι που υμνούσαν ο ένας τον άλλον με απλά λόγια που έβγαιναν από την καρδιά και άγγιζαν την καρδιά. Κι αυτός με τη σειρά του τους είπε πως υπήρξαν στιγμές, όταν ζούσε στη γη του, που είχε αισθανθεί αυτούς και τη δόξα τους και ότι του είχαν τύχει στιγμές που δάκρυσε αντικρύζοντας ένα ηλιοβασίλεμα και ότι πόναγε πάντα όταν ένιωθε το μίσος των ανθρώπων ενώ αυτός δεν μπόρεσε να τους μισήσει και πάντα τους συγχωρούσε.

Κάποια στιγμή μέσα στο όνειρό του φτάνει στη δική του γη και προσπαθεί να βρει τρόπους, ώστε να περιγράψει στους ανθρώπους αυτά που είδε και έζησε όμως του ήταν αδύνατο να ενσωματώσει όλα αυτά στα αδύνατα λόγια. Έλεγε πως μπορεί και να μην τον πιστέψουν αν τους τα έλεγε όλα αυτά ή ακόμα και να τον κοροϊδέψουν γιατί αυτό ήταν ένα απλό όνειρο. Γι’ αυτόν όμως μπορεί και να μην ήταν όνειρο, γιατί έζησε όλα αυτά τόσο φανερά που του φανερώθηκε η αλήθεια που έψαχνε. Προσπάθησε να τους πει ότι η αιτία που δημιούργησε το κακό είναι το ψέμα που εμφανίστηκε μετά το προπατορικό αμάρτημα. Οι άνθρωποι έμαθαν να ψεύδονται και το σπέρμα του ψέματος τρύπωσε μέσα στην καρδιά τους και τους φάνηκε αρεστό. Λίγο αργότερα γεννήθηκε η ηδονή, που γέννησε τη ζήλεια και η ζήλεια τη σκληρότητα, που αυτή γέννησε την εκδίκηση με αίμα και αυτή η αιτία άρχισε να τους χωρίζει. Σχηματίστηκαν συμμαχίες που όμως η μια στράφηκε εναντίον της άλλης. Κατόπιν έμαθαν να ντρέπονται και την ντροπή την έκαναν αρετή. Σιγά σιγά γεννήθηκε το αίσθημα της τιμής και κάθε συμμαχία ύψωσε το φλάμπουρό της. Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα και τα ζώα κρύφτηκαν στα δάση κι έγιναν επιθετικά. Άρχισε τότε ο τοπικισμός, ο ατομικισμός και η διάκριση μεταξύ δικού μου, δικού σου. Έμαθαν τη θλίψη και την αγάπησαν, αναζήτησαν τον πόνο και είπαν πως η αλήθεια κατακτιέται μέσα από τον πόνο. Αφού έγιναν κακοί, άρχισαν να μιλούν για ανθρωπισμό και αδελφότητα. Αφού έγιναν εγκληματίες, επινόησαν τη δικαιοσύνη και έβαλαν νόμους και για να υποχρεώσουν τους ανθρώπους να τους τηρούν θέσπισαν τη λαιμητόμο. Δεν τους έμενε πια παρά να σκέφτονται την ευτυχία της παλιάς εποχής, που την ονόμαζαν όνειρο. Τόση μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξαναγίνουν αθώοι που έχτισαν ναούς, δημιούργησαν θρησκείες, αλλά αν τους ρωτήσεις αν θέλουν να ξαναγυρίσουν εκεί θα σου πουν όχι. Σαν αντιστάθμισμα σου λένε πως έχουνε την επιστήμη και χάρη σ’ αυτή θα ξαναβρούν την αλήθεια, που αυτή τη φορά θα την αποδεχτούν συνειδητά. Έτσι ο καθένας κατάντησε να προσκολληθεί στον εαυτό του τόσο ζηλότυπα που πάσχισε να ταπεινώσει και να μειώσει με κάθε μέσο τους άλλους. Εμφανίστηκε η δουλεία, οι αδύνατοι υποτάχτηκαν με τη θέλησή τους στους πιο δυνατούς, ώστε να τους βοηθήσουν να συντρίψουν τους ακόμα πιο αδύνατους. Όταν εμφανίστηκαν άνθρωποι δίκαιοι που τους μιλούσαν για την αλαζονεία τους , τους κορόιδεψαν και τους λιθοβόλησαν και αίμα Αγίων έβαψε τους ναούς τους. Πολύ γρήγορα όμως εμφανίστηκαν και μακροχρόνιοι πόλεμοι για να επιβάλλουν οι πιο δυνατοί τις δικές τους αρχές και αξίες που ζητούσαν όλα ή τίποτα. Στο τέλος οι άνθρωποι εξαντλούνταν από τον αδιάκοπο μόχθο και τα πρόσωπά τους έφερναν τα στίγματα του πόνου και διακήρυτταν οι άνθρωποι αυτοί, ότι ο πόνος είναι ομορφιά, αφού η σκέψη δεν υπάρχει παρά χάρη στον πόνο. Κι έτσι δημιούργησαν τραγούδια που εξυμνούν τον πόνο. Στο τέλος τους ικέτευε να τον σταυρώσουν για να πάρει επάνω του όλη τη δυστυχία του κόσμου, εκείνοι όμως εξακολουθούσαν να τον χλευάζουν και να τον λένε τρελό. Τότε μια θλίψη πλημμύρισε την ψυχή του, σφίχτηκε η καρδιά του και ένιωσε να πεθαίνει, όμως εκείνη την ώρα ξύπνησε.

Τώρα που ξύπνησε επιθυμεί να ζήσει. Να ζήσει για να κηρύξει και να διακηρύξει την Αλήθεια. Γιατί είδε την Αλήθεια και τώρα ξέρει πως οι άνθρωποι μπορούν να είναι ωραίοι και ευτυχισμένοι χωρίς να χάσουν την επίγεια ζωή, γιατί είναι τόσο απλό ώστε μπορεί μέσα σε μια μόνο ώρα να έχουν όλα επανορθωθεί.

«Η ουσία είναι να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, αυτό είναι όλο και δε χρειάζεται άλλο. Αμέσως θα μάθεις πως χτίζεται ο Παράδεισος».

Η ζωντανή εικόνα αυτού που είδε, θα είναι πάντοτε παρούσα μέσα του, θα μπορεί πάντα να τον ξεσηκώνει και να τον καθοδηγεί.

Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου

Τολμάς να… θυμάσαι;

Αν είχες την ευκαιρία, δεν θα δίσταζες.

Ή ίσως είναι η έλλειψη της ευκαιρίας που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της βεβαιότητας πως αν ήταν δική σου, δική σας, δική μας, θα την άρπαζες απ’ τα μαλλιά.

Μαίνεσαι πως φταίνε οι συνθήκες, η εποχή, οι καταστάσεις αλλά μέσα σου ξέρεις.

Είναι το άπιαστο και το αδύνατο που κάνουν την αίσθηση της τόσο ισχυρή.

Θέλεις να πιστεύεις σε δράκους και δαίμονες.

Δεν υπάρχει παραμύθι χωρίς κακούς, επιθυμίες χωρίς δυσκολίες, ευκαιρίες χωρίς εμπόδια.

Η αναβλητικότητα σου στηρίζεται σ αυτή την εξήγηση. Ή μήπως σ’ αυτή τη δικαιολογία;

Η ύπαρξη όλων των παραπάνω στοιχειοθετούν τη χαμένη υπόθεση.

Την ανάγκη που δεν κυνήγησες, το όνειρο που δεν πραγματοποίησες, την ευκαιρία που δεν εκμεταλλεύτηκες. Το μυστήριο λύθηκε.

Αν είχες την ευκαιρία… αλλά δεν την έχεις.

Δε φταις εσύ. Είσαι πεπεισμένος ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεσαι.

Μέχρι που έρχονται εκείνα τα βράδια της ανείπωτης ειλικρίνειας.

Εισβάλει η αλήθεια απρόσκλητη και σε κοιτά κατάματα, ψιθυρίζει στ’ αυτί σου, χορεύει τις σκέψεις σου, ξυπνά τους φόβους σου, μεγεθύνει τις αμφιβολίες σου.

Σου υπενθυμίζει με τον σκληρότερο τρόπο πως το μόνο που χρειάζεται είναι να ρισκάρεις να κάνεις ένα βήμα.

Ένα βήμα μακρύτερα από τη σιγουριά σου και πιο κοντά στην επιθυμία σου.

Ένα βήμα έξω από τον προστατευμένη περιοχή σου και μέσα στην απαγορευμένη ζώνη.

Ένα βήμα εκεί όπου συνυπάρχει ο κίνδυνος με την έξαψη, το άγνωστο με την συγκίνηση, ο φόβος με την ένταση.

Ένα βήμα.

‘Όμως εσύ δεν έχεις μάθει να ισορροπείς σε τεντωμένο σκοινί, να περνάς μέσα από συμπληγάδες, ν’ αντικρίζεις χίμαιρες, ν’ αντιμετωπίζεις Σκύλες και Χάρυβδες.

Εσύ βουτάς στο κενό με δίχτυ ασφαλείας.

Περιμένεις στα μετόπισθεν και αφήνεις τους άλλους να αγωνίζονται στην αρένα.

Πηδάς από ύψος ενός μέτρου και μετράς τα υπόλοιπα νοερά.

Κολυμπάς σε ρηχά νερά και δεν ξανοίγεσαι στα βαθιά.

Είσαι αυτός που σ’ έναν αγώνα ταχύτητας αντί να τρέχει περπατά.

Αυτός που μετρά τις απώλειες πριν καν αποφασίσει να ριχτεί στη μάχη.

Αυτός που ζητά μια ευκαιρία σ’ έναν επίγειο παράδεισο που δεν έψαξε στιγμή.

Όμως, οι χαμένες ευκαιρίες δεν πηγαίνουν στον παράδεισο.

Δεν παίρνουν σάρκα και οστά. Δεν υπήρξαν ποτέ αλλά μένουν πάντα εδώ, στο πουθενά.

Τιμωρημένες να περιφέρονται αιώνια στη ζώνη του λυκόφωτος.

Δε θάβονται με το χρόνο, δε χάνονται στη λήθη, δεν παρασύρονται από ορμητικά ποτάμια.

Ξυπνούν τις ερινύες, σκαλίζουν τις ενοχές, κάμπτουν τις αντιστάσεις και δεν ηρεμούν αν δεν πέσει το απόλυτο σκοτάδι.

Οι ευκαιρίες που χάθηκαν, οι πράξεις που δεν έγιναν, τα λόγια που δεν ειπώθηκαν.

Χαμένοι παράδεισοι. Χαμένες ελπίδες. Χαμένα όνειρα. Χαμένες πατρίδες.

Κι εσύ που και που στα χαμένα. Να αναμετριέσαι με τα ερωτήματα και τις υποθέσεις σου.

Να κοστολογείς απώλειες σε στιγμές, σε πνοές, σε συναισθήματα.

Να θρηνείς για όσα δεν τόλμησες για σένα, για εσάς, για εμάς.

Και καμιά φορά εύχεσαι να είχες βρει το δρόμο σου νωρίτερα.

Και άλλες φορές εύχεσαι να γινόταν να σταματήσεις να θυμάσαι.

Όμως, θυμάσαι.

Κινήσου μέσα στο πλήθος, αλλά να μην είσαι ποτέ μέρος του

Αποτέλεσμα εικόνας για Κινήσου μέσα στο πλήθοςΑν η ζωή σου εξαρτάται από την έγκριση των άλλων, τότε ζεις μια ζωή που δεν είναι αυθεντική. Ποτέ δεν ζεις τη δική σου ζωή. Ζεις απλώς μια ζωή την οποία εγκρίνουν οι άλλοι. Τότε η ζωή γίνεται ψεύτικη, κάλπικη κι εσύ γίνεσαι δυστυχισμένος, μίζερος, ψεύτικος. Νιώθεις απογοήτευση, ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα.

Η ζωή μπορεί να έχει νόημα μόνο όταν είναι πραγματική. Και πραγματική ζωή σημαίνει ότι δεν σκοτίζεσαι για το τι λένε οι άλλοι.

Εσύ απλώς ασχολείσαι με αυτό που μπορείς να είσαι, όχι με αυτό που προσδοκούν η εγκρίνουν οι άλλοι.

Απλώς ξέχνα τους άλλους, σαν να είσαι μόνος σου.

Κινήσου μέσα στο πλήθος, αλλά να μην είσαι ποτέ μέρος του.

Γιατί οι άλλοι θα έπρεπε να ασχολούνται μαζί σου; Εκείνοι είναι νευρωτικοί και το να ασχολείσαι μαζί τους είναι και πάλι μια νεύρωση, μια καθρεφτισμένη νεύρωση.

Ο άνθρωπος που είναι υγιής δεν σκοτίζεται για τους άλλους, δεν έχει καμία κρίση για τους άλλους. Αν θέλουν να είναι δημιουργικοί, ωραία. Αν θέλουν να είναι τρελοί, πάλι ωραία. Είναι η δική τους ζωή και τελικά εκείνοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτήν. Έτσι, ο άνθρωπος που είναι υγιής δεν κρίνει ποτέ κανέναν και ποτέ δεν ζητάει τη γνώμη κανενός.

Το ίδιο το γεγονός ότι ζητάς τη γνώμη τους, δείχνει ότι μέσα σου ταλαντεύεσαι, ότι δεν στηρίζεσαι στον εαυτό σου και χρειάζεσαι στήριγμα από τους άλλους.

Μόλις σήμερα διάβασα ένα ανέκδοτο:

Ένας άντρας μπαίνει σε ένα τρένο που έγραφε ότι πηγαίνει στο Λονδίνο, ρωτάει όμως έναν άνθρωπο που καθόταν μέσα στο βαγόνι:
“Αυτό το τρένο πηγαίνει στο Λονδίνο;” Ο άνθρωπος λέει “ναι”, αλλά επειδή διαβάζει την εφημερίδα του, η απάντησή του ακούστηκε κάπως αβέβαιη, οπότε ο άντρας δεν πείθεται. Ξαναρωτάει τον ίδιο άνθρωπο: “Κύριε, όντως πηγαίνει στο Λονδίνο;” Ο άλλος απαντάει: “Ναι, όντως πηγαίνει στο Λονδίνο” Τώρα όμως είναι θυμωμένος, επειδή έχει διακόψει το διάβασμα της εφημερίδας.
Ένας άλλος επιβάτης ρωτάει τον αβέβαιο άντρα: “Δεν ξέρεις να διαβάζεις; Παντού γράφει ότι το τρένο πηγαίνει στο Λονδίνο!” Τελικά ο άντρας πείθεται κι ετοιμάζεται να καθίσει, ενώ το τρένο είναι έτοιμο να φύγει. Εκείνη τη στιγμή, ένας αργοπορημένος επιβάτης μπαίνει τρέχοντας στο βαγόνι, χωρίς να διαβάσει που πηγαίνει και ρωτάει τον άντρα της ιστορίας: “Αυτό το τρένο πηγαίνει στο Λονδίνο;” Κι ο άντρας απαντάει: “Ωχ, με κάνατε πάλι να μην είμαι σίγουρος!”

Αυτό κάνεις κι εσύ με τον εαυτό σου. Μμ; Οποιοσδήποτε μπορεί να σε κάνει να μην είσαι σίγουρος για το αν είσαι καλός ή για το αν είσαι όμορφος. Αυτό δεν είναι αληθινό είναι, είναι ψεύτικο. Είναι αυτό που έχεις μαζέψει από τις γνώμες των άλλων.

Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί;

Όταν καταφέρνουμε να έχουμε τη δουλειά των ονείρων μας, έπειτα από κάποιο καιρό θέλουμε να την αλλάξουμε με μια καλύτερη. Αν μας τύχει το λαχείο κι αγοράσουμε ένα καλό αυτοκίνητο, έπειτα από λίγο καιρό μπορεί να θελήσουμε κι ένα ιστιοπλοϊκό. Όταν επιτέλους καταφέρουμε να κατακτήσουμε τον άντρα ή τη γυναίκα που ποθούσαμε, ξαφνικά νιώθουμε περιέργεια για άλλο πρόσωπο. Οι άνθρωποι μπορούμε να είμαστε ακόρεστοι.

Για τους στωικούς, αυτός ο τύπος επιθυμιών και φιλοδοξιών δεν αξίζουν να τις επιδιώκει κανείς. Ο στόχος του ενάρετου ανθρώπου είναι να επιτύχει ηρεμία (αταραξία): μια κατάσταση απουσίας αρνητικών συναισθημάτων όπως το άγχος, ο φόβος, η λύπη, η ματαιοδοξία, ο θυμός, και παρουσίας θετικών συναισθημάτων όπως, για παράδειγμα, η χαρά, η αγάπη, η γαλήνη και η ευγνωμοσύνη.

Για να διατηρήσουν ενάρετο το μυαλό, οι στωικοί επιδίδονταν σε κάτι σαν “αρνητική προβολή”: φαντάζονταν “το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί”, έτσι ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι σε περίπτωση που ορισμένα προνόμια και ηδονές εξαφανιστούν από τη ζωή μας.

Για να “επιδοθούμε στην αρνητική προβολή”, χρειάζεται να παρατηρήσουμε αρνητικά γεγονότα, αλλά χωρίς να μας ανησυχήσουν.

Ο Σενέκας, ένας από τους πλουσιότερους άνδρες της αρχαίας Ρώμης, είχε μια ζωή με όλων των ειδών τις πολυτέλειες, αλλά στην πράξη ήταν ένας στωικός. Συμβούλευε να σκέφτεται κανείς και να επιδίδεται στην αρνητική προβολή στο κρεβάτι κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί. Κι όχι μόνο προέβαλλε αρνητικές καταστάσεις, αλλά και τις εφάρμοζε, ζώντας για παράδειγμα μια βδομάδα χωρίς υπηρέτες και χωρίς να πίνει και να τρώει σαν πλούσιος. Έτσι κατάφερνε να απαντήσει στην ερώτηση: Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί;

Δεν χρησιμεύει σε τίποτα να ανησυχούμε για πράγματα που είναι απολύτως έξω από τον έλεγχό μας. Πρέπει να έχουμε ξεκαθαρίσει τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να ελέγξουμε, ώστε με τον τρόπο αυτό να μάθουμε να μην παρασυρόμαστε από τα αρνητικά συναισθήματα.

“Ο άνθρωπος επηρεάζεται όχι από τα συμβάντα, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο τα υπολογίζει” έλεγε ο Επίκτητος.

Ένα άλλο κλειδί για την καλλιέργεια της ανθεκτικότητας είναι να ξέρεις σε τι χρόνο να ζήσεις. Τόσο ο βουδισμός όσο κι ο στωικισμός μάς υπενθυμίζουν ότι το μόνο που υπάρχει και είναι υπό τον έλεγχό μας είναι το παρόν.

Δεν πρέπει να ανησυχούμε για το παρελθόν ή το μέλλον, αλλά να εκτιμούμε τα πράγματα όπως είναι αυτή τη στιγμή, στο τώρα.

Εκτός από το “τώρα”, οι στωικοί συνιστούν να παρατηρούμε την παροδικότητα των πραγμάτων γύρω μας.

Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος έλεγε ότι “τα πράγματα που αγαπάμε είναι σαν τα φύλλα των δέντρων, μπορούν να πέσουν οποιαδήποτε στιγμή σηκωθεί αέρας”. Επίσης είπε ότι “η αλλαγή σε αυτό που μας περιβάλλει δεν είναι κάτι τυχαίο, αλλά αποτελεί μέρος της ουσίας του Σύμπαντος”, μια σκέψη πραγματικά πολύ βουδιστική.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα όσα έχουμε κι όλα τα πρόσωπα που αγαπάμε θα εξαφανιστούν κάποια στιγμή. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να το έχουμε στο νου, αλλά χωρίς να γινόμαστε απαισιόδοξοι.

Η επίγνωση της παροδικότητας των πραγμάτων δεν πρέπει να μας λυπεί, αλλά να μας χρησιμεύει για να αγαπάμε το παρόν και τους γύρω μας.

“Όλα τα ανθρώπινα πράγματα έχουν ζωή σύντομη και πεπερασμένη” έλεγε ο Σενέκας.

Ο λόγος δυνάστης μέγας εστίν

Ευκοσμία είναι για την πόλη οι γεροί άντρες, για το σώμα η ομορφιά, για την ψυχή η σοφία, για την πράξη η αρετή, για το λόγο η αλήθεια· τα αντίθετά τους ακοσμία. Τον άντρα και τη γυναίκα, τον λόγο και την πράξη, την πόλη και τα πράγματα που αξίζουν τον έπαινο πρέπει με επαίνους να τα τιμάμε, ενώ τα ανάξια να τα κατακρίνουμε.

[Η Ελένη] έκανε όσα έκανε είτε από θέλημα της Τύχης και απόφαση των θεών και της Ανάγκης προσταγή, είτε επειδή αρπάχτηκε με τη βία, είτε επειδή πείσθηκε με λόγια, είτε επειδή από τη θωριά ερωτεύτηκε.

Αν ήταν ο λόγος που την έπεισε και εξαπάτησε την ψυχή της, ούτε σ’ αυτή την περίπτωση είναι δύσκολη η υπεράσπιση και η ανασκευή της κατηγορίας. Ο λόγος είναι ένας μεγάλος δυνάστης, που ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα, επιτελεί τα έργα τα πιο θεϊκά· γιατί μπορεί και το φόβο να σταματήσει και τη λύπη να διώξει και χαρά να προκαλέσει και τον οίκτο να αυξήσει. Πόσοι δεν έχουν πείσει ή δεν πείθουν τόσους και τόσους για τόσα πράγματα, πλάθοντας έναν ψευδή λόγο! Ποιά αιτία λοιπόν μας εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήρθε στην Τροία χωρίς τη θέλησή της, το ίδιο όπως αν αρπάχτηκε από απαγωγέων τη βία; Αφού η επίδραση της πειθούς, αν και δεν έχει του εξαναγκασμού τη μορφή, έχει την ίδια μ’ αυτόν δύναμη.

Γοργίας, Ελένης Εγκώμιον, 1, 6-8 και 11-12

ΓΟΡΓΙΑΣ Ο ΛΕΟΝΤΊΝΟΣ (483/80-376/5 π.Χ.)
Κορυφαίος σοφιστής και ρήτορας, δίδαξε στη Σικελία, την Αττική και τη Θεσσαλία. Μελέτησε πρώτος το λόγο και την επίδραση του στον ψυχισμό του ανθρώπου και είδε τη ρητορική ως “πειθούς δημιουργό”, δηλαδή ως μέθοδο για να διατυπώνει ο άνθρωπος τη γνώμη του με τρόπο πειστικό

Ο ΔΙΑΣ ΣΥΝΕΤΡΙΒΕ ΤΟΥΣ ΑΝΕΝΤΙΜΟΥΣ

Μία από τις γυναίκες του Δία ήταν, όπως είδαμε, και η Θέμις, που έκανε μαζί του παιδιά τις τρεις Μοίρες, δηλαδή τη Λάχεση, την Κλωθώ και την Άτροπο, και τις τρεις 'Ωρες, δηλαδή τη Δίκη, την Ευνομία και την Ειρήνη.

Για τη Δίκη μάλιστα έλεγαν πως μόνο αυτή είχε το θρόνο της δίπλα στο θρόνο του πατέρα της, όταν εκείνος δίκαζε. Στον Δία κατέφευγαν οι θεοί όταν είχαν κάποια διαφορά μεταξύ τους ή βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, και τον Δία παρακαλούσαν οι άνθρωποι να προστατεύσει το δίκιο τους, κάθε φορά που δεν τα κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.

Αλλά και ο ίδιος ο Δίας, χωρίς πάντα να επικαλούνται την επέμβασή του, έμπαινε στη μέση και φανέρωνε τη βουλή του, σαν έβλεπε πως κάποιο ζήτημα έφτανε σε αδιέξοδο ή κάποια υπόθεση ακολουθούσε στραβό δρόμο και γινόταν για το κακό ενός αθώου και για το κέρδος εκείνων που καταπατούσαν το δίκιο και δεν είχαν πάνω τους τον φόβο του θεού.

Έτσι ο Δίας με την κρίση του φρόντιζε πάντα όχι μόνο να λύνει τις διαφορές, χωρίς να δυσαρεστήσει καμιά πλευρά, αλλά και να προστατεύει τους αδύναμους, να σώζει τους απελπισμένους, καμιά φορά ακόμα και να δίνει χάρη σε τιμωρημένους , που για δικό τους φταίξιμο είχαν κακοπαθήσει.

Όταν ο Ερμής έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα, ο Δίας πέτυχε όχι μόνο να πείσει τον Ερμή να τα επιστρέψει αλλά και να κάνει τους δύο αντίδικους φίλους παντοτινούς.

Όταν ο Απόλλων και ο Ηρακλής ήρθαν στα χέρια , γιατί ο Απόλλων αρνιόταν να δώσει χρησμό στον Ηρακλή και ο Ηρακλής άρπαξε τον τρίποδα της Πυθίας και πήγε να στήσει δικό του μαντείο, ο Δίας έριξε ανάμεσά τους έναν κεραυνό, τους χώρισε και έπεισε τον Απόλλωνα να δώσει χρησμό στον Ηρακλή.

Κι όταν πάλι ο Απόλλων πάλευε με τον 'Ιδα , που του είχε αρπάξει τη Μάρπησσα, την όμορφη κόρη του ποταμού Εύηνου, ο Δίας τους χώρισε και άφησε την ίδια την κοπέλα να διαλέξει όποιον από τους δυο ήθελε και τότε εκείνη προτίμησε τον 'Ιδα, γιατί σκέφτηκε πως, σαν περνούσαν τα νιάτα της, ο Απόλλων θα την παρατούσε.

Και στη διαφορά του Άδη με τη Δήμητρα, για την αρπαγή της Περσεφόνης, ο Δίας αποφάσισε να μένει η Περσεφόνη το ένα τρίτο του χρόνου στον Κάτω Κόσμο και τα δύο τρίτα κοντά στη μητέρα της.

Και στην περίπτωση του Άδωνη, που τον διεκδικούσαν η Περσεφόνη και η Αφροδίτη, γιατί και οι δυο κατά κάποιον τρόπο τον είχαν αναθρέψει, ο Δίας χώρισε το χρόνο στα τρία και είπε να μένει ο Άδωνις τη μια περίοδο κοντά στην Περσεφόνη, την άλλη κοντά στην Αφροδίτη και την τρίτη μόνος του, όπου ήθελε ο ίδιος και τότε ο Άδωνις αποφάσισε να μένει κοντά στην Αφροδίτη και στο διάστημα που θα έμενε μόνος του.

Όταν όμως μάλωσαν η Αθηνά με τον Ποσειδώνα για την εξουσία της Αθήνας, τότε ο Δίας, που δεν ήθελε να γίνει κακός με κανένα, απέφυγε να βγάλει απόφαση και τους έστειλε να τους δικάσουν οι Δώδεκα θεοί. Και εκείνοι ήταν που, όπως είδαμε, έκριναν πως η Αθήνα ανήκε στην Αθηνά.

Απ’ όλα τα παιδιά του τον Άρη μόνο, που χαιρόταν με τους τσακωμούς, τους πολέμους και τις μάχες, δεν τον χώνευε ο Δίας. Όταν στον Τρωικό Πόλεμο πήγε να παραπονεθεί του Δία πως η Αθηνά είχε βάλει τον ευνοούμενό της τον Διομήδη να εξευτελίζει στη μάχη και τους θεούς, τραυματίζοντας την Αφροδίτη και τον ίδιο, ο Δίας όχι μόνο δεν του έδωσε δίκιο αλλά και τον κατσάδιασε από πάνω.

Αντίθετα όμως, όταν ο Ήλιος, που μόνο το καλό ήξερε να κάνει σε όλους, του παραπονέθηκε πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα είχαν φάει από τα ιερά βόδια του, ο Δίας έκρινε πως αυτό δεν έπρεπε να είχε γίνει με κανέναν τρόπο, και έτσι κεραυνοβόλησε το καράβι τους και τους στέρησε τον γυρισμό στην πατρίδα.

Όταν στις Μυκήνες πήρε τη βασιλεία όχι ο Ατρέας, όπως ήταν το κανονικό, αλλά ο Θυέστης, που διατηρούσε κρυφές σχέσεις με τη γυναίκα του Ατρέα και είχε καταφέρει να πάρει με δόλο τη χρυσή προβιά, το σύμβολο της εξουσίας, ο Δίας που είδε από πάνω την αδικία, έστειλε τον Ερμή και είπε στον αδικημένο να κάνει τον αδελφό του να ομολογήσει πως θα έδινε πίσω τη βασιλεία όταν ο ήλιος θα ακολουθούσε αντίθετη πορεία. Ο Θυέστης συμφώνησε, και τότε ο Δίας πρόσταξε τον Ήλιο να δύσει από την ανατολή έτσι ο Θυέστης έχασε, και ο Ατρέας ανέβηκε στο θρόνο κανονικά.

Όταν πάλι σκότωσαν τον Αλκμαίωνα, ο Δίας έκανε τα παιδιά του μέσα σε μια μέρα από βρέφη άντρες για να εκδικηθούν τον φόνο του πατέρα τους.

Ο Δίας όχι μόνο συνέτριβε όσους καταπατούσαν το νόμο του αλλά και τιμούσε όσους είχαν μέσα τους το φόβο του θεού.

Έτσι όταν εξόντωσε τους άθεους Τελχίνες, την κόρη του βασιλιά τους τη Δεξιθέα, που του είχε δείξει όλο τον σεβασμό της, την έσωσε και την αξίωσε να ζευγαρωθεί με τον Μίνωα και να γίνει η μάνα ενός νέου λαού πάνω στο νησί της.

Και τον Κάδμο τον αξίωσε να γίνει βασιλιάς και στην Ήπειρο και, σαν γέρασε, τον έβαλε να ζήσει μακάρια, μαζί με τη γυναίκα του την Αρμονία , στα Ηλύσια Πεδία.

Και για χάρη του ευλαβικού Αμφιάραου, σαν έχασαν τη μάχη οι Επτά στη Θήβα, ο Δίας έκανε τη γη ν’ ανοίξει και να τον δεχτεί μέσα της ολοζώντανο και απείραχτο από το φονικό χέρι του εχθρού του, που ήταν έτοιμος να τον χτυπήσει πισώπλατα. Και τους γιους των Επτά, που φάνηκαν πιο φρόνιμοι και πιο δίκαιοι από τους πατεράδες τους, ο Δίας τούς βοήθησε να πάρουν τη Θήβα.

Ακόμα ο Δίας συμμεριζόταν και τον πόνο των άλλων και καμιά φορά από λύπηση άλλαζε ακόμα και τον φυσικό νόμο για να ανακουφίσει τους δυστυχισμένους.

Έτσι, όταν πέθανε ο ένας από τους δυο Διόσκουρους, ο Κάστωρ, που ήταν θνητός, ο άλλος, ο Πολυδεύκης, που ήταν αθάνατος, δεν ήθελε να ζήσει χωρίς τον αδελφό του, και τότε ο Δίας κανόνισε να ζουν κι οι δυο μαζί για πάντα, από μια μέρα μαζί με τους θεούς κι από μια μέρα μαζί με τους ανθρώπους.

Όταν πάλι ο Μέμνων έπεσε νεκρός από το χέρι του Αχιλλέα, ο Δίας σπλαχνίστηκε τη μητέρα του την Hώ στο σπαραγμό της και τον έκανε αθάνατο.

Ακόμα και για τη Νιόβη ένιωσε λύπηση στη συμφορά της ο Δίας και την έκανε πέτρα, από όπου ακόμα και τώρα τρέχουν τα δάκρυά της.

Η δικαιοσύνη του Δία ήταν τόση, που τον έκανε να δώσει χάρη ακόμα και στους εχθρούς του.

Έτσι ιστορούσαν πως στο τέλος ο Δίας απελευθέρωσε και τους Τιτάνες από τα δεσμά τους, ότι κατά κάποιον τρόπο αποκατέστησε και τον πατέρα του, τον Κρόνο , βάζοντάς τον βασιλιά στα Νησιά των Μακάρων, ότι και τον Προμηθέα αυτός συγκατατέθηκε για να τον λύσει ο Ηρακλής.

Επίσης ιστορούσαν πως όταν ο Δίας κατέστρεψε την ανθρωπότητα με τον κατακλυσμό, ο ίδιος πάλι επέτρεψε στον Δευκαλίωνα να σπείρει ένα νέο ανθρώπινο γένος. Και ο Δίας χάρισε τη μακάρια ζωή στο γένος των ηρώων, ύστερα από τους μεγάλους πολέμους στη Θήβα και στην Τροία. Και τέλος όρισε τρεις μυριάδες φύλακες δικούς του πάνω σ’ όλη τη γη, να επιβλέπουν το σωστό και το δίκαιο.

ΕΜΕΙΣ

Σ’ αυτή τη μεγάλη τοιχογραφία του κόσμου, που απεικονίζει η σύγχρονη φυσική, ποια θέση άραγε έχουμε εμείς ως ανθρώπινα όντα που αντιλαμβάνονται, παίρνουν αποφάσεις, γελάνε και κλαίνε; Αν ο κόσμος είναι ένα σμήνος από εφήμερα κβάντα χώρου και ύλης, ένα μεγάλο παζλ χώρου και στοιχειωδών σωματιδίων, εμείς τι είμαστε; Αποτελούμαστε κι εμείς μόνο από κβάντα και σωματίδια; Αν ναι, τότε από πού έρχεται αυτή η αίσθηση της ατομικής ύπαρξης και του μοναδικού εαυτού που έχει ο καθένας από μας; Και τι είναι οι αξίες μας, τα όνειρά μας, οι συγκινήσεις μας, η ίδια μας η γνώση; Τι είμαστε μέσα σ’ αυτό τον απέραντο και απαστράπτοντα κόσμο;

Στη μεγάλη εικόνα της σύγχρονης επιστήμης υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε, και ένα από αυτά που καταλαβαίνουμε λιγότερο είναι ο εαυτός μας. Αλλά το να αποφύγω αυτή την ερώτηση, ή να την αγνοήσω, θα ήταν, νομίζω, σαν να παραβλέπω κάτι ουσιαστικό. Έθεσα ως στόχο να δείξω πώς φαίνεται ο κόσμος στο φως της επιστήμης, κι ένα κομμάτι αυτού του κόσμου είμαστε κι εμείς.

«Εμείς», τα ανθρώπινα όντα, είμαστε κατ’ αρχήν το υποκείμενο που παρατηρεί τον κόσμο. Είμαστε οι συλλογικοί δημιουργοί αυτής της «φωτογραφίας» της πραγματικότητας που προσπάθησα να συνθέσω. Είμαστε κόμβοι σ’ ένα δίκτυο ανταλλαγών (των οποίων το παρόν βιβλίο είναι ένα παράδειγμα), μέσω των οποίων περνάμε εικόνες, εργαλεία, πληροφορίες και γνώση.

Αλλά είμαστε επίσης αναπόσπαστο μέρος του κόσμου που βλέπουμε, όχι εξωτερικοί παρατηρητές.

Βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτό τον κόσμο και η ματιά μας είναι εκ των έσω. Είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια άτομα και τα ίδια φωτεινά σήματα που ανταλλάσσονται ανάμεσα στα πεύκα πάνω στα βουνά και στα αστέρια στους γαλαξίες.

Καθώς η γνώση μας διευρύνθηκε, μάθαμε ότι η ύπαρξή μας είναι μόνο ένα μέρος του σύμπαντος,και μάλιστα ένα μικρό μέρος του. Αυτό είχε γίνει εμφανές κατά τους περασμένους αιώνες, αλλά κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Πιστεύαμε ότι βρισκόμασταν σ’ έναν πλανήτη στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά δεν είναι αλήθεια. Νομίζαμε ότι είμαστε μοναδικά όντα, ένα είδος διαφορετικό από την οικογένεια των ζώων και των φυτών, και ανακαλύψαμε ότι έχουμε την ίδια καταγωγή με κάθε τι ζωντανό γύρω μας. Έχουμε κοινούς προγόνους με τις πεταλούδες και τα πεύκα. Είμαστε σαν ένα μοναχοπαίδι που μεγαλώνοντας συνειδητοποιεί ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, όπως νόμιζε όταν ήταν παιδί. Και πρέπει να μάθει να είναι ένας ανάμεσα σε άλλους. Καθώς καθρεφτιζόμαστε στους άλλους και στα άλλα πράγματα, μαθαίνουμε ποιοι είμαστε.

Στην εποχή του γερμανικού φιλοσοφικού ιδεαλισμού, ο Σέλλινγκ σκεφτόταν ότι ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει την κορωνίδα της φύσης, το υψηλότερο σημείο όπου η πραγματικότητα αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Σήμερα, από την οπτική γωνία της γνώσης μας για τον φυσικό κόσμο, η ιδέα αυτή μας κάνει να χαμογελάμε. Αν είμαστε ιδιαίτεροι, είμαστε μόνο για τον εαυτό μας ή τους δικούς μας, όπως κάθε μητέρα είναι για το παιδί της, αλλά όχι για την υπόλοιπη φύση. Στον απέραντο ωκεανό των γαλαξιών και των άστρων, είμαστε μια απειροελάχιστη απόμερη γωνιά. Ανάμεσα στα άπειρα αραβουργήματα των μορφών που αποτελούν την πραγματικότητα, είμαστε απλώς ένα ποίκιλμα μεταξύ τόσων άλλων.

Οι εικόνες που κατασκευάζουμε για το σύμπαν ζουν μέσα μας, στον χώρο της σκέψης μας. Μεταξύ αυτών των εικόνων —αυτές που μπορούμε να ανακατασκευάσουμε και να κατανοήσουμε με τα περιορισμένα μέσα μας—και της πραγματικότητας της οποίας αποτελούμε μέρος, υπάρχουν αμέτρητα φίλτρα: η άγνοιά μας, οι περιορισμοί των αισθήσεων και της νοημοσύνης μας, οι ίδιες συνθήκες που η φύση μας ως υποκειμένων, και ξεχωριστών υποκειμένων, επιβάλλει στην εμπειρία.

Υπάρχει ειδικά ένα ζήτημα, σε ό,τι μας αφορά, που μας δημιουργεί συχνά αμηχανία: ποια η σημασία του ότι είμαστε ελεύθεροι να παίρνουμε αποφάσεις, αν η συμπεριφορά μας απλώς ακολουθεί τους προκαθορισμένους νόμους της φύσης; Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της δικής μας αίσθησης ελευθερίας και της αυστηρότητας με την οποία καταλαβαίνουμε ότι εκτυλίσσονται τα πράγματα του κόσμου; Μήπως υπάρχει κάτι μέσα μας που ξεφεύγει από την κανονικότητα της φύσης και μας επιτρέπει να στρίβουμε και να αποκλίνουμε από αυτή, με την ελευθερία της σκέψης μας;

Όχι, δεν υπάρχει τίποτα σ’ εμάς που να ξεφεύγει από τους κανόνες της φύσης. Αν μπορούσαμε να παραβιάζουμε τους νομούς της φύσης, θα το είχαμε ανακαλύψει μέχρι τώρα. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα σ’ εμάς που να παραβιάζει τη φυσική συμπεριφορά των πραγμάτων. Όλη η σύγχρονη επιστήμη, από τη φυσική στη χημεία, από τη βιολογία στη νευροεπιστήμη, δεν κάνει άλλο από το να επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση.

Η λύση της σύγχυσης βρίσκεται αλλού: όταν λέμε ότι είμαστε ελεύθεροι —και όντως μπορούμε να είμαστε—, σημαίνει ότι η συμπεριφορά μας καθορίζεται από αυτό που συμβαίνει μέσα μας, στον εγκέφαλο, και όχι από εξωτερικούς παράγοντες. Το ότι είμαστε ελεύθεροι δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά μας δεν διέπεται από τους νόμους της φύσης. Σημαίνει ότι καθορίζεται από τους νόμους της φύσης που ενεργούν στο μυαλό μας. Οι ελεύθερες αποφάσεις μας καθορίζονται ελεύθερα από τα αποτελέσματα των πλούσιων και φευγαλέων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των δισεκατομμυρίων νευρώνων του εγκεφάλου μας: είναι ελεύθερες όσο και η αλληλεπίδραση των νευρώνων που τις καθορίζει.

Αυτό άραγε σημαίνει ότι όταν αποφασίζω, είμαι «εγώ» που αποφασίζω; Ναι, φυσικά, διότι θα ήταν παράλογο να αναρωτιέμαι αν «εγώ» μπορώ να κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι αποφασίζει να κάνει το σύμπλεγμα των νευρώνων μου: τα δύο αυτά, όπως ο Ολλανδός φιλόσοφος Μπαρούχ Σπινόζα κατάλαβε με αξιοθαύμαστη διαύγεια τον 17ο αιώνα, είναι ένα και το αυτό. Δεν υπάρχει «εγώ» και οι «νευρώνες του εγκεφάλου μου». Είναι το ίδιο πράγμα. Κάθε άνθρωπος συνιστά μια διαδικασία πολύπλοκη, αλλά ενιαία.

Όταν λέμε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι απρόβλεπτη, έχουμε δίκιο, διότι παραείναι περίπλοκη για να θεωρηθεί προβλέψιμη, κυρίως από εμάς τους ίδιους. Η έντονη αίσθηση της εσωτερικής μας ελευθερίας, όπως ο Σπινόζα είδε με οξυδέρκεια, προέρχεται από το γεγονός ότι οι ιδέες και οι εικόνες που έχουμε για τον εαυτό μας είναι πιο πρωτόγονες και χοντροκομμένες από τη λεπτομέρεια των πολύπλοκων διεργασιών που συμβαίνουν μέσα μας. Είμαστε πηγή έκπληξης για τον ίδιο μας τον εαυτό. Έχουμε εκατό δισεκατομμύρια νευρώνες στον εγκέφαλό μας, όσα άστρα έχει ένας γαλαξίας, καθώς και έναν αστρονομικό αριθμό συνδέσεων και πιθανών συνδυασμών μεταξύ τους. Αλλά δεν έχουμε επίγνωση όλων αυτών. «Εμείς» είμαστε η διαδικασία που διαμορφώνεται από την εν λόγω πολυπλοκότητα, όχι αυτό το λιγοστό του οποίου έχουμε συνείδηση.

Το «εγώ» που αποφασίζει είναι το ίδιο «εγώ» που διαμορφώνεται —με τρόπο βεβαίως όχι ακόμα εντελώς σαφή, αλλά αρχίζουμε να τον διαβλέπουμε— από αντανακλάσεις του εαυτού του, από αυτο-αναπαραστάσεις του μέσα στον κόσμο, από την κατανόηση του εαυτού ως μεταβαλλόμενης οπτικής γωνίας, τοποθετημένης στον κόσμο από αυτή την εντυπωσιακή κατασκευή που επεξεργάζεται πληροφορίες και δημιουργεί αναπαραστάσεις, δηλαδή τον εγκέφαλό μας. Όταν έχω την αίσθηση ότι ότι «εγώ» αποφασίζω, είναι απολύτως σωστό — ποιος άλλος; Εγώ, όπως έλεγε ο Σπινόζα, είμαι το σώμα μου, καθώς και ό,τι συμβαίνει στον εγκέφαλο και στην καρδιά μου, με την τεράστια και για μένα αξεδιάλυτη πολυπλοκότητά τους.

Αυτός ο παράξενος, πολύχρωμος και εκπληκτικός κόσμος που εξερευνούμε —όπου ο χώρος είναι κοκκώδης, ο χρόνος δεν υπάρχει, και τα πράγματα μπορούν να μην είναι πουθενά— δεν είναι κάτι που μας αποξενώνει από τον εαυτό μας: είναι μονάχα αυτό που η φυσική μας περιέργεια μας αποκαλύπτει για το σπίτι μας και για το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια αστρική σκόνη από την οποία έγιναν όλα τα πράγματα και είτε θλιβόμαστε βαθιά είτε βιώνουμε έντονη χαρά, δεν παύουμε να είμαστε αυτό που είμαστε: ένα μέρος του κόσμου μας.

Ο Λουκρήτιος το διατυπώνει υπέροχα:

«είμαστε όλοι γεννημένοι από τον ουράνιο σπόρο·
όλοι μας έχουμε τον ίδιο πατέρα,
από τον οποίο η γη, η μητέρα που μας τρέφει,
δέχεται καθαρές σταγόνες βροχής, που παράγουν το φωτεινό στάρι
και τα άφθονα δέντρα
και την ανθρώπινη φυλή
και τα είδη των ζώων,
προσφέροντας τροφή για όλα τα σώματα,
για να ζήσουν μια γλυκιά ζωή
και να αποκτήσουν απογόνους»

(ΙΙ,991-997)

Είναι στη φύση μας να αγαπάμε και να είμαστε τίμιοι. Είναι στη φύση μας να θέλουμε να μάθουμε περισσότερα. Και συνεχίζουμε να μαθαίνουμε. Η γνώση μας για τον κόσμο εξακολουθεί να διευρύνεται. Υπάρχουν σύνορα στο πεδίο της γνώσης, που εξάπτουν την επιθυμία μας βρίσκονται στα πιο λεπτά πεδία του ιστού του χώρου, στην προέλευση του κόσμου, στη φύση του χρόνου, στο φαινόμενο των μαύρων τρυπών και στη λειτουργία της ίδιας μας της σκέψης.

Εδώ, στην άκρη αυτού που γνωρίζουμε, σε επαφή με τον ωκεανό του αγνώστου. Λάμπει το μυστήριο και η ομορφιά του κόσμου. Και μας κόβουν την ανάσα.

Η Μεγάλη Επαναφορά

Προσοχή στην Νέα Τάξη Πραγμάτων της «Μεγάλης Επαναφοράς»

«Τώρα είναι η ώρα να κάνετε ό,τι σας λένε», είπε ο γιατρός Αντονυ Φαούτσι στους Αμερικανούς στις 12 Νοεμβρίου. Ο Φαούτσι είχε καλές προθέσεις: Πίσω από τον αυταρχικό τόνο, επιθυμεί με όλη του την καρδιά να μην αρρωστήσουν οι άνθρωποι. Αλλά αυτή η απλή πρόταση διακήρυξης, εξέθεσε την πεποίθησή του ότι οι «ειδικοί» πρέπει να αποφασίζουν τα σημαντικά ζητήματα και οι υπόλοιποι από εμάς θα πρέπει να ακολουθούν υπάκουα.

Οι τεχνοκρατικές παρορμήσεις του Φαούτσι εκτέθηκαν ακόμη περισσότερο σε ένα συλλογικό άρθρο στην έκδοση του Cell της 3ης Σεπτεμβρίου, ενός γνωστού επιστημονικού περιοδικού, στο οποίο προειδοποίησε για μια επικείμενη «πανδημική εποχή» κατά την οποία θα υπομείνουμε επανειλημμένα επεισόδια παγκόσμιας ασθένειας.

Για να αποφευχθεί η καταστροφή, έγραψε ο Φαούτσι, πρέπει να εξουσιοδοτήσουμε τον ΟΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς να «ξαναχτίσουν την υποδομή της ανθρώπινης ύπαρξης, από πόλεις μέχρι σπίτια και χώρους εργασίας, από συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, μέχρι χώρους αναψυχής και συγκέντρωσης.»

Μια τέτοια τεράστια επανάσταση θα απαιτούσε την εξαναγκαστική πλήρη μεταστροφή των κοινωνιών από πάνω μέχρι κάτω και από μέσα μέχρι έξω. Όλα θα βρίσκονταν υπό συζήτηση. «Το μεγαλύτερο ανάμεσά τους, είναι να μειώσουμε την πολυκοσμία στο σπίτι, στην εργασία και σε δημόσιους χώρους, καθώς και η ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών διαταραχών όπως η αποψίλωση των δασών, η έντονη αστικοποίηση και η εντατική κτηνοτροφία.»

Δεν είναι μόνο ο Φαούτσι που έχει τέτοιες σκέψεις. Η παγκόσμια συνεργασία με τους πανδημικούς περιορισμούς απελευθέρωσε την επιθυμία της άρχουσας τάξης να θεσπίσει μια υπέρ-τεχνοκρατική επικυριαρχία. Το τσούρμο του Νταβός ηγείται της επίθεσης. Όπως εξήγησε ο Κλάους Σβαμπ, ιδρυτής και εκτελεστικός πρόεδρος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (ΠΟΦ, WEF), σε μια στήλη του Ιουνίου, η «καλή πλευρά της πανδημίας ήταν ότι έδειξε πόσο γρήγορα μπορούμε να κάνουμε ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής μας».

Για να ενθαρρύνει ακόμη μεγαλύτερη διεθνή υποταγή, το WEF ξεκίνησε την «Πρωτοβουλία Μεγάλης Επαναφοράς (Great Reset)» με τον μετριοπαθή στόχο (έγραψε σαρκαστικά) της καθολικής «αναβάθμισης όλων των πτυχών των κοινωνιών και των οικονομιών μας, από την εκπαίδευση έως τις κοινωνικές συμβάσεις και τις συνθήκες εργασίας» με «κάθε κλάδο, από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ως την τεχνολογία, μεταμορφωμένο.» Αυτός είναι κεντρικός έλεγχος με μεθαμφεταμίνη!

Ας την ονομάσουμε Νέα Τάξη Πραγμάτων της Μεγάλης Επαναφοράς. Ο απώτερος στόχος της; Να εφαρμόσει στρατηγικές ελέγχου της συμπεριφοράς κατά της πανδημίας στο όνομα της διάσωσης του πλανήτη από την (ΕΚΠΛΗΞΗ) κλιματική αλλαγή.

«Καθώς τα μέτρα παραμονής στο σπίτι εφαρμόστηκαν σε όλο τον κόσμο στο Διαδίκτυο εμφανίστηκαν εντυπωσιακές εικόνες καθαρών ουρανών πάνω από το Λος 'Αντζελες, ξαφνικά εμφανίστηκαν βουνοκορφές των Ιμαλαΐων στην Ινδία και δορυφορικές εικόνες μειωμένης ρύπανσης στην Κίνα. Αν και πολύ μικρής διάρκειας, αυτές οι σκηνές παρείχαν μια γεύση του τι θα μπορούσε να είναι εφικτό… αν δεν μολύναμε τον αέρα και δεν επιταχυνόταν η κλιματική καταστροφή.» αναφέρει ο ιστότοπος Great Reset,

Θυμάστε τους απαίσιους περιορισμούς για τον ιό;

Σίγουρα, αύξησαν την κοινωνική απομόνωση, τις ιδέες αυτοκτονίας και τον εθισμό στα οπιοειδή, για να μην αναφέρουμε ότι προκαλούν οικονομική κατάρρευση. Αλλά ουπς! Ηταν υπέροχοι για το περιβάλλον! Και μαντέψτε τι, αγόρια και κορίτσια! Πρέπει να πληρώνουμε περισσότερα για τον άνθρακα. «Οι οικονομολόγοι έχουν προσδιορίσει δύο μορφές τιμολόγησης άνθρακα ως ιδιαίτερα ευέλικτες και αποτελεσματικές: Συστήματα ελέγχου ποσότητας εκπομπών (ή «αγορές άνθρακα») και τέλη ή φόρους άνθρακα, συνήθως με έσοδα που επιστρέφονται στο κοινό.» Μου ακούγεται σαν σχέδιο Πόντζι. [Εξαπατητικά προγράμματα «επενδύσεων»].

Όπως κάθε επαναστατικό κίνημα, η Νέα Τάξη Πραγμάτων της Μεγάλης Επαναφοράς χρειάζεται έναν ολέθριο εχθρό. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτός ο αντίπαλος ρόλος αποδίδεται στην πίστη στο έθνος-κράτος, που δυσφημίζεται ως άμυαλος ξενοφοβικός εθνικισμός.

«Η εθνικιστική αντίδραση έχει καταστήσει την αποτελεσματική παγκόσμια διακυβέρνηση πιο δύσκολη και πιο απαραίτητη», δηλώνει η WEF χωρίς ειρωνεία. Με άλλα λόγια, όταν όσοι πιστεύουν στην εθνική κυριαρχία αντιστέκονται πραγματικά στην τεχνοκρατία, οι παγκοσμιοποιητές δεν χρειάζεται να ακούσουν. Απλώς σημαίνει ότι πρέπει να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους.

Οι κυβερνώσες ελίτ και οι ιεράρχες του παγκοσμίου πολιτιστικού κατεστημένου έχουν επίσης προσφερθεί εθελοντικά στην υπηρεσία της Μεγάλης Επαναφοράς. Ο πρίγκιπας –να ζήσει η βασίλισσα– Κάρολος πιστεύει ότι «η COVID-19 παρείχε μια χρυσή ευκαιρία να «επαναπροσδιορίσουμε (reset) τον εαυτό μας και, μεταξύ άλλων δράσεων, να δημιουργήσουμε έναν τρόπο που θα παράγει «μηδενικές εκπομπές άνθρακα» που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με την πανδημία.

Πιο δυσοίωνα ακόμα, ο Πάπας Φραγκίσκος υποστήριξε πρόσφατα την ενίσχυση των εξουσιών των Ηνωμένων Εθνών, ώστε «η έννοια της οικογένειας των εθνών να αποκτήσει πραγματικά δόντια». Αουτς.

Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον, είπε ότι «γεγονότα όπως μια μάστιγα είναι η αιτία για κοινωνική και οικονομική αλλαγή».

Ο πρωθυπουργός του Καναδά Τρουντώ φάνηκε ακόμη πιο ενθουσιώδης, αποκαλώντας την πανδημία «μια ευκαιρία για επαναφορά (reset) ώστε να φανταστούμε εκ νέου οικονομικά συστήματα που αντιμετωπίζουν πραγματικά παγκόσμιες προκλήσεις όπως η ακραία φτώχεια, η ανισότητα και η αλλαγή του κλίματος», τα οποία, και πάλι, απέχουν πολύ από την αντιμετώπιση της COVID-19.

Τα καθιερωμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι επίσης σύμμαχοι. Το περιοδικό Time, ως ένα μόνο παράδειγμα, αφιέρωσε πρόσφατα μια ιστορία εξωφύλλου στην Μεγάλη Επαναφορά, που περιλάμβανε συνεντεύξεις με «κορυφαίους στοχαστές» που έλεγαν «πώς να μεταμορφώσουμε τον τρόπο που ζούμε και εργαζόμαστε».

Περιττό να πούμε ότι οι μεγάλοι εγκέφαλοι υποστηρίζουν τεχνοκρατικές λύσεις. Ο Κένγκο Σακουράντα, διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Σόμπο ΑΕ, δηλώνει: «Στην παρούσα μορφή του, ο καπιταλισμός δεν συνεισφέρει πραγματικά στην ευμάρεια της ανθρωπότητας. Πρέπει να φανταστούμε εκ νέου τον καπιταλισμό, να βάλουμε μέσα κοινωνική βιωσιμότητα και την ευμάρεια των ανθρώπων.»

Ο ιδιωτικός τομέας θα γίνει ο κύριος μοχλός εξαναγκασμού της κοινωνικής μεταμόρφωσης της Μεγάλης Επαναφοράς –τάση που ήδη εκδηλώνεται.

Πράγματι, σε άλλο άρθρο, ο πρίγκιπας Χάρρυ και η Μέγκαν Μαρκλ (οϊμέ!) «συζητούν την παραπληροφόρηση με τους μεγαλύτερους επικριτές της Σίλικον Βάλεϋ.» Δεν με εξέπληξε, ότι το άρθρο υποστηρίζει ακόμα μεγαλύτερη λογοκρισία των κοινωνικών πλατφορμών από ό,τι έχουμε δει ήδη. «Εξαρτάται από τις εταιρείες τεχνολογίας να περιορίζουν οι ίδιες το περιεχόμενό τους ή, αν δεν μπορέσουν, οι κυβερνήσεις να έλθουν και να επιβάλλουν περιορισμούς.» Σε μια τόσο αυταρχικά ελεγχόμενη συζήτηση, μαντέψτε ποιες απόψεις θα επιτρέπεται να διαδίδονται ανοιχτά, και ποιες θα καταπνίγονται.

'Εως τώρα, η Μεγάλη Επαναφορά ήταν κυρίως λόγια και όχι δράσεις. Αυτό λόγω του προέδρου Τραμπ, που δεν είναι ένας από τους υποστηρικτές της επαναφοράς κι επαναδημιουργίας.

Με έναν πρόεδρο όπως ο Τζο Μπάιντεν, που καυχήθηκε ότι θα «ακολουθήσει την επιστήμη», μπορείτε να αναμένετε να τον δείτε να συμμετέχει σε συστήματα συγκεντρωτικού ελέγχου για την επαναδημιουργία της υποδομής της ανθρώπινης ύπαρξης, την εγκαθίδρυση μιας Μεγάλης Επαναφοράς, ή όπως θέλει κάποιος να ονομάσει την μεγάλη εκκολαπτόμενη τεχνοκρατία. Αν συμβεί αυτό, ο Φαούτσι δεν θα είναι ο μόνος που θα μας κάνει μάθημα να «κάνουμε αυτό που μας λένε».

Hegel: κράτος και κοινωνία ΙΙ

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770–1831

Τι είναι το κράτος;

§1

Είναι κοινός τόπος πως η πολιτική φιλοσοφία του Χέγκελ συνδέεται θεμελιακά με τη Γαλλική Επανάσταση και μεταστοχάζεται διαλεκτικά τις πολύτροπες σεισμικές δονήσεις, που η Επανάσταση προκάλεσε στο πολιτικό στερέωμα του νεωτερικού κόσμου. Απ’ αυτή την άποψη κατανοεί τον εαυτό της, διεκδικεί δηλαδή την ιστορική της αλήθεια, ως φιλοσοφία της επανάστασης και της ελεύθερης κοινωνίας μέσα στον ιστορικό ορίζοντα της νεωτερικής εποχής. Κύριος λοιπόν σκοπός της ιστορίας είναι να γνωρίσει το ανθρώπινο πνεύμα (der menschliche Geist) την ελευθερία του και συναφώς την ενεργό πραγματικότητα αυτής της ελευθερίας. Γράφει σχετικά ο Χέγκελ:

«η παγκόσμια ιστορία είναι η πρόοδος μέσα στη συνείδηση της ελευθερίας –μια πρόοδος που πρέπει να γνωρίσουμε [και να αναγνωρίσουμε] μέσα στην αναγκαιότητά της» (Werke 12, 32).

Έτσι η ως άνω φιλοσοφία προορίζεται να μεθερμηνεύσει στην πράξη αυτή την αναγκαιότητα της προόδου στη συνείδηση της ελευθερίας. Γι’ αυτό συγκαταλέγεται στη λεγόμενη πρακτική φιλοσοφία, της οποίας οι καταβολές ανάγονται στον Αριστοτέλη. Με την εγελιανή ορολογία πρόκειται πιο ειδικά για τη φιλοσοφία του αντικειμενικού πνεύματος, που επιτυγχάνει την ολοκλήρωσή της στη φιλοσοφία του απόλυτου πνεύματος.

§2

Πώς δομείται το εν λόγω αντικειμενικό πνεύμα μέσα στον κόσμο των ανθρώπων; Από άποψη γενικής αρχής δομείται με τους θεσμούς της κοινωνίας και του κράτους. Αυτούς τους θεσμούς πραγματεύεται, μεταξύ των άλλων, ο Χέγκελ συστηματικά στο κατ’ εξοχήν πολιτικό του έργο: Βασικές γραμμές της φιλοσοφίας του Δικαίου ή φυσικό δίκαιο και πολιτική [ή πολιτειακή] επιστήμη σε επιτομή (1821). Ο Γερμανός φιλόσοφος συλλαμβάνει το κράτος ως ένα ρητά προσδιορισμένο όλο ανθρώπινων ατόμων, ως μια ενεργώς πραγματική ύπαρξη (wirkliche Existenz), που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα όλων των πολιτών. Πριν απ’ όλα αναδύεται μέσα από την ιστορία του: ιστορία σκέψης και άμεσης πρακτικής και ως ιστορικό προϊόν δεν μπορεί να ταυτίζεται με φαντασιακές απεικονίσεις κάποιου ιδανικού κράτους, που έχει την πραγματικότητά του πέρα από τις θεσμικές ανάγκες του νεωτερικού ανθρώπου. Ακολουθεί την κίνηση του Λόγου και συγκροτεί ένα αξιακό σύστημα Δικαίου, που φιλοδοξεί να υπερβαίνει τον εξοντωτικό ανταγωνισμό της αστικής κοινωνίας. Κατ’ αυτή την έννοια, το κράτος είναι το ηθικό σύμπαν, με καθορισμένο θεμέλιό του τον Λόγο. Αυτός ο Λόγος αποτρέπει το Δίκαιο εν γένει να σχετίζεται είτε με την εξωτερική αυθεντία του κράτους, δηλαδή με την κρατική βία, είτε με την αυθεντία του εσωτερικού συναισθήματος.

§3 Το κράτος δεν είναι έργο τέχνης:

«[1] Το κράτος καθεαυτό και διεαυτό είναι το κοινωνικά ηθικό όλο, η πραγμάτωση της ελευθερίας· και συνιστά απόλυτο σκοπό του Λόγο, το να είναι η ελευθερία πραγματική. Το κράτος είναι το πνεύμα, εγκατεστημένο μέσα στον κόσμο, όπου πραγματοποιεί τον εαυτό του συνειδητά, ενώ στη φύση πραγματώνει τον εαυτό του ως το άλλο του εαυτού του, ως κοιμώμενο πνεύμα. Το πνεύμα είναι το κράτος, μόνο όταν είναι παρόν μέσα στη συνείδηση και γνωρίζει τον εαυτό του ως υπάρχον αντι–κείμενο. Κάθε σκέψη περί ελευθερίας πρέπει να ξεκινά όχι από την ενικότητα, από την καθέκαστη αυτοσυνείδηση, αλλά μόνο από την ουσία της αυτοσυνείδησης, γιατί, είτε ο άνθρωπος το γνωρίζει είτε όχι, τούτη η ουσία πραγματώνει τον εαυτό της ως αυτόνομη δύναμη και τα καθέκαστα άτομα είναι απλώς στοιχεία της: το κράτος έγκειται στο να είναι η πορεία του θεού μέσα στον κόσμο, η βάση του είναι η δύναμη του Λόγου, που πραγματώνει τον εαυτό του ως βούληση.

[2] Υπό την Ιδέα του κράτους δεν πρέπει να έχουμε κατά νου επί μέρους κράτη ή επί μέρους θεσμούς, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: να θεωρούμε την Ιδέα αυτή καθεαυτήν, αυτό τον πραγματικό θεό. Κάθε κράτος, ακόμη κι αν το κρίνουμε ως κακό με βάση τις δικές του αρχές, ακόμη κι αν αναγνωρίζουμε σ’ αυτό τούτη ή εκείνη την έλλειψη, έχει πάντοτε τα ουσιώδη στοιχεία της ύπαρξής του εντός εαυτού, αρκεί βέβαια να ανήκει στα προηγμένα κράτη της εποχής μας. Επειδή όμως είναι ευκολότερο να εντοπίζουμε ελλείψεις από το να συλλαμβάνουμε το θετικό, υποπίπτουμε εύκολα στο λάθος, να λησμονούμε τον ενδότερο οργανισμό του ίδιου του κράτους για χάρη επί μέρους πλευρών. Το κράτος δεν είναι ένα έργο τέχνης· υπάρχει μέσα στον κόσμο, ως εκ τούτου στη σφαίρα της αυθαιρεσίας, της συγκυρίας και του λάθους· κακή συμπεριφορά μπορεί να το παραμορφώσει από πολλές απόψεις. Αλλά ο πιο αποκρουστικός άνθρωπος, ο εγκληματίας, ένας άρρωστος ή ένας ανάπηρος εξακολουθεί να είναι ένας ζωντανός άνθρωπος· το καταφατικό [ή το θετικό], η ζωή, υφίσταται σε πείσμα τέτοιων ελλείψεων» (W7, 403–404).

§4

Ένα σχόλιο

1. Το κράτος, όπως το συλλαμβάνει ο Χέγκελ, έχει την οντολογική του ρίζα στον ορίζοντα του πνεύματος. Τούτο υποδηλώνει πως οι πολίτες δεν αποτελούν απλούς υπηκόους, αλλά διεκδικούν αδιάπτωτα την πνευματική τους αυτονομία, τουτέστι την ανεξαρτησία τους από τον ωφελιμισμό του πολιτικού συστήματος, και τις περιστάσεις ισχυροποίησης αυτού του συστήματος. Μια τέτοια αυτονομία οδεύει ολοταχώς προς εφαρμογή του ορθολογικού Δικαίου. Εφαρμογή δηλαδή όχι με τη λογική του κοινού νου, αλλά με εκείνη που υπαγορεύει ο ηθικός βίος, η κοινωνική ηθική (Sittlichkeit) ως εσωτερική, συμπαντική ενότητα ατομικότητας και πολιτικής κοινότητας. Κατά τη Λογική ετούτης της κοινωνικής ηθικής, μια κοινωνική και πολιτική ολότητα, που θέλει να αυτοθεσμίζεται, συνδυάζει μέσα της ως ισοζυγία αντίρροπων τάσεων του Καλού όλους εκείνους τους προσδιορισμούς, που συγκροτούν τον χαρακτήρα ενός έθνους (ό.π., σ. 35).

2. Τα άτομα, μέσα στο κράτος, προορίζονται να διάγουν μια καθολική ζωή και να πραγματώνουν την πολιτική τους ουσία ως αληθινή ελευθερία. Αληθινή ελευθερία γι’ αυτά σημαίνει πως δεν είναι υποταγμένα σε μια σιδερένια και έξωθεν επιβαλλόμενη καθηκοντολογία παρά βρίσκονται σε εσωτερική ανταπόκριση με την Ιδέα του κράτους, δηλαδή με τη Λογική Ιδέα, που τους επιτρέπει να αντικρίζουν το συγκεκριμένο κράτος στη δεδομένη του ιστορικότητα: με λάθη, παραλείψεις, στρεβλώσεις και αυθαιρεσίες. Συνεπώς, μόνο ένα τέτοιο κράτος που δεν είναι έργο τέχνης, δηλαδή δεν είναι τέλειο και ιδεατό, μπορεί να πραγματώσει την ηθική Ιδέα ως διαλεκτική σύνθεσης και συνύπαρξης των αντιθέτων. Η ισχύς αυτής της διαλεκτικής διασφαλίζει την καθολική έκφραση της υποκειμενικότητας, αλλά συνάμα και την πλήρη ελευθερία της τελευταίας ως μερικότητας ή ατομικότητας. Τότε συμβαίνει η ευδαιμονία των ατόμων και η γενική ευημερία να αποτελούν το περιδινούμενο όλο, που καταφάσκει τη ζωή ως δημιουργία.

ΠΛΑΤΩΝ: Πρωταγόρας (334c-335c)

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ πλατωνΓ' ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Εἰπόντος οὖν ταῦτα αὐτοῦ οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι, καὶ ἐγὼ εἶπον· Ὦ Πρωταγόρα, ἐγὼ τυγχάνω ἐπιλήσμων τις ὢν ἄνθρωπος, καὶ ἐάν τίς μοι μακρὰ λέγῃ, [334d] ἐπιλανθάνομαι περὶ οὗ ἂν ᾖ ὁ λόγος. ὥσπερ οὖν εἰ ἐτύγχανον ὑπόκωφος ὤν, ᾤου ἂν χρῆναι, εἴπερ ἔμελλές μοι διαλέξεσθαι, μεῖζον φθέγγεσθαι ἢ πρὸς τοὺς ἄλλους, οὕτω καὶ νῦν, ἐπειδὴ ἐπιλήσμονι ἐνέτυχες, σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει, εἰ μέλλω σοι ἕπεσθαι.
Πῶς οὖν κελεύεις με βραχέα ἀποκρίνεσθαι; ἢ βραχύτερά σοι, ἔφη, ἀποκρίνωμαι ἢ δεῖ;
Μηδαμῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Ἀλλ᾽ ὅσα δεῖ; ἔφη.
[334e] Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Πότερα οὖν ὅσα ἐμοὶ δοκεῖ δεῖν ἀποκρίνεσθαι, τοσαῦτά σοι ἀποκρίνωμαι, ἢ ὅσα σοί;
Ἀκήκοα γοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι σὺ οἷός τ᾽ εἶ καὶ αὐτὸς καὶ ἄλλον διδάξαι περὶ τῶν αὐτῶν καὶ μακρὰ λέγειν, ἐὰν βούλῃ, οὕτως ὥστε τὸν λόγον μηδέποτε ἐπιλιπεῖν, καὶ αὖ βραχέα [335a] οὕτως ὥστε μηδένα σοῦ ἐν βραχυτέροις εἰπεῖν· εἰ οὖν μέλλεις ἐμοὶ διαλέξεσθαι, τῷ ἑτέρῳ χρῶ τρόπῳ πρός με, τῇ βραχυλογίᾳ.
Ὦ Σώκρατες, ἔφη, ἐγὼ πολλοῖς ἤδη εἰς ἀγῶνα λόγων ἀφικόμην ἀνθρώποις, καὶ εἰ τοῦτο ἐποίουν ὃ σὺ κελεύεις, ὡς ὁ ἀντιλέγων ἐκέλευέν με διαλέγεσθαι, οὕτω διελεγόμην, οὐδενὸς ἂν βελτίων ἐφαινόμην οὐδ᾽ ἂν ἐγένετο Πρωταγόρου ὄνομα ἐν τοῖς Ἕλλησιν.
Καὶ ἐγώ —ἔγνων γὰρ ὅτι οὐκ ἤρεσεν αὐτὸς αὑτῷ ταῖς [335b] ἀποκρίσεσιν ταῖς ἔμπροσθεν, καὶ ὅτι οὐκ ἐθελήσοι ἑκὼν εἶναι ἀποκρινόμενος διαλέγεσθαι— ἡγησάμενος οὐκέτι ἐμὸν ἔργον εἶναι παρεῖναι ἐν ταῖς συνουσίαις, Ἀλλά τοι, ἔφην, ὦ Πρωταγόρα, οὐδ᾽ ἐγὼ λιπαρῶς ἔχω παρὰ τὰ σοὶ δοκοῦντα τὴν συνουσίαν ἡμῖν γίγνεσθαι, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι ὡς ἐγὼ δύναμαι ἕπεσθαι, τότε σοι διαλέξομαι. σὺ μὲν γάρ, ὡς λέγεται περὶ σοῦ, φῂς δὲ καὶ αὐτός, καὶ ἐν μακρολογίᾳ καὶ ἐν βραχυλογίᾳ οἷός τ᾽ εἶ συνουσίας ποιεῖσθαι [335c] —σοφὸς γὰρ εἶ— ἐγὼ δὲ τὰ μακρὰ ταῦτα ἀδύνατος, ἐπεὶ ἐβουλόμην ἂν οἷός τ᾽ εἶναι. ἀλλὰ σὲ ἐχρῆν ἡμῖν συγχωρεῖν τὸν ἀμφότερα δυνάμενον, ἵνα ἡ συνουσία ἐγίγνετο· νῦν δὲ ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις καὶ ἐμοί τις ἀσχολία ἐστὶν καὶ οὐκ ἂν οἷός τ᾽ εἴην σοι παραμεῖναι ἀποτείνοντι μακροὺς λόγους —ἐλθεῖν γάρ ποί με δεῖ— εἶμι· ἐπεὶ καὶ ταῦτ᾽ ἂν ἴσως οὐκ ἀηδῶς σου ἤκουον.

***
Ο Σωκράτης δηλώνει ότι αδυνατεί να συνεχίσει τη συζήτηση.
Τα λόγια του αυτά ξεσήκωσαν τις επιδοκιμασίες των ακροατών, γιατί μίλησε όμορφα· όσο για μένα, είπα: Πρωταγόρα, έχω το ελάττωμα να ᾽χω μνήμη αδύνατη, κι αν κάποιος μου πει κάπως περισσότερα, [334d] ξεχνώ το θέμα πάνω στο οποίο συζητούμε. Πες λοιπόν πως είχα το ατύχημα να είμαι βαρήκοος· δε νομίζεις ότι θα ᾽πρεπε να υψώσεις περισσότερο τη φωνή σου, αν ήταν να συζητήσεις μαζί μου, απ᾽ όσο αν συζητούσες με άλλους; Ε λοιπόν, έτσι και τώρα, επειδή έπεσες σε ξεχασιάρη, κάνε πιο κοφτές και πιο σύντομες τις απαντήσεις σου, σε παρακαλώ, για να μπορώ να σε παρακολουθήσω.
Τί λογής σύντομες απαντήσεις θα ήθελες να σου δίνω; Μήπως να σου απαντώ πιο σύντομα απ᾽ όσο χρειάζεται;
Κάθε άλλο, του είπα.
Αλλά όσο χρειάζεται; είπε.
[334e] Ναι, του είπα.
Μια στιγμή· στις απαντήσεις μου να σου απαντώ με όσα κατά τη δική μου γνώμη είναι απαραίτητα ή όσα κατά τη δική σου;
Αν δε γελιέμαι, του είπα, έχω ακούσει ότι εσύ και ο ίδιος είσαι ικανός, αλλά και άλλον μπορείς να διδάξεις, πάνω στο ίδιο θέμα και πολλά να λες —αν θέλεις— έτσι που ο λόγος σου να μη στερεύει ποτέ, και, αντίθετα, λίγα, [335a] έτσι που κανείς να μην μπορεί να μιλά πιο σύντομα από σένα· αν λοιπόν έχεις διάθεση να συζητήσεις μαζί μου, χρησιμοποίησε αυτό τον τελευταίο τρόπο, τη συντομία.
Σωκράτη, εγώ πολλές φορές ώς σήμερα αντιμετώπισα ανθρώπους σε αγώνα λόγων· αν λοιπόν έκανα αυτό που μου ζητάς εσύ, δηλαδή να συζητώ όπως το επιθυμούσε ο αντίπαλος, δε θα με θεωρούσαν ανώτερο από κανένα κι ούτε η φήμη του Πρωταγόρα θα γέμιζε την Ελλάδα.
Τότε κατάλαβα ότι δεν έμεινε ικανοποιημένος από τον εαυτό του [335b] για τις προηγούμενες απαντήσεις του και δε θα δεχτεί πρόθυμα να συνεχίσει τη συζήτηση απαντώντας σε ερωτήσεις· γι᾽ αυτό λοιπόν σκέφτηκα ότι δεν έχω πια θέση στη συγκέντρωση και είπα: Πίστεψέ με, Πρωταγόρα, ούτε εγώ επιμένω να συνεχιστεί η συζήτησή μας, μια και οι απόψεις σου είναι αντίθετες· μόνο όταν δεχτείς να συζητήσεις μαζί μου έτσι που να μπορώ να σε παρακολουθώ, τότε θα συζητήσω μαζί σου. Γιατί εσύ βέβαια, όπως λένε οι άλλοι για σένα και το υποστηρίζεις κι ο ίδιος, είσαι ικανός και για μακρόλογες και για σύντομες συζητήσεις, [335c] αφού είσαι σοφός· εγώ όμως δεν μπορώ να πάρω μέρος σε τέτοιες μακρόλογες συζητήσεις — μακάρι να μπορούσα! Αλλά εσύ, που μπορείς και με τον ένα και με τον άλλο τρόπο, είχες υποχρέωση να μας κάμεις κάποια παραχώρηση, για να μπορεί να συνεχιστεί η συζήτηση. Τώρα όμως κι εσύ δε συμφωνείς κι εγώ έχω κάποιαν υπόθεση, και έτσι δεν έχω καιρό να κάθομαι να σ᾽ ακούω να εκφωνείς λόγους που τραβούν σε μάκρος — αλήθεια, πρέπει κάπου να πάω· λοιπόν σ᾽ αφήνω· αλλιώς —ούτε λόγος— με πολλή ευχαρίστηση θα τ᾽ άκουα κι αυτά από σένα.