Τι είναι ο «Δαβίδ» του Μιχαήλ-Άγγελου; Είναι ο «Γίγας», «ίl Gigante», όπως τον ονόμασαν αμέσως οι κάτοικοι της Φλωρεντίας. Αλλά πώς σκέφθηκε ο Μιχαήλ-Άγγελος ν’ αναστρέψει την πανάρχαια συμβολική σχέση του μικρόσωμου Δαβίδ προς τον γίγαντα Γολιάθ και να ορθώσει, όπως όρθωσε, τον Δαβίδ; Πολλοί -όχι τότε στη Φλωρεντία, όπου όλοι αρκέσθηκαν να θαυμάσουν το έργο, αλλά στην εποχή μας-παραξενεύθηκαν για το τόλμημα του νεαρού γλύπτη. Δεν θέλησαν να σκεφθούν ότι τον Δαβίδ, έτοιμο να ρίξει τη σφενδόνη και να νικήσει τον φοβερό γίγαντα Γολιάθ, τον είδε ο Μιχαήλ-Άγγελος όχι ως τον μικρόσωμο βοσκό αλλά ως το σύμβολο της ομορφιάς, της νεότητας και της νίκης. Η αποστολή που έθεσε στον εαυτό του ο γλύπτης δεν ήταν αφηγηματική και νατουραλιστική. Ήταν αποστολή εξιδανικευτικού ρεαλισμού.
Ο Τζων Ράσκιν, στον ΙΘ’ αιώνα, υποστήριζε ότι ο Μιχαήλ-Άγγελος έδωσε, με το μέγα του παράδειγμα, ένα σύνθημα που οδήγησε στην παρακμή της τέχνης. Όσο χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες τις ικανότητες τους για να περιγράφουν πιστά το θέμα τους, η τέχνη προχωρούσε. Όταν άρχισαν – και το σύνθημα το ’δωσε ο Μιχαήλ-Άγγελος-να κάνουν το αντίστροφο, δηλαδή να χρησιμοποιούν το θέμα τους για ν’ αναπτύξουν και επιδείξουν τις ικανότητές τους, τότε η τέχνη άρχισε να πέφτει. Η θεωρία του Ράσκιν είναι πολύ έξυπνη, αλλά δεν είναι σωστή. Σχηματοποιεί πράγματα που δεν υπόκεινται σε σχηματοποίηση. Η αρχαία ελληνική γλυπτική δεν χωράει στο σχήμα του συλλογισμού του Ράσκιν. Ούτε η γοτθική τέχνη. Ούτε ο Μασάτσιο, που εγκαινιάζει ακριβώς τον ΙΕ’ αιώνα, δηλαδή εκείνον που για τον Ράσκιν ήταν ο αιώνας της μεγάλης ανόδου της τέχνης. Ούτε ο Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα ή ο Ουτσέλλο. Φυσικά, ούτε ο Μποττιτσέλλι. Υπάρχουν Παναγιές του Μποττιτσέλλι που μοιάζουν με την «Αφροδίτη» του. Και η Αθηνά του είναι Αφροδίτη. Και η ίδια η Αφροδίτη του δεν είναι διόλου αρχαία.
Αλλά ας πούμε και κάτι άλλο. Αρκεί, τάχα, το γεγονός ότι ο Μιχαήλ-Άγγελος έπλασε ένα τεράστιο άγαλμα του Δαβίδ, για να πούμε ότι ξέφυγε από την αρχή της πιστής προσαρμογής στο θέμα του, και ότι ο Ντονατέλλο, αντίθετα, πρέπει να θεωρηθεί ότι έμεινε πιστός στο θέμα του, επειδή ο χάλκινος «Δαβίδ» του, ολόγυμνος κι αυτός, πλάσθηκε σε πολύ μικρότερες διαστάσεις; Σφριγηλότατος είναι κι ο Δαβίδ του Ντονατέλλο. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι μοιάζει περισσότερο μ’ ένα νεαρό Ηρακλή παρά με τον μελλοντικό ταπεινότατο υμνητή του Θεού. Το ύφος και η στάση του δείχνουν μάλιστα μια πιο προκλητική υπεροψία από το ύφος και τη στάση του τεράστιου Δαβίδ του Μιχαήλ-Άγγελου. Ο πρώτος, αν και μικρόσωμος, «ν’ ένας έφηβος γεμάτος αλαζονεία, ενώ ο άλλος είν’ ένας γαλήνιος ωραιότατος θεός ένας Απόλλων. Γιατί, τάχα, δεν έπρεπε να συλλάβει ο Μιχαήλ-Άγγελος τον Δαβίδ ως Απόλλωνα; Δεν νομίζουμε πως έχουν δίκιο όσοι λένε ότι τον παρουσιάζει ως Ηρακλή. Ο τύπος αυτός δεν είναι ο Ηρακλής. Αν παρουσίαζε τον Δαβίδ ως Ηρακλή, αυτό θα ’ταν ίσως λάθος.
Ο Άντον Σπρίνγκερ (Anton Springer) λέει ότι «απ’ όλα τα αγάλματα της αρχαιότητας ή των νεότερων χρόνων, αυτό (ο «Δαβίδ» του Μιχαήλ-Άγγελου) είναι χωρίς άλλο το ωραιότερο». Η κρίση αυτή ανήκει σ’ ένα πνεύμα που, στα τέλη του ΙΘ’ αιώνα, κατάφερε ν’ αγκαλιάσει τον Άλμπρεχτ Ντύρερ και τον Μιχαήλ-Άγγελο με το ίδιο πάθος. Και μίλησε για τον «Δαβίδ», όπως μιλούσαν οι ίδιοι οι σύγχρονοι του Μιχαήλ-Άγγελου. Συμμερίσθηκε τον αυθόρμητο θαυμασμό τους ως την υπερβολή. Κι ήταν φυσικό να φθάσουν και σε κάποιαν υπερβολή όσοι πρώτη φορά αντίκρισαν ένα άγαλμα που ο πλάστης του κατάφερε να συνδυάσει την ανδρική ωραιότητα με μια πρωτόφαντη, την ώρα εκείνη, τέλεια γνώση της ανατομίας του ανδρικού κορμιού. Και ήξεραν οι κάτοικοι της Φλωρεντίας ότι το αριστούργημα αυτό βγήκε από έναν όγκο μαρμάρου της Καρράρας που είχε εγκαταλειφθεί από καιρό στον καθεδρικό ναό τους και που όχι μόνον είχε υποστεί τις συνέπειες κάποιου αποτυχημένου γλυπτικού εγχειρήματος, αλλά είχε κι ένα συνολικό σχήμα που εδέσμευε τον Μιχαήλ-Άγγελο.
Ο Μιχαήλ-Άγγελος, όμως, έλυσε τα δεσμά του μαρμάρινου όγκου που του παραδόθηκε κι έπλασε ένα έργο ελευθερίας του πνεύματος, όπως μόνον οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δείξει ως τότε ότι μπορούσαν να πλάθουν. Αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη τομή που σημείωσε με την παρουσία του και με το δημιουργικό του χέρι ο Μιχαήλ-Άγγελος. Ο «Δαβίδ» του τοποθετήθηκε, στις 18 Μάιου του 1504, στην «Piazza de’ Signiori», μπροστά στη θύρα του Παλάτσο Βέκκιο (Palazzo Vecchio), δηλαδή του μεγάρου της Σινιορίας. Έτσι, πήρε τη θέση που κατείχε ως τότε η «Ιουδίθ» του Ντονατέλλο. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι που, όπως είπαμε στο προτελευταίο κεφάλαιο, ήταν μέλος της επιτροπής που είχε ορισθεί για να γνωματεύσει, είχε εκφράσει τη γνώμη να τοποθετηθεί αλλού. Αλλά ένα άλλο μέλος της επιτροπής, ο καλλιτέχνης χρυσοχόος Σαλβέστρο (Salvestro), υποστήριξε την άποψη ότι έπρεπε να εισακουσθεί η επιθυμία του δημιουργού του αγάλματος. Κι έγινε ό,τι επιθυμούσε ο Μιχαήλ-Άγγελος. Στο 1876, ύστερ’ από συζητήσεις που κράτησαν τριάντα χρόνια, κρίθηκε αναγκαία τη συντήρηση του αριστουργήματος η μεταφορά του στην Ακαδημία των Καλών Τεχνών, σε μιαν αίθουσα που διαμορφώθηκε ειδικά για να το δεχθεί. Στη θέση του, μπροστά στο Παλάτσο Βέκκιο, τοποθετήθηκε ένα μαρμάρινο αντίγραφο. Και στην Πλατεία Μιχαήλ-Αγγέλου, στις βόρειες παρυφές του λόφου του Σαν Μινιάτο (San Miniato), τοποθετήθηκε ένα πολύ επιτυχημένο χάλκινο αντίγραφο του «Δαβίδ», που μοιάζει να προστατεύει από ψηλά την πόλη της Φλωρεντίας και την κοιλάδα του Άρνο.
Ο Τζων Ράσκιν, στον ΙΘ’ αιώνα, υποστήριζε ότι ο Μιχαήλ-Άγγελος έδωσε, με το μέγα του παράδειγμα, ένα σύνθημα που οδήγησε στην παρακμή της τέχνης. Όσο χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες τις ικανότητες τους για να περιγράφουν πιστά το θέμα τους, η τέχνη προχωρούσε. Όταν άρχισαν – και το σύνθημα το ’δωσε ο Μιχαήλ-Άγγελος-να κάνουν το αντίστροφο, δηλαδή να χρησιμοποιούν το θέμα τους για ν’ αναπτύξουν και επιδείξουν τις ικανότητές τους, τότε η τέχνη άρχισε να πέφτει. Η θεωρία του Ράσκιν είναι πολύ έξυπνη, αλλά δεν είναι σωστή. Σχηματοποιεί πράγματα που δεν υπόκεινται σε σχηματοποίηση. Η αρχαία ελληνική γλυπτική δεν χωράει στο σχήμα του συλλογισμού του Ράσκιν. Ούτε η γοτθική τέχνη. Ούτε ο Μασάτσιο, που εγκαινιάζει ακριβώς τον ΙΕ’ αιώνα, δηλαδή εκείνον που για τον Ράσκιν ήταν ο αιώνας της μεγάλης ανόδου της τέχνης. Ούτε ο Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα ή ο Ουτσέλλο. Φυσικά, ούτε ο Μποττιτσέλλι. Υπάρχουν Παναγιές του Μποττιτσέλλι που μοιάζουν με την «Αφροδίτη» του. Και η Αθηνά του είναι Αφροδίτη. Και η ίδια η Αφροδίτη του δεν είναι διόλου αρχαία.
Αλλά ας πούμε και κάτι άλλο. Αρκεί, τάχα, το γεγονός ότι ο Μιχαήλ-Άγγελος έπλασε ένα τεράστιο άγαλμα του Δαβίδ, για να πούμε ότι ξέφυγε από την αρχή της πιστής προσαρμογής στο θέμα του, και ότι ο Ντονατέλλο, αντίθετα, πρέπει να θεωρηθεί ότι έμεινε πιστός στο θέμα του, επειδή ο χάλκινος «Δαβίδ» του, ολόγυμνος κι αυτός, πλάσθηκε σε πολύ μικρότερες διαστάσεις; Σφριγηλότατος είναι κι ο Δαβίδ του Ντονατέλλο. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι μοιάζει περισσότερο μ’ ένα νεαρό Ηρακλή παρά με τον μελλοντικό ταπεινότατο υμνητή του Θεού. Το ύφος και η στάση του δείχνουν μάλιστα μια πιο προκλητική υπεροψία από το ύφος και τη στάση του τεράστιου Δαβίδ του Μιχαήλ-Άγγελου. Ο πρώτος, αν και μικρόσωμος, «ν’ ένας έφηβος γεμάτος αλαζονεία, ενώ ο άλλος είν’ ένας γαλήνιος ωραιότατος θεός ένας Απόλλων. Γιατί, τάχα, δεν έπρεπε να συλλάβει ο Μιχαήλ-Άγγελος τον Δαβίδ ως Απόλλωνα; Δεν νομίζουμε πως έχουν δίκιο όσοι λένε ότι τον παρουσιάζει ως Ηρακλή. Ο τύπος αυτός δεν είναι ο Ηρακλής. Αν παρουσίαζε τον Δαβίδ ως Ηρακλή, αυτό θα ’ταν ίσως λάθος.
Ο Άντον Σπρίνγκερ (Anton Springer) λέει ότι «απ’ όλα τα αγάλματα της αρχαιότητας ή των νεότερων χρόνων, αυτό (ο «Δαβίδ» του Μιχαήλ-Άγγελου) είναι χωρίς άλλο το ωραιότερο». Η κρίση αυτή ανήκει σ’ ένα πνεύμα που, στα τέλη του ΙΘ’ αιώνα, κατάφερε ν’ αγκαλιάσει τον Άλμπρεχτ Ντύρερ και τον Μιχαήλ-Άγγελο με το ίδιο πάθος. Και μίλησε για τον «Δαβίδ», όπως μιλούσαν οι ίδιοι οι σύγχρονοι του Μιχαήλ-Άγγελου. Συμμερίσθηκε τον αυθόρμητο θαυμασμό τους ως την υπερβολή. Κι ήταν φυσικό να φθάσουν και σε κάποιαν υπερβολή όσοι πρώτη φορά αντίκρισαν ένα άγαλμα που ο πλάστης του κατάφερε να συνδυάσει την ανδρική ωραιότητα με μια πρωτόφαντη, την ώρα εκείνη, τέλεια γνώση της ανατομίας του ανδρικού κορμιού. Και ήξεραν οι κάτοικοι της Φλωρεντίας ότι το αριστούργημα αυτό βγήκε από έναν όγκο μαρμάρου της Καρράρας που είχε εγκαταλειφθεί από καιρό στον καθεδρικό ναό τους και που όχι μόνον είχε υποστεί τις συνέπειες κάποιου αποτυχημένου γλυπτικού εγχειρήματος, αλλά είχε κι ένα συνολικό σχήμα που εδέσμευε τον Μιχαήλ-Άγγελο.
Ο Μιχαήλ-Άγγελος, όμως, έλυσε τα δεσμά του μαρμάρινου όγκου που του παραδόθηκε κι έπλασε ένα έργο ελευθερίας του πνεύματος, όπως μόνον οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δείξει ως τότε ότι μπορούσαν να πλάθουν. Αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη τομή που σημείωσε με την παρουσία του και με το δημιουργικό του χέρι ο Μιχαήλ-Άγγελος. Ο «Δαβίδ» του τοποθετήθηκε, στις 18 Μάιου του 1504, στην «Piazza de’ Signiori», μπροστά στη θύρα του Παλάτσο Βέκκιο (Palazzo Vecchio), δηλαδή του μεγάρου της Σινιορίας. Έτσι, πήρε τη θέση που κατείχε ως τότε η «Ιουδίθ» του Ντονατέλλο. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι που, όπως είπαμε στο προτελευταίο κεφάλαιο, ήταν μέλος της επιτροπής που είχε ορισθεί για να γνωματεύσει, είχε εκφράσει τη γνώμη να τοποθετηθεί αλλού. Αλλά ένα άλλο μέλος της επιτροπής, ο καλλιτέχνης χρυσοχόος Σαλβέστρο (Salvestro), υποστήριξε την άποψη ότι έπρεπε να εισακουσθεί η επιθυμία του δημιουργού του αγάλματος. Κι έγινε ό,τι επιθυμούσε ο Μιχαήλ-Άγγελος. Στο 1876, ύστερ’ από συζητήσεις που κράτησαν τριάντα χρόνια, κρίθηκε αναγκαία τη συντήρηση του αριστουργήματος η μεταφορά του στην Ακαδημία των Καλών Τεχνών, σε μιαν αίθουσα που διαμορφώθηκε ειδικά για να το δεχθεί. Στη θέση του, μπροστά στο Παλάτσο Βέκκιο, τοποθετήθηκε ένα μαρμάρινο αντίγραφο. Και στην Πλατεία Μιχαήλ-Αγγέλου, στις βόρειες παρυφές του λόφου του Σαν Μινιάτο (San Miniato), τοποθετήθηκε ένα πολύ επιτυχημένο χάλκινο αντίγραφο του «Δαβίδ», που μοιάζει να προστατεύει από ψηλά την πόλη της Φλωρεντίας και την κοιλάδα του Άρνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου