196. ΟΝΟΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΙΑ [196.1] ὄνοι ποτὲ ἀχθόμενοι ἐπὶ τῷ συνεχῶς ἀχθοφορεῖν καὶ ταλαιπωρεῖν πρέσβεις ἔπεμψαν πρὸς τὸν Δία λύσιν τινὰ αἰτούμενοι τῶν πόνων. ὁ δὲ αὐτοῖς ἐπιδεῖξαι βουλόμενος, ὅτι τοῦτο ἀδύνατόν ἐστιν, ἔφη τότε αὐτοὺς ἀπαλλαγήσεσθαι τῆς κακοπαθείας, ὅταν οὐροῦντες ποταμὸν ποιήσωσι. κἀκεῖνοι αὐτὸν ἀληθεύειν ὑπολαβόντες ἀπ᾽ ἐκείνου καὶ μέχρι νῦν, ἔνθα ἂν ἀλλήλων οὖρον ἴδωσιν, ἐνταῦθα καὶ αὐτοὶ περιιστάμενοι οὐροῦσιν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ ἑκάστῳ πεπρωμένον ἀθεράπευτόν ἐστι.
197. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΝΗΛΑΤΗΣ
[197.1] ὄνος ὑπὸ ὀνηλάτου ἀγόμενος ὡς μικρὸν τῆς ὁδοῦ προῆλθεν, ἀφεὶς τὴν λείαν ἀτραπὸν διὰ κρημνῶν ἐφέρετο. μέλλοντος δὲ αὐτοῦ κατακρημνίζεσθαι ὁ ὀνηλάτης ἐπιλαβόμενος τῆς οὐρᾶς ἐπειρᾶτο μετάγειν αὐτόν. τοῦ δὲ εὐτόνως ἀντιπίπτοντος ἀφεὶς αὐτὸν ἔφη· «νίκα, κακὴν γὰρ νίκην νικᾷς».
πρὸς ἄνδρα φιλόνεικον ὁ λόγος εὔκαιρος.
198. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
[198.1] ὄνος ἔν τινι λειμῶνι νεμόμενος ὡς ἐθεάσατο λύκον ἐπ᾽ αὐτὸν ὁρμώμενον, χωλαίνειν προσεποιεῖτο. τοῦ δὲ προσελθόντος αὐτῷ καὶ τὴν αἰτίαν πυθομένου, δι᾽ ἣν χωλαίνει, ἔλεγεν ὡς «φραγμὸν διαβαίνων σκόλοπα ἐπάτησα» καὶ παρῄνει αὐτὸν πρῶτον ἐξελεῖν τὸν σκόλοπα, εἶθ᾽ οὕτως αὐτὸν καταθοινήσασθαι, ἵνα μὴ ἐσθίων περιπαρῇ. τοῦ δὲ πεισθέντος καὶ τὸν πόδα αὐτοῦ ἐπάραντος ὅλον τε τὸν νοῦν πρὸς τὴν ὁπλὴν ἔχοντος ὁ ὄνος λὰξ εἰς τὸ στόμα τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ ἐτίναξε. καὶ ὃς κακῶς διατεθεὶς ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα. τί γὰρ τοῦ πατρός με μάγειρον διδάξαντος αὐτὸς ἰατρικὴν τέχνην ὑπελαβόμην;»
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν.
199. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΛΕΟΝΤΗ
[199.1] ὄνος ἐνδυσάμενος λέοντος δορὰν περιῄει ἐκφοβῶν τὰ ἄλογα ζῷα. καὶ δὴ θεασάμενος ἀλώπεκα ἐπειρᾶτο καὶ ταύτην δεδίττεσθαι. ἡ δέ, ἐτύγχανε γὰρ αὐτοῦ φθεγξαμένου προακηκουῖα, ἔφη πρὸς αὐτόν· «ἀλλ᾽ εὖ ἴσθι, ὡς καὶ ἐγὼ ἄν σε ἐφοβήθην, εἰ μὴ ὀγκωμένου ἤκουσα».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀπαιδεύτων τοῖς ἔξωθεν τύφοις δοκοῦντές τινες εἶναι ὑπὸ τῆς ἰδίας γλωσσαλγίας ἐλέγχονται.
200. ΟΝΟΝ ΑΓΟΡΑΖΩΝ
[200.1] ὄνον τις ἀγοράζων ἐπὶ πείρᾳ αὐτὸν ἔλαβε καὶ εἰσαγαγὼν εἰς τοὺς ἰδίους ἐπὶ τῆς φάτνης αὐτὸν ἔστησεν. ὁ δὲ καταλιπὼν τοὺς ἄλλους παρὰ τῷ ἀργοτάτῳ καὶ ἀδηφάγῳ ἔστη καὶ ὃς οὐδὲν ἐποίει. δήσας οὖν καὶ ἀπάγων τῷ δεσπότῃ αὐτὸν ἀπέδωκε. τοῦ δὲ διερωτῶντος, εἰ οὕτως ἀξίαν αὐτοῦ τὴν δοκιμασίαν ἐποιήσατο, ὑπολαβὼν εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐδὲν ἐπιδέομαι πείρας. οἶδα γάρ, ὅτι τοιοῦτός ἐστι, ὁποῖον ἐξ ἁπάντων τὸν συνήθη ἐξελέξατο».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοιοῦτος εἶναί τις ὑπολαμβάνεται, ὁποίοις ἂν ἥδηται τοῖς ἑταίροις.
***
196. Οι γάιδαροι στέλνουν αντιπροσωπεία στον Δία.
[196.1] Μια μέρα οι γάιδαροι δυσανασχέτησαν με τη μοίρα τους: ακούς εκεί, όλο να κουβαλάνε φορτία και να τραβάνε τέτοια ταλαιπωρία. Έστειλαν λοιπόν αντιπροσωπεία στον Δία και του γύρευαν να τους απαλλάξει με κάποιον τρόπο από τις κακουχίες. Ο θεός, βέβαια, έψαξε τρόπο για να τους δώσει να καταλάβουν ότι το αίτημά τους είναι αδύνατον, και τελικά βρήκε τί να τους πει: τότε μόνο, αποφάνθηκε, θα λυτρωθούν από τα δεινά τους, όταν φτιάξουν ολόκληρο ποτάμι με τα κάτουρά τους. Οι γάιδαροι, ωστόσο, νόμισαν πως τους το έλεγε για αλήθεια. Έτσι, από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα, όπου δούνε κάτουρο που να το έχει κάνει κάποιος από τη φάρα τους, αμέσως πάνε και στέκονται εκεί τριγύρω και κατουρούν με την ψυχή τους.
Το δίδαγμα του μύθου: Καθένας με το πεπρωμένο του, και τούτο δεν έχει γιατρειά.
197. Ο γάιδαρος και ο αγωγιάτης.
[197.1] Ήταν ένας γάιδαρος που το αφεντικό του τον τραβολογούσε στον δρόμο. Εντούτοις, το ζωντανό, αφού προχώρησε για λίγο, άφησε το ομαλό ίσιωμα και όρμησε μέσα στα κατσάβραχα. Στο τέλος, που λέτε, ήταν έτοιμο να γκρεμοτσακιστεί — ο αγωγιάτης το άδραξε από την ουρά και πάσχιζε να το φέρει πίσω σε ασφαλές μέρος. Όμως ο γάιδαρος τραβούσε με δύναμη προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώσπου ο άνθρωπος τον αμόλησε πια και αναστέναξε: «Καλά, νίκησες. Τί θαρρείς; Σε κακό θα σου βγει τέτοια νίκη».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει σε άνθρωπο εριστικό.
198. Ο γάιδαρος και ο λύκος.
[198.1] Ήταν μια φορά ένας γάιδαρος που έβοσκε στο λιβάδι, όταν ξάφνου αντίκρισε τον λύκο να ορμάει καταπάνω του. Αμέσως ο γάιδαρος καμώθηκε πως κούτσαινε. Ο λύκος, λοιπόν, μόλις πλησίασε, τον ρώτησε για ποιόν λόγο κουτσαίνει έτσι. Νά τί αποκρίθηκε ο γάιδαρος: «Αχ ο καημένος, πήγα να πηδήξω μια συστάδα θάμνων και πάτησα αγκάθι». Και στη συνέχεια έπιασε να ορμηνεύει τον λύκο: «Ξέρεις, καλύτερα να μου βγάλεις πρώτα το αγκάθι, προτού με καταβροχθίσεις, μην τυχόν σε τρυπήσει και σένα καθώς θα μασάς». Πράγματι, ο λύκος το έχαψε: μια και δυο, σήκωσε το ποδάρι του γάιδαρου και καταπιάστηκε να εξετάζει με μεγάλη προσοχή την οπλή του. Πάνω εκεί, που λέτε, ο γάιδαρος του τράβηξε μια γερή κλωτσιά στο στόμα, και τα δόντια του θεριού σκορπίστηκαν τριγύρω. Σε άθλια κατάσταση πλέον, ο λύκος βόγκηξε: «Μωρέ καλά να πάθω. Αφού είμαι χασάπης, αυτό το επάγγελμα μου έμαθε ο πατέρας μου — τί μου ήρθε να παραστήσω τον δόκτορα της ιατρικής;».
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: Όσοι καταπιάνονται με ασχολίες που δεν τους ταιριάζουν καθόλου επόμενο είναι να σπάσουν τα μούτρα τους.
199. Ο γάιδαρος και η λεοντή.
[199.1] Μια φορά ο γάιδαρος τύλιξε γύρω του το τομάρι ενός λιονταριού και έτσι τριγυρνούσε κατατρομάζοντας τα ανόητα ζώα. Μέχρι που βρήκε, βέβαια, μπροστά του την αλεπού και επιχείρησε να τη σκιάξει και αυτήν. Έλα όμως που εκείνη τον είχε όλως τυχαίως ακούσει να γκαρίζει λίγο πρωτύτερα. Η παμπόνηρη, λοιπόν, του έκανε: «Άχου καλέ, και εμένα θα με τρόμαζες, να είσαι βέβαιος, αρκεί να μην είχα ακούσει τα γκαρίσματά σου».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς άξεστους: Περνιούνται για σπουδαίοι με τις επιδείξεις και τις παράτες τους. Όμως τους προδίδει η ανόητη φλυαρία τους.
200. Ο γάιδαρος και ο αγοραστής.
[200.1] Ήταν κάποιος άνθρωπος που ήθελε να αγοράσει γάιδαρο. Πήρε λοιπόν έναν για δοκιμή, τον έμπασε στον στάβλο όπου είχε και τα υπόλοιπα γαϊδούρια του, και τον άφησε να στέκει εκεί, μπροστά στο παχνί. Ο γάιδαρος, που λέτε, δεν έδωσε σημασία στους άλλους ομοφύλους του, παρά πήγε και στάθηκε δίπλα στον πιο τεμπέλη και λαίμαργο ανάμεσά τους, εκείνον που δεν έκανε ποτέ καμία δουλειά. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τον έδεσε πάλι και τον πήγε πίσω στο πρώτο αφεντικό του, για να τον επιστρέψει. Απόρησε βέβαια ο πωλητής και ρώτησε: «Καλά, τον δοκίμασες κιόλας όπως πρέπει;». Όμως ο άνθρωπος αποκρίθηκε χωρίς περιστροφές: «Σιγά τώρα, δεν μου χρειάζονται παραπάνω δοκιμές. Σάμπως δεν το ξέρω καλά; Μ᾽ όποιον σύντροφο καθίσει, τέτοιον χαρακτήρα έχει».
Το δίδαγμα του μύθου: Ο κόσμος κρίνει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου από το είδος των ατόμων με τα οποία ευχαριστιέται να κάνει παρέα.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ ἑκάστῳ πεπρωμένον ἀθεράπευτόν ἐστι.
197. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΝΗΛΑΤΗΣ
[197.1] ὄνος ὑπὸ ὀνηλάτου ἀγόμενος ὡς μικρὸν τῆς ὁδοῦ προῆλθεν, ἀφεὶς τὴν λείαν ἀτραπὸν διὰ κρημνῶν ἐφέρετο. μέλλοντος δὲ αὐτοῦ κατακρημνίζεσθαι ὁ ὀνηλάτης ἐπιλαβόμενος τῆς οὐρᾶς ἐπειρᾶτο μετάγειν αὐτόν. τοῦ δὲ εὐτόνως ἀντιπίπτοντος ἀφεὶς αὐτὸν ἔφη· «νίκα, κακὴν γὰρ νίκην νικᾷς».
πρὸς ἄνδρα φιλόνεικον ὁ λόγος εὔκαιρος.
198. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
[198.1] ὄνος ἔν τινι λειμῶνι νεμόμενος ὡς ἐθεάσατο λύκον ἐπ᾽ αὐτὸν ὁρμώμενον, χωλαίνειν προσεποιεῖτο. τοῦ δὲ προσελθόντος αὐτῷ καὶ τὴν αἰτίαν πυθομένου, δι᾽ ἣν χωλαίνει, ἔλεγεν ὡς «φραγμὸν διαβαίνων σκόλοπα ἐπάτησα» καὶ παρῄνει αὐτὸν πρῶτον ἐξελεῖν τὸν σκόλοπα, εἶθ᾽ οὕτως αὐτὸν καταθοινήσασθαι, ἵνα μὴ ἐσθίων περιπαρῇ. τοῦ δὲ πεισθέντος καὶ τὸν πόδα αὐτοῦ ἐπάραντος ὅλον τε τὸν νοῦν πρὸς τὴν ὁπλὴν ἔχοντος ὁ ὄνος λὰξ εἰς τὸ στόμα τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ ἐτίναξε. καὶ ὃς κακῶς διατεθεὶς ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα. τί γὰρ τοῦ πατρός με μάγειρον διδάξαντος αὐτὸς ἰατρικὴν τέχνην ὑπελαβόμην;»
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν.
199. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΛΕΟΝΤΗ
[199.1] ὄνος ἐνδυσάμενος λέοντος δορὰν περιῄει ἐκφοβῶν τὰ ἄλογα ζῷα. καὶ δὴ θεασάμενος ἀλώπεκα ἐπειρᾶτο καὶ ταύτην δεδίττεσθαι. ἡ δέ, ἐτύγχανε γὰρ αὐτοῦ φθεγξαμένου προακηκουῖα, ἔφη πρὸς αὐτόν· «ἀλλ᾽ εὖ ἴσθι, ὡς καὶ ἐγὼ ἄν σε ἐφοβήθην, εἰ μὴ ὀγκωμένου ἤκουσα».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀπαιδεύτων τοῖς ἔξωθεν τύφοις δοκοῦντές τινες εἶναι ὑπὸ τῆς ἰδίας γλωσσαλγίας ἐλέγχονται.
200. ΟΝΟΝ ΑΓΟΡΑΖΩΝ
[200.1] ὄνον τις ἀγοράζων ἐπὶ πείρᾳ αὐτὸν ἔλαβε καὶ εἰσαγαγὼν εἰς τοὺς ἰδίους ἐπὶ τῆς φάτνης αὐτὸν ἔστησεν. ὁ δὲ καταλιπὼν τοὺς ἄλλους παρὰ τῷ ἀργοτάτῳ καὶ ἀδηφάγῳ ἔστη καὶ ὃς οὐδὲν ἐποίει. δήσας οὖν καὶ ἀπάγων τῷ δεσπότῃ αὐτὸν ἀπέδωκε. τοῦ δὲ διερωτῶντος, εἰ οὕτως ἀξίαν αὐτοῦ τὴν δοκιμασίαν ἐποιήσατο, ὑπολαβὼν εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐδὲν ἐπιδέομαι πείρας. οἶδα γάρ, ὅτι τοιοῦτός ἐστι, ὁποῖον ἐξ ἁπάντων τὸν συνήθη ἐξελέξατο».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοιοῦτος εἶναί τις ὑπολαμβάνεται, ὁποίοις ἂν ἥδηται τοῖς ἑταίροις.
***
196. Οι γάιδαροι στέλνουν αντιπροσωπεία στον Δία.
[196.1] Μια μέρα οι γάιδαροι δυσανασχέτησαν με τη μοίρα τους: ακούς εκεί, όλο να κουβαλάνε φορτία και να τραβάνε τέτοια ταλαιπωρία. Έστειλαν λοιπόν αντιπροσωπεία στον Δία και του γύρευαν να τους απαλλάξει με κάποιον τρόπο από τις κακουχίες. Ο θεός, βέβαια, έψαξε τρόπο για να τους δώσει να καταλάβουν ότι το αίτημά τους είναι αδύνατον, και τελικά βρήκε τί να τους πει: τότε μόνο, αποφάνθηκε, θα λυτρωθούν από τα δεινά τους, όταν φτιάξουν ολόκληρο ποτάμι με τα κάτουρά τους. Οι γάιδαροι, ωστόσο, νόμισαν πως τους το έλεγε για αλήθεια. Έτσι, από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα, όπου δούνε κάτουρο που να το έχει κάνει κάποιος από τη φάρα τους, αμέσως πάνε και στέκονται εκεί τριγύρω και κατουρούν με την ψυχή τους.
Το δίδαγμα του μύθου: Καθένας με το πεπρωμένο του, και τούτο δεν έχει γιατρειά.
197. Ο γάιδαρος και ο αγωγιάτης.
[197.1] Ήταν ένας γάιδαρος που το αφεντικό του τον τραβολογούσε στον δρόμο. Εντούτοις, το ζωντανό, αφού προχώρησε για λίγο, άφησε το ομαλό ίσιωμα και όρμησε μέσα στα κατσάβραχα. Στο τέλος, που λέτε, ήταν έτοιμο να γκρεμοτσακιστεί — ο αγωγιάτης το άδραξε από την ουρά και πάσχιζε να το φέρει πίσω σε ασφαλές μέρος. Όμως ο γάιδαρος τραβούσε με δύναμη προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώσπου ο άνθρωπος τον αμόλησε πια και αναστέναξε: «Καλά, νίκησες. Τί θαρρείς; Σε κακό θα σου βγει τέτοια νίκη».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει σε άνθρωπο εριστικό.
198. Ο γάιδαρος και ο λύκος.
[198.1] Ήταν μια φορά ένας γάιδαρος που έβοσκε στο λιβάδι, όταν ξάφνου αντίκρισε τον λύκο να ορμάει καταπάνω του. Αμέσως ο γάιδαρος καμώθηκε πως κούτσαινε. Ο λύκος, λοιπόν, μόλις πλησίασε, τον ρώτησε για ποιόν λόγο κουτσαίνει έτσι. Νά τί αποκρίθηκε ο γάιδαρος: «Αχ ο καημένος, πήγα να πηδήξω μια συστάδα θάμνων και πάτησα αγκάθι». Και στη συνέχεια έπιασε να ορμηνεύει τον λύκο: «Ξέρεις, καλύτερα να μου βγάλεις πρώτα το αγκάθι, προτού με καταβροχθίσεις, μην τυχόν σε τρυπήσει και σένα καθώς θα μασάς». Πράγματι, ο λύκος το έχαψε: μια και δυο, σήκωσε το ποδάρι του γάιδαρου και καταπιάστηκε να εξετάζει με μεγάλη προσοχή την οπλή του. Πάνω εκεί, που λέτε, ο γάιδαρος του τράβηξε μια γερή κλωτσιά στο στόμα, και τα δόντια του θεριού σκορπίστηκαν τριγύρω. Σε άθλια κατάσταση πλέον, ο λύκος βόγκηξε: «Μωρέ καλά να πάθω. Αφού είμαι χασάπης, αυτό το επάγγελμα μου έμαθε ο πατέρας μου — τί μου ήρθε να παραστήσω τον δόκτορα της ιατρικής;».
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: Όσοι καταπιάνονται με ασχολίες που δεν τους ταιριάζουν καθόλου επόμενο είναι να σπάσουν τα μούτρα τους.
199. Ο γάιδαρος και η λεοντή.
[199.1] Μια φορά ο γάιδαρος τύλιξε γύρω του το τομάρι ενός λιονταριού και έτσι τριγυρνούσε κατατρομάζοντας τα ανόητα ζώα. Μέχρι που βρήκε, βέβαια, μπροστά του την αλεπού και επιχείρησε να τη σκιάξει και αυτήν. Έλα όμως που εκείνη τον είχε όλως τυχαίως ακούσει να γκαρίζει λίγο πρωτύτερα. Η παμπόνηρη, λοιπόν, του έκανε: «Άχου καλέ, και εμένα θα με τρόμαζες, να είσαι βέβαιος, αρκεί να μην είχα ακούσει τα γκαρίσματά σου».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς άξεστους: Περνιούνται για σπουδαίοι με τις επιδείξεις και τις παράτες τους. Όμως τους προδίδει η ανόητη φλυαρία τους.
200. Ο γάιδαρος και ο αγοραστής.
[200.1] Ήταν κάποιος άνθρωπος που ήθελε να αγοράσει γάιδαρο. Πήρε λοιπόν έναν για δοκιμή, τον έμπασε στον στάβλο όπου είχε και τα υπόλοιπα γαϊδούρια του, και τον άφησε να στέκει εκεί, μπροστά στο παχνί. Ο γάιδαρος, που λέτε, δεν έδωσε σημασία στους άλλους ομοφύλους του, παρά πήγε και στάθηκε δίπλα στον πιο τεμπέλη και λαίμαργο ανάμεσά τους, εκείνον που δεν έκανε ποτέ καμία δουλειά. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τον έδεσε πάλι και τον πήγε πίσω στο πρώτο αφεντικό του, για να τον επιστρέψει. Απόρησε βέβαια ο πωλητής και ρώτησε: «Καλά, τον δοκίμασες κιόλας όπως πρέπει;». Όμως ο άνθρωπος αποκρίθηκε χωρίς περιστροφές: «Σιγά τώρα, δεν μου χρειάζονται παραπάνω δοκιμές. Σάμπως δεν το ξέρω καλά; Μ᾽ όποιον σύντροφο καθίσει, τέτοιον χαρακτήρα έχει».
Το δίδαγμα του μύθου: Ο κόσμος κρίνει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου από το είδος των ατόμων με τα οποία ευχαριστιέται να κάνει παρέα.