135 ΕΠ. νὴ Δία ταλαιπώρων γε πραγμάτων ἐρᾷς.
τί δαὶ σύ; ΠΙ. τοιούτων ἐρῶ κἀγώ. ΕΠ. τίνων;
ΠΙ. ὅπου ξυναντῶν μοι ταδί τις μέμψεται
ὥσπερ ἀδικηθεὶς παιδὸς ὡραίου πατήρ·
«καλῶς γέ μου τὸν υἱόν, ὦ στιλβωνίδη,
140 εὑρὼν ἀπιόντ᾽ ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον
οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου,
οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος.»
ΕΠ. ὦ δειλακρίων σύ, τῶν κακῶν οἵων ἐρᾷς.
ἀτὰρ ἔστι γ᾽ ὁποίαν λέγετον εὐδαίμων πόλις
145 παρὰ τὴν ἐρυθρὰν θάλατταν. ΕΥ. οἴμοι, μηδαμῶς
ἡμῖν γε παρὰ θάλατταν, ἵν᾽ ἀνακύψεται
κλητῆρ᾽ ἄγουσ᾽ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία.
ἑλληνικὴν δὲ πόλιν ἔχεις ἡμῖν φράσαι;
ΕΠ. τί οὐ τὸν Ἠλεῖον Λέπρεον οἰκίζετον
150 ἐλθόνθ᾽; ΕΥ. ὁτιὴ νὴ τοὺς θεοὺς ὅσ᾽ οὐκ ἰδὼν
βδελύττομαι τὸν Λέπρεον ἀπὸ Μελανθίου.
ΕΠ. ἀλλ᾽ εἰσὶν ἕτεροι τῆς Λοκρίδος Ὀπούντιοι,
ἵνα χρὴ κατοικεῖν. ΕΥ. ἀλλ᾽ ἔγωγ᾽ Ὀπούντιος
οὐκ ἂν γενοίμην ἐπὶ ταλάντῳ χρυσίου.
155 οὗτος δὲ δὴ τίς ἐσθ᾽ ὁ μετ᾽ ὀρνίθων βίος;
σὺ γὰρ οἶσθ᾽ ἀκριβῶς. ΕΠ. οὐκ ἄχαρις εἰς τὴν τριβήν·
οὗ πρῶτα μὲν δεῖ ζῆν ἄνευ βαλλαντίου.
ΕΥ. πολλήν γ᾽ ἀφεῖλες τοῦ βίου κιβδηλίαν.
ΕΠ. νεμόμεσθα δ᾽ ἐν κήποις τὰ λευκὰ σήσαμα
160 καὶ μύρτα καὶ μήκωνα καὶ σισύμβρια.
ΕΥ. ὑμεῖς μὲν ἆρα ζῆτε νυμφίων βίον.
ΠΙ. φεῦ φεῦ·
ἦ μέγ᾽ ἐνορῶ βούλευμ᾽ ἐν ὀρνίθων γένει,
καὶ δύναμιν ἣ γένοιτ᾽ ἄν, εἰ πίθοισθέ μοι.
ΕΠ. τί σοι πιθώμεσθ᾽; ΠΙ. ὅ τι πίθησθε; πρῶτα μὲν
165 μὴ περιπέτεσθε πανταχῇ κεχηνότες·
ὡς τοῦτ᾽ ἄτιμον τοὔργον ἐστίν. αὐτίκα
ἐκεῖ παρ᾽ ἡμῖν τοὺς πετομένους ἢν ἔρῃ·
«τίς ὄρνις οὗτος;» ὁ Τελέας ἐρεῖ ταδί·
«ἄνθρωπος ὄρνις ἀστάθμητος, πετόμενος,
170 ἀτέκμαρτος, οὐδὲν οὐδέποτ᾽ ἐν ταὐτῷ μένων.»
***
ΤΣΑ. Σου αρέσει η... κακοπέραση, όπως βλέπω.
Στον Πισθέταιρο.
Κι εσένα; ΠΙΣ. Κάτι τέτοια. ΤΣΑ. Ποιά, να πούμε;
ΠΙΣ. Ωραίου παιδιού ανταμώνοντάς με ο κύρης
να παραπονεθεί σαν πειραγμένος:
«Τί φίλος είσ᾽ εσύ, βρε σφανταχτίδη;
140 Βρήκες το γιο μου που έβγαινε λουσμένος
απ᾽ την παλαίστρα, και δεν του ᾽πες λέξη·
ούτε φιλί ούτε χάδι ή τίποτε άλλο.»
ΤΣΑ. Σκληραγωγίες σ᾽ αρέσουν, καημενούλη.
Λοιπόν, μια ευτυχισμένη πόλη υπάρχει
στης Ερυθράς της Θάλασσας την άκρη.
ΕΥΕ. Στη θάλασσα κοντά; Θεός φυλάξει!
Να στείλουν οι Αθηναίοι κανένα πλοίο
και να μας πάρουν πίσω; Ευχαριστώ.
Μια πόλη ελληνική δε βάζει ο νους σου;
ΤΣΑ. Δεν πάτε, λέω, στα Τρίκαλα; Είναι ωραία.
150 ΕΥΕ. Καλά τα Τρίκαλα είναι, μα είναι τρία
καλά μονάχα, εμείς ποθούμε κι άλλα.
ΤΣΑ. Στα Μέγαρα να μείνετε μπορείτε.
ΕΥΕ. Θα μου άρεσε πολύ, πώς χτίζονται όμως
τα μέγαρα; Δεν είμαστε για τέτοια.
Εδώ η ζωή με τα πουλιά πώς είναι;
Εσύ την ξέρεις στα όλα της. ΤΣΑ. Δεν είναι
και δίχως χάρες, αν τη συνηθίσεις·
και πρώτο: περιττά τα πορτοφόλια.
ΕΥΕ. Απ᾽ τη ζωή πολλή καλπιά έτσι φεύγει.
ΤΣΑ. Άσπρο σουσάμι βόσκουμε στους κήπους,
160 μύρτα και περπερήθρες και θυμάρι.
ΕΥΕ. Ζωή και κότα την περνάτε· μπράβο.
ΠΙΣ., σα να του ήρθε έμπνευση.
Μωρέ, μωρέ!
Μεγάλο σχέδιο ξεχωρίζω μέσα
στη φάρα των πουλιών και μια εξουσία
κατορθωτή, σ᾽ εμένα αν μπιστευτείτε.
ΤΣΑ. Να μπιστευτούμε; Και σε τί; ΠΙΣ. Γιά ακούστε.
Πρώτα πρώτα, να μη χαζοπετάτε
μια δω μια κει· δεν έχει αξιοπρέπεια
αυτή η δουλειά. Σκεφτείτε στων ανθρώπων
τις κοινωνίες τί γίνεται· αν ρωτήσεις
για κάποιον που μια δω μια κει γυρίζει
«βρε τί είν᾽ αυτός;», θα σου απαντήσουν· «όρνιο·
ένα φτερό στον άνεμο, μια σβούρα,
μια ανεμοδούρα· είν᾽ ένας δίχως βάση,
170 άστατος, επιπόλαιος, χαζοπούλι».
τί δαὶ σύ; ΠΙ. τοιούτων ἐρῶ κἀγώ. ΕΠ. τίνων;
ΠΙ. ὅπου ξυναντῶν μοι ταδί τις μέμψεται
ὥσπερ ἀδικηθεὶς παιδὸς ὡραίου πατήρ·
«καλῶς γέ μου τὸν υἱόν, ὦ στιλβωνίδη,
140 εὑρὼν ἀπιόντ᾽ ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον
οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου,
οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος.»
ΕΠ. ὦ δειλακρίων σύ, τῶν κακῶν οἵων ἐρᾷς.
ἀτὰρ ἔστι γ᾽ ὁποίαν λέγετον εὐδαίμων πόλις
145 παρὰ τὴν ἐρυθρὰν θάλατταν. ΕΥ. οἴμοι, μηδαμῶς
ἡμῖν γε παρὰ θάλατταν, ἵν᾽ ἀνακύψεται
κλητῆρ᾽ ἄγουσ᾽ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία.
ἑλληνικὴν δὲ πόλιν ἔχεις ἡμῖν φράσαι;
ΕΠ. τί οὐ τὸν Ἠλεῖον Λέπρεον οἰκίζετον
150 ἐλθόνθ᾽; ΕΥ. ὁτιὴ νὴ τοὺς θεοὺς ὅσ᾽ οὐκ ἰδὼν
βδελύττομαι τὸν Λέπρεον ἀπὸ Μελανθίου.
ΕΠ. ἀλλ᾽ εἰσὶν ἕτεροι τῆς Λοκρίδος Ὀπούντιοι,
ἵνα χρὴ κατοικεῖν. ΕΥ. ἀλλ᾽ ἔγωγ᾽ Ὀπούντιος
οὐκ ἂν γενοίμην ἐπὶ ταλάντῳ χρυσίου.
155 οὗτος δὲ δὴ τίς ἐσθ᾽ ὁ μετ᾽ ὀρνίθων βίος;
σὺ γὰρ οἶσθ᾽ ἀκριβῶς. ΕΠ. οὐκ ἄχαρις εἰς τὴν τριβήν·
οὗ πρῶτα μὲν δεῖ ζῆν ἄνευ βαλλαντίου.
ΕΥ. πολλήν γ᾽ ἀφεῖλες τοῦ βίου κιβδηλίαν.
ΕΠ. νεμόμεσθα δ᾽ ἐν κήποις τὰ λευκὰ σήσαμα
160 καὶ μύρτα καὶ μήκωνα καὶ σισύμβρια.
ΕΥ. ὑμεῖς μὲν ἆρα ζῆτε νυμφίων βίον.
ΠΙ. φεῦ φεῦ·
ἦ μέγ᾽ ἐνορῶ βούλευμ᾽ ἐν ὀρνίθων γένει,
καὶ δύναμιν ἣ γένοιτ᾽ ἄν, εἰ πίθοισθέ μοι.
ΕΠ. τί σοι πιθώμεσθ᾽; ΠΙ. ὅ τι πίθησθε; πρῶτα μὲν
165 μὴ περιπέτεσθε πανταχῇ κεχηνότες·
ὡς τοῦτ᾽ ἄτιμον τοὔργον ἐστίν. αὐτίκα
ἐκεῖ παρ᾽ ἡμῖν τοὺς πετομένους ἢν ἔρῃ·
«τίς ὄρνις οὗτος;» ὁ Τελέας ἐρεῖ ταδί·
«ἄνθρωπος ὄρνις ἀστάθμητος, πετόμενος,
170 ἀτέκμαρτος, οὐδὲν οὐδέποτ᾽ ἐν ταὐτῷ μένων.»
***
ΤΣΑ. Σου αρέσει η... κακοπέραση, όπως βλέπω.
Στον Πισθέταιρο.
Κι εσένα; ΠΙΣ. Κάτι τέτοια. ΤΣΑ. Ποιά, να πούμε;
ΠΙΣ. Ωραίου παιδιού ανταμώνοντάς με ο κύρης
να παραπονεθεί σαν πειραγμένος:
«Τί φίλος είσ᾽ εσύ, βρε σφανταχτίδη;
140 Βρήκες το γιο μου που έβγαινε λουσμένος
απ᾽ την παλαίστρα, και δεν του ᾽πες λέξη·
ούτε φιλί ούτε χάδι ή τίποτε άλλο.»
ΤΣΑ. Σκληραγωγίες σ᾽ αρέσουν, καημενούλη.
Λοιπόν, μια ευτυχισμένη πόλη υπάρχει
στης Ερυθράς της Θάλασσας την άκρη.
ΕΥΕ. Στη θάλασσα κοντά; Θεός φυλάξει!
Να στείλουν οι Αθηναίοι κανένα πλοίο
και να μας πάρουν πίσω; Ευχαριστώ.
Μια πόλη ελληνική δε βάζει ο νους σου;
ΤΣΑ. Δεν πάτε, λέω, στα Τρίκαλα; Είναι ωραία.
150 ΕΥΕ. Καλά τα Τρίκαλα είναι, μα είναι τρία
καλά μονάχα, εμείς ποθούμε κι άλλα.
ΤΣΑ. Στα Μέγαρα να μείνετε μπορείτε.
ΕΥΕ. Θα μου άρεσε πολύ, πώς χτίζονται όμως
τα μέγαρα; Δεν είμαστε για τέτοια.
Εδώ η ζωή με τα πουλιά πώς είναι;
Εσύ την ξέρεις στα όλα της. ΤΣΑ. Δεν είναι
και δίχως χάρες, αν τη συνηθίσεις·
και πρώτο: περιττά τα πορτοφόλια.
ΕΥΕ. Απ᾽ τη ζωή πολλή καλπιά έτσι φεύγει.
ΤΣΑ. Άσπρο σουσάμι βόσκουμε στους κήπους,
160 μύρτα και περπερήθρες και θυμάρι.
ΕΥΕ. Ζωή και κότα την περνάτε· μπράβο.
ΠΙΣ., σα να του ήρθε έμπνευση.
Μωρέ, μωρέ!
Μεγάλο σχέδιο ξεχωρίζω μέσα
στη φάρα των πουλιών και μια εξουσία
κατορθωτή, σ᾽ εμένα αν μπιστευτείτε.
ΤΣΑ. Να μπιστευτούμε; Και σε τί; ΠΙΣ. Γιά ακούστε.
Πρώτα πρώτα, να μη χαζοπετάτε
μια δω μια κει· δεν έχει αξιοπρέπεια
αυτή η δουλειά. Σκεφτείτε στων ανθρώπων
τις κοινωνίες τί γίνεται· αν ρωτήσεις
για κάποιον που μια δω μια κει γυρίζει
«βρε τί είν᾽ αυτός;», θα σου απαντήσουν· «όρνιο·
ένα φτερό στον άνεμο, μια σβούρα,
μια ανεμοδούρα· είν᾽ ένας δίχως βάση,
170 άστατος, επιπόλαιος, χαζοπούλι».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου