Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΠΡΙΑΜΙΔΕΣ, ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης
(Όμ., Ιλ. Ω 699)
 
Κόρη του Πρίαμου και της Εκάβης, δίδυμη αδελφή του Έλενου. Όταν γεννήθηκαν, οι γονείς τέλεσαν γιορτή στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, λίγο έξω από τα τείχη της πόλης (Θύμβρη λεγόταν μια μικρή πόλη κοντά στον Σκάμανδρο. Στον ναό αυτό διαδραματίστηκαν και άλλα γεγονότα, ο θάνατος του Τρωίλου και ο θάνατος του Αχιλλέα, όπως αυτοί παραδίδονται από διάφορες πηγές). Το βράδυ, ο Πρίαμος και η Εκάβη, κουρασμένοι και μάλλον μεθυσμένοι, αποχώρησαν λησμονώντας τα παιδιά στον ναό που αποκοιμήθηκαν κουρασμένα από το παιχνίδι. Την άλλη μέρα τα αναζήτησαν και τα βρήκαν να κοιμούνται, ενώ δίπλα τους δύο φίδια τους έγλειφαν τα αυτιά καθαρίζοντάς τα. Ο Πρίαμος και η Εκάβη άρχισαν να φωνάζουν και τα φίδια κρύφτηκαν στις ιερές δάφνες του ναού. Στο μεταξύ, είχαν πετύχει να δώσουν στα μικρά το χάρισμα της μαντικής, όπως το είχαν κάνει και σε άλλες περιπτώσεις μάντεων (Ίαμος, Μόψος, Πολύιδος, Τειρεσίας, Μελάμποδας). Για την Κασσάνδρα λεγόταν ότι προέλεγε το μέλλον μετά από θεϊκή έμπνευση, όπως η Σίβυλλα και η Πυθία, σε κατάσταση παραληρήματος, ενώ ο Έλενος ερμήνευε τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών (οιωνοσκοπία). Άλλη εκδοχή θέλει τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα, ερωτευμένο με την Κασσάνδρα, να αγωνίζεται για να την αποκτήσει -σαν παλαιστής, τυλίγοντάς με με τον αέρα της γοητείας του (Αισχ., Αγ. 1206)- και να ζητά να του δοθεί με αντάλλαγμα την τέχνη της μαντικής. Η Κασσάνδρα δέχθηκε αλλά πάτησε τη συμφωνία με τον θεό. Ενώ, δηλαδή, εκείνος της έδωσε το χάρισμα, εκείνη αρνήθηκε να ενωθεί μαζί του. Και ο Απόλλωνας έφτυσε στο στόμα της -ένα τελευταίο φιλί;- για να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της (πρβ. τον μύθο* του Πολύιδου και του Γλαύκου). Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς. Σύμφωνα με τον τραγικό ποιητή Λυκόφρονα, η ηρωίδα έμενε φυλακισμένη από τον ίδιο της τον πατέρα γιατί δεν την άντεχε άλλο να θρηνεί συνέχεια και να προφητεύει δεινά, έδωσε όμως εντολή να καταγράφουν τα λεγόμενά της.
 
Όταν ο Πάρης προσέπεσε ικέτης στον βωμό του Δία, προκειμένου να σωθεί από τις επιθετικές διαθέσεις των αδελφών του, η μάντισσα αδελφή του τον αναγνώρισε, χάρη στις μαντικές της ικανότητες, ως τον θεωρούμενο χαμένο ή νεκρό γιο του Πρίαμου και της Εκάβης. Με τις ικανότητες πάλι «είδε» και τις συμφορές που θα έφερνε ο Πάρης στην Τροία και με πέλυκυ θέλησε να τον σκοτώσει. Τις ίδιες προφητείες είπε και όταν ο αδελφός της πήγε στη Σπάρτη και όταν την έφερε στο Ίλιον. Προειδοποίησε τους Τρώες αλλά εκείνοι δεν την πίστεψαν. Όταν ο αδελφός της Έκτορας πέθανε από το χέρι του Αχιλλέα και ο πατέρας της Πρίαμος πήγε στο αχαϊκό στρατόπεδο και στη σκηνή του Αχιλλέα, πρώτη αυτή από τα τείχη τον είδε να επιστρέφει** με τη σορό του Έκτορα. Προσπάθησε ακόμη, το ίδιο και ο ιερέας του Απόλλωνα Λαοκόων, να πείσει τους Τρώες να μη βάλουν μέσα στην πόλη τον Δούρειο Ίππο, γιατί είχε προδεί την καταστροφή της πόλης της. Ο Όμηρος παραδίδει ότι κάποιος Τρωαδίτης ήρωας, ο Οθρυονέας***, την είχε ζητήσει σε γάμο δίνοντας την υπόσχεση στον Πρίαμο ότι θα έδιωχνε τους πολιορκητές από την Τροία, σκοτώθηκε όμως από τον Ιδομενέα. Πάντως, στην Ιλιάδα τίποτε δεν μαρτυρείται περί προφητικών ικανοτήτων της Κασσάνδρας.
 
Μετά την άλωση της Τροίας, η Κασσάνδρα κατέφυγε στον ναό της Αθηνάς και προσέπεσε ικέτης στο άγαλμα της θεάς αγκαλιάζοντάς το. Ο Αίας ο Λοκρός δεν σεβάστηκε την ικεσία, την τράβηξε από τα μαλλιά, οπότε το άγαλμα σείσθηκε από τη βάση του, και τη βίασε μέσα στον ναό. Οι Αχαιοί αγανάκτησαν με την ιεροσυλία και θέλησαν να λιθοβολήσουν τον Αίαντα, ο οποίος προσέπεσε ικέτης στον βωμό της θεάς που είχε προσβάλει με τη συμπεριφορά του. Οι Έλληνες σεβάστηκαν την ικεσία του…
 
Όταν οι κατακτητές μοιράσθηκαν τις γυναίκες των ηττημένων, η Κασσάνδρα έπεσε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, ο οποίος την ερωτεύθηκε και την πήρε μαζί του στις Μυκήνες. Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου αυτό συνιστά μια βασική αιτία του εγκλήματος της Κλυταιμνήστρας, καθώς ξεσηκώνεται η ζήλεια της γυναίκας για την ερωμένη και η απέχθεια για τον άνδρα-σύζυγο που ζητά από τη σύζυγο να καλοδεχτεί τη νέα αγαπημένη. Τόσο στον Αγαμέμνονα όσο και στις Τρωάδες του Ευριπίδη η Κασσάνδρα κινείται ανάμεσα στο βακχικό παραλήρημα και την προφητεία, μαινάδα γυναίκα παραδομένη στον Διόνυσο, προφήτισσα παραδομένη στον Απόλλωνα. Σε μια παρωδία του υμεναίου στις Τρωάδες, κάτι που μόνο από μια γυναίκα σε κατάσταση βακχικής μανίας θα μπορούσε (ήταν επιτρεπτό) να συμβεί στην τραγωδία, η νεαρή Κασσάνδρα οραματίζεται την τέλεση των γάμων**** της με τον Αγαμέμνονα και στη συνέχεια προφητεύει το ολέθριο τέλος τους. Πράγματι, η τύχη της ενώθηκε με τη δική του: όταν έφθασαν στις Μυκήνες δολοφονήθηκαν και οι δύο από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. Όταν ο Οδυσσέας «κατέβηκε» στον Άδη, για να συνομιλήσει για το ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη με τον Τειρεσία, ο νεκρός Αγαμέμνονας του μίλησε με θλίψη για την Κασσάνδρα, καθώς περιέγραφε τις τελευταίες τους στιγμές: Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου, / της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα / πλάι και πάνω μου (λ 421-422). Στο μεταξύ, και πριν το τέλος, η Κασσάνδρα λεγόταν ότι απέκτησε δύο δίδυμους γιους με τον Αγαμέμνονα, τον Τηλέδαμο και τον Πέλοπα, που κι εκείνοι σκοτώθηκαν από το σπαθί των δύο εραστών των Μυκηνών. Οι Μυκηναίοι έδειχναν τους τάφους τους δίπλα στων γονιών τους (Παυσανίας 2.16.6).
 
Και άλλες πόλεις διεκδικούν το επεισόδιο του θανάτου του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και σε διάφορες πόλεις λατρευόταν η προφήτισσα άλλοτε με το όνομα Αλεξάνδρα και άλλοτε ως Πασιφάη, μια και τα φανέρωνε όλα. Στις Αμύκλες, για παράδειγμα, πιο κάτω από τη Σπάρτη, είχαν ταυτίσει την Κασσάνδρα με μια τοπική ηρωίδα, την Αλεξάνδρα, και της έστησαν ιερό με το άγαλμά της. Ως Αλεξάνδρα λατρευόταν και στα Λεύκτρα της ανατολικής Μεσσηνίας, στον Κόλπο, όπου πιστευόταν ότι είχε ταφεί. Το ίδιο και σε ιερό στις Θαλάμες, βόρεια του Οίτυλου στη Λακωνία, όπου λατρευόταν μαζί με τον Ήλιο (Πλούτ., Άγις 9.2· Παυσ. 2.16, 3.19, 3.26).
 
Με το όνομα Αλεξάνδρα η όμορφη κόρη του Πριάμου αποτελεί το κύριο πρόσωπο του ομώνυμου προφητικού ποιήματος***** του Λυκόφρονα, ενός χαλκιδαίου ποιητή του 4ου αι. π.X., γραμμένο την εποχή που οι Ρωμαίοι άρχισαν να παρεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα. Σύμφωνα με τον ποιητή οι Δαύνιοι κάτοικοι της Απουλίας είχαν στήσει ιερό της Κασσάνδρας κοντά στη λίμνη Σάλπη. Εκεί προσέφευγαν ικέτιδες οι κόρες που δεν ήθελαν για συζύγους τους άνδρες με τους οποίους τις είχαν αρραβωνιάσει και προτιμούσαν να μείνουν ανύπαντρες παρά να περάσουν τη ζωή τους με άνδρα άσχημο ή από ταπεινή γενιά· ντύνονταν στα μαύρα και άλειφαν το πρόσωπό τους με κίτρινο χρώμα.
------------------------------
*Απόλλωνας - Κασσάνδρα, Πολύιδος - Μίνωας, Μελάμποδας: Μαντικοί βίοι παράλληλοι
 
Ο Γλαύκος, σε πολύ μικρή ηλικία, κυνηγώντας ένα ποντίκι έπεσε σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πέθανε.[9] Το παιδί έγινε άφαντο και ο Μίνωας, αφού το αναζήτησε παντού, ζήτησε χρησμό από τους μάντεις, για να μπορέσει να το βρει. Και οι Κούρητες του είπαν ότι στα κοπάδια του έχει έναν τρίχρωμο ταύρο και ότι αυτός που θα μπορέσει να περιγράψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα χρώματά του θα του παραδώσει το παιδί ζωντανό. Στη συγκέντρωση, λοιπόν, των μάντεων, ο Πολύιδος, ο γιος του Κοιρανού, παρομοίασε το χρώμα του ταύρου με του βατόμουρου[10]· αναγκασμένος να βρει το παιδί, με κάποια μαντεία το βρήκε. Όταν ο Μίνωας του είπε ότι πρέπει να παραλάβει το παιδί, και μάλιστα ζωντανό, κλείστηκε μέσα μαζί με το νεκρό παιδί. Και εκεί που καθόταν τελείως αμήχανος, είδε ένα φίδι να προχωρά προς το νεκρό σώμα του παιδιού· το χτύπησε με πέτρα και το σκότωσε, επειδή φοβήθηκε μήπως και ο ίδιος πεθάνει αν πάθει κάτι το νεκρό σώμα. Ύστερα όμως ήρθε και άλλο φίδι που μόλις είδε νεκρό το πρώτο έφυγε· επέστρεψε όμως φέρνοντας ένα βοτάνι που το άπλωσε πάνω σε όλο το σώμα του άλλου φιδιού· όταν του έβαλε το βοτάνι, το φίδι αναστήθηκε. Έκπληκτος ο Πολύιδος με ό,τι έβλεπε, έβαλε το ίδιο βοτάνι στο σώμα του Γλαύκου και τον ανέστησε. Ο Μίνωας πήρε το παιδί του, όμως ύστερα από αυτό δεν άφηνε τον Πολύιδο να επιστρέψει στο Άργος, προτού διδάξει τη μαντική τέχνη στον Γλαύκο · αναγκαστικά λοιπόν ο Πολύιδος του τη δίδαξε. Όμως όταν ήταν να αποπλεύσει, ζήτησε από τον Γλαύκο να φτύσει μέσα στο στόμα του· μόλις το έκανε αυτό ο Γλαύκος, λησμόνησε τη μαντική τέχνη. (Απολλόδωρος 3.17-20)
 
Ο Κρηθέας, αφού ίδρυσε την Ιωλκό, παντρεύτηκε την Τυρώ, κόρη του Σαλμωνέα, από την οποία απέκτησε τον Αίσονα, τον Αμυθάονα, τον Φέρητα. Ο Αμυθάων, λοιπόν, που εγκαταστάθηκε στην Πύλο, παντρεύτηκε την Ειδομένη, κόρη του Φέρητα, που του χάρισε δύο αγόρια, τον Βίαντα και τον Μελάμποδα· αυτός ο τελευταίος ζούσε στους αγρούς και μπροστά το σπίτι του υπήρχε μια βαλανιδιά που πάνω της ήταν μια φιδοφωλιά· όταν οι υπηρέτες σκότωσαν τα φίδια, αυτός μάζεψε ξύλα κι έκαψε τα ερπετά, κράτησε όμως και έθρεψε τα φιδάκια. Όταν αυτά μεγάλωσαν, κάποια φορά, την ώρα που αυτός κοιμόταν, στάθηκαν στο πλάι πάνω από τους δυο του ώμους, και καθάριζαν τ' αυτιά του με τη γλώσσα τους. Αυτός πετάχτηκε πάνω και στάθηκε έντρομος, καθώς καταλάβαινε τις φωνές των πουλιών που πετούσαν από πάνω του, και μαθαίνοντας από αυτά τα μελλούμενα τα προέλεγε στους ανθρώπους. Απέκτησε μάλιστα και την ικανότητα να μαντεύει από τα σφάγια, κι όταν κάποτε συναντησε τον Απόλλωνα στην περιοχή του Αλφειού, έγινε ύστερα άριστος μάντις.[11] (Απολλόδωρος19.11)
 
Σημειώσεις
9. Είναι διαπιστωμένη η ταφή των νεκρών σε πιθάρια κατά τη μινωική εποχή, όπως και η ταρίχευση με μέλι, γνωστή στους λαούς της Μεσογείου. Ο μύθος αντανακλά μια λατρευτική παράδοση για τον θάνατο και την αναγέννηση της ζωής αλλά αποτελεί και αναπαράσταση του τρόπου ταφής και της ταρίχευσης.
10. Λεγόταν ότι η αγελάδα άλλαζε χρώμα τρεις φορές την ημέρα ανά τέσσερις ώρες. Στην αρχή ήταν άσπρη, ύστερα κόκκινη και στο τέλος μαύρη, όπως ακριβώς και το βατόμουρο.
11. Τα φίδια παίζουν ρόλο σημαντικό στους μύθους και άλλων μάντεων (Ίαμος, Μόψος, Πολύιδος, Τειρεσίας).
 
**Η Κασσάνδρα στα τείχη
 
Και όταν στον Ξάνθον έφθασαν, διογέννητο ποτάμι,
ο Ερμής οπίσω εγύρισε στες κορυφές του Ολύμπου,
και η χρυσόπεπλη Ηώς την γην εφώτιζ' όλην,
κι εκείνοι με το λείψανο που εφέρναν τα μουλάρια
με δάκρυα, με ξεφωνητά τραβούσαν προς την πόλιν
και δεν τους νόησε κανείς παρά η Κασσάνδρα μόνη,
η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης.
Είχε ανεβεί στην Πέργαμον κι εκείθ' είδε στ' αμάξι
τον ποθητόν πατέρα της μαζί με τον Ιδαίον,
και ως είδε τον κειτάμενον στο νεκρικό του στρώμα
μες στ' άλλο αμάξι, έσκουζεν η κόρη και στην πόλιν
έβαλε το ξεφωνητό: «Ω Τρώισσες, ω Τρώες,
κοιτάτ' εκεί τον Έκτορα που άλλοτε απ' την μάχην
να σας γυρίζει ζωντανός ευφραίνετο η καρδιά σας
οπού τον είχεν ο λαός χαρά κι ελπίδα μόνην».
(Όμ., Ιλ. Ω 693-707)
 
***Οθρυονέας
 
Και τότε με τους Δαναούς ο Ιδομενεύς, αν κι ήταν
μισοασπρομάλλης όρμησε κι εσκόρπισε τους Τρώας.
Τον Οθρυονέα φόνευσε, που απ' τα Καβήσια μέρη
στην Τροίαν ήλθε, ως άκουσε την φήμην του πολέμου,
και του Πριάμου την καλήν απ' όλες θυγατέρα,
Κασσάνδραν, νύμφην άπροικα ζητούσε κι έργον μέγα
υπόσχονταν, τους Δαναούς να διώξει από την Τροίαν.
Και ο γέρος Πρίαμος ρητώς την κόρην του υπεσχέθη·
κι εκείνος εις τον λόγον του θαρρώντας πολεμούσε·
τον λόγχισεν ο Ιδομενεύς ενώ με υψηλό βήμα
κινούσεν, ουδέ ο θώρακας εκράτησε την λόγχην
ο χάλκινος, κι η άκρη της του εμπήχθη στην γαστέρα·
χάμω με βρόντον έπεσε κι εκείνος εκαυχήθη:
«Οθρυονέα, των θνητών θα σε κηρύξω πρώτον,
αν όσ' ανάλαβες σωστά τελειώσεις του Πριάμου,
αφού την θυγατέρα του κι εκείνος σου υποσχέθη.
Ομοίαν θα εκτελούσαμε κι εμείς υπόσχεσίν μας·
απ' τ' Άργος θα σου φέρναμε του Ατρείδη θυγατέρα
στα κάλλη της ασύγκριτην, γυναίκα να την έχεις,
την πυργωμένην Ίλιον αν συ μας εκπορθήσεις.
Στες πρύμνες ακολούθα εμέ να ειπούμε δια τους γάμους,
να ιδείς τι δώρα νυφικά δίδομ' εμείς γενναία».
Είπε και τον ποδόσερνε στην ταραχήν της μάχης.
(Όμ., Ιλ. Ν 361-383)
 
****Οι γάμοι της Κασσάνδρας
 
Κρατάτε ψηλά τους πυρσούς,
φωτίστε· σας φέρνω το φως·
φωτίζω κι αγιάζω
-κοίταξε, κοίτα-
με λαμπάδες αυτόν το ναό.
Ω! Υμέναιε αφέντη· καλότυχος
ο γαμπρός και καλότυχη εγώ
που θα πάω στο Άργος νυφούλα
σ' ενός βασιλιά το κρεβάτι.
Ω! Υμέναιε, Υμέναιε αφέντη.
Εσύ μάνα, με δάκρυ και βόγγους
το νεκρό μου γονιό, τη μυριάκριβη
πατρίδα θρηνείς και στενάζεις
κι εγώ για το γάμο μου
τις λαμπάδες ανάβω, το φως
να φωτίσει, να λάμψει
για τη χάρη σου, Υμέναιε,
για τη χάρη σου, Εκάτη,
σκορπίζω το φως, καθώς είναι
στις παρθένες συνήθεια
που νυφούλες στο γάμο πηγαίνουν.
(Ευρ., Τρ. 308-341)
 
*****Λυκόφρονος Αλεξάνδρα
 
H Αλεξάνδρα δεν είναι άλλη από την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου. H Κασσάνδρα-Αλεξάνδρα φυλακίζεται -προφανώς για να μη χρησμολογεί δημοσίως- την ημέρα που ο Πάρης-Αλέξανδρος ξεκινά το μοιραίο ταξίδι για τη Σπάρτη. H έγκλειστη Κασσάνδρα εκφέρει ένα μακρύ, προφητικό μονόλογο (1474 στ. σε ιαμβικό τρίμετρο). Ο Φύλακας ακούει τα λόγια της και μεταφέρει στον Πρίαμο όσα συγκράτησε από «μια φωνή / που θύμιζε της μαύρης Σφίγγας τη μιλιά». Ακολουθεί η εκτενής προφητεία: αρχίζει από την άλωση της Τροίας, περνά στους Νόστους και στις συνέπειες από την άλωση της Τροίας και περατώνεται με τις συγκρούσεις Ασίας - Ευρώπης (31-1450). Ακολουθεί ο θρήνος της Αλεξάνδρας, επειδή οι προφητείες της δεν γίνονται πιστευτές (1451-1460) και το ποίημα κλείνει με τον επίλογο του Φύλακα (1461-1474).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου