Μέσα από την Υψηλή Στρατηγική των αντιπάλων κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο
Εισαγωγή
Θεωρώ σκόπιμο και απαραίτητο πριν εισέλθουμε στην ανάλυση του θέματος να ασχοληθούμε δι΄ ολίγων με τον Θουκυδίδη και το έργο του, την μεγάλη, πολυσχιδή αυτή προσωπικότητα, τον ιστορικό που εξιστόρησε τα του Πελοποννησιακού πολέμου και που τόση αίγλη και αναγνώριση έχει από τους μεταγενέστερους ιστορικούς, αναλυτές, φιλοσόφους κ.α.
Το έργο του Θουκυδίδη είναι μνημειώδες και αυτό δεν είναι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα δικό μας, αλλά προκύπτει από τη διαχρονική, με διαρκώς εντεινόμενη συχνότητα στην εποχή μας, αναγνώριση από σημαντικούς ιστορικούς, φιλοσόφους, στρατηγικούς αναλυτές, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Θα δανεισθούμε ορισμένες απόψεις για τον Θουκυδίδη από το έργο του πρέσβεως Β. Θεοδωρόπουλου «Ιστορικός στην υπηρεσία της ζωής- ο Θουκυδίδης».
«Ο Θουκυδίδης επικεντρώνεται στο πολιτικό «είναι», για να διαπιστώσει πως ορισμένα χαρακτηριστικά πολιτικής συμπεριφοράς είναι σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση.
Το έργο του Θουκυδίδη έχει χαρακτήρα παιδευτικό, για όποιον θέλει να σκεφθεί και να διδαχθεί από το σπαρακτικό παρελθόν που εξιστορεί.
Ο Θουκυδίδης είναι ο ιστορικός που τέθηκε με το έργο του στην υπηρεσία της ζωής, υπηρεσία που εξακολουθεί να προσφέρει μέχρι σήμερα, για να συμπληρώσω ότι σήμερα η υπηρεσίες του είναι πολυτιμότερες, ή τουλάχιστον έχουν αναγνωρισθεί πολύ περισσότερο και από περισσότερους από το παρελθόν».[1]
Στην παρούσα εισήγηση θα καταβληθεί προσπάθεια να διερευνηθεί η συμβολή του Θουκυδίδη στη διαμόρφωση των συγχρόνων Διεθνών Σχέσεων, μέσα από τη συγκριτική μελέτη της στρατηγικής, που εφαρμόσθηκε από τους δύο αντιπάλους, με δεδομένα από τις σύγχρονες ισχύουσες θεωρίες των διεθνών σχέσεων.
Θεωρητικά στοιχεία επί των διεθνών σχέσεων
Υψηλή στρατηγική είναι η θεωρία ενός κράτους για το πως μπορεί να "προκαλέσει" ασφάλεια για τον εαυτό του.[2] Σε κάθε περίπτωση στην εποχή μας ο όρος «υψηλή στρατηγική» χρησιμοποιείται για να συμπεριλάβει όλα τα διαθέσιμα μέσα (στρατιωτικά, οικονομικά, διπλωματικά κ.λπ.) που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα κράτος για να επιτύχει τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς του σκοπούς, ενόψει πραγματικής ή πιθανής σύγκρουσης. Η υψηλή στρατηγική δεν αναφέρεται μόνο σε περίοδο πολέμου, αλλά και σε αυτή της ειρήνης.[3]
Ως μορφές «υψηλής στρατηγικής» αναφέρονται η «υψηλή στρατηγική εκμηδένισης» και η «υψηλή στρατηγική εξουθένωσης».
Σύμφωνα με τις επικρατούσες απόψεις ένας επιτυχημένος σχεδιασμός υψηλής στρατηγικής πρέπει να καλύπτει τις ακόλουθες διαστάσεις\παράγοντες:
Διάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος για καθορισμό – προσδιορισμό- εκτίμηση των απειλών κατά της εθνικής ασφάλειας, καθώς και οι περιορισμοί και οι ευκαιρίες που το διεθνές περιβάλλον επιβάλλει, ή προκαλεί.[4]
Καθορισμός των πολιτικών στόχων που θα επιδιώξει η υψηλή στρατηγική. Αυτό θα πρέπει να γίνει με βάση την προαναφερθείσα εκτίμηση των απειλών, εξεύρεση των ευκαιριών και με γνώμονα και βάση πάντα τα διαθέσιμα μέσα.
Καθορισμός του αποτελεσματικότερου συνδυασμού μέσων για την προώθηση των ιεραρχημένων πολιτικών στόχων. Δηλαδή προσαρμογή στόχων-σκοπών προς τα μέσα και το αντίστροφο. Κάτι ανάλογο γίνεται σε αυτό που εμείς οι στρατιωτικού αποκαλούμε επιλογή του προσφορότερου τρόπου ενέργειας, κατά τη διαδικασία εκτιμήσεως καταστάσεως.
Προσεκτική διαμόρφωση «της εικόνας» που προβάλλεται \ παρουσιάζεται η υψηλή στρατηγική στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Σκοπός αυτής της διαμορφώσεως της «εικόνας» είναι η κοινωνία και η κρατική υποδομή να υποστηρίζουν απόλυτα την υψηλή αυτή στρατηγική, ενώ συγχρόνως η υψηλή στρατηγική να απολαμβάνει νομιμοποίησης στο εξωτερικό. Πρόκειται για τη λεγόμενη εσωτερική και εξωτερική νομιμοποίηση.
Υψηλή Στρατηγική των Αντιπάλων κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος συχνά αντιμετωπίζεται ως μία διαμάχη μεταξύ μιας χερσαίας και μιας ναυτικής δύναμης. Αυτό όμως, δεν αντικατοπτρίζει πλήρως την πραγματική κατάσταση, καθώς οι Σπαρτιάτες γρήγορα αντιλήφθηκαν την ανάγκη να αντιπαρατεθούν με ίσους όρους στην ναυτική ισχύ της Αθήνας, κάτι που τελικά κατάφεραν. Έτσι, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, θεωρείται με μεγαλύτερη ακρίβεια, μία διαμάχη μεταξύ αντιτιθέμενων σχεδιασμών στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής[5]. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί και στον προσφορότερο τρόπο για να αναλύσουμε την υψηλή στρατηγική στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Έτσι θα αναλύσουμε, χωριστά, την υψηλή στρατηγική που κάθε αντίπαλος, αναλυτικότερα η Αθήνα, εφήρμοσε στον πόλεμο και εν συνεχεία ή και παράλληλα θα επιδιώξουμε την κρίση- σύγκριση των στρατηγικών που εφαρμόσθηκαν, συγκριτικά, πάντα, με τιε ισχύουσες θεωρίες και απόψεις επί των συγχρόνων διεθνών σχέσεων.
Η μέθοδος που θα χρησιμοποιηθεί είναι η ανάλυση της υψηλής στρατηγικής με βάση τα στοιχεία\παράγοντες που προαναφέρθηκαν. [6]
Υψηλή Στρατηγική Αθήνας
Το τότε διεθνές περιβάλλον μπορεί να χαρακτηρισθεί, με σύγχρονους όρους ως διπολικό, με επικεφαλής των δύο πόλων την Αθήνα και τη Σπάρτη με μέτρο αναφοράς την ηπειρωτική Ελλάδα , το Αιγαίο και την Ιωνία..[7] Βεβαίως υπήρχαν και δρώντες εκτός του διπολικού αυτού συστήματος, όπως η Θήβα, η Μεγάλη Ελλάδα (Σικελία και κάτω Ιταλία), η Κέρκυρα, οι βασιλιάδες της Μακεδονίας Περδίκας και της Θράκης Σιτάλκης, αλλά και ο μεγάλος βασιλιάς της Περσίας. Τελικά όλοι αυτοί, αναγκαστικά ή ηθελημένα, εντάχθηκαν ή συμμάχησαν σε ένα από τους δύο πόλους.
Σύμφωνα με το Θουκυδίδη η κατανομή ισχύος, υπό τη δυναμική της μορφή, έφερνε την ισχύ της Αθήνας να αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από αυτή της Σπάρτης, η οποία μέχρι τότε κατείχε την ηγεμονία στην Ελλάδα. Αυτό οφειλόταν στη δυναμική νέα Αθηναϊκή αυτοκρατορία, που προέκυψε από την αρχική αθηναϊκή συμμαχία και την αλματώδη οικονομική ανάπτυξη που αυτή έφερε στην Αθήνα, ενώ αντίθετα η ισχύς της Σπάρτης έμενε μάλλον στάσιμη, στη γνωστή κλειστή αγροτική οικονομία.[8] Μιλάμε για το νόμο της «άνισης μεγέθυνσης», που ισχύει στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις. Η αλυσίδα αυτή της σταδιακής ενίσχυσης της αθηναϊκής αυτοκρατορίας υπήρξε συνέπεια των ορθών στρατηγικών που εφήρμοσε. Θυμίζω ότι με το πέρας των Περσικών πολέμων η Αθήνα άδραξε την ευκαιρία, εκδίωξε τους Πέρσες από τις Μικρασιατικές ακτές και τα νησιά του Αιγαίου.[9]Η ενέργειά της αυτή είχε ως συνέπεια να αναγνωρισθεί η ηγετική θέση της, από πολλές ελληνικές πόλεις. Δημιουργήθηκε έτσι η αθηναϊκή συμμαχία. Παράλληλα έρχεται η επιτυχής στρατηγική του Θεμιστοκλή για την παραπέρα ενίσχυση του ήδη ισχυρού στόλου, και της η άμυνας της Αττικής με κατασκευή-ενίσχυση τείχους –οχυρώσεων.[10] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες ασφαλείας για την ανάπτυξη εμπορίου και εύρωστης οικονομίας και πλούτου. Η αλυσίδα αυτή είναι: ασφάλεια - επέκταση - εμπόριο - πλούτος - συντήρηση - επέκταση ισχύος- διατήρηση και συνεχής αύξηση υπεροχής.[11]
Για την ισχύ της Αθήνας μιλά ο ίδιος ο Περικλής, δια του Θουκυδίδη. Να τι λέει στους συμπατριώτες του: «τους είπε (ο Περικλής), αναφέρει ο Θουκυδίδης, ότι έπρεπε να είναι βέβαιοι για τη νίκη, αφού η πολιτεία, εκτός από τις προσόδους, είχε ετήσιο εισόδημα εξακόσια τάλαντα», ενώ σε άλλο σημείο εξηγεί «ότι υπεύθυνοι για τη συνεχώς αυξανόμενη ισχύ της Αθήνας ήταν οι ίδιοι οι σύμμαχοί της, οι οποίοι επειδή ήταν απρόθυμοι να εκστρατεύουν, προτιμούσαν οι περισσότεροι, αντί να δίνουν πολεμικά πλοία, να πληρώνουν σε χρήμα τις αντίστοιχες δαπάνες. Έτσι ο αθηναϊκός στόλος γινόταν συνεχώς ισχυρότερος, ενώ οι σύμμαχοι όταν επαναστατούσαν, ήταν απροετοίμαστοι, διότι δεν είχαν ούτε στόλο, ούτε ετοιμοπόλεμα πληρώματα».(Α99). Η εξέλιξη αυτή είχε ήδη γίνει αντιληπτή από τους Σπαρτιάτες και κυρίως από τον βασιλιά τους Αρχίδαμο, ο οποίος δήλωσε στην Απέλλα, ότι «ο πόλεμος γίνεται λιγότερο με όπλα και περισσότερο με χρήματα, τα οποία πρέπει να ξοδεύει κανείς για να είναι πιο αποτελεσματική τελική προσπάθεια.»(Α 83). Ο Θουκυδίδης φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται πλήρως τη σχέση μεταξύ πλούτου και ισχύος. Με αυτή την έννοια θα πρέπει να θεωρηθεί ως ο πρωτοπόρος της μακράς παράδοσης η οποία, στα πλαίσια του πολιτικού ρεαλισμού έδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα στη οικονομικά θεμέλια της κρατικής ισχύος
Συμπερασματικά η υπεροχή της Αθήνας με την έναρξη του πολέμου ήταν αναμφισβήτητη και στηριζόταν στο ναυτικό, την οικονομική ισχύ και την αυτοκρατορία της.[12]
O κύριος πολιτικός σκοπός του πολέμου για την Αθήνα ήταν φαινομενικά απλός. Η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, αυτού που λέμε status quo. Όσο όμως και απλός και εάν φαίνεται ο σκοπός αυτός, είναι στην απλότητά του μεγαλειώδης. Ο Περικλής γνώριζε ότι η ύπαρξη της αυτοκρατορίας εξασφάλιζε στην Αθήνα ευημερία και ισχύ. Στο διεθνές επίπεδο οι τριακονταετείς σπονδές (ειρήνη) του 445 π. Χ. είχαν εξασφαλίσει την ισοτιμία μεταξύ Αθήνας και της μέχρι τότε κυρίαρχης δύναμης του ελληνισμού, Σπάρτης. Αυτό προς το παρόν ικανοποιούσε τον Περικλή, διότι γνώριζε ότι ο χρόνος κάποια στιγμή θα εξασφάλιζε στην Αθήνα την πρωτοκαθεδρία, την πλήρη επικράτηση, διότι ο νόμος της «άνισης μεγέθυνσης», που ισχύει και στις σύγχρονες διεθνείς σχέσειςθα λειτουργούσε προς όφελός του.[13]
Mε βάση τον προαναφερθέντα σκοπό, χαράχτηκε η Υψηλή Στρατηγική της Αθήνας. Η Αθήνα, που ήταν ευχαριστημένη με το ισχύον status quo, χάραξε μια στρατηγική με αμυντικό προσανατολισμό, που απέβλεπε να αποθαρρύνει τον αντίπαλο να προσπαθήσει να αλλάξει το status quo. Πως όμως θα πετύχαινε κάτι τέτοιο; Με το να πείσει τον αντίπαλο ότι ήταν ισχυρότερη, ανίκητη, ικανή να διεξάγει πόλεμο επί μεγάλο χρονικό διάστημα, διότι είχε τις οικονομικές εκείνες δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Αντίθετα ο αντίπαλος δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε ένα τέτοιο πόλεμο. Κοντολογίς η Αθήνα, θα λέγαμε, με βάση τα ισχύοντα σήμερα, ότι ανέπτυξε μια στρατηγική εξουθένωσης, στην οποία κυρίαρχο ρόλο έπαιξε η οικονομική ισχύς. Στην ουσία δηλαδή η Αθήνα δεν ήταν απαραίτητο να νικήσει τη Σπάρτη. Εάν οι Σπαρτιάτες σταματούσαν να επιδιώκουν τη διάλυση της αθηναϊκής αυτοκρατορίας, οι Αθηναίοι θα είχαν επιβάλλει τον πολιτικό σκοπό του πολέμου, και μελλοντικά θα καθίστατο ανίκητοι, καθότι σημαντικά ισχυρότεροι. Ο Περικλής επιβεβαιώνει \ εφαρμόζει αυτό που ο περίπου σύγχρονός του σπουδαίος κινέζος Sun Tzu αποκαλεί «ανώτερη μορφή στρατηγικής». «Έτσι η ανώτερη μορφή στρατηγικής είναι το να ματαιώνεις τα σχέδια του εχθρού, γι’ αυτό και ο επιδέξιος ηγέτης υποτάσσει τα τμήματα του εχθρού χωρίς να δώσει καμία μάχη».[14] Δηλαδή αντί να νικήσει τους Σπαρτιάτες του ήταν αρκετό να ματαιώσει το Σπαρτιατικό σχέδιο νίκης. Με άλλα λόγια θεμελειώνεται μια σύγχρονη θεωρία περί στρατηγικής, η Στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης, κύριος εκφραστής της οποίας είναι ο Άγγλος στρατηγικός αναλυτής και συγγραφέας Liddell Hart, και ο οποίος στο ομώνυμο έργο του «Η Στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης» επαναλαμβάνει τα λόγια του Περικλή: «η κορυφαία ικανότητα είναι να συντρίβεις την αντίσταση του εχθρού χωρίς μάχη».[15]
Συνοψίζοντας, η Αθήνα ήταν ικανοποιημένη με το status quo, ενώ η Σπάρτη αντίθετα ήταν, όπως θα δούμε αποφασισμένη να το ανατρέψει.
Ας εξετάσουμε τώρα που στηριζόταν αυτή η στρατηγική της Αθήνας, δηλαδή ποίες ήταν οι βάσεις της.
Ο Περικλής πίστευε ότι η ισοτιμία μεταξύ των δύο πόλων σήμαινε ότι κάθε μονομερής παραχώρηση εκ μέρους της Αθήνας προς τη Σπάρτη, όσο μικρή και εάν ήταν, θα υπονόμευε αυτή την ισοτιμία. Με βάση αυτή τη φιλοσοφία απέρριψε την απαίτηση των Σπαρτιατών για ανάκληση του Μεγαρικού ψηφίσματος. Θέμα, το οποίο φαινομενικά ήταν ήσσονος σημασίας, αλλά κατά τον Περικλή εάν η Αθήνα υποχωρούσε σε αυτό το μικρό θέμα, ήταν σίγουρο ότι η Σπάρτη θα επανερχόταν με νέες απαιτήσεις. Να τι λέει ο Περικλής προς τους Αθηναίους στην εκκλησία του Δήμου: «Εξακολουθώ, Αθηναίοι, να έχω πάντα την ίδια γνώμη, ότι δεν πρέπει να υποχωρήσουμε στις απαιτήσεις των Λακεδαιμονίων, Οι εχθρικές διαθέσεις των Λακεδαιμονίων απέναντί μας ήταν και άλλοτε φανερές, αλλά τώρα έγιναν φανερότερες παρά ποτέ, για να λύσουν τις διαφορές μας προτιμούν τον πόλεμο από τις διαπραγματεύσεις κ’ έρχονται τώρα εδώ, να μας ΔΙΑΤΑΞΟΥΝ και όχι να παραπονεθούν. Μας ζητούν να λύσουμε την πολιορκία της Ποτίδαιας και να καταργήσουμε το Μεγαρικό ψήφισμα. Και τελευταία ήρθαν να μας ζητήσουν ΝΑ αποδώσουμε στους Έλληνες την ανεξαρτησία τους. Κανένας από σας μη νομίσει ότι θα πολεμήσουμε για ασήμαντο αφορμή αν δεν ανακαλέσουμε το Μεγαρικό ψήφισμα για το οποίο οι Λακεδαιμόνιοι λένε, τάχα, ότι αν καταργηθεί, δεν θα γίνει πόλεμος. Το ασήμαντο αυτό είναι δοκιμασία του φρονήματός σας και της αποφασιστικότητάς σας γενικά. Αν υποχωρήσετε θα προβάλλουν, αμέσως άλλη μεγαλύτερη απαίτηση, γιατί θα νομίσουν ότι και τώρα ενδώσατε από φόβο. Αλλά αν δείξετε σταθερότητα, θα τους δείξετε αποφασιστικότητα, θα τους δώσετε να καταλάβουν ότι πρέπει να μας φέρονται σαν ίσοι προς ίσους. Όταν άνθρωποι προς τους οποίους είμαστε ίσοι έρχονται, χωρίς καμιά διαιτησία, και προβάλλουν απαιτήσεις, είτε αυτές είναι μικρές, είτε είναι μεγάλες, τούτο σημαίνει ότι μας ζητούν υποταγή»(Α 140-141). Ανατρέχοντες στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για θέσπιση από τον Θουκυδίδη αυτού που σήμερα ονομάζουμε απόρριψη του κατευνασμού.
Η άλλη βάση της στρατηγικής των Αθηναίων ήταν η αποφυγή επεκτάσεως των κτήσεών τους. Ο Περικλής τους συμβούλευε ότι πόλεμος με τρίτο μέρος, κατά την περίοδο και της κρίσεως ακόμα, έπρεπε να αποφευχθεί. Αυτό δείχνει ότι ο Περικλής είχε απόλυτα αντιληφθεί, αυτό που σήμερα όλοι γνωρίζουν, ότι οι μεγάλες δυνάμεις πέφτουν εξαιτίας της υπερεξαπλώσεώς (overexpansion) τους. Όταν αναλαμβάνονται ενέργειες πέρα από τις δυνατότητες και τα διατιθέμενα μέσα. Δηλαδή όταν υπάρχει αναντιστοιχία μέσων και σκοπών.
Αφού αναλύσαμε τις βάσεις, ας δούμε τώρα τα μέσα της στρατηγικής των Αθηνών. Η Υψηλή στρατηγική του Περικλή έκανε χρήση μιας σειράς μέσων. Συγκεκριμένα χρησιμοποίησε τα κλασσικά στρατιωτικά, αλλά και οικονομικά, διπλωματικά, τεχνολογικά και ψυχολογικά, τα οποία με σύγχρονους όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποσκοπούσαν στην:
Εξισορρόπηση της ισχύος του αντιπάλου.
Εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων των Αθηνών και μείωση των αντιστοίχων του αντιπάλου.
Αποτροπή του αντιπάλου.
Υπονόμευση της διεθνούς βάσης ισχύος του αντιπάλου.
Διαμόρφωση του εσωτερικού περιβάλλοντος του αντιπάλου προς όφελος της Αθήνας.[16]
Ας αναλύσουμε τα τρία πρώτα από τα προαναφερθέντα μέσα:
Εξισορρόπηση Ισχύος
Αυτό αποτελούσε πρώτιστο μέλημα της Υψηλής Στρατηγικής του Περικλή. Επετυγχάνετο με χρήση της ισχύος τρίτων, με τη δημιουργία συμμαχιών, πέρα από την αθηναϊκή συμμαχία. Τέτοιοι σύμμαχοι για την Αθήνα ήταν οι ελεύθεροι σύμμαχοι, δηλαδή εκείνοι που δεν ήταν ενταγμένοι στις δύο αντίπαλες συμμαχίες, όπως η Κέρκυρα, οι Μακεδόνες, Θράκες, Συρρακούσσες κ.α, αλλά προσεταιρίσθηκαν από καιρό ή λίγο πριν από τον πόλεμο, όπως η Κέρκυρα. Από τις συμμάχους αυτές η Αθήνα προσποριζόταν πλοία σε περίπτωση πολέμου[17] (εξωτερική εξισορρόπηση). Ανάλογες ενέργειες προσεταιρισμού συμμάχων ή φίλων παρατηρούμε στις σύγχρονες συμμαχίες ή συνασπισμούς, όπως κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, στη συγκρότηση των κατά περίπτωση συμμαχιών στους πολέμους του Κόλπου, Αφγανιστάν κλπ. Επίσης και με κινητοποίηση των εσωτερικών δυνατοτήτων, υλικών και ηθικών (εσωτερική εξισορρόπηση). Σκοπός όλων αυτών η επίτευξη των σκοπών της πολιτικής κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ανατρέχοντες στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για θέσπιση από τον Θουκυδίδη αυτών που σήμερα ονομάζουμε αποφυγή της υπερεξάπλωσης, και που μαζί με την αρχή της άνισης μεγέθυνσης αποτελούσαν βάσεις της στρατηγικής των Αθηναίων.
Εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων των Αθηνών και μείωση των αντιστοίχων του αντιπάλου.
Ποία ήταν τα πλεονεκτήματα τα οποία έπρεπε να εκμεταλλευθεί η υψηλή στρατηγική της Αθήνας;
Σημαντικό πλεονέκτημα ήταν τα τείχη της Αθήνας και του Πειραιά. Το άλλο πλεονέκτημα της Αθήνας ήταν το ισχυρό όπλο της ο στόλος.
Αποτροπή του αντιπάλου μέσω άρνησης της επιτυχίας του και επιδέξιας χρήσης αντιποίνων
Η «αποτροπή»,πάντοτε και σήμερα αποτελεί σημαντικό εργαλείο υψηλής στρατηγικής κάθε έθνους και έχει δύο σκέλη\διαστάσεις. Η μια είναι αυτό που με σημερινούς όρους αποκαλούμε «αποτροπή μέσω άρνησης» (deterrence by denial) και η άλλη η «αποτροπή μέσω αντιποίνων». (deterrence by reprisals). Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι και οι δύο μορφές αυτές της αποτροπής θεμελιώνονται στο έργο του Θουκυδίδη. Ειδικότερα:
Αποτροπή μέσω άρνησης
Κύριο εργαλείο για την υλοποίηση αυτής της αποτροπής ήταν τα τείχη και η ευκολία ανεφοδιασμού της Αθήνας από τη θάλασσα, που απέκλειε κάθε σκέψη για πολιορκία της Αθήνας, ως αναποτελεσματική. Επίσης κάθε προσπάθεια των Σπαρτιατών να εφελκύσουν τους Αθηναίους έξω από τα τείχη εφαρμόζοντας αυτό που αργότερα ονομάσθηκε «Φαβιανή τακτική»,[18] ή τακτική της καμένης γης, ήταν πολύ δύσκολη, όσες ζημιές και εάν η τακτική της δηώσεως και των καταστροφών στην Αττική και εάν προκαλούσε.[19] Εκείνο που έπρεπε οι Αθηναίοι να κάνουν ήταν να μην παρασυρθούν και εξέλθουν και δώσουν μάχη εκ παρατάξεως στην ξηρά, όσο κόστος και εάν είχε αυτό για τους κατοίκους των περιοχών της καταστροφής. Ας αφήσουμε και το κείμενο του Θουκυδίδη να περιγράψει τις βάσεις της σύγχρονης θεωρίας της αποτροπής αρχικά μέσω άρνησης: «Ας εγκαταλείψουμε τα εξοχικά μας και τα κτήματά μας και ας στρέψουμε όλη μας την προσπάθεια στην υπεράσπιση της πολιτείας μας και της θαλασσοκρατορίας μας. Δεν πρέπει η αγανάκτηση που θα νοιώσουμε από τις καταστροφές που θα πάθουμε να μας παρασύρει και να αντιπαραταχθούμε σε μάχη εναντίον των Πελοποννησίων που είναι πολύ περισσότεροι. Αν τους νικήσουμε θα πρέπει πάλι ν’ αντιμετωπίσουμε άλλους τόσους αλλού, και αν νικηθούμε θα χάσουμε εκείνο που αποτελεί τη βάση της δύναμής μας, δηλαδή τους συμμάχους μας που δεν θα μείνουν αδρανείς αν δεν είμαστε σε θέση να εκστρατεύσουμε εναντίον τους. Δεν πρέπει να θρηνούμε τα σπίτια μας και τα κτήματά μας, αλλά τους ανθρώπους μας. Δεν είναι τα άψυχα που κάνουν τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι τα άψυχα».(Α 143)
Αποτροπή μέσω Αντιποίνων
Πάλι θα επικαλεστούμε το κείμενο του Θουκυδίδη. Να τι αναφέρει έπ’ αυτού, μέσω αντιποίνων: «αν έλθουν να εισβάλλουν στο έδαφός μας, θα πάμε εμείς, με καράβια μας, στα δικά τους εδάφη. Και η λεηλασία ενός μέρους της Πελοποννήσου θα έχει πολύ σοβαρότερες συνέπειες από τη λεηλασία ολόκληρης της Αττικής».(Α 143). [20]
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τα αντίποινα αυτά ήταν κλιμακούμενα από ελαφρά σε διαρκώς σκληρότερα. Αυτή η κλιμάκωση είχε διπλό σκοπό. Αφ’ ενός έδινε στους Σπαρτιάτες τη δυνατότητα διαφυγής από την κρίση, στα αρχικά στάδια, που θεμελιώνει σημαντικό στοιχείο της σύγχρονης θεωρίας περί χειρισμού κρίσεων, αφ’ ετέρου δε τους απεδείκνυε ότι το ισοζύγιο κόστος ωφέλεια από τη συνέχιση του πολέμου, θα ήταν εις βάρος τους. Κάτι που το αντιλήφθηκαν, έστω αργά μετά τη Σφακτηρία και ζήτησαν ειρήνη.
Συνεχίζουμε τώρα με τους παράγοντες της Υψηλής Στρατηγικής της Αθήνας και θα αναλύσουμε την Προσεκτική διαμόρφωση «της εικόνας» που προβάλλεται \ παρουσιάζεται η υψηλή στρατηγική στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Πρόκειται για την εσωτερική και εξωτερική νομιμοποίηση, σύμφωνα με τη σύγχρονη ορολογία. Όταν λέμε εσωτερική νομιμοποίηση εννοούμε το πώς οι πολίτες της χώρας εκλαμβάνουν\αντιδρούν στην εφαρμοζόμενη στρατηγική, κάθε φορά. Όπως έχουμε τονίσει η στρατηγική του Περικλή ήταν ελάχιστα δημοφιλής στο εσωτερικό της Αθήνας. Το ότι ο Περικλής έπεισε τους συμπολίτες του, έστω και δύσκολα λαμβανομένου υπόψη και του ευμετάβλητου συστήματος λήψεως αποφάσεων, αποδεικνύει το μέγεθος του πολιτικού άνδρα και των πολιτικών και άλλων δυνατοτήτων του. Επικαλούμεθα για μια ακόμη φορά το Θουκυδίδη, για να επιβεβαιώσουμε τον ισχυρισμό μας: «τους φάνηκε τρομερό-όπως ήταν φυσικό- να βλέπουν τη γη τους να καταστρέφεται μπροστά στα μάτια τους, πράγμα που οι νεότεροι δεν είχαν δει ποτέ και οι πιο ηλικιωμένοι από τα Μηδικά. Όλοι και προ πάντων η νεολαία, δεν μπορούσαν να το ανεχθούν και ήθελαν να βγουν να δώσουν μάχη».(Β 21). Από όλα αυτά καθίσταται σαφές ότι η εσωτερική νομιμοποίηση αποτελεί όρο «εκ των ων ουκ άνευ», για την επιτυχία μιας στρατηγικής. Σε αυτό άλλωστε στόχευε και ο εκφωνηθείς Επιτάφιος του Περικλέους, έπ’ ευκαιρία της συμπληρώσεως ενός έτους από την έναρξή του και για να τιμήσουν, οι Αθηναίοι, τους νεκρούς τους. σαφώς εντασσόταν στα πλαίσια αυξήσεως της εσωτερικής νομιμοποίησης με χρήση ψυχολογικών επιχειρήσεων στο εσωτερικό. Η ενέργειά του αυτή αποτελεί κορυφαία εκδήλωση Ψυχολογικών επιχειρήσεων Στρατηγικού επιπέδου.
Η εξωτερική νομιμοποίηση για την Αθήνα δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή. Ο λόγος ήταν ότι αυτό που αρχικά ξεκίνησε ως συμμαχία μεταξύ ίσων, κατάληξε σε αθηναϊκή ηγεμονία \ αυτοκρατορία. Αυτό είχε ως συνέπεια να έχει εξαφανισθεί κάθε ηθική έννοια νομιμοποίησης, και η διατήρηση της συνοχής της συμμαχίας εξασφαλιζόταν «εν πολλοίς» από τη δύναμη καταναγκασμού, κυρίως του αθηναϊκού στόλου. Ιδού τι λέει ο Θουκυδίδης: «Το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης συμπαθούσε τους Λακεδαιμονίους οι οποίοι, άλλωστε, είχαν διακηρύξει ότι θα απελευθερώσουν την Ελλάδα, και κάθε πολιτεία και ιδιώτης ήταν πρόθυμος να τους βοηθήσει όσο μπορούσε, με λόγια ή έργα»(Β 8).
Θα κλείσουμε την ανάλυσή μας σχετικά με την Υψηλή στρατηγική των Αθηναίων ότι μέσα από τον περίφημο διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων θεμελιώνεται από τον Θουκυδίδη η σύγχρονη θεωρία του πολιτικού ρεαλισμού με προεξάρχουσα τη διαπίστωσή του ότι το Δίκαιο του ισχυρότερου είναι η «Αρχή» που συνήθως εφαρμόζεται στις διεθνείς σχέσεις. Από την μελέτη των σχετικών χωρίων του Θουκυδίδη προκύπτει ότι επικρατεί ο φυσικός νόμος της επιβολής του δικαίου του ισχυρού στον αδύνατο. Άλλωστε αυτό ισχυρίζεται και ο Θρασύμαχος στην Πολιτεία του Πλάτωνα: «Δικαιοσύνη δεν είναι τίποτε άλλο από το συμφέρον του ισχυρότερου». Ο νόμος αυτός επιβάλλεται όταν και οσάκις απαιτείται με πόλεμο, όπως διαπιστώνουμε στο παρακάτω απόσπασμα από τον προαναφερθέντα διάλογο: «Σεις θα το αποφύγετε αυτό αν φανείτε λογικοί και αν δεν θεωρήσετε ντροπή να υποκύψετε στην ισχυρότερη ελληνική πολιτεία πού σας προτείνει μετριοπαθείς όρους, δηλαδή να γίνετε σύμμαχοι της υποτελείς, διατηρώντας το έδαφος σας. Σας προσφέρεται ή εκλογή μεταξύ του πολέμου και της σωτηρίας. Μην διαλέξετε, από πείσμα, το χειρότερο. Ακολουθούν την πιο σωστή πολιτική όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυρότερων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι», όταν δε οι Μήλιοι αντέτειναν ως επιχείρημα το δίκαιο και την ηθική έλαβαν ως απάντηση, ένα μνημείο πολιτικού αμοραλισμού, που όμως, είτε μας αρέσει είτε όχι, κυριαρχεί στις διεθνείς σχέσεις στη διαδρομή της ιστορίας: «αφού εξίσου γνωρίζουμε και οι δυο, ότι το επιχείρημα του δικαίου αξία έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμη προς επιβολή του, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμης του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του».[21]
Υψηλή Στρατηγική Σπάρτης
Λίαν περιληπτικά η Σπάρτη για την αντιμετώπιση της Αθήνας χάραξε μια στρατηγική εκμηδένισης, με στόχο την καταστροφή της ισχύος της Αθήνας και τη διάλυση της αθηναϊκής αυτοκρατορίας. Η απειλή αποφασιστικής χερσαίας μάχης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σπαρτιατική υψηλή στρατηγική, ενώ παράλληλα καταβλήθηκε συνεχής προσπάθεια για να γίνει ο πόλεμος πιο δαπανηρός για την Αθήνα. Δόθηκε μεγάλη έμφαση στη διεθνή νομιμοποίηση, με τη Σπάρτη να εμφανίζεται ως ο απελευθερωτής των Ελλήνων από την αθηναϊκή καταπίεση, ενώ την ίδια στιγμή έγινε προσπάθεια να υπονομευθεί η εσωτερική νομιμοποίηση της υψηλής στρατηγικής του αντιπάλου. Τέλος αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η διπλωματία, η οποία επέτρεψε στους Σπαρτιάτες να συμμαχήσουν με τους Πέρσες, εξισορροπώντας έτσι τη ναυτική και οικονομική ισχύ της Αθήνας. Αν και η στρατιωτική διάσταση έπαιξε σαφώς τον κυριότερο ρόλο στην Σπαρτιατική υψηλή στρατηγική, καμία από τις άλλες διαστάσεις δεν αγνοήθηκε. Εκείνο που εμείς θα προσθέσουμε είναι ότι οι Σπαρτιάτες εφήρμοσαν πλήρως την αρχή του πολέμου «εμμονή στο σκοπό», με τη συνεχή υποστήριξη της στρατηγικής που χάραξαν εξ’ αρχής, σε αντίθεση με τους Αθηναίους οι οποίοι , χωρίς λόγο στη διαδρομή του πολέμου τροποποίησαν , και το σκοπό του πολέμου και την υψηλή στρατηγική τους.
Συμπεράσματα
Όπως προελέχθη προσπαθήσαμε, αναλύοντας τη στρατηγική των αντιπάλων του Πελοποννησιακού Πολέμου, να δείξουμε τη συμβολή του Θουκυδίδη στη διαμόρφωση των συγχρόνων διεθνών σχέσεων. Εκτιμούμε ότι έγινε πλήρως αντιληπτή η μεγίστη συμβολή που τα κείμενα του Θουκυδίδη έχουν στη διαμόρφωση των συγχρόνων θεωριών των διεθνών σχέσεων στην Πολιτική Επιστήμη και στη Στρατηγική σκέψη και ανάλυση. Συνοψίζοντας εν είδει συμπερασμάτων θα μπορούσαμε άφοβα να ισχυρισθούμε ότι:
(1) Ο Θουκυδίδης θεωρείται ως ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού, της κυρίαρχης, στην εποχή μας, σχολής επιστημονικής σκέψης και αναλύσεως. Είναι εξαιρετικά συνηθισμένο οι σύγχρονοι θεωρητικοί να αρχίζουν τα βιβλία τους με αναφορές στο Θουκυδίδη, ενώ το έργο του καταλαμβάνει το μείζον των υποσημειώσεων και αναφορών..[22]
(2) Ο Θουκυδίδης αναλύει πλήρως το ρόλο της αποτροπής στις σχέσεις μεταξύ των κρατών και των συμμαχιών και συνασπισμών.
(3) Είναι σύνηθες μεγάλος αριθμός σπουδαίων πολιτικών, στο παρελθόν, αλλά και στο παρόν, όπως οι Υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ George Marshall και Henry Kissinger να νοιώθουν την ανάγκη να ανατρέξουν στο Θουκυδίδη, για να αρρυσθούν ιδέες για την πολιτική τους, αλλά και επιχειρήματα για να την δικαιολογήσουν.
(4) Η ανάλυση του Θουκυδίδη μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για να εξηγήσουμε το παρελθόν, με βάση τα ιστορικά γεγονότα, να κατανοήσουμε το παρόν, αποκωδικοποιώντας το παρελθόν και τα διδάγματά του, αλλά και να διαβλέψουμε πιθανές εξελίξεις για το μέλλον, με βάση τα διδάγματα του παρελθόντος και τα συμπεράσματα από την αναγωγή στο παρόν.
Κλείνοντας παραθέτουμε το τι σημειώνει ο ναύαρχος των ΗΠΑ Stanfield Turner, όταν μετά τις εμπειρίες του αδιεξόδου στο Βιετνάμ, αποφάσισε να συμπεριληφθεί η διδασκαλία της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου (ΠΠ) στην Ναυτική Σχολή Πολέμου των ΗΠΑ, το 1972: «για πολλούς από τους σπουδαστές ήταν ένα άγνωστο βιβλίο για έναν φαινομενικά άσχετο πόλεμο από συγγραφέα, του οποίου το όνομα ήταν αδύνατο να το προφέρει κανείς. Όμως για μένα ήταν η ουσία της προσέγγισής του, το καλύτερο παράδειγμα για το πώς θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τη μελέτη ιστορικών περιστατικών για να διδάξει σύγχρονα στρατηγικά προβλήματα»[23].
-----------------------
[1] Βύρων Θεοδωρόπουλος. « Ιστορικός στην υπηρεσία της ζωής- ο Θουκυδίδης». Άρθρο στην περιοδική έκδοση του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων(ΙΑΑ), «Γεωστρατηγική», τεύχος 5\2004, σελ. 9
[2] Αθαν. Πλατιάς «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στο Θουκυδίδη», Αθήνα, 1998, βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, σελ. 82
[3]Αθαν. Πλατιάς «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στο Θουκυδίδη», Αθήνα, 1998, βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, σελ 81, 84. και Liddell Hart, «Η Στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης», Θεσσαλονίκη, Βάνιας 1995σελ.501.
[4]Με άλλα λόγια η προσαρμογή της υψηλής στρατηγικής προς το διεθνές περιβάλλον.
[5]Αθ. Πλατιάς – Κων. Κολλιόπουλος «Θουκυδίδης και υψηλή στρατηγική ΙΙ: Η Στρατηγική της Σπάρτης στον Πελοποννησιακό Πόλεμο» σελ.143.
[6]Αθαν. Πλατιάς «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στο Θουκυδίδη», Αθήνα, 1998, βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, σελ 86 επόμ.
[7]Για μια πολύ καλή περιγραφή και ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος βλέπε και Βύρων Θεοδωρόπουλος: « Θουκυδίδης επίκαιρος». Αθήνα Σιδέρης 1988, σελ.32 επόμ.
[8]Για την αξία της οικονομίας ως παράγοντα της υψηλής στρατηγικής βλέπε Βύρων Θεοδωρόπουλος: « Θουκυδίδης επίκαιρος». Αθήνα Σιδέρης 1988, σελ.56-59 και Αθαν. Πλατιάς «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στο Θουκυδίδη», Αθήνα, 1998, βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, 48-49 και 132.
[9] Βύρων Θεοδωρόπουλος: « Θουκυδίδης επίκαιρος». Αθήνα Σιδέρης 1988, σελ.33
[10] Για την αξία του αθηναϊκού στόλου ως παράγοντα ασφάλειας και στοιχείου αποτροπής έναντι κάθε ενέργειας των Περσών κυρίως στο Αιγαίο, βλέπε: sir Basil Lidell Hart, «Η Στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης», Θεσσαλονίκη, Βάνιας 1995σελ.42.
[11]. Βλέπε Πλατιάς, ως άνω, σελ. 90.
[12]Οι αναφορές του Θουκυδίδη στο βιβλίο Α 80-81, και 141-144, επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω. Στα χωρία αυτά τόσο ο Περικλής όσο και ο Αρχίδαμος προσπαθούν, ο καθένα ς για τους δικούς του λόγους να πείσουν τους συμπατριώτες τους για την υπεροχή των Αθηναίων.
[13]Μια εκτενής και επιτυχής ανάλυση του νόμου αυτού βλέπε Robert Gilpin, “War and Change in World Politics” idem, “The Theory of Hegemonic War”. Cambridge University Press, 1981, sel. 93
[14]Sun Tzu. «Η Τέχνη του Πολέμου», Θεσσαλονίκη, Βάννιας, 1991, σελ. 30-31.
[15]Κατά τον Liddell Hart« η στρατηγική του Περικλή υπαγόταν στην υψηλή στρατηγική, που είχε σκοπό να εξαντλήσει την αντοχή του εχθρού και να τον πείσει ότι δεν μπορούσε να κερδίσει αποφασιστικό αποτέλεσμα» «Η Στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης», Θεσσαλονίκη, Βάνιας 1995σελ.43.
[16]Αθαν. Πλατιάς «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στο Θουκυδίδη», Αθήνα, 1998, βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, σελ 100.
[17]Σε αυτή την εξωτερική εξισορρόπηση ανήκει και η αρχή « ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου», που βοηθά στη δημιουργία αξόνων.
[18]Ο όρος πήρε το όνομα από το Ρωμαίο στρατηγό Φάβιο, και αναφέρεται στη στρατηγική που αυτός εφάρμοσε εναντίον του Αννίβα το 218 π.Χ. Η στρατηγική αυτή προέβλεπε την αποφυγή της μάχης και τη φθορά της δύναμης των Καρχηδονίων μέσω μικρής κλίμακας συμπλοκών.
[19]Κατά τον Liddell Hart, το σχέδιο του Περικλή που υπαγόταν στην υψηλή στρατηγική, είχε σκοπό να εξαντλήσει την αντοχή του εχθρού για να τον πείσει ότι δεν μπορούσε να κερδίσει αποτέλεσμα. Liddell Hart, «Η Στρατηγική της έμμεσης προσέγγισης», Θεσσαλονίκη, Βάνιας 1995σελ, 43.
[20]Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ «αποτροπής» και «άμυνας», κάτι για το οποίο το επίπεδο του ακροατηρίου δεν χρειάζεται να επεξηγηθεί. Η συμπλήρωση της αποτροπής με επιθετική ενέργεια αποδεικνύει αυτό που τα εγχειρίδια της τακτικής διδάσκουν ότι μόνο με την άμυνα δεν επιτυγχάνεται η νίκη στον πόλεμου, κατ’ επέκταση δε και στη στρατηγική. Αυτό διότι επιβεβαιώνει την αξιοπιστία τη αποτροπής, καθώς πέρα από την αβεβαιότητα σχετικά με ην επιτυχία αποφασιστικού αποτελέσματος που εξασφάλιζε η αποτροπή, η επιθετική ενέργεια πρόβαλε την απειλή δημιουργίας σοβαρού κόστους για τη Σπαρτιατική συμμαχία. Εξ’ άλλου αυτή ακριβώς είναι και η έννοια του συνδυασμένης εφαρμογής της αρχής του πολέμου «Οικονομία Δυνάμεων» με τις αρχές «Συγκέντρωση» και «επιθετικό πνεύμα».
[21]Θουκυδίδου Ιστορία Βιβλίο Ε, Κεφ. 89.
[22]Μάριος Ευρυβιάδης: «Θουκυδίδης χθες, σήμερα, αύριο». Άρθρο σε περιοδική έκδοση του ΙΑΑ, τεύχος 57, Σεπτέμβριος 1999, σελ. 1-2.
[23]Αθαν. Πλατιάς «Θουκυδίδης Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική», Αθήνα, 1998, βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, σελ. 16 επ.