Η ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ
Προεισαγωγή.
[309a] ΕΤΑΙΡΟΣ. Πόθεν, ὦ Σώκρατες, φαίνῃ; ἢ δῆλα δὴ ὅτι ἀπὸ κυνηγεσίου τοῦ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν; καὶ μήν μοι καὶ πρῴην ἰδόντι καλὸς μὲν ἐφαίνετο ἀνὴρ ἔτι, ἀνὴρ μέντοι, ὦ Σώκρατες, ὥς γ᾽ ἐν αὐτοῖς ἡμῖν εἰρῆσθαι, καὶ πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εἶτα τί τοῦτο; οὐ σὺ μέντοι Ὁμήρου ἐπαινέτης εἶ, [309b] ὃς ἔφη χαριεστάτην ἥβην εἶναι τοῦ ‹πρῶτον› ὑπηνήτου, ἣν νῦν Ἀλκιβιάδης ἔχει;
ΕΤΑΙΡΟΣ. Τί οὖν τὰ νῦν; ἦ παρ᾽ ἐκείνου φαίνῃ; καὶ πῶς πρός σε ὁ νεανίας διάκειται;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εὖ, ἔμοιγε ἔδοξεν, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ τῇ νῦν ἡμέρᾳ· καὶ γὰρ πολλὰ ὑπὲρ ἐμοῦ εἶπε βοηθῶν ἐμοί, καὶ οὖν καὶ ἄρτι ἀπ᾽ ἐκείνου ἔρχομαι. ἄτοπον μέντοι τί σοι ἐθέλω εἰπεῖν· παρόντος γὰρ ἐκείνου, οὔτε προσεῖχον τὸν νοῦν, ἐπελανθανόμην τε αὐτοῦ θαμά.
[309c] ΕΤΑΙΡΟΣ. Καὶ τί ἂν γεγονὸς εἴη περὶ σὲ κἀκεῖνον τοσοῦτον πρᾶγμα; οὐ γὰρ δήπου τινὶ καλλίονι ἐνέτυχες ἄλλῳ ἔν γε τῇδε τῇ πόλει.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Καὶ πολύ γε.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Τί φῄς; ἀστῷ ἢ ξένῳ;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ξένῳ.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Ποδαπῷ;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀβδηρίτῃ.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Καὶ οὕτω καλός τις ὁ ξένος ἔδοξέν σοι εἶναι, ὥστε τοῦ Κλεινίου ὑέος καλλίων σοι φανῆναι;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πῶς δ᾽ οὐ μέλλει, ὦ μακάριε, τὸ σοφώτατον κάλλιον φαίνεσθαι;
ΕΤΑΙΡΟΣ. Ἀλλ᾽ ἦ σοφῷ τινι ἡμῖν, ὦ Σώκρατες, ἐντυχὼν πάρει;
[309d] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Σοφωτάτῳ μὲν οὖν δήπου τῶν γε νῦν, εἴ σοι δοκεῖ σοφώτατος εἶναι Πρωταγόρας.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Ὢ τί λέγεις; Πρωταγόρας ἐπιδεδήμηκεν;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τρίτην γε ἤδη ἡμέραν.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Καὶ ἄρτι ἄρα ἐκείνῳ συγγεγονὼς ἥκεις;
[310a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πάνυ γε, πολλὰ καὶ εἰπὼν καὶ ἀκούσας.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Τί οὖν οὐ διηγήσω ἡμῖν τὴν συνουσίαν, εἰ μή σέ τι κωλύει, καθεζόμενος ἐνταυθί, ἐξαναστήσας τὸν παῖδα τουτονί;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πάνυ μὲν οὖν· καὶ χάριν γε εἴσομαι, ἐὰν ἀκούητε.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Καὶ μὴν καὶ ἡμεῖς σοί, ἐὰν λέγῃς.
***
[309a] ΦΙΛΟΣ. Από πού μας έρχεσαι, Σωκράτη; Ή μήπως —το πράμα είναι ολοφάνερο— από το κυνήγι της ομορφιάς του Αλκιβιάδη; Ε λοιπόν, και προχτές που τον είδα μου φάνηκε και πάλι ωραίος άντρας, άντρας όμως πια, Σωκράτη, εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, που πήραν κιόλας να πυκνώνουν τα γένια του στο πιγούνι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Και τί έχει να κάνει αυτό; Εσύ δηλαδή δεν είσαι θαυμαστής του Ομήρου, [309b] που είπε ότι η νιότη βρίσκεται στην πιο γλυκιά της ώρα, όταν το παλικαράκι πρωτοβγάζει χνούδι — στην τωρινή δηλαδή ηλικία του Αλκιβιάδη;
ΦΙΛΟΣ. Τί νέα λοιπόν έχουμε σήμερα; Αλήθεια, από κείνον μας έρχεσαι; και ποιά διάθεση δείχνει για σένα ο νεαρός;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αν δε γελάστηκα, καλή — και προπαντός σήμερα· γιατί πολύ με υποστήριξε στη συζήτηση, παίρνοντας το μέρος μου· μάλιστα, τώρα δα τον άφησα και ήρθα. Θέλω όμως να σου πω κάτι παράξενο: νά, μόλο που εκείνος ήταν κοντά μου, ούτε του έδινα προσοχή και κάθε τόσο ξεχνούσα την παρουσία του.
[309c] ΦΙΛΟΣ. Και τί να ᾽ναι αυτό το τόσο σημαντικό που μπήκε ανάμεσά σας; γιατί βέβαια δε συνάντησες κανέναν άλλο ωραιότερο — τουλάχιστο στην πόλη μας.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ναι, και μάλιστα πολύ ωραιότερο.
ΦΙΛΟΣ. Τί λες; Αθηναίο ή ξένο;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ξένο.
ΦΙΛΟΣ. Από ποιό μέρος;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Από τα Άβδηρα.
ΦΙΛΟΣ. Και τόσο πια ωραίος σου φάνηκε ο ξένος, ώστε να τον βρεις ωραιότερο από το γιο του Κλεινία;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Γίνεται, ευλογημένε, να μη βλέπεις την τέλεια σοφία ως το ωραιότερο πράγμα;
ΦΙΛΟΣ. Λοιπόν στ᾽ αλήθεια, Σωκράτη, συνάντησες κάποιον σοφό και από αυτόν μας έρχεσαι;
[309d] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οπωσδήποτε τον πιο σοφό από τους ανθρώπους του καιρού μας, αν παραδέχεσαι ότι ο Πρωταγόρας είναι σοφότατος.
ΦΙΛΟΣ. Ω, τί λες! Ο Πρωταγόρας βρίσκεται στην πόλη μας;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εδώ και δυο μέρες.
ΦΙΛΟΣ. Κι εσύ λοιπόν πριν από λίγο ήσουν μαζί του, κι απ᾽ αυτόν μας έρχεσαι;
[310a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αφού και είπα και άκουσα πάρα πολλά.
ΦΙΛΟΣ. Τότε, τί περιμένεις και δεν αρχίζεις να μας εκθέτεις τη συζήτησή σας, αν βέβαια δε σ᾽ εμποδίζει τίποτε; Σήκωσε αυτόν εδώ το δούλο και κάθισε, εδωνά.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση. Και θα σας είμαι υποχρεωμένος, αν μ᾽ ακούσετε.
ΦΙΛΟΣ. Μάλλον εμείς σ᾽ εσένα, αν μας τα διηγηθείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου