ΟΡΝΙΣ
τοροτιξ τοροτιξ.
ΠΙ. ὦγάθ᾽, ἀλλ᾽ ‹οὖν› οὑτοσὶ καὶ δή τις ὄρνις ἔρχεται.
ΕΥ. νὴ Δί᾽ ὄρνις δῆτα. τίς ποτ᾽ ἐστίν; οὐ δήπου ταὧς;
270 ΠΙ. οὗτος αὐτὸς νῷν φράσει. τίς ἐστιν ὄρνις οὑτοσί;
ΕΠ. οὗτος οὐ τῶν ἠθάδων τῶνδ᾽ ὧν ὁρᾶθ᾽ ὑμεῖς ἀεί,
ἀλλὰ λιμναῖος. ΕΥ. βαβαῖ, καλός γε καὶ φοινικιοῦς.
ΕΠ. εἰκότως ‹γε›· καὶ γὰρ ὄνομ᾽ αὐτῷ ᾽στὶ φοινικόπτερος.
ΕΥ. οὗτος, ὦ— σέ τοι. ΠΙ. τί βωστρεῖς; ΕΥ. ἕτερος ὄρνις οὑτοσί.
275 ΠΙ. νὴ Δί᾽ ἕτερος δῆτα χοὖτος ἔξεδρον χώραν ἔχων.
τίς ποτ᾽ ἔσθ᾽ ὁ μουσόμαντις, ἄτοπος ὄρνις, ὀρειβάτης;
ΕΠ. ὄνομα τούτῳ Μῆδός ἐστι. ΕΥ. Μῆδος; ὦναξ Ἡράκλεις.
εἶτα πῶς ἄνευ καμήλου Μῆδος ὢν εἰσέπτετο;
ΠΙ. ἕτερος αὖ λόφον κατειληφώς τις ὄρνις οὑτοσί.
280 ΕΥ. τί τὸ τέρας τουτί ποτ᾽ ἐστίν; οὐ σὺ μόνος ἄρ᾽ ἦσθ᾽ ἔποψ,
ἀλλὰ χοὖτος ἕτερος; ΕΠ. οὑτοσὶ μέν ἐστι Φιλοκλέους
ἐξ ἔποπος, ἐγὼ δὲ τούτου πάππος, ὥσπερ εἰ λέγοις
Ἱππόνικος Καλλίου κἀξ Ἱππονίκου Καλλίας.
ΕΥ. Καλλίας ἄρ᾽ οὗτος οὕρνις ἐστίν. ὡς πτερορρυεῖ.
285 ΕΠ. ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό ‹τε› συκοφαντῶν τίλλεται,
αἵ τε θήλειαι πρὸς ἐκτίλλουσιν αὐτοῦ τὰ πτερά.
ΕΥ. ὦ Πόσειδον, ἕτερος αὖ τις βαπτὸς ὄρνις οὑτοσί.
τίς ὀνομάζεταί ποθ᾽ οὗτος; ΕΠ. οὑτοσὶ κατωφαγᾶς.
ΕΥ. ἔστι γὰρ κατωφαγᾶς τις ἄλλος ἢ Κλεώνυμος;
290 ΠΙ. πῶς ἂν οὖν Κλεώνυμός γ᾽ ὢν οὐκ ἀπέβαλε τὸν λόφον;
ΕΥ. ἀλλὰ μέντοι τίς ποθ᾽ ἡ λόφωσις ἡ τῶν ὀρνέων;
ἦ ᾽πὶ τὸν δίαυλον ἦλθον; ΕΠ. ὥσπερ οἱ Κᾶρες μὲν οὖν
ἐπὶ λόφων οἰκοῦσιν, ὦγάθ᾽, ἀσφαλείας οὕνεκα.
ΠΙ. ὦ Πόσειδον, οὐχ ὁρᾷς ὅσον συνείλεκται κακὸν
295 ὀρνέων; ΕΥ. ὦναξ Ἄπολλον, τοῦ νέφους. ἰοὺ ἰού,
οὐδ᾽ ἰδεῖν ἔτ᾽ ἔσθ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν πετομένων τὴν εἴσοδον.
ΠΙ. οὑτοσὶ πέρδιξ. ΕΥ. ἐκεινοσὶ δὲ νὴ Δί᾽ ἀτταγᾶς.
ΠΙ. οὑτοσὶ δὲ πηνέλοψ. ΕΥ. ἐκεινηὶ δέ γ᾽ ἀλκυών.
τίς γάρ ἐσθ᾽ οὕπισθεν αὐτῆς; ΠΙ. ὅστις ἐστί; κειρύλος.
300 ΕΥ. κειρύλος γάρ ἐστιν ὄρνις; ΠΙ. οὐ γάρ ἐστι Σποργίλος;
ΕΠ. χαὐτηί γε γλαῦξ. ΕΥ. τί φῄς; τίς γλαῦκ᾽ Ἀθήναζ᾽ ἤγαγεν;
ΕΠ. κίττα, τρυγών, κορυδός, ἐλεᾶς, ὑποθυμίς, περιστερά,
νέρτος, ἱέραξ, φάττα, κόκκυξ, ἐρυθρόπους, κεβλήπυρις,
πορφυρίς, κερχνῄς, κολυμβίς, ἀμπελίς, φήνη, δρύοψ.
305 ΠΙ. ἰοὺ ἰού, τῶν ὀρνέων. ΕΥ. ἰοὺ ἰού, τῶν κοψίχων.
ΠΙ. οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες.
ΕΥ. ἆρ᾽ ἀπειλοῦσίν γε νῷν; ΠΙ. οἴμοι, κεχήνασίν γέ τοι
καὶ βλέπουσιν εἰς σὲ κἀμέ. ΕΥ. τοῦτο μὲν κἀμοὶ δοκεῖ.
***
Ακούγεται σούσουρο πίσω από τα δέντρα, και αμέσως έπειτα βγαίνει απ᾽ αυτά με ορμή ένα πουλί με κόκκινα φτερά· το ακολουθεί ο Τσαλαπετεινός.
ΤΟ ΠΟΥΛΙ
Τοροτίξ τοροτίξ.
ΠΙΣ. Κι όμως κοίτα, ένα πουλί ᾽ναι που ζυγώνει κατά δω.
ΕΥΕ. Ναι, πουλί ᾽ναι· τί είδους όμως; δεν είναι παγόνι αυτό.
ΠΙΣ., δείχνοντας τον Τσαλαπετεινό.
270 Θα το μάθουμε από τούτον. Πες μας, τί πουλί είν᾽ αυτό;
ΤΣΑ. Όχι απ᾽ τα συνηθισμένα που εσείς ξέρετε· πουλί
είν᾽ αυτό της λίμνης. ΕΥΕ. Θάμα. Τί όμορφο και κόκκινο.
ΤΣΑ. Ναι, σωστά· κοκκινοπούλι τ᾽ ονομάζουνε γι᾽ αυτό.
ΕΥΕ. Άκου, κοίτα... ΠΙΣ. Τί τσιρίζεις; ΕΥΕ. Κι άλλο εκεί πετούμενο.
ΠΙΣ. Ναι, ναι, ναι· θα ᾽ναι από κάποιον ξένον τόπο αλαργινό.
Το πουλί βγάζει μια μελωδική φωνή κι έπειτα κάθεται σ᾽ ένα βράχο.
Μάντης των Μουσών, βουνίσιο, τί παράξενο πουλί.
ΤΣΑ. Τ᾽ όνομά του μήδος. ΕΥΕ. Μήδος; Τί μας λες; Και τότε, πώς
δεν καβάλησε καμήλα σαν τους Μήδους νά ᾽ρθει εδώ;
ΠΙΣ. Κι άλλο εκεί πουλί· νά, παίρνει το λοφίο και κάθεται.
280 ΕΥΕ. Τί παράξενο! Είναι κι άλλος, βλέπω, τσαλαπετεινός.
ΤΣΑ. Γιος του Φιλοκλή, μα η μάνα, κόρη τσαλαπετεινού·
ναι, δική μου· πάππος του είμαι· είναι το ίδιο σα να λες:
γιος του Ιππόνικου, Καλλίας· του Καλλία, Ιππόνικος.
ΕΥΕ. Όπως βλέπω, μαδημένα κι αυτουνού ᾽ναι τα φτερά.
ΤΣΑ. Τον μαδούν οι καταδότες· είναι, βλέπεις, άρχοντας·
τα φτερά που του απομένουν τα μαδούν τα θηλυκά.
ΕΥΕ. Θεέ μου, κοίταξε κι έν᾽ άλλο· βρε τί χρώμα λαμπερό!
Τσαλαπετεινέ μας, πες μας πώς το λεν. ΤΣΑ. Κατωφαγά.
ΕΥΕ. Μα ο Κλεώνυμος ο μόνος δεν είναι κατωφαγάς;
290 ΠΙΣ. Πώς, Κλεώνυμος αν είναι, δεν του πέφτει το λειρί;
ΕΥΕ. Πες μας όμως· τα λοφία τί τα θέλουν τα πουλιά;
Ένοπλο θα τρέξουν δρόμο; ΤΣΑ. Όχι· όπως οι κάτοικοι
της Καρίας, κι αυτά τους λόφους προτιμούν για σιγουριά.
ΠΙΣ. Τί κακό, τί πουλομάνι, θεέ μου, που μαζεύτηκε!
ΕΥΕ. Σύννεφο είναι, Απόλλωνά μου· ποποπό, γιά δες κακό·
τόσα τα πετούμενα είναι, που δε φαίνεται η μπασιά.
ΠΙΣ. Κοίτα, τούτο πέρδικα είναι. ΕΥΕ. Και λιβαδοπέρδικα
τ᾽ άλλο. ΠΙΣ. Τούτο είν᾽ άγρια πάπια. ΕΥΕ. Κι αλκυόνα εκείνο εκεί.
Τ᾽ άλλο που είναι πίσωθέ της; ΠΙΣ. Περγιαλίτης. ΕΥΕ. Τί μου λες;
300 Μα πουλί ᾽ναι ο περγιαλίτης; ΠΙΣ. Βέβαια, και μας περγελά.
ΤΣΑ. Τούτο, κουκουβάγια. ΕΥΕ. Γλαύκα δηλαδή· παράξενο·
άκουσες ποτέ να φέρνουν γλαύκες στην Αθήνα εδώ;
ΤΣΑ. Η τρυγόνα, το λυκόρνιο, σιταρήθρα, κεφαλάς,
σουσουράδα, καλογιάννος, τσίχλα, τσιχλογέρακας,
κυριαρίνα, κιρκινέζι, βουτηχτάρα, αμπελουργός,
κίσσα, μπούφος, φάσσα, κούκος, περιστέρα, γερανός.
ΠΙΣ. Ποποπό, τι πουλομάνι! ΕΥΕ. Τί πετούμενα, ποπό!
ΠΙΣ. Πώς πιπίζουνε και κράζουν και στιγμή δε σταματούν!
ΕΥΕ. Λες να θέλουν το κακό μας; ΠΙΣ. Μα... τα ράμφη ανοίγουνε
κι άγρια βλέμματα μας ρίχνουν. ΕΥΕ. Έτσι λέω κι εγώ· ποπό!
τοροτιξ τοροτιξ.
ΠΙ. ὦγάθ᾽, ἀλλ᾽ ‹οὖν› οὑτοσὶ καὶ δή τις ὄρνις ἔρχεται.
ΕΥ. νὴ Δί᾽ ὄρνις δῆτα. τίς ποτ᾽ ἐστίν; οὐ δήπου ταὧς;
270 ΠΙ. οὗτος αὐτὸς νῷν φράσει. τίς ἐστιν ὄρνις οὑτοσί;
ΕΠ. οὗτος οὐ τῶν ἠθάδων τῶνδ᾽ ὧν ὁρᾶθ᾽ ὑμεῖς ἀεί,
ἀλλὰ λιμναῖος. ΕΥ. βαβαῖ, καλός γε καὶ φοινικιοῦς.
ΕΠ. εἰκότως ‹γε›· καὶ γὰρ ὄνομ᾽ αὐτῷ ᾽στὶ φοινικόπτερος.
ΕΥ. οὗτος, ὦ— σέ τοι. ΠΙ. τί βωστρεῖς; ΕΥ. ἕτερος ὄρνις οὑτοσί.
275 ΠΙ. νὴ Δί᾽ ἕτερος δῆτα χοὖτος ἔξεδρον χώραν ἔχων.
τίς ποτ᾽ ἔσθ᾽ ὁ μουσόμαντις, ἄτοπος ὄρνις, ὀρειβάτης;
ΕΠ. ὄνομα τούτῳ Μῆδός ἐστι. ΕΥ. Μῆδος; ὦναξ Ἡράκλεις.
εἶτα πῶς ἄνευ καμήλου Μῆδος ὢν εἰσέπτετο;
ΠΙ. ἕτερος αὖ λόφον κατειληφώς τις ὄρνις οὑτοσί.
280 ΕΥ. τί τὸ τέρας τουτί ποτ᾽ ἐστίν; οὐ σὺ μόνος ἄρ᾽ ἦσθ᾽ ἔποψ,
ἀλλὰ χοὖτος ἕτερος; ΕΠ. οὑτοσὶ μέν ἐστι Φιλοκλέους
ἐξ ἔποπος, ἐγὼ δὲ τούτου πάππος, ὥσπερ εἰ λέγοις
Ἱππόνικος Καλλίου κἀξ Ἱππονίκου Καλλίας.
ΕΥ. Καλλίας ἄρ᾽ οὗτος οὕρνις ἐστίν. ὡς πτερορρυεῖ.
285 ΕΠ. ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό ‹τε› συκοφαντῶν τίλλεται,
αἵ τε θήλειαι πρὸς ἐκτίλλουσιν αὐτοῦ τὰ πτερά.
ΕΥ. ὦ Πόσειδον, ἕτερος αὖ τις βαπτὸς ὄρνις οὑτοσί.
τίς ὀνομάζεταί ποθ᾽ οὗτος; ΕΠ. οὑτοσὶ κατωφαγᾶς.
ΕΥ. ἔστι γὰρ κατωφαγᾶς τις ἄλλος ἢ Κλεώνυμος;
290 ΠΙ. πῶς ἂν οὖν Κλεώνυμός γ᾽ ὢν οὐκ ἀπέβαλε τὸν λόφον;
ΕΥ. ἀλλὰ μέντοι τίς ποθ᾽ ἡ λόφωσις ἡ τῶν ὀρνέων;
ἦ ᾽πὶ τὸν δίαυλον ἦλθον; ΕΠ. ὥσπερ οἱ Κᾶρες μὲν οὖν
ἐπὶ λόφων οἰκοῦσιν, ὦγάθ᾽, ἀσφαλείας οὕνεκα.
ΠΙ. ὦ Πόσειδον, οὐχ ὁρᾷς ὅσον συνείλεκται κακὸν
295 ὀρνέων; ΕΥ. ὦναξ Ἄπολλον, τοῦ νέφους. ἰοὺ ἰού,
οὐδ᾽ ἰδεῖν ἔτ᾽ ἔσθ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν πετομένων τὴν εἴσοδον.
ΠΙ. οὑτοσὶ πέρδιξ. ΕΥ. ἐκεινοσὶ δὲ νὴ Δί᾽ ἀτταγᾶς.
ΠΙ. οὑτοσὶ δὲ πηνέλοψ. ΕΥ. ἐκεινηὶ δέ γ᾽ ἀλκυών.
τίς γάρ ἐσθ᾽ οὕπισθεν αὐτῆς; ΠΙ. ὅστις ἐστί; κειρύλος.
300 ΕΥ. κειρύλος γάρ ἐστιν ὄρνις; ΠΙ. οὐ γάρ ἐστι Σποργίλος;
ΕΠ. χαὐτηί γε γλαῦξ. ΕΥ. τί φῄς; τίς γλαῦκ᾽ Ἀθήναζ᾽ ἤγαγεν;
ΕΠ. κίττα, τρυγών, κορυδός, ἐλεᾶς, ὑποθυμίς, περιστερά,
νέρτος, ἱέραξ, φάττα, κόκκυξ, ἐρυθρόπους, κεβλήπυρις,
πορφυρίς, κερχνῄς, κολυμβίς, ἀμπελίς, φήνη, δρύοψ.
305 ΠΙ. ἰοὺ ἰού, τῶν ὀρνέων. ΕΥ. ἰοὺ ἰού, τῶν κοψίχων.
ΠΙ. οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες.
ΕΥ. ἆρ᾽ ἀπειλοῦσίν γε νῷν; ΠΙ. οἴμοι, κεχήνασίν γέ τοι
καὶ βλέπουσιν εἰς σὲ κἀμέ. ΕΥ. τοῦτο μὲν κἀμοὶ δοκεῖ.
***
Ακούγεται σούσουρο πίσω από τα δέντρα, και αμέσως έπειτα βγαίνει απ᾽ αυτά με ορμή ένα πουλί με κόκκινα φτερά· το ακολουθεί ο Τσαλαπετεινός.
ΤΟ ΠΟΥΛΙ
Τοροτίξ τοροτίξ.
ΠΙΣ. Κι όμως κοίτα, ένα πουλί ᾽ναι που ζυγώνει κατά δω.
ΕΥΕ. Ναι, πουλί ᾽ναι· τί είδους όμως; δεν είναι παγόνι αυτό.
ΠΙΣ., δείχνοντας τον Τσαλαπετεινό.
270 Θα το μάθουμε από τούτον. Πες μας, τί πουλί είν᾽ αυτό;
ΤΣΑ. Όχι απ᾽ τα συνηθισμένα που εσείς ξέρετε· πουλί
είν᾽ αυτό της λίμνης. ΕΥΕ. Θάμα. Τί όμορφο και κόκκινο.
ΤΣΑ. Ναι, σωστά· κοκκινοπούλι τ᾽ ονομάζουνε γι᾽ αυτό.
ΕΥΕ. Άκου, κοίτα... ΠΙΣ. Τί τσιρίζεις; ΕΥΕ. Κι άλλο εκεί πετούμενο.
ΠΙΣ. Ναι, ναι, ναι· θα ᾽ναι από κάποιον ξένον τόπο αλαργινό.
Το πουλί βγάζει μια μελωδική φωνή κι έπειτα κάθεται σ᾽ ένα βράχο.
Μάντης των Μουσών, βουνίσιο, τί παράξενο πουλί.
ΤΣΑ. Τ᾽ όνομά του μήδος. ΕΥΕ. Μήδος; Τί μας λες; Και τότε, πώς
δεν καβάλησε καμήλα σαν τους Μήδους νά ᾽ρθει εδώ;
ΠΙΣ. Κι άλλο εκεί πουλί· νά, παίρνει το λοφίο και κάθεται.
280 ΕΥΕ. Τί παράξενο! Είναι κι άλλος, βλέπω, τσαλαπετεινός.
ΤΣΑ. Γιος του Φιλοκλή, μα η μάνα, κόρη τσαλαπετεινού·
ναι, δική μου· πάππος του είμαι· είναι το ίδιο σα να λες:
γιος του Ιππόνικου, Καλλίας· του Καλλία, Ιππόνικος.
ΕΥΕ. Όπως βλέπω, μαδημένα κι αυτουνού ᾽ναι τα φτερά.
ΤΣΑ. Τον μαδούν οι καταδότες· είναι, βλέπεις, άρχοντας·
τα φτερά που του απομένουν τα μαδούν τα θηλυκά.
ΕΥΕ. Θεέ μου, κοίταξε κι έν᾽ άλλο· βρε τί χρώμα λαμπερό!
Τσαλαπετεινέ μας, πες μας πώς το λεν. ΤΣΑ. Κατωφαγά.
ΕΥΕ. Μα ο Κλεώνυμος ο μόνος δεν είναι κατωφαγάς;
290 ΠΙΣ. Πώς, Κλεώνυμος αν είναι, δεν του πέφτει το λειρί;
ΕΥΕ. Πες μας όμως· τα λοφία τί τα θέλουν τα πουλιά;
Ένοπλο θα τρέξουν δρόμο; ΤΣΑ. Όχι· όπως οι κάτοικοι
της Καρίας, κι αυτά τους λόφους προτιμούν για σιγουριά.
ΠΙΣ. Τί κακό, τί πουλομάνι, θεέ μου, που μαζεύτηκε!
ΕΥΕ. Σύννεφο είναι, Απόλλωνά μου· ποποπό, γιά δες κακό·
τόσα τα πετούμενα είναι, που δε φαίνεται η μπασιά.
ΠΙΣ. Κοίτα, τούτο πέρδικα είναι. ΕΥΕ. Και λιβαδοπέρδικα
τ᾽ άλλο. ΠΙΣ. Τούτο είν᾽ άγρια πάπια. ΕΥΕ. Κι αλκυόνα εκείνο εκεί.
Τ᾽ άλλο που είναι πίσωθέ της; ΠΙΣ. Περγιαλίτης. ΕΥΕ. Τί μου λες;
300 Μα πουλί ᾽ναι ο περγιαλίτης; ΠΙΣ. Βέβαια, και μας περγελά.
ΤΣΑ. Τούτο, κουκουβάγια. ΕΥΕ. Γλαύκα δηλαδή· παράξενο·
άκουσες ποτέ να φέρνουν γλαύκες στην Αθήνα εδώ;
ΤΣΑ. Η τρυγόνα, το λυκόρνιο, σιταρήθρα, κεφαλάς,
σουσουράδα, καλογιάννος, τσίχλα, τσιχλογέρακας,
κυριαρίνα, κιρκινέζι, βουτηχτάρα, αμπελουργός,
κίσσα, μπούφος, φάσσα, κούκος, περιστέρα, γερανός.
ΠΙΣ. Ποποπό, τι πουλομάνι! ΕΥΕ. Τί πετούμενα, ποπό!
ΠΙΣ. Πώς πιπίζουνε και κράζουν και στιγμή δε σταματούν!
ΕΥΕ. Λες να θέλουν το κακό μας; ΠΙΣ. Μα... τα ράμφη ανοίγουνε
κι άγρια βλέμματα μας ρίχνουν. ΕΥΕ. Έτσι λέω κι εγώ· ποπό!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου