Αναζητώντας τη βεβαιότητα της ύπαρξης
§1
Με τον τρόπο που έζησε τη ζωή του o Kant και με την απαράμιλλη αφοσίωσή του στη μελέτη κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα έργο, που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη. Η επανάσταση που επέφερε στη φιλοσοφία της γνώσης του επέτρεψε να θέσει στο επίκεντρο της στοχαστικής του οξύνοιας τον Λόγο (Vernunft) και την κριτική που αυτός προορίζεται να ασκεί. Χωρίς αυτή την κριτική του ικανότητα αποβαίνει δογματικός και δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ανεδαφικούς ισχυρισμούς[1]. Όπως ρητά διευκρινίζει ο Kant, ο ανθρώπινος Λόγος επιφορτίζεται από τη φύση του με φορτικά ερωτήματα που δεν μπορεί να τα αποφύγει, αλλά ούτε να τα απαντήσει[2], στο βαθμό που περιορίζεται απλώς στη φαινομενική γνώση. Επομένως δεν εναπομένει τίποτε άλλο σ’ αυτόν παρά να,
«αναλάβει εκ νέου το πιο επίπονο από όλα τα ως τώρα έργα του, δηλ. αυτό της αυτογνωσίας, και να καθιδρύσει ένα δικαστήριο, που από τη μια να του εξασφαλίζει τις νόμιμες διεκδικήσεις, ενώ από την άλλη να αποκρούει κάθε αβάσιμη αξίωσή του … σύμφωνα με αιώνιους και αμετάβλητους νόμους· και αυτό το δικαστήριο δεν είναι άλλο από την ίδια την Κριτική του καθαρού Λόγου» [3].
Αυτό το δικαστήριο το καθιστά αναγκαίο η τραγική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει ο ανθρώπινος Λόγος. Γι’ αυτό και το ίδιο είναι, σύμφωνα με τον Kant, η αυτο-εξέταση και η αυτο-δικαίωση του Λόγου που δεν μπορεί να περιοριστεί στα ασφυκτικά όρια της εμπειρίας· θεμελιώνεται ανεξάρτητα και πρωτύτερα απ’ αυτήν. Ως γνωσιακή δύναμη είναι a priori. Αυτός ο Λόγος αποκαλύπτει τη δύναμή του, αλλά και την αυτο-οριοθέτησή του στην και με την αυτοκριτική του. Δυνάμει μιας τέτοιας διεργασίας του καθιστά δυνατό και το άνοιγμα του ανθρώπου, ως γνωρίζοντος υποκειμένου, στην αλήθεια του κόσμου. Αξίζει εδώ να διευκρινιστεί πως ο Λόγος συνάπτεται εσωτερικά με όλες τις ανώτερες ικανότητες του ανθρώπινου Λόγου. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Kant:
«Λόγος είναι η δύναμη, που μας προσπορίζει τις αρχές της a priori γνώσεως. Καθαρός Λόγος, επομένως, είναι εκείνος, που περιέχει τις αρχές, οι οποίες μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε κάτι απόλυτα a priori»[4].
§2
Αναλόγως επιχείρησε να κατανοήσει τον άνθρωπο και την ύπαρξή του, σε πρακτικό επίπεδο, στη βάση μιας ηθικότητας που έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από την επιδίωξη εγωιστικών συμφερόντων. Έχοντας επίγνωση ο φιλόσοφος ότι ο άνθρωπος είναι ένα δημιούργημα της φύσης που διακρίνεται για την ιδιοτέλειά του και τα πάθη του, αλλά και για το πάθος του όχι υποχρεωτικά με αρνητικό νόημα, επενδύει κατά κύριο λόγο στη λογική ικανότητα του ανθρώπινου όντος. Ως έλλογο ον, το τελευταίο τούτο φέρει μέσα του τον ηθικό νόμο, που μπορεί να καθορίζει τη βούλησή του και να τη στρέφει προς την ενέργεια του καλού, του αγαθού, δηλαδή να την καθιστά αγαθή βούληση. Από εδώ αντλούσε τη βεβαιότητα ο Kant για να υποστηρίξει ότι δυο πράγματα μπορούν να συγκινήσουν την ψυχή του: ο έναστρος ουρανός πάνω του και η δύναμη του ηθικού νόμου που αναγνωρίζει μέσα του. Τι ήθελε να υπαινιχθεί με τη ρήση αυτή ο φιλόσοφος; Πώς μόνο αυτές οι δύο βεβαιότητες υπάρχουν που μπορούν να συνέχουν την ύπαρξη του ανθρώπου και να κατευθύνουν την (αγαθή του) βούληση. Όσο πιο συστηματικά και εντατικά ασχολείται η σκέψη με αυτές τις βεβαιότητες, τόσο ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την αξία τους αλλά και την αξία του. Εκ πρώτης όψεως, ο έναστρος ουρανός είναι μια έννοια αντίθετη σε σχέση με τον ηθικό νόμο: ως συμβολική έκφραση του σύμπαντος, αυτός είναι απέραντος και δημιουργεί στον άνθρωπο μια αίσθηση ασημαντότητας του εαυτού του. Συγχρόνως όμως λειτουργεί ως μια ορατή πραγματικότητα που μιλάει στη συνείδηση του ανθρώπου: του υπαγορεύει να συγκεντρώνεται στον εαυτό του και να ενεργεί προς τα έξω με βάση την επιταγή του ηθικού νόμου που φέρει μέσα του.
§3
Εάν λοιπόν ο έναστρος ουρανός συμβολίζει την απεραντοσύνη της φύσης και τον αιώνιο χαρακτήρα του χρόνου, ο ηθικός νόμος δίνει νόημα και υπόσταση στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Υποδηλώνει την αναγκαιότητα του ηθικώς ενεργείν. Η αναγκαιότητα τούτη δεν είναι τυχαία ή τυφλή, όπως μπορεί να είναι εκείνη που εκπορεύεται από την απεραντοσύνη της φύσης και την οποία ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να ελέγξει, αλλά μια καθολική. Από εδώ προκύπτει και μια άλλη σημασία για την ανθρώπινη ύπαρξη. Απέναντι στη φύση ο άνθρωπος λογίζεται, αλλά και ο ίδιος αισθάνεται αδύναμος, περιορισμένος. Δυνάμει όμως του ηθικού νόμου και σε σχέση με αυτόν ανυψώνεται σε ένα ον που διαθέτει άπειρες δυνατότητες. Αυτό το ηθικό ον, με βάση την καθαρότητα και κριτική ικανότητα του Λόγου του και όχι πια εξαρτημένο από θεολογικές εντολές, συνειδητοποιεί τη μοναδικότητά του, αναπτύσσει στο έπακρο τις εγκόσμιες αξίες του, καλλιεργεί τη βεβαιότητα της ύπαρξής του με το να εκλογικεύει τις πράξεις του, να διαφοροποιείται από τη ζωή των ζώων και να διαμορφώνει ελεύθερα την προσωπικότητά του. Έτσι, αν και ερχόμαστε στον κόσμο, χωρίς να έχουμε ερωτηθεί, εν τούτοις μπορούμε να διεκδικούμε την ελευθερία μας και να πράττουμε ως απόλυτοι νομοθέτες του αγαθού, του δικαίου, της ισότητας κ.λπ. Το έργο μιας τέτοιας βούλησης υπερβαίνει τα όρια του περατού, του εφήμερου και προορίζει πάντοτε τον άνθρωπο για το απέραντο καλό.
----------------------------
[1] I. Kant: Kritik der reinen Vernunft. Meiner Verlag 1990, σ. 53.
[2] Ό.π., σ. 5.
[3] Ό.π., σ. 7.
[4] Ό.π., σ. 55.
§1
Με τον τρόπο που έζησε τη ζωή του o Kant και με την απαράμιλλη αφοσίωσή του στη μελέτη κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα έργο, που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη. Η επανάσταση που επέφερε στη φιλοσοφία της γνώσης του επέτρεψε να θέσει στο επίκεντρο της στοχαστικής του οξύνοιας τον Λόγο (Vernunft) και την κριτική που αυτός προορίζεται να ασκεί. Χωρίς αυτή την κριτική του ικανότητα αποβαίνει δογματικός και δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ανεδαφικούς ισχυρισμούς[1]. Όπως ρητά διευκρινίζει ο Kant, ο ανθρώπινος Λόγος επιφορτίζεται από τη φύση του με φορτικά ερωτήματα που δεν μπορεί να τα αποφύγει, αλλά ούτε να τα απαντήσει[2], στο βαθμό που περιορίζεται απλώς στη φαινομενική γνώση. Επομένως δεν εναπομένει τίποτε άλλο σ’ αυτόν παρά να,
«αναλάβει εκ νέου το πιο επίπονο από όλα τα ως τώρα έργα του, δηλ. αυτό της αυτογνωσίας, και να καθιδρύσει ένα δικαστήριο, που από τη μια να του εξασφαλίζει τις νόμιμες διεκδικήσεις, ενώ από την άλλη να αποκρούει κάθε αβάσιμη αξίωσή του … σύμφωνα με αιώνιους και αμετάβλητους νόμους· και αυτό το δικαστήριο δεν είναι άλλο από την ίδια την Κριτική του καθαρού Λόγου» [3].
Αυτό το δικαστήριο το καθιστά αναγκαίο η τραγική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει ο ανθρώπινος Λόγος. Γι’ αυτό και το ίδιο είναι, σύμφωνα με τον Kant, η αυτο-εξέταση και η αυτο-δικαίωση του Λόγου που δεν μπορεί να περιοριστεί στα ασφυκτικά όρια της εμπειρίας· θεμελιώνεται ανεξάρτητα και πρωτύτερα απ’ αυτήν. Ως γνωσιακή δύναμη είναι a priori. Αυτός ο Λόγος αποκαλύπτει τη δύναμή του, αλλά και την αυτο-οριοθέτησή του στην και με την αυτοκριτική του. Δυνάμει μιας τέτοιας διεργασίας του καθιστά δυνατό και το άνοιγμα του ανθρώπου, ως γνωρίζοντος υποκειμένου, στην αλήθεια του κόσμου. Αξίζει εδώ να διευκρινιστεί πως ο Λόγος συνάπτεται εσωτερικά με όλες τις ανώτερες ικανότητες του ανθρώπινου Λόγου. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Kant:
«Λόγος είναι η δύναμη, που μας προσπορίζει τις αρχές της a priori γνώσεως. Καθαρός Λόγος, επομένως, είναι εκείνος, που περιέχει τις αρχές, οι οποίες μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε κάτι απόλυτα a priori»[4].
§2
Αναλόγως επιχείρησε να κατανοήσει τον άνθρωπο και την ύπαρξή του, σε πρακτικό επίπεδο, στη βάση μιας ηθικότητας που έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από την επιδίωξη εγωιστικών συμφερόντων. Έχοντας επίγνωση ο φιλόσοφος ότι ο άνθρωπος είναι ένα δημιούργημα της φύσης που διακρίνεται για την ιδιοτέλειά του και τα πάθη του, αλλά και για το πάθος του όχι υποχρεωτικά με αρνητικό νόημα, επενδύει κατά κύριο λόγο στη λογική ικανότητα του ανθρώπινου όντος. Ως έλλογο ον, το τελευταίο τούτο φέρει μέσα του τον ηθικό νόμο, που μπορεί να καθορίζει τη βούλησή του και να τη στρέφει προς την ενέργεια του καλού, του αγαθού, δηλαδή να την καθιστά αγαθή βούληση. Από εδώ αντλούσε τη βεβαιότητα ο Kant για να υποστηρίξει ότι δυο πράγματα μπορούν να συγκινήσουν την ψυχή του: ο έναστρος ουρανός πάνω του και η δύναμη του ηθικού νόμου που αναγνωρίζει μέσα του. Τι ήθελε να υπαινιχθεί με τη ρήση αυτή ο φιλόσοφος; Πώς μόνο αυτές οι δύο βεβαιότητες υπάρχουν που μπορούν να συνέχουν την ύπαρξη του ανθρώπου και να κατευθύνουν την (αγαθή του) βούληση. Όσο πιο συστηματικά και εντατικά ασχολείται η σκέψη με αυτές τις βεβαιότητες, τόσο ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την αξία τους αλλά και την αξία του. Εκ πρώτης όψεως, ο έναστρος ουρανός είναι μια έννοια αντίθετη σε σχέση με τον ηθικό νόμο: ως συμβολική έκφραση του σύμπαντος, αυτός είναι απέραντος και δημιουργεί στον άνθρωπο μια αίσθηση ασημαντότητας του εαυτού του. Συγχρόνως όμως λειτουργεί ως μια ορατή πραγματικότητα που μιλάει στη συνείδηση του ανθρώπου: του υπαγορεύει να συγκεντρώνεται στον εαυτό του και να ενεργεί προς τα έξω με βάση την επιταγή του ηθικού νόμου που φέρει μέσα του.
§3
Εάν λοιπόν ο έναστρος ουρανός συμβολίζει την απεραντοσύνη της φύσης και τον αιώνιο χαρακτήρα του χρόνου, ο ηθικός νόμος δίνει νόημα και υπόσταση στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Υποδηλώνει την αναγκαιότητα του ηθικώς ενεργείν. Η αναγκαιότητα τούτη δεν είναι τυχαία ή τυφλή, όπως μπορεί να είναι εκείνη που εκπορεύεται από την απεραντοσύνη της φύσης και την οποία ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να ελέγξει, αλλά μια καθολική. Από εδώ προκύπτει και μια άλλη σημασία για την ανθρώπινη ύπαρξη. Απέναντι στη φύση ο άνθρωπος λογίζεται, αλλά και ο ίδιος αισθάνεται αδύναμος, περιορισμένος. Δυνάμει όμως του ηθικού νόμου και σε σχέση με αυτόν ανυψώνεται σε ένα ον που διαθέτει άπειρες δυνατότητες. Αυτό το ηθικό ον, με βάση την καθαρότητα και κριτική ικανότητα του Λόγου του και όχι πια εξαρτημένο από θεολογικές εντολές, συνειδητοποιεί τη μοναδικότητά του, αναπτύσσει στο έπακρο τις εγκόσμιες αξίες του, καλλιεργεί τη βεβαιότητα της ύπαρξής του με το να εκλογικεύει τις πράξεις του, να διαφοροποιείται από τη ζωή των ζώων και να διαμορφώνει ελεύθερα την προσωπικότητά του. Έτσι, αν και ερχόμαστε στον κόσμο, χωρίς να έχουμε ερωτηθεί, εν τούτοις μπορούμε να διεκδικούμε την ελευθερία μας και να πράττουμε ως απόλυτοι νομοθέτες του αγαθού, του δικαίου, της ισότητας κ.λπ. Το έργο μιας τέτοιας βούλησης υπερβαίνει τα όρια του περατού, του εφήμερου και προορίζει πάντοτε τον άνθρωπο για το απέραντο καλό.
----------------------------
[1] I. Kant: Kritik der reinen Vernunft. Meiner Verlag 1990, σ. 53.
[2] Ό.π., σ. 5.
[3] Ό.π., σ. 7.
[4] Ό.π., σ. 55.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου