[VI] Ὅτι δὲ καὶ ἧττον αἰσχρὰ ἀκρασία ἡ τοῦ θυμοῦ ἢ ἡ τῶν ἐπιθυμιῶν, θεωρήσωμεν. ἔοικε γὰρ ὁ θυμὸς ἀκούειν μέν τι τοῦ λόγου, παρακούειν δέ, καθάπερ οἱ ταχεῖς τῶν διακόνων, οἳ πρὶν ἀκοῦσαι πᾶν τὸ λεγόμενον ἐκθέουσιν, εἶτα ἁμαρτάνουσι τῆς προστάξεως, καὶ οἱ κύνες, πρὶν σκέψασθαι εἰ φίλος, ἂν μόνον ψοφήσῃ, ὑλακτοῦσιν· οὕτως ὁ θυμὸς διὰ θερμότητα καὶ ταχυτῆτα τῆς φύσεως ἀκούσας μέν, οὐκ ἐπίταγμα δ᾽ ἀκούσας, ὁρμᾷ πρὸς τὴν τιμωρίαν. ὁ μὲν γὰρ λόγος ἢ ἡ φαντασία ὅτι ὕβρις ἢ ὀλιγωρία ἐδήλωσεν, ὃ δ᾽ ὥσπερ συλλογισάμενος ὅτι δεῖ τῷ τοιούτῳ πολεμεῖν χαλεπαίνει δὴ εὐθύς· ἡ δ᾽ ἐπιθυμία, ἐὰν μόνον εἴπῃ ὅτι ἡδὺ ὁ λόγος ἢ ἡ αἴσθησις, ὁρμᾷ πρὸς τὴν
[1149b] ἀπόλαυσιν. ὥσθ᾽ ὁ μὲν θυμὸς ἀκολουθεῖ τῷ λόγῳ πως, ἡ δ᾽ ἐπιθυμία οὔ. αἰσχίων οὖν· ὁ μὲν γὰρ τοῦ θυμοῦ ἀκρατὴς τοῦ λόγου πως ἡττᾶται, ὃ δὲ τῆς ἐπιθυμίας καὶ οὐ τοῦ λόγου. ἔτι ταῖς φυσικαῖς μᾶλλον συγγνώμη ἀκολουθεῖν ὀρέξεσιν, ἐπεὶ καὶ ἐπιθυμίαις ταῖς τοιαύταις μᾶλλον ὅσαι κοιναὶ πᾶσι, καὶ ἐφ᾽ ὅσον κοιναί· ὁ δὲ θυμὸς φυσικώτερον καὶ ἡ χαλεπότης τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῶν μὴ ἀναγκαίων, ὥσπερ ὁ ἀπολογούμενος ὅτι τὸν πατέρα τύπτοι «καὶ γὰρ οὗτος» ἔφη «τὸν ἑαυτοῦ κἀκεῖνος τὸν ἄνωθεν,» καὶ τὸ παιδίον δείξας «καὶ οὗτος ἐμέ» ἔφη, «ὅταν ἀνὴρ γένηται· συγγενὲς γὰρ ἡμῖν·» καὶ ὁ ἑλκόμενος ὑπὸ τοῦ υἱοῦ παύεσθαι ἐκέλευε πρὸς ταῖς θύραις· καὶ γὰρ αὐτὸς ἑλκύσαι τὸν πατέρα μέχρις ἐνταῦθα. ἔτι ἀδικώτεροι οἱ ἐπιβουλότεροι. ὁ μὲν οὖν θυμώδης οὐκ ἐπίβουλος, οὐδ᾽ ὁ θυμός, ἀλλὰ φανερός· ἡ δ᾽ ἐπιθυμία, καθάπερ τὴν Ἀφροδίτην φασίν· «δολοπλόκου γὰρ κυπρογενοῦς·» καὶ τὸν κεστὸν ἱμάντα Ὅμηρος· «πάρφασις, ἥ τ᾽ ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονέοντος.» ὥστ᾽ εἴπερ ἀδικωτέρα καὶ αἰσχίων ἡ ἀκρασία αὕτη τῆς περὶ τὸν θυμόν ἐστι, καὶ ἁπλῶς ἀκρασία καὶ κακία πως. ἔτι οὐδεὶς ὑβρίζει λυπούμενος, ὁ δ᾽ ὀργῇ ποιῶν πᾶς ποιεῖ λυπούμενος, ὁ δ᾽ ὑβρίζων μεθ᾽ ἡδονῆς. εἰ οὖν οἷς ὀργίζεσθαι μάλιστα δίκαιον, ταῦτα ἀδικώτερα, καὶ ἡ ἀκρασία ἡ δι᾽ ἐπιθυμίαν· οὐ γάρ ἐστιν ἐν θυμῷ ὕβρις. ὡς μὲν τοίνυν αἰσχίων ἡ περὶ ἐπιθυμίας ἀκρασία τῆς περὶ τὸν θυμόν, καὶ ὅτι ἔστιν ἐγκράτεια καὶ ἡ ἀκρασία περὶ ἐπιθυμίας καὶ ἡδονὰς σωματικάς, δῆλον· αὐτῶν δὲ τούτων τὰς διαφορὰς ληπτέον. ὥσπερ γὰρ εἴρηται κατ᾽ ἀρχάς, αἳ μὲν ἀνθρώπιναί εἰσι καὶ φυσικαὶ καὶ τῷ γένει καὶ τῷ μεγέθει, αἳ δὲ θηριώδεις, αἳ δὲ διὰ πηρώσεις καὶ νοσήματα. τούτων δὲ περὶ τὰς πρώτας σωφροσύνη καὶ ἀκολασία μόνον ἐστίν· διὸ καὶ τὰ θηρία οὔτε σώφρονα οὔτ᾽ ἀκόλαστα λέγομεν ἀλλ᾽ ἢ κατὰ μεταφορὰν καὶ εἴ τινι ὅλως ἄλλο πρὸς ἄλλο διαφέρει γένος τῶν ζῴων ὕβρει καὶ σιναμωρίᾳ καὶ τῷ παμφάγον εἶναι· οὐ γὰρ ἔχει προαίρεσιν οὐδὲ λογισμόν, ἀλλ᾽ ἐξέστηκε τῆς φύσεως, ὥσπερ οἱ μαινόμενοι
[1150a] τῶν ἀνθρώπων. ἔλαττον δὲ θηριότης κακίας, φοβερώτερον δέ· οὐ γὰρ διέφθαρται τὸ βέλτιον, ὥσπερ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, ἀλλ᾽ οὐκ ἔχει. ὅμοιον οὖν ὥσπερ ἄψυχον συμβάλλειν πρὸς ἔμψυχον, πότερον κάκιον· ἀσινεστέρα γὰρ ἡ φαυλότης ἀεὶ ἡ τοῦ μὴ ἔχοντος ἀρχήν, ὁ δὲ νοῦς ἀρχή. παραπλήσιον οὖν τὸ συμβάλλειν ἀδικίαν πρὸς ἄνθρωπον ἄδικον. ἔστι γὰρ ὡς ἑκάτερον κάκιον· μυριοπλάσια γὰρ ἂν κακὰ ποιήσειεν ἄνθρωπος κακὸς θηρίου.
***
6] Ας προχωρήσουμε τώρα στην εξέταση της θέσης ότι η ακράτεια ως προς τον θυμό είναι λιγότερο επονείδιστη από την ακράτεια ως προς τις επιθυμίες. Καταρχήν φαίνεται ότι ο θυμός «ακούει» ως ένα σημείο τη λογική, όμως την «ακούει» λανθασμένα, ακριβώς όπως οι γρήγοροι υπηρέτες, που πριν καλά καλά ακούσουν όλα όσα τους λένε, βιάζονται να τρέξουν, και ύστερα κάνουν λάθος ως προς την εντολή που τους δόθηκε, ή όπως τα σκυλιά, που αρχίζουν να γαβγίζουν και μόνο που ακούν κάποιον θόρυβο από έξω, προτού ακόμη αντιληφθούν αν ο επισκέπτης είναι ένα γνωστό πρόσωπο· έτσι και ο θυμός, εξαιτίας της έξαψης και της βιασύνης που είναι τα φυσικά του χαρακτηριστικά, «ακούει» τη λογική, δεν «ακούει» όμως την εντολή που του δίνει, και έτσι ορμάει να πάρει εκδίκηση. Γιατί η λογική ή η μέσω των αισθήσεων εντύπωση ειδοποιεί ότι υπήρξε μια προσβολή ή μια ολιγωρία, και τότε ο θυμός, σαν να έχει οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αρχίσει πόλεμο εναντίον αυτού του πράγματος, αμέσως ξεσηκώνεται. Όσο για την επιθυμία, φτάνει η λογική ή η αίσθηση να πουν ότι κατιτί είναι ευχάριστο και αμέσως ορμάει
[1149b] να το απολαύσει. Άρα: ο θυμός υπακούει ως κάποιο σημείο στη λογική, η επιθυμία όμως όχι. Επομένως η επιθυμία είναι πιο επονείδιστη από τον θυμό· γιατί ο άνθρωπος που είναι ακρατής στον θυμό υποκύπτει κατά κάποιον τρόπο στη λογική, ενώ ο άλλος υποκύπτει στην επιθυμία και όχι στη λογική.
Επίσης: Στους ανθρώπους που υπακούουν στις φυσικές ορέξεις δείχνουμε μεγαλύτερη κατανόηση, καθώς δείχνουμε μεγαλύτερη κατανόηση στο να υπακούει κανείς στις επιθυμίες που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους, και στον βαθμό που είναι κοινές. Ο θυμός λοιπόν και η δυστροπία είναι πράγματα πολύ πιο φυσικά από ό,τι είναι οι επιθυμίες για υπερβολικές ηδονές, θέλω να πω: για ηδονές που είναι πέρα από τις ανάγκες της ζωής μας. Ας θυμηθούμε, π.χ., τον άνθρωπο εκείνον που υπερασπίσθηκε τον εαυτό του για το ότι έδειρε τον πατέρα του λέγοντας: «Μα και ο δικός μου πατέρας έδερνε τον πατέρα του, κι εκείνος πάλι τον δικό του», και δείχνοντας τον γιο του πρόσθεσε: «κι αυτός θα δέρνει εμένα όταν θα μεγαλώσει· γιατί έτσι το έχουμε εμείς στην οικογένειά μας»· όπως και εκείνος που ο γιος του τον τραβούσε να τον βγάλει από το σπίτι και εκείνος του είπε να σταματήσει στην πόρτα, γιατί και ο ίδιος είχε τραβήξει ως εκεί τον δικό του πατέρα.
Έπειτα, όσο πιο δόλιοι και επίβουλοι είναι οι άνθρωποι, τόσο και πιο άδικοι είναι. Ο οξύθυμος λοιπόν άνθρωπος δεν είναι δόλιος και επίβουλος — όπως δεν είναι κάτι το δόλιο και επίβουλο και ο θυμός· αντίθετα, είναι ανοιχτός και φανερός· ενώ η επιθυμία είναι δόλια και επίβουλη, όπως λένε ότι ήταν η Αφροδίτη: «γέννημα της Κύπρου η δολοπλόκος», και ο Όμηρος λέει για την κεντητή της ζώνη:
ξελόγιασμα, που ξεγελά και φρόνιμου ακόμη ανθρώπου το μυαλό
Αν, επομένως, η ακράτεια αυτή είναι πιο άδικη και πιο επονείδιστη από την ακράτεια στον θυμό: είναι ακράτεια στην κύρια σημασία της λέξης και κατά κάποιον τρόπο κακία.
Έπειτα, κανένας δεν λυπάται, όταν συμπεριφέρεται προσβλητικά σε κάποιον άλλον· αντίθετα: αυτός που ενεργεί κυριευμένος από θυμό ό,τι κάνει το κάνει με λύπη του, ενώ αυτός που συμπεριφέρεται προσβλητικά, το κάνει με ευχαρίστηση. Αν λοιπόν τα πράγματα με τα οποία είναι κατά κύριο λόγο σωστό να οργιζόμαστε είναι τα πιο άδικα, τότε η ακράτεια που οφείλεται στην επιθυμία είναι πιο άδικη από την ακράτεια που οφείλεται στον θυμό· γιατί στον θυμό δεν υπάρχει το στοιχείο της απρόκλητης προσβολής.
Είναι λοιπόν πια φανερό ότι η ακράτεια στις επιθυμίες είναι πιο επονείδιστη από την ακράτεια στον θυμό, και ότι η εγκράτεια και η ακράτεια έχουν σχέση με τις επιθυμίες και τις σωματικές ηδονές. Τώρα όμως πρέπει να προσδιορίσουμε τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους. Γιατί, καθώς το είπαμε και στην αρχή, άλλες από αυτές προσιδιάζουν στους ανθρώπους και είναι φυσικές και ως προς το είδος και ως προς την ένταση, άλλες είναι θηριώδεις και άλλες οφείλονται σε σωματικές/οργανικές βλάβες και σε αρρώστιες. Μόνο με την πρώτη από αυτές τις κατηγορίες σχετίζονται η σωφροσύνη και η ακολασία· αυτός είναι και ο λόγος που τα ζώα δεν τα λέμε ούτε σώφρονα ούτε ακόλαστα παρά μόνο μεταφορικά και αν κάποιο είδος ζώων στο σύνολό του διαφέρει από άλλα είδη στη λαγνεία, στη βλαπτικότητα και στην αδηφαγία (γιατί στα ζώα δεν υπάρχει ικανότητα επιλογής και προτίμησης ούτε λογική σκέψη, παρά μόνο παρεκκλίσεις από τους κανόνες της φύσης — κάτι σαν τους παράφρονες
[1150a] ανθρώπους).
Η θηριότητα όμως είναι κάτι λιγότερο κακό από την κακία, είναι όμως κάτι φοβερότερο και πιο ανησυχητικό: στην περίπτωση του ζώου δεν πρόκειται για φθορά του καλύτερου μέσα του στοιχείου, όπως στην περίπτωση του ανθρώπου — αυτό το «καλύτερο στοιχείο» το ζώο απλώς δεν το έχει. Είναι λοιπόν σαν να συγκρίνουμε άψυχο με έμψυχο να δούμε ποιό είναι πιο κακό· γιατί η κακία ενός όντος που δεν έχει μέσα του κινούσα αρχή είναι πάντοτε λιγότερο επιβλαβής, και ο νους είναι κινούσα αρχή. Είναι λοιπόν σαν να συγκρίνουμε την αδικία με τον άδικο άνθρωπο· γιατί το καθένα από αυτά τα δύο είναι κατά κάποιο τρόπο πιο κακό από το άλλο· γιατί ένας κακός άνθρωπος μπορεί να κάνει απείρως περισσότερα κακά από ένα ζώο.
[1149b] ἀπόλαυσιν. ὥσθ᾽ ὁ μὲν θυμὸς ἀκολουθεῖ τῷ λόγῳ πως, ἡ δ᾽ ἐπιθυμία οὔ. αἰσχίων οὖν· ὁ μὲν γὰρ τοῦ θυμοῦ ἀκρατὴς τοῦ λόγου πως ἡττᾶται, ὃ δὲ τῆς ἐπιθυμίας καὶ οὐ τοῦ λόγου. ἔτι ταῖς φυσικαῖς μᾶλλον συγγνώμη ἀκολουθεῖν ὀρέξεσιν, ἐπεὶ καὶ ἐπιθυμίαις ταῖς τοιαύταις μᾶλλον ὅσαι κοιναὶ πᾶσι, καὶ ἐφ᾽ ὅσον κοιναί· ὁ δὲ θυμὸς φυσικώτερον καὶ ἡ χαλεπότης τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν τῆς ὑπερβολῆς καὶ τῶν μὴ ἀναγκαίων, ὥσπερ ὁ ἀπολογούμενος ὅτι τὸν πατέρα τύπτοι «καὶ γὰρ οὗτος» ἔφη «τὸν ἑαυτοῦ κἀκεῖνος τὸν ἄνωθεν,» καὶ τὸ παιδίον δείξας «καὶ οὗτος ἐμέ» ἔφη, «ὅταν ἀνὴρ γένηται· συγγενὲς γὰρ ἡμῖν·» καὶ ὁ ἑλκόμενος ὑπὸ τοῦ υἱοῦ παύεσθαι ἐκέλευε πρὸς ταῖς θύραις· καὶ γὰρ αὐτὸς ἑλκύσαι τὸν πατέρα μέχρις ἐνταῦθα. ἔτι ἀδικώτεροι οἱ ἐπιβουλότεροι. ὁ μὲν οὖν θυμώδης οὐκ ἐπίβουλος, οὐδ᾽ ὁ θυμός, ἀλλὰ φανερός· ἡ δ᾽ ἐπιθυμία, καθάπερ τὴν Ἀφροδίτην φασίν· «δολοπλόκου γὰρ κυπρογενοῦς·» καὶ τὸν κεστὸν ἱμάντα Ὅμηρος· «πάρφασις, ἥ τ᾽ ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονέοντος.» ὥστ᾽ εἴπερ ἀδικωτέρα καὶ αἰσχίων ἡ ἀκρασία αὕτη τῆς περὶ τὸν θυμόν ἐστι, καὶ ἁπλῶς ἀκρασία καὶ κακία πως. ἔτι οὐδεὶς ὑβρίζει λυπούμενος, ὁ δ᾽ ὀργῇ ποιῶν πᾶς ποιεῖ λυπούμενος, ὁ δ᾽ ὑβρίζων μεθ᾽ ἡδονῆς. εἰ οὖν οἷς ὀργίζεσθαι μάλιστα δίκαιον, ταῦτα ἀδικώτερα, καὶ ἡ ἀκρασία ἡ δι᾽ ἐπιθυμίαν· οὐ γάρ ἐστιν ἐν θυμῷ ὕβρις. ὡς μὲν τοίνυν αἰσχίων ἡ περὶ ἐπιθυμίας ἀκρασία τῆς περὶ τὸν θυμόν, καὶ ὅτι ἔστιν ἐγκράτεια καὶ ἡ ἀκρασία περὶ ἐπιθυμίας καὶ ἡδονὰς σωματικάς, δῆλον· αὐτῶν δὲ τούτων τὰς διαφορὰς ληπτέον. ὥσπερ γὰρ εἴρηται κατ᾽ ἀρχάς, αἳ μὲν ἀνθρώπιναί εἰσι καὶ φυσικαὶ καὶ τῷ γένει καὶ τῷ μεγέθει, αἳ δὲ θηριώδεις, αἳ δὲ διὰ πηρώσεις καὶ νοσήματα. τούτων δὲ περὶ τὰς πρώτας σωφροσύνη καὶ ἀκολασία μόνον ἐστίν· διὸ καὶ τὰ θηρία οὔτε σώφρονα οὔτ᾽ ἀκόλαστα λέγομεν ἀλλ᾽ ἢ κατὰ μεταφορὰν καὶ εἴ τινι ὅλως ἄλλο πρὸς ἄλλο διαφέρει γένος τῶν ζῴων ὕβρει καὶ σιναμωρίᾳ καὶ τῷ παμφάγον εἶναι· οὐ γὰρ ἔχει προαίρεσιν οὐδὲ λογισμόν, ἀλλ᾽ ἐξέστηκε τῆς φύσεως, ὥσπερ οἱ μαινόμενοι
[1150a] τῶν ἀνθρώπων. ἔλαττον δὲ θηριότης κακίας, φοβερώτερον δέ· οὐ γὰρ διέφθαρται τὸ βέλτιον, ὥσπερ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, ἀλλ᾽ οὐκ ἔχει. ὅμοιον οὖν ὥσπερ ἄψυχον συμβάλλειν πρὸς ἔμψυχον, πότερον κάκιον· ἀσινεστέρα γὰρ ἡ φαυλότης ἀεὶ ἡ τοῦ μὴ ἔχοντος ἀρχήν, ὁ δὲ νοῦς ἀρχή. παραπλήσιον οὖν τὸ συμβάλλειν ἀδικίαν πρὸς ἄνθρωπον ἄδικον. ἔστι γὰρ ὡς ἑκάτερον κάκιον· μυριοπλάσια γὰρ ἂν κακὰ ποιήσειεν ἄνθρωπος κακὸς θηρίου.
***
6] Ας προχωρήσουμε τώρα στην εξέταση της θέσης ότι η ακράτεια ως προς τον θυμό είναι λιγότερο επονείδιστη από την ακράτεια ως προς τις επιθυμίες. Καταρχήν φαίνεται ότι ο θυμός «ακούει» ως ένα σημείο τη λογική, όμως την «ακούει» λανθασμένα, ακριβώς όπως οι γρήγοροι υπηρέτες, που πριν καλά καλά ακούσουν όλα όσα τους λένε, βιάζονται να τρέξουν, και ύστερα κάνουν λάθος ως προς την εντολή που τους δόθηκε, ή όπως τα σκυλιά, που αρχίζουν να γαβγίζουν και μόνο που ακούν κάποιον θόρυβο από έξω, προτού ακόμη αντιληφθούν αν ο επισκέπτης είναι ένα γνωστό πρόσωπο· έτσι και ο θυμός, εξαιτίας της έξαψης και της βιασύνης που είναι τα φυσικά του χαρακτηριστικά, «ακούει» τη λογική, δεν «ακούει» όμως την εντολή που του δίνει, και έτσι ορμάει να πάρει εκδίκηση. Γιατί η λογική ή η μέσω των αισθήσεων εντύπωση ειδοποιεί ότι υπήρξε μια προσβολή ή μια ολιγωρία, και τότε ο θυμός, σαν να έχει οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αρχίσει πόλεμο εναντίον αυτού του πράγματος, αμέσως ξεσηκώνεται. Όσο για την επιθυμία, φτάνει η λογική ή η αίσθηση να πουν ότι κατιτί είναι ευχάριστο και αμέσως ορμάει
[1149b] να το απολαύσει. Άρα: ο θυμός υπακούει ως κάποιο σημείο στη λογική, η επιθυμία όμως όχι. Επομένως η επιθυμία είναι πιο επονείδιστη από τον θυμό· γιατί ο άνθρωπος που είναι ακρατής στον θυμό υποκύπτει κατά κάποιον τρόπο στη λογική, ενώ ο άλλος υποκύπτει στην επιθυμία και όχι στη λογική.
Επίσης: Στους ανθρώπους που υπακούουν στις φυσικές ορέξεις δείχνουμε μεγαλύτερη κατανόηση, καθώς δείχνουμε μεγαλύτερη κατανόηση στο να υπακούει κανείς στις επιθυμίες που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους, και στον βαθμό που είναι κοινές. Ο θυμός λοιπόν και η δυστροπία είναι πράγματα πολύ πιο φυσικά από ό,τι είναι οι επιθυμίες για υπερβολικές ηδονές, θέλω να πω: για ηδονές που είναι πέρα από τις ανάγκες της ζωής μας. Ας θυμηθούμε, π.χ., τον άνθρωπο εκείνον που υπερασπίσθηκε τον εαυτό του για το ότι έδειρε τον πατέρα του λέγοντας: «Μα και ο δικός μου πατέρας έδερνε τον πατέρα του, κι εκείνος πάλι τον δικό του», και δείχνοντας τον γιο του πρόσθεσε: «κι αυτός θα δέρνει εμένα όταν θα μεγαλώσει· γιατί έτσι το έχουμε εμείς στην οικογένειά μας»· όπως και εκείνος που ο γιος του τον τραβούσε να τον βγάλει από το σπίτι και εκείνος του είπε να σταματήσει στην πόρτα, γιατί και ο ίδιος είχε τραβήξει ως εκεί τον δικό του πατέρα.
Έπειτα, όσο πιο δόλιοι και επίβουλοι είναι οι άνθρωποι, τόσο και πιο άδικοι είναι. Ο οξύθυμος λοιπόν άνθρωπος δεν είναι δόλιος και επίβουλος — όπως δεν είναι κάτι το δόλιο και επίβουλο και ο θυμός· αντίθετα, είναι ανοιχτός και φανερός· ενώ η επιθυμία είναι δόλια και επίβουλη, όπως λένε ότι ήταν η Αφροδίτη: «γέννημα της Κύπρου η δολοπλόκος», και ο Όμηρος λέει για την κεντητή της ζώνη:
ξελόγιασμα, που ξεγελά και φρόνιμου ακόμη ανθρώπου το μυαλό
Αν, επομένως, η ακράτεια αυτή είναι πιο άδικη και πιο επονείδιστη από την ακράτεια στον θυμό: είναι ακράτεια στην κύρια σημασία της λέξης και κατά κάποιον τρόπο κακία.
Έπειτα, κανένας δεν λυπάται, όταν συμπεριφέρεται προσβλητικά σε κάποιον άλλον· αντίθετα: αυτός που ενεργεί κυριευμένος από θυμό ό,τι κάνει το κάνει με λύπη του, ενώ αυτός που συμπεριφέρεται προσβλητικά, το κάνει με ευχαρίστηση. Αν λοιπόν τα πράγματα με τα οποία είναι κατά κύριο λόγο σωστό να οργιζόμαστε είναι τα πιο άδικα, τότε η ακράτεια που οφείλεται στην επιθυμία είναι πιο άδικη από την ακράτεια που οφείλεται στον θυμό· γιατί στον θυμό δεν υπάρχει το στοιχείο της απρόκλητης προσβολής.
Είναι λοιπόν πια φανερό ότι η ακράτεια στις επιθυμίες είναι πιο επονείδιστη από την ακράτεια στον θυμό, και ότι η εγκράτεια και η ακράτεια έχουν σχέση με τις επιθυμίες και τις σωματικές ηδονές. Τώρα όμως πρέπει να προσδιορίσουμε τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους. Γιατί, καθώς το είπαμε και στην αρχή, άλλες από αυτές προσιδιάζουν στους ανθρώπους και είναι φυσικές και ως προς το είδος και ως προς την ένταση, άλλες είναι θηριώδεις και άλλες οφείλονται σε σωματικές/οργανικές βλάβες και σε αρρώστιες. Μόνο με την πρώτη από αυτές τις κατηγορίες σχετίζονται η σωφροσύνη και η ακολασία· αυτός είναι και ο λόγος που τα ζώα δεν τα λέμε ούτε σώφρονα ούτε ακόλαστα παρά μόνο μεταφορικά και αν κάποιο είδος ζώων στο σύνολό του διαφέρει από άλλα είδη στη λαγνεία, στη βλαπτικότητα και στην αδηφαγία (γιατί στα ζώα δεν υπάρχει ικανότητα επιλογής και προτίμησης ούτε λογική σκέψη, παρά μόνο παρεκκλίσεις από τους κανόνες της φύσης — κάτι σαν τους παράφρονες
[1150a] ανθρώπους).
Η θηριότητα όμως είναι κάτι λιγότερο κακό από την κακία, είναι όμως κάτι φοβερότερο και πιο ανησυχητικό: στην περίπτωση του ζώου δεν πρόκειται για φθορά του καλύτερου μέσα του στοιχείου, όπως στην περίπτωση του ανθρώπου — αυτό το «καλύτερο στοιχείο» το ζώο απλώς δεν το έχει. Είναι λοιπόν σαν να συγκρίνουμε άψυχο με έμψυχο να δούμε ποιό είναι πιο κακό· γιατί η κακία ενός όντος που δεν έχει μέσα του κινούσα αρχή είναι πάντοτε λιγότερο επιβλαβής, και ο νους είναι κινούσα αρχή. Είναι λοιπόν σαν να συγκρίνουμε την αδικία με τον άδικο άνθρωπο· γιατί το καθένα από αυτά τα δύο είναι κατά κάποιο τρόπο πιο κακό από το άλλο· γιατί ένας κακός άνθρωπος μπορεί να κάνει απείρως περισσότερα κακά από ένα ζώο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου