Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑκάβη (905-952)

905 ΧΟ. σὺ μέν, ὦ πατρὶς Ἰλιάς, [στρ. α]
τῶν ἀπορθήτων πόλις οὐκέτι λέξῃ·
τοῖον Ἑλλάνων νέφος ἀμφί σε κρύπτει
δορὶ δὴ δορὶ πέρσαν.
910 ἀπὸ δὲ στεφάναν κέκαρ-
σαι πύργων, κατὰ δ᾽ αἰθάλου
κηλῖδ᾽ οἰκτροτάταν κέχρω-
σαι· τάλαιν᾽,
οὐκέτι σ᾽ ἐμβατεύσω.

μεσονύκτιος ὠλλύμαν, [ἀντ. α]
915 ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ᾽ ὄσσοις
σκίδναται. μολπᾶν δ᾽ ἄπο καὶ χοροποιὸν
θυσίαν καταπαύσας
πόσις ἐν θαλάμοις ἔκει-
920 το, ξυστὸν δ᾽ ἐπὶ πασσάλῳ,
ναύταν οὐκέθ᾽ ὁρῶν ὅμι-
λον Τροίαν
Ἰλιάδ᾽ ἐμβεβῶτα.

ἐγὼ δὲ πλόκαμον ἀναδέτοις [στρ. β]
μίτραισιν ἐρρυθμιζόμαν
925 χρυσέων ἐνόπτρων λεύσ-
σουσ᾽ ἀτέρμονας εἰς αὐγάς,
ἐπιδέμνιος ὡς πέσοιμ᾽ ἐς εὐνάν.
ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν·
κέλευσμα δ᾽ ἦν κατ᾽ ἄστυ Τροί-
ας τόδ᾽· Ὦ
930 παῖδες Ἑλλάνων, πότε δὴ πότε τὰν
Ἰλιάδα σκοπιὰν
πέρσαντες ἥξετ᾽ οἴκους;

λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος [ἀντ. β]
λιποῦσα, Δωρὶς ὡς κόρα,
935 σεμνὰν προσίζουσ᾽ οὐκ
ἤνυσ᾽ Ἄρτεμιν ἁ τλάμων·
ἄγομαι δὲ θανόντ᾽ ἰδοῦσ᾽ ἀκοίταν
τὸν ἐμὸν ἅλιον ἐπὶ πέλαγος,
πόλιν τ᾽ ἀποσκοποῦσ᾽, ἐπεὶ
νόστιμον
940 ναῦς ἐκίνησεν πόδα καί μ᾽ ἀπὸ γᾶς
ὥρισεν Ἰλιάδος·
τάλαιν᾽ ἀπεῖπον ἄλγει·

τὰν τοῖν Διοσκούροιν Ἑλέναν κάσιν [ἐπῳδ.]
Ἰδαῖόν τε βούταν
945 αἰνόπαριν κατάρᾳ
διδοῦσ᾽, ἐπεί με γᾶς ἐκ
πατρῴας ἀπώλεσεν
ἐξῴκισέν τ᾽ οἴκων γάμος, οὐ γάμος ἀλλ᾽ ἀ-
λάστορός τις οἰζύς·
950 ἃν μήτε πέλαγος ἅλιον ἀπαγάγοι πάλιν
μήτε πα-
τρῷον ἵκοιτ᾽ ἐς οἶκον.

***
ΧΟΡΟΣ
Πατρίδα μου Ίλιο, ήσουν η άπαρτη πόλη, [στρ. 1]
όμως άπαρτη πια δεν θα σε πούνε.
Σύννεφο σε σκεπάζουν ολόγυρα
οι Έλληνες,
που με το κοντάρι σε ρίξανε,
με το κοντάρι.
910 Τα πυργωτά γκρεμίστηκαν στεφάνια
του κάστρου σου
κι η μαυρίλα της κάπνας τη θωριά σου ασχημίζει.
Δυστυχισμένη εγώ, δεν θα ξαναπατήσω
τα χώματά σου.

Μεσάνυχτα ήτανε που ο χαλασμός με βρήκε [αντ. 1]
όταν, απόδειπνα, το γλυκοΰπνι πέφτει
στα μάτια,
κι ο άντρας μου, σταματώντας τα τραγούδια
και τους χορούς της θυσίας, κοιμόταν
στην κάμαρα,
920 με το κοντάρι κρεμασμένο στο καρφί,
αφού δεν φαινότανε πια
ναυτικό στράτευμα
απλωμένο στη γη της Τρωάδας.

Κι εγώ, με τις κορδέλες δένοντας ψηλά [στρ. 2]
τα μαλλιά μου, φτιαχνόμουνα,
και καμαρωνόμουν στην άσωστη
του χρυσού καθρέφτη μου
τη φεγγοβολή,
έτοιμη να γείρω στο κρεβάτι.
Μια βοή τότε χύθηκε στην πόλη
της Τροίας, κι έλεγε
προσταχτική η κραυγή:
«Ω παιδιά των Ελλήνων,
930 πότε λοιπόν, πότε το κάστρο θα πατήσετε
του Ιλίου
και στα σπίτια σας πια θα γυρίσετε;»

Κι εγώ, με το πουκάμισο μονάχα, [αντ. 2]
σαν Σπαρτιάτισσα κόρη,
αφήνω το γλυκό κρεβάτι και προσπέφτω,
η δόλια, στης σεβάσμιας Άρτεμης το άγαλμα,
του κάκου γυρεύοντας απ᾽ τη θεά
να με συντρέξει.
Κι αφού τον άντρα μου αντίκρισα νεκρό,
με τραβούνε στο πέλαγος,
από μακριά να κοιτάζω τη χώρα μου
940 όταν για τον γυρισμό τα καράβια κινήσανε
χωρίζοντάς με από την τρωαδίτικη γη.
Άλλους πόνους, η άμοιρη, δεν τους αντέχω.

Την κατάρα μου δίνω στην Ελένη, [επωδ.]
των Διοσκούρων αδερφή,
και στον βοσκό της Ίδης,
τον Πάρι τον άθλιο,
αφού από την πατρίδα μ᾽ εξόρισε
κι από το σπιτικό μου μ᾽ απόδιωξε
ο γάμος τους
— όχι γάμος, καλύτερα πες: συμφορά
που ένας δαίμονας του ολέθρου σοφίστηκε·
950 ούτε το κύμα πίσω να τη φέρει
ούτε στο πατρικό της σπίτι ν᾽ αξιωθεί
να πατήσει το πόδι.

Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη: Μύθοι τοπικοί, Όρη - Όλυμπος

Μύθοι περιβάλλουν τα όρη Όλυμπος, Άθως, Πιέρια.

Ο Όλυμπος είναι ο τόπος διεξαγωγής της Τιτανομαχίας*, κατ’ εξοχήν συνδεδεμένος με τον Ήφαιστο** και τις Μούσες***, και βέβαια η κατοικία των θεών. Η ιερότητά του θεωρείται δεδομένη ήδη από τον Όμηρο και απεικονίζεται στις μετακινήσεις των θεών. Η Ήρα, λ.χ., ξεκίνησε από τον Όλυμπο, για να ενωθεί ερωτικά με τον Δία στο όρος Ίδα ακολουθώντας μια υπαρκτή διαδρομή που σημαδεύεται από ιερούς γνωστούς τόπους: την Πιερία των Μουσών και των Θεών, την Ημαθία της Ήρας, τον Άθωνα του Δία και των Νυμφών, τη Λήμνο του Ήφαιστου.

Μια πιθανή ερμηνεία για την ιερότητα του Ολύμπου προτείνει ο Μ. Ανδρόνικος: «δεν είναι καθόλου παράλογη η υπόθεση πως σ’ αυτή την περιοχή έζησαν [τα πρώτα ελληνικά φύλα] ένα μακρύ διάστημα, προτού ο κύριος όγκος τους προχωρήσει στις νοτιότερες περιοχές» (Ανδρόνικος, 1988, 8). Πάντως, οι πάνω του Ολύμπου περιοχές υπήρξαν σύμμαχοι των Τρώων, όπως επέβαλλαν τα οικονομικά τους συμφέροντα (Μακεδονίας****).
--------------------------------
*Τιτανομαχία
Από τον Όλυμπο ο Δίας και τα αδέλφια του πολέμησαν εναντίον του Κρόνου και των υπολοίπων Τιτάνων. Στη μάχη ο Δίας είχε συμμάχους όχι μόνο τους Ολυμπίους θεούς αλλά και τους Εκατόγχειρες, τον Προμηθέα, γιο του Τιτάνα Ιαπετού, και την πρωτότοκη Ωκεανίδα Στύγα.
i. Κι οι δυο πλευρές φανέρωναν της δύναμης και των χεριών τους
κατορθώματα κι ο πόντος ο απέραντος ολόγυρα φοβερά αντηχούσε,
αντιβοούσε δυνατά η γη και στέναζε μαζί κι ο ουρανός ο ευρύς
καθώς σειόταν, κι απ’ τα θεμέλια τιναζόταν ο ψηλός ο Όλυμπος
απ’ την ορμή των αθανάτων, και των ποδιών η δόνηση ισχυρή
στο νεφελώδη Τάρταρο έφτανε και η βοή η οξεία
από την άφατη την καταδίωξη κι από τις δυνατές ριξιές.
[…]
Ο Δίας πια το μένος του δεν συγκρατούσε,
μα γέμισαν τα στήθη του ευθύς με ορμή και όλη του τη δύναμη φανέρωσε.
Κι εξίσου από τον ουρανό και από τον Όλυμπο
προχώραγε και άστραφτε συνέχεια, και οι κεραυνοί
ευθύς μαζί με τη βροντή και με την αστραπή πετούσαν
από το στιβαρό του χέρι, την ιερή στριφογυρνώντας φλόγα
απανωτοί. (Ησίοδος, Θεογονία 677-684, 687-695)
ii. […] ο Δίας σήκωσε πόλεμο εναντίον του Κρόνου και των Τιτάνων. Πολεμούσαν ήδη δέκα χρόνια, όταν η Γη προφήτεψε στον Δία ότι θα νικήσει, αν έχει μαζί του συμμάχους τους Κύκλωπες που ήταν φυλακισμένοι στον Τάρταρο. Οι Κύκλωπες τότε χάρισαν στον Δία τη βροντή και την αστραπή και τον κεραυνό, στον Πλούτωνα δερμάτινη περικεφαλαία και στον Ποσειδώνα την τρίαινα· έτσι οπλισμένοι, νίκησαν τους Τιτάνες, τους έκλεισαν στον Τάρταρο και έβαλαν τους Εκατόγχειρες να τους φυλούν. Αυτοί μοιράστηκαν με κλήρο την εξουσία, και έτυχε στον Δία η κυριαρχία του ουρανού, στον Ποσειδώνα της θάλασσας, στον Πλούτωνα του Άδη. (Απολλόδωρος 1.2.1.)
Όταν οι Ολύμπιοι νίκησαν τους Τιτάνες, οι Μούσες τραγούδησαν ένα τραγούδι –θεωρείται το αρχαιότερο άσμα τους–, για να γιορτάσουν τη γέννηση ενός νέου κόσμου.
Τιτανομαχία και Γιγαντομαχία υπηρετούν την ιδέα της διαμόρφωσης του κόσμου μέσα από συγκρουόμενες φυσικές δυνάμεις, χωρίς όμως να αποκλείεται –κάθε άλλο μάλιστα– μια περισσότερο ιστορική ερμηνεία: η σύγκρουση γηγενών κατοίκων με λαούς που μετακινούνται και διεκδικούν με τη βία την εγκατάσταση σε τόπους ήδη κατοικημένους, και ο σταδιακός «εξελληνισμός» των περιοχών.

**Ήφαιστος
Ο Όλυμπος εμφανίζεται ως ο κατ’ εξοχήν τόπος δράσης του θεού Ήφαιστου. Είναι ο τόπος της γέννησης και του γάμου του, της αποκάλυψης της μοιχείας της γυναίκας του, της διαμάχης του με την Ήρα αλλά και της συμφιλίωσής τους μέσα από τη βοήθεια που της παρέσχε.
i. Σύμφωνα με τον Όμηρο ο Δίας ήταν ο πατέρας του Ήφαιστου. Άλλες όμως πηγές παραδίδουν ότι η θεά, ανταγωνιζόμενη τον σύζυγό της για την παρθενογένεση της Αθηνάς, συνέλαβε τον Ήφαιστο μόνη της, βλέποντάς τον όμως κουτσό και παραμορφωμένο τον έρριξε από τις κορυφές του Ολύμπου, την κατοικία που μοιραζόταν με τον Δία, αμέσως μετά τη γέννησή του, επειδή ντρεπόταν για την άσχημη εμφάνισή του. Ο θεός σώθηκε από την Τιτανίδα Ευρυνόμη και τη Νηρηίδα Θέτιδα, που τον φρόντισαν για εννιά χρόνια. Ο θεός της φωτιάς και των μετάλλων έφτιαξε το πρώτο του σιδηρουργείο στον βυθό του Αιγαίου, σφυρηλατώντας εκπληκτικά αντικείμενα για τις δύο θεές. Η Ήρα, ζηλεύοντας τα κοσμήματα της Θέτιδας, ρωτούσε επίμονα τη Νηρηίδα για την προέλευσή τους. Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, η Ήρα πήρε τον Ήφαιστο στον Όλυμπο, όπου του διέθεσε ένα σιδηρουργείο με είκοσι φυσερά και την Αφροδίτη ως σύζυγο. Σύμφωνα όμως με μια μη ομηρική εκδοχή, ο θεός έστειλε στην Ήρα ως δώρο έναν εκθαμβωτικό θρόνο, αλλά μόλις η θεά κάθισε σε αυτόν παγιδεύτηκε από αόρατα δεσμά. Αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του γιου της για να ελευθερωθεί. Ο θεϊκός γιος αρνήθηκε, μέχρι που μεσολάβησε ο Διόνυσος, ο οποίος, μεθυσμένο, τον ανέβασε στον Όλυμπο.
ii. Στον Όλυμπο ο Ήφαιστος ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με την Αφροδίτη. Στον ίδιο αυτό τόπο ο Άρης, ενώ βρισκόταν στην αγκαλιά της Αφροδίτης πάνω στην κλίνη του Ήφαιστου, έγινε αντιληπτός από αυτόν και γελοιοποιήθηκε ενώπιον των Ολυμπίων, καθώς τύλιξε τους εραστές σε ένα λεπτό χρυσό δίχτυ.
iii. Εδώ ο Ήφαιστος, ύστερα από παράκληση της Θέτιδας, σφυρηλάτησε καινούρια όπλα για τον Αχιλλέα, για να μπορέσει εκείνος να πάρει μέρος στη μάχη και να εκδικηθεί τον θάνατο του Πάτροκλου (Ιλιάδα, Σ 134-137). Σε σχόλιο στις Ωδές του Πινδάρου αναφέρεται ότι ο Ήφαιστος συμφώνησε να φτιάξει τα νέα όπλα του Αχιλλέα με αντάλλαγμα τα κάλλη της Θέτιδας. Η θεά αρχικά έδειξε να δέχεται, ύστερα όμως φόρεσε τα όπλα, πήρε την ασπίδα και το σπαθί και άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη, αφήνοντας πίσω τον Ήφαιστο. Εκείνος την πλήγωσε πετώντας της ένας σφυρί. Η θεά έτρεξε στη Φθία, για να γιατρευτεί, στον τόπο που ονομάζεται Θετίδειο.
iv. Εδώ, πάλι, στον Όλυμπο, ο Δίας κρέμασε την Ήρα από τον ουράνιο θόλο με χρυσές αλυσίδες δένοντάς της τα πόδια σε δυο αμόνια, επειδή εκείνη είχε προκαλέσει θύελλα, με σκοπό να βουλιάξει το πλοίο του Ηρακλή, καθώς ο ήρωας επέστρεφε από την Τροία. Ο Ήφαιστος έτρεξε να βοηθήσει τη μητέρα του και τότε ο Δίας τον ξανάριξε από τις κορυφές του Ολύμπου στη Λήμνο.

***Μούσες
Στα νερά του ποταμό Ελικώνα της Πιερίας οι Μαινάδες της Πιερίας επιχείρησαν να καθαρθούν μετά τον φόνο του Ορφέα. Ωστόσο, Ελικώνας ονομάζεται και ένας ορεινός όγκος στη Βοιωτία, φυσικό όριο μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας, κατοικία των Μουσών κατά τον Ησίοδο, η οποία τους κληρώθηκε κατά τον μοίρασμα του κόσμου.
1. Σύμφωνα με τον Παυσανία (9.29.1-2) οι γιοι του Αλωέα, Ώτος και Εφιάλτης, «πρώτοι θυσίασαν στις Μούσες πάνω στον Ελικώνα κι ονόμασαν το βουνό αυτό ιερό των Μουσών». Όμως «νόμισαν ότι οι Μούσες ήταν τρεις και τις ονόμασαν Μελέτη, Μνήμη και Αοιδή. Άλλοι λένε ότι αργότερα ο Πίερος ο Μακεδών, απ’ τον οποίο πήρε το όνομα το όρος της Μακεδονίας, ήρθε στις Θεσπιές και όρισε εννέα Μούσες και τους έδωσε τα σημερινά γνωστά ονόματα. Ο Πίερος τα όρισε έτσι είτε γιατί του φάνηκε ότι έτσι είναι σοφότερα είτε από κάποιο χρησμό είτε γιατί έτσι τα έμαθε από κανένα Θράκα. Γιατί οι Θράκες από παλιά φημίζονταν ως οι εξυπνότεροι από τους Μακεδόνες και ιδιαίτερα δεν αμελούσαν τόσο τα θεία».
2. Ο Οβίδιος, ο Αντωνίνος Λιβεράλης και ο Μυθογράφος του Βατικανού αποτελούν μια ακόμη πολύτιμη πηγή για το θέμα. Παραδίδουν τα εξής: Στον Ελικώνα οι Μούσες προκλήθηκαν σε μουσικό αγώνα από τις κόρες του Πίερου, βασιλιά της Πιερίας και της Πέλλας, τις Πιερίδες (Μυθογράφος του Βατικανού) ή Ημαθίδες λόγω της καταγωγής τους από την περιοχή νότια του Αξιού και της Παιονίας, βόρεια της Πιερίας, που εκτεινόταν από τον Αλιάκμονα ως τον Όλυμπο (Οβ., Μετ., 5ο βιβλίο, Αντ. Λιβ.). Ο μουσικός αγώνας ανάμεσα στους δύο χορούς, των αθάνατων Μουσών και των θνητών Πιερίδων ή Ημαθίδων, έληξε φυσικά με τη νίκη των Μουσών,  οι οποίες μεταμόρφωσαν τις θνητές κόρες σε πτηνά και εξασφάλισαν την παρουσία τους στις περιοχές όπου αμφισβητήθηκε η δύναμή τους.
3. Ο Στράβων (9.2.25) τοποθετεί τον ναό των Μουσών, την Ιπποκρήνη και το σπήλαιο των Λειβηθρίδων Νυμφών σε μια χαμηλότερη κορυφή του Ελικώνα, που ονομαζόταν Λειβήθριον παραπέμποντας στα Λείβηθρα της Πιερίας, στενά συνδεδεμένα με τις Μούσες και τον Ορφέα: «Κάπου σαράντα στάδια από την Κορώνεια απέχει το Λιβήθριο, στο οποίο υπάρχουν αγάλματα των Μουσών και των Νυμφών, των λεγομένων Λιβηθρίων. Υπάρχουν επίσης πηγές, η μία ονομάζεται Λιβηθριάς και η άλλη Πέτρα, που μοιάζουν με μαστούς γυναικών, απ’ τους οποίους αναβλύζει νερό σαν γάλα» (Παυσ. 9.34.4).

****Μακεδονία
Περιλάμβανε τις περιοχές: Μακεδονίς, Ημαθία (εν μέρει στον νομό Ημαθίας), Βοττιαία (βόρεια και βορειοδυτικά του Θερμαϊκού κόλπου), Πελαγονία, Λυγκηστίδα (μερικώς στον ν. Φλώρινας), Βρυγηίδα, Αλμωπία (βόρειο τμήμα του ν. Πέλλας), Πιερία (ν. Πιερίας), Ελυμεία (ν. Γρεβενών), Ορεστίδα (ορεινή Δ. Μακεδονία), Εορδαία (ν. Κοζάνης), Τυμφαία (ν. Γρεβενών, δυτικά), Μυγδονία (μεταξύ Ανθεμούντα και κάτω ρου του Αξιού).
Η Μακεδονία οφείλει το όνομά της στον επώνυμο ήρωα Μακεδόνα, τον οποίο γενεαλογικοί μύθοι διαφόρων μυθογράφων συνδέουν με ποικίλους θεούς και ήρωες. Θεωρείται:
α) Αυτόχθονας.
β) Γιος του Δία και της Θυίας, κόρης του βασιλιά της Θεσσαλίας Δευκαλίωνα, ο οποίος έχτισε στο Δίον ένας από τους πρώτους βωμούς του Ολυμπίου Διός μετά τον μεγάλο κατακλυσμό της αρχαιότητας (μαρτυρείται σε πάπυρο του 1ου αι. μ.Χ. με γενεαλογίες). Η Θυία ήταν αδελφή του Έλληνα, επομένως τα παιδιά της, ο Μάγνης και ο Μακεδών, κάτοικοι της Πιερίας και του Ολύμπου αντίστοιχα, ήταν ξαδέλφια με τους γιους του Έλληνα, τον Δώρο, τον Ξούθο και τον Αίολο.
γ) Ένας από τους δέκα γιους του βασιλιά της Μαγνησίας Αιόλου, γιου του Έλληνα, αδελφού του Δώρου και του Ξούθου και γενάρχη των Αιολέων. Η παράδοση αυτή απηχεί την ιδέα ότι οι Μακεδόνες ήταν τμήμα των Αιολέων, μιας από τις διαιρέσεις των Ελλήνων.
δ) Γιος του Λυκάονα από την Αρκαδία, γιου του Πελασγού.
ε) Γιος και σύντροφος του θεού Όσιρη, τον οποίο ο πατέρας του έκανε βασιλιά της Μακεδονίας, όταν κατέκτησε τον κόσμο. Σε αυτή την ύστερη εκδοχή της εποχής του συγκρητισμού είναι και αδελφός του Άνουβη· ντυμένος με θώρακα από δέρμα λύκου, φοράει το κεφάλι του ζώου αυτού ως μάσκα στο πρόσωπό του.
Οι παραδόσεις αυτές, λοιπόν, δείχνουν ότι ο Μακεδόνας είτε είναι αυτόχθονας είτε με καταγωγή από Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, την Αρκαδία, και τη Θεσσαλία. Η επιχειρηματολογία αυτή υπήρχε ήδη από τον Ησίοδο και δεν ήταν ύστερο δημιούργημα της ελληνιστικής περιόδου.
Υπάρχει, βέβαια, και η άποψη ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν εξ ολοκλήρου ελληνικό φύλο αλλά συγγενικό με αυτά, γιατί κατάγονταν από τα εξαδέλφια του Έλληνα (παράδοση β’)· ή ότι Μακεδόνες, τουλάχιστον η αριστοκρατία τους, είχε εξελληνιστεί. Επισημαίνουμε, πάντως, ότι αντίστοιχη επιχειρηματολογία για τους Μάγνητες, ότι δηλαδή ήταν ένα ξένο ή συγγενικό προς τους νότιους Έλληνες φύλο λόγω καταγωγής, δεν έχει διατυπωθεί. Μια πιθανή εξήγηση για τις θέσεις αυτές μπορεί να συναχθεί από την παρατήρηση του χάρτη του Τρωικού πολέμου, όπου φαίνεται καθαρά ότι οι πάνω του Ολύμπου περιοχές υπήρξαν σύμμαχοι των Τρώων, όπως επέβαλλαν τα οικονομικά τους συμφέροντα.
Όσο για την παράδοση της καταγωγής και της συγγένειάς του με τους Αιγυπτίους Όσιρι και Άνουβη, αυτή δικαιολογείται από την εισδοχή στον μακεδονικό χώρο της λατρείας αιγύπτιων θεών.

Η εκδίκηση είναι ξεκάθαρη ηλιθιότητα

Ο Μαχάτμα Γκάντι είχε πει: «Το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» είναι ότι θα καταλήξει να κάνει όλο τον κόσμο τυφλό». Και πώς να διαφωνήσεις σε αυτό;    

Στον κόσμο, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, οι άνθρωποι έχουμε την τάση να επιστρέφουμε κακές συμπεριφορές.

Αυτό συμβαίνει, γιατί είμαστε πιο πρόθυμοι να ανταποδώσουμε το κακό, παρά το καλό που μας έκαναν. Αφού η ευγνωμοσύνη είναι βάρος (καθώς θεωρείς, λανθασμένα, ότι χρωστάς σε όποιον σου έκανε καλό), ενώ η εκδίκηση είναι ευχαρίστηση.
Σου προσφέρει μια ευχαρίστηση να βλέπεις να υποφέρει αυτός που σε πλήγωσε και σε πόνεσε.

Ας είμαστε ειλικρινείς.
Όσο καλοί και αγαθοί να το παίζουμε, αν έχουμε την ευκαιρία να ξεπληρώσουμε σε κάποιον το κακό που μας έκανε, πιθανότατα θα το κάνουμε.
Κι αν δεν το κάνουμε, θα φλερτάρουμε ακραία με την ιδέα της εκδίκησης.

Αλλά ρε συ, πόσο σε τσούζει για να θες να εκδικηθείς;
Δηλαδή, πόση αξία θες να δώσεις ακόμη, στο άτομο που σου έκανε κακό;
Το να ασχολείσαι μαζί του, ακόμη κι αν θες να του ανταποδώσεις ότι σου έκανε, είναι σπατάλη πολύτιμου χρόνου.

Χρόνος ίσον χρήμα και το χρήμα αποτελεί αξία. Αξία που δίνεις σε έναν άνθρωπο που δε θα έπρεπε.

Από την άλλη είσαι σίγουρος ότι η εκδίκηση σου θα μείνει αναπάντητη;
Έχεις ακουστά τις Κρητικές βεντέτες; Προφανώς κι έχεις. «Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες» είδες τουλάχιστον μια φορά στη ζωή σου.
Αυτή η ταινία όμως αποτελούσε τη light εκδοχή μιας βεντέτας. Γιατί σε περίπτωση που δε γνωρίζεις, να σε ενημερώσω πως στη λεβεντογέννα έχουν ερημώσει ολόκληρα χωριά από εκδίκηση, η οποία συνήθως ήταν για κάποιο ηλίθιο λόγο.
Βέβαια θα μου πεις: «σιγά ρε Μήτσο, δεν θα κάνουμε και φονικό».
Με την απάντηση μου να έρχεται σαν πέλεκυς: «γιατί ρε συ λίγα φονικά έχεις ακούσει για εκδίκηση;».

Είναι επικίνδυνο παιχνίδι, το παιχνίδι της εκδίκησης.
«Αυτός που σε πλήγωσε, είτε ήταν πιο δυνατός, είτε πιο αδύναμος από εσένα. Αν ήταν πιο αδύναμος, λυπήσου τον. Αν ήταν πιο δυνατός, λυπήσου τον εαυτό σου». Τάδε έφη Γουίλιαμ Σαίξπηρ και νομίζω είναι απόλυτα κατανοητός.
Εύκολα μπορεί να αλλάξουν οι ρόλοι και να βρεθείς πάλι ο πληγωμένος. Πάλι ο αδικημένος.
Αν συμβεί αυτό θα σου αξίζει να κλαίγεσαι. Μόνο να μην σ’ακούμε οι υπόλοιποι. Προκάλεσες την τύχη σου. Τα ήθελες και τα έπαθες.

Όταν θέλεις να εκδικηθείς κάποιον το μόνο που καταφέρνεις είναι να του επιτρέπεις να συνεχίσει να σε πληγώνει.
Ναι μεν είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Αλλά από αυτό το πιάτο θα τσιμπήσετε μεζέ και οι δύο πλευρές. Μακροπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα δεν έχει σημασία.

Η εκδίκηση αποτελεί πάντα την αδύναμη ευχαρίστηση των στενών και ρηχών μυαλών. Αν στην ιδέα ότι μπορείς να προκαλέσεις μια αναταραχή στη ζωή ενός ανθρώπου, εφάμιλλη της αναταραχής που προκάλεσε αυτός στη δική σου νιώθεις ένα τσουτσούριασμα και ένα αίσθημα απόλαυσης, ψάξτο. Έχεις πολλά θέματα και πρέπει να τα λύσεις.

Έχει τόσο λογική το να επιστρέφεις το κακό που σου έκανε κάποιος, όσο λογική έχει το να δαγκώσεις το σκύλο που σε δάγκωσε.

Αν αναρωτιέσαι ακόμη. Καμία απολύτως λογική.
Ως πράξη αποτελεί μια ηλιθιότητα.

Θες όντως να εκδικηθείς;
Θες όντως να ενοχλήσεις σαν αγκάθι αυτόν που σου έκανε κακό;

Αν αυτό θες, κοίτα να είσαι και να δείχνεις καλά με τον εαυτό σου.
Δεν υπάρχει πιο ηχηρή ανταπόδοση από αυτό.
Η εκδίκηση δεν είναι πάντα γλυκιά. Από τη στιγμή που ολοκληρωθεί, αισθανόμαστε κατώτεροι από το θύμα μας.

Ο καλύτερος τρόπος να ισοπεδώσεις αυτόν που προσπάθησε να σου κάνει ή σου έκανε κακό, είναι να του δείξεις ότι δεν σε επηρέασε καθόλου.

Πως δεν ταρακούνησε τους ρυθμούς της ζωής σου, πως δεν σε ενόχλησε όσο θα ήθελε, πως είναι τόσο ασήμαντος για εσένα που ότι κι αν κάνει σε αφήνει παγερά αδιάφορο.
Όταν παίρνεις εκδίκηση, γίνεσαι ίσος με τον εχθρό σου. Όταν την ξεπερνάς, γίνεσαι ανώτερος.
Δεν του κάνεις κακό. Ίσως να του πληγώσεις τον εγωισμό και να καταφέρεις ένα δυνατό πλήγμα στο πείσμα του. Αλλά τίποτα παραπάνω. Τίποτα που να μπορεί να σου προσάψει. Τίποτα που να του προσφέρει πόνο, όπως προσέφερε αυτός σε εσένα.

Δεν έχει λόγο να συνεχίσει να σου φέρεται άσχημα. Από την άλλη, εσύ ως άτομο αφενός έχεις δείξει ανωτερότητα και αφετέρου κανείς δε θα μπορεί να πει πως χειρίστηκες λάθος τη κατάσταση.

Με αυτό τον τρόπο, από την άλλη, του δίνεις την ευκαιρία να αντιληφθεί, πως όχι μόνο δεν σου έκανε κακό, αλλά ουσιαστικά σου έδωσε ακόμη περισσότερη αξία. Σου χάρισε, κάνοντας μια κακή πράξη, την ευκαιρία να του αποδείξεις πως δεν ασχολείσαι με μικροπρέπειες.
Γιατί μικροπρέπεια είναι το να κάνεις κακό στους γύρω σου. Ηθελημένα και χωρίς λόγο.

Ως επίλογο σε αυτό το μανιφέστο κατά της εκδίκησης, θα ήθελα να σου πω, πως όλη η φιλοσοφία αυτής της ανόητης πράξης, βασίζεται σε πράγματα που έγιναν και μένουν στο παρελθόν.
Επομένως, με το να οργανώνεις και να ενορχηστρώνεις μια εκδίκηση, ουσιαστικά κάνεις μια απόπειρα για να χειροτερέψεις το παρελθόν σου.

Αντί να ασχολείσαι με το μέλλον σου.

Η ψυχή πάντα θα ξέρει που να σε οδηγήσει

Αν ακούγαμε το ένστικτο μας θα ήταν όλα πιο εύκολα, λιγότερο πολύπλοκα και πιο ουσιαστικά. Αν το εμπιστευόμασταν θα ζούσαμε για το είμαστε και όχι για το φαίνεσθαι.

Ο θόρυβος των σκέψεων μας και της υπερανάλυσης που κάνουμε, μας εμποδίζει να ακούσουμε την φωνή του βαθύτερου εαυτού μας.

Την φωνή του ενστίκτου μας την ακούμε μέσα από τις σιωπές μας, όταν βρισκόμαστε μόνοι παρέα με τον εαυτό μας, όχι μέσα στην πολυκοσμία και στην φασαρία της λογικής.

Το ένστικτο είναι συναίσθημα, το νιώθεις, δεν το αναλύεις ούτε το μετριάζεις, ούτε το ορίζεις.

Το ένστικτο σε καλεί και το υπακούς. Είναι ο φάρος που σου φωτίζει και σου δείχνει τον δρόμο και τον ακολουθείς με πίστη και σεβασμό.

Το ένστικτο μας είναι η φωνή και η αλήθεια της ψυχής μας.

Και η ψυχή δεν κάνει ποτέ λάθος.

Η ψυχή πάντα ξέρει προς τα πού να σε οδηγήσει, δεν σε αφήνει να χαθείς.

Είναι αυτόνομη και αυτόφωτη.

Είναι η πυξίδα που σε καθοδηγεί.

Τίποτα δεν παίζει τόσο ζωτικό ρόλο στη διατήρηση μιας σχέσης αγάπης (ή στην καταστροφή της) όσο η διαδικασία λήψης αποφάσεων

Οι πιθανότητες να έχουν οι σύζυγοι κοινά σημεία είναι περίπου εκατό τοις εκατό. Ίδιες, εκατό στις εκατό, πιθανότητες υπάρχουν ότι θα βρουν διαφορές μεταξύ τους. Η ανατροφή των παιδιών προβάλλει τις διαφορές. Το ίδιο και η λήψη αποφάσεων που αποτελεί μια κύρια πλευρά σε κάθε διαδικασία του ζευγαρώματος. Σε πολλά ζευγάρια, το να πάρουν αποφάσεις μετατρέπεται σε μάχη, αθόρυβη ή με φωνές, για το ποιος έχει το δικαίωμα να πει στον άλλο τι να κάνει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κάθε φορά που παίρνετε μία απόφαση, αισθάνεται καθένας ακόμη πιο άσχημα για τον άλλο και για τον εαυτό του. Καθένας αρχίζει να αισθάνεται μόνος, απομονωμένος, αδικημένος, θυμωμένος, προδομένος και απελπισμένος. Καθένας βάζει στο τραπέζι την αυτοεκτίμησή του κάθε φορά που πρόκειται να πάρει μια απόφαση. Ύστερ’ από μερικές τέτοιες μάχες τα συναισθήματα αμοιβαίας αγάπης εξαφανίζονται.

Μερικές φορές τα ζευγάρια προσπαθούν να αποφύγουν αυτά τα προβλήματα, συμφωνώντας να αναγνωριστεί ο ένας αρχηγός και ο άλλος να συμμορφώνεται στις αποφάσεις. Άλλη διέξοδος είναι να παίρνει κάποιος τρίτος τις αποφάσεις, ίσως ένας εξ αγχιστείας συγγενής ή ένα παιδί ή ένα πρόσωπο έξω απ’ την οικογένεια. Στο τέλος οι αποφάσεις παίρνονται. Αλλά πώς; Και με ποια αποτελέσματα;

Ας διαλέξουμε μερικές από τις ανταποκρίσεις κι ας τις εφαρμόσουμε στον τρόπο με τον οποίο εσύ και ο (η) σύζυγός σου παίρνετε τις αποφάσεις.

Τις παίρνετε με συμβιβασμό; Με φοβέρες; Με κηρύγματα; Παραπλανητικά; Κάνοντας τους αδιάφορους;

Ποιος παίρνει τις αποφάσεις; Πώς; Αντιμετωπίζετε κάθε απόφαση ίσια, ρεαλιστικά και χρησιμοποιώντας τις ικανότητες του καθενός;

Δείχνεις ότι ξέρεις τη διαφορά ανάμεσα στην ικανότητα να διαχειρίζεσαι χρήματα και στην αξία του εαυτού; (Όταν γράφεις μια επιταγή, γράφεις μια επιταγή. Αυτό δεν αποτελεί τρόπο για να δείξεις ή να μη δείξεις αγάπη.)

Να, ένα παράδειγμα. Πριν από το γάμο, ο Μανώλης διαχειριζόταν τα χρήματά του και η Αλίκη τα δικά της. Τώρα παντρεύτηκαν και θέλουν να τα διαχειρίζονται μαζί. Χρειάζεται γι’ αυτό μια μεγάλη απόφαση, πιθανότατα η πρώτη μεγάλη απόφαση που παίρνουν μετά το γάμο τους.

Ο Μανώλης λέει με πεποίθηση: “Λοιπόν, μια και είμαι ο άντρας του σπιτιού, θα διαχειρίζομαι εγώ τα λεφτά. Έτσι έκανε κι ο πατέρας μου, άλλωστε”.

Η Αλίκη απαντάει με κάποιο σαρκασμό: “Μα είναι δυνατόν; Εσύ είσαι τόσο σπάταλος! Το θεωρούσα αυτονόητο ότι εγώ θα διαχειρίζομαι τα χρήματα. Όπως έκανε κι η μητέρα μου”.

Η απάντηση του Μανώλη είναι πολύ ήσυχη. “Καλά, αφού το θέλεις, δεν έχω αντίρρηση. Εγώ φυσικά πίστευα πως μια και είμαι ο σύζυγός σου και μ’ αγαπάς, θα ήθελες να διαχειρίζομαι εγώ τα χρήματά μας. Εξάλλου, αυτή είναι αντρική δουλειά.”

Η Αλίκη φοβήθηκε λιγάκι. “Ω, αγάπη μου! Φυσικά και σ’ αγαπάω. Δε θέλω να πληγώσω τα αισθήματά σου. Ας μη μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό. Έλα, δωσ’ μου ένα φιλάκι.”

Τι θα λέγατε γι’ αυτή τη διαδικασία λήψης αποφάσεων; Πού νομίζετε ότι οδηγεί; Βοηθάει να αυξηθεί ή να ελαττωθεί η αγάπη;

Πέντε χρόνια αργότερα, η Αλίκη λέει θυμωμένα στο Μανώλη: “Αυτή η εταιρία θα μας κάνει μήνυση. Δεν πλήρωσες το λογαριασμό! Βαρέθηκα ν’ αποφεύγω τους εισπράκτορες. Θ’ αναλάβω εγώ τη διαχείριση. Παρ’ το όπως θέλεις, δε με νοιάζει!”

Ο Μανώλης λέει κοφτά: “Στο διάολο! Μπρος, παρ’ τα κι άντε να δούμε αν θα τα καταφέρεις καλύτερα!”

Καταλαβαίνεις ποιο είναι το πρόβλημά τους; Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αυτοεκτίμησή τους από το θέμα της διαχείρισης των οικονομικών τους.

Σίγουρα, τίποτα δεν παίζει τόσο ζωτικό ρόλο στη διατήρηση μιας σχέσης αγάπης (ή στην καταστροφή της) όσο η διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αξίζει να μάθουμε τη διαφορά ανάμεσα στο θέμα της διένεξης και στην αυτοεκτίμηση, που σχετίζεται μ’ αυτό.

Πολλά ζευγάρια στηρίζονται στην πλάνη πως, αφού αγαπιούνται, όλα τ’ άλλα θα λυθούν αυτόματα. Ας συγκρίνουμε αυτή την κατάσταση με την περίπτωση κάποιου που, ας πούμε, θέλει να χτίσει μια γέφυρα. Για να το επιχειρήσει αυτό ένας μηχανικός δε θα βασιστεί στο γεγονός ότι του αρέσουν ή ότι αγαπά τις γέφυρες. Πρέπει να ξέρει πολλά πράγματα για τη διαδικασία, την απαραίτητη για να χτιστεί μια πραγματική και χρήσιμη γέφυρα. Η παρομοίωση ισχύει για τις σχέσεις.

Οι σύντροφοι χρειάζονται να ξέρουν για τη διαδικασία της σύνδεσής τους σε ζευγάρι. Χρειαζόμαστε την αγάπη και τη διαδικασία της οικογενειακής αρχιτεκτονικής. Δεν μπορεί κανένα απ’ αυτά να λειτουργήσει μόνο του.

Ας σπρώξουμε λίγο πιο πέρα ακόμη την παρομοίωσή μας. Ο κατασκευαστής της γέφυρας, που αγαπάει τη δουλειά του, θα αντέξει τους αγώνες και τις απογοητεύσεις, που σίγουρα θα παρουσιαστούν κατά την εκμάθηση της δουλειάς, πολύ καλύτερα από κείνον που δεν τον ενδιαφέρει η γεφυροποιία ή που δεν περιμένει ότι θα συναντήσει προβλήματα. Μα και πάλι, ο αφιερωμένος μηχανικός χρειάζεται κάποιαν αίσθηση προόδου των εργασιών για να επιμείνει να τις συνεχίσει.

Το ίδιο γίνεται με τα ζευγάρια. Αν το “πώς” στο γάμο τους δεν εκπληρώνει τις ελπίδες και τα όνειρά τους, η αγάπη φεύγει μακριά. Πολλοί άνθρωποι το καταλαβαίνουν, ότι χάνετε η αγάπη τους, χωρίς ούτε να υποψιάζονται πως τη διώχνει η διαδικασία τους, το “πώς” στο γάμο τους.

Θυμάστε την αγάπη που νιώθατε για το σύντροφό σας, όταν παντρευτήκατε; Θυμάστε πως σκεφτόσαστε ότι θ’ άλλαζε η ζωή σας; Θυμάστε επίσης ότι πιστεύατε πως ορισμένα προβλήματα θα λύνονταν με την αγάπη; Μπορείτε να πείτε τώρα ο ένας στον άλλο ποια ήταν μερικά από κείνα τα συναισθήματα και τα προβλήματα και τι έγινε μ’ αυτά; Μπορείτε τώρα να φτιάξετε μια νέα, πιο ρεαλιστική βάση για τη σχέση σας;

Βιρτζίνια Σατίρ, ΠΛΑΘΟΝΤΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

ARTHUR SCHOPENHAUER: Ο ενεργός βίος έχει, ως επί το πλείστον, διεκπεραιωθεί, ο άνθρωπος δεν έχει πλέον να περιμένει τίποτε

Όσο, όμως, αυξάνει η ηλικία τόσο ευκολότερο και φυσικότερο γίνεται εδώ το sapere aude [τόλμα να γνωρίζεις]· μετά δε τα εξήντα η ορμή για μοναχικότητα είναι πια μια ορμή φυσική, ενστικτοειδής, καθώς τώρα όλα συμπράττουν για την προαγωγή της. Η ισχυρότερη έλξη προς την κοινωνικότητα, ο έρωτας δηλ. για τις γυναίκες και η γενετήσια ορμή, δεν δρα πλέον· από τις μύριες πλάνες και ανοησίες, έχει κανείς πια απελευθερωθεί· ο ενεργός βίος έχει, ως επί το πλείστον, διεκπεραιωθεί, ο άνθρωπος δεν έχει πλέον να περιμένει τίποτε, σχέδια και προθέσεις δεν έχει πια· η γενεά στην οποία πραγματικά ανήκει δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή· έχοντας γύρω του μία ξένη γενεά, ο άνθρωπος είναι ήδη αντικειμενικά και ουσιαστικά μόνος.

Συνάμα δε, καθώς η ροή του χρόνου έχει επιταχυνθεί, θέλει ν’ αξιοποιήσει πνευματικά αυτόν που του απομένει· διότι τώρα, εφόσον, βέβαια, το μυαλό έχει διατηρήσει τις δυνάμεις του, οι πολλές αποκτηθείσες γνώσεις κι εμπειρίες, η βαθμηδόν τελειωθείσα επεξεργασία όλων των σκέψεων και η μεγάλη ευχέρεια στην εξάσκηση όλων των πνευματικών δυνάμεων καθιστά την μελέτη κάθε είδους ευκολότερη και πιο ενδιαφέρουσα από ποτέ. Τώρα πια, βλέπει κανείς με διαύγεια μύρια πράγματα που παλαιότερα περιεβάλλοντο από ομίχλη, καταλήγει σε συμπεράσματα και νιώθει όλη του την υπεροχή.

Ως συνέπεια της μακρόχρονης πείρας, έχει πάψει να περιμένει πολλά πράγματα από τους ανθρώπους, καθώς αυτοί, συνολικά θεωρούμενοι, δεν αποδεικνύονται πιο αξιόλογοι όταν τους γνωρίζουμε καλύτερα· αντίθετα, τώρα γνωρίζει κανείς ότι – εξαιρουμένων κάποιων ευτυχών συγκυριών – δεν θ’ απαντά παρά μόνο πολύ ελαττωματικά δείγματα της ανθρώπινης φύσης, τα οποία είναι καλύτερα να μην αγγίζει.

Έτσι, δεν υπόκειται πλέον στις συνήθεις πλάνες, αλλά σύντομα διακρίνει τι είναι ο καθένας και σπάνια νιώθει την επιθυμία να συσχετισθεί περισσότερο μαζί του. Τέλος, και ειδικά εάν ο άνθρωπος έχει αναγνωρίσει την μοναχικότητα σαν μια παλιά καλή του φίλη, έχει προστεθεί επίσης και η συνήθεια της απομόνωσης και της τριβής με τον εαυτό του, έχοντας καταστεί “δευτέρα φύσις”.

Κατά συνέπεια, η αγάπη για την μοναχικότητα, η οποία παλαιότερα έπρεπε να κατακτηθεί με αγώνα κατά της κοινωνικής ορμής, είναι τώρα εντελώς απλή και φυσική: στην μοναξιά νιώθει κανείς όπως το ψάρι μέσα στο νερό. Ως εκ τούτου, κάθε ατομικότητα εξαιρετική κι άρα ανόμοια με τις υπόλοιπες και διαχωρισμένη απ’ αυτές νιώθει, λόγω της ουσιαστικής της αυτής απομόνωσης, στην μεν νεότητα θλίψη, στο δε γήρας ανακούφιση.

Εντούτοις, ο καθένας αποκτά το αληθινό αυτό προνόμιο του γήρατος πάντοτε κατ’ αναλογία προς τις διανοητικές του δυνάμεις, συνεπώς, το εξέχον μυαλό περισσότερο απ’ όλους, σε μικρότερο δε βαθμό προφανώς όλοι. Μόνον εντελώς ενδεείς κι ευτελείς φύσεις είναι στο γήρας τόσο κοινωνικές όσο και άλλοτε. Τέτοιοι άνθρωποι είναι για την κοινωνία – στην οποία και δεν ταιριάζουν πια – φορτικοί, το περισσότερο δε που καταφέρνουν είναι να τους ανέχονται, ενώ άλλοτε η συντροφιά τους ήταν περιζήτητη.

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Λειτουργία του εγκεφάλου: Τι συμβαίνει όταν ανακαλούμε μια ανάμνηση

Μια νέα κλινική δοκιμή σε ασθενείς με επιληψία επέτρεψε στους ερευνητές του National Institutes of Health (NIH) να παρακολουθήσουν και να καταγράψουν την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου που εμπλέκεται στη μνημονική λειτουργία σε πραγματικό χρόνο.

Όταν ο ασθενής ανακαλούσε μνήμες, ο εγκέφαλός του φανέρωνε μοναδικά νευρωνικά μοτίβα, τα οποία επιστρατεύονται για την αποθήκευση των μνημών και την κατοπινή ανάκλησή τους. Και ήταν τα ίδια κύματα ενεργοποίησης.

Ηλεκτρόδια εμφυτεύτηκαν λοιπόν στους εγκεφάλους των επιληπτικών για να καταγραφούν τα ρεύματα ενεργοποίησης των νευρώνων. Να αποστηθίζουν λέξεις έβαλαν τους ασθενείς οι ερευνητές και βρήκαν πως για κάθε νέα σύνδεση λάμβανε χώρα και μια μοναδική νευρωνική πυροδότηση.

Όταν του ζητούσαν να ανακαλέσει τη λέξη, ένα παρόμοιο μοτίβο νευρικού κύματος επαναλαμβανόταν χιλιοστά του δευτερολέπτου πριν πει ο ασθενής τη ζητούμενη απάντηση.

Με τον ίδιο τρόπο αποθηκεύουμε και τη μακροχρόνια μνήμη (επεισοδιακή μνήμη), ενεργοποιώντας αντίστοιχα μοτίβα στα νεύρα του εγκεφάλου. «Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν την ιδέα πως οι μνήμες περιλαμβάνουν συντονισμένη επανάληψη των νευρωνικών προτύπων πυροδότησης μέσα στον εγκέφαλο», είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της έρευνας Kareem Zaghloul.

Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό «Science», υποδεικνύει πως ο εγκέφαλος επιστρατεύει διακριτές συχνότητες για να αποθηκεύει και να ανακαλεί τις μνήμες. Και τις ανακαλεί ενεργοποιώντας το ίδιο ηλεκτρικό μονοπάτι…

Ατομικοί πυρήνες

Όταν ξεκινήσαμε την κατάδυση στον ατομικό πυρήνα, αρχίσαμε να παρατηρούμε μια σειρά από ιδιότητες που φαίνονταν περίεργες εκείνη τη στιγμή. Εδώ είναι μερικά τέτοια ενδιαφέροντα γεγονότα

Ένα άτομο ηλίου, με τον πυρήνα να προσεγγίζει την κλίμακα  (1 fm=10-15 m) Η ανακάλυψη ότι τα άτομα είχαν έναν πυρήνα που αποτελείται από δύο διαφορετικούς τύπους σωματιδίων ήταν μια έκπληξη για πολλούς, αλλά άνοιξε το δρόμο για τη σύγχρονη κατανόηση της πυρηνικής φυσικής

  • Όλοι οι ατομικοί πυρήνες αποτελούνται από δύο τύπους σωματιδίων: πρωτόνια και νετρόνια.
  • Το νετρόνιο ήταν ελαφρώς βαρύτερο από ένα πρωτόνιο: περίπου 0,1%.
  • Τα ελεύθερα πρωτόνια είναι σταθερά για πάντα και πάντα.
  • Τα ελεύθερα νετρόνια είναι ασταθή και θα διασπαστούν με μέση διάρκεια ζωής περίπου 15 λεπτών.
  • Αν δεσμεύσετε πρωτόνια και νετρόνια μαζί, τότε η συνολική μάζα του νέου πυρήνα είναι μικρότερη από τη μάζα των μεμονωμένων πρωτονίων και νετρονίων.
  • Και αν τα συνδυάσετε σε συγκεκριμένες αναλογίες τα πρωτόνια – νετρόνια, ορισμένοι ατομικοί πυρήνες θα είναι σταθεροί, ενώ άλλοι θα αποσυντεθούν.

  • Μια πιθανότητα που έχουμε για αυτή την διάσπαση – γνωστή ως διάσπαση βήτα (επειδή ελευθερώνουν ένα ηλεκτρόνιο) – είναι απλά ότι ένα από τα νετρόνια στον πυρήνα που διασπάται, να μετατρέπεται σε ένα πρωτόνιο, ένα ηλεκτρόνιο (ακτίνες βήτα) και ένα αντι-νετρίνο ηλεκτρονίου.

    Το νετρόνιο, που αποτελείται από ένα πάνω και δύο κάτω κουάρκ, είναι ένα από τα σημαντικότερα σύνθετα συστατικά της ύλης στο σύμπαν μας. Το κινούμενο σχέδιο δείχνει την αλληλεπίδραση χρώματος (προσοχή δεν είναι τα πραγματικά χρώματα) μεταξύ κουάρκ σε ένα νετρόνιο με τη βοήθεια των γλουονίων. Τα γλουόνια αντιπροσωπεύονται ως κύκλοι με το χρωματικό φορτίο στο κέντρο και το αντιχρωματικό φορτίο στο εξωτερικό. Βλέπετε την μετατροπή του χρώματος σε ένα βαρυόνιο με τη βοήθεια της ανταλλαγής ενός γλουονίου.

    Σχηματική απεικόνιση της βήτα διάσπασης ή αποσύνθεσης ενός πυρήνα σε έναν τεράστιο ατομικό πυρήνα. Η βήτα διάσπαση προχωρά μέσα από τις ασθενείς αλληλεπιδράσεις, μετατρέποντας ένα νετρόνιο σε ένα πρωτόνιο, ένα ηλεκτρόνιο και ένα αντινετρίνο ηλεκτρονίου. Πριν να γνωρίσουμε ή ανιχνεύσουμε το νετρίνο, φάνηκε ότι τόσο η ενέργεια όσο και η ορμή δεν διατηρήθηκαν στις βήτα διασπάσεις

    Υπήρχε τότε ένα πολύτιμο μάθημα που έγινε αμέσως εμφανές: κάποια σωματίδια (όπως το νετρόνιο) που είναι ασταθή όταν δεν δεσμεύονται με τίποτα άλλο μπορούν να ξαφνικά γίνουν σταθερά σε μια δεσμευμένη κατάσταση. Τα ελεύθερα νετρόνια μπορεί να μην είναι σταθερά, αλλά τα νετρόνια που δεσμεύονται μέσα στους πυρήνες, από το ήλιο έως το σίδηρο, θα είναι σταθερά για ένα άπειρο χρονικό διάστημα, όσο μπορούμε να το πούμε.

    Ο λόγος αυτής της σταθερότητας; Είναι η ποσότητα ενέργειας δέσμευσης (ανά νουκλεόνιο, σε αυτή την περίπτωση) σε σύγκριση με τη διαφορά μάζας / ενέργειας μεταξύ του γονικού σωματιδίου (το νετρόνιο) και των θυγατρικών σωματιδίων (πρωτόνιο, ηλεκτρόνιο και αντι-νετρίνο ηλεκτρονίου). Ένα σταθερό σύστημα που είναι αρκετά σφιχτά δεσμευμένο και σταθερό, είναι πιθανόν να φτιάχνεται από μια συλλογή ασταθών σωματιδίων. Το κλασικό παράδειγμα είναι ένα αστέρι νετρονίων. Αν και το εσωτερικό του κατά 90% είναι εξ ολοκλήρου φτιαγμένο από νετρόνια, η συνδυασμένη βαρυτική και πυρηνική δέσμευση αυτών των σωματιδίων καθιστά όλο το σύστημα σταθερό.

    Οι εκρήξεις πολύ υψηλής ενέργειας που προέρχονται από άστρα νετρονίων με εξαιρετικά ισχυρά μαγνητικά πεδία, είναι πιθανόν υπεύθυνες για κάποια από τα σωματίδια κοσμικής ακτινοβολίας πολύ υψηλής  ενέργειας που παρατηρήθηκαν ποτέ. Ένα τέτοιο αστέρι νετρονίων μπορεί να έχει διπλάσια από τη μάζα του Ήλιου μας, αλλά είναι συμπιεσμένο σε όγκο περίπου 2.000 km². Το εσωτερικό κατά 90% ενός αντικειμένου όπως αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένας μόνο ατομικός πυρήνας που αποτελείται εξ ολοκλήρου από νετρόνια.

    Αφού κατανοήσαμε ποιά ήταν η δεσμευτική ενέργεια των πυρήνων ήταν και πώς λειτουργεί, βρήκαμε ένα ολόκληρο  «ζωολογικό κήπο»  σωματιδίων που άρχιζαν να βγαίνουν από τους σωματιδιακούς επιταχυντές. Εκτός από το πρωτόνιο και το νετρόνιο, βρέθηκε επίσης μια βαρύτερη, ασταθής εκδοχή τους – το σωματίδιο Lambda (Λ 0 ), 3 ποικιλίες πιονίων, 4 ποικιλίες καονίων, ήτα κλπ.

    Μόλις ανακαλύψαμε τα κουάρκ (και αντι-κουάρκ), έχουμε ανακαλύψει σωματίδια όπως: 

    • τα βαρυόνια (όπως τα πρωτόνια, τα νετρόνια και το Λ 0 , κατασκευασμένα από 3 κουάρκ το κάθε ένα),
    • αντιβαρυόνια (κατασκευασμένα από 3 αντίκουρκ),
    • μεσόνια (κατασκευασμένα από συνδυασμό κουάρκ-αντικουάρκ),
    • τετρακουάρκ (κατασκευασμένες από 2 κουάρκ και 2 αντίκουρκ το καθένα),
    • πεντακουάρκ (κατασκευασμένα από 4 κουάρκ και 1 αντικουάρκ),
    • και ακόμη και εξακουάρκ (από 6 κουάρκ).
    • Το 2014 ανακαλύφθηκε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εξακουάρκ γνωστό ως d * , το οποίο αποτελείται από τρία κουάρκ πάνω και τρία κάτω (όπως ένα δευτέριο), αλλά με μια βαρύτερη μάζα.

    Η Σύσταση της Ψυχής

    Η σύσταση της ψυχής χωρίζεται σε λογική, θυμικό και επιθυμητικό.

    Η λογική κυβερνάει τη γνώση.
    Το θυμικό σχετίζεται με την παρόρμηση.
    Το επιθυμητικό κυβερνάει τα συναισθήματα της ψυχής.
     
    Όταν αυτά τα τρία μέρη ενώνονται σε μια πράξη, εκδηλώνοντας μια σύνθετη ενέργεια, τότε η ψυχή φθάνει σε ομολογία και αρετή.
     
    Όταν ο στασιασμός τα χωρίζει, τότε εμφανίζεται κακία και δυσαρμονία.
     
    Η αρετή συνεπώς περιέχει τρία στοιχεία: γνώση, δύναμη και προαίρεση.
     
    Η αρετή της λογικής ικανότητας της ψυχής είναι η σοφία, η οποία είναι μια συνήθεια θεώρησης και κρίσης.
     
    Η αρετή του θυμικού μέρους είναι το θάρρος, δηλαδή η συνήθεια να υπομένουμε τα τρομερά πράγματα και να αντιστεκόμαστε σ’ αυτά.
     
    Η αρετή του επιθυμητικού μέρους είναι η εγκράτεια, δηλαδή η μετριοπάθεια και ο περιορισμός των ηδονών που προέρχονται από το σώμα.
     
    Η αρετή της όλης ψυχής είναι η δικαιοσύνη, γιατί οι άνθρωποι… πράγματι γίνονται κακοί είτε μέσω αχρειότητας είτε μέσω ακολασίας είτε μέσω φυσικής αγριότητας. Βλάπτονται μεταξύ τους εξαιτίας της κερδοσκοπίας, της ηδονής ή της φιλοδοξίας.
     
    Η αχρειότητα επομένως ανήκει πιο σωστά στο λογικό μέρος της ψυχής. Ενώ η σύνεση είναι παρόμοια με την καλή τέχνη, η αχρειότητα με την κακή τέχνη που επινοεί τεχνάσματα για να δράσει άδικα. Η ακολασία ανήκει στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, αφού η εγκράτεια συνίσταται στην καθυπόταξη και η ακολασία στην αποτυχία καθυπόταξης των ηδονών.
     
    Η αγριότητα ανήκει στο θυμικό μέρος της ψυχής, γιατί όταν κάποιος παρακινείται από κακές επιθυμίες, ικανοποιείται όχι όπως αρμόζει σε άνθρωπο αλλά σε ζώο, και αυτό ονομάζεται αγριότητα. Τα αποτελέσματα αυτών των διαθέσεων προκύπτουν επίσης από τα πράγματα χάρη των οποίων γίνονται. Η αχρειότητα, προερχόμενη από το λογικό μέρος της ψυχής, καταλήγει σε απληστία. Το λάθος του θυμικού μέρους είναι η φιλοδοξία, η οποία καταλήγει σε αγριότητα και καθώς το επιθυμητικό μέρος καταλήγει σε ηδονή, αυτό προκαλεί ακολασία.
     
    Όπως οι άδικες πράξεις είναι αποτέλεσμα πολλών αιτιών, το ίδιο και οι δίκαιες πράξεις· γιατί η αρετή είναι από τη φύση της ευεργετική και επικερδής, ενώ η κακία είναι κακοποιός και επιβλαβής. Αφού όμως ένα μέρος της ψυχής οδηγεί, ενώ το άλλο ακολουθεί και αφού οι αρετές και οι κακίες συνυπάρχουν σε αυτά, είναι φανερό ότι και όσον αφορά τις αρετές, επίσης μερικές ηγούνται και άλλες ακολουθούν, ενώ άλλες είναι σύνθετες. Εκείνες που ηγούνται, είναι αρετές τέτοιες, όπως η σοφία· εκείνες που ακολουθούν είναι αρετές τέτοιες, όπως το θάρρος και η εγκράτεια· και στις σύνθετες περιλαμβάνεται η δικαιοσύνη. Οι αρετές λοιπόν συνυπάρχουν στα πάθη, έτσι ώστε μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτά τα τελευταία ύλη των πρώτων.
     
    Από τα πάθη το μεν ένα είναι εκούσιο και το άλλο ακούσιο·
    η ηδονή είναι εκούσια και ο πόνος ακούσιος.
     
    Οι άνθρωποι που διαθέτουν πολιτικές αρετές αυξάνουν και μειώνουν αυτά, οργανώνοντας τα άλλα μέρη της ψυχής σύμφωνα με εκείνο που κατέχει λογική. Το επιθυμητό σημείο αυτής της προσαρμογής είναι ότι η διάνοια δεν θα πρέπει να εμποδίζεται στην εκτέλεση του κατάλληλου έργου της, ούτε από έλλειψη ούτε από υπερβολή.
     
    Προσαρμόζουμε το λιγότερο αγαθό σε εκείνο που είναι περισσότερο αγαθό και στον κόσμο κάθε μέρος που είναι πάντα παθητικό, υφίσταται χάριν εκείνου το οποίο πάντα κινείται. Στην ένωση των όντων το θηλυκό υφίσταται χάριν του αρσενικού, γιατί αυτό το τελευταίο σπέρνει, γεννώντας μια ψυχή, ενώ το πρώτο μεταβιβάζει επίσης ύλη σε εκείνο το οποίο γεννιέται.
     
    Στην ψυχή το άλογο υφίσταται χάριν του λογικού μέρους.
     
    Η οργή και η επιθυμία οργανώνονται σε σχέση με το πρώτο μέρος της ψυχής· η πρώτη σαν ένας δορυφόρος και φύλακας του σώματος, η δεύτερη σαν ένας παρασκευαστής και χορηγός κάθε αναγκαίου.
     
    Η διάνοια, όντας εδραιωμένη στην ανώτερη κορυφή του σώματος και έχοντας μια θέα εκείνου που είναι από όλες τις μεριές λαμπερό και διαφανές, διερευνά τη σοφία των αληθινών όντων. Αυτή είναι πράγματι η φυσική λειτουργία της, να διερευνά και να κατέχει την αλήθεια και να ακολουθεί εκείνα τα όντα που είναι πιο έξοχα και σεβαστά από την ίδια. Γιατί η γνώση των θείων και πιο σεβαστών πραγμάτων είναι η αρχή, η αιτία και ο κανόνας της ανθρώπινης ευδαιμονίας.
     
    Οι αρχές όλων των αρετών είναι τρεις: γνώση, δύναμη και προαίρεση.
     
    Η γνώση πράγματι είναι εκείνη μέσω της οποίας συλλογιζόμαστε και διαμορφώνουμε μια κρίση των πραγμάτων η δύναμη είναι μια ορισμένη φυσική ρώμη από την οποία αντλούμε την υπόσταση μας και η οποία χαρίζει σταθερότητα στις πράξεις μας· και η προαίρεση είναι, θα λέγαμε, το χέρι της ψυχής το οποίο μας ωθεί να προσεγγίσουμε και να οικειοποιηθούμε τα πράγματα.
     
    Η ψυχή χωρίζεται στη λογική, το θυμικό και το επιθυμητικό.
     
    Η λογική ικανότητα κυβερνά τη γνώση.

    Το θυμικό σχετίζεται με την παρόρμηση.

    Το επιθυμητικό κυβερνά θαρραλέα τα συναισθήματα της ψυχής.
     
    Όταν αυτά τα τρία μέρη ενώνονται σε μια δράση, εκδηλώνοντας μια σύνθετη ενέργεια, τότε προκύπτει στην ψυχή ομολογία και αρετή.
     
    Όταν ο στασιασμός τα χωρίζει, τότε εμφανίζεται δυσαρμονία και κακία. Όταν η λογική ικανότητα επικρατεί του άλογου μέρους της ψυχής, τότε προκύπτει καρτερία και εγκράτεια· καρτερία, όταν κατεχόμεθα από πόνους και εγκράτεια, όταν κατεχόμεθα από ηδονές. Αλλά όταν τα άλογα μέρη της ψυχής επικρατούν του λογικού μέρους, τότε προκαλείται μαλθακότητα και ακράτεια· μαλθακότητα, γιατί αποφεύγουμε το μόχθο και ακράτεια, γιατί μας υπερνικούν οι ηδονές.
     
    Όταν όμως επικρατεί το καλύτερο μέρος της ψυχής, το κατώτερο ελέγχεται· το πρώτο οδηγεί και το δεύτερο ακολουθεί, ενώ και τα δυο συναινούν και συνομολογούν και τότε σε ολόκληρη την ψυχή γεννιέται η αρετή και η τέλεια αγαθότητα.
     
    Επίσης, όταν το επιθυμητικό μέρος της ψυχής ακολουθεί τη λογική, τότε γεννιέται η σωφροσύνη όταν αυτό συμβαίνει με το θυμικό, τότε γεννιέται η ανδρεία και όταν λαμβάνει χώρα σε όλα τα μέρη της ψυχής, τότε προκύπτει η δικαιοσύνη.
     
    Η δικαιοσύνη είναι εκείνη η οποία χωρίζει όλες τις κακίες και όλες τις αρετές της ψυχής μεταξύ τους. Η δικαιοσύνη είναι σαν ένα σύστημα και οργάνωση των μερών της ψυχής και τέλεια και υπέρτατη αρετή· σε αυτήν περιέχεται το καθετί, ενώ τα άλλα αγαθά της ψυχής δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτήν. Γι’ αυτό και η δικαιοσύνη κατέχει μεγάλη δύναμη τόσο μεταξύ των θεών, όσο και μεταξύ των ανθρώπων. Περιέχει το δεσμό μέσω του οποίου συνδέεται ολόκληρο το σύμπαν και επίσης εκείνον μέσω του οποίου συνδέονται οι θεοί και οι άνθρωποι. Μεταξύ των ουράνιων θεών ονομάζεται θέμις και μεταξύ των χθονίων ονομάζεται Δίκη, ενώ μεταξύ των ανθρώπων ονομάζεται Νόμος. Αυτά δεν είναι παρά σύμβολα και σημεία που υποδηλώνουν ότι η δικαιοσύνη είναι η υπέρτατη αρετή.
     
    Αλλά η αλήθεια διαπιστώνεται και από τα ονόματα:

    όταν η λογική της ψυχής μειονεκτεί αυτή η διάθεση ονομάζεται αφροσύνη
    όταν μειονεκτεί το θυμικό, ονομάζεται θρασύτητα ή δειλία·
    όταν μειονεκτεί το επιθυμητικό, ακράτεια.
    Όταν πάλι αμβλύνεται η λογική, το ονομάζουμε αφροσύνη·
    όταν οξύνεται, θράσος·
    όταν αμβλύνεται το επιθυμητικό, το ονομάζουμε φιληδονία·
    όταν οξύνεται, ακολασία
    και συνολικά ο συνδυασμός όλων, όταν δεν γίνεται με ορθολογισμό, ονομάζεται κακία.
    Αν αυτή η κακία προκαλείται από κάτι συγκεκριμένο, αποκαλείται ανοησία·
    αν προκαλείται από φόβο, δειλία·
    αν από ηδονές, ακολασία·
    αν από κερδοσκοπία, αδικία.
     
    Συνεπώς η αρετή, όταν συνίσταται στο συλλογισμό και την κρίση, ονομάζεται φρόνηση· όταν συνίσταται στην αντοχή φοβερών πραγμάτων, ονομάζεται θάρρος· όταν συνίσταται στην καταστολή των ηδονών, ονομάζεται εγκράτεια· και όταν σχετίζεται με την αποφυγή της βλάβης των άλλων, ονομάζεται δικαιοσύνη.
     
    Η υπακοή συνεπώς στην αρετή, σύμφωνα με την ορθή λογική, και η παρέκκλιση από αυτήν, αντίθετα προς την ορθή λογική, τείνουν η μεν προς την κοσμιότητα, η δε προς το αντίθετο της. Το δέον είναι αυτό που πρέπει να είναι. Δεν απαιτεί ούτε προσθήκη ούτε αφαίρεση, όντας όπως θα έπρεπε να είναι. Το μη δέον είναι δυο ειδών: η υπερβολή και η έλλειψη.
     
    Η υπερβολή είναι η περίσσεια του δέοντος και η έλλειψη είναι το λιγότερο του δέοντος. Η αρετή όμως είναι η κατοχή του δέοντος. Έτσι είναι ταυτόχρονα ακρότητα και μεσότητα. Είναι μεσότητα, επειδή βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη· είναι ακρότητα, επειδή δεν δέχεται ούτε αύξηση ούτε μείωση, όντας ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι.
     
    Αφού όμως η αρετή του ήθους έχει σχέση με τα πάθη, από τα οποία υπέρτατα είναι η ηδονή και η λύπη, είναι φανερό ότι η αρετή δεν συνίσταται στην εκρίζωση των παθών της ψυχής, της ηδονής και της λύπης, αλλά στην εναρμόνιση τους. Γιατί ούτε η υγεία, που είναι ένας καλός συγκερασμός των σωματικών δυνάμεων, έγκειται στην αφαίρεση του ψυχρού και του θερμού, του υγρού και του ξηρού, αλλά στον κατάλληλο και συμμετρικό συγκερασμό τους. Γιατί η υγεία είναι μια συμμετρία όλων αυτών.
     
    Παρόμοια στην μουσική η αρμονία δεν βρίσκεται στην εξαίρεση του υψηλού και του χαμηλού τόνου, αλλά στον κατάλληλο συνδυασμό τους. Γιατί όταν αυτοί οι ήχοι συνταιριάζονται, τότε προκύπτει συμφωνία και η παραφωνία αποκλείεται. Επίσης το αρμονικό συνταίριασμα του θερμού και του ψυχρού, του υγρού και του ξηρού, προκαλεί υγεία και καταστρέφει την ασθένεια. Έτσι και στην ψυχή όταν συνταιριάζεται το θυμικό και το επιθυμητικό, τότε οι κακίες και τα άλλα πάθη εξαφανίζονται και δημιουργούνται οι αρετές και τα καλά ήθη. Το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της ηθικής αρετής είναι η προαίρεση στα καλά. Γιατί η λογική και η δύναμη είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν και χωρίς την αρετή, η προαίρεση όμως είναι αδύνατον. Γιατί η προαίρεση δείχνει την ποιότητα του ήθους.
     
    Όταν η λογική επιβάλλεται πάνω στην παρόρμηση και στο συναίσθημα, τότε δημιουργεί εγκράτεια και καρτερία. Όταν όμως η λογική εκθρονίζεται από το άλογο μέρος της ψυχής, τότε προκαλείται ακράτεια και μαλθακότητα. Αυτές οι διαθέσεις της ψυχής είναι ημιτελείς αρετές και ημιτελείς κακίες. Γιατί είναι μεν υγιής η λογική, νοσεί όμως το άλογο μέρος της ψυχής. Και όσο η παρόρμηση και το συναίσθημα ελέγχονται και καθοδηγούνται από το λογικό μέρος της ψυχής, προκύπτουν οι αρετές, η εγκράτεια και η καρτερία. Όμως όταν αυτό επιτυγχάνεται με τη βία και όχι εκούσια, τότε προκαλούνται κακίες.
     
    Γιατί η αρετή πρέπει να κάνει τα δέοντα όχι με λύπη αλλά με ευχαρίστηση.
     
    Όταν πάλι η παρόρμηση και το συναίσθημα υπερτερούν της λογικής, προκαλούν μαλθακότητα και ακράτεια και προκύπτουν κακίες. Όταν τα πάθη υποχωρούν με λύπη και έχοντας επίγνωση της αμαρτίας, γιατί το μάτι της ψυχής είναι υγιές, τότε δεν έχουμε κακία. Είναι συνεπώς φανερό ότι η αρετή πρέπει εκούσια να εκτελεί τα δέοντα, γιατί το ακούσιο συνοδεύεται από τη λύπη και το φόβο, ενώ το εκούσιο δεν γίνεται χωρίς ευχαρίστηση και φιλοφροσύνη.
     
    Αυτά λοιπόν επιβεβαιώνονται και από την αιτία της διαίρεσης. Η γνώση και η αντίληψη των πραγμάτων είναι στοιχεία του λογικού μέρους της ψυχής, ενώ η δύναμη ανήκει στο άλογο μέρος, του οποίου στοιχείο είναι το να μην μπορείς να υπομένεις τους μόχθους ή να εξουσιάζεις τις ηδονές. Ενώ η προαίρεση υπάρχει και στα δυο, δηλαδή στο λογικό και στο άλογο μέρος της ψυχής, γιατί συστατικά της είναι η διάνοια και η όρεξη (κλίση, πόθος) και η διάνοια είναι λειτουργία του λογικού μέρους της ψυχής, ενώ η όρεξη του αλόγου. Συνεπώς κάθε αρετή έγκειται στην αμοιβαία προσαρμογή των μερών της ψυχής, ενώ το εκούσιο και το προαιρετικό είναι οπωσδήποτε στοιχεία της αρετής.
     
    Γενικά επομένως η αρετή είναι κάποια αρμονική συνένωση των άλογων μερών της ψυχής με το λογικό. Και η συνένωση αυτή επιτυγχάνεται μέσω της αποδοχής του ορίου του δέοντος στην ηδονή και στη λύπη. Γιατί η αληθινή αρετή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η συνήθεια του δέοντος. Το δέον είναι αυτό που πρέπει να είναι και το μη δέον αυτό που δεν πρέπει να είναι. Το μη δέον όμως έχει δυο είδη· την υπερβολή και την έλλειψη. Υπερβολή είναι το περισσότερο του δέοντος και έλλειψη είναι το λιγότερο του δέοντος. Αφού όμως το δέον είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να είναι, μπορεί να βρίσκεται στο άκρο και στο μέσον.
     
    Βρίσκεται στο άκρο, γιατί δεν χρειάζεται ούτε προσθήκη ούτε αφαίρεση ενώ στο μέσον βρίσκεται, επειδή είναι μεταξύ της υπερβολής και της έλλειψης. Το δέον και το μη δέον έχουν μεταξύ τους την ίδια σχέση που έχει το ίσο με το άνισο, το συντεταγμένο με το άτακτο και τα δυο αυτά είναι το πεπερασμένο και το άπειρο. Έτσι τα μέρη του ανίσου έχουν ένα λόγο προς το μέσον και όχι μεταξύ τους. Για παράδειγμα, αμβλεία γωνία λέμε τη γωνία που είναι μεγαλύτερη από την ορθή, ενώ οξεία λέμε εκείνη που είναι μικρότερη από την ορθή. (Σε έναν κύκλο) μεγαλύτερη είναι η ευθεία από τις ακτίνες που σύρονται από το κέντρο.
     
    Και μακρότερη ημέρα είναι εκείνη που είναι μεγαλύτερη από την ημέρα της ισημερίας.

    Επίσης, η υπερβολική θερμότητα ή ψυχρότητα προκαλεί ασθένειες.

    Το θερμότερο είναι το περισσότερο του κανονικού και το ψυχρότερο είναι το λιγότερο του κανονικού.
     
    Η ίδια αναλογία ισχύει και σχετικά με την ψυχή και τη διάθεση της.
     
    Η θρασύτητα, για παράδειγμα, είναι μια υπερβολή του δέοντος στην αντιμετώπιση των δυσκολιών, ενώ η δειλία είναι η έλλειψη του δέοντος. Ασωτία πάλι είναι η υπερβολή του δέοντος στις χρηματικές δαπάνες, ενώ φιλαργυρία είναι η έλλειψη του. Οργή είναι η υπερβολή του δέοντος στην ορμή του θυμού, ενώ αναισθησία είναι η αντίστοιχη έλλειψη. Η ίδια αναλογία υπάρχει και στις άλλες διαθέσεις της ψυχής.
     
    Αφού λοιπόν η αρετή είναι η συνήθεια του δέοντος, πρέπει να είναι και τα όρια των παθών, δηλαδή να μην είναι ούτε χωρίς πάθη, ούτε με έντονα πάθη. Γιατί η απόλυτη έλλειψη πάθους κάνει την ψυχή χωρίς παρόρμηση και ενθουσιασμό για το καλό, ενώ τα έντονα πάθη την κάνουν ακαταλόγιστη. Το πάθος λοιπόν πρέπει να ακολουθεί την αρετή, όπως η σκιά και το περίγραμμα των εικόνων στην ζωγραφική. Γιατί η ζωντάνια και η λεπτότητα και η μίμηση του φυσικού πετυχαίνονται κυρίως με τις σκιάσεις και τον κατάλληλο συνδυασμό των χρωμάτων.
     
    Τα πάθη της ψυχής είναι κάτι ζωντανό και ενυπάρχουν στην παρόρμηση και στον ενθουσιασμό της φυσικής αρετής. Γιατί η αρετή γεννιέται με τα πάθη και αναπτύσσεται μαζί με αυτά, όπως η ωραία αρμονία παράγεται από τον οξύ και το βαρύ ήχο, και το εύκρατο παράγεται από το θερμό και το ψυχρό και το ισόρροπο από το βαρύ και το ελαφρύ. Δεν πρέπει επομένως να αφαιρέσουμε τα πάθη της ψυχής και κάτι τέτοιο δεν είναι ωφέλιμο, αλλά πρέπει να τα συνταιριάξουμε με την λογική σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δέοντος και του αρεστού.
     
    ***
    Ἀρχαὶ τᾶς συμπάσας ἀρετᾶς τρεῖς· γνῶσις καὶ δύναμις καὶ προαίρεσις.
    καὶ ἔστιν ἁ μὲν γνῶσις οἷον ὄψις ᾇ θεωροῦμεν καὶ κρίνομεν τὰ πράγματα, ἁ δὲ δύναμις οἷον ἀλκά τις τῶ σκάνιος ᾇ ὑφιστάμεθα καὶ ἐμμένομεν τοῖς πράγμασιν, ἁ δὲ προαίρεσις οἷον χεῖρες ψυχᾶς τινες αἷς ὁρμῶμεν καὶ ἀντιλαζύμεθα τῶν πραγμάτων.
    ἔχει δὲ καὶ ὁ τᾶς ψυχᾶς διάκοσμος οὕτως.
    τὸ μὲν γάρ τι αὐτᾶς ἐντι λογισμὸς τὸ δὲ θυμὸς τὸ δ᾿ ἐπιθυμία,
    λογισμὸς μὲν ὁ κρατέων τᾶς γνώσιος,
    θυμὸς δὲ ὁ κρατέων τῶ μένεος,
    ἐπιθυμία δὲ ἁ κρατοῦσα τοῦ ἐπιθυμητικοῦ εἴδεος.
    ὅκκα οὖν ἐς τὸ ἓν τὰ τρία ταῦτα μόλῃ μίαν ἐπιδεξάμενα συναρμογάν, τόκα δὲ γίνεται ἀρετὰ καὶ ὁμολογία ἐν τᾷ ψυχᾷ· ὅκκα δὲ στασιάζοντα καὶ ἀπ᾿ ἀλλάλων ἀπόσπαστα ᾖ, τόκα δὲ γίνεται κακία καὶ ἀναρμοστία ἐν τᾷ ψυχᾷ. καὶ ὅκκα μὲν ὁ λογισμὸς ἐπικρατέῃ τῶν ἀλόγων μερέων τᾶς ψυχᾶς, τόκα δὲ γίνεται καρτερία καὶ ἐγκράτεια, καρτερία μὲν ἐν τᾷ κατοχᾷ τῶν πόνων, ἐγκράτεια δὲ ἐν τᾷ κατοχᾷ τῶν ἁδέων.
    ὅκκα δὲ τὰ ἄλογα μέρεα τᾶς ψυχᾶς ἐπικρατῇ τῶ λογισμῶ, τόκα δὲ γίνεται μαλακία καὶ ἀκρατία· μαλακία μὲν ἐν τῷ φεύγειν τὼς πόνως, ἀκρατία δὲ ἐν τῷ νικῆσθαι ὑπὸ τῶν ἁδέων.
    ὅκκα δὲ τὸ μὲν κρεῖσσον ἄρχῃ μέρος τᾶς ψυχᾶς, τὸ δὲ χέρῃον ἄρχηται, καὶ τὸ μὲν ἁγῆται τὸ δ᾿ ἕπηται, ἀμφότερα δὲ συνευδοκῆται καὶ συνομολογῆται ἀλλάλοις, τόκα δὲ γίνεται ἀρετὰ καὶ παναγαθία περὶ ὅλαν τὰν ψυχάν.
    καὶ ὅκκα μὲν τὸ ἐπιθυματικὸν ἕπηται μέρος τᾶς ψυχᾶς τῷ λογιστικῷ, γίνεται σωφροσύνα· ὅκκα δὲ τὸ θυμοειδές, ἀνδρειότας· ὅκκα δὲ τὰ μέρεα πάντα, δικαιότας. αὕτα γάρ ἐστιν ἁ διείργουσα τάς τε κακίας πάσας τᾶς ψυχᾶς καὶ τὰς ἀρετὰς ἀπ᾿ ἀλλάλων.
    καὶ ἔστιν ἁ δικαιότας οἷον σύσταμά τι τᾶς ἁρμογᾶς τῶν μερέων τᾶς ψυχᾶς καὶ ἀρετὰ τελεία καὶ πανυπερτάτα· πάντα γὰρ ἐν ταύτᾳ· τὰ δ᾿ ἄλλ᾿ ἀγαθὰ τᾶς ψυχᾶς οὐκ ἄτερθε ταύτας. διόπερ καὶ ἐν θεοῖς μέγα κράτος ἔχει ἁ δικαιότας καὶ ἐν ἀνθρώποις· τῶ γὰρ ὅλω καὶ τῶ παντὸς ἅδ᾿ ἁρετὰ συνέχει τὰν κοινωνίαν καὶ τὰν ἐν θεοῖς καὶ τὰν ἐν ἀνθρώποις. θέμις γε οὖν φατίζεται παρὰ τοῖς οὐρανίοις θεοῖς, δίκα δὲ παρὰ τοῖς χθονίοις, νόμος δὲ παρὰ τοῖς ἀνθρώποις. ταῦτα δ᾿ ἐντὶ σαμεῖα καὶ σύμβολα τοῦ τὰν δικαιότατα πανυπερτάταν εἶναι ἀρετάν.
    καὶ ἄλλως δὲ πιστοῦται ὁ λόγος ἐξ αὐτῶν·
    ὅκκα μὲν γὰρ ὁ νόος τᾶς ψυχᾶς ἀμβλακίσκῃ, ὀνυμάζεται ἁ τοιάδε διάθεσις ἀφροσύνα·
    ὅκκα δὲ ὁ θυμός, θρασύτας ἢ δειλία·
    ὅκκα δὲ ἐπιθυμία, ἀκρασία·
    καὶ ὅκκα μὲν ἐπὶ τὸ μῇον ἀμβλακίσκῃ ὁ νόος, ἀφροσύνα,
    ὅκκα δ᾿ ἐπὶ τὸ μέζον, πανουργία·
    καὶ ὅκκα μὲν ἐπὶ τὸ μῇον ἀμβλακίσκῃ ὁ θυμός, δειλία,
    ὅκκα δ᾿ ἐπὶ τὸ μέζον, θράσος·
    καὶ ὅκκα μὲν ἐπὶ τὸ μεῖον ἀμβλακίσκῃ ἁ ἐπιθυμία, μισαδονία·
    ὅκκα δ᾿ ἐπὶ τὸ μέζον, ἀκολασία·
    ὅλως δὲ ἁ μὲν οὐ κατ᾿ ὀρθὸν λόγον συναρμογά, κακία·
    αὕτα δ᾿ ὅκκα μὲν μηδενὸς ἕκατι γένηται, καλέεται ἀβελτερία·
    ὅκκα δὲ φόβω, δειλία, ὅκκα δὲ ἁδονᾶς, ἀκολασία,
    ὅκκα δὲ κέρδεος, ἀδικία.
    ἁ δὲ κατ᾿ ὀρθὸν λόγον αὐτᾶς σύνταξις,
    ὅκκα μὲν ἐν τῷ θεωρὲν καὶ κρίνεν γένηται, καλέεται φρόνασις·
    ὅκκα δὲ ἐν τῷ ὑφίστασθαι … τὰ ἁδέα, σαοφροσύνα·
    ὅκκα δ᾿ ἐν τῷ κέρδεος ἀποσχέσθαι καὶ βλάβας τᾶς εἰς τὸν πλατίον, δικαιότας.
    ἁ δὲ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον αὐτᾶς σύνταξις καὶ παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον παράβασις, τῶ δέοντός ἐστι στοχασμὸς καὶ τῶ μὴ δέοντος ἀπόπτωσις.
    ἔστι δὲ τὸ μὲν δέον, ὃ δεῖ ἦμεν· τοῦτο δὲ οὐκ ἀφαιρέσιος οὐδὲ προσθέσιος δέεται· αὐτὸ γάρ ἐστιν ὃ δεῖ ἦμεν. τῶ δὲ μὴ δέοντος εἴδεα δύο, τὸ μὲν ὑπερβολά, τὸ δ᾿ ἔλλειψις. καὶ ἁ μὲν ὑπερβολὰ τὸ πλέον τῶ δέοντός ἐντι, ἁ δ᾿ ἔλλειψις τὸ ἔλαττον. ἁ δ᾿ ἀρετὰ ἕξις τίς ἐντι τῶ δέοντος· διόπερ καὶ ἀκρότας καὶ μεσότας εὐθέως ἐντί· ἀκρότας μέν, διότι τῶ δέοντος ἔχεται· μεσότας δέ, ὅτι μεταξὺ τᾶς ὑπερβολᾶς καὶ τᾶς ἐλλείψιός ἐντιν.
    οὕτως γὰρ καὶ μεσότατες τυγχάνοντι καὶ ἀκρότατες· μεσότατες μέν, ὅτι ἐκτὸς τᾶς ὑπερβολᾶς καὶ τᾶς ἐλλείψιος πίπτοντι· ἀκρότατες δέ, ὅτι οὔτε προσθέσιος οὔτ᾿ ἀφαιρέσιος δέονται· αὐτὰ γὰρ ἐντὶ ταῦτα, ἃ δεῖ αὐτὰ ἦμεν.
    Οἱ ἀρχὲς ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι τρεῖς: γνώση, δύναμη καὶ προαίρεση.
    Ἡ γνώση πράγματι εἶναι ἐκείνη μέσῳ τῆς ὁποίας συλλογιζόμαστε καὶ διαμορφώνουμε μία κρίση τῶν πραγμάτων ἡ δύναμη εἶναι μία ὁρισμένη φυσικὴ ρώμη ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦμε τὴν ὑπόστασή μας καὶ ἡ ὁποία χαρίζει σταθερότητα στὶς πράξεις μας· καὶ ἡ προαίρεση εἶναι, θὰ λέγαμε, τὸ χέρι τῆς ψυχῆς τὸ ὁποῖο μας ὠθεῖ νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὰ πράγματα.
     
    Ἡ ψυχὴ χωρίζεται στὴ λογική, τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικό.
    Ἡ λογικὴ ἱκανότητα κυβερνᾷ τὴ γνώση,
    τὸ θυμικὸ σχετίζεται μὲ τὴν παρόρμηση καὶ
    τὸ ἐπιθυμητικὸ κυβερνᾷ θαρραλέα τὰ συναισθήματα τῆς ψυχῆς.
    Ὅταν αὐτὰ τὰ τρία μέρη ἑνώνονται σὲ μία δράση, ἐκδηλώνοντας μία σύνθετη ἐνέργεια, τότε προκύπτει στὴν ψυχὴ ὁμολογία καὶ ἀρετή. Ὅταν ὁ στασιασμὸς τὰ χωρίζει, τότε ἐμφανίζεται δυσαρμονία καὶ κακία.
    Ὅταν ἡ λογικὴ ἱκανότητα ἐπικρατεῖ τοῦ ἄλογου μέρους τῆς ψυχῆς, τότε προκύπτει καρτερία καὶ ἐγκράτεια·
    καρτερία, ὅταν κατεχόμεθα ἀπὸ πόνους καὶ ἐγκράτεια, ὅταν κατεχόμεθα ἀπὸ ἡδονές.
    Ἀλλὰ ὅταν τὰ ἄλογα μέρη τῆς ψυχῆς ἐπικρατοῦν τοῦ λογικοῦ μέρους, τότε προκαλεῖται μαλθακότητα καὶ ἀκράτεια·
    μαλθακότητα, διότι ἀποφεύγουμε τὸ μόχθο καὶ ἀκράτεια, διότι μᾶς ὑπερνικοῦν οἱ ἡδονές.
    Ὅταν ὅμως ἐπικρατεῖ τὸ καλύτερο μέρος τῆς ψυχῆς, τὸ κατώτερο ἐλέγχεται· τὸ πρῶτο ὁδηγεῖ καὶ τὸ δεύτερο ἀκολουθεῖ, ἐνῷ καὶ τὰ δυὸ συναινοῦν καὶ συνομολογοῦν καὶ τότε σὲ ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ γεννιέται ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ τέλεια ἀγαθότητα.
    Ἐπίσης, ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ἀκολουθεῖ τὴ λογική, τότε γεννιέται ἡ σωφροσύνη ὅταν αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὸ θυμικό, τότε γεννιέται ἡ ἀνδρεία καὶ ὅταν λαμβάνει χώρα σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς ψυχῆς, τότε προκύπτει ἡ δικαιοσύνη.
    Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία χωρίζει ὅλες τὶς κακίες καὶ ὅλες τὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς μεταξύ τους. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι σὰν ἕνα σύστημα καὶ ὀργάνωση τῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καὶ τέλεια καὶ ὑπέρτατη ἀρετή· σὲ αὐτὴν περιέχεται τὸ καθετί, ἐνῷ τὰ ἄλλα ἀγαθά της ψυχῆς δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν χωρὶς αὐτήν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ δικαιοσύνη κατέχει μεγάλη δύναμη τόσο μεταξὺ τῶν θεῶν, ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Περιέχει τὸ δεσμὸ μέσῳ τοῦ ὁποίου συνδέεται ὁλόκληρο τὸ σύμπαν καὶ ἐπίσης ἐκεῖνον μέσῳ τοῦ ὁποίου συνδέονται οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἄνθρωποι. Μεταξὺ τῶν οὐράνιων θεῶν ὀνομάζεται θέμις καὶ μεταξὺ τῶν χθονίων ὀνομάζεται Δίκη, ἐνῷ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζεται Νόμος. Αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ σύμβολα καὶ σημεῖα ποὺ ὑποδηλώνουν ὅτι ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀρετή.
    Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὰ ὀνόματα:
    ὅταν ἡ λογικὴ τῆς ψυχῆς μειονεκτεῖ αὐτὴ ἡ διάθεση ὀνομάζεται ἀφροσύνη
    ὅταν μειονεκτεῖ τὸ θυμικό, ὀνομάζεται θρασύτητα ἢ δειλία·
    ὅταν μειονεκτεῖ τὸ ἐπιθυμητικό, ἀκράτεια.
    Ὅταν πάλι ἀμβλύνεται ἡ λογική, τὸ ὀνομάζουμε ἀφροσύνη· ὅταν ὀξύνεται, θράσος·
    ὅταν ἀμβλύνεται τὸ ἐπιθυμητικό, τὸ ὀνομάζουμε φιληδονία· ὅταν ὀξύνεται, ἀκολασία καὶ
    συνολικὰ ὁ συνδυασμὸς ὅλων, ὅταν δὲν γίνεται μὲ ὀρθολογισμό, ὀνομάζεται κακία.
    Ἂν αὐτὴ ἡ κακία προκαλεῖται ἀπὸ κάτι συγκεκριμένο, ἀποκαλεῖται ἀνοησία·
    ἂν προκαλεῖται ἀπὸ φόβο, δειλία· ἂν ἀπὸ ἡδονές, ἀκολασία· ἂν ἀπὸ κερδοσκοπία, ἀδικία.
    Συνεπῶς ἡ ἀρετή, ὅταν συνίσταται στὸ συλλογισμὸ καὶ τὴν κρίση, ὀνομάζεται φρόνηση·
    ὅταν συνίσταται στὴν ἀντοχὴ φοβερῶν πραγμάτων, ὀνομάζεται θάρρος·
    ὅταν συνίσταται στὴν καταστολὴ τῶν ἡδονῶν, ὀνομάζεται ἐγκράτεια·
    καὶ ὅταν σχετίζεται μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς βλάβης τῶν ἄλλων, ὀνομάζεται δικαιοσύνη.
    Ἡ ὑπακοὴ συνεπῶς στὴν ἀρετή, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθὴ λογική, καὶ ἡ παρέκκλιση ἀπὸ αὐτήν, ἀντίθετα πρὸς τὴν ὀρθὴ λογική, τείνουν ἡ μὲν πρὸς τὴν κοσμιότητα, ἡ δὲ πρὸς τὸ ἀντίθετό της. Τὸ δέον εἶναι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι. Δὲν ἀπαιτεῖ οὔτε προσθήκη οὔτε ἀφαίρεση, ὄντας ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι.
    Τὸ μὴ δέον εἶναι δυὸ εἰδῶν: ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψη. Ἡ ὑπερβολὴ εἶναι ἡ περίσσεια τοῦ δέοντος καὶ ἡ ἔλλειψη εἶναι τὸ λιγότερο τοῦ δέοντος.
    Ἡ ἀρετὴ ὅμως εἶναι ἡ κατοχὴ τοῦ δέοντος. Ἔτσι εἶναι ταυτόχρονα ἀκρότητα καὶ μεσότητα. Εἶναι μεσότητα, ἐπειδὴ βρίσκεται ἀνάμεσα στὴν ὑπερβολὴ καὶ τὴν ἔλλειψη· εἶναι ἀκρότητα, ἐπειδὴ δὲν δέχεται οὔτε αὔξηση οὔτε μείωση, ὄντας ἀκριβῶς ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι.
     
    Stob. 3.1.118 p. 81 He. (Mullach 2 p. 20) Ἐν ταὐτῷ.
     
    Ἐπεὶ δὲ ἁ τοῦ ἤθεος ἀρετὰ περὶ πάθεα, τῶν δὲ παθέων ἁδονὰ καὶ λύπα ὑπέρτατα, φανερὸν ὅτι οὐκ ἐν τῷ ὑπεξελέσθαι τὰ πάθεα τᾶς ψυχᾶς, ἁδονὰν καὶ λύπαν, ἁ ἀρετὰ πέπτωκεν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ταῦτα συναρμόζεσθαι. οὐδὲ γὰρ ὑγίεια, εὐκρατία τις ἔασα τῶν τῶ σώματος δυναμίων, ἐν τῷ ὑπεξελέσθαι τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν καὶ τὸ ὑγρὸν καὶ τὸ ξηρὸν πέπτωκεν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ταῦτα συγκερασθῆμεν· ἔντι γὰρ οἷον συμμετρία τις τούτων· οὐδ᾿ ἐν τᾷ μουσικᾷ ἐν τῷ ὑπεξελέσθαι τὸ ὀξὺ καὶ τὸ βαρὺ τὸ σύμφωνον πέπτωκεν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ταῦτά πως συναρμόξασθαι. συναρμοσμένων γὰρ τῶ ὀξέος καὶ τῶ βαρέος τὸ μὲν σύμφωνον ἐναπολαμβάνεται, τὸ δὲ διάφωνον ἐκκρούεται· συναρμοσμένων δὲ καὶ τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ ὑγροῦ καὶ τοῦ ξηροῦ ἁ μὲν ὑγίεια γίνεται, ἁ δὲ νόσος ἀπόλλυται· συναρμοσμένων δὲ καὶ τοῦ θυμοῦ καὶ τᾶς ἐπιθυμίας αἱ μὲν κακίαι καὶ τὰ πάθεα ἐξαιρέονται, αἱ δ᾿ ἀρεταὶ καὶ τὰ ἤθεα ἐγγίγνονται.
    ἰδιαίτατον δὲ τᾶς τοῦ ἤθεος ἀρετᾶς ἁ προαίρεσις ἁ ἐν τοῖς καλοῖς. λόγῳ γὰρ καὶ δυνάμει συγχρέεσθαι δυνατὸν καὶ ἄνευ ἀρετᾶς, προαιρέσει δ᾿ οὐ δυνατόν· τὸ γὰρ ἀξίωμα τοῦ ἤθεος ἁ προαίρεσις σαμαίνει.
    διὸ καὶ μετὰ βίας μὲν ἐπικρατέων ὁ λογισμὸς θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας ἐγκράτειαν καὶ καρτερίαν ἐμποιεῖ, μετὰ βίας δὲ πάλιν ἐκβιασθεὶς αὐτὸς ὑπὸ τῶ ἀλόγω, ἀκρασίαν καὶ μαλακίαν. ταὶ δὲ τοιαῦται διαθέσιες τᾶς ψυχᾶς ἡμιτελέες μὲν ἀρεταί, ἡμιτελέες δὲ κακίαι τυγχάνοντι. ὁ μὲν γὰρ λογισμὸς ὑγιαίνει, τὰ δ᾿ ἄλογα μέρεα τᾶς ψυχᾶς νοσεῖ. καὶ καθὸ μὲν ἄρχεται καὶ ἄγεται ὁ θυμὸς καὶ ἁ ἐπιθυμία ὑπὸ τῶ λόγον ἔχοντος μέρεος τᾶς ψυχᾶς, ἁ ἐγκράτεια καὶ ἁ καρτερία ἀρεταὶ τυγχάνοντι, καθὸ δὲ μετὰ βίας ἀλλ᾿ οὐχ ἑκουσίως τοῦτο πράσσοντι, κακίαι τυγχάνοντι.
    δεῖ γὰρ τὰν ἀρετὰν μὴ μετὰ λύπας ἀλλὰ μεθ᾿ ἁδονᾶς τὰ δέοντα πράσσεν.
    πάλιν δέ, καθὸ μὲν ἐπικρατεῖ ὁ θυμὸς καὶ ἁ ἐπιθυμία τῷ λογισμῷ, μαλακίαν καὶ ἀκρατίαν ἐπιφέροντα, κακίαι τινὲς τυγχάνοντι· καθὸ δὲ μετὰ λύπας χαρίζονται τοῖς πάθεσιν, εἰδότες ὅτι ἀμπλακίσκοντι τῶ ὑγιὲς εἶμεν τὸ ὄμμα τᾶς ψυχᾶς, ταύτᾳ δ᾿ οὐ κακίαι. πάλιν ὦν αὐτό γε τοῦτο φανερόν, ὅτι ἑκουσίως δεῖ τὰν ἀρετὰν τὰ δέοντα πράσσεν. τὸ μὲν ἀκούσιον οὐκ ἄνευ λύπας καὶ φόβω· τὸ δ᾿ ἑκούσιον οὐκ ἄνευ ἁδονᾶς καὶ φιλοφροσύνας.
    ἅμα δὲ καὶ ὁ λόγος ὁ τᾶς διαιρέσιος συμπέσοι κα περὶ τῶ ταῦθ᾿ οὕτως ἔχεν. ἁ μὲν γὰρ γνῶσις καὶ ἁ ὅρασις τῶν πραγμάτων τῶ λόγον ἔχοντος μέρεος ἐντὶ τᾶς ψυχᾶς· ἁ δὲ δύναμις τῶ ἀλόγω. τὸ γὰρ ἀντέχεν μὲν δύνασθαι τοῖς πόνοις, ἐπικρατεῖν δὲ τᾶν ἁδονᾶν, οἰκεῖόν ἐντι τῶ ἀλόγω μέρεος τᾶς ψυχᾶς. ἁ δὲ προαίρεσις ἐν ἀμφοτέροις αὐτοῖς γίνεται, καὶ τῷ λόγον ἔχοντι μέρει τᾶς ψυχᾶς καὶ τῷ ἀλόγῳ· σύγκειται γὰρ ἐκ διανοίας καὶ ὀρέξιος, ὧν ἁ μὲν διάνοια τῶ λόγον ἔχοντός ἐντι, ἁ δ᾿ ὄρεξις τῶ ἀλόγω. διὸ καὶ ἀρετὰ πᾶσα ἐν συναρμογᾷ γίνεται τῶν μερέων τᾶς ψυχᾶς, καὶ τὸ ἑκούσιον δὲ καὶ τὸ προαιρετὸν πάντως ἐν τᾷ ἀρετᾷ.
     
    Θεάγους Πυθαγορείου: ἐκ τοῦ Περὶ ἀρετῆς & ψυχικῶν χαρακτηριστικῶν

    Ο Μεγάλος Φόβος

    Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα ζούσα μέσα σε μία ταινία επιστημονικής φαντασίας.

    Που δεν θα συνέβαινε στην φαντασία μου (ούτε καν του σεναριογράφου) αλλά θα ήταν μία καθημερινή πραγματικότητα.

    Και τα θύματα της ταινίας δεν θα ήταν ηθοποιοί που μετά το γύρισμα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους – αλλά άνθρωποι πάσχοντες, που θα υπέφεραν πραγματικά και θα πέθαιναν στ’ αλήθεια.

    Σενάριο της ταινίας: στη χώρα που ζω – αλλά και σε όλες τις άλλες χώρες της γης –έχει εμφανιστεί ένας αόρατος θανατηφόρος ιός.

    Φαίνεται ότι μολύνει τους πάντες χωρίς όμως να αρρωσταίνουν όλοι. Οι περισσότεροι είναι φορείς, αλλά όχι ασθενείς.

    Οι υγιείς φορείς έχουν όμως την δυνατότητα να μεταδώσουν τον ιό σε οποιονδήποτε. Ο καθένας είναι ένας υποψήφιος ασθενής ή δολοφόνος.

    Κάθε άνθρωπο που συναντάς αναρωτιέσαι: μήπως είναι αυτός που θα με μολύνει; Ο Μεγάλος Φόβος.

    Οι υγιείς είναι υπό προϋποθέσεις υγιείς. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να κολλήσουν από κάποιον ασυμπτωματικό φορέα – ή να δραστηριοποιηθεί ο ιός που από μέρες κρύβουν μέσα στον οργανισμό τους – και να καταπέσουν.

    Οι τυχεροί θα την βγάλουν με ένα γερό κρυολόγημα, ή μία κανονική γρίπη. Οι άτυχοι μπορεί να αρρωστήσουν βαριά, να χρειαστούν διασωλήνωση σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας – και ενδεχομένως να χάσουν την μάχη.

    Αλλά το χειρότερο σε αυτή την ιστορία είναι ο διαρκής μεγάλος φόβος. Κανείς δεν ξέρει – όσο καλά κι αν νιώθει τώρα – αν θα είναι ο επόμενος άρρωστος ή ο επόμενος νεκρός.

    Ειρωνεία: όποιος σχεδίασε αυτόν τον ιό, είχε άψογο μαύρο χιούμορ. Οι κυριότεροι φορείς του είναι τα παιδιά. Που όμως ποτέ δεν προσβάλλονται από αυτόν. Έτσι κυκλοφορούν υγιή και ανεμπόδιστα – ώστε να μολύνουν όλους τους άλλους.

    Οι επιστήμονες ψάχνουν με όλα τα μέσα να μάθουν για την προέλευση του ιού, τις ιδιότητές του, τις αδυναμίες του – και φυσικά τον τρόπο αντιμετώπισής του. Είτε μεμονωμένα, είτε μαζικά. Ψάχνουν για φάρμακα, για εμβόλια, για θεραπείες.

    Μαύρο σκοτάδι. Μετά από μήνες ερευνών όλων των επιστημονικών κέντρων και φορέων της γης – δεν έχουμε μάθει τίποτα. Χειρότερα: μάθαμε ότι ο ιός μεταλλάσσεται συνεχώς κι έτσι κάθε γνώση σχετική με αυτόν είναι προσωρινή. Αύριο θα είναι άλλος.

    Εντωμεταξύ οι στατιστικές κάθε μέρα αναφέρουν εκατοντάδες νεκρών και χιλιάδες νέων ασθενών. Οι κλάδοι υγείας έχουν γονατίσει.

    Ακόμα περισσότερο έχει γονατίσει η οικονομία: βουλιάζουν τα χρηματιστήρια, τρέμουν οι τράπεζες, παραλύουν οι μεταφορές και οι συγκοινωνίες, σταματάει η κατανάλωση, εξαφανίζεται ο τουρισμός.

    Και ο Μεγάλος Φόβος συνεχίζεται

    Οργιάζουν οι θεωρίες συνωμοσίας: πρόκειται για μυστικό όπλο εξωγήινων που θέλουν να καταλάβουν τον πλανήτη, είναι πείραμα κρυφού βιολογικού υπερόπλου που ξέφυγε από το εργαστήριο και αυτονομήθηκε, είναι παγίδα συμμορίας που κατέχει και το αντίδοτο – αλλά θα απαιτήσει δισεκατομμύρια για να μας το δώσει…

    Όλοι αυτοί, που ως τώρα ήταν αρνητές του εμβολιασμού και δεν μπόλιαζαν τα παιδιά τους, εκλιπαρούν να βρεθεί ένα εμβόλιο.

    Οι συνήθεις ύποπτοι (Μασόνοι, Εβραίου, Αμερικάνοι, Κινέζοι, κλπ) δεν αναφέρονται πια καθόλου – διότι και αυτοί είναι ανάμεσα στα θύματα: φοβούνται, υποφέρουν και πεθαίνουν.

    Και όσο τραβάει αυτή η ιστορία, χωρίς να φαίνεται λύση στον ορίζοντα, ο λοιμός θα γίνει και λιμός. Επιχειρήσεις κλείνουν, η ανεργία φουντώνει, ο κόσμος πεινάει…

    Ζούμε όλοι έναν εφιάλτη. Ο Μεγάλος Φόβος μας παραλύει. Και δεν ξέρουμε αν και πότε θα ξυπνήσουμε.

    Από τον Θουκυδίδη ως τον Μαντσόνι: Η ζωή στον καιρό του λοιμού

    Αυτόν τον καιρό του ολέθρου και της απόγνωσης, κλεισμένοι στα σπίτια τους, οι Ιταλοί ξαναδιαβάζουν τους «Αρραβωνιασμένους» του μεγάλου συγγραφέα Αλεσσάντρο Μαντσόνι. Μιας ιστορίας αγάπης, οι σελίδες της οποίας ξετυλίχτηκαν παράλληλα με την φονική επιδημία πανούκλας (1629-1631) που έπληξε την Ιταλία και εξολόθρευσε πάνω από 1 εκατομμύριο ανθρώπους. Και ανακαλύπτουν συγκλονιστικές ομοιότητες με τη σημερινή εποχή. Εδώ στην Ελλάδα, καλό θα ήταν να ξαναδιαβάσουμε τον Θουκυδίδη…

    Στο ιστορικό μυθιστόρημά του, που γράφτηκε το 1821 και πρωτοδημοσιεύθηκε το 1827, ο συγγραφέας του πιο αντιπροσωπευτικού και πολυδιαβασμένου έργου του ιταλικού ρομαντισμού, του πρώτου στην ιταλική γλώσσα, αλλά και του πρώτου με ήρωες ταπεινούς ανθρώπους και όχι τους ισχυρούς της εποχής, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις ολιγωρίες των αρχόντων και την αντικοινωνική συμπεριφορά των πολιτών.

    Για την συγγραφή του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος, που διδάσκεται παραδοσιακά στα ιταλικά σχολεία – αλλά όπως είδαμε η διδασκαλία της δεν απέδωσε καρπούς – ο Μαντσόνι είχε μελετήσει όλες τις διαθέσιμες πηγές και εντρυφήσει σε όλα τα αρχεία της εποχής.

    Η υποτίμηση του κινδύνου και η εισβολή των «παραγιών»

    Γνωστή και ως «πανούκλα του Μαντσόνι», ακριβώς λόγω της ενδελεχούς μελέτης του συγγραφέα, η μεταδοτική νόσος (La Peste, όπως είναι πια γνωστή), χτύπησε την κεντρική και βόρεια Ιταλία φθάνοντας ως την Ελβετία. Και συνεχίστηκε, σε ήπια μορφή, άλλα δύο χρόνια μετά την λήξη συναγερμού, δηλαδή ως το 1633. Περισσότερο έπληξε – και τότε – την περιοχή της Λομβαρδίας (Μιλάνο), αλλά και το Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης (Φλωρεντία).

    Εκείνη την εποχή, η Ιταλία δεχόταν την επιδρομή των μισθοφόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους, που πήραν το όνομα «lanzichenecchi», από την γερμανική λέξη Landsknecht (Land = γη, χώρα, πατρίδα + Knecht = υπηρέτης, παραγιός).

    Γνωστοί για την αγριότητά τους, οι μισθοφόροι αυτοί φαίνεται ότι είχαν παρουσιάσει συμπτώματα της νόσου κατά την εισβολή τους στην Ιταλία.

    Αν και αυτό είχε γίνει γνωστό, υποτιμήθηκε από τις αρχές, με τον κυβερνήτη Δον Γκονζάλο Ντε Κόρντοβα, να επικεντρώνεται αποκλειστικά στην εισβολή των μισθοφόρων και στις επιθέσεις τους στα κυβερνητικά κτίρια και στη Γερουσία.

    Ο μόνος που εμφανίζεται να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και τι πρόκειται να συμβεί είναι ο καρδινάλιος Φεντερίγκο που ρίχνεται στον αγώνα για τη σωτηρία των ασθενών και τελικά καταλήγει να είναι η μόνη αρχή που απομένει σε ένα Μιλάνο παραδομένο στους εισβολείς και στην αρρώστια.

    (Όπως βλέπετε, πολλά κοινά σημεία βρίσκουμε και με την Ελλάδα, καθώς παράλληλα αντιμετωπίζουμε και την απόπειρα εισβολής από τον Έβρο και την επίθεση του κορονοϊού. Ευτυχώς, ο δικός μας κυβερνήτης έδωσε την ίδια βαρύτητα και στις δύο απειλές).

    Όσον αφορά στους εισβολείς μάλιστα, είχαμε και τότε εισβολή δι’ αντιπροσώπων, καθώς οι συγκεκριμένοι μισθοφόροι είχαν στρατολογηθεί μεταξύ των μη πρωτότοκων παιδιών μικροϊδιοκτητών αγροτών, που προτιμούσαν να στρατεύονται παρά να περάσουν τη ζωή τους ως εργάτες γης στις γονικές περιουσίες, κληρονόμοι των οποίων ήταν μόνο οι πρωτότοκοι. Δεν ήταν ακριβώς στρατιώτες, γι’ αυτό και ήταν εξοπλισμένοι μόνο με σπαθιά και δόρατα.

    Σύμφωνα με τον Μαντσόνι, η υγειονομική υπηρεσία της εποχής είχε προβλέψει ότι οι μισθοφόροι αυτοί θα έφερναν την πανούκλα, όπως και συνέβη.

    Ο συγγραφέας – όπως και ο Αλμπέρ Καμύ στην «Πανούκλα» και ο Ζοζέ Σαραμάγκου στο «Περί τυφλότητος» και πριν από αυτούς ο Θουκυδίδης και ο Βοκκάκιος – περιγράφουν στα ιστορικά ή αλληγορικά αριστουργήματά τους τις κοινωνικές αντιδράσεις, εξηγώντας πώς η κατάρρευση της κοινωνικής ευθύνης και η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού πολλαπλασίασαν τα θύματα και οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή.

    Στην πρώτη γραμμή Θουκυδίδης και Ιπποκράτης

    Ο Θουκυδίδης, περιγράφει τον λοιμό που εμφανίστηκε στην αρχαία Αθήνα στον δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 430 π.Χ., κατά την πολιορκία της πόλης από τους Σπαρτιάτες. Πιστεύεται ότι επρόκειτο για πανώλη, αν και νεότερα δεδομένα έχουν οδηγήσει τους επιστήμονες και στην περίπτωση του τύφου ή και του Έμπολα.

    Από τον λοιμό πέθανε και ο Περικλής, ενώ νόσησε και ο ίδιος ο Θουκυδίδης, ο μεγάλος ιστορικός και πολεμικός ανταποκριτής που περιέγραψε τα γεγονότα του πολέμου παράλληλα με την τέλεσή τους. Στη μάχη κατά του λοιμού είχε λάβει μέρος και ο Ιπποκράτης, ο οποίος πρώτος ανακάλυψε την ευεργετική επίδραση της φωτιάς, άρα και των υψηλών θερμοκρασιών, ενώ ο Θουκυδίδης περιέγραψε από «πρώτο χέρι» τα συμπτώματα και τις μεθόδους που ακολουθήθηκαν για την ίαση.

    Ο Θουκυδίδης είχε εντοπίσει ως αίτιο διάδοσης της επιδημίας τον συνωστισμό, καθώς στην Αθήνα και στον Πειραιά είχε συγκεντρωθεί τεράστιος για την εποχή πληθυσμός ανθρώπων που προσπαθούσαν να σωθούν από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Είχε επίσης εντοπίσει και την καταστροφική επίδραση των επαφών με τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς πιστεύεται ότι όλα ξεκίνησαν από τον Πειραιά, κέντρο των εμπορικών επαφών.

    Ηθική κατάπτωση και παρακμιακά φαινόμενα

    Ο μεγάλος ιστορικός έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνική και ηθική έκπτωση: Οι άνθρωποι, κατακλυσμένοι από το αίσθημα του μελλοθανάτου, έπαψαν να υπακούουν στους νόμους, ξόδευαν αλόγιστα τις περιουσίες τους σα να μην υπάρχει αύριο, πολλοί φτωχοί πλούτισαν κληρονομώντας τις περιουσίες πλουσίων συγγενών τους.

    Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αδιαφόρησαν για την υστεροφημία τους, ενώ ακόμη και οι ενάρετοι «έβγαλαν» τον χειρότερό τους εαυτό, καθώς είχε καταλυθεί κάθε ηθικός φραγμός.

    Κάτι που επίσης είχαν παρατηρήσει Θουκυδίδης και Ιπποκράτης ήταν ότι όσοι επιβίωναν αποκτούσαν ανοσία στον ιό.

    Επίσης, η μεταδοτικότητα της νόσου οδήγησε σε εγκατάλειψη των ασθενών που πέθαιναν μόνοι τους, ενώ τα πτώματα συσσωρεύονταν, αποτελώντας νέα πηγή μόλυνσης. Και αυτό αποτέλεσε στοιχείο ηθικής και κοινωνικής κατάπτωσης, αφού είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Έλληνες σέβονταν και φρόντιζαν τους νεκρούς τους.

    Τέλος, υπήρξαν και τότε διάφορες ιστορίες συνωμοσίας, καθώς πολλοί υποστήριζαν πως οι Θεοί έχουν ταχθεί στο πλευρό των Σπαρτιατών, κάνοντας αναφορές σε διάφορους χρησμούς που ο Θουκυδίδης είχε απορρίψει ως δεισιδαιμονίες.

    Στην επιφάνεια τα ελαττώματα

    Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Μαντσόνι, που με αφορμή την επιδημία προχωρά σε ηθικού περιεχομένου σκέψεις και διαπιστώσεις. Αποδεικνύοντας ότι η πανούκλα έφερε στην επιφάνεια αρετές και ελαττώματα, ηρωισμό και δειλία και όλα όσα κρύβονται σε συνθήκες κανονικότητας.

    Γιατί μια έκτακτη συνθήκη που δοκιμάζει το σώμα, δοκιμάζει και την ψυχή και αποκαλύπτει τις ανθρώπινες αδυναμίες.

    Στους «Αρραβωνιασμένους», ο Ιταλός συγγραφέας περιγράφει και αυτός τις φήμες, τις διαδόσεις, τις δεισιδαιμονίες. Μάλιστα, ειδική αναφορά κάνει και στις Αρχές, που έβαλαν πάνω από το Κοινό Καλό τα πολιτικά και τα οικονομικά συμφέροντα, αν και είχαν ειδοποιηθεί.

    Διάφοροι αγγελιαφόροι που ταξίδευαν παράλληλα με τους μισθοφόρους, έβρισκαν στους δρόμους πτώματα. Αλλά όταν έμπαιναν στην πόλη του Μιλάνου, διαπίστωναν πως το κακό είχε ήδη συμβεί. Η πόλη των δύο ερωτευμένων, του Ρέντσο και της Λουτσία, είχε πέσει στην πιο θανάσιμη παγίδα.

    Οι επικοινωνίες ήταν δύσκολες εκείνη την εποχή, οι ειδήσεις έφθαναν με δυσκολία, γράμματα δεν έφθαναν ποτέ στον παραλήπτη, οι ίδιοι οι γραμματοκομιστές δεν έφθαναν ποτέ.

    Μόνη αλλαγή τα smartphones!

    Στη σημερινή εποχή, υπάρχουν τα πιο εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας. Το διαδίκτυο, τα κινητά, τα smartphones. Τα μηνύματα φθάνουν στο δευτερόλεπτο. Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύει πως η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει αλλάξει. Απλά σήμερα υπάρχει η (σημαντική) δυνατότητα συχνής επανάληψης του μηνύματος.

    Προσέξτε τώρα: Στην εποχή της επιδημίας που περιγράφει ο Μαντσόνι οι άνθρωποι υποβάθμισαν τον κίνδυνο – όπως και στις μέρες μας. Πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής ήταν ο φυσικός (πρωτοφυσικό τον αποκαλούν στην Ιταλία) Λουντοβίκο Σεττάλα. Αυτός κοπανιόταν προσπαθώντας να προειδοποιήσει, αλλά δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά.

    Πόσες φορές έχουμε, από την αρχή της παρούσας κρίσης, ακούσει και δει τους σύγχρονους επιστήμονες να «κοπανιούνται»;

    Ο Μαντσόνι γράφει πως οι ίδιες οι συνέπειες της επιδημίας, η ίδια η επιδημία αντιμετωπιζόταν με μια παράδοξη αδιαφορία: «Στις πλατείες, στα μαγαζιά, στα σπίτια, αν κάποιος τολμούσε να αναφερθεί στον κίνδυνο, αν έκανε κάποια αναφορά στην πανούκλα, αντιμετωπιζόταν με χλευασμούς δυσπιστίας και οργισμένη περιφρόνηση».

    Καρναβάλια, ντεφιλέ και happy hour!

    Σήμερα, πολλοί στην Ιταλία θυμούνται πως παρά τις προειδοποιήσεις, όλοι συνέχισαν να συνωστίζονται στα καφέ, στις παμπ, στα happy hour, στα σούπερ-μάρκετς, στα θέατρα, στις επιδείξεις μόδας, στο Καρναβάλι της Βενετίας, όπου, επί είκοσι σχεδόν μέρες συνωστίστηκαν όλοι για τις παρελάσεις, τους διαγωνισμούς μάσκας, το πέταγμα του αγγέλου. Και στις επιδείξεις μόδας του Μιλάνου, βέβαια, όπου παρουσιάστηκαν και Κινέζοι σχεδιαστές. Οι οίκοι Αρμάνι και Λάουρα Μπιατζιόττι πραγματοποίησαν τα ντεφιλέ τους κεκλεισμένων των θυρών και σε διαδικτυακή μετάδοση, αλλά δεν συνέβη το ίδιο με πολλούς άλλους, ενώ στο Μιλάνο είχε συρρεύσει κόσμος από όλα τα σημεία του ορίζοντα.

    Μια άλλη ομοιότητα ήταν το «κυνήγι του πρώτου ασθενούς». Τότε, στο Μιλάνο, ως πρώτος ασθενής θεωρήθηκε ένας Ιταλός στρατιώτης που υπηρετούσε στον ισπανικό στρατό και λέγεται ότι πέρασε από το σπίτι των γονιών του πριν φθάσει στο νοσοκομείο όπου και κατέληξε τέσσερις ημέρες αργότερα. Οι συγγενείς μπήκαν σε καραντίνα, όλα τα ρούχα παραδόθηκαν στην πυρά, διότι, όπως γράφει ο Μαντσόνι, η διάδοση έγινε με την επαφή.

    Οι ήρωες τότε και σήμερα

    Υπήρχαν επίσης και στην εποχή του Μαντσόνι, οι ήρωες. Επικεφαλής στη μάχη, ο καπουτσίνος ιερέας Φελίτσε Καζάτι, που ακούραστος συντόνιζε τα πάντα μένοντας όρθιος για μερόνυχτα.

    Τότε, υπό τις οδηγίες του Καζάτι, ιερείς, γιατροί και νοσηλευτές «απειλούσαν, τιμωρούσαν, παρηγορούσαν, στέγνωναν δάκρυα», όπως γράφει ο Μαντσόνι. Όπως σήμερα τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής, οι γιατροί, οι νοσηλευτές.

    Και κάτι ακόμη: Και τότε δημιουργήθηκαν ειδικοί χώροι – καλύβες από άχυρο – για να νοσηλεύονται οι ασθενείς. Οι καλύβες αποτέλεσαν το νοσοκομείο μολυσματικών ασθενειών της εποχής και ο Καζάτι φρόντιζε να μην λείπουν οι γιατροί, τα φάρμακα, η τροφή και τα χειρουργικά εργαλεία.

    Φυσικά, υπάρχουν και διαφορές. Ο Μαντσόνι περιγράφει την τυφλότητα των αρχών, κάτι που δεν συνέβη με τον κορονοϊό στην Ιταλία. Περιγράφει επίσης ότι τότε η λέξη «πανούκλα» ήταν απαγορευμένη, πράγμα που δεν συνέβη με τον κορονοϊό – αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις φτάσαμε στο άλλο άκρο, αντιμετωπίζοντας με καχυποψία και το παραμικρό φτάρνισμα.

    Μέσα σ’ αυτό το κλίμα στις πύλες του Μιλάνου έφθασε ο ερωτοχτυπημένος Ρέντσο. Η πόλη ήταν – και τότε – σε καραντίνα, αλλά έλυσε το πρόβλημά του χρηματίζοντας τους φρουρούς. Κι’ όταν μπήκε…

    Σιωπή και μοναξιά

    Γράφει ο Μαντσόνι: «Ο καιρός κλειστός, ο αέρας βαρύς, ο ουρανός κρυμμένος από ένα σύννεφο ή μία αδιαπέραστη ομίχλη, ακίνητη, που έκρυβε τον ήλιο χωρίς να υπόσχεται βροχή. Τα χωράφια τριγύρω ακαλλιέργητα, οι πρασινάδες είχαν χάσει το χρώμα τους και τα πεσμένα φύλλα χωρίς ούτε μια σταγόνα δροσιάς. Κι’ αυτή η μοναξιά, αυτή η σιωπή, τόσο κοντά σε μια μεγάλη πόλη, μεγάλωναν την ανησυχία του Ρέντσο κι’ έκαναν ακόμη πιο σκοτεινές τις σκέψεις του».

    Γρήγορα ο Ρέντσο κατάλαβε πως αυτό που περισσότερο τον τρόμαζε ήταν ο δικός του τρόμος, που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν έπεσε θύμα της επιθετικότητας ενός περαστικού που τον θεώρησε «untore», δηλαδή ασθενή που μεταδίδει την πανούκλα.

    Περπατάει και περπατάει σε ένα μέρος που θα την έλεγες πόλη των ζωντανών. Αλλά κοιτάζοντας τους έρημους δρόμους και τα κλειδαμπαρωμένα σπίτια, σκέπτεται: «Μα ποια πόλη και ποιοι ζωντανοί»!

    Χάρη στον Μαντσόνι – αλλά και στη δεύτερη γυναίκα του Τερέζα και στον επιστήθιο φίλο του Τομμάζο Γκρόσσι, που επέμειναν να εμπλουτίσει και να επανεκδώσει το έργο του, κάτι που έγινε μεταξύ του Οκτωβρίου 1840 και του Νοεμβρίου 1842 – έχουμε και την ιστορία της Πλάκας της Ατιμωτικής Στήλης, που σήμερα φυλάσσεται στο Καστέλο Σφορτσέσκο στο Μιλάνο.

    Ο θάνατος του κουρέα και η Στήλη της Ατίμωσης

    Επρόκειτο για μια Στήλη όπου τον καιρό που περιγράφει ο Μαντσόνι στο ιστορικό του μυθιστόρημα αναγράφονταν τα ονόματα των «untori», των μεταδοτών, αυτών δηλαδή που κατηγορήθηκαν ότι συνέβαλαν στη διάδοση της νόσου.

    Ο λόγος για την τραγική ιστορία του κουρέα Τζιαν Τζιάκομο Μόρα και του υγειονομικού αξιωματούχου Γκουλιέλμο Πιάτσα, που κατηγορήθηκαν ότι δήθεν συνέβαλαν στην μετάδοση της πανούκλας, με τον Μόρα να παρασκευάζει και τον Πιάτσα να διαθέτει σκευάσματα, τα οποία τοποθετούσε έξω από τις πόρτες των σπιτιών. Η αλήθεια είναι ότι στο μπαρμπέρικο του Μόρα βρέθηκαν διάφορα αρωματικά σκευάσματα της δουλειάς του, αλλά και τα υπολείμματα κάποιας κρέμας που υποτίθεται ότι επούλωνε πληγές.

    Μόρα και Πιάτσα συνελήφθησαν και βασανίστηκαν φριχτά, με αποτέλεσμα να ομολογήσουν ό,τι οι δικαστές τους ήθελαν να αποσπάσουν. Γι’ αυτό και στη δίκη έπεσαν σε πολλές αντιφάσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Προηγουμένως διαπομπεύθηκαν συρόμενοι στους δρόμους της πόλης, ενώ το σπίτι-μαγαζί του κουρέα κατεδαφίστηκε και στη θέση αυτή (σήμερα γωνία της οδού Τζιαν Τζιάκομο Μόρα και λεωφόρου Πόρτα Τιτσινέζε στο Μιλάνο) τοποθετήθηκε η γνωστή Πλάκα της Ατίμωσης, σύμβολο σήμερα της δεισιδαιμονίας και της αδικίας.

    Η Πλάκα έμεινε στη θέση αυτή από το 1630 επί ισπανικής διοίκησης και απομακρύνθηκε το 1778 επί Μαρίας Θηρεσίας και αυστριακής κατοχής.

    Σήμερα, στο ίδιο σημείο υπάρχει ένα μικρό παλάτσο. Το 2005 τοποθετήθηκαν εκεί ένα μπρούτζινο αγαλματίδιο και μια επιγραφή σε ανάμνηση εκείνων των τραγικών γεγονότων:

    «Εδώ υπήρχε κάποτε το σπίτι του Τζιαντζάκομο Μόρα που άδικα βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ως μεταδότης στη διάρκεια της πανούκλας του 1630». Και προστίθεται η φράση που είχε χρησιμοποιήσει η Μαντσόνι στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του:

    «Είναι μια ανακούφιση να σκεπτόμαστε πως αν δεν γνώριζαν τι έκαναν ήταν επειδή δεν ήθελαν να γνωρίζουν, ήταν λόγω εκείνης της άγνοιας που ο άνθρωπος αναδέχεται και χάνει κατά βούληση, και δεν είναι μια δικαιολογία, αλλά μια ενοχή».

    Ο Μαντσόνι αναφερόταν στους δικαστές και βασανιστές των δύο αθώων, στηλιτεύοντας έτσι τον φανατισμό, την δεισιδαιμονία και την υποκρισία, που σημάδεψαν την ιστορία του ανθρώπου και σκότωσαν περισσότερους από οποιαδήποτε μολυσματική ασθένεια…

    Γλώσσα και Πολιτική: Λέξη και νόημα

    §1: Η πολιτική, στη θεωρητική της σύλληψη και στην πρακτική της εφαρμογή, έχει για ενεργό δύναμη τη γλώσσα. Γιατί; Επειδή η τελευταία είναι το στοχαστικό πεδίο του ανθρώπου, όπου, από άποψη αρχής, δοκιμάζεται η αποτελεσματικότητα του εκτυλισσόμενου καθημερινά λόγου και αυτο-πραγματώνεται το πολιτικώς υπάρχειν ως πνεύμα. Εάν με το εν λόγω πολιτικώς υπάρχειν κατανοούμε καθετί και καθέναν που συνδέεται με την πολιτική, τότε η γλώσσα της πολιτικής θα πρέπει να κατονομάζει τη Λογική σχέση ανάμεσα στην πολιτική διοίκηση, ήτοι στην κυβέρνηση, και στους διοικούμενους, δηλαδή τον λαό. Εάν δεν την κατονομάζει, σημαίνει πως το πολιτικό προσωπικό απαρτίζεται από «απαίδευτους ανθρώπους, [που] αρέσκονται σε επικριτικούς λογικισμούς και σε αντεγκλήσεις, γιατί είναι εύκολο να καταφεύγουν σε αντεγκλήσεις, αλλά δύσκολο να γνωρίζουν το καλό και την εσωτερική του αναγκαιότητα» (Hegel, W 7, 414). Και τούτη η εγελιανή απόφανση ισχύει πλήρως, εάν λάβουμε υπόψη ότι οι άνθρωποι σκέπτονται με τον τρόπο που μιλάνε. Οι πολιτικοί, ως εκ τούτου, που δεν σκέπτονται, δεν μιλάνε παρά απλώς παραμιλάνε. Η φλυαρία τους και η αοριστολογία τους δεν δηλώνουν μόνο ανυπαρξία νοημάτων, αλλά και αντι-αισθητικότητα, επιθετικότητα, βαρβαρότητα. Το γλωσσικό σήμα, μας λέει ο Χέγκελ, είναι η διανοηματική έκφραση του ανθρώπου, καθώς «η λέξη δίνει στις σκέψεις την πιο άξια και αληθινή τους ύπαρξη. Μπορεί κάποιος να χάνεται μέσα σε ένα χείμαρο λέξεων, χωρίς να συλλαμβάνει το πράγμα. Γι’ αυτό όμως δεν φταίει η λέξη, αλλά η αόριστη και επιπόλαια σκέψη (W10, σσ. 279-280).

    §2: Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η γλώσσα ποτέ δεν είναι απλά και μόνο το πεδίο ή το μέσο έκφρασης ή και τα δύο μαζί. Το να ομιλούμε τη γλώσσα δεν ταυτίζεται με το να τη χρησιμοποιούμε. Στην καθημερινή μας ομιλία χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Τη χρησιμοποιούμε για να εκφραζόμαστε μάλλον παρά να σκεφτόμαστε. Η ποίηση και η σκέψη όμως δεν χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να εκφράζονται. Αυτές είναι, από τη φύση τους, η πρωταρχική, ουσιώδης και η έσχατη ομιλία, την οποία πραγματοποιεί η γλώσσα μέσω του ανθρώπου. Η γλώσσα, επομένως, είναι η ποιητική, στοχαστική ομιλία που γίνεται δια του ανθρώπου και παράγει νόημα. Με αυτό το πνεύμα, το πώς ομιλεί ο άνθρωπος, δείχνει πόσο μεστή νοήματος ή α-νόητη είναι η ύπαρξή του. Όταν αυτός βαδίζει το φωτεινό μονοπάτι της ποίησης και της σκέψης, δεν χρησιμοποιεί απλώς όρους, λέξεις ή εκφράσεις, αλλά κυριολεκτικά λέγει τους λόγους, δηλαδή τα νοήματα που του χορηγούν οι πράξεις και τα οποία, με τη σειρά τους, του επιτρέπουν να δια-λέγεται αυθεντικά με τον εαυτό του και με τους άλλους. Ο ίδιος είναι αυτή τούτη η γλώσσα που ομιλεί και καθιστά φανερή, αποκαλύπτει την αλήθεια του Είναι του· μια αλήθεια που συγκαλύπτει συστηματικά και εσκεμμένα η πολιτική με την απολιθωμένη της λογομαχία και λογοκοπία.

    §3: Οι λέξεις, στο πεδίο της πολιτικής, έχουν χάσει το αληθινό τους περιεχόμενο και έχουν γίνει πλέον «οι κάδοι και τα βαρέλια» (Χάιντεγκερ), από όπου αντλείται η ψευδής ιδεολογία αποστεωμένων κομματικών σχηματισμών. Με αφετηρία τούτο το ψεύδος, καθημερινή πρακτική γίνεται η εννοιολογική αλλοίωση των λέξεων. Αυτή-εδώ αποτελεί την υπέρτατη αρχή της πολιτικής. Μια τέτοια αλλοίωση καθιστά εύκολη τότε την απατηλή συγκάλυψη της πραγματικής κατάστασης σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, πνευματικό-επιστημονικό επίπεδο. Όσο λοιπόν η πολιτική, με τη συνδρομή των στυφών της «διανοουμένων», τρέφεται από τα λεκτικά –εύηχα ή άηχα– προϊόντα των ως άνω κάδων, δημιουργεί κάποια ιδεολογικά ταμπού, τα οποία τρέμουν ορισμένοι να τα υπερβούν ή να τα συντρίψουν. Αποτέλεσμα τούτου είναι να τα εκμεταλλεύεται ο επιτήδειος χώρος των κομματικών, συνδικαλιστικών, δημοσιογραφικών και άλλων παρόμοιων στεγανών με τρόπο, που να φυλακίζει τα αισθήματα των πολιτών και να εξαπατά αδιάντροπα την πλειονότητα του λαού για δικούς του ιδιοτελείς σκοπούς. Η λεκτική μεταμφίεση έτσι έχει επιτύχει το έργο της: καθιδρύει και εγκαθιστά στη ζωή της κοινωνίας μια πολιτική εκμαυλισμού, η οποία μετατρέπει τη ζωή του πληθυσμού σε «απέραντη κοιλάδα των δακρύων» (Μαρξ) και εξανδραποδίζει μια για πάντα τις ευρείες μάζες. Τι φοβούνται εν τέλει οι μίσθαρνοι της πολιτικής; Το ουσιώδες περιεχόμενο της λέξης ως Λόγου και λόγων, δηλαδή την ελευθερία σκέψης. Όπου και όταν κατισχύει αυτό, οποιαδήποτε «κοιλάδα των δακρύων» για τους πολλούς είναι αδύνατη και εχθρική. Αντίθετα μετατρέπεται, δικαίως και αναγκαίως, σε «κοιλάδα των δακρύων» για τους ολίγους νεοβαρβάρους της πολιτικής απάτης.

    ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1395b-1396b)

    [XXII] Περὶ δ᾽ ἐνθυμημάτων καθόλου τε εἴπωμεν τίνα τρόπον δεῖ ζητεῖν, καὶ μετὰ ταῦτα τοὺς τόπους· ἄλλο γὰρ εἶδος ἑκάτερον τούτων ἐστίν. ὅτι μὲν οὖν τὸ ἐνθύμημα συλλογισμός ἐστιν, εἴρηται πρότερον, καὶ πῶς συλλογισμός, καὶ τί διαφέρει τῶν διαλεκτικῶν· οὔτε γὰρ πόρρωθεν οὔτε πάντα δεῖ λαμβάνοντας συνάγειν· τὸ μὲν γὰρ ἀσαφὲς διὰ τὸ μῆκος, τὸ δὲ ἀδολεσχία διὰ τὸ φανερὰ λέγειν. τοῦτο γὰρ αἴτιον καὶ τοῦ πιθανωτέρους εἶναι τοὺς ἀπαιδεύτους τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις, ὥσπερ φασὶν οἱ ποιηταὶ τοὺς ἀπαιδεύτους παρ᾽ ὄχλῳ μουσικωτέρως λέγειν· οἱ μὲν γὰρ τὰ κοινὰ καὶ καθόλου λέγουσιν, οἱ δ᾽ ἐξ ὧν ἴσασι, καὶ τὰ ἐγγύς· ὥστ᾽ οὐκ ἐξ ἁπάντων τῶν δοκούντων ἀλλ᾽ ἐκ τῶν ὡρισμένων λεκτέον, οἷον ἢ τοῖς κρίνουσιν

    [1396a] ἢ οὓς ἀποδέχονται, καὶ τοῦτο διότι οὕτως φαίνεται δῆλον εἶναι ἅπασιν ἢ τοῖς πλείστοις· καὶ μὴ μόνον συνάγειν ἐκ τῶν ἀναγκαίων, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ὡς ἐπὶ τὸ πολύ.

    Πρῶτον μὲν οὖν δεῖ λαβεῖν ὅτι περὶ οὗ δεῖ λέγειν καὶ συλλογίζεσθαι εἴτε πολιτικῷ συλλογισμῷ εἴθ᾽ ὁποιῳοῦν, ἀναγκαῖον κατὰ τούτου ἔχειν τὰ ὑπάρχοντα, ἢ πάντα ἢ ἔνια· μηδὲν γὰρ ἔχων ἐξ οὐδενὸς ἂν ἔχοις συνάγειν. λέγω δ᾽ οἷον πῶς ἂν δυναίμεθα συμβουλεύειν Ἀθηναίοις εἰ πολεμητέον ἢ μὴ πολεμητέον, μὴ ἔχοντες τίς ἡ δύναμις αὐτῶν, πότερον ναυτικὴ ἢ πεζικὴ ἢ ἄμφω, καὶ αὕτη πόση, καὶ πρόσοδοι τίνες ἢ φίλοι καὶ ἐχθροί, εἶτα τίνας πολέμους πεπολεμήκασι καὶ πῶς, καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα· ἢ ἐπαινεῖν, εἰ μὴ ἔχοιμεν τὴν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίαν ἢ τὴν ἐν Μαραθῶνι μάχην ἢ τὰ ὑπὸ τῶν Ἡρακλειδῶν πραχθέντα ἢ ἄλλο τι τῶν τοιούτων. ἐκ γὰρ τῶν ὑπαρχόντων ἢ δοκούντων ὑπάρχειν καλῶν ἐπαινοῦσι πάντες. ὁμοίως δὲ καὶ ψέγουσιν ἐκ τῶν ἐναντίων, σκοποῦντες τί ὑπάρχει τοιοῦτον αὐτοῖς ἢ δοκεῖ ὑπάρχειν, οἷον ὅτι τοὺς Ἕλληνας κατεδουλώσαντο, καὶ τοὺς πρὸς τὸν βάρβαρον συμμαχεσαμένους καὶ ἀριστεύσαντας ἠνδραποδίσαντο, Αἰγινήτας καὶ Ποτιδαιάτας, καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα, [καὶ] εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον ἁμάρτημα ὑπάρχει αὐτοῖς. ὡς δ᾽ αὔτως καὶ οἱ κατηγοροῦντες καὶ οἱ ἀπολογούμενοι ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σκοπούμενοι κατηγοροῦσι καὶ ἀπολογοῦνται. οὐδὲν δὲ διαφέρει περὶ Ἀθηναίων ἢ Λακεδαιμονίων, ἢ ἀνθρώπου ἢ θεοῦ, τὸ αὐτὸ τοῦτο δρᾶν· καὶ γὰρ συμβουλεύοντα τῷ Ἀχιλλεῖ, καὶ ἐπαινοῦντα καὶ ψέγοντα, καὶ κατηγοροῦντα καὶ ἀπολογούμενον ὑπὲρ αὐτοῦ, τὰ ὑπάρχοντα ἢ δοκοῦντα ὑπάρχειν ληπτέον, ἵν᾽ ἐκ τούτων λέγωμεν, ἐπαινοῦντες ἢ ψέγοντες εἴ τι καλὸν ἢ αἰσχρὸν ὑπάρχει, κατηγοροῦντες δ᾽ ἢ ἀπολογούμενοι εἴ τι δίκαιον ἢ ἄδικον, συμβουλεύοντες δ᾽ εἴ τι συμφέρον ἢ βλαβερόν. ὁμοίως δὲ τούτοις καὶ περὶ πράγματος ὁτουοῦν, οἷον περὶ δικαιοσύνης, εἰ ἀγαθὸν ἢ μὴ ἀγαθόν, ἐκ τῶν ὑπαρχόντων τῇ δικαιοσύνῃ καὶ τῷ ἀγαθῷ· ὥστ᾽ ἐπειδὴ καὶ πάντες οὕτω φαίνονται ἀποδεικνύντες, ἐάν τε ἀκριβέστερον ἐάν τε μαλακώτερον συλλογίζωνται

    [1396b] (οὐ γὰρ ἐξ ἁπάντων λαμβάνουσιν ἀλλ᾽ ἐκ τῶν περὶ ἕκαστον ὑπαρχόντων), καὶ διὰ τοῦ λόγου δῆλον ὅτι ἀδύνατον ἄλλως δεικνύναι, φανερὸν ὅτι ἀναγκαῖον, ὥσπερ ἐν τοῖς Τοπικοῖς, πρῶτον περὶ ἕκαστον ἔχειν ἐξειλεγμένα περὶ τῶν ἐνδεχομένων καὶ τῶν ἐπικαιροτάτων, περὶ δὲ τῶν ἐξ ὑπογυίου γιγνομένων ζητεῖν τὸν αὐτὸν τρόπον, ἀποβλέποντα μὴ εἰς ἀόριστα ἀλλ᾽ εἰς τὰ ὑπάρχοντα περὶ ὧν ὁ λόγος, καὶ περιγράφοντα ὅ τι πλεῖστα καὶ ἐγγύτατα τοῦ πράγματος· ὅσῳ μὲν γὰρ ἂν πλείω ἔχῃ τῶν ὑπαρχόντων, τοσούτῳ ῥᾷον δεικνύναι, ὅσῳ δ᾽ ἐγγύτερον, τοσούτῳ οἰκειότερα καὶ ἧττον κοινά. λέγω δὲ κοινὰ μὲν τὸ ἐπαινεῖν τὸν Ἀχιλλέα ὅτι ἄνθρωπος καὶ ὅτι τῶν ἡμιθέων καὶ ὅτι ἐπὶ τὸ Ἴλιον ἐστρατεύσατο· ταῦτα γὰρ καὶ ἄλλοις ὑπάρχει πολλοῖς, ὥστε οὐδὲν μᾶλλον ὁ τοιοῦτος τὸν Ἀχιλλέα ἐπαινεῖ ἢ Διομήδην· ἴδια δὲ ἃ μηδενὶ ἄλλῳ συμβέβηκεν ἢ τῷ Ἀχιλλεῖ, οἷον τὸ ἀποκτεῖναι τὸν Ἕκτορα τὸν ἄριστον τῶν Τρώων καὶ τὸν Κύκνον, ὃς ἐκώλυσεν ἅπαντας ἀποβαίνειν ἄτρωτος ὤν, καὶ ὅτι νεώτατος καὶ οὐκ ἔνορκος ὢν ἐστράτευσεν, καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα.

    ***
    [22] Ας μιλήσουμε τώρα γενικά για τα ενθυμήματα, για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ψάχνουμε να τα βρούμε, και στη συνέχεια για τους τόπους των ενθυμημάτων· γιατί το καθένα από τα δύο αυτά πράγματα είναι ένα διαφορετικό είδος. Ότι το ενθύμημα είναι ένα είδος συλλογισμού, το έχουμε ήδη πει, όπως έχουμε επίσης πει με ποιό νόημα είναι συλλογισμός και σε τί διαφέρει από τους διαλεκτικούς συλλογισμούς· γιατί ούτε πρέπει να ξεκινάει κανείς τον συλλογισμό του από πολύ μακριά ούτε είναι ανάγκη να συνάγει το συμπέρασμά του περνώντας από όλες τις (προκείμενες) προτάσεις: το πρώτο, με το μήκος της συλλογιστικής διαδικασίας, δημιουργεί ασάφειες, ενώ το δεύτερο καταντάει σκέτη φλυαρία, καθώς λέγονται πράγματα προφανή και αυτονόητα· αυτός είναι, πράγματι, και ο λόγος που οι αμόρφωτοι είναι πιο πειστικοί μπροστά στον όχλο σε σύγκριση με τους μορφωμένους· έτσι δεν το λένε και οι ποιητές, πως οι αμόρφωτοι είναι πιο επιδέξιοι στο να μιλούν μπροστά στον όχλο; Οι μορφωμένοι, πράγματι, μιλούν με προτάσεις απόλυτου και καθολικού περιεχομένου, ενώ οι αμόρφωτοι μιλούν για πράγματα που εμπίπτουν στον χώρο των εμπειριών τους και είναι πολύ κοντινά. Συμπέρασμα: Δεν θα πρέπει να μιλάει κανείς αντλώντας τα επιχειρήματα του από όλες τις γνώμες, αλλά μόνο από αυτές που έχουν γίνει οριστικά αποδεκτές π.χ.

    [1396a] από τους ακροατές του ή από ανθρώπους που οι ακροατές του σέβονται· και φυσικά πρέπει να είναι φανερό ότι η συγκεκριμένη γνώμη είναι της αποδοχής ή όλων των ανθρώπων ή των περισσότερων· και το συμπέρασμα να μη συνάγεται μόνο από απολύτως αληθινές προτάσεις, αλλά και από προτάσεις που είναι αληθινές τις περισσότερες φορές.

    Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να αντιληφθείς είναι ότι για το θέμα για το οποίο πρέπει να μιλήσεις και να επιχειρηματολογήσεις —θέμα πολιτικού ή όποιου άλλου περιεχομένου— είναι ανάγκη να έχεις στη διάθεσή σου τα σχετικά με αυτό δεδομένα, είτε όλα είτε τα περισσότερα· γιατί αν δεν έχεις τίποτε από αυτά στη διάθεσή σου, δεν θα έχεις τίποτε από όπου να μπορείς να συναγάγεις ένα συμπέρασμα. Εννοώ π.χ. το εξής: πώς θα μπορούσαμε να συμβουλέψουμε τους Αθηναίους να κάνουν ή να μην κάνουν πόλεμο, αν δεν ξέραμε ποιά είναι η δύναμή τους, αν είναι ναυτική ή πεζική ή και τα δύο, και αυτή πόση, ποιά είναι τα έσοδα της πόλης, ποιοί οι φίλοι και ποιοί οι εχθροί τους, ακόμη ποιούς πολέμους έχουν διεξαγάγει και με ποιόν τρόπο, και όλα τα παρόμοια; ή πώς θα μπορούσαμε να τους επαινέσουμε αν δεν ξέραμε τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα ή τη μάχη στον Μαραθώνα ή όσα έκαναν για χάρη των παιδιών του Ηρακλή, ή άλλα τέτοια παρόμοια; Γιατί όλοι, ως γνωστόν, επαινούν βασισμένοι σε υπάρχοντα καλά ή σε καλά που θεωρείται ότι υπάρχουν. Με τον ίδιο, επίσης, τρόπο διατυπώνουν εναντίον τους και τον ψόγο τους, ξεκινώντας από τα αντίθετα, ψάχνοντας να δουν τί πράξεις αυτού του είδους σχετίζονται με αυτούς ή θεωρείται ότι σχετίζονται, π.χ. ότι καθυπέταξαν τους Έλληνες και υποδούλωσαν αυτούς που πολέμησαν μαζί τους εναντίον των βαρβάρων και διακρίθηκαν, τους Αιγινήτες π.χ. και τους Ποτειδαιάτες, και άλλα παρόμοια, αν κάποιο άλλο τέτοιο σφάλμα σχετίζεται με αυτούς. Παρόμοια και όσοι κατηγορούν ή απολογούνται στα δικαστήρια, συγκροτούν την κατηγορία ή την απολογία τους εξετάζοντας όλα τα διαθέσιμα στοιχεία. Και δεν έχει καμιά διαφορά αν ο λόγος είναι για τους Λακεδαιμονίους ή τους Αθηναίους, για έναν άνθρωπο ή για έναν θεό: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις γίνεται ακριβώς το ίδιο πράγμα. Πραγματικά, είτε συμβουλεύουμε τον Αχιλλέα, είτε τον επαινούμε ή τον ψέγουμε, είτε διατυπώνουμε κατηγορία εναντίον του ή απολογία υπέρ αυτού, πρέπει πάντοτε να ξεκινούμε από τα υπάρχοντα στοιχεία ή από αυτά που θεωρείται ότι υπάρχουν, ώστε βασισμένοι σε αυτά να λέμε τί καλό ή τί άσχημο υπάρχει στο πρόσωπο αυτό (στην περίπτωση του επαίνου ή του ψόγου), τί δίκαιο ή τί άδικο (στην περίπτωση της κατηγορίας ή της υπεράσπισης), τί ωφέλιμο ή τί βλαβερό (στην περίπτωση της συμβουλής). Με τρόπο ανάλογο προς αυτά που είπαμε μπορούμε να μιλούμε και για οποιοδήποτε άλλο θέμα, π.χ. για τη δικαιοσύνη, αν είναι καλό ή όχι καλό πράγμα: ο λόγος μας θα πρέπει να ξεκινάει από τα χαρακτηριστικά της δικαιοσύνης και του καλού.

    Συμπέρασμα: Δεδομένου ότι όλοι φαίνεται ότι ακολουθούν αυτόν τον τρόπο στις αποδείξεις τους, είτε εφαρμόζουν αυστηρότερους είτε εφαρμόζουν χαλαρότερους

    [1396b] συλλογισμούς (γιατί δεν αντλούν από παντού τις προτάσεις τους, αλλά μόνο από τα στοιχεία που σχετίζονται με την κάθε επιμέρους περίπτωση), και δεδομένου ότι είναι φανερό πως με τον λόγο είναι αδύνατο να αποδείξει κανείς οτιδήποτε με άλλον τρόπο, είναι φανερό ότι, πριν από όλα, είναι απαραίτητο, όπως το είπαμε και στα Τοπικά, να έχει ο ρήτορας για το κάθε επιμέρους θέμα μια επιλογή (προκείμενων) προτάσεων για ό,τι είναι πιο πιθανό και πιο χρήσιμο για το συγκεκριμένο θέμα. Όσο για τα θέματα που ανακύπτουν αιφνιδιαστικά και απρόβλεπτα, πρέπει να εφαρμόζεται ο ίδιος τρόπος: ο ρήτορας δεν πρέπει να στρέφεται σε πράγματα γενικά και αόριστα, αλλά στα δεδομένα του συγκεκριμένου θέματος για το οποίο είναι ο λόγος, και να περιγράφει όσο γίνεται πιο πολλά από τα στοιχεία αυτά, και μάλιστα αυτά που έχουν την πλησιέστερη σχέση με το θέμα· γιατί όσο πιο πολλά από τα στοιχεία αυτά είναι γνωστά στον ρήτορα, τόσο πιο εύκολη θα είναι η απόδειξη, και όσο πιο κοντινή η σχέση τους με το θέμα, τόσο πιο βολική για τον ρήτορα η χρήση τους και τόσο πιο πολύ ξεφεύγουν από τις γενικότητες. Με τις «γενικότητες» εννοώ να επαινεί ο ρήτορας τον Αχιλλέα γιατί ήταν άνθρωπος, γιατί ήταν ημίθεος και γιατί πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας: όλα αυτά ισχύουν, βέβαια, και για πολλούς άλλους, και επομένως ο συγκεκριμένος ρήτορας δεν επαινεί καθόλου περισσότερο τον Αχιλλέα από τον Διομήδη. Ειδικά είναι αυτά που δεν ισχύουν για κανέναν άλλον παρά μόνο για τον Αχιλλέα, π.χ. το ότι σκότωσε τον Έκτορα, τον άριστο των Τρώων, και τον Κύκνο, που, άτρωτος καθώς ήταν, εμπόδισε την αποβίβαση όλων των Ελλήνων· επίσης το ότι πήρε μέρος στην εκστρατεία νεότατος, δίχως να είναι δεμένος με όρκο — μαζί, φυσικά, και διάφορα άλλα τέτοια.